Μολιέρος (Molière)

«Ο κατά φαντασίαν ασθενής» (1673)

Μολιέρος (Molière)

«Ο Ταρτούφος» (1664)

Μολιέρος (Molière)

«Ο αρχοντοχωριάτης» (1670)

Ουίλλιαμ Σαίξπηρ

«Όνειρο Θερινής Νυκτός»

Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα

«Ματωμένος Γάμος»

Αντουάν Ντε Σαιντ- Εξυπερύ

«Ο μικρός πρίγκηπας»

Αντόν Τσέχωφ

«Ένας αριθμός»

Ντάριο Φο

«Ο τυχαίος θάνατος ενός Αναρχικού»

Ευγένιος Ιονέσκο

«Ρινόκερος»

Μπέρτολτ Μπρεχτ

«Αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι»

723 Ποιητές - 8.176 Ποιήματα

Επιλογή της εβδομάδας..

Οδυσσέας Ελύτης, «Το Μονόγραμμα»

Θά πενθώ πάντα -- μ’ακούς; -- γιά σένα, μόνος, στόν Παράδεισο Ι Θά γυρίσει αλλού τίς χαρακιές  Τής παλάμης, η Μοίρα, σάν κλειδούχο...

Γιώργος Φιλιππίδης, «Μελίσσα – IV»

Γύρεψα πάντοτε 
εκδίκηση 
στ’ όνομα καθετί εύθραυστου, 
είχα ξεχάσει πως ό,τι 
είναι εύθραυστο 
είμαι εγώ, 
πως είσαι εγώ. 
Έφυγα γρήγορα

Γιώργος Φιλιππίδης, «Ερωτική προπαγάνδα – V»

Ακούστε καλά! 
Κωδωνοκρούστης στην καμπανούλα, 
σαρκοφάγο λουλούδι της ασκήμιας μου, 
στο αχανές πεδίου της καμπούρας μου 
όπου, 
απαράλλαχτα έναστρος ουρανός, αιωρείται 
η αστροσκόνη που είμαι.

Γιώργος Φιλιππίδης, «Γαλάζια μηχανή – I»

Έφευγε απάνω σε τροχιές 
ριζωμένες σ’ έναν έρημο τόπο, 
σαν μια λάμψη στο μάτι του ορίζοντα, 

απάνω στον καιρό 
που μπορούσε να λυγίζει, να λυγίζει, να λυγίζει 
δίχως ποτέ να ραγίζεται. 
Και τα μίλια το κατάπιναν λαίμαργα.

Γιώργος Φιλιππίδης, «Γαλάζια μηχανή – II»

Ολοένα ταξιδεύαμε, 
απ’ το παράθυρο κοιτώντας πέρα 
τον ουρανό της αυγής 
στο λουλάκι, 
το τίναγμα της πεταλούδας, 
ίδιο με το μύχιο φτερούγισμα 
που τόσες νύχτες

Γιώργος Φιλιππίδης, «Γαλάζια μηχανή – V»

Ξύπνησα 
με μιαν αφή αλαφριά στο πρόσωπο 
από χέρι ανθρώπινο. 
Σχίζαμε τον κάμπο, 
ένα ύφασμα γεμάτο μπαλώματα 
– του ήρωα η ψυχή. 
Με σταλαγμένη στα μάτια μου τη στάλα 
του κήπου.

Γωγώ Πονηράκου, «Δεκαπενταύγουστος στη Ρώμη»

Άδεια Ρώμη
όπως
άδεια Αθήνα•
η χαρά των τουριστών.

Βαδίζουμε αργόσυρτα

Γωγώ Πονηράκου, «Έξζιτ»

Κρύφτηκε
σ' ένα Βοκσβάγκεν λευκό
με δίχως ουρανό
Είπε πως
τα 'ζησε όλα μέσα στο λίγο
και πως η υπομονή είναι

Γωγώ Πονηράκου, «Αν ζούσε σήμερα η Κατερίνα»

Θα έδειχνε την τέχνη του
να ανοίγεις το στόμα
εκτοξεύοντας πέτρες,
αναρχία, εξέγερση.
Αν ζούσε, θα έκανε
πάνω-κάτω την Πατησίων

Γωγώ Πονηράκου, «Οδοφράγματα»

Πόσες ψυχούλες βάλατε
στο πιεστήριο;
Τι μεθόδους χρησιμοποιήσατε
και πόση πίεση ασκήθηκε;
Θέλω να πω, σαφώς, η δυσκολία
στην εκάστοτε ψυχή έγκειται·
από πόσες τρίχες

Γωγώ Πονηράκου, «Φυγή»

Φορές ελπίζεις
να βγει από την κοιλιά
ένα χέρι, να στηριχτεί
στις κλειδες σου
-να σε γυρίσει
μέσα έξω

Μα όταν

Γωγώ Πονηράκου, «Στον γιατρό»

Χάρη σ’ εκείνον τον γιατρό
δεν μπήκα τιμωρία κι επέστρεψα
στο ασφαλές
«Τσιγαράκι, γιατρέ;». Δεν κάπνισε ένα
μαζί μου, είπε μόνο:
«Να κοιτάς τον εαυτό σου στον καθρέφτη
και να λες όλακαλάθατάνε»

Γωγώ Πονηράκου, «Γενέθλιο ποίημα»

Η μάνα έβλεπε τις ειδήσεις
των οκτώ: «Κάτω τα χέρια
από την Γκρενάντα»
ακολούθως η λειτουργία για
τα παιδιά που σκοτώνονται
στον πόλεμο
Ο καιρός ήταν βαρύς στην
ενδοχώρα και το χαλάζι

Γωγώ Πονηράκου, «Εξομολόγηση»

Τις πιο οριστικές αλήθειες
τις μοιράζομαι με ξένους,
γιατί
έχουν ευθύβολα μάτια και
θαρρετά αυτιά
Μετά μετανιώνω,
έγιναν αμέσως
δικοί μου

Γωγώ Πονηράκου, «Το κάψιμο στο θώρακα»

Κανείς δεν θα σου εξηγήσει
σωστά
αυτό το κάψιμο
απόπειρα κάνω·
στο πλάτωμα κάτω
από τον λαιμό που
συγκρατούν οι κλείδες

Γωγώ Πονηράκου, «Θλιπτικό μανιφέστο»

Θα μπορούσε να είναι πολλά
παραπάνω από μια κούκλα με μπλε μάτια
οι καθημερινές γυναίκες όπως αυτή
όπως τόσες με περιποιημένα κουρέματα
νύχια, τακτικά ρούχα

Λυπάμαι που βουλιάζουν στον πάτο
του νεροχύτη , όλες οι θλίψεις τους

Γωγώ Πονηράκου, «Κάθαρση»

Έδωσα την καρδιά στο παιδί
το μυαλό σ' εσένα,
να το επιδιορθώσεις και
τα κόκκαλα στη μανούλα μου
να τα πλύνει με λάδι και κρασί

Τα μαλλιά, τα μαλλιά μου

Στέλιος Δουμένης, «Εάν σκοτώσεις ένανε»

Παράξενα μεσ’ το ντουνιά!
δεν δίνουν πέτρα στο φονιά να κάτσει
και βλέπεις ώμους σκαλιστούς,
ασημοχρυσοκεντητούς,
και κάθονται κι ευφραίνονται,
ντουνιά που έχουν κάψει.

Στέλιος Δουμένης, «Θεός και Διάβολος»

Τραπέζι έκανε ο Θεός του Διάβολου μια μέρα
και κει που τρώγαν κι έπιναν του λέει για φοβέρα:
— Τί θες και πας στον Οίκο μου κάθε γιορτή και σχόλη
και τί τους λες κρυφά στ' αυτί που ξεσηκώνονται όλοι;
 
— Τίποτα Παντοδύναμε, αλήθεια σου μιλάω,
πολλοί από τη μερίδα σου με προσκαλούν και πάω.
Πάω κι ακούω τι λεν κρυφά, τι φανερά για σένα,

Στέλιος Δουμένης, «Ο παπάς»

Ένας παπάς, γέρο παπάς, έξω απ' το ευαγγέλιο
τα έλεγε τα χωρατά με γούστο και με γέλιο.
Και κάθε Κυριακή μετά την λειτουργία
γέροι και νέοι του χωριού κάνανε απαρτία.
Τρώγανε, πίναν, λέγανε καθένας από ένα
για νά 'ρθει του παπά η σειρά ν' ακούσουνε κανένα.

Στέλιος Δουμένης, «Διάβολος και Θεός»

Ο Διάβολος και ο Θεός τρώγαν και συζητάγαν,
κάτι δικό τους λέγανε και "χά χα χά" γελάγαν.
Σε μια στιγμή του λέει ο Θεός —Τί γίνεται εκεί κάτω;
τους έχεις βάλει στη σειρά ή είναι άνω-κάτω;
— Εάν τους έχω στη σειρά χωράει αμφιβολία;
Αφού δεν πάει χωρίς εμένα, ένας στην εκκλησία.
— Μα εσύ έχεις κάνει Διάβολε, δουλειά πολύ μεγάλη,

Αντώνης Σαμαράκης (1919-2003)

«Το άγγελμα της ημέρας»

Μην πεις ποτέ σου: «Είναι αργά!» κι αν χαμηλά έχεις πέσει. κι αν λύπη τώρα σε τρυγά κι έχεις βαθιά πονέσει.

Κι αν όλα μοιάζουν σκοτεινά κι έρημος έχεις μείνει. μην πεις ποτέ σου: «Είναι αργά!» -τ' ακούς;- ό,τι  κι αν γίνει

Ο Μικρός Πρίγκιπας: «Αντίο», είπε η αλεπού. «Να το μυστικό μου. Είναι πολύ απλό: Μόνο με την καρδιά βλέπεις αληθινά. Την ουσία δεν τη βλέπουν τα μάτια»

𝓜πάμπης 𝓚υριακίδης