Ο Μικρός Πρίγκιπας: «Αντίο», είπε η αλεπού. «Να το μυστικό μου. Είναι πολύ απλό: Μόνο με την καρδιά βλέπεις αληθινά. Την ουσία δεν τη βλέπουν τα μάτια»

Μολιέρος (Molière)

«Ο Ταρτούφος» (1664)

Μολιέρος (Molière)

«Ο κατά φαντασίαν ασθενής» (1673)

Μολιέρος (Molière)

«Ο αρχοντοχωριάτης» (1670)

Μολιέρος (Molière)

«Ντον Ζουάν» (1665)

Ουίλλιαμ Σαίξπηρ

«Όνειρο Θερινής Νυκτός»

Ουίλλιαμ Σαίξπηρ

«Ρωμαίος και Ιουλιέτα»

Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα

«Ματωμένος Γάμος»

Αντουάν Ντε Σαιντ- Εξυπερύ

«Ο μικρός πρίγκηπας»

Αντόν Τσέχωφ

«Ένας αριθμός»

Ντάριο Φο

«Ο τυχαίος θάνατος ενός Αναρχικού»

Ευγένιος Ιονέσκο

«Ρινόκερος»

Έντγκαρ Άλαν Πόε

«Ιστορίες αλλόκοτες»

Μπέρτολτ Μπρεχτ

«Αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι»

720 Ποιητές - 8.148 Ποιήματα

Επιλογή της εβδομάδας..

Οδυσσέας Ελύτης, «Άξιον Εστί» (1959)

Το Άξιον Εστί είναι μια ποιητική σύνθεση που γράφτηκε από τον Οδυσσέα Ελύτη και κυκλοφόρησε το 1959. Εν πολλοίς ήταν αυτό που χάρισε στ...

Ουίλλιαμ Σαίξπηρ (William Shakespeare), «Όνειρο Θερινής Νυκτός»

To Όνειρο Θερινής Νυκτός είναι ρομαντική κωμωδία του Ουίλιαμ Σαίξπηρ. Περιγράφει τις περιπέτειες τεσσάρων νεαρών Αθηναίων και μιας ομάδας ερασιτεχνών ηθοποιών, τη σχέση τους με το Δούκα και τη Δούκισσα της Αθήνας, Θησέα και Ιππολύτη, και με τα ξωτικά ενός δάσους κάτω από το φεγγάρι. Είναι ένα από τα γνωστότερα και πιο πολυπαιγμένα έργα του Σαίξπηρ σε όλο τον κόσμο. Μια εκδοχή ονείρου, όπου η φαντασία επιτρέπει τα πιο ακραία, κάποιες φορές παρακινδυνευμένα άλματα μέσα στις βαθύτερες επιθυμίες, τον κρυφό ερωτισμό και τις διαδρομές του υποσυνείδητου. 

Ο έρωτας ως θαύμα, μαγεία, όνειρο, θάνατος, πάθος, κυριαρχεί στους νέους, που αγνοούν την κοινωνική ηθική και υπακούουν στα προστάγματα της καρδιάς τους. Με έντονα αναγεννησιακά στοιχεία, το έργο διεισδύει και στον κόσμο των ξωτικών, για να επαναλάβει κι εκεί το ίδιο γαϊτανάκι του έρωτα. Παράλληλα, καταδεικνύει και την απλοϊκότητα, αλλά και την αγνότητα της ψυχής των εργατών, που συμμετέχουν κι αυτοί με τον τρόπο τους στο γενικό πανηγύρι. 

Τα πλούσια ηθογραφικά στοιχεία, οι λαϊκές παραδόσεις και τα παραμύθια κυριαρχούν σ’ αυτό το πραγματικά θεσπέσιο Όνειρο κάποιας βραδιάς του καλοκαιριού. 

Υπόθεση: 

Συνδετικός κρίκος στις τρεις ιστορίες που παρουσιάζονται είναι οι γάμοι του Δούκα της Αθήνας Θησέα και της βασίλισσας των Αμαζόνων, Ιππολύτης. Στην αρχική σκηνή, η Ερμία αρνείται να συμβιβαστεί με την επιθυμία του πατέρα της να την παντρέψει με το Δημήτριο. Ο πατέρας της όμως μπροστά στο Θησέα επικαλείται έναν αρχαίο αθηναϊκό νόμο, σύμφωνα με τον οποίο η κόρη πρέπει να παντρευτεί το μνηστήρα που διάλεξε ο πατέρας της, αλλιώς αντιμετωπίζει ποινή θανάτου ή ισόβια υπηρεσία στη θεά Άρτεμη. Έτσι, η Ερμία και ο αγαπημένος της, Λύσανδρος, αποφασίζουν να κλεφτούν και να διαφύγουν τη νύχτα μέσα από το δάσος. Η Ερμία εμπιστεύεται το σχέδιο στην καλύτερη φίλη της, Έλενα, η οποία όμως το μαρτυράει στο Δημήτριο για να κερδίσει την εύνοιά του και να τη διαλέξει. Οι δυο τους ακολουθούν τους δυο αγαπημένους, που ανυποψίαστοι κοιμούνται στο δάσος..  [..]

ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ 

ΘΗΣΕΑΣ  – Δούκας της Αθήνας. 
ΙΠΠΟΛΥΤΗ  – Βασίλισσα των Αμαζόνων, σύζυγος του Θησέα.  
ΦΙΛΟΣΤΡΑΤΟΣ – Τελετάρχης του Θησέα. 
ΑΙΓΕΑΣ  – Επιφανής Αθηναίος, πατέρας της Ερμίας. 
ΕΡΜΙΑ  – Νεαρή Αθηναία, κόρη του Αιγέα, ερωτευμένη με τον Λύσανδρο.  
ΕΛΕΝΗ  – Νεαρή Αθηναία, ερωτευμένη με τον Δημήτριο.  
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ – Νεαρός Αθηναίος, ερωτευμένος με την Ερμιά. 
ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ – Νεαρός Αθηναίος, ερωτευμένος με την Ερμιά. 
ΟΜΠΕΡΟΝ  – Βασιλιάς των ξωτικών. 
ΤΙΤΑΝΙΑ – Βασίλισσα των ξωτικών, σύντροφος του Όμπερον. 
ΠΟΥΚ – Ξωτικό, ακόλουθος του Όμπερον.  
ΜΠΙΖΕΛΑΝΘΟΣ – Ξωτικό. 
ΑΡΑΧΝΟΦΑΔΗΣ – Ξωτικό. 
ΠΕΤΑΛΟΥΔΙΤΣΑ – Ξωτικό. 
ΣΙΝΑΠΟΣΠΟΡΟΣ – Ξωτικό. 

ΠΑΣΧΟΣ ΠΑΤΟΣ – Υφαντής. 
ΠΕΤΡΟΣ ΤΑΚΟΣ – Μαραγκός. 
ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΣ  ΠΙΠΑΣ – Επιδιορθωτής φυσερών μεταλλουργείου.  
ΡΟΒΕΡΤΟΣ ΠΕΙΝΑΛΕΩΝ - Ράφτης. 
ΘΩΜΑΣ ΤΣΟΥΝΗΣ – Γανωτής 
ΠΑΡΑΒΑΝΗΣ – Επιπλοποιός 
ΠΥΡΑΜΟΣ –  Πάσχος Πάτος 

ΘΙΣΒΗ – Φραγκίσκος Πίπας 
ΛΙΟΝΤΑΡΙ – Παραβάνης 
ΦΕΓΓΑΡΙ – Ροβέρτος Πειναλέων 
ΤΟΙΧΟΣ – Θωμάς Τσουνής   
 
ΠΡΑΞΗ ΠΡΩΤΗ 

Σκηνή 1

ΣΤΟ ΠΑΛΑΤΙ ΤΟΥ ΘΗΣΕΑ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ. 
ΘΗΣΕΑΣ, ΙΠΠΟΛΥΤΗ, ΦΙΛΟΣΤΡΑΤΟΣ. 

ΘΗΣΕΑΣ Λοιπόν, ωραία μου Ιππολύτη, να που ήρθε κιόλας του γάμου μας η ώρα. Μόνο  πέντε υπέροχες ημέρες απομένουν μέχρι την νέα σελήνη. Όμως,  εγώ αισθάνομαι, πως η παλιά εκεί πάνω αργεί πολύ να φύγει. Κι όσο αργεί,  τόσο ανάβει  ο πόθος μου  και τόσο εκείνη του στερεί τα δικαιώματά του,  σαν χήρα μητριά,  που επιμένει να  ζει, σκορπίζοντας τον κλήρο του νεαρού της προγονού. 

ΙΠΠΟΛΥΤΗ Τέσσερις μέρες γρήγορα νυχτώνουν. Τέσσερις νύχτες γρήγορα περνούν με όνειρα.  Και να η νέα σελήνη στον ουρανό, σαν αργυρό τόξο να παρακολουθεί  από εκεί πάνω την λαμπρή μας τελετή. 

ΘΗΣΕΑΣ Εμπρός, Φιλόστρατε· τρέξε και ξύπνα το πνεύμα της χαράς στα νιάτα της Αθήνας – να μάθει η θλίψη πως δεν έχει θέση στα μεγαλεία μας. Μακριά από μας οι τεθλιμμένοι συνοδοί. 

Ο ΦΙΛΟΣΤΡΑΤΟΣ ΑΠΟΧΩΡΕΙ 

Με το σπαθί στο χέρι, σε πολιόρκησα, Ιππολύτη· με την λεπίδα του έρωτα σε πλήγωσα. Όμως τώρα σε άλλη μάχη: ειρηνική, μεγαλειώδη, θα σε κάνω γυναίκα μου. Μόνο χαρές και γέλια και χοροί θα συνοδεύσουν την υπέρλαμπρη πομπή του γάμου μας. 

ΕΡΧΟΝΤΑΙ Ο ΑΙΓΕΑΣ, Η  ΚΟΡΗ ΤΟΥ ΕΡΜΙΑ, Ο ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΚΑΙ Ο ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ. 

ΑΙΓΕΑΣ   Χαίρε Θησέα,  ένδοξε Δούκα μας! 

ΘΗΣΕΑΣ  Να είσαι καλά,  καλέ μου Αιγέα. Τι νέα; 

ΑΙΓΕΑΣ  Θλιβερά· γι’ αυτό κατέφυγα σε σένα να καταγγείλω το ίδιο το παιδί μου, την Ερμία. Έλα εδώ, Δημήτριε. Ευγενικέ άρχοντά μου, αυτός ο άνδρας έχει την συγκατάθεσή μου να παντρευτεί την κόρη μου. Κι αυτός ο άλλος... έλα, Λύσανδρε αποδώ...  αυτός ένδοξε Δούκα μου  της έχει κλέψει την καρδιά.  Αχ, εσύ,  εσύ και  τα στιχάκια σου! Μ’ αυτά την εξαπάτησες  κι άρχισε τα πάρε-δώσε του έρωτα μαζί σου.  Πήγαινες κάτω απ’ το παράθυρό της και τραγουδούσες γλυκερά, τάχα όλο πάθος, στην φεγγαράδα – ώσπου της πήρες τα μυαλά κι άρχισε η φαντασία της να οργιάζει για χάρη σου. Και να τα δωράκια, να οι μπούκλες απ’ τα μαλλιά σου, να τα δαχτυλίδια, να τα στολίδια, τα μπιχλιμπίδια,  τα ψιλοπράγματα, τα φτηνοπράγματα, τα λουλουδάκια, τα γλυκάκια, τα σημειωματάκια... Άβγαλτο είναι το κορίτσι – πώς να μην ξεμυαλιστεί; Έβαλες σ’ εφαρμογή το πανούργο σχέδιό σου και μου άρπαξες μες απ’ τα χέρια την καρδιά της. Μου την διέστρεψες. Δεν δείχνει πια σε μένα την οφειλόμενη υποταγή.  Το αντίθετο: μου αντιμιλάει με μιαν απίστευτα σκληρή επιμονή.  Ένδοξε Δούκα μου, αν δεν δεχθεί ετούτη την στιγμή να παντρευτεί τον Δημήτριο, σε θερμοπαρακαλώ να μου επιτρέψεις να κάνω χρήση του πατρογονικού νόμου της Αθήνας, που μου αναγνωρίζει την κυριότητά της. Απ’ την στιγμή που μου ανήκει, έχω νομίζω το δικαίωμα να την κάνω ό,τι θέλω. Όπως ορίζει ο νόμος: ή αυτόν  θα παντρευτεί ή τον χάρο. 

ΘΗΣΕΑΣ Λοιπόν, Ερμία, τι λες – θ’ ακούσεις τον πατέρα σου;   Εσύ, καλή μου δεσποσύνη, θα έπρεπε να τον έχεις σαν θεό σου, αφού αυτός σου έδωσε τα κάλλη σου. Τι νόμισες! Πήρε κερί και σ’ έπλασε κατά το θέλημά του. Γι’ αυτό αν θέλει το κρατάει το πλάσμα του - αν θέλει το καταστρέφει. Ο Δημήτριος είναι νέος ευγενής και ευυπόληπτος.  

ΕΡΜΙΑ Το ίδιο και ο Λύσανδρος. 

ΘΗΣΕΑΣ Αναμφίβολα – όμως όχι του είδους που εγκρίνει  ο πατέρας σου. Οπότε προκρίνεται ο πρώτος  ως ευγενέστερος και πλέον ευυπόληπτος.   

ΕΡΜΙΑ  Θα έπρεπε ο πατέρας μου να βλέπει με τα δικά μου μάτια. 

ΘΗΣΕΑΣ Μάλλον εσύ θα έπρεπε να βλέπεις με την κοφτερή του κρίση.  

ΕΡΜΙΑ Εκλιπαρώ την χάρη σας, Μεγαλειότατε. Δεν ξέρω ούτε ποια δύναμη εξάπτει το θράσος μου,  ούτε πώς γίνεται -παρά την επιβεβλημένη σεμνότητα του φύλου μου- να εκφράζω με τόση αυθάδεια τις σκέψεις μου, μπροστά σε τέτοια ομήγυρη. Ωστόσο, σας ικετεύω: πείτε μου ποιο είναι το χειρότερο, που θα μπορούσα να υποστώ, αν αρνηθώ να παντρευτώ τον Δημήτριο; 

ΘΗΣΕΑΣ Είτε να θανατωθείς είτε ν’ απαρνηθείς για πάντα τα εγκόσμια. Γι’ αυτό, γλυκιά μου Ερμία, εξέτασε καλά τι επιθυμείς, σκέψου τα νιάτα σου κι ανέκρινε σχολαστικά τις ορμές σου: θα μπορέσεις -αρνούμενη να υποστείς την πατρική επιλογή- να υποστείς το ράσο  της μοναχής, κλεισμένη για πάντα σ’ ένα σκοτεινό κελί μοναστηριού: μια στείρα αδελφή, που αναπέμπει ξέπνοους ύμνους στην άψυχη, ψυχρή σελήνη;  Τρισευλογημένοι αυτοί που καταφέρνουν να δαμάσουν τις ορμές τους και να πραγματοποιήσουν το ισόβιο ταξίδι της παρθενίας. Όμως προτιμότερη η γήινη, χειροπιαστή, ευτυχία του ρόδου, που κόβεται, αποστάζεται και δίνει το άρωμά του στους ανθρώπους, από την χάρη μιας ζωής μοναχικής κι ενός θανάτου ερημικού, στης παρθενίας τον ουράνιο αγκαθώνα. 

ΕΡΜΙΑ  Τότε καλύτερα να ζήσω μοναχή  και να πεθάνω έρημη, άρχοντά μου – παρά να παραδώσω στην εξουσία του την γη  της παρθενίας μου και να υποκύψω σ’ έναν ζυγό, που η ψυχή μου αρνείται. 

ΘΗΣΕΑΣ Πάρε τον χρόνο σου να το σκεφτείς· και μέχρι την νέα σελήνη -την ημέρα που ορίσαμε η αγάπη μου κι εγώ να ενωθούμε με τα ισόβια δεσμά του γάμου, ετοιμάσου να παντρευτείς κι εσύ τον Δημήτριο, όπως θέλει κι ορίζει ο πατέρας σου. Αλλιώς είτε θα εκτελεστείς ή θα ορκιστείς μπρος στον βωμό της Αρτέμιδος ισόβια αποχή απ’ τα εγκόσμια. 

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Υποχώρησε, γλυκιά μου Ερμία. Κι εσύ, Λύσανδρε, παραιτήσου απ’ την επισφαλή αξίωση σου – η δική μου είναι ευλογοφανής. 

ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ Εσύ Δημήτριε έχεις την ευλογοφανή αγάπη του πατέρα της. Λοιπόν, εκχώρησέ μου την δική της - και παντρέψου εκείνον. 

ΑΙΓΕΑΣ Κορόιδευε εσύ! Ναι έχει την αγάπη μου κι ό,τι μου ανήκει μπορώ να του το δώσω. Η Ερμία είναι δική μου και του μεταβιβάζω την σύννομη νομή της.  

ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ Είμαι κι εγώ το ίδιο ευγενής και κάτοχος σημαντικής περιουσίας, άρχοντά μου. Αγαπώ την Ερμία περισσότερο· έχω μέλλον λαμπρό – ίσως λαμπρότερο απ’ τον Δημήτριο· και -πάνω απ’ όλα τα ως άνω  προσόντα- διαθέτω και την αγάπη της.  Οπότε δικαιούμαι ν’ απαιτώ την ιδιοκτησία μου. Και τέλος... ναι, το καταθέτω  εδώ μπροστά του και όχι προς τιμή του:  πούλησε έρωτα στην κόρη του Ναδίρου, την Ελένη· την κατέκτησε - κι εκείνο το κακόμοιρο σπαράζει από έρωτα, τον λατρεύει σαν θεό. Στην ειδωλολατρία την έσπρωξε αυτός  ο φαύλος , ο επιπόλαιος άνθρωπος. 

 ΘΗΣΕΑΣ Πρέπει να πω πως άκουσα να γίνεται πολύς λόγος σχετικά μ’ αυτό· και η αλήθεια είναι πως σκέφτηκα κάνω μια κουβέντα με τον Δημήτριο, αλλά καθώς με απορρόφησαν προσωπικά ζητήματα, το ξέχασα. Όμως έλα, Δημήτριε μαζί μου – κι εσύ Αιγέα. Πρέπει να τα πούμε ένα χέρι ιδιαιτέρως.  Όσο για σένα, γλυκιά μου Ερμία, κοίταξε να μαζέψεις τα μυαλά σου και να πας με τα νερά του πατέρα σου, αλλιώς θα σε συμμαζέψει ο νόμος της Αθήνας, τον οποίο δεν μπορούμε να παρακάμψουμε - κι εν προκειμένω  προβλέπει θάνατο ή ζωή μοναχική. Τι έπαθες, Ιππολύτη μου;  Σε ζαλίσαμε αγάπη μου; Καλά, τελειώσαμε. Δημήτριε, Αιγέα, ελάτε· σας έχω μια δουλειά, που αφορά τον γάμο μου –  και μια που αφορά εσάς, βεβαίως. 

ΑΙΓΕΑΣ Χρέος μας και χαρά μας να σε ακολουθήσουμε. 

ΑΠΟΧΩΡΟΥΝ ΟΛΟΙ ΕΚΤΟΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΛΥΣΑΝΔΡΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΡΜΙΑ 

ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ Πώς είσαι, αγάπη μου; Γιατί χλόμιασαν έτσι τα μάγουλά σου; Τόσο γρήγορα μαράθηκαν τα τριαντάφυλλά τους; 

ΕΡΜΙΑ Βροχή θα θέλουν. Θα τα ποτίσω με την μπόρα των ματιών μου. 

ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ Τι πράγματα είναι αυτά!  Δεν διάβασα, δεν άκουσα, ποτέ γι’ αγάπη αληθινή δίχως εμπόδια. Πότε θα υπάρχει διαφορά κοινωνική... 

ΕΡΜΙΑ Συμφορά πραγματική να κατεβείς της κοινωνίας τα σκαλιά! 

ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ Πότε θα υπάρχει μεγάλη διαφορά στην ηλικία... 

ΕΡΜΙΑ   Αίσχος!  Πού ακούστηκε τα γηρατειά να σμίγουν με τα νιάτα! 

ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ Και πότε οι συγγενείς κι οι φίλοι απαιτούν να έχουν τον πρώτο λόγο... 

ΕΡΜΙΑ  Μαρτύριο σωστό να πρέπει ν’ αγαπήσεις με τα μάτια των άλλων! 

ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ  Κι αν καμιά φορά  συμβεί να πάνε όλα καλά,  έρχεται ένας πόλεμος, μια αρρώστια, ένας θάνατος και σβήνει η αγάπη, σαν σκιά περαστική, σαν ψίθυρος αβέβαιος, μακρινός,  σαν φευγαλέο όνειρο· σαν άγριος κεραυνός σε νύχτα κατασκότεινη,  που βάζει φωτιά σε γη και ουρανό· κι όσο ν’ ανοίξεις  το στόμα σου να πεις: «Για δες εκεί!»  την έχει καταπιεί του σκοταδιού το στόμα.  Έτσι αφανίζεται ό,τι λάμπει – ξαφνικά!  

ΕΡΜΙΑ Αφού, λοιπόν, η αληθινή αγάπη συναντά  πάντα εμπόδια, θα πει πως είναι νόμος της ζωής·  γι’ αυτό ας πληρώσουμε κι εμείς το αντίτιμο των εραστών:  τους στεναγμούς, τα δάκρυα, τις ελπίδες, τα όνειρα, τις αγωνίες, που μας αναλογούν. 

ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ Σωστά το σκέφτηκες! Γι’ αυτό άκουσέ με,  Ερμία μου. Έχω μια θεία χήρα με μεγάλη περιουσία - όμως δίχως κληρονόμους. Μένει κάπου δέκα μίλια μακριά και μ’ έχει σαν παιδί της. Εκεί, που δεν μας φτάνει ο άσπλαχνος νόμος της Αθήνας, αρχοντοπούλα μου, μπορώ να γίνω ο άρχοντάς σου.  Αν μ’ αγαπάς κι εσύ, φύγε απ’ το πατρικό σου αύριο βράδυ κι έλα που θα σε περιμένω στο δάσος ένα μίλι έξω απ’ την Αθήνα. Ξέρες, εκεί που σ’ είδα να πιάνετε τον Μάη  με την Ελένη ένα πρωί Πρωτομαγιάς. 

ΕΡΜΙΑ Καλέ μου Λύσανδρε, σου ορκίζομαι στο δυνατό τόξο του Έρωτα· στην χρυσή αιχμή του βέλους του· στην αθωότητα των περιστεριών της Αφροδίτης·  σ’ αυτό το κάτι που κρατάει ενωμένες τις καρδιές των εραστών κι ό,τι κι αν γίνει τους βγάζει νικητές· σε κείνη την πυρά,  που άναψε η βασίλισσα Διδώ, για να καεί -και κάηκε- όταν είδε το λευκό  πανί του άπιστου Αινεία να μακραίνει  στο πέλαγος· σε κάθε αθετημένη υπόσχεση αρσενικού - κι είναι πολλές, πάρα πολλές, όσες δεν βγήκανε ποτέ από χείλη θηλυκού. Σου ορκίζομαι σε όλα αυτά πως θα ’μαι αληθινά δική σου, εκεί που θέλεις, αύριο στα σκοτεινά. 

ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ Ορκίστηκες, αγάπη μου! Μην το ξεχάσεις... Δες: έρχεται η Ελένη. 

ΕΜΦΑΝΙΖΕΤΑΙ Η ΕΛΕΝΗ 

ΕΡΜΙΑ Ο καλός Θεός μαζί σου, ομορφιά μου!  Για πού το ’βαλες; 

ΕΛΕΝΗ    Εγώ;  Όμορφη εγώ; Μην ξαναπείς  αυτήν την λέξη. Όμορφη  είσαι εσύ – και τυχερή. Αυτήν την ομορφιά σου λατρεύει ο Δημήτριος. Αυτά τα μάτια σου φωτίζουν σαν αστέρια τον δρόμο της ζωής του· την φωνή σου, που είναι γι’ αυτόν γλυκό κελάηδισμα κορυδαλλού στ’ αυτιά βοσκού, όταν πρασινίζουν τα χωράφια κι ανθίζει η ξαγκαθιά.  Αρρώστια είναι· κολλητική· ο έρωτας. Δεν γίνεται να με κολλήσεις, τώρα, εδώ· ν’ αρχίσω ν’ ανασαίνω, ν’ ακούω, να μιλώ γλυκά, μελωδικά, όπως εσύ; Ό,τι έχω στον κόσμο –εκτός απ’ τον Δημήτριο- θα σου έδινα, αν μπορούσες να με κάνεις, Ερμία μου, Ερμία. Μάθε με να τον κοιτάζω· τι του κάνεις και του κλέβεις την καρδιά; 

ΕΡΜΙΑ Εγώ τον αγριοκοιτάζω κι αυτός λειώνει από έρωτα. 

ΕΛΕΝΗ Αχ, να μάθαιναν την τέχνη  των άγριων ματιών σου τα  χαμογελά μου! 

ΕΡΜΙΑ Εγώ τον αποπαίρνω  κι αυτός συνεχίζει να με λατρεύει. 

ΕΛΕΝΗ Αχ, να μπορούσαν να πετύχουν το ίδιο οι προσευχές μου! 

ΕΡΜΙΑ Κι όσο τον αποστρέφομαι, τόσο με ακολουθεί. 

ΕΛΕΝΗ Κι όσο τον αγαπώ, τόσο με αποστρέφεται. 

ΕΡΜΙΑ Είναι κουτός ο άνθρωπος. Εγώ δεν κάνω τίποτα λάθος. 

ΕΛΕΝΗ Κάνει η ομορφιά σου. Αχ, να μπορούσα να κάνω κι εγώ τα ίδια λάθη. 

ΕΡΜΙΑ Ησύχασε· έτσι κι αλλιώς δεν θα με ξαναδεί. Θα φύγω με τον Λύσανδρο μακριά απ’ αυτόν τον τόπο. Πριν τον γνωρίσω η Αθήνα ήταν παράδεισος για μένα. Μα όταν βρήκα τις χαρές του έρωτα μαζί του, έγινε κόλαση ο παράδεισος της πόλης. 

ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ Σε σένα, Ελένη, θα πούμε ανοιχτά τι σχεδιάζουμε. Αύριο βράδυ, όταν η θεά σελήνη, δει το ασημένιο είδωλό της στον καθρέφτη των νερών και στολίσει φυλλαράκι-φυλλαράκι το χορτάρι με υγρά μαργαριτάρια... ναι, εκείνη την ώρα που γλιστρούν κρυφά και συναντιούνται οι εραστές, θα γλιστρήσουμε κι εμείς από την πύλη της Αθήνας... 

ΕΡΜΙΑ  ...για το δάσος, όπου ξαπλώναμε μαζί, στα πρώτα αγριολούλουδα   και λέγαμε η μια στην άλλη όσα βάραιναν τα παιδικά μας στήθη. Εκεί θα συναντήσω τον Λύσανδρο ν’ αφήσουμε για πάντα  πίσω μας την Αθήνα· να βρούμε έναν άλλον τόπο· να κάνουμε καινούργιους φίλους· να ζήσουμε μια νέα ζωή, με άλλους συντροφιά. Αντίο καλή μου φίλη, χαρά και συντροφιά μου. Να προσεύχεσαι για μας. Και μοίρα καλή να σου χαρίσει τον Δημήτριο, που ποθείς.  Λύσανδρε να κρατήσεις τον λόγο σου. Και τώρα θα πρέπει να διψάσουμε ο ένας τον άλλον, μέχρι αύριο τα μεσάνυχτα. 

ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ    Θα τον κρατήσω, Ερμία μου. 

Η ΕΡΜΙΑ ΑΠΟΧΩΡΕΙ 

  Αντίο,  Ελένη – και μακάρι να σου ανταποδώσει το πάθος σου ο Λύσανδρος. 

Ο ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ ΑΠΟΧΩΡΕΙ 

ΕΛΕΝΗ Δεν είναι όλοι οι άνθρωποι ίσοι απέναντι στην ευτυχία. Η Αθήνα  βουίζει πως είμαι  το ίδιο όμορφη με την Ερμία.  Και λοιπόν; Τι σημασία έχει,  αφού ο Δημήτριος διαφωνεί;  Δεν θέλει να το δει. Κι έτσι, μάταια προσπαθεί ν’ αγαπηθεί απ’ την Ερμία - κι εγώ από κείνον.  Κουρέλια τυλιγμένα στο μετάξι χαρίζουμε ο ένας στον άλλον. Αυτά κάνει ο Έρωτας: δεν βλέπει – φαντάζεται. Άδικα δεν του δένουν τα μάτια οι ζωγράφοι. Πώς να κρίνει σωστά ένα παιδάκι, που ανοίγει τα φτερά του και πάει στα τυφλά; Είναι σαν εκείνα τα διαολάκια, που χαλάνε τον κόσμο κι όλο ορκίζονται  πως δεν θα ξανακάνουν τις διαολιές τους κι όλο  το ξεχνάνε. Για παιχνίδι το έχει ο Έρωτας το ψέμα.  Ένα παλιόπαιδο είναι! Πριν αντικρύσει ο Δημήτριος τα μάτια της Ερμίας, χαλάζι έπεφταν πάνω μου με ορμή  οι όρκοι του πως ήτανε δικός μου· όμως όταν  του άναψε το βλέμμα της φωτιά, έλιωσε το χαλάζι και πάνε οι όρκοι – ούτε ψιλή βροχούλα δεν ήταν πια. Θα πάω να του πω πως η όμορφη Ερμία τού το σκάει.  Θα τρέξει σίγουρα από πίσω της στο δάσος και -δεν μπορεί!- τουλάχιστον ένα ευχαριστώ θα μου το πει, που έγινα κατάσκοπος για χάρη του. Μικρή, πολύ μικρή η αμοιβή μου για μια τόσο πολύτιμη πληροφορία, όμως κάτι θα βάλω στο φτωχό πουγκί του έρωτά μου: μπορεί όπως μου έφυγε να μου ξανάρθει.    

Η ΕΛΕΝΗ ΑΠΟΧΩΡΕΙ 
  
Σκηνή 2 

ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΜΑΣΤΟΡΑ ΤΑΚΟΥ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ. ΤΑΚΟΣ, ΠΑΡΑΒΑΝΗΣ, ΠΑΤΟΣ, ΠΙΠΑΣ, ΤΣΟΥΝΗΣ, ΠΕΙΝΑΛΕΩΝ. 

ΤΑΚΟΣ Παρούσα η κομπανία; 

ΠΑΤΟΣ Δεν μας παίρνεις έναν-έναν κατονομαστικά; 

ΤΑΚΟΣ Για να δούμε... να ’το το χαρτί με τα ονόματα των Αθηναίων, που διαλέχτηκαν να παίξουν στο εργάκι μας το βράδυ του γάμου του Δούκα Θησέα μετά της Βασιλίσσης Ιππολύτης. 

ΠΑΤΟΣ Πρώτα όμως, μαστρο-Πέτρο Τάκο να μας πεις για τι πράγμα λέει το έργο - και ύστερα αυτούς που θα παίξουνε τους ρόλους και τα σχετικά. 

ΤΑΚΟΣ Α’ γεια σου! Το έργο λέγεται: «Η πιο λυπητερή κωμωδία κι ο πιο κριμα-κι-άδικος θάνατος του Πύραμου και της Θίσβης». 

ΠΑΤΟΣ Ωραίο έργο – σ’ το λέω εγώ· σίγουρα· και χαρούμενο, ε; Άντε τώρα μαστρο-Πέτρο· διάβασε τους ρόλους. Το νου σας μάστορες ν’ ακούσετε τι παίζει ο καθένας. 

ΤΑΚΟΣ Εγώ φωνάζω κι εσείς απαντάτε. Πάσχος Πάτος: υφαντής.  

ΠΑΤΟΣ Παρών κι ολόκληρος! Πες μου τι κάνω εγώ και πάμε παρακάτω. 

ΤΑΚΟΣ Εσένα, Πάσχο Πάτο, σου έπεσε ο Πύραμος. 

ΠΑΤΟΣ Και πώς είναι ο Πύραμος; Αγαπησιάρης ή κανένας σατράπης; 

ΤΑΚΟΣ Εραστής είναι· ιπποτικός – κι ιπποτικά αυτοκτονεί από έρωτα. 

ΠΑΤΟΣ Δηλαδή πρέπει να κλάψω στην παράσταση. Μωρέ, θα σου κάνω ένα κλάμα εγώ! Τρέμετε θεατές – πάνε τα ματάκια σας! Θα λειώσουνε κι αυτά κι εσείς πατόκορφα από το κλάμα! Κηδεία θα το κάνω εκεί μέσα – κηδεία υπό καταρρακτώδη βροχή... δακρύων· ’ντάξη δεν θα το παρακάνω. Πάντως εμένα μου πάει ο ρόλος του σατράπη. Μήπως να παίξω τον Ηρακλέα καλύτερα; Ή τέλος πάντων να βάλουμε μέσα καμιά σκηνή σαματά – να βγω και να τα κάνω όλα λίμπα;  Να ταραχτούνε τα βουνά τα βράχια να βογκήξουν και τ’ άραχλα των φυλακών τα μάνταλα ν’ ανοίξουν.  Κι ο ήλιος με τ’ αμάξι του να τρέξει για να πάρει την μοίρα την τρελόγρια στις ρόδες του κουβάρι.  Αριστούργημα, ε; Πάμε τώρα στους άλλους ρόλους. Εγώ έχω φλέβα Ηρακλέα, φλέβα σατράπη. Ο εραστής είναι πολύ αγαπησιάρης. 

ΤΑΚΟΣ Φραγκίσκος Πίπας: τεχνικός φυσερών μεταλλουργείου. 

ΠΙΠΑΣ Εδώ, μαστρο-Πάτο. 

ΤΑΚΟΣ Εσύ, Πίπα, θα παίξεις Θίσβη.  

ΠΙΠΑΣ Τι είναι ο Θίσβης; Περιπλανώμενος ιππότης; 

ΤΑΚΟΣ Είναι η κοπέλα που υποτίθεται πως αγαπάει ο Πύραμος.  

ΠΙΠΑΣ Αποκλείεται! Πώς θα παίξω την γυναίκα, πάνω που άρχισε να φουντώνει το μουστάκι μου;  

ΤΑΚΟΣ Μην σε νοιάζει· θα παίξεις με μάσκα και θα μιλάς κομψά, ψιλούτσικα. 

ΠΑΤΟΣ Αν είναι να μην φαίνεται το πρόσωπό μου, μπορώ να την παίξω κι εγώ την Θίσβη. Άμα θέλω την κάνω την φωνή μου τέρας κομψότητας... και ψιλότητας. «Θίσβη! Θίσβη!» «Αχ, Πύραμε, λατρεμένη μου αγάπη! Η Θίσβη, η λατρεμένη σου αγάπη, η αγαπημένη σου λατρεία είμαι!» 

ΤΑΚΟΣ Όχι· πάει και τέλειωσε. Εσύ θα παίξεις τον Πύραμο κι ο Πίπας την Θίσβη. 

ΠΑΤΟΣ Καλά. Πάμε παρακάτω. 

ΤΑΚΟΣ Ροβέρτος Πειναλέων: ράφτης. 

 ΠΕΙΝΑΛΕΩΝ Εδώ, μαστρο-Πέτρο. 

ΤΑΚΟΣ Εσύ, Πειναλέων, θα παίξεις την μάνα της Θίσβης. Θωμάς  Τσουνής: γανωματής. 

ΤΣΟΥΝΗΣ Εδώ, μαστρο-Τάκο. 

ΤΑΚΟΣ Εσύ είσαι ο πατέρας του Πύραμου. Εγώ ο πατέρας της Θίσβης. Κι ο Παραβάνης, ο επιπλοποιός, το λιοντάρι. Νομίζω πως το καταφέραμε το έργο. 

ΠΑΡΑΒΑΝΗΣ  Τον ρόλο του λιονταριού τον έχεις γράψει; Αν είναι δος τον μου, γιατί είμαι λίγο αργός στο διάβασμα. Πρέπει να προλάβω να μάθω τα λόγια. 

ΤΑΚΟΣ Δεν χρειάζεται. Εσύ μόνο θα μουγκρίζεις. 

ΠΑΤΟΣ Άσε με να παίξω εγώ και το λιοντάρι. Μουγκρίζω καταπληκτικά. Θα τους συνεπάρω όλους. Θα μ’ ακούσει ο Δούκας και θα πει: «Κάντε τον να μουγκρίσει πάλι. Μην σταματάτε!» 

ΤΑΚΟΣ Αν μουγκρίσεις τόσο αληθινά, θα φοβηθούνε η Δούκισσα και οι κυρίες και θ’ αρχίσουν να τσιρίζουν. Κι αυτό είναι λόγος να πάμε όλοι κατευθείαν στην κρεμάλα.  

ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ Κατευθείαν στην κρεμάλα, ένας-ένας! 

ΠΑΤΟΣ Παρακαλώ, παρακαλώ! Εννοείται, αγαπητοί, πως αν τρομάξουν οι κυρίες και παραδώσουν πνεύμα, δεν θα μπορούν να πουν πως η τρομάρα είναι μέσα στο πνεύμα του έργου – οπότε θα εφαρμοστεί το πνεύμα του νόμου και θα παραδώσουμε όλοι πνεύμα στην κρεμάλα. Γι’ αυτό θα βιαιοπραγήσω την φωνή μου. Θα σας κάνω εγώ ένα μούγκρισμα απαλό... πώς γουργουρίζουνε τα βυζανιάρικα περιστεράκια; Έτσι και χειρότερα!  Σαν ν’ ακούτε νεογέννητο αηδονάκι. 

ΤΑΚΟΣ Εσύ μόνο τον Πύραμο θα παίξεις. Ο ρόλος θέλει άντρα γλυκό, χαριτωμένο, ευγενικό, κατά πως πρέπει τζέντλεμαν που βγαίνει περίπατο μια μέρα του καλοκαιριού. Γι’ αυτό πρέπει να τον παίξεις εσύ. 

ΠΑΤΟΣ Εντάξει – άστο πάνω μου. Τι γενειάδα λες να βάλω;  

ΤΑΚΟΣ  Ό,τι θέλεις. 

 ΠΑΤΟΣ Να κοτσάρω καμιά αχυρένια, καμιά ανοιχτή πορτοκαλί, καμιά με κόκκινα νερά ή καμιά γαλλική βασιλοκορωνί – άψογο χρυσαφί; 

ΤΑΚΟΣ Μερικοί Γάλλοι βασιλιάδες δεν έχουν τρίχα ούτε για δείγμα κάτω από την κορώνα – οπότε σε βλέπω να παίζεις εντελώς σπανός. Λοιπόν, μάστορες, αυτοί είναι οι ρόλοι σας. Και σας παρακαλώ, σας ζητώ, καίγομαι να τους μάθετε απέξω μέχρι αύριο το βράδυ και να έρθετε στο βασιλικό δάσος, ένα μίλι έξω απ’ την Αθήνα, μόλις βγει το φεγγάρι. Θα σας περιμένω εκεί να κάνουμε πρόβα. Γιατί αν συναντηθούμε στην πόλη, θα μας πάρουν από πίσω σαν τα σκυλιά οι περίεργοι και θα βουίξει ο τόπος για τα σχέδιά μας. Στο αναμεταξύ εγώ θα κάνω έναν κατάλογο με τα πράγματα που χρειάζεται το έργο.  Και τον νου σας μην μ’ αναξιοπιστήσετε μονάχο μου στο δάσος. Σας ικετεύω. 

ΠΑΤΟΣ Θα έρθουμε και θα προβάρουμε ορθώς-κοφτώς, ανδρείως, διαβαστερώς κι αρτιμελώς. Αντίο. 

ΤΑΚΟΣ Στην βελανιδιά του Δούκα, έτσι; 

ΠΑΤΟΣ Ακούσατε; Στην βελανιδιά του Δούκα, αλλιώς τέρμα η καλημέρα. 

ΑΠΟΧΩΡΟΥΝ ΟΛΟΙ 

ΠΡΑΞΗ ΔΕΥΤΕΡΗ 

Σκηνή 1 

ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΑΝΤΙΘΕΤΕΣ ΠΛΕΥΡΕΣ ΕΝΑ ΞΩΤΙΚΟ ΚΑΙ Ο ΠΟΥΚ 

ΠΟΥΚ Βρε, καλώς το ξωτικό. Πού πας; 

ΞΩΤΙΚΟ Στους λόφους, στις κοιλάδες,  στα σύθαμνα, στις αγκαθιές, στα δάση, στις παχιές βοσκές·, στα νερά και στις φωτιές· τρέχω πάνω, τρέχω κάτω και παντού πιο γρήγορα απ’ το φως του φεγγαριού.  Υπηρετώ  την βασίλισσα των ξωτικών, φροντίζω να δροσίζω τα ξέφωτα, τ’ αλώνια, τα λιβάδια, τα λαγκάδια της,  για να περάσει συνοδεία με τους φρουρούς της:  εκείνες τις ψηλές μαργαρίτες, που φοράνε ολόχρυσες στολές... κι άμα κοιτάξεις καλά θα δεις πως είναι κεντημένες με ρουμπίνια, χαρισμένα απ’ τις ξωθιές - μέσα σ’ αυτά φυλάνε τ’ αρώματά τους.   Πρέπει να βρω εδώ γύρω κάμποσες δροσοσταλίδες, να τις κάνω σκουλαρίκια των φρουρών.  

Άντε γεια σου, κατακάθι των στοιχειών!  Πάω να φύγω. Όπου να ’ναι θα φανεί η βασίλισσά μου μ’ όλα τ’ αερικά της. 

ΠΟΥΚ Απόψε έχει γιορτή εδώ κι ο βασιλιάς μου.  Έχε τον νου σου να μην πάρει είδηση την βασίλισσα, γιατί τον έχει που τον έχει εξαγριώσει! Ναι, η Τιτάνιά σου δεν ξεκολλάει από δίπλα από ένα αγόρι, σαν τα κρύα τα νερά, που το έκλεψε από κάποιον βασιλιά, στα μέρη της Ινδίας. Τόσο γλυκό ανθρώπινο παιδί δεν είχε ξαναδεί. Κι ο Όμπερόν μου ζήλεψε: το θέλει για την φρουρά του, όταν περιπολεί στα δάση, στ’ άγρια βουνά. Αλλά η Τιτάνια  το αγαπάει και δεν το αφήνει να κάνει βήμα από κοντά της: του φοράει στεφάνια με λουλούδια, το χαϊδεύει, το ευχαριστιέται όλη μέρα κι όλη νύχτα.  Κι έτσι, βασίλισσα και βασιλιάς δεν συναντιούνται πια στις βοσκές, στις φυλλωσιές, στις κρυστάλλινες πηγές. Κι αν ποτέ συναντηθούν, στήνουν άγριο καυγά κάτω απ’ τις αστραφτερές πούλιες τ’ ουρανού και τρέχουν να κρυφτούν τ’ αερικά τρομαγμένα μες στις κούπες των βελανιδιών. 

ΞΩΤΙΚΟ   Βρε συ, αν δεν με ξεγελούν τα χάλια σου, είσαι αυτό το κάθαρμα που λένε Πουκ. Βρε ύπουλο στοιχειό, εσύ δεν είσαι που τρομάζεις τα κορίτσια στα χωριά· και ξαφρίζεις το αφρόγαλα και κάνεις να γυρίζει σαν τρελός ο χερόμυλος· και ξελιγώνεις τις κυράδες να χτυπάνε το γάλα στις καρδάρες κι ούτε στάλα βούτυρο να μην βγάζουν· κι εμποδάς την μπύρα στο βαρέλι να ψηθεί,  όμως εκείνους που σε λένε ψυχούλα του σπιτιού και ομορφούλη Πούκι, τους βοηθάς και είναι τυχεροί. Αυτός δεν είσαι; 

ΠΟΥΚ Αυτός είσαι! Τα είπες όλα μια χαρά! Εγώ είμαι ο σκανταλιάρης, ο νυχτοπαρωρίτης. Εγώ κάνω αστεία, για να γελάει ο Όμπερον. Χλιμιντρίζω σαν φοράδα στον καιρό της κι αφηνιάζουν τα νταβραντισμένα άτια. Κι άμα είναι καμιά πολύ κουτσομπόλα και δεν βάζει γλώσσα μέσα, γίνομαι ψητό αγριόμηλο στην μπύρα της και στήνω καρτέρι. Μόλις κάνει να πιει, ορμάω, μπερδεύομαι στα χείλια της και να η μπύρα στο σαγόνι στα λαιμά της – μούσκεμα όλα. Κι άμα πάει καμιά γριά να πει καμιά διδαχτική ιστορία, γίνομαι σκαμνάκι, με βλέπει -πού να πάει το μυαλό της πως είμαι εγώ- πάει να κάτσει, τραβιέμαι: παρ’ την κάτω. «Αχ, η ουρά μου!» φωνάζει και κρατάνε την κοιλιά τους απ’ τα γέλια αυτοί που θα διδάσκονταν από την ιστορία και λένε: «Ε, μα τον Θεό, δεν έχει ξαναγίνει τέτοια πλάκα!» Αμάν, εξαφανίσου ξωτικό -  βλέπω τον Όμπερον! 

ΞΩΤΙΚΟ    Κι εγώ την κυρά μου. Μα τώρα βρήκε να έρθει κι ο δικός σου! 

ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΜΙΑ ΜΕΡΙΑ Ο ΟΜΠΕΡΟΝ ΜΕ ΤΗΝ ΦΡΟΥΡΑ ΤΟΥ  ΚΙ ΑΠΌ ΤΗΝ ΑΛΛΗ Η ΤΙΤΑΝΙΑ ΜΕ ΤΗΝ ΔΙΚΗ ΤΗΣ. 

ΟΜΠΕΡΟΝ Είχες δεν είχες, μου την χάλασες την φεγγαράδα,  ψηλομύτα. 

ΤΙΤΑΝΙΑ  Τι είπες, πλεονέκτη;  Γρήγορα - πάμε να φύγουμε αποδώ,  ξωθιές μου. Δεν θέλω την συντροφιά του -  πόσο μάλλον το κρεβάτι του. 

ΟΜΠΕΡΟΝ Μια στιγμή, μην βιάζεσαι γλωσσού! Είμαι ή δεν είμαι ο κύριός σου; 

ΤΙΤΑΝΙΑ  Τότε κι εγώ θα έπρεπε να είμαι η κυρία σου. Αλλά -ως γνωστόν- έφυγες κρυφά από την χώρα των ξωτικών και πήρες την μορφή του Κορινού, κάποιου βοσκού και έπαιζες φλογέρα όλη μέρα και σκάρωνες στιχάκια να τ’ ακούει και να σβήνει  από έρωτα η Φυλλίδα. Τι θέλεις τώρα εδώ; Δεν καθόσουν εκεί πέρα στα βουνά  και τα λαγκάδια Ινδίας; Άφησε, ξέρω. Παντρεύεται η καλή σου πολεμίστρια τον Θησέα: εκείνη η Αμαζόνα, η αντρογυναίκα με τις αρβύλες και ήρθες να μοιράνεις το νυφικό κρεβάτι τους. 

ΟΜΠΕΡΟΝ Τιτάνια, είναι ντροπή ν’ αφήνεις υπόνοιες για την έντιμη φιλία μου με την Ιππολύτη, την στιγμή που ξέρουμε καλά κι οι δυο τα αισθήματά σου για τον Θησέα. Εσύ δεν τον έκανες μια νύχτα σκοτεινή ν’ αφήσει μόνη κι έρημη την Περιγούνη, αφού πρώτα την είχε αποπλανήσει;  Για χάρη σου δεν δείχτηκε άτιμος, αθετώντας τους όρκους που έδωσε στην Αίγλη, την Αντιόπη, την Αριάδνη... 

ΤΙΤΑΝΙΑ  Τώρα  μιλάει η ζήλια σου· και πλάθει φαντασίες.  Δεν μας αφήνεις πια σε ησυχία. Μόλις μπει το καλοκαίρι, μα σε κοιλάδα, μα σε δάσος, σε λιβάδι, σε πηγή, σε καλαμιά, σε ακρογιαλιά, πάμε για να μας παίξει φλογέρα ο άνεμος και να χορέψουμε, εσύ μπαίνεις στην μέση και αρχίζεις τον καυγά και πάει το γλέντι. Μάταια βάζει  ο άνεμος τα δυνατά του· ώσπου θυμώνει  και σηκώνει από την θάλασσα ομίχλες  μολυσμένες και τις ρίχνει στην στεριά και γίνεται αλαζονικό ποτάμι κάθε ασήμαντο  ρυάκι – δεν του φτάνει πια η μικρή του κοίτη: φουσκώνει και σαρώνει τα πάντα. Άδικα πασχίζει το βόδι να τραβήξει το άροτρό του,  άδικα κοπιάζει τον ιδρώτα του ο ξωμάχος.   Σαπίζει αμούστακο το καλαμπόκι·  σκέλεθρο στέκει θλιβερό του κοπαδιού η μάντρα στον πλημμυρισμένο κάμπο· χορταίνουν τα κοράκια  άψυχη ,άρρωστη σάρκα. Το χορτάρι, όπου έπαιζαν μεγάλοι και παιδιά,  το πνίγει η λάσπη· πνίγουν τα μονοπάτια οι φυλλωσιές, αφού  κανείς δεν τα πατάει πια. Και λένε οι δύστυχοι θνητοί: «Πού είναι  του χειμώνα οι χαρές: κείνες οι νύχτες  των γιορτών, των τραγουδιών, των προσευχών!» Το φεγγάρι, ο καπετάνιος των νερών  της γης, ωχρό απ’ τον θυμό του, μουσκεύει τον αέρα με άρρωστη χολή· και στάζει, στάζει το φαρμάκι, περονιάζει  ως το μεδούλι. Κι έτσι έρχονται και φεύγουν οι εποχές: αρρωστημένες.  Ξεμαλλιασμένοι γέροντες οι πάγοι ρίχνονται στην πορφυρή αγκαλιά του ανθισμένου ρόδου.  Και του γερο-χειμώνα το κρυσταλλιασμένο στέμμα,  σαν σε ανέκδοτο, μπουμπούκια μυρωμένα του καλοκαιριού στολίζουν.  Άνοιξη, καλοκαίρι, καρπερό φθινόπωρο, άγριος χειμώνας, αλλάζουν τις φορεσιές τους και ο κόσμος ζαλισμένος δεν ξέρει ποια εποχή είναι ποια. Αυτό το τσούρμο τα δεινά  τα έφερε ο καυγάς μας. Στην ουσία είναι δικά μας παιδιά.   

ΟΜΠΕΡΟΝ Τότε τι κάθεσαι; Συνέτισέ τα. Γιατί τα βάζεις με μένα;  Εγώ ένα αγόρι σου ζητώ, για την φρουρά μου.  

ΤΙΤΑΝΙΑ Αποκλείεται – μην κάνεις όνειρα! Όλο το βασίλειο των ξωτικών δεν αξίζει, όσο αυτό το αγόρι.  Η μητέρα του ήταν ορκισμένη ακόλουθός μου. Δεν περνούσε  βράδυ μυρωμένο της Ινδίας, που να μην πούμε  η μια στην άλλη τα γυναικεία μυστικά μας· και μέρα που να μην καθίσουμε οι δυο μας στην άμμο την χρυσή του Ποσειδώνα, κοιτάζοντας τα πλοία ν’ ανοίγουν πανιά· κι ο πονηρός, ο ερωτιάρης άνεμος, να τα φουσκώνει. Τότε εκείνη τα παρίστανε με χάρη, περπατώντας στην άμμο αργά, σαν να ’ταν στο νερό -είχε φροντίσει να την «φουσκώσει» ένας νεαρός ιπποκόμος μου!- τάχα πως είναι  καράβι φορτωμένο με πολύτιμη πραγματεία, που γυρίζει από ταξίδι. Και γελούσα –Αχ, πώς γελούσα!- με την παιδιάστικη παράστασή της. Αλλά,   ήταν θνητή και πέθανε στην γέννα. Κι εγώ για χάρη της ανάθρεψα το αγόρι, που γέννησε. Για χάρη της, δεν πρόκειται ποτέ να το αποχωριστώ. 

ΟΜΠΕΡΟΝ Και πόσο λες να μείνεις εδώ; 

ΤΙΤΑΝΙΑ Το πιθανότερο μέχρι τον γάμο του Θησέα. Αν έχεις σκοπό να χορέψεις μαζί μας, στο φως του νέου φεγγαριού, χωρίς καυγάδες, είσαι καλοδεχούμενος – αν όχι, απάλλαξέ με από την παρουσία σου να σε απαλλάξω κι εγώ απ’ την δική μου.  

ΟΜΠΕΡΟΝ Δώσε μου το αγόρι και θα έρθω μαζί σου. 

ΤΙΤΑΝΙΑ Είπαμε όχι – ούτε για όλο  το ξωτικό βασίλειό σου. Πάμε ξωθιές μου.   Λίγο ακόμα να μείνουμε εδώ θα ξεσπάσει μεγάλος καυγάς.  

ΑΠΟΧΩΡΕΙ Η ΤΙΤΑΝΙΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΤΗΣ 

ΟΜΠΕΡΟΝ Καλά λοιπόν – τράβα τον δρόμο σου· όμως δεν πρόκειται να βγεις από το δάσος, πριν σε παιδέψω γι’ αυτήν την προσβολή.  Πλησίασε, καλέ μου, Πουκ.  Θυμάσαι κάποτε που είχα καθίσει  σ’ ένα ακρωτήρι και άκουγα μια γοργόνα  να τραγουδάει, καβάλα σ’ ένα δελφίνι· κι ήταν 
τόσο γλυκιά κι αρμονική η φωνή της, που ημέρευε τ’ αγρίμια των κυμάτων· και τρελαίνονταν τ’ αστέρια κι άφηναν τους αστερισμούς να ’ρθουν να την ακούσουν από κοντά;  

ΠΟΥΚ  Θυμάμαι. 

ΟΜΠΕΡΟΝ Τότε, λοιπόν, είδα και κάτι άλλο, που εσένα σου ξέφυγε. Ανάμεσα στην γη  και την σελήνη του χειμώνα,  πετούσε πάνοπλος ο έρωτας· είχε βάλει σημάδι μια γλυκιά ιέρεια στον θρόνο της Δύσης· κι άφησε το βέλος το ποθοπλάνταχτο να φύγει  με τόση ορμή, σαν να ’θελε  να καρφωθεί με μιας σε εκατό χιλιάδες καρδιές. Και είδα τις φλόγες,  που άφηνε πίσω του να σβήνουν στις ψυχρές ακτίνες της σελήνης. Και η παρθένα αυτοκράτειρα το απέφυγε με σκέψεις ασκανδάλιστες. Και τότε αποφάσισα εγώ  πού  θα έπεφτε το βέλος.  Κι έπεσε κατά την δύση, σ’ ένα κάτασπρο λουλούδι, που έγινε αμέσως πορφυρό απ’ την πληγή, που του άνοιξε ο έρωτας· και από τότε οι παρθένες το λένε «άπρακτο έρωτα». Αυτό το λουλούδι να πας να μου φέρεις. Σου το ’χω δείξει. Αν αγγίξει το απόσταγμά του βλέφαρα είτε άντρα  είτε γυναίκας, την ώρα που κοιμάται, όταν ξυπνήσει θ’ αγαπήσει τρελά το πρώτο ζωντανό πλάσμα που θ’ αντικρύσει. Τρέξε, λοιπόν και να ’σαι πάλι εδώ, όσο να κάνει ένα μίλι ο Λεβιάθαν στο νερό.    

ΠΟΥΚ Αποχωρώ... για τον γύρο της γης στο λεπτό!  

Ο ΠΟΥΚ ΑΠΟΧΩΡΕΙ 

ΟΜΠΕΡΟΝ Όταν θα έχω στα χέρια μου το απόσταγμα, θα παρακολουθήσω την Τιτάνια και μόλις κοιμηθεί, θα της στάξω στα βλέφαρα λίγο. Με το που θα ξυπνήσει, το πρώτο πλάσμα που θα συναντήσει –ας είναι λιοντάρι, αρκούδα, λύκος, ταύρος, μαϊμού ανακατώστρα, πίθηκος ανυπόφορος- θα τρέξει πίσω του τρελή  από έρωτα· και ώσπου να της λύσω τα μάγια μ’ ένα άλλο βοτάνι, θα την έχω καταφέρει να μου δώσει το αγόρι. Πω, πω, κάποιοι έρχονται! Ξέχασα, είμαι αόρατος! Κάτσε να κρυφακούσω! 

ΕΡΧΟΝΤΑΙ Ο ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΚΑΙ Η ΕΛΕΝΗ. 

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Δεν σ’ αγαπώ· γι’ αυτό μην τρέχεις από πίσω μου. Πού είναι ο Λύσανδρος κι η όμορφη Ερμία; Κομμάτια θα τον κάνω – όπως μου κομμάτιασε εκείνη την καρδιά. Είπες πως θα συναντιούνταν εδώ για να κλεφτούν. Και ήρθα εδώ να κάνω τί;  Το κούτσουρο ανάμεσα στα δέντρα; Πού είναι η Ερμία μου; Δεν την βρίσκω -  κι εσύ... φύγε, μην με ακολουθείς.  

ΕΛΕΝΗ Δεν μπορώ. Με τραβάει σαν τον μαγνήτη η άσπλαχνη καρδιά σου. Πάντως σίδερο δεν τραβάει, γιατί η δική μου καρδιά είναι ατσάλι ακλόνητο. Παραιτήσου, λοιπόν, από αυτή την δύναμη, για να πάψω να σε ακολουθώ.   

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Μήπως σε αποπλάνησα; Μήπως σου μίλησα ποτέ γλυκά; Ή μήπως σου είπα καθαρά και ξάστερα από την αρχή: Δεν σ’ αγαπώ ούτε πρόκειται ποτέ να σ’ αγαπήσω; 

ΕΛΕΝΗ Κι όσο μου το λες, εγώ τόσο πιο καθαρά και ξάστερα σε αγαπώ. Δεν έχεις καταλάβει, Δημήτριε; Είμαι πια το σκυλάκι σου. Εσύ  με χτυπάς κι εγώ σου κουνάω την ουρά. Δοκίμασέ με, πες πως είμαι το σκυλί σου.  Μην μ’ αγαπάς, μην με χαϊδεύεις,  μην με φροντίζεις, κλώτσα με – μονάχα άφησέ με, εμένα την ασήμαντη, να σε ακολουθώ.  Τι λιγότερο μπορώ να σου ζητήσω;  Μια γωνίτσα, τόση δα·  μια γωνίτσα σκονισμένη, σκοτεινή στην καρδιά σου· και θα είναι  παλάτι, για το δύστυχο  
σκυλάκι σου!  

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ  Σταμάτα. Μού τινάζεις τις σκέψεις στον αέρα. Αρρωσταίνω όταν σε βλέπω. 

ΕΛΕΝΗ Κι εγώ, όταν δεν σε βλέπω. 

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ   Έχεις χάσει τελείως τα μυαλά σου. Διασύρεις την αξιοπρέπειά σου. Πώς μπορείς να φεύγεις απ’ την πόλη και ν’ αφήνεσαι στα χέρια κάποιου που δεν σ’ αγαπά;  Πώς εμπιστεύεσαι στην άστατη νύχτα, στις ολέθριες συμβουλές της ερημιάς, τον θησαυρό της παρθενιάς σου;  

ΕΛΕΝΗ Με φυλάει η εντιμότητά σου. Δεν είναι νύχτα, όταν βλέπω το πρόσωπό σου - ούτε ερημιά,  αφού για μένα είσαι όλος  ο κόσμος. Άρα ούτε νύχτα ούτε ερημιά είναι σ’ αυτό το δάσος. 

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Θα φύγω, θα χαθώ ανάμεσα στα δέντρα  και θα σ’ αφήσω μόνη σου με τ’ άγρια θηρία.  

ΕΛΕΝΗ Χειρότερο θηρίο απ’ την καρδιά σου δεν υπάρχει. Φύγε, λοιπόν και άλλαξε την ιστορία: ας τρέξει πίσω από τον Απόλλωνα η Δάφνη· ας ριχτεί το περιστέρι στο γεράκι· ας πάρει στο κυνήγι τον τίγρη η τρυφερή ελαφίνα. Τι θα βγει; Όσο κι αν τρέχει ο δειλός,  τον γενναίο ούτε τον φτάνει ούτε τον πιάνει.  

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Δεν θα καθίσω άλλο εδώ  ν’ ακούω τους προβληματισμούς σου. Παράτα με! Και να ’σαι σίγουρη πως αν με ακολουθήσεις, θα σε κάνω να χαθείς μέσα στο δάσος. 

ΕΛΕΝΗ Έτσι μ’ αποπαίρνεις πάντα! Στην εκκλησία, στην πόλη, στην εξοχή... Ντροπή, Δημήτριε! Στο πρόσωπό μου  προσβάλεις όλες τις γυναίκες. Εμείς δεν γίνεται να δώσουμε την μάχη του έρωτα. Αυτό είναι προνόμιο των ανδρών. Δεν είμαστε εμείς οι κυνηγοί -  είμαστε το κυνήγι. 

ΑΠΟΧΩΡΕΙ Ο ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ 

Θα σε ακολουθήσω.  Παράδεισο θα κάνω την κόλασή μου· κι ας πεθάνω από το χέρι εκείνου, που αγάπησα τόσο πολύ.  

ΑΠΟΧΩΡΕΙ Η ΕΛΕΝΗ 

ΟΜΠΕΡΟΝ Στο καλό, νεράιδα μου. Πριν βγει απ’ αυτό το δάσος, θα τρέχει από πίσω σου κι εσύ θα τον διώχνεις.  

ΕΡΧΕΤΑΙ Ο ΠΟΥΚ 

Καλώς τον εξερευνητή μου! Το έφερες το λουλούδι;  

ΠΟΥΚ Αμέ· να το. 

ΟΜΠΕΡΟΝ  Δώσε το μου, σε παρακαλώ. Λοιπόν, ξέρω μιαν όχθη, όπου φυτρώνει το θυμάρι  και ανθίζουν πασχαλούδες και βιολέτες, κάτω από σύσκιο αγιόκλημα, μοσκιές  μυρόβολες και αγριοτριανταφυλλιές. Εκεί, γέρνει και ησυχάζει η Τιτάνια ύπνο ανθισμένο, μυρωμένο, δροσερό,  κάποια στιγμή το βράδυ, μετά τα ξεφαντώματα.  Εκεί, όπου το φίδι αφήνει το πλουμιστό του δέρμα να φτιάξει όχι μία, μα δυο και τρεις και βάλε φορεσιές η ξωθιά, που θα το βρει. Εκεί, την ώρα που θα κοιμάται, θα ποτίσω τα βλέφαρά της με  το απόσταγμα αυτού του λουλουδιού  ν’ ανθίσει η φαντασία της πράγματα τρομερά.   Πάρε εσύ λιγάκι και ψάξε μες στο δάσος να βρεις έναν ανάξιο του έρωτα μιας όμορφης κοπέλας απ’ την Αθήνα. Πότισε τα βλέφαρά του. Μόνο πρόσεξε να ’ναι αυτή η κοπέλα που θα δει πρώτη μπροστά του, όταν ξυπνήσει. Είναι κι αυτός Αθηναίος. Θα τον αναγνωρίσεις  από ρούχα του. Ν’ ακολουθήσεις   πιστά τις οδηγίες μου – και αν εκείνη είναι τρελή από έρωτα για κείνον, εκείνος θα είναι πια θεότρελος για κείνην. Άντε· και φρόντισε να είσαι πίσω μόλις λαλήσει ο πρώτος πετεινός. 

ΠΟΥΚ Μην νοιάζεσαι, αφέντη μου. Ξέρει τι κάνει ο δούλος σου.  

ΑΠΟΧΩΡΟΥΝ Ο ΟΜΠΕΡΟΝ ΚΙ Ο ΠΟΥΚ 

Σκηνή 2 

ΕΡΧΕΤΑΙ Η ΤΙΤΑΝΙΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΤΗΣ. 

ΤΙΤΑΝΙΑ Πιάστε τώρα το χορό, πείτε κι ένα ξωτικό τραγούδι. Όμως, ύστερα να γίνετε καπνός. Εσείς για να σκοτώσετε  τις κάμπιες στα μπουμπούκια της μοσκιάς·  εσείς για να χιμήξετε πάνω στις νυχτερίδες, να τους πάρετε τα πέτσινα φτερά, να φτιάξω ρουχαλάκια, για τα μικρά μου αερικά· κι εσείς να πάτε να διώξετε αυτήν την ενοχλητική κουκουβάγια, που μας παίρνει όλη νύχτα  τ’ αυτιά με της φωνές της και κοιτάζει σαν χαζή τα ξωτικά που κάνουμε. Ελάτε, τραγουδήστε μου να κοιμηθώ – και ύστερα καθένας στην δουλειά του, όσο θα ησυχάζω. 

ΧΟΡΟΣ ΞΩΤΙΚΩΝ 

1. Ύπουλα φίδια παρδαλά, σαύρες, σκαντζόχοιροι, οχιές, στα όρη στ’ άγρια βουνά, να κοιμηθεί στις φυλλωσιές, γλυκά η βασίλισσά μας. Όξω ζούδια, έλα αηδόνι, που λαλείς, όταν νυχτώνει να κοιμήσεις με τραγούδια την γλυκιά βασίλισσά μας. 

2.  Έλα αηδόνι! Όξω ζούδια· στον απήγανο, εκεί που λουλούδι δεν φυτρώνει και κοκόρι δεν λαλεί. Ξου, για ν’ αποκοιμηθεί με γλυκά, γλυκά τραγούδια, η ξωθιά, βασίλισσά μας. 
 
1. Αράχνη, υφάντρα πονηρή και μαυροποδαρούσα, φύγε, μακριά. Φύγε κι εσύ σαρανταποδαρούσα. Σκουληκαντέρα βρωμερή,  μην πλησιάσεις την καλή, γλυκιά βασίλισσά μας.  Όξω ζούδια, έλα αηδόνι, που λαλείς, όταν νυχτώνει να κοιμήσεις με τραγούδια την γλυκιά βασίλισσά μας. 

2.  Έλα αηδόνι! Όξω ζούδια· στον απήγανο, εκεί που λουλούδι δεν φυτρώνει και κοκόρι δεν λαλεί. Ξου, για ν’ αποκοιμηθεί με γλυκά, γλυκά τραγούδια, η ξωθιά, βασίλισσά μας. 

3.  Να, κοιμήθηκε η γλυκιά μας! Άντε τώρα, στην δουλειά μας! Μόνο κάποιος να σταθεί να φυλάει παρακεί. 

ΕΡΧΕΤΑΙ Ο ΟΜΠΕΡΟΝ ΚΑΙ ΣΤΑΖΕΙ ΑΠΟΣΤΑΓΜΑ ΣΤΑ ΒΛΕΦΑΡΑ ΤΗΣ ΤΙΤΑΝΙΑΣ 

ΟΜΠΕΡΟΝ Όταν ξυπνήσεις, ό,τι δεις  μπροστά σου να λατρέψεις· να τρελαθείς, να μαραθείς,  να ξεραθείς, να ρέψεις.  

Λίγκα, πάνθηρα, αρκούδα, κάπρο με χοντρό πετσί... Ό,τι πιάσει η ματιά σου εραστής να σου φανεί.  

Μείνε εκεί· κι όταν ζυγώσει κανένα σιχαμένο πλάσμα, ξύπνα κι άνοιξε τα μάτια.  

ΕΡΧΟΝΤΑΙ Ο ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ ΚΑΙ Η ΕΡΜΙΑ 

ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ Κουράστηκες, γλυκιά μου Ερμία, τόσην ώρα που τριγυρίζουμε στο δάσος. Και η αλήθεια είναι πως δεν ξέρω πού πηγαίνουμε. Αν θέλεις μπορούμε να καθίσουμε εδώ: να ξεκουραστούμε μέχρι να μας φωτίσει η μέρα. 

ΕΡΜΙΑ Καλύτερα έτσι, Λύσανδρέ μου. Φτιάξε εκεί,  στην όχθη, ένα στρώμα για να γύρω, να ησυχάσω. 

ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ Να, ετούτα τα χορτάρια φτάνουν και για τους δυο μας.  Μια καρδιά, ένα στρώμα, δυο κορμιά: μία αλήθεια.  

ΕΡΜΙΑ Όχι καλέ μου Λύσανδρε. Σεβάσου  την αξιοπρέπειά μου.  Ξάπλωσε λίγο πιο πέρα.  

ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ    Μα, γλυκιά μου, παρεξήγησες. Εγώ, εντελώς αθώα, είπα πως το νόημα της αγάπης βρίσκεται στην επικοινωνία. Εννοώ πως αφού ήρθαν οι καρδιές μας τόσο κοντά έγιναν μία.  Κι αφού δέσαμε με όρκους τα κορμιά μας, η αλήθεια είναι πως είμαστε οι δυο μας μια αλήθεια.  Μην μου αρνηθείς το στρώμα σου. Δέξου με στο πλευρό σου, Ερμία μου· και θα ’ναι σαν να μην δέχθηκες ποτέ κανέναν. 

ΕΡΜΙΑ Αχ, τι λέγειν είναι αυτό, Λύσανδρέ μου!  Να πάνε να πνιγούν οι τρόποι κι η αρετή μου, αν σκέφτηκα ποτέ πώς πας να με μπερδέψεις. Έλα, καλέ μου φίλε, για χάρη της αγάπης μας  και του ιπποτισμού σου,  ξάπλωσε φρόνημα λίγο πιο πέρα. Αυτό το λίγο  λένε πως επιβάλλεται να το κρατά ένας τίμιος νέος απ’ την παρθένα του. Να εκεί, εκεί· φτάνει και... καληνύχτα,  γλυκέ μου. Εύχομαι να κρατήσει  η αγάπη σου ως το τέλος της όμορφης ζωής σου.  

ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ Αμήν, καλή μου! Εύχομαι κι εγώ να κρατήσει η ζωή μου ως το τέλος της όμορφης αγάπης μας. Ξαπλώνω εδώ. Ο ύπνος να σ’ αναπαύσει.   

ΕΡΜΙΑ Η ευχή σου ανάπαυσή μου – κι η ευχή μου ανάπαυσή σου. 

ΚΟΙΜΟΥΝΤΑΙ. ΕΡΧΕΤΑΙ Ο ΠΟΥΚ 

ΠΟΥΚ Εις  το δάσος περπατώ· Αθηναίε, Αθηναίε, είσαι εδώ; Πουθενά ο Αθηναίος, που έλεγε το αφεντικό. Τώρα πού θα ρίξω αυτό το απόσταγμα, που ανάβει και κορώνει την ψυχή από έρωτα τρελό;  Τι σκοτάδι είναι αυτό! Και σιωπή, πολλή σιωπή! Βρε, για δες! Ποιος είναι εκεί;  Αθηναϊκά φοράει. Απ, σε τσάκωσα!  Είναι εκείνος, που προγκάει την κακόμοιρη κοπέλα, που τον έχει ερωτευτεί. Να εκεί είναι κι αυτή. Και κοιμάται μοναχή, πάνω στην υγρή την γη και τα λασπωμένα φύλλα. Δεν τολμάει να πλησιάσει τον αγροίκο, τον ληστή της καρδιάς της. 

ΡΙΧΝΕΙ ΤΟ ΑΠΌΣΤΑΓΜΑ ΣΤΑ ΒΛΕΦΑΡΑ ΤΟΥ ΛΥΣΑΝΔΡΟΥ 

Να, τσογλάνι, μια σταγόνα απ’ το βοτάνι της αγάπης· για να δεις  τι σημαίνει απελπισμένος έρωτας· να μην μπορείς ήσυχος να κοιμηθείς. Ξύπνα, μόλις φύγω. Εγώ πάω να βρω το αφεντικό. 

Ο ΠΟΥΚ ΑΠΟΧΩΡΕΙ ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΤΡΕΧΟΝΤΑΣ Ο ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΚΑΙ Η ΕΛΕΝΗ 

ΕΛΕΝΗ Μην τρέχεις έτσι, καλέ μου Δημήτριε.  Θα με σκοτώσεις! 

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Ξεφορτώσου με σου είπα!  

ΕΛΕΝΗ Θα με αφήσεις μόνη μέσα στ’ άγρια σκοτάδια; Στάσου, μη! 

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ  Τι θέλεις, ε;  Βγάλε τα πέρα μόνη σου, έτσι που τα κατάφερες. 

ΑΠΟΧΩΡΕΙ Ο ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ 

ΕΛΕΝΗ Μου κόπηκε η ανάσα με το τρεχαλητό.  Τι τρέλα είναι αυτή! Όσο τον παρακαλάω τόσο χειρότερος γίνεται. Τυχερή αυτή η Ερμία, καλή της ώρα όπου βρίσκεται. Έχει να βλέμμα όλο χάρη, γοητεία! Πού τα βρήκε τέτοια μάτια αστραφτερά; Να τα καθάρισε η αρμύρα των δακρύων πάντως όχι· αλλιώς, από το κλάμα που έχω κάνει εγώ! Α, μπα – δεν είναι αυτό. Είναι που είμαι κακάσχημη, σαν την αρκούδα. Με βλέπουνε τ’ αγρίμια και το βάζουν στα πόδια από τον φόβο τους.  Πώς να μην αγριεύεται όταν με βλέπει ο Λύσανδρος;  Ποιος άθλιος, ύπουλος, ψεύτης, καθρέφτης  είχε το θράσος να με βάλει να συγκρίνω τα μάτια μου με τα ουράνια μάτια της Ερμίας;  Μα τι – ποιος είναι εκεί;  Ο Λύσανδρος στην γη. Είναι νεκρός ή  κοιμάται. Δεν βλέπω αίμα ούτε πληγή. Λύσανδρε, ξύπνα, φίλε μου, αν ζεις.  

ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ Και στη φωτιά θα έπεφτα για χάρη σου· Ελένη, πλάσμα αιθέριο, λεπτούργημα της φύσης! Βλέπω στο αραχνοΰφαντο  στήθος σου να πάλλεται η καρδιά σου. Πού είναι ο Δημήτριος; Δημήτριος! Τι αίσχος! Με το σπαθί μου θα την σβήσω από τον κόσμο αυτήν την λέξη!  

ΕΛΕΝΗ  Όχι, Λύσανδρε· μην λες, τέτοια πράγματα. Αν είναι δυνατόν! Επειδή αγαπάει την Ερμία σου; Και λοιπόν; Η Ερμία αγαπάει εσένα.  Δεν είσαι ικανοποιημένος;  

ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ Με την Ερμία; Όχι δα! Τι βαρετό πλάσμα! Λυπάμαι που ασχολήθηκα μαζί της τόσον καιρό! Εγώ την Ελένη αγαπώ. Ίδια θα βάλω την περιστέρα με την κουρούνα; Οι επιθυμίες του άνδρα οφείλουν υποταγή στην λογική.  
 
Κι η λογική μου λέει πως εσύ, κοπέλα μου, πλεονεκτείς.  Η φύση ορίζει κάθε πλάσμα να ωριμάζει την κατάλληλη στιγμή. Εγώ ας πούμε, ως νέος υπήρξα αφελής. Ώσπου ήρθε η κατάλληλη στιγμή να ωριμάσω.  Οπότε στρατηγός των επιθυμιών μου έγινε η λογική και με οδήγησε στα μάτια σου, όπου διάβασα πολλή λογοτεχνία ερωτική, σε έκδοση πολυτελή. 

ΕΛΕΝΗ Τι έχω κάνει για ν’ αξίζω τέτοιον εξευτελισμό;  Σου έδωσα, αγόρι μου, ποτέ δικαίωμα ν’ αστειεύεσαι μαζί μου; Πότε  ο ένας, πότε ο άλλος... Φτάνει πια! Τρέχω, σαν το σκυλάκι πίσω απ’ τον Δημήτριο να μου ρίξει έστω μια γλυκιά ματιά· κι έχω και σένα  να κοροϊδεύεις την κατάντια μου. Α, μα τον Θεό, με αδικείς, με αδικείς στ’ αλήθεια – πολύ, πάρα πολύ. Δεν είναι τρόπος αυτός να με πολιορκείς – είναι χυδαίος εμπαιγμός. Φεύγω· και να ξέρεις πως σε είχα για καθωσπρέπει νέο! Είναι αίσχος, όταν κάποιος απορρίπτει μια κυρία, να νομίζει κάποιος άλλος πως την έχει του χεριού του.   

Η ΕΛΕΝΗ ΑΠΟΧΩΡΕΙ 

ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ Δεν την είδε την Ερμία. Κοιμήσου εσύ εκεί - και μην με ξαναπλησιάσεις.  Πώς ένας σκασμός γλυκά,  σου κάνει το στομάχι άνω-κάτω· πώς όταν ο αιρετικός βλέπει το φως το αληθινό και στο εξής αποστρέφεται την πλάνη, που προσκυνούσε; Έτσι κι εσύ, σκασμέ μου κι αίρεσή μου,  να προκαλείς αποστροφή στους πάντες – και σε μένα πιο πολλή. Και τώρα που ανένηψα απ’ αυτή, με όση αγάπη και ευγένεια διαθέτεις, καρδιά μου, στρέψου στην Ελένη και κάνε με ιππότη της.   

Ο ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ ΑΠΟΧΩΡΕΙ 

ΕΡΜΙΑ Βοήθεια, Λύσανδρε! Πού είσαι; Τρέξε! Πάρε απ’ το στήθος μου αυτό το σιχαμένο ερπετό! Κύριε των Δυνάμεων· τι εφιάλτης ήταν αυτός! Κοίτα, Λύσανδρε, πώς τρέμω από την φρίκη, που πέρασα. Μου φάνηκε πως ήρθε ένα φίδι κι άρχισε να ξεσχίζει, να τρώει την καρδιά μου· κι εσύ καθόσουν κι έβλεπες να με κατασπαράζει και χαμογέλαγες... ακούς; Λύσανδρε! Ω, Θεέ μου! Πού είσαι; Έφυγες; Γιατί σωπαίνεις; Μίλησέ μου, αν με ακούς! Πες κάτι στην αγάπη σου,  αγάπη μου. Δεν λες; Τότε δεν είσαι εδώ.  Φοβάμαι μόνη -  σβήνω! Αν δεν σε βρω αμέσως, θα πεθάνω!   

Η ΕΡΜΙΑ ΑΠΟΧΩΡΕΙ 
  
ΠΡΑΞΗ ΤΡΙΤΗ 

Σκηνή 1 

ΣΤΟ ΔΑΣΟΣ Η ΤΙΤΑΝΙΑ ΚΟΙΜΑΤΑΙ. ΕΡΧΟΝΤΑΙ Ο ΤΑΚΟΣ, Ο ΤΣΟΥΝΗΣ, Ο ΠΑΤΟΣ, Ο ΠΙΠΑΣ, Ο ΠΑΡΑΒΑΝΗΣ ΚΑΙ Ο ΠΕΙΝΑΛΕΩΝ. 

ΠΑΤΟΣ Ήρθαμε ολοσχερώς; 

ΤΑΚΟΣ Εξολοκλήρου. Κι είναι το μέρος ανυπερθέτως βολικό για την πρόβα μας. Εδώ, στο ξέφωτο θα είναι η σκηνή μας κι εκεί, σε κείνα εκεί τα θάμνα, τ’ από πίσω, για ν’ αλλάζουμε. Κανονίστε να παίξουμε όπως θα παίξουμε μπροστά στον Δούκα. 

ΠΑΤΟΣ Πέτρο Τάκο!  

ΤΑΚΟΣ  Μίλησες, Πάτε μου; 

ΠΑΤΟΣ Είναι κάποια πράγματα, που δεν μου κάθονται καλά, στην κωμωδία μας. Πρώτα-πρώτα ο Πύραμος πρέπει να τραβήξει σπαθί για ν’ αυτοκτονήσει. Το οποίον δεν θα το βαστάξουν οι κυρίες. Για πες τι λες; 

ΤΣΟΥΝΗΣ  Μα την Παναγιά – πολύ ατσούμπαλη σκηνή.  

ΠΕΙΝΑΛΕΩΝ Εγώ λέω να βγάλουμε εντελώς τους σκοτωμούς. 

ΠΑΤΟΣ Κάτω τα χέρια από το έργο! Έχω ένα ωραίο κόλπο να το φτιάξουμε το πράγμα. Κάνουμε έναν πρόλογο να λέει απαράγραπτα πως δεν θα κοπούμε με τα σπαθιά μας και πως ο Πύραμος δεν θ’ αυτοκτονήσει στ’ αλήθεια· και για καλύτερα τους λέμε πως εγώ ο Πύραμος δεν είμαι ο Πύραμος, αλλά ο Πάτος ο υφαντής. Κι έτσι δεν θα εκφοβηθούνε.   

ΤΑΚΟΣ Λοιπόν... εντάξει, πες πως έγινε. Σονέτο.  

ΠΑΤΟΣ Όχι, όχι. Βάλε κάτι παραπάνω. Μπαλάντα κανονική.  

ΤΣΟΥΝΗΣ  Και το λιοντάρι; Δεν θα φοβηθούνε οι κυρίες; 

ΠΕΙΝΑΛΕΩΝ Πολύ το φοβάμαι. Ακούστε που σας λέω.  

ΠΑΤΟΣ Μάστορες, δείτε το κι απ’ την πλευρά σας. Ένα λιοντάρι ανάμεσα σε Κυρίες –Θεός φυλάξοι!- είναι πολύ τρομαχτικό πράγμα.  Γιατί δεν υπάρχει πιο φριχτό αγριοπούλι από το ζωντανό λιοντάρι. Πρέπει να το ξαναδούμε αυτό.  

ΤΣΟΥΝΗΣ  Να φτιάξουμε κι έναν άλλο πρόλογο για το λιοντάρι. 

ΠΑΤΟΣ Όχι, πρέπει να κατονομάσουμε τ’ όνομά του και να μισοφανεί το πρόσωπό του απ’ τον λαιμό του λιονταριού και να πει ο ίδιος αυτοπροσώπως κάτι τέτοιο ή κάτι σαν κι αυτό: Κυρίες μου ή Ωραίες μου Κυρίες, θα ήθελα να σας ζητήσω ή να σας αιτηθώ να μην τρομάξετε ούτε να σας πιάσει τρεμούλα... Τι· θ’ άφηνα εγώ να πάθετε κακό; Να μην σώσω, αν νομίζετε πως είμαι αληθινό λιοντάρι. Καθόλου! Άνθρωπος είμαι κι εγώ σαν όπως όλοι οι αθρώποι. Και πάνω εκεί να ονομαστεί και να πει τελειωτικά πως είναι ο Τσουνής ο γανωτής. 

ΤΑΚΟΣ Καλά· έτσι θα το κάνουμε.  Αλλά υπάρχουν δυο προβλήματα ακόμα. Πρώτον πώς θα  φέρουμε φεγγάρι στην αίθουσα. Γιατί ξέρουμε πως ο Πύραμος κι η Θίσβη συναντιούνται με φεγγαράδα. 

ΤΣΟΥΝΗΣ Θα έχει φεγγάρι το βράδυ που θα παίξουμε; 

ΠΑΤΟΣ Έναν Καζαμία, έναν Καζαμία. Κοιτάξτε  το ημερολόγιο. Βρείτε πότε έχει φεγγάρι. 

ΤΑΚΟΣ Ναι, θα ’χει κείνο το βράδυ. 

ΠΑΤΟΣ Ωραία! Θ’ ανοίξουμε την μπαλκονόπορτα και θα μπαίνει μέσα η φεγγαράδα, σαν να είμαστε έξω. 

ΤΑΚΟΣ Ή να μπει μέσα ένας μ’ ένα δεμάτι γαϊδουράγκαθα και να κρατάει ένα φανάρι και να παρασταίνει ή να κάνει αντιπαράσταση του Ανθρώπου στο Φεγγάρι. Δεύτερο τώρα πρόβλημα. Πρέπει να στήσουμε έναν τοίχο μέσα στην αίθουσα, γιατί η ιστορία λέει πως ο Πύραμος κι η Θίσβη τα κουβεντιάζουν από μια χαραμάδα στον τοίχο. 

ΤΣΟΥΝΗΣ Δεν γίνεται να στήσουμε ολόκληρο τοίχο. Τι λες εσύ, Πάτε; 

ΠΑΤΟΣ Κάποιος πρέπει να παραστήσει τάχα μου σύμβολο τον τοίχο - πασαλειμμένος με  γύψο, λάσπη ή σοβά. Και να κάνει τα δάχτυλά του έτσι, σαν χαραμάδα και να πηγαίνουν ο Πύραμος κι η Θίσβη και να ψιθυρίζονται εκεί.  
 
ΤΑΚΟΣ Αν μπορεί να γίνει έτσι, είμαστε μια χαρά. Άντε τώρα, καθίστε όλοι κάτω να προβάρετε τους ρόλους σας με την σειρά. Εσύ, Πύραμε, αρχίζεις πρώτος. Κι άμα τελειώσεις, πας πίσω από κείνες τις φυλλωσιές. Όλοι το ίδιο:  με την τελευταία λέξη, φύγατε κατευθείαν.   

ΕΡΧΕΤΑΙ Ο ΠΟΥΚ 

ΠΟΥΚ Βρε, για δες κάτι ταγάρια, που κορδώνονται εκεί, πλάι στο κρεβάτι της Βασίλισσας! Μα τι - θέατρο παίζουνε; Ωραία! Απόκτησαν και θεατή. Θα κάτσω να το δω και άμα βρω καμιά καλή ευκαιρία, θα χωθώ κι εγώ να κάνω τον ηθοποιό.  

ΤΑΚΟΣ Λέγε Πύραμε· έλα Θίσβη, στάσου εδώ.  

ΠΥΡΑΜΟΣ [ΠΑΤΟΣ] Θίσβη, σαν όπως λούλουδο γλυκά μοσχοβρωμάει...  

ΤΑΚΟΣ Μοσχοβολάει, μοσχοβολάει! 

ΠΥΡΑΜΟΣ [ΠΑΤΟΣ]    ... γλυκά μοσχοβολάει η ανάσα σου, αγάπη μου, Θίσβη που σ’ αγαπώ.  Ακούω φωνή! Για κάτσε εκεί μισό λεφτό να δω, και θα γυρίσω γρήγορα να σου εμφανιστώ. 

Ο ΠΥΡΑΜΟΣ [ΠΑΤΟΣ] ΑΠΟΧΩΡΕΙ 

ΠΟΥΚ  Τέτοιος μυστήριος Πύραμος δεν έχει ξαναγίνει. 

Ο ΠΟΥΚ ΑΠΟΧΩΡΕΙ 

ΘΙΣΒΗ [ΠΙΠΑΣ] Τώρα μιλάω εγώ; 

ΤΑΚΟΣ  Ε, ναι: μιλάς. Πρέπει να καταλάβεις πως εκείνος πάει να δει τι ήτανε αυτό που άκουσε και θα ξαναγυρίσει 

ΘΙΣΒΗ [ΠΙΠΑΣ]  Αχτιδερέ μου, Πύραμε· κρίνο ασπριδερό μου· κόκκινο ρόδο της τρανής τριανταφυλλιάς επ’ ώμου. Σβέλτε, γοργέ και ζωηρέ καρδαμωμένε νέε μου, και περιπλέον απ’ αυτό ανοιχτοχέρη Εβραίε μου.   Άλογο αξιόχρεο, ντούρο, βασταγερό, θ’ ανταμωθούμε, Πύραμε, στης Νίνας τ’ απ’ αυτό.  

 ΤΑΚΟΣ  Στου Νίνου το θαφτό, άνθρωπέ μου. Και δεν το λες τώρα αυτό. Ο τελευταίος στίχος είναι απάντηση στον Πύραμο. Τα είπες όλα μαζεμένα. Πού είσαι, Πύραμε; Πέρασαν τα λόγια που βγαίνεις. Πάνω στο βασταγερό είπαμε.   

ΘΙΣΒΗ [ΠΙΠΑΣ]  Άντε πάλι! Άλογο αξιόχρεο, ντούρο, βασταγερό... 

ΕΡΧΟΝΤΑΙ Ο ΠΟΥΚ ΚΑΙ Ο ΠΑΤΟΣ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΚΕΦΑΛΙ ΓΑΪΔΑΡΟΥ. 

ΠΥΡΑΜΟΣ [ΠΑΤΟΣ] Κι ωραίος να ’μουν, Θίσβη μου, μόνο για σένα θα ’μουν! 

ΤΑΚΟΣ  Τέρας! Δαίμονας! Πλάκωσε ο Ξαποδώ! Τον σταυρό σας, μάστορες! Φευγάτε να γλυτώσετε! Βοήθεια!  

ΑΠΟΧΩΡΟΥΝ ΤΡΕΧΟΝΤΑΣ Ο ΤΑΚΟΣ, Ο ΤΣΟΥΝΗΣ, , Ο ΠΙΠΑΣ, Ο ΠΑΡΑΒΑΝΗΣ ΚΑΙ Ο ΠΕΙΝΑΛΕΩΝ. 

ΠΟΥΚ  Θα σας βρω, όπου κι αν πάτε. Να κρυφτείτε δεν μπορείτε. Μες στα βούρλα, μες στα θάμνα, μες στα βάτα να χωθείτε, πότε ακέφαλη αρκούδα, πότε σκύλαρο, γουρούνι, άλογο, φωτιά, μπροστά σας, φουκαράδες, θα με δείτε να γαυγίζω, να μουγκρίζω, να ουρλιάζω, να κορώνω, να τσιρίζω, να φρουμάζω· άλογο, γουρούνι, αρκούδα, σκύλαρος, φωτιά, στοιχειό, όπου πάτε θα σας βρω. 

Ο ΠΟΥΚ ΑΠΟΧΩΡΕΙ 

ΠΑΤΟΣ Τι τους έπιασε και το ’βαλαν στα πόδια; Κάτι κόλπο μου στήνουν αυτοί. Να με φοβίσουν θέλουν. 

ΕΡΧΕΤΑΙ Ο ΤΣΟΥΝΗΣ 

ΤΣΟΥΝΗΣ Αμάν, Πάτε μου, πώς άλλαξες έτσι; Τι κεφάλι είναι αυτό;   

ΠΑΤΟΣ Τι έχει το κεφάλι μου, ε; Αυτό που κάνεις είναι μεγάλη γαϊδουριά!   

ΕΡΧΕΤΑΙ Ο ΤΑΚΟΣ 

 ΤΑΚΟΣ  Χριστός και Παναγία! Τι έπαθες, δύστυχε, Πάτε μου!  Ο Θεός σε φυλάει! Μεταμορφώθηκες! 

ΑΠΟΧΩΡΕΙ Ο ΤΑΚΟΣ 

ΠΑΤΟΣ Ξέρω τι πάνε να κάνουν τα γαϊδούρια. Προσπαθούν να με τρομάξουν και να γκαρίζουν ύστερα απ’ τα γέλια. Αλλά εγώ δεν πρόκειται να το κουνήσω αποδώ. Θα κόβω βόλτες πάνω-κάτω και θα τραγουδάω, για να δουν πως δεν φοβάμαι.  

Το κοτσύφι έχει μαύρα σαν το κάρβουνο φτερά και την σουβλερή του μύτη ανοιχτό κεραμιδί.  Σαν το κρύσταλλο έχει η τσίχλα πεντακάθαρη φωνή κι ο μικρούλης τρυποφράκτης, σαν σπαθάκι την ουρά. 

ΤΙΤΑΝΙΑ Ποιος άγγελος μου τραγουδά στην ανθισμένη κλίνη μου;  

ΠΑΤΟΣ Να, ο σπίνος, το σπουργίτι· να ’τος κι ο κορυδαλλός.  Να, ο κούκος ο μουντρούχος, ο σταχτής, ο ψευταράς· που όποιος άντρας τον ακούσει, είναι τάχα κερατάς! Μα κανείς δεν του απαντάει: Κούκε μου είσαι τρελός; Και γιατί να του απαντήσει; Το πουλί είναι τω όντως τρελό. Τι νόημα έχει να βγάλεις ψεύτη ένα πουλί, επειδή σου φώναξε ένα ξερό «κούκου»; 

ΤΙΤΑΝΙΑ Σε ικετεύω, ωραίε θνητέ, τραγούδησέ μου πάλι.  Το άκουσμά σου αγάπησα πολύ.  Σαγήνευσε το βλέμμα μου η μορφή σου· και τα αιθέρια προσόντα σου, απ’ την πρώτη στιγμή που σε αντίκρισα, γυρεύουν να με ρίξουν στην αγκαλιά σου. Ω, πόσο σ’ αγαπώ! 

ΠΑΤΟΣ Κατά πως το σκέφτομαι εγώ, μαντάμ, δεν είναι και τόσο λογικό το πράγμα. Αν και για να λέμε την αλήθεια, η αλήθεια, ο έρωτας και η λογική δεν έχουνε πολλά πάρε-δώσε ανάμεσά τους στις μέρες μας. Κρίμα που δεν βρέθηκε κανένας αξιόπρεπος γείτονας να τους συστήσει. Όχι, αστειεύομαι! 

ΤΙΤΑΝΙΑ Δεν είσαι μόνο πανέμορφος, είσαι και πάνσοφος. 

ΠΑΤΟΣ Μάλλον παν-τίποτα απ’ τα δυο. Θα μου ’φτανε να είχα την εξυπνάδα να βγω απ’ αυτό το δάσος.  

ΤΙΤΑΝΙΑ Μην κάνεις σχέδια να φύγεις απ’ το δάσος. Εδώ θα μείνεις, θέλεις δεν θέλεις.  Δεν είμαι εγώ τυχαίο στοιχειό.  Το καλοκαίρι ακολουθεί πάντα τις προσταγές μου και σ’ αγαπώ και γι’ αυτό μείνε μαζί μου.  Θα σου δώσω αερικά να σε φροντίζουν· μαργαριτάρια να σου φέρνουν των βυθών· να σε κοιμίζουν με τραγούδια στις βραγιές. Θα σ’ εξαγνίσω απ’ το θνητό βαρύ σου σώμα· σαν πνεύμα αιθέριο θα πετάς.  Μπιζελανθέ, Αραχνοφάδη, Πεταλουδίτσα, Σιναπόσπορε! 

ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΤΑ ΑΕΡΙΚΑ: ΜΠΙΖΕΛΑΝΘΟΣ, ΑΡΑΧΝΟΦΑΔΗΣ, ΠΕΤΑΛΟΥΔΙΤΣΑ, ΣΙΝΑΠΟΣΠΟΡΟΣ. 

ΜΠΙΖΕΛΑΝΘΟΣ  Παρών! 

ΑΡΑΧΝΟΦΑΔΗΣ               Κι εγώ! 

ΠΕΤΑΛΟΥΔΙΤΣΑ                            Κι εγώ! 

ΣΙΝΑΠΟΣΠΟΡΟΣ                                        Κι εγώ! 

ΟΛΑ ΜΑΖΙ Διαταγές! 

ΤΙΤΑΝΙΑ Να είστε καλοί κι ευγενικοί με τούτον τον ιππότη. Μην τον αφήνετε ποτέ μονάχο. Όπου πηγαίνει, να είστε κοντά του, με χαρές, τραγούδια και χορούς.   Βερίκοκα, βατόμουρα, σταφύλια ροζακιά,  σύκα και μούρα να του φέρνετε να τρώει.  Μέλι να κλέβετε απ’ τις μέλισσες· κερί  να τους αρπάζετε, να πλάθετε κεράκια και να τ’ ανάβετε με τις πυγολαμπίδες, πλάι στο κρεβάτι της αγάπης μου: να βλέπει  το βράδυ, όταν πάει να κοιμηθεί κι όταν ξυπνάει  χαράματα.  Να κόβετε πολύχρωμα φτερά από τις πεταλούδες, βεντάλιες να τα κάνετε να διώχνετε το φως του φεγγαριού απ’ τα κλειστά του βλέφαρά. Και τώρα, αερικά μου, υποβάλετε τα σέβη σας.  

 ΜΠΙΖΕΛΑΝΘΟΣ         Χαίρε, θνητέ! 

ΑΡΑΧΝΟΦΑΔΗΣ              Χαίρε! 

ΠΕΤΑΛΟΥΔΙΤΣΑ                  Χαίρε!  

ΣΙΝΑΠΟΣΠΟΡΟΣ                      Χαίρε!             

ΠΑΤΟΣ Πολύ με σκλαβώνει το καθωσπρέπει σας, προσώπατά μου. Μετά ευγενείας, πώς είπαμε πως λένε τ’ όνομά σας; 

ΑΡΑΧΝΟΦΑΔΗΣ  Αραχνοφάδης. 

ΠΑΤΟΣ Θα επιθυμούσα να γνωριστούμε πιο εξεπαφής, καλέ μου άρχοντα Αραχνοφάδη.  Αν τρυπήσω το δάχτυλό μου, θα πάρω το θάρρος να σε διαχειριστώ εκεί δα. Τ’ ονοματάκι σας, τιμημένε ιππότη μου;  

ΜΠΙΖΕΛΑΝΘΟΣ  Μπιζελανθός. 

ΠΑΤΟΣ Σας ικετεύω να μου μεταφέρετε τα σεβάσματά μου στην μητέρα σου αφέντισσα Μπιζέλα και στον πατέρα σου αφέντη Φλούδη. Και με σένα θα επιθυμούσα να γνωριστούμε πιο εξεπαφής. Ικετικώς, εσείς πώς λέγεστε, κύριέ μου;  

ΣΙΝΑΠΟΣΠΟΡΟΣ Σιναπόσπορος. 

ΠΑΤΟΣ Τις ξέρω τις καήλες σου, καλέ μου άρχοντα Σιναπόσπορε. Τι τραβάς κι εσύ! Πόσους άρχοντες του οίκου σου δεν έφαγε εκείνος ο άναντρος ο δράκος, το μοσχάρι, επειδή είσαι μια σταλιά μπροστά του. Και πόσες φορές δεν δάκρυσαν τα μάτια μου να βλέπω τον χαμό τους. Και με σένα θα επιθυμούσα να γνωριστούμε πιο εξεπαφής, καλέ μου άρχοντα Σιναπόσπορε. 

ΤΙΤΑΝΙΑ Εμπρός, τώρα, φροντίστε τον. Πάρτε τον, οδηγήστε τον στην ερωτική μου κλίνη. Μου φαίνεται πως δάκρυσε η σελήνη. Κι όταν θρηνεί αυτή, θρηνούν  κι οι πιο μικροί ανθοί, γιατί με βία πάρθηκε μια παρθενιά. Βουβή την θέλω την αγάπη μου. Πάρτε του την λαλιά. Στον έρωτα καλύτερα θα ’ναι να μην μιλά.  

ΑΠΟΧΩΡΟΥΝ ΟΛΟΙ 

Σκηνή 2 

ΕΡΧΕΤΑΙ Ο ΟΜΠΕΡΟΝ  

ΟΜΠΕΡΟΝ Άραγε ξύπνησε η Τιτάνια; Τι είδε μόλις άνοιξε τα μάτια της; Με τι είναι τρελά ερωτευμένη; 

ΕΡΧΕΤΑΙ Ο ΠΟΥΚ  

Α, να, ο μαντατοφόρος μου. Καλώς τον καλικάντζαρο! Ποιος εφιάλτης κυβερνά το στοιχειωμένο δάσος;  

ΠΟΥΚ  Η κυρά μου ερωτεύτηκε ένα τέρας. Την ώρα που τον έπαιρνε γλυκά στην ανθισμένη της φωλιά, ένα λεφούσι αγράμματοι, άγαρμποι μαστοράντζες, που κρατάνε τα εργαστήρια στην Αθήνα, έκαναν πρόβα ένα έργο, που θα παίξουν στον γάμο του σπουδαίου Θησέα.  Λοιπόν, ο πιο ατσούμπαλος σ’ αυτό το καρναβάλι, έκανε τον Πύραμο – και είπε τα λόγια του και πήγε και χώθηκε σε κάτι φυλλωσιές. Οπότε, τον βλέπω εγώ κι αρπάζομαι από την ευκαιρία και του κοτσάρω μια γαϊδουροκεφαλή.   Αλλά η Θίσβη του περίμενε απάντηση.  Και βγαίνει ο μπούφος μου, τον βλέπουν οι άλλοι και σκορπίζουν, σαν τις πάπιες,  που παίρνουν είδηση τον κυνηγό·  σαν τις κουρούνες, που ακούνε τουφεκιά και αμολιούνται σαν τρελές όλες μαζί στον ουρανό. Έτσι τρομάξανε οι φίλοι του χαζού, μόλις τον είδανε. Χιμάω κι εγώ  και τους χουγιάζω. Ορμάνε αυτοί να φύγουν κουτρουβάλα.  Άλλος ουρλιάζει, άλλος φωνάζει, άλλος καλεί βοήθεια: να τρέξουν οι Αθηναίοι να τους σώσουν.  Πάνω στον φόβο και τον τρόμο τους, νομίζουν πως τους χιμάνε τα πουρνάρια και τα βάτα να τους πάρουνε τα ρούχα, τα καπέλα...  Έτσι βολόδερναν στην τρέλα τους αυτοί· κι ο άλλος, ο γλυκούλης, ο Πρίαμος να μένει μαρμαρωμένος χάχας, με την γαϊδουροκεφαλή,  όταν να ’σου ξυπνάει η Τιτάνια, τον βλέπει  και να ’την με τον γάιδαρο ερωτοχτυπημένη.  

ΟΜΠΕΡΟΝ Αυτό πια υπερβαίνει όλες τις προσδοκίες μου. Στου άλλου -του Αθηναίου- τα μάτια, έριξες, όπως σου είπα, του έρωτα το φίλτρο;. 

ΠΟΥΚ Αμέ – τον έπιασα στον ύπνο! Και δίπλα του κοιμόταν η Αθηναία· οπότε, μόλις ξυπνήσει, σίγουρα πρώτη αυτήν θα δει.  

ΕΡΧΟΝΤΑΙ Ο ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΚΑΙ Η ΕΡΜΙΑ 

ΟΜΠΕΡΟΝ Κάνε πιο κει να μην σε δουν. Να ’τος αυτός.   

ΠΟΥΚ Να ’την αυτή – γιατί αυτός δεν είναι αυτός. 

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Γιατί τόσο φαρμάκι σ’ αυτόν που σ’ αγαπά; Ούτε στον πιο φαρμακερό εχθρό σου τέτοια λόγια.  

ΕΡΜΙΑ Σε φαρμάκωσαν τα λόγια μου; Ε, λοιπόν, μάθε πως θα σου άξιζε να πάθεις τα χειρότερα από μένα. Γιατί πολύ φοβάμαι πως θα ’πρεπε να σε καταραστώ. Αν σκότωσες τον Λύσανδρο στον ύπνο του, αν βούτηξες τα χέρια σου στο αίμα, τι περιμένεις; Βούτηξε ολόκληρος βαθιά  στο πορφυρό σκοτάδι του, σκοτώνοντας και μένα. Ο ήλιος δεν υπήρξε ποτέ τόσο πιστός στη μέρα όσο εκείνος σε μένα, την Ερμία του. Πώς θα μπορούσε να με αφήσει να κοιμάμαι  και να φύγει σαν τον κλέφτη; Θα ’ταν σαν να τρυπούσε η γη απ’ άκρη σ’ άκρη και να περνούσε η σελήνη στους Αντίποδες, ν’ αρπάξει απ’ τα χέρια του αδελφού της το λαμπρό του μεσημέρι. Όχι, όχι· δεν μπορώ να το πιστέψω. Τον σκότωσες τον Λύσανδρο. Φονιάς  είσαι – «φονιά!» φωνάζει η συννεφιά  του άψυχου προσώπου σου.    

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ «Θύμα!» φωνάζει η συννεφιά του άψυχου προσώπου μου. Με σκότωσε η μαχαιριά της απονιάς σου. Μα το δικό σου πρόσωπο, φονιά μου,  φωνάζει φως αυγερινό σε πεντακάθαρο ουρανό. 

ΕΡΜΙΑ Τι έχουν να κάνουν όλα αυτά με το δικό μου αστέρι; Πού είναι ο Λύσανδρός μου;  Πες μου Δημήτριε - να χαρείς! Θα μου τον δώσεις πίσω; 

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Καλύτερα να δώσω στα σκυλιά το βρωμερό ψοφίμι του. 

ΕΡΜΙΑ Χάσου από μπρος μου, παλιόσκυλο, κοπρίτη. Μ’ έβγαλες απ’ τα ρούχα μου.  Έχασα την συστολή, που οφείλει μια παρθένα.  Τον σκότωσες, λοιπόν; Εσύ δεν πρέπει πια να λογαριάζεσαι άνθρωπος. Αχ, πες μου την αλήθεια - για χάρη μου, έστω! Τόλμησες να σταθείς  μπροστά του; Όταν τον σκότωνες, τον κοίταζες στα μάτια ή κοιμόταν; Σπουδαίο κατόρθωμα: φιδιού, οχιάς παλικαριά! Ακούς, οχιά, σιχαμερό φίδι! Τι λέω, καμιά οχιά δεν έχει γλώσσα ψεύτρα, φαρμακερή, σαν την δική σου! 

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ  Ο θυμός σου σε οδηγεί σε λάθος σκέψεις. Ούτε εγώ βούτηξα τα χέρια μου στο αίμα του Λύσανδρου, ούτε κανείς – απ’ όσο ξέρω. 

ΕΡΜΙΑ Πες μου πως είναι καλά, σε ικετεύω. 

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Κι εγώ τι θα κερδίσω; 

ΕΡΜΙΑ Το προνόμιο να μην με ξαναδείς. Μα γιατί να περιμένω; Σ’ το εκχωρώ, έτσι κι αλλιώς. Φεύγω - ν’ απαλλαγώ απ’ το σίχαμα της μορφής σου. Την δική μου ξέχασέ την, είτε είναι ζωντανός είτε νεκρός αυτός.  

Η ΕΡΜΙΑ ΑΠΟΧΩΡΕΙ 

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Έτσι που αγρίεψε, δεν είναι ούτε να την πλησιάζεις. Γι’ αυτό καλύτερα να μείνω εδώ, προς το παρόν. Γίνεται αβάσταχτο το βάρος της θλίψης, αν ο ύπνος, αδέκαρος-ξαδέκαρος, δεν δώσει κάτι απ’ αυτά που της χρωστάει. Μα σαν να βλέπω  πως έβαλε το χέρι του στην τσέπη. Ό,τι και να ’ναι κάτι θα ’ναι – δεν μπορεί! Ας γύρω εδώ κι ας περιμένω μπας και με γλυτώσει απ’ την χρεοκοπία. 

ΟΜΠΕΡΟΝ Τι έκανες, μου λες; Τίποτα δεν κατάλαβες απ’ ό,τι σου είπα – κι έσπειρες το χάος; Πήγες κι έριξες το φίλτρο  στα βλέφαρα εκείνου που αγαπούσε αληθινά. Έκανες μεγάλο λάθος! Σαν να ήθελες να δείξεις πως μπορεί μια αληθινή αγάπη  να γίνει ψεύτικη, αλλά όχι μια ψεύτικη, αληθινή.  

ΠΟΥΚ Άρα, η αλήθεια είναι πως αυτά τ’ αποφασίζει η μοίρα. Ένας στο εκατομμύριο αγαπά αληθινά - οι άλλοι γκρεμοτσακίζονται από ψέμα σε ψευτιά.  

ΟΜΠΕΡΟΝ Λοιπόν, βγάλε φτερά και πήγαινε να ψάξεις όλο το δάσος, για να βρεις  εκείνη την κοπέλα απ’ την Αθήνα, την Ελένη. Την έχει μαραζώσει ο έρωτας, στενάζει κι οι στεναγμοί κοστίζουν πάντα πρόσωπο ωχρό. Κοίταξε εκεί να φτιάξεις κανένα ωραίο όραμα και να την φέρεις γρήγορα εδώ. Στο μεταξύ, εγώ θ’ ασχοληθώ μ’ αυτόν: θα του μαγέψω το βλέμμα να την δει αλλιώς.    

ΠΟΥΚ  Πάω, πηγαίνω, έφυγα!  Κοίτα με πώς πετάω! Ούτε Τατάρου βέλος! 

Ο ΠΟΥΚ ΑΠΟΧΩΡΕΙ 

ΟΜΠΕΡΟΝ Πώς σ’ έβαψε, λουλούδι μου, κόκκινο η σαϊτιά του Έρωτα; Έτσι κι εσύ τα μάτια του να βάψεις στο μαγικό σου απόσταγμα. Όταν ιδεί εκείνη, να του φανεί πως φώτισε τ’ άστρι της Αφροδίτη, και γιατρειά του πόθου του σ’ αυτήνε να γυρέψει.    

ΕΡΧΕΤΑΙ Ο ΠΟΥΚ 

ΠΟΥΚ  Αρχι-ληστο-ξωτικέ μου, καταφτάνει η Ελένη!  Κι από πίσω της εκείνος, που έκανα το λάθος·  να την ικετεύει για λίγη αγάπη.  Τώρα θα δεις καρνάβαλο, που έχουμε να δούμε!  Αφεντικό, είναι τρελοί αυτοί οι άνθρωποι! 

ΟΜΠΕΡΟΝ Πήγαινε λίγο πιο πέρα. Μ’ αυτήν την φασαρία που κάνουν θα ξυπνήσουν τον Δημήτριο. 

ΠΟΥΚ  Και θ’ αρχίσουν να τρέχουν πίσω της κι οι δύο. Πλάκα θα έχει. Πολύ μου αρέσουν οι μπερδεμένες καταστάσεις. 

ΕΡΧΟΝΤΑΙ Ο ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ ΚΑΙ Η ΕΛΕΝΗ 

ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ Μα, γιατί νομίζεις πως σε κοροϊδεύω;  Είδες ποτέ κανέναν να κοροϊδεύει και να κλαίει; Κοίτα με: κλαίω, όταν σου ορκίζομαι πως σ’ αγαπώ.  Κι όταν γεννιούνται με κλάματα οι όρκοι είναι αληθινοί. Πώς μπορείς να θεωρείς κοροϊδία τα δάκρυά μου;  Λάβαρο πίστης είναι. Της αλήθειας θυρεός. 

ΕΛΕΝΗ Βλέπω πως βελτιώνεσαι στην τέχνη της απάτης. Όταν η αλήθεια σκοτώνει την αλήθεια, νικητής βγαίνει πάντα ο Σατανάς.  Οι όρκοι αυτοί ανήκουν στην Ερμία. Τους αρνείσαι; Όχι! Τότε ζύγισέ τους με αυτούς, που μου δίνεις και θα δεις  πως η πλάστιγγα θα δείξει το απόλυτο μηδέν. Κι οι αποδώ κι οι αποκεί το ίδιο αληθινοί με των παιδιών τα ψέματα.  

ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ Δεν είχε πήξει ακόμα το μυαλό μου,  τότε που της ορκιζόμουν. 

ΕΛΕΝΗ    Μα νομίζω ούτε και τώρα,  που την αρνείσαι. 

ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ  Εκείνην την αγαπά ο Δημήτριος,  που δεν σε θέλει. 

Ο ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΞΥΠΝΑ 

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ    Ελένη, νεράιδα μου, θεά μου,  ουράνια ομορφιά μου! Με τι να συγκρίνω τα μάτια σου; Το κρύσταλλο είναι πολύ θαμπό. Χείλη γλυκά και δροσερά, κεράσια των φιλιών: ω πειρασμοί λαχταριστοί! Μαύρο πουλί μοιάζει το χιόνι των βουνών, που παίρνει ο λεβάντες,  μπρος στου χεριού σου το λευκό βασίλειο. Άφησέ με ν’ ασπαστώ τούτο το αγνό λάβαρο της ευτυχίας! 

ΕΛΕΝΗ  Τι συμπαιγνία δαιμόνων είναι αυτή! Κόλαση έγινε η ζωή μου. Τώρα καταλαβαίνω! Βαλθήκατε όλοι να παίξετε μαζί μου. Αν είσαστε άνθρωποι πολιτισμένοι, αν είχατε τρόπους, δεν θα με προσβάλατε έτσι. Με σιχαίνεστε – το ξέρω. Όμως γιατί να παίζετε σε βάρος μου αυτό  το εξευτελιστικό παιχνίδι; Αν  είσαστε κύριοι πραγματικοί, όπως παρουσιάζεστε,  δεν θα φερόσαστε έτσι σε μια πραγματική κυρία. Μου ορκίζεστε, μου υπόσχεστε τα πάντα· παινεύεται το μεγαλείο –τάχα- της ομορφιάς μου, ενώ εγώ ξέρω πως βαθιά μέσα σας με σιχαίνεστε. Συναγωνίζεστε ο ένας τον άλλον, ποιον θ’ αγαπήσει περισσότερο η Ερμία και ποιος θα ταπεινώσει πιο πολύ την Ελένη. Εύγε στην παλικαριά σας! Σπουδαίοι άντρες είστε -  να κοροϊδεύετε μια δύστυχη κοπέλα και να την κάνετε να κλαίει. Κανένας καθωσπρέπει άνθρωπος δεν θα πλήγωνε έτσι μια παρθένα, δεν θα βασάνιζε μιαν άμοιρη ψυχή, για να γελάσει.   

ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ  Είναι σκληρό και άδικο, Δημήτριε, αυτό  που κάνεις, ενώ ξέρουμε καλά κι εσύ κι εγώ πως αγαπάς  την Ερμία. Παραδίνομαι, λοιπόν,  με όλη την καρδιά μου. Χάρισμά σου η καρδιά της. Κάνε κι εσύ το ίδιο, παραδώσου,  άφησέ μου την Ελένη, που αγαπώ και θ’ αγαπώ, ώσπου να έρθει ο θάνατος να μας χωρίσει. 

ΕΛΕΝΗ Δεν ξαναείδα ψεύτες να σκορπούν,  με τόσο θράσος, κούφια λόγια. 

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Κράτησε την Ερμία σου, Λύσανδρε, δεν την θέλω. Την αγαπούσα κάποτε, μα τώρα αυτή η αγάπη χάθηκε, πάει. Περαστική ήτανε η καρδιά μου απ’ την καρδιά της. Έκανε μια στάση στο ταξίδι της 
και ύστερα ξεκίνησε του γυρισμού τον δρόμο. Και τώρα είμαι στο σπίτι μου, πλάι στην Ελένη· και δεν θα ξαναφύγω πια.  

ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ    Ψέματα λέει, Ελένη. 

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Μην προσβάλεις την αλήθεια, που δεν μπόρεσες ποτέ να καταλάβεις,  γιατί θέτεις σε μεγάλο κίνδυνο τον εαυτό σου. Να η δική σου αλήθεια. Έρχεται η καλή σου.  

ΕΡΧΕΤΑΙ Η ΕΡΜΙΑ 

ΕΡΜΙΑ Νύχτα σκοτεινή μπορεί να παίρνεις  την δύναμη απ’ το μάτια και να την δίνεις στ’ αυτιά, αλλά ευτυχώς διπλή την κάνεις!  Δεν σε βρήκα με το βλέμμα, Λύσανδρε, αλλά με το αυτί. Αυτό μ’ έφερε εδώ – γι’ αυτό, το χιλιοευχαριστώ. Όμως γιατί μου έφυγες; Δεν ήτανε καθόλου ευγενικό. 

ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ Ποιος κάθεται σε μια μεριά, όταν τον παίρνει και τον σηκώνει ο έρωτας; 

ΕΡΜΙΑ Σε πήρε και σε σήκωσε από μένα, Λύσανδρε, ο έρωτάς μου; 

ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ Όχι ο δικός σου – ο δικός μου, για την όμορφη Ελένη, που λάμπει όσο κανένα κόσμημα, όσο κανένα  αστέρι μες στην νύχτα. Τι θέλεις από μένα; Νομίζεις πως θα έφευγα, αν σ’ αγαπούσα; Όχι! Η απέχθεια για σένα με πήρε από κοντά σου. 

ΕΡΜΙΑ Δεν εννοείς αυτά που λες. Δεν σε πιστεύω! 

ΕΛΕΝΗ Θεέ μου, είναι κι αυτή! Τώρα καταλαβαίνω!  Συνωμοσία! Ντροπή σου, άπιστη, αχάριστη Ερμία.  Μπήκες κι εσύ στην συμμορία αυτών των δυο,  για να με βασανίσεις με πρόστυχα αστεία.   Κι η εμπιστοσύνη, που είχαμε η μια στην άλλη· οι όρκοι πως θα μείνουμε για πάντα, σαν αδελφές· οι ώρες, που περνούσαμε μαζί, βάζοντάς τα με τον χρόνο, που όπως πάντα βιαστικός, ήθελε να μας χωρίσει – πες μου πού  πήγαν όλα αυτά, Ερμία; Πού πήγαν τα παιδικά μας χρόνια, η αθωότητά μας;  Θυμάσαι που κεντούσαμε μαζί -δύο μικρές, φανταστικές θεές- το ίδιο λουλούδι, στο ίδιο μαξιλάρι, κελαηδώντας με μια φωνή το ίδιο τραγούδι,  σαν να ’μαστε ένα πλάσμα; Έτσι μεγαλώναμε: σαν δυο κεράσια, που είναι δυο κι ένα μαζί: μία διπλή μονάδα δροσερή, γλυκιά στο ίδιο κοτσάνι. Έτσι κι εμείς: δυο πλάσματα -  μία καρδιά· δυο θυρεοί – ένα στέμμα.  Και τώρα πέταξες φιλία τόσων χρόνων κι ενώθηκες με δύο αρσενικά να κοροϊδέψεις την δύστυχή σου φίλη. Όχι, δεν είναι  φίλης συμπεριφορά αυτή – ούτε παρθένας. Μάθε, λοιπόν, πως όλα της γης τα θηλυκά κάποτε θα σε περιφρονούν, γι’ αυτήν την αδικία που μου κάνεις.  

ΕΡΜΙΑ Πραγματικά, μ’ εκπλήσσει ο τρόπος, που μου μιλάς. Εγώ δεν σε κορόιδεψα ποτέ. Μάλλον εσύ με κοροϊδεύεις τώρα. 

ΕΛΕΝΗ Δεν έβαλες τον Λύσανδρο να τρέχει από πίσω μου και να εγκωμιάζει –τάχα- την ομορφιά μου, για να διασκεδάσετε; Δεν έβαλες τον άλλο σου εραστή, τον Δημήτριο -που μέχρι  πριν λίγο, με κλωτσούσε, σαν να ήμουν σκυλί- να με φωνάζει θεά, νεράιδα, ουράνια ομορφιά, σπάνιο, πολύτιμο στολίδι, αστέρι του;   Αλλιώς πώς άλλαξε σε μια στιγμή κι αγάπησε αυτήν που σιχαινόταν; Κι ο Λύσανδρος... πώς έσβησε μέσα σε μια στιγμή η φλόγα του έρωτά του,  για σένα κι άρχισε να σαλιαρίζει σε μένα τρυφεράδες; Αν δεν ήταν δική σου επινόηση αυτή η αθλιότητα, είχε τουλάχιστον την συγκατάθεσή σου. Πες μου, γιατί το έκανες - αφού εγώ δεν έχω την περιβόητη ομορφιά, ούτε την τύχη σου να τρέχουν πίσω μου τ’ αρσενικά; Ένα πλάσμα δυστυχισμένο είμαι: αγαπώ, μα δεν με αγαπούν. Να με λυπάσαι θα έπρεπε - όχι να με σιχαίνεσαι. 

ΕΡΜΙΑ Δεν καταλαβαίνω λέξη απ’ όσα λες. 

ΕΛΕΝΗ Ναι· κάνε τώρα την στενοχωρημένη! Δείξε μου πως με συμπονάς κι όταν γυρίσω την πλάτη μου, αρχίστε να σκουντάτε ο ένας  τον άλλον και να κρατάτε τα γέλια σας. Ωραίο το παιχνίδι σας –  κι εσείς, κύριοι, τα πάτε μια χαρά!  Ήδη γίνατε λαμπρό παράδειγμα με το κατόρθωμά σας.   Αν είχατε ψυχή, λιγάκι λύπηση, μια στάλα αξιοπρέπεια, δεν θα μου λέγατε αυτές τις αθλιότητες. Μα δεν πειράζει. Φεύγω – έτσι κι αλλιώς, έχω κι εγώ μερίδιο σ’ αυτήν την συμπαιγνία. Θα τα διορθώσουν όλα: ο θάνατος... η απουσία...; 

ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ Στάσου, καλή μου Ελένη. Δέξου την συγνώμη, την αγάπη, την ψυχή, την ίδια την ζωή μου.  

ΕΛΕΝΗ   Ωραία!  Πολύ ωραία! 

ΕΡΜΙΑ  [Στον Λύσανδρο] Πάψε, μην την κοροϊδεύεις, γλυκέ μου – σε παρακαλώ. 

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ   Άκουσες τι  σε παρακάλεσε η Ερμία;  Ή συμμορφώνεσαι ή σε συμμορφώνω εγώ.  

ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ   Εσύ; Αν δεν μπορεί με λόγια αυτή, δεν καταφέρνεις τίποτα. Οι απειλές σου είναι ψοφίμια μπρος στα παρακάλια της. Ελένη, σου ορκίζομαι πως σ’ αγαπώ αληθινά.  Δίνω και την ίδια ζωή μου, αν χρειαστεί να βγάλω ψεύτη όποιον πει πως λέω ψέματα.  

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ  Κι εγώ σου λέω, πως σ’ αγαπώ  πιο αληθινά απ’ αυτόν. 

ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ  Αφού το λες,  πάμε παρακεί να το αποδείξεις. 

 ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ     Έλα· τι περιμένεις; 

ΕΡΜΙΑ   Λύσανδρε, τι νόημα έχει όλο αυτό; 

ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ  Πάψε, μαυροτσούκαλο, εσύ. Άφησέ με! 

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ  
[Στην Ερμία] Ναι, Ερμία, άφησέ τον! Ή μάλλον, κράτα τον. Φοβάται ο κύριος!  [Στον Λύσανδρο] Δεν είπες πάμε,  ρε κύριε; Τώρα γιατί μου τα γυρίζεις; Δειλιάζεις; Έλα, αν τολμάς. 

ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ [Στην Ερμία] Φύγε, τσακίσου,  ψοφόγατο. Κόλλησες πάνω μου, σαν βδέλλα! Ξεκόλλα, μην σ’ αρπάξω  και σε ξεκολλήσω εγώ, σκουληκαντέρα!  

ΕΡΜΙΑ Πώς έγινες τόσο σκληρός; Τι αλλαγή είναι αυτή, γλυκιά μου αγάπη; 

ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ Γλυκιά σου αγάπη; Ουστ, κατσιβέλα!  Σκέτο φαρμάκι είσαι: μια σιχαμερή γουλιά δηλητήριο φρικτό. 

ΕΡΜΙΑ   Τώρα αστειεύεσαι, ε; 

ΕΛΕΝΗ Ησύχασε· αστειεύεται – όπως αστειευόσουν  κι εσύ μαζί μου, προηγουμένως.  

ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ Εγώ, πάντως,  κρατάω τον λόγο μου, Δημήτριε, γι’ αυτό που κανονίσαμε. 

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ  Α, θα προτιμούσα  επίσημο συμβόλαιο, γιατί με τ’ ανεπίσημα  δεν τα πας πολύ καλά, απ’ ό,τι βλέπω. Δεν σ’ εμπιστεύομαι.  

ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ  Τι θέλεις; Να την χτυπήσω, να την πληγώσω, να την σκοτώσω; Δεν θέλω να της κάνω κακό. Απλά την σιχαίνομαι.  

ΕΡΜΙΑ Κι αυτό είναι αρκετό να με συντρίψει. Πόσο μεγαλύτερο κακό  θα μπορούσες να μου κάνεις; Με σιχαίνεσαι! Γιατί; Τι σου συνέβη, αγάπη μου; Δεν είμαι η Ερμία σου; Δεν είσαι ο Λύσανδρός μου; Δεν είμαι όμορφη όπως πριν; Δεν μ’ αγαπούσες την ώρα που σκοτείνιαζε; Πώς γίνεται το ίδιο σκοτάδι να σε παίρνει από μένα; Με σιχαίνεσαι, μ’ αφήνεις;   Βάλε το χέρι σου, Θεέ μου! Αλήθεια λες;  

ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ Σου τ’ ορκίζομαι - και πια  δεν θέλω να σε ξαναδώ. Πάψε να ελπίζεις και να ρωτάς γιατί· μην αμφιβάλεις πως είναι αλήθεια. Πάρε το απόφαση – δεν είναι αστείο, δεν υπάρχει τίποτα πιο βέβαιο στον κόσμο. Σε σιχαίνομαι, αγαπάω την Ελένη.  

ΕΡΜΙΑ Ω, δυστυχία μου!   [Στην Ελένη] Αγύρτισσα εσύ·  κάμπια, κλέφτη της αγάπης. Κρυφά μέσα στην νύχτα, μάρανες το ρόδο της καρδιάς του! Μου τον πήρες και μου άφησες εδώ ένα πλάσμα,  χωρίς ψυχή. 


ΕΛΕΝΗ  Πάψε· σταμάτα!  Έχασες κάθε αίσθηση ντροπής, αξιοπρέπειας... Παρθένα είσαι εσύ;  Τι κάνεις; Προσπαθείς να με γκρεμίσεις στο δικό σου επίπεδο; Ντροπή - ντροπή σου, φασουλή, παλιομαϊμού!  

ΕΡΜΙΑ Α, ώστε είμαι Φασουλής! Και γιατί, παρακαλώ; Μα ναι· τώρα κατάλαβα τι κάνεις! Επειδή είσαι ψηλότερη από μένα, έβαλες τα μεγάλα μέσα μπροστά: το μπόι σου και την κορμοστασιά σου. Έχεις αέρα· περπατάς και τρίζει η γη!  Έτσι τον θάμπωσες κι αυτόν. Τώρα θα λες πως νίκησες εμένα την κοντή. Μα μην νομίζεις πως επειδή εκτίμησε το ύψος σου, σε έχει  σε υψηλή εκτίμηση. Πες μου, λοιπόν, σαν πόσο κοντή σου φαίνομαι, βρε γαϊτανάκι; Μίλα, πες! Φτάνω για να σου μπήξω τα νύχια μου στα μάτια σου; 

ΕΛΕΝΗ Κύριοι, σας παρακαλώ!  Ξέρω πως θέλετε να παίξετε μαζί μου,  όμως μην την αφήσετε να με πληγώσει. Εγώ  δεν έμαθα ποτέ να βρίζω, να προσβάλω, ν’ απειλώ. Ένα ήσυχο, δειλό κορίτσι είμαι. Μην την αφήσετε να με χτυπήσει. Επειδή είναι λιγάκι πιο κοντή από μένα,  μην νομίζετε πως έχω  δύναμη να την νικήσω.   

ΕΡΜΙΑ   Πιο κοντή! Πάλι  ίδια! 

ΕΛΕΝΗ Καλή μου Ερμία, μην με πικραίνεις.  Εγώ πάντα σ’ αγαπούσα. Φύλαγα τα μυστικά σου. Δεν σε αδίκησα ούτε σε πρόδωσα ποτέ. Εκτός που είπα στον Δημήτριο πως θα έρθεις κρυφά στο δάσος. Και αυτός σε ακολούθησε – να μην χάσει την μεγάλη του αγάπη. Ε, Λοιπόν,  τον ακολούθησα κι εγώ – να μην χάσω την δική μου. Όμως εκείνος μ’ έδιωχνε, μ’ έβριζε, με απειλούσε πως θα με δείρει, πως... θα με σκοτώσει... ναι... θα με σκοτώσει! Αφήστε με να φύγω – δεν θέλω φασαρίες. Θα πάρω την κατάντια μου και θα γυρίσω στην Αθήνα, ήσυχα-ήσυχα. Θα πάψω να σας ακολουθώ. Αφήστε με να φύγω. Ένα κορίτσι  απλό κι αδύναμο κι αθώο είμαι.  

ΕΡΜΙΑ Φύγε, λοιπόν! Ποιος σ’ εμποδίζει;  

ΕΛΕΝΗ Η τρελή μου η καρδιά που ανήκει εδώ. 

ΕΡΜΙΑ Λόγω του Λύσανδρου; 

ΕΡΜΙΑ     Λόγω του Δημήτριου. 

ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ    Μην φοβάσαι. Δεν θα σε πειράξει η Ερμία.  

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ   [Στον Λύσανδρο] Εσύ σταμάτα - δεν χρειαζόμαστε την γνώμη σου. Ασφαλώς και δεν θα την πειράξει. 

ΕΛΕΝΗ Μην το λέτε. Όταν θυμώνει γίνεται πυρ και μανία. Γλωσσού και καβγατζού και στρίγκλα ήταν από μικρή. Όσο μπόι της λείπει, τόση τρέλα την πιάνει και χιμάει.   

ΕΡΜΙΑ    Όσο μπόι μου λείπει! Έλεος πια με το ύψος μου! Κι εσείς  κάθεστε άπρακτοι και την ακούτε να με προσβάλει. Αφήστε με να την αρπάξω.  

ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ Πίσω, ποντικομαμή, ζουμπά, απολειφάδι,  τάπα, τριπίθαμη... 

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ     Υπερασπίζεσαι με σθένος ένα θηλυκό, που σε απορρίπτει  εξίσου σθεναρά. Μην ασχολείσαι άλλο  με την Ερμία και προπάντων μην πιάνεις την Ελένη στο στόμα σου, γιατί αν καταλάβω  -έστω αν υποπτευθώ- πως την γλυκοκοιτάζεις, θα το πληρώσεις ακριβά. 

ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ  Ορίστε, σταματάω ν’ ασχολούμαι με την Ερμία. Έλα, λοιπόν -αν αν τολμάς- να δούμε ποιος απ’ τους δυο μας έχει  δικαίωμα να κοιτάζει την Ελένη όσο γλυκά θέλει. Ακολούθα με!   

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ   Εγώ – ν’ ακολουθήσω εσένα;  Αποκλείεται! Μαζί, πλάι-πλάι. Πάμε, εμπρός! 

ΑΠΟΧΩΡΟΥΝ Ο ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ ΚΑΙ Ο ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ 

ΕΡΜΙΑ Εσύ την δημιούργησες αυτή την φασαρία. Πού πας, κυρά μου; Εδώ θα μείνεις. 

ΕΛΕΝΗ Δεν σ’ εμπιστεύομαι. Αποκλείεται να μείνω μόνη με τον διάβολο τον ίδιο. Φεύγω – κι αν  εσύ έχεις τα χέρια γρήγορα στον καυγά, εγώ έχω τα πόδια γρήγορα στην τρεχάλα. 

ΑΠΟΧΩΡΕΙ Η ΕΛΕΝΗ 

ΕΡΜΙΑ Τα ’χω χαμένα εντελώς. Δεν ξέρω τι να πω. 

ΑΠΟΧΩΡΕΙ Η ΕΡΜΙΑ  ΕΜΦΑΝΙΖΟΝΤΑΙ Ο ΟΜΠΕΡΟΝ ΚΑΙ Ο ΠΟΥΚ 

ΟΜΠΕΡΟΝ Ιδού οι συνέπειες της επάρατης απροσεξίας σου. Εκτός αν δεν είσαι απρόσεκτος, αλλά απατεώνας.  Χάος, χάος! 

ΠΟΥΚ   Πίστεψέ με, βασιλιά των αοράτων: μπερδεύτηκα. Δεν μου ’πες πως  τον Αθηναίο, που μ’ έστειλες να βρω, θα τον αναγνωρίσω από τα ρούχα; Ε, ακολούθησα πιστά τις οδηγίες σου – κι αυτό αποδεικνύει  πως δεν φταίω. Εγώ σε μάτια Αθηναίου έριξα το απόσταγμα. Κι εν πάση περιπτώσει το χάρηκα το λάθος μου. Πολύ  ωραίο άθλημα η μπερδεψοδουλειά! 

ΟΜΠΕΡΟΝ Στο μεταξύ οι εραστές γυρεύουν μέρος  να ξεμπερδεύουνε με την ζωή τους.  Τρέξε να κάνεις έρεβος της νύχτας το σκοτάδι· να ποταμοφορίσει ο μαύρος και άραχλος Αχέροντας,  από τον θόλο του έναστρου ουρανού· να χάσουνε τον δρόμο ο ένας του άλλου οι μονομάχοι μας· και πότε, με την φωνή του Λύσανδρου, άναβε τον Δημήτριο· και πότε, με του Δημήτριου την φωνή, κόρωνε τον Λύσανδρο· και κράτα και τους δύο μακριά από τον θάνατο, ώσπου να έρθει ο ύπνος,  ο πλαστογράφος του, με πόδια σιδερένια και φτερά νυχτερίδας να φωλιάσει στα βλέφαρά τους. Τότε, στύψε τα πέταλα αυτού του λουλουδιού στου Λύσανδρου τα βλέφαρα – ο χυμός του έχει την δύναμη να σβήνει όλα τα λάθη. Έτσι, όταν ξυπνήσουν, όλη αυτή η κοροϊδία  θα τους φανεί πως ήταν όνειρο απατηλό,  ψευδαίσθηση· και θα γυρίσουν στην Αθήνα: φίλοι αχώριστοι ως το τέλος της ζωής τους.  Στο μεταξύ, όσο εσύ θα φέρνεις  σε πέρας το έργο σου, εγώ θα πάω να βρω την Τιτάνια, για να την παρακαλέσω  να μου δώσει το αγόρι απ’ την Ινδία· Και, βέβαια να της λύσω τα μάγια, για να δει με τι τέρας έχει να κάνει – οπότε, όλα καλά και ειρηνικά.  

ΠΟΥΚ Αρχιξωτικότατέ μου, επείγει να βιαστούμε. Τα δρακόφιδα της νύχτας, κατασπαράζουν ήδη  τα σύννεφα του ορίζοντα  και ο Αυγερινός αγγέλλει τον ερχομό της μέρας. Σκορπίζουν τα φαντάσματα, τρέχουνε να τρυπώσουν στα μνήματα. Τ’ ανόσια πνεύματα αυτών  που αυτοκτόνησαν κι αυτών   που πνίγηκαν σε θάλασσες, σε λίμνες, σε πηγάδια, σε ποτάμια, έχουν ήδη επιστρέψει  και ταΐζουν τα σκουλήκια  με τις σάρκες τους. Φοβούνται ν’ αντικρύσουν τις αμαρτίες τους στο φως της μέρας. Από σκοτάδι σε σκοτάδι εξόριστοι γυρνούν,  για να μην τους αρπάξει λάμψη παραμικρή. 

ΟΜΠΕΡΟΝ Άλλο, εμείς, τα ξωτικά.  Εμένα μου αρέσει πολύ ο Αυγερινός. Περιπολώ σαν φύλακας στα δάση,  ώσπου ν’ ανοίξει η φλογερή πύλη της ανατολής κι οι ευλογημένες της ακτίνες να χρυσώσουν την αρμυρή επικράτεια του Ποσειδώνα. Όμως μην κάθεσαι. Γρήγορα· πιάσε δουλειά. Πρέπει να έχουμε τελειώσει  με την υπόθεση, πριν ξημερώσει. 

ΠΟΥΚ Ένα, δύο – ένα, δυο· τρέμε πόλη και χωριό· καταφτάνει το στοιχειό. Θα τους πιάσω και τους δυο. Δεν μου ξεγλιστράει κανένας. Να ’τον έρχεται ο ένας. 

ΕΡΧΕΤΑΙ Ο ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ 

 ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ Πού είσαι Δημήτριε; Μίλα, πες κάτι, παλιοθρασίμι! 

ΠΟΥΚ  Εδώ είμαι, κάθαρμα - με το σπαθί στο χέρι. Εσύ πού είσαι;  

ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ   Έρχομαι. 

ΠΟΥΚ Ακολούθα με να βρούμε κανένα ξέφωτο. 

ΕΡΧΕΤΑΙ Ο ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ 

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Πες πάλι κάτι, Λύσανδρε. Το έβαλες στα πόδια, δειλέ – ή κρύφτηκες στους θάμνους; Μίλα! 

ΠΟΥΚ Δειλός είσαι εσύ, που προκαλείς τ’ αστέρια κι απειλείς τους θάμνους. Για έλα να σε δω! Έλα, ψοφίμι, νιάνιαρο! Έλα μου· θα πιάσω από κάτω μια βίτσα και να δεις ξυλιές, που έχεις να φας! Αμ’ δεν θα χαραμίσω σε σένα το σπαθί μου! 

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Α, εδώ είσαι λοιπόν! 

ΠΟΥΚ Ακολούθα την φωνή μου. Εδώ δεν είναι καλά. Έλα λιγάκι παρακάτω. 

ΑΠΟΧΩΡΟΥΝ Ο ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΚΑΙ Ο ΠΟΥΚ 

ΕΡΧΕΤΑΙ Ο ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ 

ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ Πάει μπροστά και μ’ απειλεί·  κι όταν ζυγώσω κατά κει που ερχόταν η φωνή του, γίνεται άφαντος. Το κάθαρμα! Είναι πιο γρήγορος. Όσο κι αν τρέξω, δεν τον προλαβαίνω. Ορίστε τώρα – τι ερημιά είναι αυτή, που βρέθηκα; Δεν βλέπω τίποτα. Ας κάτσω λίγο να ξεκουραστώ. [Ξαπλώνει]                              Άντε μέρα, έλα, καλή μου! Με το πρώτο-πρώτο φως, θα πάω να βρω τον Δημήτριο και θα τον εκδικηθώ, γι’ αυτήν την κοροϊδία. [Αποκοιμάται] 

ΕΡΧΟΝΤΑΙ Ο ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΚΑΙ Ο ΠΟΥΚ 

ΠΟΥΚ Κοτ-κοτ-κοτ· πού είσαι κοτούλα μου; Φοβάσαι; 

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Καλά, κάτσε να σε πιάσω. Αλλά δεν μείνεις σ’ ένα μέρος. Μόλις σε πλησιάσω, γίνεσαι καπνός. Στάσου, αν τολμάς, να με αντιμετωπίσεις. Πού είσαι τώρα; 

ΠΟΥΚ    Εδώ – προχώρα λίγο. 

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Για να με κοροϊδέψεις πάλι; Όχι!  Θα σε πετύχω το πρωί και θα μου το πληρώσεις. Τράβα τον δρόμο σου. Κουράστηκα. Θα πέσω να κοιμηθώ εδώ επιτόπου –  κι ας είναι μούσκεμα η γη.  Λοιπόν, τα λέμε το πρωί... απ’ την καλή! [Κοιμάται]   

ΕΡΧΕΤΑΙ Η ΕΛΕΝΗ 

ΕΛΕΝΗ Νύχτα μεγάλη, βαρετή,  με κούρασες. Γιατί δεν λιγοστεύεις τις ώρες σου να φέξει κουράγιο και να βρω τον δρόμο να γυρίσω στην Αθήνα; Δεν θέλω πια ούτε να βλέπω ούτε ν’ ακούω  τέτοιους άσπονδους φίλους. Ύπνε, που λένε πως μπορείς  να δίνεις όνειρα γλυκά ακόμα και στην θλίψη, απάλλαξέ με λίγο από τον εαυτό μου. [Κοιμάται] 

ΠΟΥΚ Ένας, δύο, τρεις... Πού είναι ο τέταρτος. Γιατί έτσι πάει: δυο αγόρια, δυο κορίτσια. Ωχ, να, έρχεται η Ερμία θυμωμένη, λυπημένη, έτοιμη να εκραγεί! Έρωτα βασανιστή! 

ΕΡΧΕΤΑΙ Η ΕΡΜΙΑ 

ΕΡΜΙΑ Μούσκεψα, πάγωσα, τσακίστηκα, τρυπήθηκα... Τέτοια ταλαιπωρία... πρώτη φορά. Δεν πάει άλλο – τα πόδια μου δεν με κρατάνε. Θα κάτσω να ξεκουραστώ, μέχρι να βγει ο ήλιος. 

ΞΑΠΛΩΝΕΙ 
  Φύλαξε τον Λύσανδρο, Θεέ μου, αν χτυπηθούν.  


ΠΟΥΚ Κοιμήσου βαθιά κοιμήσου βαριά. Αυτό το βοτάνι καλά θα σε κάνει. Και μόλις ξυπνήσεις ξανά θ’ αγαπήσεις αυτήν που αγαπούσες.  

Κι όπως λέει ο λαός: Μια του πέφτει καθενός. Βρίσκει η τρύπα το καρφί της.  Κυλάει ο τέντζερης και βρίσκει το καπάκι. Άπλωνε τα πόδια σου κατά το πάπλωμά σου.  

Κι όλα ωραία και καλά! Λοιπόν... αυτά! 

ΑΠΟΧΩΡΕΊ Ο ΠΟΥΚ 

ΠΡΑΞΗ ΤΕΤΑΡΤΗ 

Σκηνή 1 

ΕΡΧΟΝΤΑΙ Ο ΤΙΤΑΝΙΑ, Ο ΠΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΞΩΤΙΚΑ ΤΗΣ ΤΙΤΑΝΙΑΣ. ΠΙΣΩ ΤΟΥΣ ΑΟΡΑΤΟΣ Ο ΟΜΠΕΡΟΝ. 

ΤΙΤΑΝΙΑ Έλα και κάθισε εδώ, στο ανθισμένο κρεβάτι μου – κι εγώ θα σου χαϊδέψω τα ολόγλυκά σου μάγουλα, θα πλέξω  τριαντάφυλλα στεφάνι να στολίσω τ’ απαλά μαλλιά σου, τα μεγάλα, λυγερά αυτιά σου θα φιλήσω, μεγάλη μου αγάπη. 

ΠΑΤΟΣ Που είναι ο Μπιζελανθός; 

ΜΠΙΖΕΛΑΝΘΟΣ  Διαταγές! 

ΠΑΤΟΣ Ξύσε μου το κεφάλι, Μπιζελανθέ. Πού είναι ο μουσιού Αραχνοφάδης; 

ΑΡΑΧΝΟΦΑΔΗΣ  Διαταγές! 

ΠΑΤΟΣ  Καλέ μου κύριε, μουσιού Αραχνοφάδη, πάρε τ’ άρματά σου κι άντε να σκοτώσεις καμιά μεγάλη μέλισσα, που βόσκει σε γαϊδουράγκαθα. Και ναι, καλέ μου κύριε, μουσιού, φέρε μου το σακούλι, που έχει στην κοιλιά της για το μέλι. Γεμάτο, ε; Ακούς, μουσιού;  Πρόσεξε μην το παραζορίσεις το πράγμα και ανοίξει το σακί, γιατί θα παραζοριστώ να μου λουστείς στο μέλι, σιορ Αραχνοφάδη μου. Πού είναι ο μουσιού Σιναπόσπορος; 

ΣΙΝΑΠΟΣΠΟΡΟΣ Διαταγές! 

ΠΑΤΟΣ Χειραψία, χειραψία θέλω, μουσιού Σιναπόσπορε. Άσε τα περί ευγενείας σκυψίματα, καλέ μου μουσιού. 

ΣΙΝΑΠΟΣΠΟΡΟΣ Τι επιθυμείτε; 

ΠΑΤΟΣ Τίποτα, καλέ μου μουσιού. Να, μόνο να βοηθήσεις τον ιππότη Αραχνοφάδη στο ξύσιμο. Κανονικά, μπαρμπέρη θέλω, μουσιού μου. Μάκρυναν τα μαλλιά μου και πέφτουνε στην μούρη μου. Είμαι πολύ ευαίσθητος εγώ, όχι κανένα σκληρόπετσο γαϊδούρι. Άμα πέφτουνε στην μούρη μου οι τρίχες της κεφαλής μου με τρώνε και πρέπει να ξυστώ.    

ΤΙΤΑΝΙΑ Θέλεις ν’ ακούσεις μουσική, γλυκιά μου αγάπη; 

ΠΑΤΟΣ Α, έχω πολύ μουσικό αυτί. Βάλε να παίξουνε τίποτα κλαπατσίμπαλα.  

ΤΙΤΑΝΙΑ Πες μου τι θα ήθελες να φας, γλυκιά μου αγάπη. 

ΠΑΤΟΣ  Για να σου πω την αλήθεια, θα την κατάφερνα καμιά θημωνιά κριθάρι και μερικές ξέχειλες ταΐστρες πίτουρο. Έχω μια τρομερή λιγούρα για κανένα δεμάτι στάρι – ωραίο στάρι, γλυκό. Ταίρι δεν έχει στην νοστιμάδα.  

ΤΙΤΑΝΙΑ Έχω ένα γενναίο ξωτικό, που θα εισβάλει στο θησαυροφυλάκιο του σκίουρου και θα σου φέρει φρέσκα βαλανίδια.   ΠΑΤΟΣ  Θα προτιμούσα μια-δυο χούφτες φρέσκα φασολάκια. Τώρα όμως, θα σε παρακαλέσω να μην μ’ ενοχλήσουν οι ορντινάντσες σου. Μου ήρθε μια εισβολή για ύπνο.  

ΤΙΤΑΝΙΑ Έλα, κοιμήσου στην αγκαλιά μου. Ξωτικά, φύγετε, σκορπίστε, μακριά!  Πώς τυλίγει η μανόλια το αγιόκλημα με χάρη; Πώς αρπάζεται με πόθο ο θηλυκός κισσός από τα κλώνια της φτελιάς;  Έτσι θα σε κρατήσω. Ω πόσο σ’ αγαπώ, λατρεία μου, πάθος μου, πόθε μου!  

Ο ΠΑΤΟΣ ΚΑΙ Η ΤΙΤΑΝΙΑ ΚΟΙΜΟΥΝΤΑΙ ΕΡΧΕΤΑΙ Ο ΠΟΥΚ 

ΟΜΠΕΡΟΝ Καλώς τον Πουκ. Είδες εκεί γλύκες και τρυφεράδες; Άρχισα να την λυπάμαι, έτσι αλλοπαρμένη που είναι από τον έρωτα. Προηγουμένως, την συνάντησα στο δάσος να μαζεύει μυρωδικά γι’ αυτόν τον απερίγραπτο παλιάτσο και την ονείδισα -ναι, βέβαια- και πείσμωσε·  κι έπιασε κι έπλεξε στεφάνι με τα πιο δροσερά κι ευώδη άνθη· και του το πέρασε στην μαλλιαρή κεφάλα σαν να έστεφε κανέναν βασιλιά. Κρίμα στα λουλουδάκια! Ως και οι στάλες της δροσιάς, που έλαμπαν, σαν αμύθητα μαργαριτάρια από την μακρινή Ανατολή στα πέταλά τους, τώρα έμοιαζαν δάκρυα! Πώς ν’ αντέξει τέτοια κατάντια η ομορφιά του κόσμου; Της είπα... και τι δεν της είπα! Κι όταν το διασκέδασα για τα καλά , μαλάκωσε  κι άρχισε να μου ζητάει συγνώμη,  με γλυκόλογα· κι εγώ βρήκα την ευκαιρία και της ζήτησα το αγόρι.  Και μου το έδωσε - χωρίς πολλά-πολλά. Διέταξε το πρώτο ξωτικό της να το πάρει και να το πάει στο άντρο μου, στην χώρα των στοιχειών. Τα κατάφερα, επιτέλους! Απομένει να διώξω τα γαϊδουρινά μάγια από τα μάτια της.  Εσύ, καλέ μου, Πουκ, πάρε αυτό το καρναβάλι απ’ το κεφάλι του Αθηναίου χωριάτη, ώστε μόλις ξυπνήσει ο εαυτός του, να γυρίσει  στα λημέρια του, μαζί με τους ομοίους του. Κι αν καμιά φορά θυμούνται κάτι απ’ αυτήν την νύχτα, να είναι θαμπό και μακρινό, σαν υποψία  κακού ονείρου. Στάσου πρώτα να ελευθερώσω την βασίλισσα. 

Όπως διώχνει ο ανθός της Άρτεμης του έρωτα το άνθος, έτσι να διώξει αυτό που ήσουνα αυτό που έγινες· κι εκείνο, που έβλεπες, εκείνο που βλέπεις. 

                      Ξύπνα, Τιτάνια, γλυκιά βασίλισσά μου.   

ΤΙΤΑΝΙΑ Αχ, Όμπερόν μου! Τι όνειρο ήταν αυτό;  Ήμουν, λέει, ερωτευμένη  μ’ ένα γαϊδούρι. 

ΟΜΠΕΡΟΝ   Όπως αυτό, που είναι δίπλα σου;  

ΤΙΤΑΝΙΑ   Μα πώς συνέβη τέτοιο πράγμα. Αηδιάζω και μόνο που τον βλέπω! 

ΟΜΠΕΡΟΝ    Μια στιγμή. —Πουκ, παρ’ του το κεφάλι. —Μουσική, Τιτάνιά μου. Μουσική, να βυθιστούν οι αισθήσεις και των πέντε,  σε λήθαργο, σαν θάνατο.   

ΤΙΤΑΝΙΑ Εμπρός,  ξωτικά μου, μουσική, που φέρνει ύπνο βάσκανο.  

ΠΟΥΚ Όταν ξυπνήσετε, να δείτε πάλι το κόσμο με τα μάτια τής μίζερης αλήθειας σας. 

ΟΜΠΕΡΟΝ Πιο δυνατά! Μην σταματάτε, μουσικοί!  Δος μου το χέρι σου, βασίλισσά μου. Γερά το πόδι σου στην γη, να γίνει χαλασμός, όσο λείπουνε αυτοί στου ύπνου τα βαθιά.  Να που μονιάσαμε εσύ κι εγώ. Και αύριο το βράδυ θα προσέλθουμε στον οίκο του Θησέα να χορέψουμε με χάρη, να χαρούμε και βίο ανθόσπαρτο σε όλους να ευχηθούμε. Αφού μαζί θα παντρευτούν και οι πιστοί μας εραστές.  Κι όλα ωραία και καλά και όλα γιορτινά.  

ΠΟΥΚ Άκου, βασιλιά μου! Αυτός είναι ο κορυδαλλός. Σημαίνει φως. 

ΟΜΠΕΡΟΝ Τότε, βασίλισσά μου, πρέπει να φύγουμε κι εμείς, σιωπηλά και ταπεινά, με τις σκιές της νύχτας· να τρέξουμε στην άλλη πλευρά της γης πιο γρήγορα  από το γρήγορο φεγγάρι.   
 
ΤΙΤΑΝΙΑ Πάμε,  βασιλιά μου. Και στον δρόμο θέλω να μου εξηγήσεις τι έγινε την νύχτα· πώς και γιατί βρέθηκα να κοιμάμαι στην λάσπη και τα φύλλα μ’ αυτούς τους ανθρώπους.   

Ο ΟΜΠΕΡΟΝ ΚΑΙ Η ΤΙΤΑΝΙΑ ΑΠΟΧΩΡΟΥΝ ΤΑ ΖΕΥΓΑΡΙΑ ΚΑΙ Ο ΠΑΤΟΣ ΚΟΙΜΟΥΝΤΑΙ ΑΚΟΜΑ ΕΡΧΟΝΤΑΙ Ο ΘΗΣΕΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΤΟΥ, Ο ΑΙΓΕΑΣ ΚΑΙ Η ΙΠΠΟΛΥΤΗ  

ΘΗΣΕΑΣ Κάποιος να πάει να βρει τον δασοφύλακα. Τηρήσαμε το έθιμο του κλήδονα - κι αφού η μέρα βρίσκεται ακόμα στα μετόπισθεν, είναι ευκαιρία ν’ απολαύσει, η καλή μου τον παιάνα των κυνηγόσκυλών μου. Εμπρός! Λύστε τα, αφήστε τα να προελάσουν στην δυτική κοιλάδα.   Γρήγορα, λέω! Και κάποιος  να βρει τον δασοφύλακα, επιτέλους!  Εμείς, ωραία βασίλισσά μου, θ’ ανεβούμε στην κορυφή του λόφου κι από εκεί θα παρακολουθήσουμε  την συναυλία του χάους, που σπέρνουν τα γαυγίσματα. 

ΙΠΠΟΛΥΤΗ Έτυχε κάποτε να βρίσκομαι στην Κρήτη,  σ’ ένα δάσος - με τον Κάδμο και τον Ηρακλή. Είχαν λύσει τα σπαρτιάτικα σκυλιά τους να στριμώξουν μιαν αρκούδα. Ε, λοιπόν, δεν είχα ξανακούσει τόσο μεγαλειώδες πανδαιμόνιο. Κάθε δέντρο, κάθε φύλλο, φυλλωσιά, κάθε σκιά, πηγή...  τα πάντα ακολουθούσαν με μια φωνή  εκείνη την μελωδική οχλοβοή, εκείνο  τον γλυκό ορυμαγδό. 

ΘΗΣΕΑΣ Σπαρτιάτικα λαγωνικά είναι και τα δικά μου. Κατάξανθά και βλοσυρά, βάζουν κάτω το κεφάλι και προχωρούν, σαρώνοντας την αυγινή δροσιά,  με κρεμαστά, μεγάλα αυτιά. Κυρτά είναι τα πίσω πόδια τους και κρέμεται το δέρμα στον λαιμό τους, σαν των ταύρων της Θεσσαλίας. Δεν είναι πολύ γρήγορα, αλλά τα γαυγίσματα τους έχουν κάτι από μεγάλες  καμπάνες, που απαντούν η μια στην άλλη, αρμονικά. Ούτε στην Κρήτη, ούτε στην Σπάρτη, ούτε στην Θεσσαλία, αντήχησε ποτέ  τόσο εξαίσια συμφωνία βούκινων και υλακών.  Θ’ ακούσεις και θα κρίνεις.  Μα τι – νεράιδες βλέπω; 

ΑΙΓΕΑΣ  Αυτή εκεί, που κοιμάται στην γη, άρχοντά μου, είναι η κόρη μου. Κι εκείνος,  ο Λύσανδρος· και δίπλα του, ο Δημήτριος·  κι αυτή είναι η Ελένη, η κόρη του Ναδίρου.  Πώς βρέθηκαν όλοι μαζί εδώ; 

ΘΗΣΕΑΣ Προφανώς θα ξύπνησαν νωρίς να ετοιμαστούν για τον κλήδονα και όταν έμαθαν  πως θα είμαστε εδώ, ήρθαν να μας τιμήσουν. Μα πες μου, Αιγέα, σήμερα δεν είναι η μέρα που θα μας έδινε απάντηση η Ερμία  
στο ζήτημά της. 

ΑΙΓΕΑΣ  Σήμερα, άρχοντά μου. 

ΘΗΣΕΑΣ Κάποιος να πει στους κυνηγούς να ηχήσουν τα βούκινα, για να ξυπνήσουν τα νιάτα μας. 

ΞΥΠΝΟΥΝ ΟΛΟΙ 

ΘΗΣΕΑΣ Καλή σας μέρα, αφεντικά! Του Αγίου Βαλεντίνου πέρασε πια, ζευγάρωσαν του δάσους τα πουλιά. Εσείς  τώρα το θυμηθήκατε; 

ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ  Συγνώμη, άρχοντά μου! 

ΘΗΣΕΑΣ Όλοι επάνω! Εσάς τους δυο σας ξέρω: είστε άσπονδοι αντεραστές· κι αναρωτιέμαι  τι να έπαθε  του κόσμου ο ρυθμός κι αφήνει το μίσος και την ζήλια να κοιμούνται  τόσο βαθιά, τόσο γλυκά και τόσο ειρηνικά. 

ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ Θα σας εξηγήσω εγώ το τι, το πώς και το γιατί, άρχοντά μου. Μόνο που είμαι λίγο...  πολύ... μπερδεμένος... μ’ αυτό το ξαφνικό... που ξύπνησα... ή μήπως κοιμάμαι ακόμα; Το πώς βρεθήκαμε εδώ δεν το ξέρω – ειλικρινά, πιστέψτε με. Το μόνο που ξέρω είναι πως ήρθα με την Ερμία εδώ... Πρόθεσή μας ήταν να φύγουμε μακριά από την Αθήνα, προκειμένου... να δραπετεύσουμε... να το σκάσουμε... να μην μας υποτάξει ο νόμος της Αθήνας...   
 
ΑΙΓΕΑΣ   Αρκετά! Νομίζω, άρχοντά μου, πως η ομολογία του Λύσανδρου, αρκεί. Παρακαλώ, λοιπόν, να πέσει η οργή του νόμου –ναι, του νόμου, του παντοκράτορα- επί της κεφαλής του! Θα έφευγαν, Δημήτριε· θα μας εξαπατούσαν. Θ’ άρπαζαν την γυναίκα σου,  θα μου έκλεβαν την κόρη.  

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Άρχοντά μου, η ωραία Ελένη με ειδοποίησε πως σχεδιάζουν να κλεφτούν. Εγώ ακολούθησα αυτούς, τρελός από θυμό  και η Ελένη εμένα, τρελή από αγάπη.  Όμως, καλέ μου άρχοντα... σαν κάπως... από κάποια δύναμη –οπωσδήποτε ανώτερη· τι άλλο;-  η αγάπη μου για την Ερμία έλιωσε σαν το χιόνι, θάμπωσε σαν ανάμνηση παλιά: ένα κουτό  παιχνίδι, που βαρέθηκα ήδη από παιδί. Και η καρδιά μου πόθησε βαθιά, πιστά, με πάθος αυτήν που τώρα δεν μπορούν  να στερηθούν τα μάτια μου: την λατρεμένη Ελένη. Σ’ αυτήν έδωσα κάποτε υπόσχεση αγάπης. Μα όταν είδα την Ερμία, άρχισε να μου φαίνεται άνοστη – όπως φαίνονται στους άρρωστους οι γεύσεις, που λάτρευαν, πριν πέσουν στο κρεβάτι.  Λοιπόν, καλέ μου βασιλιά, συνήλθα, είμαι καλά, βρήκα πάλι την γεύση μου και ξέρω πως λατρεύω και θα λατρεύω πάντα την όμορφη Ελένη.   

ΘΗΣΕΑΣ Χαριτόβρυτοι εραστές μου, έχετε τύχη μεγάλη, που βρεθήκαμε εδώ. Θα δούμε αργότερα το πώς και το γιατί. Αιγέα, δεν θα λάβω υπόψη μου τι επιθυμείς. Ετούτα τα ζευγάρια θα ενωθούν διά παντός με τα δεσμά του γάμου και μάλιστα απόψε, στον ναό,  την ώρα του δικού μας γάμου. Προς το παρόν, αφού το πρωινό πήρε τον δρόμο του, ας αφήσουμε στην άκρη το κυνήγι κι ας πάρουμε κι εμείς τον δρόμο για την Αθήνα.  Τρεις γάμοι, τρεις χαρές, μας περιμένουν. Έλα, Ιππολύτη. 

Ο ΘΗΣΕΑΣ, Η ΙΠΠΟΛΥΤΗ ΚΙ Ο ΑΙΓΕΑΣ ΑΠΟΧΩΡΟΥΝ 

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Θολά, θαμπά, ακατανόητα πράγματα. Σαν  να μην ξέρεις αν το βάθος του ορίζοντα το κλείνουν είναι σύννεφα πυκνά ή βουνά.  

ΕΡΜΙΑ Όλα μου φαίνονται διπλά: ένα για κάθε μάτι μου. 

ΕΛΕΝΗ Το ίδιο έχω πάθει κι εγώ με τον Δημήτριο.  Σαν να βρήκα ένα ξένο διαμάντι, που είχα χάσει. 

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Είμαστε σίγουροι πως δεν κοιμόμαστε κι ονειρευόμαστε; Ήταν στ’ αλήθεια εδώ ο Δούκας και μας είπε να τον ακολουθήσουμε; 

ΕΡΜΙΑ Ναι – κι ο πατέρας μου. 

ΕΛΕΝΗ Κι η Ιππολύτη. 

ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ Κι ο βασιλιάς είπε να πάμε μαζί του στον ναό.  

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Ε, τότε είμαστε ξύπνιοι. Πάμε – και λέμε στον δρόμο τι ονειρεύτηκε καθένας. 

ΤΑ ΖΕΥΓΑΡΙΑ ΑΠΟΧΩΡΟΥΝ Ο ΠΑΤΟΣ ΞΥΠΝΑ 

ΠΑΤΟΣ Φωνάξτε μου, όταν έρθει η σειρά μου και βγαίνω κατευθείαν. Με το που θα πει: «Πύραμε, λεβέντη μου!» έτσι; Τάκο, μ’ ακούς; Πίπα! Τσουνή! Πειναλέων! Μ’ ακούτε βρε; Έλα, Παναγία μου – φύγανε και μ’ αφήσανε να κοιμάμαι; Και είδα κι ένα όνειρο από τα λίγα. Σπάνιο πράγμα. Τι να πω; Δεν το χωράει ανθρώπου νους - άντε να το χωρέσουν τα λόγια. Αν πεις και για την εξήγησή του... γαϊδουρινή υπομονή πρέπει να έχεις, να κάτσεις να σκεφτείς και να σκεφτείς και άκρη να μην βγάλεις. Είδα, λέει...  ποιος λέει...; Ο τρελός του βασιλιά και πάλι άντε να πει τι είδα! Μάτι δεν άκουσε, αυτί δεν είδε, χέρι δεν γεύτηκε, γλώσσα δεν έπιασε, καρδιά δεν είπε, ποτέ, ποτέ, αυτό που είδα. Θα βάλω τον Τάκο να μου γράψει μια μπαλάντα, να λέγεται: «Του Πάτου τ’ Όνειρο», επειδή δεν έχει πάτο· και θα την τραγουδήσω, μπροστά στον Δούκα, στα τελευταία του έργου, με το που πεθαίνει η Θίσβη, να γίνει πιο αξιοθαυμάσιο! 

Ο ΠΑΤΟΣ ΑΠΟΧΩΡΕΙ 

Σκηνή 2 

ΑΘΗΝΑ – ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΤΑΚΟΥ ΕΡΧΟΝΤΑΙ Ο ΤΑΚΟΣ, Ο ΠΙΠΑΣ, Ο ΤΣΟΥΝΗΣ,  Ο ΠΑΡΑΒΑΝΗΣ ΚΑΙ Ο ΠΕΙΝΑΛΕΩΝ 

ΤΑΚΟΣ Πήγε κανείς στο σπίτι του Πάτου να δει αν είναι εκεί. 

ΠΕΙΝΑΛΕΩΝ  Πήγε, αλλά δεν τον βρήκε. Πάει  ο Πάτος μας, τον πήρανε τα ξωτικά! 

ΠΙΠΑΣ Αν δεν φανεί, τέρμα το έργο. Χωρίς αυτόν δεν κάνουμε τίποτα. 

ΤΑΚΟΣ Τίποτα. Δεν υπάρχει στην Αθήνα άνθρωπος να παραστήσει τον Πύραμο, όπως αυτός.  

ΠΙΠΑΣ Σίγουρα. Είναι ο πιο ξύπνιος μάστορας της Αθήνας.  

ΤΑΚΟΣ Βέβαια· κι ο πιο εμφανίσιμος. Μέλι στάζει η φωνή του. Άχρηστος σε όλα!  

ΠΙΠΑΣ Άριστος, θέλεις να πεις. Άχρηστος είναι βρισιά. Έλα , Παναγία μου!  

ΕΡΧΕΤΑΙ Ο ΠΑΡΑΒΑΝΗΣ 

ΠΑΡΑΒΑΝΗΣ  Μάστορες, ο Δούκας έρχεται απ’ τον ναό κι έχει μαζί του κάνα-δυο-τρία ζευγάρια άρχοντες, που παντρεύτηκαν μαζί του. Έτσι και το σπρώξουμε λίγο το έργο να ετοιμαστούμε γρήγορα, την κάναμε την τύχη μας.   

ΠΙΠΑΣ Αχ, Πάτε μου, κουτούλιακα! Πάνε οι έξι πένες καθ’ εκάστην ισοβίως. Έξι, ούτε μία λιγότερη! Ο διάολος να με πάρει, αν δεν του τις έδινε ο Δούκας, έτσι που θα έπαιζε τον Πύραμο. Και θα τις τσέπωνε με την αξία του. Τέτοιος Πύραμος, ακατέβατα έξι πένες καθ’ εκάστη ισοβίως ή ας δούνε κάτι άλλο.   

ΕΡΧΕΤΑΙ Ο ΠΑΤΟΣ 

ΠΑΤΟΣ Πού είναι τα πουλάκια μου; Πού είναι οι ψυχούλες μου; 

ΤΑΚΟΣ Ω, Πάτε μου· έφεξες και μας έφεξε! Ω, μέρα ευλογημένη! 

ΠΑΤΟΣ Μάστορες, έχω πράγματα και θαύματα να σας πω! Για τα θαύματα μην με ρωτάτε. Ανάθεμά με, τον Αθηναίο, αν ξέρω τι να πω. Γι’ αυτό δεν λέω. Τα πράγματα τα ξέρω – αυτά μπορώ να σας τα πληροφορήσω καταλεπτώς. 

ΤΑΚΟΣ Πες μας τα όλα, καλέ μου Πάτε.  

ΠΑΤΟΣ Όλα; Αποκλείεται, μην το συζητάτε! Ένα πράγμα θα σας πω: ο Δούκας τέλειωσε το δείπνο του. Λοιπόν, μαζέψτε τα συμπράγκαλα του έργου, σουλουπώστε τα μούσια σας, βάλτε καινούργιες κορδέλες στα παπούτσια κι ελάτε γρήγορα να με βρείτε στο παλάτι. Α, ξαναρίξτε μια ματιά στα λόγια σας και τα σχετικά. Στις λεπτομέρειες θα κριθούμε. Η Θίσβη να ’χει όπως-και-να ’χει καθαρά εσώρουχα. Κι αυτός που θα κάνει το λιοντάρι να μην κόψει τα νύχια του, για να δείχνει πιο άγριο λιοντάρι και... σας ικετεύω καλλιτέχνες μου μην φάτε ούτε κρεμμύδι ούτε σκόρδο. Άμα μυρίζει ωραία το στόμα μας, σίγουρα όλοι θα πούνε: Α, τι ωραία κωμωδία! Αυτά – τέρμα οι κουβέντες. Πάρτε τα πόδια σας.  

ΑΠΟΧΩΡΟΥΝ ΟΛΟΙ 
  
ΠΡΑΞΗ ΠΕΜΠΤΗ 

Σκηνή 1 

ΕΡΧΟΝΤΑΙ Ο ΘΗΣΕΑΣ, Η ΙΠΠΟΛΥΤΗ ΚΑΙ Ο ΑΙΓΕΑΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΑΚΟΛΟΥΘΟΥΣ ΤΩΝ 

ΙΠΠΟΛΥΤΗ Πολύ παράξενα πράγματα λένε, Θησέα, αυτοί οι νέοι.  

ΘΗΣΕΑΣ Θαύματα, όχι πράγματα - και πάντως καθόλου αληθινά.  Εγώ δεν πίστεψα ποτέ αυτά τα παραμύθια περί στοιχειών. Αλλά ο έρωτας και η τρέλα φαντάζονται τ’ αφάνταστα. Πώς να τα λάβει υπόψη της η λογική. Ο τρελός, ο εραστής κι ο ποιητής  έχουν τόση φαντασία, που καταντούν φανταστικοί. Ο πρώτος -ο τρελός- βλέπει δαίμονες παντού... τόσους που δεν τους χωράει της κόλασης η απεραντοσύνη. Ο δεύτερος -ο εραστής- τυφλώνεται εντελώς από το πάθος του. Νέγρα να δει μπροστά του, την άσπιλη ασπράδα του έρωτά του αναγνωρίζει. Όσο για τον ποιητή... αυτός αλληθωρίζει μεταξύ ουρανού και γης. Κι ό,τι ασύλληπτο συλλάβει η φαντασία του, πιάνει την πέννα και του δίνει  μορφή. Παίρνει το απόλυτο μηδέν, το ονομάζει κάπως  και στο εξής το θεωρεί πραγματικό. Φτάνει να του αρέσει η χίμαιρά του και σκαρφίζεται αμέσως την θέση της στην φυσική αναγκαιότητα· όπως, μέσα στην νύχτα, ο φόβος είναι απολύτως λογικό να βλέπει σε κάθε θάμνο μιαν αρκούδα. 

ΙΠΠΟΛΥΤΗ Μα είναι δυνατόν να φαντάστηκαν όλοι τα ίδια πράγματα; Απ’ την στιγμή, που συμφωνούν ακόμα και στις λεπτομέρειες, νομίζω πως δεν λένε φαντασίες. Όσο απίστευτα, όσο τερατώδη κι αν ακούγονται, έχουν κάποια βάση. 

ΘΗΣΕΑΣ Έρχονται τα ζευγάρια μας. Ακούτε γέλια και χαρές; 

ΕΡΧΟΝΤΑΙ Ο ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ, Ο ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ, Η ΕΡΜΙΑ ΚΑΙ Η ΕΛΕΝΗ 
  
Ευτυχείτε! Ευτυχείτε, ωραία μου παιδιά!  Σας εύχομαι από καρδιάς ν’ απολαύσετε με όλη την καρδιά σας τις ημέρες και τις νύχτες του έρωτά σας! 

ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ Κι εσείς ακόμα περισσότερο, άρχοντά μας:  στο τραπέζι, στον περίπατο και στην βασιλική σας κλίνη. 

ΘΗΣΕΑΣ Ελάτε τώρα να δούμε πώς θα ψυχαγωγηθούμε, για να περάσουν οι τρεις ώρες που απομένουν, ώσπου ν’ αποσυρθούμε στις κάμαρές μας.  Πού είναι ο τελετάρχης μας; Πώς πάμε από ψυχαγωγία; Υπάρχει κανένα έργο, που να τρέφεται με ώρες οκνηρές; Φωνάξτε τον Φιλόστρατο. 

ΦΙΛΟΣΤΡΑΤΟΣ Στις προσταγές σου, ένδοξε Θησέα. 

ΘΗΣΕΑΣ Πες μας τι μηχανεύτηκες, για να περάσει η ώρα;   Μπαλέτο, Μουσική, καμιά παράσταση; Γιατί κάπως θα πρέπει  να εξαπατήσουμε τον χρόνο. 

ΦΙΛΟΣΤΡΑΤΟΣ Ιδού ο κατάλογος των πλέον καταλλήλων. Ας επιλέξει η μεγαλειότητά σας.  

ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ Λοιπόν, για να δούμε. Η Μάχη των Κενταύρων – τραγούδι με την συνοδεία λύρας, από Αθηναίο ευνούχο. Δεν μας κάνει. Έχω πει στην καλή μου Ιππολύτη για την σύγκρουση του ένδοξου εξαδέλφου μου Ηρακλή  με τους κενταύρους. Πάμε παρακάτω. Ο Τεμαχισμός του Ορφέα, από τις Οινοβαρείς Μαινάδες. Μπα, το θέμα είναι παλιό. Εξάλλου ξαναπαίχτηκε επί τη ευκαιρία του θριάμβου μου στον πόλεμο της Θήβας.  Ο Θρήνος και ο Οδυρμός  των τρις τριών Μουσών, για τον Οικτρό  Θάνατο της Μαθήσεως, από έσχατη Πενία.  Αυτό, οπωσδήποτε θ’ ασκεί σάτιρα καυστική και κριτική οχληρή. Δεν κάνει για γαμήλια εορτή. Σχοινοτενής Θεατρική Σύνοψη της Ερωτικής Ιστορίας του Πυράμου και της Θίσβης· Κωμωδία Τραγική.  Κωμωδία τραγική, σύνοψη σχοινοτενής!  Καυτός πάγος ή πραγματικά φανταστικό  χιόνι, δηλαδή. Πώς είναι δυνατόν να έχει ειρμό αυτό το έργο, με τόσες αντιθέσεις; 

ΦΙΛΟΣΤΡΑΤΟΣ Αποτελείται μόνο από δέκα κουβέντες, Κύριέ μου.  Είναι το συντομότερο έργο, που έχω συναντήσει.  Όμως αυτές οι δέκα κουβέντες είναι τόσο μεγάλες, ώστε το έργο να καταντά ανιαρό. Από την πρώτη μέχρι την τελευταία λέξη,  δεν υπάρχει ούτε μία της προκοπής και οι ηθοποιοί παίζουν άλλα αντί άλλων.  Το τραγικότερο όλων, άρχοντά μου, είναι πως ο Πύραμος αυτοκτονεί. Όταν το είδα στην πρόβα, ειλικρινά  δεν μπόρεσα να κρατηθώ: έγιναν βρύσες τα μάτια μου – από τα γέλια, εννοείται.  

ΘΗΣΕΑΣ Ποιοι το παίζουν. 

ΦΙΛΟΣΤΡΑΤΟΣ Κάτι χονδραίσθητοι αστοί. Μάστορες στην Αθήνα, που δεν έβαλαν ποτέ το μυαλό τους να δουλέψει. Άκουσαν για τον γάμο σου  και άρχισαν να στύβουν το κουκούτσι , που έχουν στο κεφάλι τους και ιδού το αποτέλεσμα:  ό,τι είχε καταφέρει να κρατήσει η ξεραμένη μνήμη τους.  

ΘΗΣΕΑΣ Ας το δούμε. 

ΦΙΛΟΣΤΡΑΤΟΣ  Άρχοντά μου, δεν αρμόζει στο μεγαλείο σας. Το είδα και οφείλω να πω πως πρόκειται για το απόλυτο μηδέν. Εκτός, αν σας ευχαριστούν οι καλές προθέσεις και οι κόποι, που μάταια κατέβαλαν, για να σας ευχαριστήσουν. 

ΘΗΣΕΑΣ Θα το δούμε. Δεν μπορεί  να μην αξίζει τίποτα ένα πλάσμα της ειλικρίνειας και της βιοπάλης. Πήγαινε να τους φέρεις. Καθίστε, κυρίες μου. 

ΑΠΟΧΩΡΕΙ Ο ΦΙΛΟΣΤΡΑΤΟΣ 

ΙΠΠΟΛΥΤΗ Δεν θέλω  να δω φτωχούς ανθρώπους να ματαιοπονούν.  

ΘΗΣΕΑΣ Τέτοια παράσταση δεν θα ’χεις ξαναδεί, γλυκιά μου αγάπη. 

ΙΠΠΟΛΥΤΗ Μα ο Φιλόστρατος λέει πως δεν είναι  καλλιεργημένοι. 

ΘΗΣΕΑΣ  Είμαστε εμείς – γι’ αυτό θα τους ευχαριστήσουμε, που είχαν την πρόθεση να μας ευχαριστήσουν. Και θα ευχαριστηθούμε – ακόμα και με τα λάθη τους.  Η καλλιέργεια επιβάλλει να κρίνουμε  τα έργα  του ακαλλιέργητου λαού  απ’ τις καλές προθέσεις και τον μόχθο του –  όχι  από το αποτέλεσμα. Έχω δει σπουδαίους λογίους  να προσπαθούν να με καλωσορίσουν με καλογραμμένους λόγους. Έτρεμαν, κιτρίνιζαν, κόμπιαζαν, τραύλιζαν από τον φόβο μήπως δεν καταφέρουν να προφέρουν σωστά τις λέξεις, που είχαν πει και ξαναπεί αμέτρητες φορές - ώσπου κατέρρεαν, στην πιο βαθιά σιωπή και τελικά κάθε άλλο παρά με καλωσόριζαν. Και όμως –πίστεψέ με, γλυκιά μου- ακόμα και σε κείνη την σιωπή, άκουγα το καλωσόρισμά τους·  η σεμνή προσπάθειά τους, μου έλεγε όσα η άνετη, η τολμηρή  κι εν τέλει αλαζονική ευφράδεια της ευγλωττίας.  Εμένα, αγάπη μου, η σιωπή μου μιλάει πιο καθαρά, όταν είναι ειλικρινής; 

ΕΡΧΕΤΑΙ Ο ΦΙΛΟΣΤΡΑΤΟΣ 

ΦΙΛΟΣΤΡΑΤΟΣ Αν επιτρέπει η χάρη σας, ο πρόλογος μπορεί ν’ αρχίσει. 

ΘΗΣΕΑΣ    Εμπρός, λοιπόν. 

ΕΡΧΕΤΑΙ Ο ΤΑΚΟΣ 

ΤΑΚΟΣ Αν σας παρενοχλήσουμε, δεν το ’χαμε σκοπό. Εσείς να πείτε πως εμείς απ’ την καλή καρδιά μας  ήρθαμε εδώ να δείξουμε την χοντρική δουλειά μας. Καμία παρενόχληση, κανέναν ζορισμό δεν θέλουμε να πάθετε απ’ το αυτούργημά μας. Της αρχοντιάς σας, άρχοντες, δεν θέ’με το κακό, παρά την διασκέδαση και την ανάπαυλά σας. Αν ήρθαμε, σας ήρθαμε ν’ ανοίξει η καρδιά σας. Οι ’θοποιοί ’ναι αύτανδροι ολοσχερώς εδώ και θα σας πουν νοήματα, που θέλει η άνοιά σας. 

ΘΗΣΕΑΣ Ανάσα δεν πήρε! Σωρός κουβάρι όλα. 

ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ Αυτό δεν ήταν πρόλογος – άγριος καλπασμός ήταν. Πάντως είχε ωραίο δίδαγμα, άρχοντά μου: Μίλα σωστά ή σώπαινε!  

ΙΠΠΟΛΥΤΗ Πραγματικά, είπε τον πρόλογο σαν παιδί που προσπαθεί να παίξει αυλό: βγάζει ήχους, αλλά εντελώς παράταιρους.  

ΘΗΣΕΑΣ Σαν μπερδεμένη αλυσίδα ήταν αυτός ο πρόλογος.  Γερή, αλλά χωρίς αρχή και τέλος. Πάμε παρακάτω. 

ΕΡΧΟΝΤΑΙ Ο ΠΥΡΑΜΟΣ, Η ΘΙΣΒΗ, Ο ΤΟΙΧΟΣ, ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ ΚΑΙ ΤΟ ΛΙΟΝΤΑΡΙ 

ΠΑΤΟΣ Άρχοντες, αν-ίσως και δεν ξέρετε τι βλέπετε, θα δείτε παρακάτω τι δεν ξέρατε, όταν δείτε το έργο κι όλα θα ξεπλυθούν στα φανερά.  Αυτός ο άντρας είναι ο Πύραμος, αν θέλετε να ξέρετε κι αυτή η ωραία κυρία είναι σίγουρα η Θίσβη. Αυτός με τον ασβέστη και τον σοβά, παρασταίνει τον τοίχο, το κάθαρμα τον τοίχο, που χωρίζει  τους εραστές· κι από μια χαραμάδα, που έχει, πάνε και προσπαθούνε  να μιλήσουνε οι δύστυχες ψυχές· κι άμα μπορέσουνε να ψιθυρίσουνε δυο λόγια δεν λέγεται η χαρά τους. Έτσι είναι και κανένας μην παραξενευτεί πως γίνεται το πράγμα. Αυτός εδώ με το φανάρι, το σκυλί  και τα γαϊδουράγκαθα παρασταίνει την φεγγαρολουσία. Γιατί αν θέλετε να ξέρετε αυτοί οι εραστές το σκεφτήκανε, ξετσίπωτα, να πάνε φεγγαράδα στου Νίνου το θαφτό να κάνουνε...  ε, να κάνουνε...  τα ερωτικά τους σχέδια. Αυτό το φρικαλέο θερίο,  με τ’ όνομα λιοντάρι, την Θίσβη την πιστή, που ήρθε πρώτη μες στην νύχτα,  την τρόμαξε ή καλύτερα να λέμε: την έφριξε· κι εκείνη, όπως έτρεχε, πέταξε από πάνω της  το πέπλο της και πήγε το φονικό λιοντάρι  και το ’σκισε και άφησε απάνω στα κομμάτια το αίμα από τα δόντια του, που είναι πάντα αιμόφρικτα. Να ’σου κι έρχεται ο Πύραμος και βρίσκει σπαραγμένο το πέπλο! Τι να κάνει; Τραβάει την αιμόσταχτη λεπίδα του, την άτιμη λεπίδα και την βουτάει στο αίμα του, που έβραζε στο στήθος. Κι η Θίσβη που έπαιρνε δροσιά σε μιας μουριάς τον ίσκιο, τραβάει το μαχαιράκι του και πέθανε και πάει. Η φεγγαράδα, το θεριό, ο τοίχος κι οι εραστές οι δυο θα σας τα πουν καταλεπτώς, καθότι είναι εδώ.  

ΑΠΟΧΩΡΟΥΝ ΟΛΟΙ ΕΚΤΟΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΣΟΥΝΗ ΠΟΥ ΚΑΝΕΙ ΤΟΝ ΤΟΙΧΟ 

ΘΗΣΕΑΣ Θέλω να δω αν θα μιλήσει το λιοντάρι. 

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Διόλου απίθανο, άρχοντά μου, αφού μιλούν τόσοι γαϊδάροι. 

ΤΟΙΧΟΣ [ΤΣΟΥΝΗΣ] Στο δράμα τούτο εδωνά μου έπεσε ο τοίχος να παρασταίνω. Εγώ ο Τσουνής, ονομαστί κι ο ίδιος. Και όχι του πεταματού κανένας όποιος τοίχος. Θέλω να καταλάβετε πως είμαι τρυπημένος περιφανώς κι από αυτήν την χαραμάδα λένε η Θίσβη και ο Πύραμος τα ψιθυρίσματά τους. Έχω ασβέστη και σοβά και πλίθες, αφού είμαι τοίχος σαν τοίχος άπταιστος, ντουβάρι σαν ντουβάρι. Κι εδώ ’ναι η χαραμάδα μου, που έρχονται και λένε η Θίσβη και ο Πύραμος τα ψιθυρίσματά τους. 

ΘΗΣΕΑΣ Ορίστε! Πού θ’ ακούγατε άχυρο και λάσπη  να μιλάνε πιο καλά;  

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ  Όσο γι’ αυτό, άρχοντά μου,  είναι το πιο καλό ντουβάρι, που έχω ακούσει. 

ΕΡΧΕΤΑΙ Ο ΠΥΡΑΜΟΣ 

ΘΗΣΕΑΣ Πάψτε – ο Πύραμος πηγαίνει καταπάνω στον τοίχο. 

ΠΥΡΑΜΟΣ [ΠΑΤΟΣ] Ω, νύχτα ολοσκότεινη, σαν το σκοτάδι μαύρη. Ω, νύχτα μαύρη εντελώς, που βγαίνεις πάντα νύχτα. Ω, νύχτα, νύχτα, πω, πω, πω τι έπαθα ο δόλιος. Φοβάμαι πως η Θίσβη μου με ξέχασε, δεν ήρθε. Κι εσύ ντουβάρι μου γλυκό, ντουβάρι αγαπημένο, που στέκεσαι ανάμεσα σε με και τους γονιούς της· μαντρότοιχε, μαντρότοιχε, γλυκέ μου, αγαπημένε, δείξε μου την τρυπούλα σου να δω από κει μέσα.  Σ’ ευχαριστώ, ευγενικέ, εκλεπτυσμένε, τοίχε – ο Δίας να σου στέκεται τείχος, καλέ μου τοίχε.  Μα τι θωρώ! Την Θίσβη μου δεν την θωρώ καθόλου. Τοίχε κακέ, που τίποτα δεν βλέπω από πίσω,  ανάθεμα τις πλίθες σου, που μ’ έχουν ξεπλανέψει.  

ΘΗΣΕΑΣ Νομίζω πως αν ο τοίχος έχει αισθήματα και νου, οφείλει να του ανταποδώσει το ανάθεμα. 

ΠΥΡΑΜΟΣ [ΠΑΤΟΣ] [Στον Θησέα] Όχι, βασιλιά μου – κανονικά δεν είναι καθόλου η σειρά του. Πάνω στο «που μ’ έχουν ξεπλανέψει», μπαίνει η Θίσβη κι εγώ την βλέπω και την κατασκοπεύω από τον τοίχο. Θα δείτε πως θα γίνει έτσι σαφώς, όπως το λέω. Να ’την έρχεται από πέρα.  

ΕΡΧΕΤΑΙ Η ΘΙΣΒΗ 

ΘΙΣΒΗ [ΠΙΠΑΣ] Ω, τοίχε, που συχνά-πυκνά, μ’ άκουσες να μουγκρίζω, που με χωρίζεις: απ’ την μια εγώ κι από την άλλη ο Πύραμος, ο όμορφος τελείως μακριά μου. Πόσες φορές δεν φίλησα τις πλίθες σου, που έχεις, με τα κεράσια των χειλιών, που έχω. 

ΠΥΡΑΜΟΣ [ΠΑΤΟΣ]  Κάτι ακούω! Μην είναι αυτή; Αυτοστιγμής στην χαραμάδα πάω, το πρόσωπο της Θίσβης μου ν’ ακούσω. Εσύ ’σαι Θίσβη; 

ΘΙΣΒΗ [ΠΙΠΑΣ] Αγάπη μου είσαι εσύ; Νομίζω πως σ’ ακούω να μου μιλάς; 

ΠΥΡΑΜΟΣ [ΠΑΤΟΣ] Αγάπη μου, νομίζεις ό,τι θέλεις· γι αυτό κι εγώ σου έφερα τον αγαπητικό σου, που είμαι πόθος άσβεστος για σένα, ο Λέανδρός σου. 

ΘΙΣΒΗ [ΠΙΠΑΣ] Κι εγώ ’μαι η Ελένη σου, όσο που να μου ρίξει η μοίρα κατακέφαλα... 

ΠΥΡΑΜΟΣ [ΠΑΤΟΣ]   Τόσο πολύ αγάπη δεν είχε ο Κέφαλος ποτέ για την καλή του Πρόκρη.  

ΘΙΣΒΗ [ΠΙΠΑΣ] Η Πρόκρη και ο Κέφαλος είμαι κι εγώ για σένα.  

ΠΥΡΑΜΟΣ [ΠΑΤΟΣ] Αχ, φίλα την τρυπούλα εδώ, στον τοίχο τον αχρείο. 

ΘΙΣΒΗ [ΠΙΠΑΣ] Φιλάω στην τρύπα τ’ άφαντα χείλια σου, που δεν τα ’χω. 

ΠΥΡΑΜΟΣ [ΠΑΤΟΣ] Θα έρθεις συντομότατα στης Νίνας το θαφτό, για να βρεθούμε; 

ΘΙΣΒΗ [ΠΙΠΑΣ] Αυτοστιγμής, τώρα κι ανυπερθέτως.  Ούτε ζωή ούτε θάνατος μπορούν να μ’ εμποδίσουν. 

ΑΠΟΧΩΡΟΥΝ Ο ΠΑΤΟΣ ΚΑΙ Ο ΠΙΠΑΣ 

ΤΟΙΧΟΣ [ΤΣΟΥΝΗΣ] Εγώ -ο τοίχος δηλαδή- έχω ξετελειωμένο τον ρόλο μου και λέω ποσώς θα πρέπει να πηγαίνω. 

ΑΠΟΧΩΡΕΙ Ο ΤΣΟΥΝΗΣ 

ΘΗΣΕΑΣ Τώρα που φεύγει ο τοίχος, μόνο το φως του φεγγαριού θα χωρίζει τους γείτονες. 

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Δυστυχώς, Κύριέ μου – δεδομένου ότι έχουμε να κάνουμε με τοίχο, που έχει μεν αυτιά  κρατάει όμως το στόμα του κλειστό. 

ΙΠΠΟΛΥΤΗ Τέτοια βλακεία δεν έχω ξαναδεί. 

ΘΗΣΕΑΣ Τα καλύτερα έργα αυτού του είδους είναι πρόχειρες απομιμήσεις θεάτρου· και τα χειρότερα δεν είναι εντελώς κακά, όταν βάλει ένα χεράκι η φαντασία των θεατών. 

ΙΠΠΟΛΥΤΗ Τότε είναι σαν να παίζεις εσύ κι όχι αυτοί. 

ΘΗΣΕΑΣ Αν τους δούμε με τα δικά τους μέτρα, μια χαρά θεατρίνοι είναι. Να, καταφτάνουν δυο ευγενή θηρία – ένας άνθρωπος κι ένα λιοντάρι. 

ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΤΟ ΛΙΟΝΤΑΡΙ ΚΑΙ ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ 

ΛΙΟΝΤΑΡΙ [ΠΑΡΑΒΑΝΗΣ]  Κυρίες μου, που έχετε πολύ εκλεπτυσμένες κι ευγενικότατες καρδιές, που σκιάζονται άμα δούνε κι ένα θερίο ίσαμε κει μικρούλι ποντικάκι να χώνεται στο πάτωμα, μπορεί να τρομαχτείτε μετά σεισμού και ταραχής, απάνω που θα δείτε ένα λιοντάρι άγριο, αγρίως να μουγκρίζει, με όλη τη μανία του, πολύ αγριεμένο. Τότε σας λέω μην σκιάζεστε, διότι να σκεφτείτε πως είμαι εγώ ολόσωμος ο επιπλοποιός ο Παραβάνης – μηδαμώς λιόνταρος ή λιοντάρα. Γιατί αν ήμουνα θεριό και ήρθα για να κάνω τσακώματα κι αγριεψές, ανάθεμα σε μένα: μες στο τρανό παλάτι μας να μ’ έπαιρνε ο χάρος. 

ΘΗΣΕΑΣ Α, πολύ ευγενικό ζώον! Και λογικότατο! 

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Το καλύτερο ηθοποιόν ζώον, που έχω δει, άρχοντά μου! 

ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ Ανδρείο σαν αλεπού.  

ΘΗΣΕΑΣ Όντως! Και σοφό σαν κότα.  

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Μάλλον όχι, Κύριέ μου. Διότι η ανδρεία του δεν αντέχει την σοφία του – ενώ η αλεπού αντέχει να σηκώσει την κότα. 

ΘΗΣΕΑΣ Είμαι βέβαιος πως η σοφία του δεν αντέχει την ανδρεία του, διότι η κότα δεν αντέχει να σηκώσει την αλεπού. Εν πάση περιπτώσει, ας τον αφήσουμε στην κρίση της σοφίας του κι ας ακούσουμε τι έχει να μας πει το φεγγάρι.  

ΦΕΓΓΑΡΙ [ΠΕΙΝΑΛΕΩΝ] Αυτό το φανάρι παρασταίνει το μεσοφέγγαρο – με τα κέρατα, που λένε. 

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Τον κερατά τον βλέπω – τα κέρατα δεν βλέπω!  

ΘΗΣΕΑΣ Δεν φαίνονται ακόμη. Είναι στην χάση, όπως κι ο χάσικος που το κρατάει. Σιγά-σιγά θα βγουν.  

ΦΕΓΓΑΡΙ [ΠΕΙΝΑΛΕΩΝ] Αυτό το φανάρι παρασταίνει το μεσοφέγγαρο κι εγώ είμαι ο άνθρωπος του φεγγαριού, που το κρατάω. 

 ΘΗΣΕΑΣ Αυτό κι αν είναι λάθος! Αν είναι ο άνθρωπος του φεγγαριού, θα έπρεπε να είναι μέσα στο φανάρι.  

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Δεν τολμάει να μπει στο φανάρι. Θα τον κάψει το κερί. 

ΙΠΠΟΛΥΤΗ Έλεος πια με το φεγγάρι! Τουλάχιστον να ήτανε πραγματικά στην χάση του! 

ΘΗΣΕΑΣ Μα είναι, αν κρίνουμε απ’ τον χάσικο, που το κρατάει. Αρκεί να κάνουμε λιγάκι υπομονή. Κουράγιο - η τάξη απαιτεί ευγένεια, προπάντων.  

ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ Συνέχισε, φεγγάρι. 

ΦΕΓΓΑΡΙ [ΠΕΙΝΑΛΕΩΝ] Λοιπόν, αυτό που έχω να πω είναι πως αυτό το φανάρι είναι το φεγγάρι κι εγώ ο άνθρωπος του φεγγαριού ο ίδιος, όπως στα παραμύθια - κι αυτό το δεμάτι τα γαϊδουράγκαθα είναι τα γαϊδουράγκαθά μου κι ο σκύλος είναι ο σκύλος μου.  

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Και γιατί όλα αυτά δεν είναι μέσα στο φανάρι αφού είναι στο φεγγάρι; Να, σωπάστε, έρχεται η Θίσβη. 

ΕΡΧΕΤΑΙ Ο ΠΙΠΑΣ 

ΘΙΣΒΗ [ΠΙΠΑΣ] Της γερο-Νίνας το θαφτό βλέπω μπροστά μου. Πού ’ναι η αγάπη μου... 

ΛΙΟΝΤΑΡΙ [ΠΑΡΑΒΑΝΗΣ]     Γκρ! Γκρ! 

ΑΠΟΧΩΡΕΙ Η ΘΙΣΒΗ ΤΡΕΧΟΝΤΑΣ 

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Μπράβο λιοντάρι! Ωραία μούγκρισες! 

ΘΗΣΕΑΣ Μπράβο Θίσβη! Ωραία τρόμαξες! 

ΙΠΠΟΛΥΤΗ Μπράβο, φεγγάρι! Λάμπεις με χάρη! 

ΤΟ ΛΙΟΝΤΑΡΙ ΞΕΣΚΙΖΕΙ ΤΟΝ ΠΕΠΛΟ ΤΗΣ ΘΙΣΒΗΣ ΚΑΙ ΑΠΟΧΩΡΕΙ 

ΘΗΣΕΑΣ Μπράβο, λιοντάρι! Την έσκισες την γάτα! 

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Αλλά εισβάλλει ο Πύραμος... 

ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ Κι εκβάλει το λιοντάρι. 

ΕΡΧΕΤΑΙ Ο ΠΥΡΑΜΟΣ 

ΠΥΡΑΜΟΣ [ΠΑΤΟΣ] Γλυκό φεγγάρι ευχαριστώ, για τόσες ηλιαχτίδες που μου ’ριξες και μου ’φεξες. Ευχαριστώ φεγγάρι, που λάμπεις όλο φωτερή λάμψη και με φωτίζεις, γιατί με τις αχτίνες σου που φέγγουν σαν χρυσάφι, σε εμπιστεύομαι να βρω την έμπιστή μου Θίσβη: το πρόσωπό της να το δω και να τ’ αναγνωρίσω! Μα, τι ’ναι δω; Πω, πω, κακό! Ποια συφορά μου γράφτηκε, του ιππότη, ν’ αντικρύσω; Μάτια μου πώς βλέπετε; Αυτός είναι σφαγμός και σπαραγμός! Πάπια μου, χήνα μου, περιστερίνα μου, αγαπημένη μου – αχ, φαγωμένη μου! Τ’ ωραίο πέπλο σου ματοκυλίστηκε! Ερινύες τσατισμένες, άντε, ελάτε με οργή. Πού ’στε Μοίρες, αυθωρί, να ’ρθετε αγριεμένες να μου κόψ’τε την ζωή. Σπάστε, κάψτε και σκοτώστε!   

ΘΗΣΕΑΣ Τέτοιο «σκότωμα», όντως προκαλεί θλίψη στον θεατή.  

ΙΠΠΟΛΥΤΗ Κι όμως εγώ τον λυπάμαι, τον φουκαρά!  

ΠΥΡΑΜΟΣ [ΠΑΤΟΣ] Φύση γιατί μου έκανες στον κόσμο τα λιοντάρια και μου ξεδιακόρευσε λιοντάρι την καλή μου, που είναι... όχι... που ’τανε η πιο ωραία κόρη, που έζησε κι αγάπησε όλο χαρές και γέλια;  

Έβγα, δάκρυ, να με λιώσεις και σπαθί να με σκοτώσεις: στου Πυράμου τον μαστό, χώσου τον αριστερό – εκεί που ’ναι η καρδιά. Να: με σφάζω! Να, να, να! Τώρα σφάχτηκα, πεθαίνω και στον ουρανό πηγαίνω. Φωνή μου σβήσου,  φεγγάρι εξαφανίσου. 

ΑΠΟΧΩΡΕΙ Ο ΠΕΙΝΑΛΕΩΝ ΒΙΑΣΤΙΚΑ 

Τώρα θα πεθάνω, πεθαίνω, πέθανα... εντελώς! Αχ,  Πύραμε, τα παίξαμε... όλα... έναν παρά!  τα έπαιξα... πεθαίνω, πεθαίνω, πεθαίνω! 

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Τι πάει να πει:  «έναν παρά»; Ζάρια παίζει; Και γιατί «παίξαμε». Ένας δεν είναι; 

ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ Κι ούτε καν ένας. Πώς μπορεί να παίζει ένα πτώμα;  

ΘΗΣΕΑΣ Με την βοήθεια ενός καλού γιατρού, θ’ αναστηθεί και θα παίζει μέχρι να γίνει λιώμα.  

ΙΠΠΟΛΥΤΗ Γιατί έφυγε το φεγγάρι; Πώς θα δει τώρα η Θίσβη τον αγαπημένο της στο χώμα;  

ΕΡΧΕΤΑΙ Η ΘΙΣΒΗ 

ΘΗΣΕΑΣ  Έχει αστροφεγγιά. Θα τον δει. Να ’την, έρχεται. Θα κλάψει, θα σπαράξει και τελειώσαμε.  

ΙΠΠΟΛΥΤΗ Τέτοιος Πύραμος, νομίζω πως δεν αξίζει ιδιαίτερο σπαραγμό. Ελπίζω να είναι σύντομη. 

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Για να δούμε! Από έναν κόκκο σκόνης θα κριθεί ποιος είναι καλύτερος στον ρόλο του. Ο θεός να μας φυλάξει από τον αρσενικό – ο θεός να μας γλιτώσει από τον θηλυκό! 

ΛΥΣΑΝΔΡΟΣ Τον «κατασκόπευσαν» ήδη τα «γλυχούδικα» ματάκια της. 

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Ιδού, αρχίζει ο θρήνος! 

ΘΙΣΒΗ [ΠΙΠΑΣ] Κοιμάσαι, αγαπημένε μου; Τι; Πώς; Έχεις πεθάνει; Αητέ μου, πεθαμένε μου,  μίλα, γιατί δεν κάνει να μην μιλάς πολύ βουβός Πύραμε, σήκω πάνω ορθός, στα πόδια σου καλά στητός. Είσαι νεκρός! Είσαι νεκρός! Ποιος τάφος καταβαραθρός θα κλείσει τα κρινολευκά τα χείλια σου, την κερασιά την μύτη και τα λουλουδιά τα μάγουλα, τα κιτρινιά; Είναι νεκρός, πέθανε, πάει και η αγάπη του βογκάει! Σαν τα πράσα πρασινιά η γλυκιά του η ματιά. Μοίρες, τρεις, ελάτε, ελάτε και τα χέρια σας, που είναι άσπρα, άσπρα σαν το γάλα, μες στο αίμα του βουτάτε: αυτουνού, που με μεγάλα και σκληρόψυχα ψαλίδια την κουρέψατε την ίδια την μεταξωτή κλωστή του που βαστούσε την ζωή του. 

Πάψε, γλώσσα, τώρα εσύ. Μπιστεμένο μαχαιράκι χώσου, μπήξου, μέσα κει που την έχω την ψυχή!  

Γεια σας φίλοι μου καλοί. Πάει η Θίσβη, αναχωρεί με του χάρου το φορείο. Πάω, πεθαίνω – αντί... αντί-ο! 

ΘΗΣΕΑΣ Τώρα έμειναν μόνο το φεγγάρι και το λιοντάρι για να τους θάψουν. 

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Ναι, βέβαια· κι ο τοίχος. 

ΠΑΤΟΣ [Στον Δημήτριο] Όχι. Σας το εξασφαλίζω πως ο τοίχος που χώριζε τους γονιούς τους έπεσε. Τώρα, αν επιθυμάτε, θέλετε να δείτε τον επίλογο ή να πιαστούμε δυο από μας να σας κάνουμε  κανένα κωμικό μουσικοχορευτικό; 

ΘΗΣΕΑΣ Όχι, σας ικετεύω – όχι επίλογο! Να λείπουν οι απολογισμοί. Καταλάβαμε. Αφού πέθαναν και οι δύο, δεν φταίει κανένας. Πάντως, αν έπαιζε τον Πύραμο αυτός που έγραψε το έργο και κρεμιόταν με την καλτσοδέτα της Θίσβης θα είχαμε μια εξαιρετική τραγωδία. Αλλά κι έτσι που ήταν, μια χαρά το «εκκενώσατε». Μουσικοχορευτικό! Το μουσικοχορευτικό θέλουμε. Ξεχάστε τον επίλογο. 

Ο ΠΑΤΟΣ ΚΑΙ Ο ΠΙΠΑΣ ΠΙΑΝΟΝΤΑΙ ΚΑΙ ΧΟΡΕΥΟΥΝ ΤΡΑΓΟΥΔΩΝΤΑΣ 

Κοπανάει την σιδερένια γλώσσα του το μεσονύχτι: είναι δώδεκα ακριβώς. Βγαίνουν οι καλικατζάροι, τα στοιχειά, οι νυχτοπάτες  και τα ξωτικά. Εμπρός στα κρεβάτια οι παντρεμένοι. Ξενυχτήσαμε απόψε κι αύριο να δούμε πώς θα ξυπνήσουμε. Το έργο είχε μαύρα χάλια, όμως κούτσα-κούτσα ο αργός ο ανήφορος της νύχτας βγήκε γρήγορα. Ας πάει στο κρεβάτι ο γαμπρός και η νύφη. Δυο βδομάδες θα κρατήσει η γιορτή μας, το τραγούδι κι ο χορός. 

ΑΠΟΧΩΡΟΥΝ ΟΛΟΙ ΕΡΧΕΤΑΙ Ο ΠΟΥΚ 

ΠΟΥΚ Μουγκρίζει τώρα το λιοντάρι πεινασμένο, ουρλιάζει ο λύκος στο  φεγγάρι·  βαριανασαίνει τον βαθύ ύπνο του ο ζευγάς,  από τον ολοήμερο μόχθο εξαντλημένος· ψυχομαχεί η χόβολη στο τζάκι κι η κουκουβάγια, που ακονίζει  την φωνή της με στριγκλιές, τυλίγει τις σκέψεις του αρρώστου, με σάβανα φρικτά. Είναι η ώρα η σκοτεινή, που ανοίγουνε οι τάφοι  και ξεπηδούν οι δαίμονες, σαλεύοντας αργά, σαν τις σκιές, στα μονοπάτια των νεκροταφείων.  Κι εμείς, τα ξωτικά, που ακολουθούμε το άρμα της τρίμορφης Εκάτης, από τον ήλιο μακριά, στα σκοτεινά, σαν όνειρα, έχουμε γιορτή. 

Ούτε ποντίκι τόσο δα να μην σαλέψει στο σπίτι αυτό το ευλογημένο. Έχω την σκούπα μου μαζί και θα σαρώσω και τον παραμικρό κόκκο σκόνης πίσω από τις πόρτες φωλιασμένο.  

ΕΡΧΟΝΤΑΙ Ο ΟΜΠΕΡΟΝ ΚΑΙ Η ΤΙΤΑΝΙΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΑΚΟΛΟΥΘΟΥΣ ΤΟΥΣ 

ΟΜΠΕΡΟΝ Ας ζωντανέψει η νυσταγμένη χόβολη στο τζάκι κι ας πλημμυρίσει φως ανέσπερο το σπίτι. Αερικά και ξωτικά, στοιχειά, δαιμονικά, σαν τα πουλιά στις φυλλωσιές, παίξτε, χορέψτε, τραγουδήστε.   

 ΤΙΤΑΝΙΑ Πρώτα να μοιράνουμε το σπίτι. Ούτε λέξη, ούτε νότα  μην σας ξεφύγει απ’ το τραγούδι· ούτε πόδι, ούτε χέρι μην σας ξεφύγει απ’ τον χορό. Εμπρός, πιαστείτε –  θέλω χάρη, μεγαλείο ξωτικό.   

ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΝ ΚΑΙ ΧΟΡΕΥΟΥΝ 

Σ’ αυτό το σπίτι που ήρθαμε, ώσπου να βγει η Αυγή, θα τριγυρνάμε. Του γαμπρού τον σπόρο και την γη της νύφης θα μοιράνουμε: να πιάσουνε παιδιά σαν τα λουλούδια όμορφα και πάντα τυχερά. Τρεις νύφες είναι, τρεις γαμπροί: ας είναι πάντα τρις αγαπημένοι· κι ας περνούν οι μέρες τους χωρίς   σκοτούρες. Η μαστόρισσα η Φύση να μην κάνει λάθη στους απογόνους τους. Όλοι σαν το γιορντάνι τον κόσμο να στολίζουνε. Καμπούρες και ουλές, σημάδια και λαγώχειλα κι αναπηρίες φρικτές, μακριά από την γέννα τους. Αγιάστε, ξωτικά, με την δροσιά των πράσινων κάμπων, κάθε γωνιά του παλατιού: να είναι γερό, πέτρα να μην ραγίσει κι ο νοικοκύρης βασιλιάς χίλια χρόνια να ζήσει. 

Εμπρός, μην κάθεστε, στοιχειά: τρέξτε και μην αφήσετε κάμαρα αμοίραντη· κι εδώ, πριν φέξει, να γυρίσετε. 

ΑΠΟΧΩΡΟΥΝ ΟΛΟΙ ΕΚΤΟΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΟΥΚ 

ΠΟΥΚ  Αν η παρουσία ξωτικών σ’ αυτό το έργο  ενόχλησε ή πρόσβαλε κανέναν,  μπορείτε να το ξεπεράσετε με τον εξής τρόπο.  Θεωρείστε πως μόλις ξυπνήσατε από ένα όνειρο.  Ναι, πείτε πως αυτό το αδύναμο -ανόητο, αν θέλετε- έργο  δεν ήταν παρά ένα ασήμαντο όνειρο.  Συνεπώς, δεν χρειάζεται να μας επικρίνετε.  Αρκεί να μας συγχωρήσετε κι εμείς  θα φροντίσουμε στο εξής  να μην κάνουμε το ίδιο λάθος.  Προσωπικά, εγώ, ο Πουκ, ο ειλικρινής Πουκ,  σας υπόσχομαι πως αν παρ’ ελπίδα γλυτώσουμε  από το φαρμάκι των σφυριγμάτων σας,  θα σας αποζημιώσουμε οπωσδήποτε.  Αλλιώς, πείτε με ψεύτη Πουκ, ζιζάνιο, ξωτικό!  

Καληνύχτα σας, λοιπόν – κι αν είστε φιλαράκια χειροκροτήστε μας. 
Ο Πουκ θα σας φυλάει. Φιλάκια! 

ΤΕΛΟΣ

Αντώνης Σαμαράκης (1919-2003)

«Το άγγελμα της ημέρας»

Μην πεις ποτέ σου: «Είναι αργά!» κι αν χαμηλά έχεις πέσει. κι αν λύπη τώρα σε τρυγά κι έχεις βαθιά πονέσει.

Κι αν όλα μοιάζουν σκοτεινά κι έρημος έχεις μείνει. μην πεις ποτέ σου: «Είναι αργά!» -τ' ακούς;- ό,τι  κι αν γίνει

 
 
𝓜πάμπης 𝓚υριακίδης