Ρινόκερος: Θεατρικό έργο γραμμένο από τον Ευγένιο Ιονέσκο το 1959. Το έργο ανήκει στην θεατρική σχολή γνωστό ως Θέατρο του Παραλόγου. Κατά την διάρκεια των τριών πράξεων του έργου οι κάτοικοι μιας μικρής, επαρχιακής Γαλλικής πόλης μεταμορφώνονται σε ρινόκερους. Τελικά ο μόνος άνθρωπος που δεν υποκύπτει σε αυτή την μαζική μεταμόρφωση είναι ο κεντρικός χαρακτήρας Μπερανζέ, μία σε σύγχυση πανανθρώπινη μορφή, που συνέχεια επικρίνεται ότι πίνει και αργεί.
Υπόθεση
Πράξη Πρώτη
Το έργο αρχίζει στην κεντρική πλατεία ενός μικρού ανώνυμου Γαλλικού χωριού. Δύο φίλοι, ο εύγλωττος διανοούμενος αλλά απίστευτα υπερήφανος Ζαν και ο απλοϊκός, ντροπαλός, καλόκαρδος μέθυσος Μπερανζέ συναντιούνται σε ένα καφενείο για να συζητήσουν για ένα απροσδιόριστο επείγον ζήτημα. Αντί να μιλήσουν γι’ αυτό, ο Ζαν γίνεται έξαλλος με την βραδύτητα και την τάση να πίνει του Μπερανζέ μέχρι που ένας ρινόκερος αφηνιάζει στην πλατεία κατατρομάζοντας τους ανθρώπους εκεί. Έτσι αυτοί αρχίζουν να συζητούν τι συνέβη, όταν ένας άλλος ρινόκερος εμφανίζεται και συνθλίβει την γάτα μιας γυναίκας. Αυτό προκαλεί απίστευτη αγανάκτηση και όλοι μαζί οι άνθρωποι υποστηρίζουν ότι πρέπει να απαγορευθεί η παρουσία αυτών των ζώων. Βλέπουμε επί σκηνής το ξεκίνημα ενός μαζικού κινήματος.
Πράξη Δεύτερη
Ο Μπερανζέ φτάνει αργοπορημένος στην δουλειά του στα γραφεία της τοπικής εφημερίδας, αλλά η υπάλληλος στην υποδοχή της εφημερίδας Νταίζη (με την οποία ο Μπερανζέ είναι ερωτευμένος) τον καλύπτει. Στο γραφείο έχει ξεσπάσει ένας καυγάς ανάμεσα στον ευαίσθητο και λογικό Ντιντάρ και στον βίαιο και ευέξαπτο Μποτάρ, καθώς ο Μποτάρ δεν πιστεύει ότι ένας ρινόκερος θα μπορούσε πραγματικά να εμφανιστεί στην Γαλλία παρ’ όλους τους ισχυρισμούς αυτόπτων μαρτύρων ότι αυτό συνέβη. Ξαφνικά η Κα. Μπεφ (η σύζυγος ενός συναδέλφου) εμφανίζεται και λέει ότι ο άντρας της έχει μεταμορφωθεί σε ρινόκερο και ότι οι δρόμοι έχουν γεμίσει με ανθρώπους που έχουν γίνει το ίδιο. Ο Μποτάρ αμφισβητεί την ύπαρξη του λεγόμενου κινήματος της ρινοκερίτιδας που η Κα. Μπεφ υποστηρίζει ότι υπάρχει, λέγοντας ότι οι ντόπιοι είναι αρκετά έξυπνοι για να ξεγελαστούν από την άδεια ρητορική ενός μαζικού κινήματος.
Παρόλα αυτά ο Κος Μπεφ (μεταμορφωμένος σε ρινόκερο) φτάνει και καταστρέφει την σκάλα που οδηγεί έξω από το γραφείο, παγιδεύοντας μέσα όλους τους εργαζόμενους και το αφεντικό τους, τον κύριο Παπιγιόν. Η Κα. Μπεφ πηγαίνει με τον άντρα της πηδώντας από το κλιμακοστάσιο, ενώ οι υπάλληλοι του γραφείου φεύγουν από ένα παράθυρο. Ο Μπερανζέ πηγαίνει να επισκεφθεί το Ζαν για να του ζητήσει συγγνώμη για την διαφωνία που είχαν την προηγούμενη μέρα, αλλά τον βρίσκει στο κρεβάτι, σοβαρά άρρωστο, με μια αρρώστια που ποτέ δεν ξαναείχε. Οι δύο φίλοι αρχίζουν πάλι να διαφωνούν, αρχικά για την δυνατότητα πραγματικής μεταμόρφωσης ανθρώπων σε ρινόκερους και κατόπιν για την ηθικότητα των μεταμορφώσεων.
Ο Ζαν είναι στην αρχή σθεναρά κατά των ρινόκερων αλλά σταδιακά γίνεται επιεικής. Καθώς η σκηνή εξελίσσεται το δέρμα του Ζαν γίνεται όλο και πιο πράσινο, το εξόγκωμα στο κεφάλι του αναπτύσσεται σε κέρατο, η φωνή του γίνεται βραχνή και αρχίζει να γυροφέρνει στο διαμέρισμά του σαν θηρίο στο κλουβί. Τελικά διακηρύσσει ότι οι ρινόκεροι έχουν εξ ίσου δικαίωμα στην ζωή με τους ανθρώπους και ότι “ο ανθρωπισμός είναι νεκρός, όσοι τον ακολουθούν είναι απλώς παλιοί αισθηματίες” πριν μεταμορφωθεί ο ίδιος σε ρινόκερο και διώξει -κυνηγημένο- το Μπερανζέ από το διαμέρισμά του.
Πράξη Τρίτη
Όλοι στην πόλη έχουν υποκύψει στην ρινοκερίτιδα, εκτός από τον Μπερανζέ, τον Ντιτάρ και τη Νταίζη. O Μπερανζέ είναι κλειδωμένος στο διαμέρισμά του, ακούγοντας τα ουρλιαχτά των ρινόκερων, που ορμούν καταστρέφοντας τον πολιτισμό, όταν φθάνει ο Ντιτάρ για να δει τι κάνει. Ο Ντιτάρ υποβαθμίζει τις μεταμορφώσεις λέγοντας ότι οι άνθρωποι έχουν το δικαίωμα της επιλογής, ακόμη και της μεταμόρφωσης. Αλλά ο Μπερανζέ επιμένει ότι οι μεταμορφώσεις δεν θα μπορούσαν να είναι εκούσιες, αφού ο φίλος του Ζαν αρχικά μισούσε τους ρινόκερους και πιθανόν υπέστη πλύση εγκεφάλου.
Ο Ντιτάρ αντιλέγει ότι οι άνθρωποι μπορεί να αλλάζουν γνώμη και σταδιακά γίνεται πιο δεκτικός μέχρι που συμπεραίνει ότι πρέπει να ακολουθήσει τους ομοίους (του) και τους ηγέτες (του) πριν φύγει και μεταμορφωθεί σε ρινόκερο. Λίγο πριν φύγει φτάνει η Νταίζη. Αυτή και ο Μπερανζέ διαπιστώνουν ότι έχουν μείνει τελείως μόνοι, οι μόνοι άνθρωποι σε ένα κόσμο τεράτων. Ο Μπερανζέ εξομολογείται την αγάπη του για την Νταίζη και αυτή φαίνεται να ανταποκρίνεται. Προσπαθούν, έστω και για λίγο, να έχουν μια κανονική ζωή ανάμεσα στους ρινόκερους.
Μετά την πρόταση του Μπερανζέ να προσπαθήσουν να ξαναδημιουργήσουν την ανθρώπινη φυλή, η Νταίζη αρχίζει να απομακρύνεται, υποστηρίζοντας ότι ο Μπερανζέ δεν καταλαβαίνει από έρωτα. Καταλήγει (η Νταίζη) να πιστέψει ότι οι ρινόκεροι είναι σωστοί – αυτοί που είναι πραγματικά παθιασμένοι. Ο Μπερανζέ χωρίς να το σκεφτεί χαστουκίζει την Νταίζη, αλλά αμέσως αποκηρύσσει την πράξη του. Σκέφτονται την κατάστασή τους και ο Μπερανζέ αναφωνεί ότι “σε λίγα μόνο λεπτά περάσαμε είκοσι πέντε χρόνια έγγαμου βίου”. Επιχειρούν να συμφιλιωθούν αλλά αποτυγχάνουν.
Ενώ ο Μπερανζέ κοιτάζεται σε ένα καθρέφτη για τυχόν στοιχεία μεταμόρφωσης, η Νταίζη φεύγει ήσυχα και πηγαίνει με τους ρινόκερους. Ανακαλύπτοντας ότι είναι τελείως μόνος, ο Μπερανζέ θρηνεί για την συμπεριφορά του προς την Νταίζη. Στην μοναξιά του αρχίζει να αμφιβάλλει για την ύπαρξή του – την γλώσσα του, την εμφάνισή του, το μυαλό του. Μόνος, βρίσκει τον εαυτό του λάθος και αναρωτιέται αν θα μπορούσε να μεταμορφωθεί κι ο ίδιος σε ρινόκερο. Παλεύει κι αποτυγχάνει. Επιστρέφει στον καθρέφτη, πρόσωπο με πρόσωπο με την μοίρα του και καταρρέει καθώς παλεύει να δεχθεί το χώρο που του έχει δοθεί. Ξαφνικά το ξεπερνάει και ανανεώνει τον όρκο του να αντιμετωπίσει τους ρινόκερους. Ο Μπερανζέ φωνάζει θαρραλέα “Δεν συνθηκολογώ” στο ακροατήριο, πριν γυρίσει στο παράθυρο για να ρίξει βρισιές στους ρινόκερους που περνάνε. πηγή
pdf 1 ή pdf 2
Tελευταίος μονόλογος του πρωταγωνιστή του έργου
(Στην τελευταία αυτή σκηνή του έργου, η αγαπημένη του Μπερανζέ, Νταίζη, έφυγε κι αυτή για να
συναντήσει τους ρινόκερους. Ο Μπερανζέ μόλις τώρα συνειδητοποιεί την απουσία της).
Μπερανζέ (πάντα στον καθρέπτη): «Ωστόσο δεν είναι και τόσο άσχημο πράγμα ο άνθρωπος. Και δεν είμαι και από τους πιο
ωραίους. Πίστεψε με, Νταίζη (γυρίζει). Νταίζη! Νταίζη! Πού είσαι; Νταίζη! Δεν θα το κάνεις αυτό! (τρέχει στην πόρτα). Νταίζη! (φτάνει στο κεφαλόσκαλο και σκύβει πάνω από τα κάγκελα). Νταίζη! Γύρισε πίσω μικρή μου Νταίζη! Δεν έβαλες ούτε μπουκιά στο στόμα σου! Νταίζη μη με αφήνεις μόνο! Τι μου είχες υποσχεθεί, Νταίζη! Νταίζη! (Σταματάει να φωνάζει, κάνει μια χειρονομία απόγνωσης και ξαναμπαίνει στο δωμάτιο). Βέβαια... δεν μπορούσαμε να συνεννοηθούμε πια. Ένα αταίριαστο ζευγάρι... δεν άντεχε άλλο. Δεν έπρεπε όμως να με αφήσει έτσι και να φύγει, χωρίς να μου δώσει μια εξήγηση! (κοιτάζει ολόγυρα του). Ούτε ένα σημείωμα δεν άφησε! Και είναι σωστά πράγματα αυτά! Τώρα έμεινα ολομόναχος! (πηγαίνει, κλειδώνει την πόρτα προσεκτικά αλλά πολύ θυμωμένος).
Εμένα δε θα με παρασύρετε. Όχι! Ποτέ! (κλείνει προσεκτικά τα παράθυρα). Τα ακούσατε; Ποτέ! (απευθύνεται προς όλα τα κεφάλια των ρινόκερων). Δεν θα σας ακολουθήσω... Όχι, δεν θα σας ακολουθήσω, δεν σας καταλαβαίνω! Εγώ θα μείνω αυτό που είμαι! Εγώ είμαι άνθρωπος! Άνθρωπος! (πάει και κάθεται στην πολυθρόνα). Αφόρητη... η κατάσταση είναι αφόρητη!
Εγώ φταίω που έφυγε. Ήμουν για αυτήν ολόκληρος ο κόσμος. Τι θα απογίνει τώρα; Μια ψυχή παραπάνω στη συνείδηση μου! Τώρα όλα είναι δυνατά. Φτωχό μου παιδί, εγκαταλελειμμένο μέσα σε αυτόν τον κόσμο των τεράτων! Κανένας δεν μπορεί να με βοηθήσει να την ξαναβρώ, γιατί δεν απομένει κανένας. (Νέα μουγκανητά, επίμονα τρεχαλητά, σύννεφα σκόνης). Δεν θέλω να τα ακούω. Θα βάλω μπαμπάκι στα αυτιά μου! (βάζει μπαμπάκι στα αυτιά του – μιλάει με τον εαυτό του στον καθρέπτη). Δεν υπάρχει άλλη λύση! Πρέπει να τους πείσω. Να τους πείσω όμως για τι πράγμα; Και η μεταμόρφωσή τους; Μπορούν να ξαναγίνουν άνθρωποι; Ε, μπορούν; Θα χρειαστεί ένας ηράκλειος άθλος, που ξεπερνάει τις δυνάμεις μου!
Και πρώτα –πρώτα για να τους πείσω, πρέπει να τους μιλήσω. Για να τους μιλήσω πρέπει να μάθω τη γλώσσα τους. Ή μήπως αυτοί θα έπρεπε να μάθουν τη δική μου; Αλλά εγώ ποια γλώσσα μιλάω; Ποια είναι η γλώσσα μου; Είναι ελληνικά αυτά που μιλάω; Θα πρέπει να είναι ελληνικά, είναι όμως; Αλλά τι είναι τα ελληνικά; Μπορώ να πω πως αυτά είναι ελληνικά, αν θέλω, κανένας δεν πρόκειται να μου τα αμφισβητήσει αφού είμαι ο μόνος που τα μιλάω. Αλλά τι λέω; Καταλαβαίνω τι λέω; Καταλαβαίνω τον εαυτό μου; (προχωρεί προς τη μέση της σκηνής).
Κι αν όπως μου έλεγε η Νταίζη αυτοί έχουν δίκιο... (γυρνά προς τον καθρέπτη). Κι όμως δεν είναι άσχημο πράγμα ο άνθρωπος – δεν είναι καθόλου άσχημο πράγμα... (κοιτάζεται προσεκτικά στον καθρέπτη και περνά το χέρι πάνω από το πρόσωπό του). Πολύ αστεία υπόθεση! Με τι μοιάζω λοιπόν; Με τι; (τρέχει στο ντουλάπι, βγάζει φωτογραφίες και τις κοιτάζει). Φωτογραφίες! Ποιοι είναι όλοι αυτοί; Ο κύριος Παπιγιόν ή μπορεί και η Νταίζη; Κι αυτός εδώ, είναι ο Μποτάρ, ή ο Ντυντάρ ή ο Ζαν; Ή μήπως είμαι εγώ! (τρέχει πάλι στο ντουλάπι και βγάζει 2-3 πίνακες). Ναι, ναι, αναγνωρίζω τον εαυτό μου, εγώ είμαι αυτός, εγώ! (πηγαίνει και κρεμάει τους πίνακες στον τοίχο του βάθους δίπλα στα κεφάλια των ρινόκερων). Εγώ είμαι αυτός, εγώ... (άμα κρεμάσει τους πίνακες διακρίνουμε πως παριστάνουν ένα γέρο, μια χοντρή γυναίκακαι κάποιον άλλο.
Η ασχήμια των προσωπογραφιών προβάλλεται ακόμα πιο πολύ σε αντίθεση με τα κεφάλια των ρινόκερων που γίνονται ολοένα και ωραιότερα. Ο Μπερναζέ οπισθοχωρεί λίγο για να δει τους πίνακες). Δεν είμαι ωραίος, δεν είμαι ωραίος! (Ξεκρεμάει τους πίνακες και τους πετάει κατά γης με θυμό και πηγαίνει στον καθρέπτη). Αυτοί είναι ωραίοι! Αυτοί ! Είχα άδικο. Ω, πόσο θα ήθελα να ήμουν σαν κι αυτούς... Μου λείπουν και τα κέρατα! Άσχημο που είναι ένα μέτωπο χωρίς κέρατα!... Θα μου χρειαζόντουσαν ένα δύο για να τονιστούν τα χαρακτηριστικά μου... Ίσως γίνει κι αυτό μια μέρα, κι έτσι δεν θα ντρέπομαι πια, θα μπορώ να πάω να τους βρω! Έλα όμως που δεν φυτρώνουν!... (κοιτάζει τις παλάμες του). Τα χέρια μου είναι μαλακά. Θα ροζιάσουν άραγε, θα βγάλουν λέπια; (βγάζει το σακάκι του, ξεκουμπώνει το πουκάμισο του, εξετάζει το στήθος του στον καθρέπτη). Πλαδαρό που είναι το δέρμα μου! Το κορμί μου! Κάτασπρο, τριχωτό!
Πόσο θα ήθελα να είχα σκληρό πετσί, και αυτό το θαυμάσιο βαθυπράσινο χρώμα, τη σεμνή γύμνια τους, χωρίς τρίχες! (ακούει μουγκανητά). Τα τραγούδια τους έχουν μια γοητεία... Είναι λίγο άγρια, βέβαια, μα, πάντως έχουν γοητεία! Αν μπορούσα να τραγουδάω σαν κι αυτούς!... (Προσπαθεί να τους μιμηθεί). Α... Α... Α.... Μρρρ! Όχι... όχι... δεν τα καταφέρνω, το δικό μου τραγούδι είναι αδύνατο, υποτονικό, του λείπει η ζωντάνια. Δεν καταφέρνω να μουγκανίσω! Ουρλιάζω μόνο... Α... Α... Α... Μρρρ! Ουρλιάζω μονάχα! Αχ... Αχ... Μπρ... Άλλο ουρλιαχτό κι άλλο μουγκανητό!... Ω!... Το έχω βάρος στη συνείδηση μου, έπρεπε να τους είχα ακολουθήσει όσο ήταν καιρός... τώρα είναι πια πολύ αργά. Αλλοίμονο!
Είμαι ένα τέρας, είμαι ένα τέρας! Αλλοίμονο μου, δεν θα ξαναγίνω ποτέ ρινόκερος! Ποτέ, ποτέ! Δεν μπορώ πια να αλλάξω. Θα το ήθελα πολύ. Θα το ήθελα τόσο πολύ αλλά δεν μπορώ... Δεν μπορώ πια ούτε τον εαυτό μου να κοιτάξω! Πόσο ντρέπομαι! (γυρίζει τις πλάτες του στον καθρέπτη). Άσχημος που είμαι!... Αλλοίμονο σε αυτόν που θέλει να διατηρήσει την ιδιομορφία του! (αναπηδά απότομα). Ε, λοιπόν! Τόσο το χειρότερο! Θα αμυνθώ κόντρα σε όλον τον κόσμο. Το τουφέκι μου! Πού είναι το τουφέκι μου;... (γυρίζει προς το μέρος του τοίχου, όπου φαίνονται τα κεφάλια των ρινόκερων και σκούζει με όλη του τη δύναμη).
Κόντρα σε όλον τον κόσμο, θα υπερασπίσω τον εαυτό μου, κόντρα σε όλον τον κόσμο θα αμυνθώ!... Είμαι ο τελευταίος άνθρωπος και θα μείνω άνθρωπος ως το τέλος!
Δεν συνθηκολογώ!...
πηγή~ ~ ~ ~ ~ ~
Ο Ευγένιος Ιονέσκο (Eugen Ionescu) ήταν Ρουμάνος θεατρικός συγγραφέας, από τους επιφανέστερους εκπροσώπους του
Θεάτρου του παραλόγου. Ο Ιονέσκο γεννήθηκε στις 26 Νοεμβρίου 1909 στη Σλάτινα της Ρουμανίας από Ρουμάνο πατέρα και Ρουμάνα-Γαλλίδα μητέρα. Πέρασε την παιδική του ηλικία στη Γαλλία, αλλά επέστρεψε στη Ρουμανία με τον πατέρα του το 1925, μετά το διαζύγιο των γονιών του. Μετά τις σπουδές του στο κολλέγιο, σπούδασε Γαλλική λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο του Βουκουρεστίου από το 1928 ως το 1933 και έγινε καθηγητής της γαλλικής γλώσσας. To 1936 ο Ιονέσκο παντρεύτηκε τη Ροντίκα Μπουριλεάνου. Απέκτησαν μια κόρη κι επέστρεψαν στη Γαλλία το 1938, ώστε ο Ιονέσκο να τελειώσει τη διδακτορική του διατριβή. Το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου το 1939 τον βρήκε στη Γαλλία. Παρέμεινε στη Μασσαλία κατά τη διάρκεια του πολέμου και τελικά εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στο Παρίσι μετά την απελευθέρωσή του, το 1944. Ο Ιονέσκο έγινε μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας το 1970, ενώ κέρδισε πολυάριθμα βραβεία και τιμητικές διακρίσεις.
Πέθανε στις 28 Μαρτίου 1994.