Ω, Θεά! Κι ας είν' οι στίχοι μου χωρίς μουσική, σε ικετεύω ν' ακούσεις.
Γι' άδολη προσταγή κι αγαπημένη θύμηση, τους ταίριασα.
Αν μυστικά δικά σου τραγουδώ, συγχώρησέ με.
Και μόνο στ' απαλό κοχύλι, ναι, τ' αυτάκι σου, θα τ' απιθώσω πάλι.
Δεν ξέρω: ονειρεύτηκα σήμερα ή να 'δα στ' αλήθεια
Τη φτερωτή Ψυχή, με τα μάτια ολάνοιχτα;
Περπατούσα σ' ένα δάσος αμέριμνος.
Κι έκπληκτος, ξάφνου, σχεδόν λιποθυμώντας, βλέπω μπροστά μου
Δυο πλάσματα πανέμορφα, που δίπλα δίπλα είχαν πλαγιάσει, στο βαθύ χορτάρι,
Κάτω απ' των φύλλων την ψιθυριστήν αψίδα και τους τρεμάμενους ανθούς.
Κεί, που αθέατο κυλούσε ένα μικρό ρυάκι.
Παντού σιγή, αέρινα λουλούδια, μπουμπούκια ευωδιαστά,
Φλογάτα μόλις ανοιγμένα, γαλάζια κι ασημόλευκα...
Στο λαμπερό χορτάρι κείτονταν τα δυο τους, με μια γλυκόπνοη ανάσα
Μ' αγκαλιασμένα χέρια και φτερά.
Τα χείλη τους δεν ακουμπούσαν, κι όμως δεν είχαν πει "αντίο"
Σα να τα είχε μόλις ξεχωρίσει ο Ύπνος με τ' ανάλαφρο χέρι του.
Κι όμως φαινόταν έτοιμα τα χίλια φιλιά να ξεπεράσουν
Όταν ξανά προβάλει στη ματιά τους της χαραυγής ο έρωτας.
Αμέσως, το φτερωτό αγόρι τ' αναγνώρισα
Μα εσύ, πασίχαρη περιστέρα, ποια μα 'σουν;
Α, η πιστή του Ψυχή!
Ύστατη γέννα κι οπτασία πιο ποθητή
Απ' όλη την ξεθωριασμένη των Θεών ομήγυρη.
Ωραιότερη απ' τ' άστρο που φωτίζει τις σαπφείρινες κοιλάδες της Φοίβης.
Κι απ' τον Έσπερο πιο όμορφη, των ουρανών την ερωτική λεμπηδόνα.
Ναι, ωραιότερη! Κι ας μην έχεις ναό,
Ούτε βωμό με σωρούς τα λουλούδια επάνω του,
Χορό παρθένων να θρηνεί για σε το μεσονύχτι.
Καμιά φωνή και κανένα λαγούτο, κανείς αυλός ούτε θωπευτικό λιβάνι,
Να ξεχειλίζει από το θυμιατό καθώς τραντάζει η αλυσίδα του.
Κι ούτ' ιερό, άλσος, μαντείο, ρίγος προφήτη
Με το στόμα αλαφιασμένο, που ξαγρυπνά κι ονειρεύεται.
Ολόφωτη! Αν κι είναι πια πολύ αργά γι' αρχαίους όρκους.
Τόσο, μα τόσο αργά, για την παράφορη, ξένοιαστη λύρα.
Όταν τ' ανάτρομα κλαδιά του δάσους ήταν ακόμη ιερά.
Ιερός ο αέρας, το νερό, κι η φωτιά.
Όμως και τούτες τις μέρες, που απ' το χαρμόσυνο δέος
Φαντάζουν τόσο μακριά, τα λαμπερά φτερά σου αντικρίζω
Να φωσφορίζουν ακόμη, μες στην αχνή των Ολυμπίων σύναξη,
Κι απ' τη θωριά σου μαγεμένος, τραγουδώ:
Άσε με τώρα ο χορός σου να γίνω, κι ένα θρήνο να πω τις ώρες του μεσονυχτιού.
Να 'μαι εγώ η φωνή σου, ο αυλός, το λαγούτο, τ' ακριβό σου λιβάνι,
Που κυματίζει στον αέρα καθώς το θυμιατό τραντάζεται.
Κι ο ναός σου, το άλσος, το μαντείο, το ρίγος
Του προφήτη, που με στόμα αλαφιασμένο ξαγρυπνά κι ονειρεύεται.
Ναι, ο ιερέας σου θα γίνω κι ένα ναό θα χτίσω
Στην πιο ψηλή κορφή του νου μου, όπου πολύκλωνες σκέψεις,
Που μόλις τις νιώθω να γεννιούνται και γλυκά με πονούν,
Αντί για πεύκα, θα θροΐζουν στον αέρα.
Πολύ μακριά, τούτα τα δέντρα, σε συστάδες θ' απλώνονται πυκνές,
Τις άγριες βουνοκορφές σκεπάζοντας από ρουμάνι σε ρουμάνι.
Εκεί με ζέφυρους, χειμάρρους, μέλισσες και πουλιά
Στα μούσκλια ξαπλωμένες οι Δρυάδες θ' αναπαύονται.
Μες στην πλατιά γαλήνη, ένα ρόδινο ιερό θα ντύσω
Με δίχτυ αναρριχητικό, του αθάμπωτου νου,
Γεμάτο μπουμπούκια, καμπάνες, κι αστέρια δίχως όνομα.
Μ' όλα εκείνα που η κηπουρός Φαντασία στον οίστρο της επινοεί
Και νέα φανερώνοντας λουλούδια, όμοια δυο ποτέ δε θα δώσει.
Εκεί θα σε προσμένουν οι ωραιότερες χαρές
Που η αδύναμη σκέψη μπορεί να χαρίσει:
Μια δάδα φωτεινή, κι ένα παράθυρο ανοιχτό μες στη νύχτα
Τον αφανέρωτο Έρωτα καλώντας να 'ρθει.
Γι' άδολη προσταγή κι αγαπημένη θύμηση, τους ταίριασα.
Αν μυστικά δικά σου τραγουδώ, συγχώρησέ με.
Και μόνο στ' απαλό κοχύλι, ναι, τ' αυτάκι σου, θα τ' απιθώσω πάλι.
Δεν ξέρω: ονειρεύτηκα σήμερα ή να 'δα στ' αλήθεια
Τη φτερωτή Ψυχή, με τα μάτια ολάνοιχτα;
Περπατούσα σ' ένα δάσος αμέριμνος.
Κι έκπληκτος, ξάφνου, σχεδόν λιποθυμώντας, βλέπω μπροστά μου
Δυο πλάσματα πανέμορφα, που δίπλα δίπλα είχαν πλαγιάσει, στο βαθύ χορτάρι,
Κάτω απ' των φύλλων την ψιθυριστήν αψίδα και τους τρεμάμενους ανθούς.
Κεί, που αθέατο κυλούσε ένα μικρό ρυάκι.
Παντού σιγή, αέρινα λουλούδια, μπουμπούκια ευωδιαστά,
Φλογάτα μόλις ανοιγμένα, γαλάζια κι ασημόλευκα...
Στο λαμπερό χορτάρι κείτονταν τα δυο τους, με μια γλυκόπνοη ανάσα
Μ' αγκαλιασμένα χέρια και φτερά.
Τα χείλη τους δεν ακουμπούσαν, κι όμως δεν είχαν πει "αντίο"
Σα να τα είχε μόλις ξεχωρίσει ο Ύπνος με τ' ανάλαφρο χέρι του.
Κι όμως φαινόταν έτοιμα τα χίλια φιλιά να ξεπεράσουν
Όταν ξανά προβάλει στη ματιά τους της χαραυγής ο έρωτας.
Αμέσως, το φτερωτό αγόρι τ' αναγνώρισα
Μα εσύ, πασίχαρη περιστέρα, ποια μα 'σουν;
Α, η πιστή του Ψυχή!
Ύστατη γέννα κι οπτασία πιο ποθητή
Απ' όλη την ξεθωριασμένη των Θεών ομήγυρη.
Ωραιότερη απ' τ' άστρο που φωτίζει τις σαπφείρινες κοιλάδες της Φοίβης.
Κι απ' τον Έσπερο πιο όμορφη, των ουρανών την ερωτική λεμπηδόνα.
Ναι, ωραιότερη! Κι ας μην έχεις ναό,
Ούτε βωμό με σωρούς τα λουλούδια επάνω του,
Χορό παρθένων να θρηνεί για σε το μεσονύχτι.
Καμιά φωνή και κανένα λαγούτο, κανείς αυλός ούτε θωπευτικό λιβάνι,
Να ξεχειλίζει από το θυμιατό καθώς τραντάζει η αλυσίδα του.
Κι ούτ' ιερό, άλσος, μαντείο, ρίγος προφήτη
Με το στόμα αλαφιασμένο, που ξαγρυπνά κι ονειρεύεται.
Ολόφωτη! Αν κι είναι πια πολύ αργά γι' αρχαίους όρκους.
Τόσο, μα τόσο αργά, για την παράφορη, ξένοιαστη λύρα.
Όταν τ' ανάτρομα κλαδιά του δάσους ήταν ακόμη ιερά.
Ιερός ο αέρας, το νερό, κι η φωτιά.
Όμως και τούτες τις μέρες, που απ' το χαρμόσυνο δέος
Φαντάζουν τόσο μακριά, τα λαμπερά φτερά σου αντικρίζω
Να φωσφορίζουν ακόμη, μες στην αχνή των Ολυμπίων σύναξη,
Κι απ' τη θωριά σου μαγεμένος, τραγουδώ:
Άσε με τώρα ο χορός σου να γίνω, κι ένα θρήνο να πω τις ώρες του μεσονυχτιού.
Να 'μαι εγώ η φωνή σου, ο αυλός, το λαγούτο, τ' ακριβό σου λιβάνι,
Που κυματίζει στον αέρα καθώς το θυμιατό τραντάζεται.
Κι ο ναός σου, το άλσος, το μαντείο, το ρίγος
Του προφήτη, που με στόμα αλαφιασμένο ξαγρυπνά κι ονειρεύεται.
Ναι, ο ιερέας σου θα γίνω κι ένα ναό θα χτίσω
Στην πιο ψηλή κορφή του νου μου, όπου πολύκλωνες σκέψεις,
Που μόλις τις νιώθω να γεννιούνται και γλυκά με πονούν,
Αντί για πεύκα, θα θροΐζουν στον αέρα.
Πολύ μακριά, τούτα τα δέντρα, σε συστάδες θ' απλώνονται πυκνές,
Τις άγριες βουνοκορφές σκεπάζοντας από ρουμάνι σε ρουμάνι.
Εκεί με ζέφυρους, χειμάρρους, μέλισσες και πουλιά
Στα μούσκλια ξαπλωμένες οι Δρυάδες θ' αναπαύονται.
Μες στην πλατιά γαλήνη, ένα ρόδινο ιερό θα ντύσω
Με δίχτυ αναρριχητικό, του αθάμπωτου νου,
Γεμάτο μπουμπούκια, καμπάνες, κι αστέρια δίχως όνομα.
Μ' όλα εκείνα που η κηπουρός Φαντασία στον οίστρο της επινοεί
Και νέα φανερώνοντας λουλούδια, όμοια δυο ποτέ δε θα δώσει.
Εκεί θα σε προσμένουν οι ωραιότερες χαρές
Που η αδύναμη σκέψη μπορεί να χαρίσει:
Μια δάδα φωτεινή, κι ένα παράθυρο ανοιχτό μες στη νύχτα
Τον αφανέρωτο Έρωτα καλώντας να 'ρθει.