Ιδού πρεμιέρα: γεγονός τρανό στην ερημιά των ημερών!
Φθάνουν οι άγγελοι: περοῦκες, ρούχα επίσημα, χρυσάφια...
Ολούθε καταφτάνουνε να δουν' το θάμα δακρυστοί,
μία παράσταση υψηλών φόβων μα και προσδοκιών,
κι η ορχήστρα λαχανιάζοντας παίζει τη μουσική βραχνή,-
πα στο σκοπό των ουρανίων σφαιρών.
Μίμοι που μουρμουράν -υπέρτατοι, μασκαρευτοί θεοί-
όλο γκρινιάζουν μ' ακατάληπτες λέξεις και συλλαβές...
Ἀνδρείκελα που, σπαστικά πιστά σε κάποιες εντολές
πλασμάτων άσχημων, τεράστιων, τραβούν τα σκηνικά,
χτυπώντας τις αόρατες γιγάντιες φτερούγες τους
πότε από δω και πότε από κεί, τρομαχτικά.
Θα μείνει αξέχαστο, ασφαλώς, αυτό το μέγα δράμα:
το κλασσικό του Φάντασμα να φύγει, παίρνει δρόμο,
του πλήθους, π' όλο πιο κοντά το φτάνει, -δεν το πιάνει,
κι ὅλο γυρνά στο ίδιο το σημεῖο, και βουλιάζουνε
όλα, στη Τρέλα μέσα, στην Αιδώ, και μες στον Τρόμο.
Μα, τί 'ν' αυτό; Μες στην ανία αυτής της παρωδίας,
κάτι σαλεύει κι ἔρχεται, κάτι θρηνεί και σπεύδει,
σα ματωμένο, μπαίνει στης σκηνής την ερημιά!
Πεινά, χτυπιέται, σπαρταρά,
κι οι μίμοι ουρλιάζουνε φρικτά
σαν τους κατασπαράζει.
Φρικιούν κι οι άγγελοι, σα δουν' ράκη κομματιασμένα,
σάρκινα μέλη ανθρώπινά,
στα πορφυρά σαγόνια κρεμασμένα.
Πέφτει η Αυλαία. Κεραυνός που έπεσε εν αιθρία.
Σβήνουν τα φώτα: Σαν το σάβανο, τυλίγει το σκοτάδι
τα πλάσματα, που σπαρταράν ακόμα στο φινάλε τους,
κι οι αγγέλοι κάτωχροι και ξέπνοοι, όρθιοι λένε:
"Ε ναι λοιπόν ιδού 'Ο Άνθρωπος': η γνήσια τραγωδία,
κι αυτό εδώ είναι στ' αλήθεια Πρωταγωνιστής:
Σκουλήκι ο Κατακτητής"!
Φθάνουν οι άγγελοι: περοῦκες, ρούχα επίσημα, χρυσάφια...
Ολούθε καταφτάνουνε να δουν' το θάμα δακρυστοί,
μία παράσταση υψηλών φόβων μα και προσδοκιών,
κι η ορχήστρα λαχανιάζοντας παίζει τη μουσική βραχνή,-
πα στο σκοπό των ουρανίων σφαιρών.
Μίμοι που μουρμουράν -υπέρτατοι, μασκαρευτοί θεοί-
όλο γκρινιάζουν μ' ακατάληπτες λέξεις και συλλαβές...
Ἀνδρείκελα που, σπαστικά πιστά σε κάποιες εντολές
πλασμάτων άσχημων, τεράστιων, τραβούν τα σκηνικά,
χτυπώντας τις αόρατες γιγάντιες φτερούγες τους
πότε από δω και πότε από κεί, τρομαχτικά.
Θα μείνει αξέχαστο, ασφαλώς, αυτό το μέγα δράμα:
το κλασσικό του Φάντασμα να φύγει, παίρνει δρόμο,
του πλήθους, π' όλο πιο κοντά το φτάνει, -δεν το πιάνει,
κι ὅλο γυρνά στο ίδιο το σημεῖο, και βουλιάζουνε
όλα, στη Τρέλα μέσα, στην Αιδώ, και μες στον Τρόμο.
Μα, τί 'ν' αυτό; Μες στην ανία αυτής της παρωδίας,
κάτι σαλεύει κι ἔρχεται, κάτι θρηνεί και σπεύδει,
σα ματωμένο, μπαίνει στης σκηνής την ερημιά!
Πεινά, χτυπιέται, σπαρταρά,
κι οι μίμοι ουρλιάζουνε φρικτά
σαν τους κατασπαράζει.
Φρικιούν κι οι άγγελοι, σα δουν' ράκη κομματιασμένα,
σάρκινα μέλη ανθρώπινά,
στα πορφυρά σαγόνια κρεμασμένα.
Πέφτει η Αυλαία. Κεραυνός που έπεσε εν αιθρία.
Σβήνουν τα φώτα: Σαν το σάβανο, τυλίγει το σκοτάδι
τα πλάσματα, που σπαρταράν ακόμα στο φινάλε τους,
κι οι αγγέλοι κάτωχροι και ξέπνοοι, όρθιοι λένε:
"Ε ναι λοιπόν ιδού 'Ο Άνθρωπος': η γνήσια τραγωδία,
κι αυτό εδώ είναι στ' αλήθεια Πρωταγωνιστής:
Σκουλήκι ο Κατακτητής"!
~
επίσης.. Ουλαλούμ και άλλα ποιήματα Έντγκαρ Άλαν Πόε σε μετάφραση Γιώργου Μπλάνα, εκδ. Ηλέκτρα, 2009
Ο
Έντγκαρ Άλαν Πόε γεννήθηκε στη Βοστώνη το 1809, από γονείς θεατρίνους.
Πριν κλείσει τα δύο του χρόνια, οι γονείς του πέθαναν, και ο Έντγκαρ
βρέθηκε στο Ρίτσμοντ, στο σπίτι του εμπόρου Τζων Άλλαν, που όμως δεν τον
υιοθέτησε ποτέ. Οι σχέσεις του με τον πατριό του δεν ήταν ποτέ καλές,
αλλά επιδεινώθηκαν όταν ο Άλλαν ανάγκασε τον Έντγκαρ να διακόψει τις
σπουδές του στο πανεπιστήμιο της Βιρτζίνια, επειδή δεν ήταν
διατεθειμένος να αναλάβει τα έξοδά του. Το 1830 ο Έντγκαρ μπήκε στη
Στρατιωτική Ακαδημία του Γουέστ Πόιντ, απ' όπου αποπέμφθηκε τον επόμενο
χρόνο προκαλώντας επίτηδες σκάνδαλο για να εκδικηθεί τον πατριό του.
Δούλεψε έπειτα για ένα μεγάλο διάστημα σε διάφορες εφημερίδες του
Ρίτσμοντ, της Φιλαδέλφειας και της Νέας Υόρκης, για λόγους
βιοποριστικούς, αλλά κατακτώντας παράλληλα τη φήμη του έγκυρου κριτικού.
"Το Κοράκι και άλλα ποιήματα", που κυκλοφόρησε το 1845, τον καθιέρωσε
εν μια νυκτί ως συγγραφέα, χωρίς όμως να του ανακουφίσει τη φτώχεια στην
οποία είχε ζήσει όλη την ως τότε ζωή του. Το 1836 παντρεύτηκε τη
δεκατετράχρονη εξαδέλφη του Βιρτζίνια, που πέθανε φυματική έντεκα χρόνια
αργότερα. Πέθανε το 1849, αλκοολικός και οπιομανής κυνηγώντας διαρκώς
το όραμα της χαμένης Βιρτζίνια, και τάφηκε δίπλα της στη Βαλτιμόρη, όπως
το επιθυμούσε.