Ο μικρός πρίγκιπας, ξερίζωσε επίσης - με κάποια μελαγχολία - τα τελευταία βλαστάρια από μπαομπάμπ. Πίστευε ότι ποτέ πια δεν θα χρειαζόταν να ξαναγυρίσει πίσω. Μα όλες αυτές οι γνώριμες, καθημερινές δουλειές, εκείνο το πρωινό του φάνηκαν πολύ ευχάριστες. Και καθώς πότιζε - για τελευταία φορά - το λουλούδι του κι' ετοιμαζόταν να το σκεπάσει με τη γυάλα του, συνειδητοποίησε ότι ήθελε να κλάψει...
- «Αντίο...» είπε στο λουλούδι.
Μα εκείνο δεν του απάντησε...
- «Αντίο...», επανέλαβε ακόμα μια φορά.
Το λουλούδι έβηξε. Δεν έφταιγε όμως το κρυολόγημα για το βήχα του.
- «Ήμουν ανόητη», του είπε τελικά. «Σου ζητώ να με συγχωρέσεις. Προσπάθησε να είσαι ευτυχισμένος...»
Παραξενεύτηκε που δεν τον αποπήρε για τίποτα. Στεκόταν εκεί, μπερδεμένος, κρατώντας τη γυάλα στον αέρα. Δεν καταλάβαινε καθόλου αυτή την ήρεμη γλυκύτητα.
- «Μα ναι... και βέβαια σ' αγαπώ...», συνέχισε το λουλούδι. «Δεν κατάλαβες τίποτα και το φταίξιμο είναι δικό μου. Αυτό όμως δεν έχει καμιά σημασία τώρα. Ωστόσο, φάνηκες κι εσύ το ίδιο κουτός μ' εμένα. Προσπάθησε να γίνεις ευτυχισμένος... Παράτα πια αυτή τη γυάλα... Δεν τη θέλω πια...»
- «Όμως ο αέρας...», ψέλλισε εκείνος...
- «Δεν είμαι πια και τόσο κρυωμένη... Το φρέσκο αεράκι της νύχτας θα μου κάνει καλό... Ένα λουλούδι είμαι...».
- «Θα πρέπει να θρέψω δυό - τρεις κάμπιες από τα φύλλα μου, αν θέλω να γνωρίσω πεταλούδες... Μου φαίνεται ότι αυτό θα ήταν τόσο όμορφο... Διαφορετικά, ποιος θα έρθει να με επισκεφτεί; Εσύ... θα είσαι πολύ μακριά... Όσο για τα μεγάλα ζώα, δε φοβάμαι τίποτα. Έχω τα νύχια μου, εγώ...»
Και μου έδειξε με αφέλεια τα αγκάθια της. Και προσέθεσε:
- «Μην κοντοστέκεσαι έτσι... είναι ενοχλητικό... Έχεις αποφασίσει να φύγεις... Πήγαινε...», είπε.
Ο λόγος ήταν ότι δεν ήθελε να τη δει να κλαίει.
Ήταν ένα λουλούδι, τόσο περήφανο...
Ο μικρός πρίγκιπας βρέθηκε στην περιοχή των αστεροειδών 325, 326, 327, 328, 329 και 330. Άρχισε λοιπόν να τους επισκέπτεται με τη σειρά, για να βρει κάποια ασχολία αλλά και για να μορφωθεί.
Ο πρώτος κατοικούνταν από ένα βασιλιά. Ο βασιλιάς - ντυμένος με γούνινο μανδύα, στολισμένο με πορφύρα - καθόταν σε έναν απλό, αλλά μεγαλόπρεπο θρόνο.
- «Να! Ιδού ένας υπήκοος μου!», φώναξε ο βασιλιάς, μόλις εμφανίστηκε ο μικρός πρίγκιπας.
Κι' ο μικρός πρίγκιπας βέβαια αναρωτήθηκε:
- «Μα πως μπορεί να με αναγνωρίζει;...αφού δε με έχει ξαναδεί ποτέ!»
Δε γνώριζε ασφαλώς, ότι για τους βασιλείς, ολόκληρος ο κόσμος είναι εξαιρετικά απλοποιημένος. Όλοι οι άνθρωποι είναι υπήκοοι τους.
- «Πλησίασε για να σε δούμε καλύτερα» του είπε ο βασιλιάς - που ήταν πολύ περήφανος που ήταν ο βασιλιάς κάποιου.
Ο μικρός πρίγκιπας έψαξε με τα μάτια του κάπου να καθίσει, μα ολόκληρος ο πλανήτης ήταν πιασμένος από τη μεγαλόπρεπη, γούνινη, βασιλική κάπα. Έτσι λοιπόν, έμεινε όρθιος και καθώς ήταν κουρασμένος, χασμουρήθηκε.
- «Είναι αντίθετο με το πρωτόκολλο να χασμουριέται κανείς μπροστά σ' ένα βασιλιά, του είπε ο μονάρχης. Σου το απαγορεύουμε!»
- «Δε μπορώ να συγκρατηθώ...», απάντησε ο μικρός πρίγκιπας - πολύ ταραγμένος. «Έχω κάνει ένα μακρύ ταξίδι και δεν έχω κοιμηθεί καθόλου...».
- «Τότε λοιπόν...», του είπε ο βασιλιάς, «...σε διατάζουμε να χασμουρηθείς. Δεν έχουμε δει κανένα να χασμουριέται, εδώ και πολλά χρόνια. Τα χασμουρητά είναι για μας αξιοπερίεργα. Εμπρός λοιπόν! Να χασμουρηθείς ξανά! Είναι διαταγή!».
- «Αυτό με φοβίζει...δε μπορώ να χασμουρηθώ άλλο...» μουρμούρισε ο μικρός πρίγκιπας κοκκινίζοντας σαν παντζάρι.
- «Χμμ! Χμμ!», έκανε ο βασιλιάς. «Τότε κι εγώ... ε... εμείς σε διατάζουμε πότε να χασμουριέσαι και πότε να... να...»
Τραύλιζε κάπως και φαινόταν εκνευρισμένος.
Γιατί ο βασιλιάς, επέμενε ουσιαστικά, στο ότι η εξουσία του έπρεπε να γίνεται σεβαστή. Δεν ανεχόταν την ανυπακοή. Ήταν ένας απόλυτος μονάρχης. Καθώς όμως ήταν και πολύ καλόψυχος, έδινε διαταγές που ήταν λογικές.
«Αν διέταζα...», συνήθιζε να λέει, «...αν διέταζα ένα στρατηγό να μεταμορφωθεί σε θαλασσοπούλι κι' ο στρατηγός δεν εκτελούσε τη διαταγή, το φταίξιμο δε θα ήταν του στρατηγού. Το φταίξιμο θα ήταν δικό μου».
- «Μπορώ να καθίσω;», ρώτησε δειλά-δειλά ο μικρός πρίγκιπας...
- «Σε διατάζουμε να καθίσεις», του απάντησε ο βασιλιάς, μαζεύοντας με μια μεγαλόπρεπη κίνηση μιαν άκρη από τη γούνινη κάπα του.
Μα ο μικρός πρίγκιπας αναρωτιόταν... Ο πλανήτης ήταν μικροσκοπικός. Πάνω σε τι, λοιπόν, μπορούσε να βασιλεύει;
- «Μεγαλειότατε...», του είπε, «σας ζητώ συγνώμη που σας ρωτώ...»
- «Σε διατάζουμε να μας ρωτήσεις!», έσπευσε να πει ο βασιλιάς.
- «Μεγαλειότατε, πάνω σε τι βασιλεύετε;»
- «Πάνω σε όλα...» απάντησε ο βασιλιάς με μεγάλη απλότητα.
- Πάνω σε όλα;
Με μια διακριτική χειρονομία, ο βασιλιάς έδειξε τον πλανήτη του, τους άλλους πλανήτες και τ' αστέρια.
- «Πάνω σε όλα αυτά;» είπε ο μικρός πρίγκιπας.
- «Πάνω σε όλα αυτά», απάντησε ο βασιλιάς.
Γιατί δεν ήταν μόνο ένας απόλυτος μονάρχης, αλλά και ένας μονάρχης, παγκόσμιος.
- «Και τα άστρα, σας υπακούνε;»
- «Και βέβαια», του αποκρίθηκε ο βασιλιάς. «Υπακούν αμέσως. Δεν ανέχομαι την απειθαρχία».
Μια τέτοια εξουσία θάμπωσε το μικρό πρίγκιπα, αφήνοντας τον κατάπληκτο. Αν την είχε ο ίδιος, θα μπορούσε να παρακολουθήσει όχι μόνο σαράντα-τέσσερα, αλλά εβδομήντα-δύο, ίσως και εκατό ή ακόμα και διακόσια ηλιοβασιλέματα μέσα στην ίδια μέρα, χωρίς ποτέ να μετακινήσει πιο πέρα την καρέκλα του. Και όπως ένιωθε λίγο θλιμμένος, καθώς ξανάφερε στη θύμησή του το δικό του εγκαταλελειμμένο μικρό πλανήτη, τόλμησε να ζητήσει μια χάρη από το βασιλιά:
- «Θα ήθελα να δω ένα ηλιοβασίλεμα... Κάντε μου τη χάρη... Διατάξτε τον ήλιο να βασιλέψει...»
-«Αν έδινα διαταγή σ' ένα στρατηγό να πετάξει από λουλούδι σε λουλούδι όπως μια πεταλούδα ή να γράψει μια τραγωδία ή να μεταμορφωθεί σε θαλασσοπούλι κι αν ο στρατηγός δεν εκτελούσε τη διαταγή που πήρε, ποιος θα 'ταν ο φταίχτης - εκείνος ή εγώ;»
- «Εσείς θα ήσασταν», είπε αταλάντευτα ο μικρός πρίγκιπας.
- «Ακριβώς. Πρέπει να απαιτούμε από κάποιον, μονάχα αυτά που μπορεί να δώσει», συνέχισε ο βασιλιάς. «Πάνω απ' όλα, η εξουσία στηρίζεται στη λογική. Αν διατάξεις το λαό σου να πάει να πέσει στη θάλασσα, θα επαναστατήσει. Έχω το δικαίωμα να απαιτώ υπακοή, γιατί οι διαταγές μου είναι λογικές».
- «Λοιπόν, τι θα γίνει με το ηλιοβασίλεμα μου;» υπενθύμισε ο μικρός πρίγκιπας, που ποτέ δεν ξεχνούσε μιαν ερώτηση που είχε κάνει.
- «Το ηλιοβασίλεμα σου, θα το έχεις. Θα το απαιτήσω. Μα, στα πλαίσια της επιστημονικής διακυβέρνησης μου, θα περιμένω μέχρι να έρθουν ευνοϊκές συνθήκες».
- «Και πότε θα γίνει αυτό;», ζήτησε να μάθει ο μικρός πρίγκιπας...
- «Χμ! Χμ!», μουρμούρισε ο βασιλιάς, αφού συμβουλεύτηκε πρώτα ένα χοντρό ημερολόγιο, «χμ! χμ! αυτό θα γίνει κατά... περίπου... κατά... θα γίνει απόψε, κατά τις επτά και σαράντα! Και τότε θα δεις πόσο καλά με υπακούν».
Ο μικρός πρίγκιπας χασμουρήθηκε. Μετάνοιωσε καθώς θυμόταν τα ηλιοβασιλέματα που είχε χάσει. Άλλωστε, είχε αρχίσει κιόλας να βαριέται κάπως:
- «Δεν έχω πια να κάνω τίποτε εδώ», είπε στο βασιλιά. «Θα πρέπει να ξανά-ξεκινήσω για το ταξίδι μου!».
- «Μη φεύγεις», απάντησε ο βασιλιάς που ήταν τόσο περήφανος που είχε έναν υπήκοο. «Μη φεύγεις, θα σε κάνω υπουργό!».
- «Υπουργό, σε τι;»
- «Υπουργό... υπουργό της Δικαιοσύνης!».
- «Μα δεν βρίσκεται κανείς εδώ για να δικαστεί!»
- «Ποτέ δεν ξέρει κανείς...», του είπε ο βασιλιάς. «Δεν έχω κάνει ακόμη το γύρο του βασιλείου μου. Είμαι πολύ γέρος, δεν υπάρχει χώρος για μια άμαξα και το περπάτημα πολύ με κουράζει».
- «Ω! Όμως εγώ έχω δει κιόλας...», είπε ο μικρός πρίγκιπας που έσκυψε για να ρίξει μια τελευταία ματιά στην άλλη μεριά του πλανήτη. «Δεν υπάρχει κανείς, ούτε εκεί κάτω...».
- «Τότε, λοιπόν, θα δικάζεις τον ίδιο σου τον εαυτό», του απάντησε ο βασιλιάς. «Είναι το πλέον δύσκολο. Είναι πολύ πιο δύσκολο να κρίνεις ο ίδιος τον εαυτό σου, απ' όσο να κρίνεις τους άλλους. Αν τα καταφέρεις να κρίνεις σωστά τον εαυτό σου, αυτό θα σημαίνει πως είσαι πραγματικά σοφός».
- «Εγώ...», είπε ο μικρός πρίγκιπας, «...μπορώ να κρίνω τον εαυτό μου όπου και να 'μαι. Δεν χρειάζεται να κατοικώ εδώ».
- «Χμ! Χμ!» μουρμούρισε ο βασιλιάς. «Πιστεύω ακράδαντα πως σε κάποια μεριά του πλανήτη μου υπάρχει ένας γερο-ποντικός. Τον ακούω τη νύχτα. Θα μπορείς, λοιπόν, να δικάζεις αυτόν το γερο-ποντικό. Πότε-πότε, θα τον καταδικάζεις σε θάνατο. Έτσι, η ζωή του θα εξαρτάται από την κρίση σου. Αλλά και κάθε φορά θα του δίνεις χάρη, για οικονομία. Μιας και δεν υπάρχει, παρά μονάχα ένας».
- «Εμένα πάλι... καθόλου δε μ' αρέσει να καταδικάζω σε θάνατο...», απάντησε ο μικρός πρίγκιπας, «...και γι' αυτό πιστεύω ακράδαντα ότι θα πρέπει να φύγω».
- «Όχι», είπε ο βασιλιάς.
Όμως ο μικρός πρίγκιπας, έχοντας τελειώσει τις προετοιμασίες του και μη θέλοντας να στεναχωρήσει το γερο-μονάρχη, είπε:
- «Αν η Μεγαλειότητα σας επιθυμεί να την υπακούν έγκαιρα, θα μπορούσε να μου δώσει μια διαταγή λογική. Για παράδειγμα, θα μπορούσε να με διατάξει να φύγω μετά από ένα λεπτό. Μου φαίνεται πως οι συνθήκες είναι ευνοϊκές...»
Καθώς ο βασιλιάς δεν αποκρίθηκε τίποτε, ο μικρός πρίγκιπας - διστάζοντας λίγο στην αρχή και βγάζοντας πρώτα έναν αναστεναγμό - ξεκίνησε για να φύγει...
- «Θα σε κάνω πρεσβευτή μου», βιάστηκε τότε να του φωνάξει ο βασιλιάς. Τον είχε, σίγουρα, το μεγαλόπρεπο αέρα της εξουσίας.
«Οι μεγάλοι είναι πολύ περίεργοι», έλεγε στον εαυτό του ο μικρός πρίγκιπας καθώς συνέχιζε το ταξίδι του.
Κεφάλαιο 11
Ο δεύτερος πλανήτης κατοικούνταν από ένα ματαιόδοξο:
- «Ωω! Ω! Να ένας θαυμαστής που ήρθε να με επισκεφτεί!», φώναξε από μακριά ο ματαιόδοξος, μόλις είδε το μικρό πρίγκιπα.
Διότι, φυσικά, οι ματαιόδοξοι θεωρούν πάντα τους άλλους ανθρώπους θαυμαστές τους...
- «Καλημέρα», είπε ο μικρός πρίγκιπας. «Πολύ παράξενο το καπέλο που φοράτε...».
- «Το έχω για να χαιρετώ...», του απάντησε ο ματαιόδοξος. «Είναι για να χαιρετώ, όταν με χειροκροτούν. Δυστυχώς όμως, κανείς δεν περνά ποτέ από 'δώ...».
- «Αα;...ναι;», είπε ο μικρός πρίγκιπας - που δεν καταλάβαινε τι σημαίνουν αυτά.
- «Χτύπα τις παλάμες σου...τη μια με την άλλη...», του εξήγησε ο ματαιόδοξος...
Ο μικρός πρίγκιπας χτύπησε τις παλάμες του - τη μια με την άλλη... Ο ματαιόδοξος αντί-χαιρέτισε με μετριοφροσύνη, ανασηκώνοντας το καπέλο του.
- «Αυτό, είναι πολύ πιο διασκεδαστικό από την επίσκεψη στο βασιλιά, σκέφτηκε ο μικρός πρίγκιπας κι' άρχισε ξανά να χτυπά παλαμάκια. Ο ματαιόδοξος ξανάρχισε να χαιρετά, ανασηκώνοντας πάντα το καπέλο του...
Μετά από πέντε λεπτά γυμναστικής, ο μικρός πρίγκιπας άρχισε να κουράζεται από τη μονοτονία αυτού του παιχνιδιού:
- «Και για να βγει τελείως το καπέλο...», ρώτησε ο πρίγκιπας, «...τι πρέπει να κάνω;»
Ο ματαιόδοξος όμως δεν τον άκουσε...Οι ματαιόδοξοι δε μπορούν να ακούσουν τίποτε, εκτός από τις επευφημίες.
- «Στ' αλήθεια με θαυμάζεις πολύ;» ρώτησε το μικρό πρίγκιπα...
- «Τι σημαίνει "θαυμάζω";»
- «Το να με θαυμάζεις σημαίνει να αναγνωρίζεις πως είμαι ο πιο όμορφος, ο πιο καλοντυμένος, ο πιο πλούσιος κι' ο πιο ευφυής άνθρωπος σ' αυτόν τον πλανήτη».
- «Μα είσαι ο μόνος άνθρωπος πάνω στον πλανήτη σου!».
- «Κάνε μου αυτή τη χάρη...Να με θαυμάζεις έτσι κι' αλλιώς!».
- «Σε θαυμάζω...» είπε ο μικρός πρίγκιπας, ανασηκώνοντας τους ώμους, «... αλλά γιατί θα σ' ενδιέφερε αυτό;».
Και μ' αυτά τα λόγια, ο μικρός πρίγκιπας ξεκίνησε γι' αλλού.
Οι μεγάλοι είναι σίγουρα πολύ παράξενοι, έλεγε στον εαυτό του καθώς ταξίδευε.
Κεφάλαιο 12
Στον επόμενο πλανήτη, κατοικούσε ένας μπεκρής. Αυτή η επίσκεψη ήταν πολύ σύντομη, βύθισε όμως το μικρό πρίγκιπα σε μεγάλη μελαγχολία:
- «Τι κάνεις εκεί;» ρώτησε το μπεκρή, που καθόταν σιωπηλός μπροστά σε μια σειρά άδεια και μια σειρά γεμάτα μπουκάλια.
- «Πίνω», απάντησε ο μπεκρής, με πένθιμο ύφος.
- «Και γιατί πίνεις;» τον ρώτησε ο μικρός πρίγκιπας.
- «Για να ξεχάσω», αποκρίθηκε ο μπεκρής.
- «Για να ξεχάσεις τι πράγμα;» ρώτησε ο μικρός πρίγκιπας, που είχε αρχίσει ήδη να τον λυπάται.
- «Για να ξεχάσω πως νοιώθω ντροπή», απάντησε ο μπεκρής, σκύβοντας το κεφάλι.
- «Μα για ποιο λόγο νοιώθεις ντροπή;» του είπε ο μικρός πρίγκιπας, που ήθελε να τον βοηθήσει.
- «Ντρέπομαι που πίνω!» συμπλήρωσε ο μπεκρής και κλείστηκε ολοκληρωτικά στη σιωπή του...
Ο μικρός πρίγκιπας έφυγε από 'κει, πραγματικά σαστισμένος.
Οι μεγάλοι είναι σίγουρα ΠΑΡΑ πολύ παράξενοι, έλεγε στον εαυτό του καθώς ταξίδευε.
Κεφάλαιο 13
Ο τέταρτος πλανήτης ήταν ο πλανήτης ενός επιχειρηματία. Αυτός ο άνθρωπος ήταν τόσο απασχολημένος, που δε σήκωσε ούτε καν το κεφάλι του, κατά την άφιξη του μικρού του επισκέπτη.
- «Καλημέρα» του είπε εκείνος. «Το τσιγάρο σας έχει σβήσει».
- «Τρία και δύο κάνουν πέντε. Πέντε και επτά, δώδεκα. Δώδεκα και τρία δεκαπέντε. Καλημέρα. Δεκαπέντε και επτά, είκοσι-δύο. Είκοσι-δύο και έξι, είκοσι-οκτώ. Δεν έχω καιρό να το ξαν'ανάψω. Είκοσι-έξι και πέντε, τριάντα-ένα. Ουφ! Μας κάνει λοιπόν πεντακόσια ένα εκατομμύρια, εξακόσιες είκοσι δύο χιλιάδες, επτακόσια τριάντα ένα.
- «Πεντακόσια εκατομμύρια από τι;»
- «Εεε; Ακόμα εδώ είσαι; Πεντακόσια ένα εκατομμύρια από...εε...δεν ξέρω πια...Έχω πάρα πολλή δουλειά! Είμαι σοβαρός άνθρωπος εγώ, δε μου αρέσουν οι σαχλαμάρες! Δύο και πέντε, επτά...»
- «Πεντακόσια εκατομμύρια από τι;», επανέλαβε ο μικρός πρίγκιπας, που ποτέ στη ζωή του δεν είχε εγκαταλείψει μιαν ερώτηση που είχε κάνει, χωρίς να πάρει απάντηση.
Ο επιχειρηματίας σήκωσε το κεφάλι του:
- «Εδώ και πενήντα-τέσσερα χρόνια που ζω σ' αυτόν εδώ τον πλανήτη, δε μ' έχουν ενοχλήσει παρά μόνο τρεις φορές. Την πρώτη φορά, ήταν πριν είκοσι-δύο χρόνια, από ένα σκαθάρι που ήρθε ένας Θεός ξέρει από που... Έκανε τόσο φοβερό θόρυβο, που έκανα τέσσερα λάθη σε μια πρόσθεση. Η δεύτερη φορά ήταν πριν έντεκα χρόνια, από μια κρίση ρευματισμών. Είμαι σοβαρός άνθρωπος, εγώ. Η τρίτη φορά,... τώρα δα! Έλεγα λοιπόν, πεντακόσια ένα εκατομμύρια...».
- «Εκατομμύρια από τι;»
Ο επιχειρηματίας κατάλαβε ότι δεν είχε ίχνος ελπίδας να βρει ησυχία:
- «Εκατομμύρια από αυτά τα μικρά πραγματάκια που βλέπουμε μερικές φορές στον ουρανό».
- «Από μύγες;»
- «Όχι βέβαια... από αυτά τα μικρά πράγματα που λάμπουν».
- «Από μέλισσες;»
- «Μα όχι. Από μικρά πραγματάκια που λαμπυρίζουν και κάνουν τους αργόσχολους να ονειροπολούν. Αλλά εγώ, είμαι σοβαρός άνθρωπος! Δεν έχω το χρόνο να ονειροπολώ».
- «Ααα! Από αστέρια;»
- «Αυτό ακριβώς. Από αστέρια».
- «Και τι τα κάνεις αυτά τα πεντακόσια εκατομμύρια άστρα;»
- «Πεντακόσια ένα εκατομμύρια, εξακόσιες είκοσι δύο χιλιάδες επτακόσια τριάντα ένα. Είμαι σοβαρός άνθρωπος, εγώ, είμαι ακριβής στους λογαριασμούς μου».
- «Και τι τα κάνεις αυτά τα αστέρια;»
- «Τι τα κάνω εγώ;»
- «Ναι».
- «Τίποτα. Ιδιοκτησία μου είναι».
- «Είναι ιδιοκτησία σου τ' αστέρια;»
- «Ναι».
- «Μα συνάντησα ήδη ένα βασιλιά που...»
- «Οι βασιλείς δεν είναι "ιδιοκτήτες". "Βασιλεύουν" στο βασίλειο τους. Είναι πολύ διαφορετικό πράγμα αυτό».
- «Και σε τι σου χρησιμεύει, το να έχεις στην κατοχή σου τ' άστρα;»
- «Μου χρησιμεύει στο να είμαι πλούσιος».
- «Και σε τι σου χρησιμεύει το να είσαι πλούσιος;»
- «Στο ν' αγοράζω κι' άλλα αστέρια, αν κάποιος τ' ανακαλύψει».
Ετούτος 'δώ - είπε στον εαυτό του ο μικρός πρίγκιπας - έτσι όπως τα λέει, μου θυμίζει τη λογική του μπεκρή μου.
Ωστόσο συνέχισε να του κάνει ερωτήσεις:
- «Πως είναι δυνατόν να έχει κανείς στην κατοχή του τ' αστέρια;»
- «Σε ΠΟΙΟΝ δηλαδή θα μπορούσαν ν' ανήκουν;», ανταπάντησε στρυφνά ο επιχειρηματίας.
- «Δεν ξέρω... Σε κανέναν...».
- «Ε τότε λοιπόν είναι δικά μου, γιατί εγώ το σκέφτηκα πρώτος».
- «Είναι αρκετό αυτό;»
- «Ασφαλώς. Όταν βρίσκεις ένα διαμάντι που δεν ανήκει σε κανέναν, είναι δικό σου. Όταν βρίσκεις ένα νησί που δεν ανήκει σε κανέναν, είναι δικό σου. Όταν έχεις μια ιδέα που είναι πρωτότυπη, την κατοχυρώνεις με μια πατέντα: είναι δική σου. Κι' εγώ έχω στην κατοχή μου τ' άστρα, μιας που ποτέ, κανείς πριν από μένα, δε σκέφτηκε να τ' αποκτήσει».
- «Αυτό να λέγεται...» είπε ο μικρός πρίγκιπας. «Και τώρα τι τα κάνεις;»
- «Τα διαχειρίζομαι. Τα μετρώ και τα ξαναμετρώ», είπε ο επιχειρηματίας. «Είναι δύσκολο. Αλλά ΕΓΩ, είμαι ένας άνθρωπος σοβαρός!».
Ο μικρός πρίγκιπας δεν είχε ικανοποιήσει ακόμα την περιέργεια του.
- «Εγώ, αν είχα ένα φουλάρι, θα μπορούσα να το τυλίξω στο λαιμό μου και να το πάρω μαζί μου. Αν είχα ένα λουλούδι, θα μπορούσα να το κόψω και να το πάρω μαζί μου. Εσύ όμως δε μπορείς να κόψεις τ' αστέρια!».
- «Όχι, μπορώ όμως να τα καταθέσω στην τράπεζα».
- «Τι θα πει αυτό;»
- «Αυτό θα πει ότι γράφω σ' ένα μικρό χαρτί τον αριθμό των αστεριών μου. Και μετά κλειδώνω το χαρτάκι αυτό, σ' ένα συρτάρι».
- «Κι' αυτό είναι όλο;»
- «Αυτό είναι αρκετό!»
Αυτό είναι διασκεδαστικό, σκέφτηκε ο μικρός πρίγκιπας. Και κάπως ποιητικό, συνάμα. Αλλά δεν είναι και τόσο σοβαρό.
Ο μικρός πρίγκιπας είχε πολύ διαφορετικές απόψεις από τους μεγάλους, για τα σοβαρά πράγματα...
- «Εγώ,...» συνέχισε, «...έχω ένα λουλούδι που το ποτίζω κάθε μέρα. Έχω τρία ηφαίστεια που τα καθαρίζω κάθε βδομάδα. Μιας και καθαρίζω κι' εκείνο που είναι ανενεργό. Δεν ξέρει ποτέ, κανείς τι μπορεί να συμβεί...Είναι λοιπόν χρήσιμο για τα ηφαίστεια μου και είναι χρήσιμο και για το λουλούδι μου, που είναι δικά μου. Εσύ όμως, δεν είσαι χρήσιμος στ' αστέρια...».
Ο επιχειρηματίας άνοιξε το στόμα του, αλλά δε βρήκε ούτε λέξη για να ψελλίσει... κι' ο μικρός πρίγκιπας κίνησε ξανά γι' αλλού.
Οι μεγάλοι είναι, σίγουρα, εντελώς ασυνήθιστοι, έλεγε στον εαυτό του καθώς ταξίδευε.
Κεφάλαιο 14
Ο πέμπτος πλανήτης ήταν πολύ περίεργος. Ήταν καταρχήν ο πιο μικρός απ' όλους. Είχε τόσο λίγο χώρο, που έφτανε ίσα-ίσα για να φιλοξενεί ένα φανοστάτη - σαν κι' αυτούς που φωτίζουν τους δρόμους και τις πλατείες - κι' ένα φανοκόρο, που άναβε κι' έσβηνε το φανάρι. Ο μικρός πρίγκιπας δε μπορούσε να καταλάβει σε τι θα μπορούσε να χρησιμεύει, κάπου πάνω στο στερέωμα, πάνω σ' έναν πλανήτη χωρίς κανένα σπίτι και χωρίς κατοίκους, ένας φανοστάτης κι' ένας φανοκόρος.
Κι' έτσι σκέφτηκε πως μπορεί - κάλλιστα - αυτός ο άνθρωπος να ήταν παράλογος. Ωστόσο δε φαινόταν τόσο παράλογος όσο ήταν ο βασιλιάς ή ο ματαιόδοξος ή όσο ήταν ο επιχειρηματίας ή ο μπεκρής. Τουλάχιστον, η δουλειά του είχε κάποιο νόημα. Όταν άναβε το φανάρι του, θα ήταν σαν να γεννιόταν ακόμα ένα μικρό άστρο πάνω στον ουρανό ή ίσως ένα νέο λουλούδι. Κι' όταν θα το έσβηνε, θα ήταν ίσως σαν να αποκοιμιόταν το αστέρι ή το λουλούδι. Αυτή είναι μια όμορφη δουλειά. Και είναι πραγματικά χρήσιμη, αφού είναι όμορφη.
Μόλις αποβιβάστηκε λοιπόν στον πλανήτη, χαιρέτισε με σεβασμό το φανοκόρο:
- «Καλημέρα. Γιατί - μόλις τώρα - έσβησες το φανάρι σου;»
- «Αυτή είναι η εντολή», απάντησε ο φανοκόρος. «Καλημέρα».
- «Τι είναι η εντολή;»
- «Είναι να σβήνω το φανάρι μου. Καληνύχτα».
Και το ξανά-άναψε.
- «Μα γιατί το ξανάναψες;»
- «Αυτή είναι η εντολή», απάντησε ο φανοκόρος.
- «Δεν το καταλαβαίνω», είπε ο μικρός πρίγκιπας.
- «Δεν υπάρχει κάτι για να καταλάβεις», είπε ο φανοκόρος. «Η εντολή, είναι η εντολή. Καλημέρα».
Κι' έσβησε το φανάρι του.
Ύστερα, σκούπισε το μέτωπο του, μ' ένα κόκκινο καρώ μαντήλι.
- «Εδώ, κάνω μια δουλειά τρομακτική. Κάποτε είχε νόημα. Έσβηνα το φανάρι το πρωί και το άναβα το βράδυ. Είχα την υπόλοιπη ημέρα για να ξεκουράζομαι και την υπόλοιπη νύχτα για να κοιμάμαι...»
- «Κι' από εκείνη την εποχή ως τώρα, η εντολή έχει αλλάξει;»
- «Η εντολή δεν έχει αλλάξει», είπε ο φανοκόρος. «Κι' εκεί ακριβώς βρίσκεται το δράμα! Ο πλανήτης από χρονιά σε χρονιά, γυρίζει όλο και πιο γρήγορα κι' η εντολή δεν έχει αλλάξει!».
- «Και λοιπόν;» είπε ο μικρός πρίγκιπας.
- «Τώρα λοιπόν που γυρίζει μια φορά το λεπτό, δεν έχω πάνω από ένα δευτερόλεπτο για να ξεκουραστώ. Το ανάβω και το σβήνω μια φορά κάθε λεπτό!».
- «Αυτό είναι αστείο! Οι μέρες στον τόπο σου διαρκούν ένα λεπτό!».
- «Δεν είναι καθόλου αστείο», είπε ο φανοκόρος. «Πάει ήδη ένας μήνας, που αρχίσαμε εμείς να συζητάμε».
- «Ένας μήνας;»
- «Ναι. Τριάντα λεπτά. Τριάντα μέρες! Καληνύχτα.»
Και ξανάναψε το φανάρι του.
Ο μικρός πρίγκιπας τον κοίταξε κι' ένοιωσε μεγάλη συμπάθεια γι' αυτό τον άνθρωπο που ήταν τόσο πιστός στην εντολή που του δόθηκε. Θυμήθηκε τα ηλιοβασιλέματα που είχε άλλοτε αναζητήσει κι' ο ίδιος, τραβώντας την καρέκλα του. Θέλησε να βοηθήσει το φίλο του:
- «Ξέρεις...γνωρίζω έναν τρόπο για να ξεκουράζεσαι όποτε το θελήσεις...».
- «Πάντα θέλω», είπε ο φανοκόρος.
Καθώς, καμιά φορά, μπορεί κανείς να είναι ταυτόχρονα και πιστός και τεμπέλης...
Ο μικρός πρίγκιπας συνέχισε:
- «Ο πλανήτης σου είναι τόσο μικρός που μπορείς να τον γυρίσεις ολόκληρο με τρεις δρασκελιές. Δεν έχεις παρά να περπατάς αργά-αργά, για να μένεις συνεχώς στην πλευρά που έχει ήλιο. Όταν θελήσεις να ξεκουραστείς, θα περπατάς...και η μέρα θα διαρκεί όσο θα θέλεις εσύ.
- «Αυτό δε με βοηθάει και πολύ», είπε ο φανοκόρος. «Εκείνο που μου αρέσει περισσότερο σ' αυτή τη ζωή, είναι να κοιμάμαι».
- «Μεγάλη ατυχία αυτό», είπε ο μικρός πρίγκιπας.
- «Μεγάλη ατυχία», επανέλαβε κι' ο φανοκόρος. «Καλημέρα».
Κι' έσβησε το φανάρι του.
«Αυτόν εκεί πέρα,...» σκέφτηκε ο μικρός πρίγκιπας καθώς συνέχιζε παρακάτω την περιπλάνηση του, «...αυτόν θα τον περιφρονούσαν όλοι οι άλλοι, κι' ο βασιλιάς κι' ο ματαιόδοξος κι' ο μπεκρής και ο επιχειρηματίας. Ωστόσο είναι ο μόνος που δε μου φαίνεται γελοίος. Είναι μάλλον, επειδή ασχολείται και με άλλα πράγματα εκτός από τον εαυτό του.
Μ' αυτά, έβγαλε ένα λυπημένο αναστεναγμό και είπε στον εαυτό του:
- «Αυτός εκεί είναι ο μόνος που θα μπορούσα να τον κάνω φίλο μου. Ο πλανήτης του όμως είναι πραγματικά πολύ μικρός. Δεν υπάρχει χώρος για δύο...».
Εκείνο που δεν τόλμησε να ομολογήσει ο μικρός πρίγκιπας, είναι ότι μετάνιωνε που έφευγε από το μικρούτσικο αυτό πλανήτη, που ήταν ευλογημένος να έχει χίλια τετρακόσια σαράντα ηλιοβασιλέματα κάθε μέρα!
Κεφάλαιο 15
Ο έκτος πλανήτης που συνάντησε, ήταν δέκα φορές μεγαλύτερος. Κατοικούσε σ' αυτόν ένας γηραιός κύριος, που έγραφε σε κάτι τεράστια βιβλία.
- «Και να, λοιπόν! Ιδού ένας εξερευνητής!», φώναξε δυνατά μόλις είδε το μικρό πρίγκιπα.
Ο μικρός πρίγκιπας κάθισε πάνω στο τραπέζι, ασθμαίνοντας λίγο. Είχε κάνει ήδη μεγάλο ταξίδι μέχρι να φτάσει εδώ!
- «Από που έρχεσαι;», τον ρώτησε ο γηραιός κύριος...
- «Τι είναι αυτό το χοντρό βιβλίο;» ρώτησε ο μικρός πρίγκιπας. «Εσείς, τι κάνετε εδώ;»
- «Είμαι γεωγράφος», είπε ο ηλικιωμένος κύριος.
- «Τι είναι ο "γεωγράφος";»
- «Είναι ένας σοφός, που γνωρίζει που βρίσκονται οι θάλασσες, τα ποτάμια, οι πόλεις, τα βουνά και οι έρημοι».
- «Αυτό είναι πολύ ενδιαφέρον», είπε ο μικρός πρίγκιπας. «Επιτέλους... κι' ένα αληθινό επάγγελμα!», είπε κι' έριξε μια ματιά στον πλανήτη του γεωγράφου. Ποτέ ως τώρα δεν είχε δει τόσο μεγαλοπρεπή πλανήτη.
- «Είναι πολύ όμορφος ο πλανήτης σας. Έχει και ωκεανούς μήπως;»
- «Δε μπορώ να το ξέρω αυτό», είπε ο γεωγράφος.
- «Αα...» (έκανε ο μικρός πρίγκιπας με απογοήτευση). «Και βουνά;»
- «Δε μπορώ να το ξέρω αυτό», επανέλαβε ο γεωγράφος.
- «Και πόλεις; Ποτάμια; Βουνά;»
- «Ούτε αυτά τα πράγματα μπορώ να τα ξέρω», απάντησε ο γεωγράφος.
- «Μα εσείς είστε γεωγράφος!»
- «Ακριβώς...», είπε ο γεωγράφος, «...αλλά δεν είμαι εξερευνητής. Έχω απόλυτη έλλειψη από εξερευνητές. Δεν είναι γεωγράφος αυτός που πρέπει να λογαριάσει τις πόλεις, τα ποτάμια, τα βουνά, τις θάλασσες και τους ωκεανούς. Ο γεωγράφος είναι πολύ σημαντικός για να ασχολείται με περιπάτους. Δεν αφήνει ποτέ το γραφείο του. Δέχεται όμως τους εξερευνητές. Τους κάνει ερωτήσεις για τα ταξίδια τους και κρατάει σημειώσεις για τις αναμνήσεις τους. Κι' αν οι αναμνήσεις κάποιου εξ' αυτών φανούν ενδιαφέρουσες, ο γεωγράφος οφείλει να διερευνήσει το ήθος του».
- «Γιατί να το κάνει αυτό;»
- «Γιατί ένας εξερευνητής που ψεύδεται, θα ήταν πραγματική συμφορά για τα βιβλία της γεωγραφίας. Όσο συμφορά θα ήταν κι' ένας εξερευνητής που τα τσούζει συνεχώς...».
- «Γιατί αυτό;» ρώτησε ο μικρός πρίγκιπας.
- «Μα γιατί οι μεθυσμένοι τα βλέπουν διπλά. Οπότε ο γεωγράφος θα σημείωνε π.χ. δύο βουνά, εκεί που στην πραγματικότητα θα υπήρχε μόνο ένα».
- «Ξέρω κάποιον...», είπε ο μικρός πρίγκιπας «που θα γινόταν πολύ κακός εξερευνητής».
- «Ίσως... Τέλος πάντων, αν το ήθος του εξερευνητή φαίνεται ακέραιο, τότε κάνουμε έρευνα πάνω στις ανακαλύψεις του».
- «Δηλαδή; Πάμε να τις δούμε;»
- «Α, όχι. Θα ήταν πολύ περίπλοκο. Εν ολίγοις, απαιτούμε από τον εξερευνητή, να παρουσιάσει αποδείξεις. Εάν πρόκειται, π.χ. για την ανακάλυψη ενός μεγάλου βουνού, απαιτούμε να μας φέρει μεγάλες πέτρες».
Ο γεωγράφος, ξαφνικά, ενθουσιάστηκε:
- «Μα κι' εσύ...έρχεσαι από μακριά! Είσαι ένας εξερευνητής! Θα μου τον περιγράψεις τον πλανήτη σου!»
Κι' ο γεωγράφος, αφού άνοιξε το μεγάλο του βιβλίο, έξυσε το μολύβι του. «Σημειώνουμε πρώτα με μολύβι τις ιστορίες των εξερευνητών. Περιμένουμε - για να τις καθαρόγράψουμε με μελάνι - μέχρι να παρουσιάσει ο εξερευνητής τις αποδείξεις».
- «Λοιπόν;» ρώτησε ο γεωγράφος.
- «Α! Ο τόπος μου...» αποκρίθηκε ο μικρός πρίγκιπας «...δεν έχει και τόσο μεγάλο ενδιαφέρον. Είναι πολύ μικρό μέρος. Έχω τρία ηφαίστεια. Δύο εν ενεργεία και ένα σβησμένο. Αλλά ποτέ δεν ξέρει κανείς...».
- «Ποτέ δεν ξέρει κανείς ...», επανέλαβε κι' ο γεωγράφος.
- «Έχω κι' ένα λουλούδι».
- «Δεν τα καταγράφουμε τα λουλούδια», σημείωσε ο γεωγράφος.
- «Μα γιατί! Δε μου αρέσει αυτό!»
- «Διότι τα λουλούδια είναι εφήμερα».
- «Τι σημαίνει αυτό; "Εφήμερα";»
- «Οι γεωγραφίες, τα βιβλία της γεωγραφίας δηλαδή...», απάντησε ο γεωγράφος «...είναι τα πιο πολύτιμα απ' όλα τα βιβλία. Δεν χάνουν ποτέ την αξία τους. Σπάνια αλλάζει ένα βουνό την ακριβή του θέση. Ακόμα πιο σπάνιο είναι να μείνει ένας ωκεανός χωρίς νερό. Εμείς γράφουμε για πράγματα που είναι αιώνια».
- «Μα τα σβησμένα ηφαίστεια μπορούν - μια μέρα - να ξανά-ξυπνήσουν...» τον διέκοψε ο μικρός πρίγκιπας. «Τι σημαίνει όμως "εφήμερα";»
- «Το ότι τα ηφαίστεια είναι σβησμένα ή είναι ενεργά είναι περίπου το ίδιο για εμάς τους υπόλοιπους» είπε ο γεωγράφος. «Αυτό που μετράει για μας είναι το βουνό. Αυτό, δεν αλλάζει».
- «Μα τι σημαίνει "εφήμερα";» επανέλαβε ο μικρός πρίγκιπας, που ποτέ στη ζωή του δεν εγκατέλειπε μιαν ερώτηση που είχε κάνει, δίχως να πάρει απάντηση...
- «Αυτό σημαίνει: "που κινδυνεύει να χαθεί σύντομα"».
- «Το λουλούδι μου κινδυνεύει να χαθεί σύντομα;»
- «Και βέβαια».
«Το λουλούδι μου είναι εφήμερο...», σκέφτηκε ο μικρός πρίγκιπας, «...κι' έχει μονάχα τέσσερα αγκάθια για να αμυνθεί απέναντι σ' ολόκληρο τον κόσμο! Κι' εγώ το άφησα ολομόναχο στον τόπο μου!».
Για πρώτη φορά, ένοιωσε να μετανιώνει ολόψυχα που έφυγε. Ξαναπήρε όμως κουράγιο:
- «Ποιόν τόπο με συμβουλεύετε να επισκεφτώ;», ρώτησε.
- «Τον πλανήτη Γη», του αποκρίθηκε ο γεωγράφος. «Έχει καλή φήμη...».
Κι' ο μικρός πρίγκιπας αναχώρησε για τη συνέχεια, με τη σκέψη του πάντα στο λουλούδι του.
Κεφάλαιο 16
Έτσι λοιπόν, ο έβδομος πλανήτης ήταν η Γη.
Κι' η Γη δεν ήταν ένας οποιοσδήποτε πλανήτης! Πάνω της, μπορούσε κανείς να απαριθμήσει (τον καιρό που γνώρισα το μικρό πρίγκιπα) εκατόν έντεκα βασιλείς (για να μην ξεχνάμε και τους μαύρους βασιλείς), επτά χιλιάδες γεωγράφους, εννιακόσιες χιλιάδες επιχειρηματίες, επτάμισι εκατομμύρια μεθυσμένους, εκατοντάδες εκατομμύρια από ματαιόδοξους, συνολικά δηλαδή - σήμερα πια - πάνω από πέντε δισεκατομμύρια μεγάλους.
Για να σας δώσω δε μιαν ιδέα των διαστάσεων της Γης, θα σας έλεγα ότι πριν από την ανακάλυψη του ηλεκτρισμού, χρειαζόμασταν να διατηρούμε συνολικά - και για τις έξι ηπείρους - έναν πραγματικό στρατό από τετρακόσιες εξήντα δύο χιλιάδες πεντακόσιους έντεκα φανοκόρους.
Αν το έβλεπε κανείς από ψηλά, θα πρέπει να ήταν ένα θέαμα μαγικό. Οι κινήσεις αυτής της στρατιάς ήταν συντονισμένες σαν τη χορογραφία ενός πραγματικού μπαλέτου. Στην αρχή, ήταν η σειρά των φανοκόρων της Νέας Ζηλανδίας και της Αυστραλίας. Έχοντας πια ανάψει τα φανάρια τους αυτοί, θα πήγαιναν να κοιμηθούν. Κι' έτσι θα έπαιρναν τη σειρά τους στο χορό, οι φανοκόροι της Κίνας και της Σιβηρίας. Μετά κι' αυτοί θα γλιστρούσαν ρυθμικά στα παρασκήνια. Για να δώσουν τη σειρά τους στους φανοκόρους της Ρωσίας και των Ινδιών. Κι' αυτοί το ίδιο στους φανοκόρους της Αφρικής και της Ευρώπης. Κι' αυτοί με τη σειρά τους θα παραχωρούσαν τη θέση τους στους φανοκόρους της Νοτίου Αμερικής. Και μετά, της Βορείου Αμερικής. Χωρίς κανείς τους, ποτέ, να κάνει λάθος τη σειρά του στην είσοδο αυτής της πελώριας σκηνής. Θα πρέπει να ήταν κάτι το μεγαλειώδες.
Μοναχά ο φανοκόρος του μοναδικού φαναριού στο Βόρειο Πόλο και ο συνάδερφος του, ο φανοκόρος του μοναδικού φαναριού στο Νότιο Πόλο, ζούσαν ζωές χαλαρότητας και τεμπελιάς: δούλευαν άλλωστε μόνο δυό φορές το χρόνο.
Κεφάλαιο 17
Όταν θέλουμε να κάνουμε πνεύμα, συμβαίνει συχνά να λέμε και κανένα ψεματάκι. Δεν ήμουν απόλυτα ειλικρινής μαζί σας, όταν σας μιλούσα για τους φανοκόρους. Με τα λόγια μου, διακινδύνευσα να δώσω μια εσφαλμένη ιδέα για τον πλανήτη μας σε όσους δεν τον γνωρίζουν. Οι άνθρωποι, από μόνοι τους, καταλαμβάνουν πολύ μικρό μέρος της επιφάνειας της Γης. Εάν τα επτά και δισεκατομμύρια των ανθρώπων που κατοικούν στη Γη, στέκονταν, λίγο στριμωγμένοι, ο ένας δίπλα στον άλλο, όπως θα έκαναν ίσως για μια συγκέντρωση, θα μπορούσαν εύκολα να χωρέσουν σ' ένα δημόσιο χώρο με μήκος σαράντα μίλια και πλάτος σαράντα μίλια. Όλη η ανθρωπότητα δηλαδή, θα μπορούσε να στοιβαχθεί σ' ένα μικρό νησί του Ειρηνικού.
Οι μεγάλοι όμως, αναμφίβολα, δε θα σας πιστέψουν. Φαντάζονται ότι καταλαμβάνουν πολύ χώρο. Βλέπουν τους εαυτούς τους τόσο σημαντικούς, όσο τα μπαομπάμπ. Να τους συμβουλέψετε λοιπόν, να κάνουν το λογαριασμό. Αφού τους λατρεύουν τους αριθμούς, αυτό θα τους αρέσει. Εσείς όμως, μη χάσετε το χρόνο σας μ' αυτή την αγγαρεία. Είναι άσκοπο. Έχετε μου εμπιστοσύνη.
Ο μικρός πρίγκιπας, μόλις πάτησε στη Γη, ένοιωσε μεγάλη έκπληξη που δεν είδε κανέναν. Μέχρι που φοβήθηκε ότι είχε έρθει σε λάθος πλανήτη, όταν ένα μεγάλο χρωματιστό δαχτυλίδι, στο χρώμα του φεγγαριού, σάλεψε δίπλα του πάνω στην άμμο.
- «Καλησπέρα», είπε ο μικρός πρίγκιπας ευγενικά.
- «Καλησπέρα», αποκρίθηκε το φίδι.
- «Σε ποιόν πλανήτη κατέβηκα;» ρώτησε ο μικρός πρίγκιπας.
- «Στη Γη...στην Αφρική...», απάντησε το φίδι.
- «Αα!... Δεν υπάρχει λοιπόν κανείς πάνω στη Γη;»
- «Εδώ είναι έρημος. Δεν υπάρχει κανείς στις ερήμους. Η Γη όμως είναι μεγάλη», είπε το φίδι.
Ο μικρός πρίγκιπας κάθισε σε μια πέτρα και σήκωσε το βλέμμα του στον ουρανό:
- «Αναρωτιέμαι...», σκέφτηκε, «...αν τα αστέρια είναι φτιαγμένα να λάμπουν, ώστε ο καθένας να μπορεί μια μέρα να ξαναβρεί το δικό του. Δες το δικό μου πλανήτη. Είναι ακριβώς από πάνω μας... Κι' όμως είναι τόσο μακριά!».
- «Είναι όμορφος», παρατήρησε το φίδι. «Τι ήρθες να κάνεις εδώ;»
- «Έχω βάσανα με ένα λουλούδι», είπε ο μικρός πρίγκιπας.
- «Αα!», μόρφασε το φίδι κι' οι δυό τους έμειναν για λίγο αμίλητοι.
- «Μα που είναι οι άνθρωποι;», ξαναρώτησε τελικά ο μικρός πρίγκιπας. «Νοιώθει κανείς, κάπως μόνος, εδώ στην έρημο...».
- «Μπα...και με τους ανθρώπους πάλι μόνος νοιώθει κανείς», είπε το φίδι.
Ο μικρός πρίγκιπας το παρατήρησε προσεκτικά, για κάμποση ώρα:
- «Τι παράξενο ζώο που είσαι...», του είπε τελικά, «...αδύνατο σαν ένα δάχτυλο...».
- «Άλλα πιο δυνατό κι' απ' το δάχτυλο ενός βασιλιά», αποκρίθηκε το φίδι.
Απ' το μικρό πρίγκιπα ξέφυγε ένα γέλιο:
- «Δεν είσαι και τόσο πολύ δυνατός... αφού δεν έχεις καν πόδια... δεν θα μπορείς και να ταξιδέψεις...»
- «Εγώ μπορώ να σε ταξιδέψω πιο μακριά κι' από ένα καράβι» του είπε το φίδι.
Και μ' αυτά τα λόγια, κουλουριάστηκε γύρω απ' τον αστράγαλο του μικρού πρίγκιπα, σαν ένα μεγάλο χρυσό βραχιόλι:
- «Όποιον ακουμπήσω ΕΓΩ, τον στέλνω πίσω στη γη που τον γέννησε...», του είπε. «Μα εσύ είσαι αγνός κι' έρχεσαι από ένα άλλο αστέρι...», μονολόγησε.
Ο μικρός πρίγκιπας δεν απάντησε όμως στα λόγια του.
- Και συνέχισε: «Ξέρεις, σε συμπονώ, που είσαι τόσο αδύναμος, πάνω στην κρύα, πέτρινη Γη. Θα μπορούσα να σε βοηθήσω μια μέρα... αν νοσταλγήσεις αβάσταχτα τον πλανήτη σου. Θα μπορούσα να...»
- «Αα! Σε καταλαβαίνω μια χαρά...», τον διέκοψε ο μικρός πρίγκιπας, «...γιατί μιλάς όμως πάντοτε με γρίφους;»
- «Ξέρω να τους λύνω όλους τους γρίφους», αποκρίθηκε το φίδι.
Κι' έτσι έμειναν αμίλητοι.
Κεφάλαιο 18
Ο μικρός πρίγκιπας, διασχίζοντας την έρημο, συνάντησε μοναχά ένα λουλούδι. Ένα λουλούδι με τρία πέταλα, ταπεινό και ασήμαντο...
- «Καλημέρα» του είπε ο μικρός πρίγκιπας.
- «Καλημέρα», απάντησε το λουλούδι.
- «Που είναι οι άνθρωποι;», ρώτησε ευγενικά ο μικρός πρίγκιπας.
Το λουλούδι, είχε δει κάποτε ένα καραβάνι να περνά:
- «Οι άνθρωποι; Υπάρχουν, νομίζω, έξι - επτά. Τους είχα δει πριν χρόνια. Κανείς όμως δεν ξέρει που να τους βρει. Χάνονται σαν τον άνεμο. Δεν έχουν και ρίζες... κι' αυτό πρέπει να τους ταλαιπωρεί πολύ».
- «Αντίο», του είπε ο μικρός πρίγκιπας.
- «Αντίο», αποκρίθηκε το λουλούδι.
Κεφάλαιο 19
Ο μικρός πρίγκιπας συνάντησε μια μεγάλη οροσειρά και σκαρφάλωσε στην πιο ψηλή κορυφή της. Τα μοναδικά βουνά που είχε γνωρίσει ποτέ ήταν τα τρία ηφαίστεια, που έφταναν μόλις μέχρι το γόνατο του. Κι' από αυτά, το σβησμένο ηφαίστειο, το χρησιμοποιούσε για σκαμνάκι. «Από ένα τόσο ψηλό βουνό, σαν κι' αυτό...», σκέφτηκε, «...θα μπορούσα, με μια ματιά, να δω ολόκληρο τον πλανήτη και όλους τους ανθρώπους...». Όσο κι' αν προσπάθησε όμως, δε μπόρεσε να δει τίποτα άλλο, εκτός από τις μυτερές πέτρινες κορυφές.
- «Καλημέρα», είπε, με κάθε ευγένεια.
- «Καλημέρα... Καλημέρα... Καλημέρα...», αποκρίθηκε η ηχώ.
- «Ποιος είστε;», ρώτησε ο μικρός πρίγκιπας.
- «Ποιος είστε... ποιος είστε... ποιος είστε...», απάντησε η ηχώ.
- «Ελάτε να γίνουμε φίλοι, ...είμαι μόνος μου...», είπε τότε.
- «Είμαι μόνος μου... είμαι μόνος μου... είμαι μόνος μου...» του αποκρίθηκε η ηχώ.
«Τι παράξενος πλανήτης!» σκέφτηκε τελικά. «Είναι κατάξερος, είναι παντού μυτερός και γεμάτος αρμύρα».
«Και οι άνθρωποι δεν έχουν αρκετή φαντασία. Επαναλαμβάνουν μόνο, όσα τους λένε... Σπίτι μου, εγώ, είχα ένα λουλούδι: πάντα αυτό άρχιζε την κουβέντα πρώτο...».
Κεφάλαιο 20
Να όμως που ο μικρός πρίγκιπας, έχοντας περπατήσει πάρα πολύ, μέσα από την άμμο, τα κοφτερά βράχια και τα χιόνια, βρήκε επιτέλους ένα μονοπάτι. Κι' όλα τα μονοπάτια, οδηγούν στους ανθρώπους.
- «Καλημέρα», είπε...
Μπροστά του απλωνόταν ένας κήπος μ' ανθισμένες τριανταφυλλιές...
- «Καλημέρα», είπαν τα τριαντάφυλλα.
Ο μικρός πρίγκιπας τα κοίταξε προσεκτικά. Όλα τους έμοιαζαν με το δικό του λουλούδι...
- «Τι είστε εσείς;», τα ρώτησε κατάπληκτος.
- «Είμαστε τριαντάφυλλα» αποκρίθηκαν οι τριανταφυλλιές.
- «Αα!», έκανε αποσβολωμένος ο μικρός πρίγκιπας...
...κι' ένοιωσε να τον πλημμυρίζει θλίψη. Το λουλούδι του, του είχε διηγηθεί ότι ήταν το μοναδικό στο είδος του σε ολόκληρο το σύμπαν. Και να που εδώ, υπήρχαν πέντε χιλιάδες, όλα τους ολόιδια, μέσα σ' ένα μόνο κήπο!
«Θα θύμωνε πάρα πολύ...», σκέφτηκε, «...αν το έβλεπε αυτό... Θα έβηχε φοβερά και θα έκανε πως πεθαίνει τάχα, για να αποφύγει τη ντροπή. Και θα ήμουν σίγουρα αναγκασμένος να παραστήσω ότι την περιθάλπτω, γιατί αν δεν το έκανα, θ' άφηνε σίγουρα τον εαυτό της να πεθάνει στ' αλήθεια, προκειμένου να ταπεινώσει κι' εμένα...».
Και μετά, είπε στον εαυτό του: «Πίστευα πως ήμουν πλούσιος που είχα ένα λουλούδι μοναδικό στον κόσμο και τελικά έχω μόνο ένα κοινό τριαντάφυλλο. Αυτό και τα τρία μου ηφαίστεια, που μου φτάνουν μέχρι το γόνατο... κι' απ' αυτά, το ένα ίσως να 'χει σβήσει για πάντα... Αυτά δε με κάνουν και τόσο σπουδαίο πρίγκιπα...». Και καθώς ήταν ξαπλωμένος πάνω στο χορτάρι, άρχισε να κλαίει...
Κεφάλαιο 21
Τότε ήταν που εμφανίστηκε η αλεπού.
- «Καλημέρα», του είπε η αλεπού.
- «Καλημέρα», απάντησε ευγενικά ο μικρός πρίγκιπας, που γύρισε αλλά δεν είδε κανέναν.
- «Εδώ είμαι...», είπε η φωνούλα, «...κάτω απ' τη μηλιά».
- «Τι είσαι εσύ;», ρώτησε ο μικρός πρίγκιπας. «Είσαι πολύ όμορφη...»
- «Είμαι μια αλεπού», του αποκρίθηκε εκείνη.
- «Έλα να παίξεις μαζί μου», της πρότεινε ο μικρός πρίγκιπας. «Είμαι τόσο πολύ λυπημένος...».
- «Δε μπορώ να παίξω μαζί σου», του είπε η αλεπού. «Δεν είμαι εξημερωμένη».
- «Α! Συγνώμη...» ψέλλισε ο μικρός πρίγκιπας.
Αλλά, σκεπτόμενος για λίγο, προσέθεσε:
- «Τι σημαίνει "εξημερώνω";»
- «Δεν πρέπει να είσαι από 'δω...» του είπε η αλεπού, «Τι ψάχνεις να βρεις;»
- «Ψάχνω να βρω τους ανθρώπους», είπε ο μικρός πρίγκιπας. «Τι σημαίνει "εξημερώνω";»
- «Οι άνθρωποι...», είπε η αλεπού, «...έχουν τουφέκια και βγαίνουν για κυνήγι. Είναι πολύ ενοχλητικό! Επίσης έχουν κοτόπουλα. Μόνο αυτό τους ενδιαφέρει. Εσύ ψάχνεις για κοτόπουλα;»
- «Όχι,...», είπε ο μικρός πρίγκιπας. «...ψάχνω για φίλους. Τι σημαίνει "εξημερώνω";»
- «Είναι κάτι που 'χει περάσει στη λήθη. Σημαίνει "Δημιουργώ δεσμούς"...»
- «Δημιουργώ δεσμούς;»
- «Έτσι ακριβώς», είπε η αλεπού. «Για μένα είσαι τώρα, μόνο ένα αγοράκι, ολόιδιο ανάμεσα σε εκατό χιλιάδες αγόρια. Και δε σ' έχω ανάγκη. Και ούτε εσύ μ' έχεις ανάγκη. Για σένα δεν είμαι παρά μια αλεπού, ολόιδια ανάμεσα σ' εκατό χιλιάδες αλεπούδες. Αν με εξημέρωνες όμως, θα είχαμε ανάγκη ο ένας τον άλλο. Θα είσαι για μένα μοναδικός στον κόσμο. Και θα είμαι για σένα μοναδική στον κόσμο...
- «Αρχίζω να καταλαβαίνω», είπε ο μικρός πρίγκιπας. «Υπάρχει ένα λουλούδι... νομίζω ότι μ' έχει εξημερώσει...».
- «Είναι πιθανό», είπε η αλεπού. «Στη Γη βλέπει κανείς πολλά και διάφορα...».
- «Α! Δεν ήταν στη Γη», είπε ο μικρός πρίγκιπας.
Η αλεπού φάνηκε να παραξενεύεται:
- «Σε άλλο πλανήτη;»
- «Ναι».
- «Υπάρχουν κυνηγοί σ' αυτόν τον πλανήτη;»
- «Όχι».
- «Αυτό είναι ενδιαφέρον! Κοτόπουλα υπάρχουν;»
- «Όχι».
- «Τίποτα δεν είναι τέλειο...», αναστέναξε η αλεπού.
Μα επέστρεψε στην αρχική της ιδέα:
- «Η ζωή μου είναι μονότονη. Εγώ κυνηγώ τα κοτόπουλα κι' οι άνθρωποι κυνηγούν εμένα. Όλα τα κοτόπουλα είναι ίδια κι' όλοι οι άνθρωποι είναι ίδιοι. Οπότε βαριέμαι κάπως. Αν όμως με εξημέρωνες, η ζωή μου θα γέμιζε φως. Θα ξεχώριζα τον ήχο από τα βήματα σου. Τα βήματα των άλλων θα μ' έκαναν να κρύβομαι μέσ' τη γη. Τα δικά σου θα με καλούσαν έξω απ' το λαγούμι μου, σα γλυκιά μουσική. Κι' ακόμα...δες! Βλέπεις πέρα, εκεί, τα χωράφια με το σιτάρι; Εγώ δεν τρώω ψωμί. Το σιτάρι για μένα δεν έχει αξία. Και τα χωράφια με το σιτάρι δε μου θυμίζουν τίποτα. Κι' αυτό είναι λυπηρό! Εσύ όμως έχεις ξανθά μαλλιά. Κι' αυτό θα είναι υπέροχο, όταν θα μ' έχεις εξημερώσει! Το σιτάρι που είναι ξανθοκίτρινο θα μου θυμίζει εσένα. Και θ' αγαπώ το θρόισμα του ανέμου μέσα απ' τα στάχυα...».
Η αλεπού έμεινε για ώρα να κοιτάζει αμίλητη το μικρό πρίγκιπα, μέχρι που του είπε:
- «Σε παρακαλώ... εξημέρωσε με!».
- «Το θέλω πολύ...», απάντησε ο μικρός πρίγκιπας, «...αλλά δεν έχω πολύ χρόνο. Έχω να γνωρίσω νέους φίλους και να μάθω πολλά νέα πράγματα».
- «Όσα γνωρίζει κανείς, είναι όσα έχει εξημερώσει», είπε η αλεπού. «Οι άνθρωποι δεν έχουν πια το χρόνο να καταλάβουν τίποτε, πραγματικά. Αγοράζουν μόνο διάφορα πράγματα - έτοιμα όλα - από τους εμπόρους. Μιας και δεν υπάρχει όμως κανένας έμπορος που να πουλά φίλους, οι άνθρωποι δεν έχουν πλέον πραγματικούς φίλους. Αν θέλεις ένα φίλο, εξημέρωσε με!».
- «Τι πρέπει να κάνω;», ρώτησε ο μικρός πρίγκιπας.
- «Θα πρέπει να έχεις μεγάλη υπομονή», απάντησε η αλεπού. «Θα κάθεσαι στην αρχή λίγο πιο μακριά από μένα, κάπως έτσι, στο χορτάρι. Εγώ θα σε κοιτώ με την άκρη του ματιού μου κι' εσύ δε θα λες τίποτε. Τα λόγια είναι πολλές φορές πηγή παρεξηγήσεων. Κάθε μέρα όμως, θα έρχεσαι να καθίσεις και λίγο πιο κοντά...
Την επόμενη μέρα, ο μικρός πρίγκιπας ξαναγύρισε εκεί.
- «Θα ήταν πιο καλά, να έρχεσαι πάντα την ίδια ώρα», είπε η αλεπού. «Αν εσύ έρχεσαι - για παράδειγμα - στις τέσσερις το απόγευμα, εγώ από τις τρεις θα αρχίσω να νοιώθω ευτυχισμένη. Κι' όσο η ώρα θα πλησιάζει, τόσο περισσότερο ευτυχισμένη θα νοιώθω. Κι' όταν θα σημαίνει τέσσερις, εγώ θα είμαι πια ανήσυχη απ' την ανυπομονησία μου· θα' χω ανακαλύψει το τίμημα της ευτυχίας! Αν όμως εσύ έρχεσαι άλλη ώρα κάθε φορά, δε θα ξέρει η καρδιά μου πότε να σε λαχταρήσει... πρέπει να έχουμε το τελετουργικό μας».
- «Τι είναι το "τελετουργικό";», ρώτησε ο μικρός πρίγκιπας.
- «Είναι κάτι που 'χει περάσει στη λήθη», απάντησε η αλεπού. «Είναι αυτό που κάνει μια μέρα να ξεχωρίζει από τις άλλες μέρες και μια ώρα να ξεχωρίζει από τις άλλες ώρες. Οι κυνηγοί - για παράδειγμα - έχουν ένα τελετουργικό. Κάθε Πέμπτη στήνουν χορό με τις κοπέλες του χωριού. Κι' έτσι η Πέμπτη είναι μια μέρα καταπληκτική! Πηγαίνω άνετα περίπατο ακόμα και μέχρι τ' αμπέλια. Αν οι κυνηγοί πήγαιναν για χορό οποτεδήποτε - χωρίς πρόγραμμα - όλες οι μέρες θα ήταν ίδιες και δε θα είχα ούτε λεπτό ξεκούρασης».
Κι' έτσι ο μικρός πρίγκιπας εξημέρωσε την αλεπού. Κι' όταν άρχιζε να πλησιάζει η ώρα του αποχωρισμού, η αλεπού είπε:
- «Α!...Θα κλάψω...»
- «Εσύ φταις...», είπε ο μικρός πρίγκιπας, «...εγώ δεν ήθελα καθόλου το κακό σου, αλλά εσύ ήθελες να σ' εξημερώσω...».
- «Μα και βέβαια», είπε η αλεπού.
- «Μα αφού θα κλάψεις!», παραξενεύτηκε ο μικρός πρίγκιπας.
- «Μα και βέβαια», επανέλαβε η αλεπού.
- «Άρα λοιπόν δεν κέρδισες τίποτε!»
- «Κι' όμως κέρδισα...», είπε η αλεπού, «...κέρδισα απ' το ξανθοκίτρινο χρώμα του σταριού».
Και μετά, είπε:
- «Πήγαινε να ξαναδείς τα τριαντάφυλλα. Θα καταλάβεις ότι το δικό σου είναι μοναδικό σ' ολόκληρο τον κόσμο. Να γυρίσεις για να πούμε αντίο κι' εγώ θα σου κάνω δώρο ένα μυστικό».
Ο μικρός πρίγκιπας πήγε για να ξαναδεί τα τριαντάφυλλα.
- «Δε μοιάζετε καθόλου στο τριαντάφυλλο μου· ακόμα δεν είστε τίποτε...», τους είπε. «Κανένας δε σας έχει εξημερώσει και δεν έχετε εξημερώσει κανέναν. Είστε όπως ήταν άλλοτε η αλεπού μου. Ήταν μια αλεπού ολόιδια ανάμεσα σ' εκατό χιλιάδες άλλες αλεπούδες. Όμως τώρα πια έγινε φίλη μου και γι' αυτό είναι μοναδική σ' ολόκληρο τον κόσμο».
Και τα τριαντάφυλλα ένιωσαν ντροπή μ' αυτά τα λόγια.
- «Είστε όμορφα, μα είστε κενά», τους είπε ακόμα. «Κανείς δε θα μπορούσε να πεθάνει για σας. Ένας τυχαίος περαστικός βέβαια, ίσως να πίστευε ότι το δικό μου τριαντάφυλλο είναι ίδιο μ' εσάς. Εκείνο όμως, είναι - από μόνο του - πιο σημαντικό απ' ότι είστε όλα εσείς μαζί, γιατί εκείνο είναι αυτό που το πότισα. Γιατί εκείνο είναι αυτό που το προφύλαξα απ' τον άνεμο. Γιατί εκείνο είναι αυτό που το καθάρισα απ' τις κάμπιες (εκτός από δυό - τρεις ίσως, για να γίνουν πεταλούδες). Γιατί εκείνο είναι αυτό που το άκουσα να παραπονιέται ή να κομπάζει ή ακόμα και να μένει αμίλητο μερικές φορές. Γιατί εκείνο είναι το τριαντάφυλλο μου».
Και μ' αυτά τα λόγια, ξαναγύρισε στην αλεπού:
- «Αντίο», της είπε...
- «Αντίο», είπε η αλεπού. «Να το μυστικό μου. Είναι πολύ απλό: Μόνο με την καρδιά βλέπεις αληθινά. Την ουσία δεν τη βλέπουν τα μάτια».
- «Την ουσία δεν τη βλέπουν τα μάτια...», επανέλαβε κι' ο μικρός πρίγκιπας για να το θυμάται.
- «Ο χρόνος που έχασες για το τριαντάφυλλο σου είναι που το κάνει τόσο σημαντικό».
- «Ο χρόνος που έχασα για το τριαντάφυλλο μου...», επανέλαβε κι' ο μικρός πρίγκιπας για να το θυμάται.
- «Οι άνθρωποι έχουν ξεχάσει αυτή την αλήθεια», είπε η αλεπού. «Εσύ όμως δεν πρέπει να την ξεχάσεις. Γίνεσαι υπεύθυνος, για πάντα, γι' αυτό που έχεις εξημερώσει. Είσαι υπεύθυνος για το τριαντάφυλλο σου...».
- «Είμαι υπεύθυνος για το τριαντάφυλλο μου...», επανέλαβε κι' ο μικρός πρίγκιπας για να το θυμάται.
Κεφάλαιο 22
- «Καλημέρα», είπε ο μικρός πρίγκιπας.
- «Καλημέρα», είπε ο κλειδούχος του τραίνου.
- «Τι κάνεις εδώ;», ρώτησε ο μικρός πρίγκιπας.
- «Χωρίζω τους ταξιδιώτες, σε ομάδες των χιλίων ατόμων», απάντησε ο κλειδούχος. Δίνω προτεραιότητα στα τραίνα που τους μεταφέρουν, άλλοτε προς τα δεξιά κι' άλλοτε προς τα αριστερά.
Και μια φωταγωγημένη ταχεία, βροντώντας σαν τον κεραυνό, τράνταξε το θαλαμίσκο του κλειδούχου.
- «Φαίνονται πολύ βιαστικοί...», παρατήρησε ο μικρός πρίγκιπας. «Τι γυρεύουν;»
- «Αυτό, ούτε κι' ο μηχανοδηγός δεν το ξέρει», είπε ο κλειδούχος.
Και βροντώντας κατά την αντίθετη διεύθυνση, πέρασε σαν αστραπή μια δεύτερη φωταγωγημένη ταχεία.
- «Επιστρέφουν κιόλας;», ρώτησε απορημένος ο μικρός πρίγκιπας...
- «Δεν είναι οι ίδιοι», είπε ο κλειδούχος. «Είναι η ανταπόκριση».
- «Δεν ήταν ευχαριστημένοι, εκεί που βρίσκονταν;»
- «Ποτέ δεν είναι κανείς ευχαριστημένος, εκεί που βρίσκεται», παρατήρησε ο κλειδούχος.
Και βροντώντας ξανά σαν τον κεραυνό, πέρασε μια τρίτη ταχεία.
- «Αυτοί ακολουθούν τους προηγούμενους ταξιδιώτες;», ρώτησε ο μικρός πρίγκιπας.
- «Δεν ακολουθούν κανέναν», είπε ο κλειδούχος. «Εκεί μέσα μάλλον κοιμούνται ή χασμουριούνται. Μόνο τα παιδιά έχουν τις μύτες τους κολλημένες στα παράθυρα».
- «Μόνο τα παιδιά ξέρουν τι ψάχνουν», αποκρίθηκε ο μικρός πρίγκιπας. «Χάνουν το χρόνο τους με μια πάνινη κούκλα κι' αυτή αποκτά σημασία και τους γίνεται απαραίτητη· αν κανείς τους τη στερήσει, τότε κλαίνε...».
- «Είναι τυχερά», είπε ο κλειδούχος.
Κεφάλαιο 23
- «Καλημέρα», είπε ο μικρός πρίγκιπας.
- «Καλημέρα», είπε ο έμπορος των φαρμάκων. Πουλούσε νέα, τελειοποιημένα χάπια τα οποία εξαφάνιζαν το αίσθημα της δίψας. Έπαιρνε κανείς ένα την εβδομάδα και δεν ένοιωθε πλέον την ανάγκη να πιει απολύτως τίποτα.
- «Γιατί τα πουλάς αυτά;», ρώτησε ο μικρός πρίγκιπας.
- «Είναι μεγάλη οικονομία χρόνου», είπε ο έμπορος. «Οι ειδικοί έχουν κάνει τους υπολογισμούς. Γλυτώνει κανείς πενήντα-τρία λεπτά την εβδομάδα».
- «Και τι τα κάνει κανείς αυτά τα πενήντα-τρία λεπτά;»
- «Τα κάνει ότι θέλει...»
- «Εγώ...», σκέφτηκε ο μικρός πρίγκιπας, «...αν είχα πενήντα-τρία λεπτά στη διάθεση μου, θα περπατούσα με την ησυχία μου μέχρι κάποια βρυσούλα...».
Κεφάλαιο 24
Ήμασταν στην όγδοη μέρα από τη βλάβη του κινητήρα μου και την αναγκαστική προσγείωση στην έρημο, όταν άκουσα τη διήγηση της ιστορίας του εμπόρου των φαρμάκων - καθώς έπινα την τελευταία γουλιά απ' το νερό που είχε απομείνει:
- «Ααχ!», είπα στο μικρό πρίγκιπα, «... είναι πολύ ωραίες οι αναμνήσεις σου ...όμως δεν έχω φτιάξει ακόμα το αεροπλάνο μου, δεν υπάρχει πλέον ούτε σταγόνα νερό για να πιούμε και θα ήμουν κι' εγώ πολύ ευτυχής αν μπορούσα να περπατήσω με την ησυχία μου μέχρι κάποια βρυσούλα!».
- «Η φίλη μου η αλεπού...», πήγε τότε να μου πει, μα τον διέκοψα:
- «Αγόρι μου καλό, εδώ δεν έχει πλέον σχέση η αλεπού σου!»
- «Γιατί;», με ρώτησε αθώα...
- «Γιατί θα πεθάνουμε από τη δίψα...».
Αγνοώντας φαινομενικά το συλλογισμό μου, μου απάντησε:
- «Είναι καλό να 'χεις αποκτήσει ένα φίλο, ακόμα κι' αν είναι να πεθάνεις. Εγώ είμαι πολύ ευχαριστημένος που είχα φίλη μου μιαν αλεπού...»
«Δεν έχει διόλου αίσθηση του κινδύνου», σκέφτηκα. «Δε νοιώθει ποτέ, ούτε πείνα, ούτε δίψα. Λίγος ήλιος είναι το μόνο που του χρειάζεται...».
Με κοίταξε όμως... κι' απάντησε στη σκέψη μου:
-«Κι' εγώ διψάω... ας ψάξουμε κανένα πηγάδι...»
Έκανα μια χειρονομία απ' την κούραση μου: είναι παράλογο να ψάχνεις για πηγάδια - στην τύχη - μέσα στην απεραντοσύνη της ερήμου. Ωστόσο, αρχίσαμε να περπατάμε - έτσι κι' αλλιώς, ψάχνοντας.
Έχοντας περπατήσει, σιωπηλά, για ώρες, νυχτώσαμε... και τ' αστέρια άρχισαν δειλά - δειλά να λάμπουν. Τα έβλεπα σαν μέσα σε όνειρο, μέσα στην παραζάλη του πυρετού που έφερνε η ανυπόφορη δίψα που ένοιωθα. Τα λόγια του μικρού πρίγκιπα, χόρευαν στο νου μου:
- «Διψάς κι' εσύ λοιπόν;», τον ρώτησα...
Εκείνος όμως δεν απάντησε στην ερώτηση μου. Μου είπε, απλά:
- «Το νερό... κάποτε κάνει καλό και στην καρδιά...».
Δεν κατάλαβα την απάντηση του, αλλά δεν είπα τίποτε άλλο... Ήξερα καλά ότι δεν ωφελεί να τον πιέζω μ' ερωτήσεις.
Ήταν κουρασμένος. Στάθηκε και κάθισε. Κάθισα κι' εγώ μαζί του, ...στη σιωπή. Μετά από λίγο, είπε:
- «Τα αστέρια είναι όμορφα, ...από ένα λουλούδι που δε φαίνεται καθόλου...».
Απάντησα «...βέβαια» κι' έμεινα να κοιτάζω σιωπηλός τους αμμόλοφους, λουσμένους στο φως του φεγγαριού.
- «Η έρημος είναι όμορφη», μονολόγησε...
Και ήταν ...αληθινά. Πάντοτε αγαπούσα την έρημο. Κάθεται κανείς σ' έναν αμμόλοφο. Δε βλέπει τίποτα. Δεν ακούει τίποτα. Κι' όμως, μέσα από τη σιωπή, υπάρχει κάτι που λάμπει...
- «Αυτό που ομορφαίνει την έρημο...», είπε ο μικρός πρίγκιπας, «...είναι πως κάπου κρύβει ένα πηγάδι...».
Ένοιωσα έκπληξη γι' αυτή την ξαφνική εξήγηση του μυστηρίου της λάμψης της άμμου. Όταν ήμουν μικρό παιδί, ζούσα σ' ένα παμπάλαιο σπίτι... κι' ένας μύθος μιλούσε για κάποιο θησαυρό που 'ταν θαμμένος μέσα σ' αυτό. Κανείς, ποτέ, βέβαια, δεν είχε καταφέρει να τον ανακαλύψει κι' ίσως κανείς να μην τον είχε ούτε καν αναζητήσει. Αυτή η φήμη όμως, έδινε αίγλη σε ολόκληρο το σπίτι. Το σπίτι μου έκρυβε ένα μυστικό, στα βάθη της καρδιάς του...
- «Ναι,...», είπα στο μικρό πρίγκιπα, «...σ' ότι έχει να κάνει μ' ένα σπίτι ή με τ' αστέρια ή με την έρημο, αυτό που τα κάνει όμορφα, είναι αυτό που δε φαίνεται!»
- «Είμαι ευχαριστημένος...», μου είπε, «...που κι' εσύ συμφωνείς με την αλεπού μου».
Και καθώς ο μικρός πρίγκιπας γλιστρούσε στην αγκαλιά του Μορφέα, τον σήκωσα στη δική μου αγκαλιά και συνέχισα στην πορεία μας. Ένοιωθα πραγματική συγκίνηση. Ένοιωθα πως κρατώ στα χέρια μου έναν εύθραυστο θησαυρό. Μου φαινόταν, εκείνη τη στιγμή, πως δεν υπήρχε τίποτε πιο εύθραυστο απ' εκείνον σ' ολόκληρη τη Γη. Κοιτούσα, στο φως του φεγγαριού, αυτό το χλωμό παιδικό μέτωπο, αυτά τα κλειστά ματόκλαδα, αυτές τις μπούκλες που χόρευαν απαλά στον άνεμο και είπα στον εαυτό μου: «...αυτό που θωρείς είναι μόνο ένα κέλυφος. Το πιο σημαντικό απ' όλα, είναι αυτό που δε φαίνεται...».
Και καθώς τα χείλη του μισάνοιξαν, διαγράφοντας ένα αχνό χαμόγελο, σκέφτηκα συνάμα: «Αυτό που με συγκινεί τόσο πολύ, σ' αυτόν το μικρό πρίγκιπα που κοιμάται στην αγκαλιά μου, είναι η αφοσίωση του σ' ένα λουλούδι... Είναι η εικόνα ενός τριαντάφυλλου που λάμπει μέσα του, σαν τη φλόγα του λυχναριού - ακόμα κι' όταν κοιμάται...». Κι' αυτό τον έκανε να φαντάζει ακόμα πιο εύθραυστος στα μάτια μου. Γιατί τις φλόγες των λυχναριών πρέπει να τις προστατεύουμε διαρκώς: ένα μόνο φύσημα του ανέμου, αρκεί για να τις σβήσει...
Κι' έτσι, βαδίζοντας ολονυχτίς, ανακάλυψα το πηγάδι με το ξημέρωμα της επόμενης μέρας.
Κεφάλαιο 25
- «Οι άνθρωποι...», είπε ο μικρός πρίγκιπας, «...στριμώχνονται μέσα σε τραίνα που τρέχουν, δίχως όμως να ξέρουν πια, τι πραγματικά γυρεύουν. Κι' έτσι εκνευρίζονται από το άγχος και γυρίζουν διαρκώς, γύρω - γύρω...
Και συμπλήρωσε:
- «Δεν αξίζει τον κόπο...»
Το πηγάδι στο οποίο είχαμε φτάσει, δεν έμοιαζε με τ' άλλα πηγάδια της ερήμου. Τα πηγάδια στις οάσεις της Σαχάρας ήταν απλοϊκές τρύπες, σκαμμένες στην άμμο, ενώ αυτό έμοιαζε με πηγάδι ενός χωριού. Σ' εκείνο το σημείο όμως, δεν υπήρχε κανένα χωριό και νόμισα πως έβλεπα όνειρο.
- «Είναι παράξενο...», είπα στο μικρό πρίγκιπα, «...που είναι όλα έτοιμα: το μαγκάνι, το σκοινί κι' ο κουβάς...»
Γέλασε, έπιασε το σκοινί και στριφογύρισε το μαγκάνι. Και το μαγκάνι βόγκηξε μακρόσυρτα, σαν παλιά φτερωτή, ξεχασμένη για χρόνια απ' τον άνεμο...
- «Τ' ακούς;», είπε ο μικρός πρίγκιπας, «...Το ξυπνήσαμε αυτό το πηγάδι και τώρα τραγουδάει...»
Δεν ήθελα να κουραστεί προσπαθώντας και του είπα:
- «Άσε να το κάνω εγώ ...είναι πολύ βαρύ για σένα».
Ανέβασα αργά - αργά τον κουβά - μέχρι επάνω - και τον ακούμπησα στο πέτρινο πεζούλι. Το τραγούδι του μαγκανιού αντηχούσε ακόμα στ' αυτιά μου και πάνω στο νερό που λικνιζόταν αργά, έβλεπα τον ήλιο να καθρεφτίζεται τρεμοπαίζοντας.
- «Διψώ γι' αυτό το νερό...», είπε ο μικρός πρίγκιπας. «...Δώσε μου να πιω...»
Και κατάλαβα τι ήταν, αυτό που γύρευε!
Ανασήκωσα τον κουβά μέχρι τα χείλια του. Ήπιε· με τα μάτια κλειστά. Ήταν γλυκό σα νέκταρ. Ήταν μια πραγματική γιορτή. Μια γιορτή γεννημένη από την πορεία κάτω απ' τ' αστέρια, απ' το τραγούδι του μαγκανιού, απ' τον κόπο των χεριών μου. Κι' ήταν καλό και για την καρδιά, σα δώρο. Όταν ήμουν μικρό παιδί, το φως απ' το Χριστουγεννιάτικο δέντρο, η ψαλμωδία της Λειτουργίας των Χριστουγέννων, η στοργή στα χαμόγελα των ανθρώπων... αυτά ήταν που έκαναν το Χριστουγεννιάτικο δώρο μου να λάμπει.
- «Οι άνθρωποι στον πλανήτη σου...», είπε ο μικρός πρίγκιπας, «...μπορούν και καλλιεργούν πέντε χιλιάδες τριαντάφυλλα, σ' ένα μόνο κήπο... κι' όμως δε μπορούν να βρουν σ' αυτό, αυτό που πραγματικά ψάχνουν...»
- «Όχι, δε μπορούν να το βρουν...», του αποκρίθηκα...
- «Και παρότι αυτό που ψάχνουν, υπάρχει και στο ΕΝΑ τριαντάφυλλο, ή σε ΜΙΑ μόνο γουλιά νερό...»
Και προσέθεσε:
- «Γιατί τα μάτια είναι τυφλά. Με την καρδιά πρέπει να ψάχνει κανείς...»
Ήπια κι' εγώ. Κι' επιτέλους, ανέπνευσα. Η άμμος, στο ξημέρωμα της μέρας, έχει το χρώμα του μελιού. Κι' αυτό το χρώμα του μελιού... μου έφερνε κι' αυτό χαρά. Γιατί όμως με σίμωνε μια αίσθηση λύπης;
- «Πρέπει να κρατήσεις την υπόσχεση σου», μου είπε τρυφερά ο μικρός πρίγκιπας, που ξανακάθισε δίπλα μου.
- «Ποια υπόσχεση;», ρώτησα.
- «Ξέρεις... ένα φίμωτρο για το αρνάκι μου... γιατί είμαι υπεύθυνος για το λουλούδι μου!».
Έβγαλα από την τσέπη μου, το μπλοκ με τις ζωγραφιές μου. Ο μικρός πρίγκιπας, τις κοίταξε κι' είπε γελώντας:
- «Τα μπαομπάμπ που ζωγράφισες, μοιάζουν λίγο με λάχανα...»
- «Ωχ!»
Κι' εγώ που ήμουν τόσο περήφανος για τα μπαομπάμπ μου!
- «Η αλεπού που 'φτιαξες... τα αυτιά της... μοιάζουν λίγο με κέρατα... κι' είναι υπερβολικά μακριά!».
Και ξαναγέλασε.
- «Δεν είναι δίκαιο, αγόρι μου καλό... εγώ δεν ήξερα να ζωγραφίζω τίποτε άλλο εκτός από βόες - από μέσα κι' απ' έξω», είπα.
- «Α! Δεν πειράζει...», είπε, «...τα παιδιά θα καταλάβουν».
Σχεδίασα λοιπόν κι' ένα φίμωτρο. Και του το έδωσα μ' ένα σφίξιμο στην καρδιά, λέγοντας:
- «Έχεις κάνει πλάνα... που δεν τα ξέρω...»
Δε μου απάντησε όμως. Είπε μόνο:
- «Ξέρεις... από την άφιξη μου στη Γη... κλείνει ένας χρόνος αύριο...
Και αφού έμεινε σιωπηλός για λίγο, προσέθεσε:
- «Εδώ πιο πέρα, ήταν το σημείο που έπεσα...» και κοκκίνισαν τα μάγουλα του.
Και δίχως να καταλαβαίνω το γιατί, ένοιωσα ξανά μια παράξενη θλίψη να με κυριεύει. Στο μυαλό μου ωστόσο στριφογύρισε η ερώτηση:
- «Άρα λοιπόν, δεν ήταν κατά τύχη, που εκείνο το πρωινό που σε γνώρισα - πριν οχτώ μέρες, περπατούσες, έτσι, ολομόναχος μεσ' την έρημο, χίλια μίλια μακριά απ' τον πολιτισμό! Γύριζες πίσω στο σημείο που έπεσες στη Γη;»
Και προσέθεσα κάπως διστακτικά:
- «Ίσως επειδή πλησίαζε η επέτειος του ερχομού σου;»
Κι' ο μικρός πρίγκιπας ξανακοκκίνισε, ακόμα πιο πολύ. Δεν απαντούσε ποτέ σε τέτοιες ερωτήσεις, αλλά όταν κοκκινίζει κανείς, αυτό συνήθως σημαίνει "ναι"... - έτσι δεν είναι;
- «Ωχ!», του είπα, «φοβάμαι...»
Μα με διέκοψε λέγοντας:
- «Τώρα έχεις δουλειά να κάνεις. Πρέπει να γυρίσεις πίσω στη μηχανή σου. Εγώ θα σε περιμένω εδώ. Έλα πάλι αύριο το βράδυ...».
Μα τα λόγια του δε με καθησύχασαν.
Θυμόμουν την αλεπού.
Κινδυνεύεις να κλάψεις λίγο, αν αφήσεις να σ' εξημερώσουν...
Κεφάλαιο 26
Κοντά στο πηγάδι, υπήρχε ένας παλιός, ερειπωμένος, πέτρινος τοίχος. Καθώς επέστρεφα πίσω από τη δουλειά μου, το βράδυ της επόμενης μέρας, είδα από μακριά το μικρό μου πρίγκιπα να είναι καθισμένος ψηλά, πάνω στον τοίχο, με τα πόδια του να κρέμονται. Και τον άκουσα που έλεγε:
- «Δεν το θυμάσαι καθόλου, λοιπόν; Δεν είναι ΕΔΩ, το σωστό σημείο!».
Κι' αναμφίβολα, μια άλλη φωνή πρέπει να του απάντησε, γιατί αποκρίθηκε:
- «Κι' όμως! Κι' όμως... η μέρα είναι η σωστή, αλλά δεν είναι εδώ το σωστό σημείο...»
Συνέχισα την πορεία μου προς τον ερειπωμένο τοίχο. Δεν έβλεπα τίποτε, ούτε άκουγα κανέναν. Και σε λίγο, τον άκουσα ξανά, να λέει:
- «...Και βέβαια. Θα δεις εκεί που αρχίζουν τα χνάρια μου στην άμμο. Δεν έχεις παρά να με περιμένεις. Θα είμαι εκεί, απόψε...»
Ήμουν είκοσι μέτρα από τον τοίχο, κι' ακόμα δεν έβλεπα τίποτε.
Την ησυχία, διέκοψε ξανά η φωνή του μικρού πρίγκιπα, που είπε:
- «Είναι καλό το δηλητήριο σου; Είσαι σίγουρος ότι δε θα υποφέρω για πολύ;»
Σταμάτησα, με την καρδιά μου αλαφιασμένη, αλλά εξακολουθώντας να μην καταλαβαίνω...
- «Και τώρα, φύγε...», ακούστηκε ξανά η φωνή του, «...θέλω να κατέβω!».
Τότε κι' εγώ χαμήλωσα το βλέμμα μου προς τη βάση του τοίχου κι' αναπήδησα με το θέαμα! Ήταν εκεί, ανασηκωμένο, στραμμένο προς το μικρό πρίγκιπα, ένα απ' αυτά τα κιτρινωπά φίδια της ερήμου, που σε στέλνουν στον άλλο κόσμο σε μισό λεπτό. Ανασκαλεύοντας την τσέπη μου για το περίστροφο μου, άρχισα να τρέχω προς τον τοίχο όσο πιο γρήγορα μπορούσα· μα με το θόρυβο που έκανα, το φίδι κύλησε απαλά προς την άμμο, σαν πίδακας νερού που χάνεται σε συντριβάνι και γλίστρησε ανάμεσα στις πέτρες, δίχως ιδιαίτερη βιασύνη, μ' έναν ελαφρύ μεταλλικό ήχο.
Έφτασα στον τοίχο πάνω στην ώρα, έχοντας μόλις προλάβει να πιάσω στην αγκαλιά μου το μικρό μου αγόρι... το μικρό μου πρίγκιπα... κατάλευκο σαν τις νιφάδες του χιονιού.
- «Μα τι ήταν κι' αυτό! Μιλάς τώρα και με τα φίδια!», του είπα.
Χαλάρωσα το χρυσαφί φουλάρι που φορούσε, τυλιγμένο πάντα στο λαιμό του. Του δρόσισα το μέτωπο και του έδωσα να πιει νερό. Και τώρα δεν τολμούσα πια να τον ρωτήσω τίποτε...
Με κοίταξε πολύ σοβαρά και κρεμάστηκε σφιχτά πάνω μου. Ένοιωθα την καρδιά του να σκιρτά, σαν την καρδιά του πουλιού, που ξεψυχά χτυπημένο απ' τα βόλια του τουφεκιού. Μου είπε:
- «Είμαι ευχαριστημένος που κατάφερες να βρεις τι έφταιγε με τον κινητήρα σου. Έτσι, θα μπορέσεις να γυρίσεις σπίτι σου...»
- «Μα πως το ήξερες εσύ;», ρώτησα, γιατί ερχόμουν - ακριβώς - να του πω ότι - παρά τις λιγοστές ελπίδες - είχα καταφέρει να επισκευάσω το αεροπλάνο μου!
Δεν απάντησε διόλου στην ερώτηση μου, πρόσθεσε όμως:
- «Κι' εγώ, σήμερα, θα γυρίσω σπίτι μου...»
Και συμπλήρωσε μελαγχολικά:
- «Είναι πολύ πιο μακριά... είναι πολύ πιο δύσκολο...»
Το ένοιωθα πλήρως, ότι συνέβαινε κάτι σχεδόν εξωπραγματικό. Τον κρατούσα σφιχτά στην αγκαλιά μου - σα μικρό παιδί κι' όμως είχα την αίσθηση ότι γλιστρούσε απ' τα χέρια μου, προς τα πάνω... προς μια άβυσσο... χωρίς να μπορώ να κάνω τίποτε για να τον συγκρατήσω...
Με το βλέμμα του σοβαρό, μα απορροφημένο κάπου πολύ μακριά, μου είπε:
- «Έχω το αρνάκι σου. Έχω και το κουτάκι για το αρνάκι. Κι' έχω και το φίμωτρο...»
Και χαμογέλασε μελαγχολικά.
Περίμενα υπομονετικά. Ένοιωθα ότι άρχιζε σιγά - σιγά να ξαναζωντανεύει:
- «Μικρό μου αγόρι, εσύ... φοβάσαι...»
Φυσικά και φοβόταν! Όμως χαμογέλασε γλυκά κι' είπε:
- «Απόψε το βράδυ, θα φοβηθώ πολύ περισσότερο...»
Ένοιωσα και πάλι να παγώνω από την αμείλικτη αίσθηση του αναπόφευκτου. Και κατάλαβα πως δεν άντεχα στη σκέψη να μην ακούσω ποτέ ξανά αυτό το γέλιο. Το γέλιο που ήταν για μένα σα μια όαση μέσ' στην έρημο.
- «Μικρό μου αγόρι, θέλω να σε ξανακούσω να γελάς...»
Εκείνος όμως μου αποκρίθηκε:
- «Αυτή τη νύχτα, κλείνει ένας χρόνος. Το αστέρι μου θα βρίσκεται ακριβώς πάνω από το σημείο στ' οποίο πάτησα στη Γη, πριν ένα χρόνο...»
- «Μικρό μου αγόρι, πες μου ότι είναι ένα κακό όνειρο αυτή η ιστορία με το φίδι και το σημείο που ήρθες και το αστέρι...»
Δεν απάντησε όμως στην ερώτηση μου. Μου είπε μόνο:
- «Αυτό που είναι σημαντικό, δεν το βλέπουν τα μάτια...»
- «Και βέβαια...»
- «Είναι όπως με το λουλούδι. Αν αγαπάς ένα λουλούδι που βρίσκεται σ' ένα αστέρι, είναι υπέροχο να κοιτάς τον ουρανό τη νύχτα. Όλα τα αστέρια θα μοιάζουν ανθισμένα».
«Είναι όπως με το νερό. Αυτό που μου έδωσες να πιω, ήταν ωραίο σα μουσική, μουσική απ' το μαγκάνι και το σκοινί... θυμάσαι;... πόσο πραγματικά καλό ήταν».
- «Και βέβαια...»
- «Τη νύχτα θα κοιτάζεις τ' άστρα. Το δικό μου είναι πολύ μικρό, για να σου το δείξω, που βρίσκεται. Είναι καλύτερα έτσι. Το αστέρι μου, θα είναι για σένα ένα αστέρι ανάμεσα σ' όλα τ' αστέρια. Κι' έτσι θα χαίρεσαι να κοιτάζεις όλα τ' αστέρια... Όλα τ' αστέρια θα είναι φίλοι σου. Κι' εξάλλου, θέλω να σου κάνω ένα δώρο...»
Και γέλασε ξανά.
- «Α! Μικρό μου αγόρι, μικρό μου αγόρι... πόσο χαίρομαι ν' ακούω αυτό το γέλιο!»
- «Ακριβώς, αυτό θα είναι το δώρο μου... θα είναι όπως με το νερό...»
- «Τι θέλεις να πεις;»
- «Τ' αστέρια ανήκουν σ' όλους τους ανθρώπους· αλλά για τους ανθρώπους, δεν έχουν όλα τ' αστέρια την ίδια σημασία. Για κάποιους, που ταξιδεύουν, τ' αστέρια είναι οδηγοί, σημεία προσανατολισμού. Γι' άλλους πάλι, δεν είναι τίποτε παραπάνω από αχνά φωτάκια στον ουρανό. Γι' άλλους, που είναι επιστήμονες, αντιπροσωπεύουν ερωτήσεις και προβλήματα. Για τον επιχειρηματία μου, αντιπροσώπευαν τον πλούτο. Μα όλα αυτά τα αστέρια - εκεί πάνω - μένουν σιωπηλά. Εσύ όμως... εσύ... θα 'χεις τ' άστρα όπως κανείς άλλος δεν τα έχει...
- «Τι θέλεις να πεις;»
- «Όταν θα κοιτάζεις τον ουρανό τη νύχτα, μιας και θα ζω σ' ένα απ' τ' αστέρια, μιας και θα γελάω σ' ένα απ' τ' αστέρια, θα είναι τότε για σένα σαν να γελούν όλα τ' αστέρια. Εσύ θα έχεις - εσύ μόνο - άστρα που ξέρουν να γελούν!».
Και γέλασε ξανά.
- «Κι' όταν καταλαγιάσει η λύπη σου (γιατί πάντα καταλαγιάζει η λύπη, τελικά) θα είσαι ευχαριστημένος που με γνώρισες. Θα είσαι για πάντα φίλος μου. Θα θέλεις να γελάμε μαζί. Και μερικές φορές, θ' ανοίγεις το παράθυρο σου - έτσι - γι' αυτή τη χαρά... Κι' οι φίλοι σου θα μένουν πραγματικά κατάπληκτοι να σε βλέπουν να γελάς, κοιτώντας τον ουρανό. Κι' εσύ λοιπόν θα τους λες: "Ναι, τ' αστέρια πάντα με κάνουν να γελώ!". Κι' εκείνοι θα σε περνάνε για τρελό. Θα σου έχω κάνει την πιο πονηρή φάρσα...».
Και γέλασε ξανά.
- «Θα είναι σαν να σου έχω δώσει - αντί γι' αστέρια - μυριάδες μικρά κουδουνάκια που ξέρουν να γελούν...».
Και γέλασε ξανά, αλλά το πρόσωπο του κατσούφιασε και μου είπε, σοβαρά:
- «Απόψε το βράδυ... ξέρεις... μην έρθεις κοντά μου...».
- «Δε θα σ' εγκαταλείψω», του είπα.
- «Θα μοιάζει κάπως σαν να πονάω... Θα μοιάζει λίγο σαν να πεθαίνω. Κάπως έτσι θα είναι. Μην έρθεις να το δεις αυτό... δεν αξίζει τον κόπο...».
- «Δε θα σ' αφήσω μόνο σου».
Ήταν όμως ανήσυχος.
- «Αυτό που σου λέω... είναι και για το φίδι. Δεν πρέπει να δαγκώσει κι' εσένα... Δεν πρέπει να σε σκοτώσει... Τα φίδια έχουν κακία μέσα τους. Μπορεί να σε σκοτώσει μόνο και μόνο για την ευχαρίστηση του...».
- «Δε θα σ' αφήσω μόνο σου».
Κατιτί τον καθησύχασε όμως:
- «Είναι αλήθεια βέβαια... ότι δεν έχουν αρκετό δηλητήριο και για δεύτερο δάγκωμα...».
Εκείνη - εκεί - τη νύχτα δεν τον είδα να ξεκινάει. Ξεγλίστρησε αθόρυβα, σκαστός μεσ' στο σκοτάδι. Όταν κατάφερα να τον προλάβω, περπατούσε αποφασιστικά, με βήμα γοργό. Και μου είπε μοναχά:
- «Ω! Είσαι εδώ...»
Και μ' έπιασε απ' το χέρι. Μα ήταν ακόμα ανήσυχος:
- «Έκανες λάθος που ήρθες. Θα στεναχωρηθείς. Θα μοιάζει σα να 'χω πεθάνει, χωρίς να είναι αληθινό...».
Εγώ ήμουν αμίλητος...
- «Καταλαβαίνεις... Είναι πολύ μακριά. Δε μπορώ να το πάρω μαζί μου αυτό το σώμα - εκεί πάνω. Είναι πολύ βαρύ».
Εγώ ήμουν ακόμα αμίλητος...
- «Θα μείνει όμως, όπως ένα αφημένο παλιό όστρακο. Δε στεναχωριόμαστε για τα παλιά όστρακα...».
Εγώ είχα μείνει άλαλος...
Έχασε λίγο απ' το κουράγιο του. Μα έκανε ακόμα μια προσπάθεια:
- «Ξέρεις... θα είναι όμορφο αυτό. Κι' εγώ θα τα κοιτάζω τ' άστρα. Όλα τ' άστρα θα 'ναι σαν πηγάδια με σκουριασμένο μαγκάνι. Όλα τ' άστρα θα μου φέρνουν νερό για να πιω...».
Εγώ δεν είχα λόγια πια...
- «Θα είναι απόλυτα διασκεδαστικό! Εσύ θα έχεις πεντακόσια εκατομμύρια κουδουνάκια, εγώ θα έχω πεντακόσια εκατομμύρια βρυσούλες...».
Κι' έμεινε κι' εκείνος αμίλητος, καθώς δάκρυα κυλούσαν απ' τα μάτια του...
- «Εκεί-δα είναι. Άφησε με να προχωρήσω μόνος μου».
Και κάθισε, καθώς ένοιωσε το φόβο γι' αυτό που τον περίμενε.
Μου είπε τότε:
- «Ξέρεις... το λουλούδι μου... είμαι υπεύθυνος γι' αυτό! Κι' εκείνο είναι τόσο αδύναμο! Και τόσο αθώο. Έχει μόνο τέσσερα μικρούτσικα αγκαθάκια για να προστατευτεί απέναντι σ' ολόκληρο τον κόσμο...».
Κάθισα κι' εγώ, γιατί ένοιωθα τα γόνατα μου κομμένα. Και μου είπε:
- «Να... Αυτό είν' όλο...»
Δίστασε για λίγο ακόμα, και μετά σηκώθηκε. Έκανε ένα βήμα μπροστά. Εγώ, δε μπορούσα ούτε να σαλέψω...
Φάνηκε μονάχα, μια κιτρινωπή αναλαμπή, πλάι στον αστράγαλο του. Έμεινε για μια στιγμή ακίνητος. Δε φώναξε. Έπεσε απαλά, σα δεντρί που χάνει τις ρίζες του. Δεν ακούστηκε ούτε ένας ψίθυρος, καθώς έγειρε στην άμμο.
Κεφάλαιο 27
Τώρα πια, βέβαια, έχουν περάσει ήδη έξη χρόνια... Ποτέ μέχρι τώρα δεν είχα διηγηθεί αυτή την ιστορία. Οι σύντροφοι μου που με ξαναείδαν, σίγουρα χάρηκαν πολύ που με ξαναείδαν ζωντανό. Ήμουν περίλυπος, όμως τους έλεγα για δικαιολογία: "Φταίει η κούραση...".
Τώρα έχει καταλαγιάσει λίγο η θλίψη μου. Δηλαδή... όχι εντελώς. Όμως, είμαι σίγουρος ότι επέστρεψε στον πλανήτη του, γιατί, με το ξημέρωμα της επόμενης μέρας, δε μπόρεσα να βρω το σώμα του. Κι' αυτό το σώμα, δεν ήταν δα και τόσο πολύ βαρύ... Και χαίρομαι τις νύχτες, που ακούω τ' αστέρια. Μοιάζουν πράγματι με πεντακόσια εκατομμύρια μικρά κουδουνάκια...
Να όμως που συνέβη και κάτι απροσδόκητο. Στο φίμωτρο που είχα ζωγραφίσει για το αρνάκι του μικρού πρίγκιπα, ξέχασα να βάλω το δερμάτινο λουρί! Έτσι, δε θα μπορέσει ποτέ να το φορέσει στο αρνάκι. Αναρωτιέμαι λοιπόν: "Τι να συνέβη στον πλανήτη του; Ίσως λοιπόν - τελικά - το αρνάκι να έφαγε το λουλούδι...".
Άλλοτε λέω στον εαυτό μου: "Σίγουρα, όχι! Ο μικρός πρίγκιπας, σκέπαζε κάθε βράδυ με τη γυάλα το λουλούδι του και θα 'χε σίγουρα και το νου του στο αρνάκι του...". Κι' έτσι αισθάνομαι ευτυχής. Κι' όλα τ' αστέρια γελούν τρυφερά.
Κι' άλλοτε λέω στον εαυτό μου: "Ξεχνιέται όμως κανείς - καμιά φορά - κι' αυτό είν' αρκετό! Ίσως να ξέχασε, κάποιο βράδυ, τη γυάλα ή ίσως να ξεγλίστρησε αθόρυβα, κάποια νύχτα, το αρνάκι...". Τότε είναι, λοιπόν, που τα κουδουνάκια μεταμορφώνονται σε κλάματα!...
Κι' εδώ, βέβαια, βρίσκεται ένα μεγάλο μυστήριο. Γιατί για σας, που αγαπάτε το μικρό πρίγκιπα, όπως και για μένα βέβαια εξίσου, τίποτα στο σύμπαν δε μπορεί να είναι πια το ίδιο, αν σε κάποιο μακρινό μέρος - κι' ας μην ξέρουμε ακριβώς που - ένα αρνάκι - άσχετα αν το έχουμε ή δεν το έχουμε δει ποτέ - φάει (ή δε φάει) ένα τριαντάφυλλο...
Κοιτάξτε τον ουρανό. Αναρωτηθείτε: να έφαγε άραγε ή να μην έφαγε, το αρνάκι το τριαντάφυλλο; Αναρωτηθείτε... και θα δείτε, πως όλα αλλάζουν...
Και κανείς από τους μεγάλους, δε θα καταλάβει ποτέ, πόσο σημαντικό είναι αυτό!
Ετούτο 'δώ, είναι για μένα το πιο όμορφο αλλά και το πιο θλιμμένο τοπίο στον κόσμο. Είναι το ίδιο τοπίο που υπάρχει και στις προηγούμενες σελίδες, το σχεδίασα όμως άλλη μια φορά για σας το δείξω και να μπορέσετε να το προσέξετε. Εδώ ακριβώς είναι, που πρωτοεμφανίστηκε ο μικρός πρίγκιπας πάνω στη Γη κι' από 'δώ είναι που χάθηκε...
Παρατηρείστε με προσοχή αυτό το τοπίο, για να είστε σίγουροι ότι θα το αναγνωρίσετε, αν ταξιδέψετε κάποτε στην Αφρική, στην έρημο. Κι' αν τύχει να σας φέρει ο δρόμος σας εκεί, σας παρακαλώ θερμά να μη βιαστείτε... περιμένετε για λίγο κάτω απ' το αστέρι! Κι' αν δείτε να σας πλησιάζει ένα παιδί, αν γελάει, αν έχει ξανθά μαλλιά, αν δεν απαντάει στις ερωτήσεις σας, τότε θα μπορέσετε να μαντέψετε ποιος είναι... Να χαρείτε τότε... φανείτε συμπονετικοί! Μη μ' αφήσετε στη θλίψη μου: γράψτε μου γρήγορα πως ξαναγύρισε...
|
Το εξώφυλλο του Μικρού Πρίγκιπα, όπως εκδόθηκε το 1943 από τις εκδόσεις Gallimard |
|
Αντουάν Ντε Σαιντ- Εξυπερύ 1900 - 1944 |