I
Άκου τα έλκηθρα με τις καμπάνες απ' ασήμι,
μας διαλαλούν μες στη ψυχρή τούτη νυχτιά,
χαρμόσυνο ένα κόσμο -τίνκ'λ τίνκ'λ- τρυφερά.
Και τ' άστρα, στου ουρανού το φόντο σκορπισμένα,
φεγγοβολάνε, λαμπυρίζουνε κι αυτά ευτυχισμένα,
και πάλλουν ακλουθώντας το ρυθμό ξοπίσω,
σ' αυτό το ρουνικό ρυθμό, κρατάν το ίσο,
-τίνκ'λ, τίνκ'λ- πα' στις καμπάνες απ' ασήμι,
-τίνκ'λ, τίνκ'λ- παίζουν και πάλλουν με χαρά
-τίνκ'λ, τίνκ'λ- σφύζουν και λάμπουν τρυφερά.
II
Άκου τις όμορφες γαμήλιες καμπάνες τις χρυσές,
λαλούνε κόσμον ευτυχιάς γεμάτον αρμονία,
-τίνκ'λ, τίνκ'λ- με μυρωμένες νυχτοανασιές.
-Τίνκ'λ, τίνκ'λ- που τραγουδάει τη χαρά του,
με τις νότες λυωμένες, σα χρυσές σταλαξιές,
κελαρύζει τραγούδι κι ολούθε σκορπά με μανία,
στη μικρή περιστέρα που ακούει και φλερτάρει,
και ποτάμι κυλά ο ρυθμός στο φεγγάρι,
-τίνκ'λ, τίνκ'λ- πλημμυρίζει τα πάντα μπροστά του.
Αυτός ο ρυθμός μουσικής πως φουσκώνει
με συγχορδίες γλυκειές, ρυθμικές γιγαντώνει.
-Τίνκ'λ, τίνκ'λ- πως απλώνει και μένει!
Για το Μέλλον που φτάνει, μιλά, κι επιμένει
-τίνκ'λ, τίνκ'λ- με καμπάνες χρυσές τρυφερά
-τίνκ'λ, τίνκ'λ- που σκορπάνε παντού τη χαρά!
III
Χτυπάν ακούστε, μπρούντζινες καμπάνες δυνατά!
Ποιάν ιστορία τρόμου μας λαλούνε ρυθμικά!
Ποιόν κίνδυνο στα τρομαγμένα μας αυτιά
βροντοφωνάζουν πανικόβλητες, μες στη νυχτιά!
Τρόμος που δεν ειπώνεται με λέξεις, μα κραυγάζει,
μόνον αυτό: εκλιπαρεί, -ντάν, ντάν- και πως ουρλιάζει
χωρίς ρυθμό -νταν, νταν νταν, νταν- βροντοφωνάζει,
και ικετεύουν να φανεί πιο σπλαγχνική η φωτιά.
τρελλή μια λιτανεία στη κωφεύουσα και λυσσαλέα πια,
φωτιά που κώρωσε κι αδιάφορα γλείφει και πιο ψηλά,
με μιαν ακόρεστη κι απεγνωσμένη πείνα χοχλακά,
σκληρά κι αποφασιστικά, να φτάσει, να σταθεί σιμά,
πλάι στο χλωμό φεγγάρι να φλογίσει! και -ντάν, ντάν-
Ποιάν, οι καμπάνες τρομερή ιστορία μας λαλούνε, ποιάν;-
Ποιάν της απόγνωσης -νταν, νταν- μας λένε ικεσία!
Νταν, νταν- και πως δονούνται και βαρούνε και χτυπάν;
Ποιά φρίκη διασκορπίζουν στον παλλόμενον αγέρα;
Και νιώθει το, γνωρίζει το, πολύ καλά τ' αυτί,
από του πάλσιμού τους, τη κλαγγή με σημασία,
πως καταπλέει κίνδυνος γοργά μ' ορθή παντιέρα.
Αλαφιάζουν οι καμπάνες στης νυχτιάς τ' αυτί πνιχτά,
γοργά ο τρόμος γιγαντώνει με τη κάθε τους χτυπιά,
από το τρεμοπαίξιμο και κραδασμό -νταν, νταν-
οι μπρούντζινες καμπάνες με κλαγγή χτυπάν!
IV
Άκου! Καμπάνες από σίδερο μέσα στο πένθος, κλαίνε!
Οι θρήνοι σπάνε τη γαλήνη της νυχτιάς και τη σιωπή,
κραυγάζοντας τον τρόμο σε αυτό το ρεσιτάλ τους.
Κάθ' ήχος μια αγχόνη από σκουριά, κλει' στα λαιμά τους,
τον όποιο στεναγμό, κι αυτοί 'κει πάνω, -πάντα αυτοί-
πού 'ν' στα καμπαναριά μονάχοι και κρατάνε το ρυθμό
-νταν, νταν, νταν, νταν- με κείνο το μονότονο ρυθμό,
νιώθουνε δόξα, να πετάνε πέτρα στων ανθρώπων τη καρδιά,
ούτ' άνθρωποι, ούτε τέρατα, μα λάμιες χωρίς φύλο
κι ο Αφέντης τους, ο Δαίμονας, τους δέρνει μ' ένα ξύλο
και -νταν, νταν, νταν, νταν, νταν, χτυπάνε κι όλο κλαίνε,
-νταν, νταν, νταν- παιάνα, αγκαθερό που κορυφώνει, λένε,
κι αυτός στο ρυθμό του, -νταν, ντάν- χορεύει, στριγγλά,
και κρατάει μαζί τους -νταν, ντάν- το ρυθμό σταθερά,
κρατά -νταν, νταν, νταν, νταν- τον αρχέγονό τους ρυθμό,
-νταν, ντάν, νταν, ντάν- κρατά το ίσο στον παιάνα τους αυτό.
Και χαρούμενα αναγγέλλει, μ' ένα ξόρκι μαγικό
δίνοντας -νταν, νταν- σε κείνες τον απαίσιο ρυθμό
και -νταν, ντάν- ουρλιάζουν έτσι, οι καμπάνες με ρυθμό
και -νταν, ντάν- κραυγάζουν έτσι στο ρυθμό το ρουνικό!
Άκου τα έλκηθρα με τις καμπάνες απ' ασήμι,
μας διαλαλούν μες στη ψυχρή τούτη νυχτιά,
χαρμόσυνο ένα κόσμο -τίνκ'λ τίνκ'λ- τρυφερά.
Και τ' άστρα, στου ουρανού το φόντο σκορπισμένα,
φεγγοβολάνε, λαμπυρίζουνε κι αυτά ευτυχισμένα,
και πάλλουν ακλουθώντας το ρυθμό ξοπίσω,
σ' αυτό το ρουνικό ρυθμό, κρατάν το ίσο,
-τίνκ'λ, τίνκ'λ- πα' στις καμπάνες απ' ασήμι,
-τίνκ'λ, τίνκ'λ- παίζουν και πάλλουν με χαρά
-τίνκ'λ, τίνκ'λ- σφύζουν και λάμπουν τρυφερά.
II
Άκου τις όμορφες γαμήλιες καμπάνες τις χρυσές,
λαλούνε κόσμον ευτυχιάς γεμάτον αρμονία,
-τίνκ'λ, τίνκ'λ- με μυρωμένες νυχτοανασιές.
-Τίνκ'λ, τίνκ'λ- που τραγουδάει τη χαρά του,
με τις νότες λυωμένες, σα χρυσές σταλαξιές,
κελαρύζει τραγούδι κι ολούθε σκορπά με μανία,
στη μικρή περιστέρα που ακούει και φλερτάρει,
και ποτάμι κυλά ο ρυθμός στο φεγγάρι,
-τίνκ'λ, τίνκ'λ- πλημμυρίζει τα πάντα μπροστά του.
Αυτός ο ρυθμός μουσικής πως φουσκώνει
με συγχορδίες γλυκειές, ρυθμικές γιγαντώνει.
-Τίνκ'λ, τίνκ'λ- πως απλώνει και μένει!
Για το Μέλλον που φτάνει, μιλά, κι επιμένει
-τίνκ'λ, τίνκ'λ- με καμπάνες χρυσές τρυφερά
-τίνκ'λ, τίνκ'λ- που σκορπάνε παντού τη χαρά!
III
Χτυπάν ακούστε, μπρούντζινες καμπάνες δυνατά!
Ποιάν ιστορία τρόμου μας λαλούνε ρυθμικά!
Ποιόν κίνδυνο στα τρομαγμένα μας αυτιά
βροντοφωνάζουν πανικόβλητες, μες στη νυχτιά!
Τρόμος που δεν ειπώνεται με λέξεις, μα κραυγάζει,
μόνον αυτό: εκλιπαρεί, -ντάν, ντάν- και πως ουρλιάζει
χωρίς ρυθμό -νταν, νταν νταν, νταν- βροντοφωνάζει,
και ικετεύουν να φανεί πιο σπλαγχνική η φωτιά.
τρελλή μια λιτανεία στη κωφεύουσα και λυσσαλέα πια,
φωτιά που κώρωσε κι αδιάφορα γλείφει και πιο ψηλά,
με μιαν ακόρεστη κι απεγνωσμένη πείνα χοχλακά,
σκληρά κι αποφασιστικά, να φτάσει, να σταθεί σιμά,
πλάι στο χλωμό φεγγάρι να φλογίσει! και -ντάν, ντάν-
Ποιάν, οι καμπάνες τρομερή ιστορία μας λαλούνε, ποιάν;-
Ποιάν της απόγνωσης -νταν, νταν- μας λένε ικεσία!
Νταν, νταν- και πως δονούνται και βαρούνε και χτυπάν;
Ποιά φρίκη διασκορπίζουν στον παλλόμενον αγέρα;
Και νιώθει το, γνωρίζει το, πολύ καλά τ' αυτί,
από του πάλσιμού τους, τη κλαγγή με σημασία,
πως καταπλέει κίνδυνος γοργά μ' ορθή παντιέρα.
Αλαφιάζουν οι καμπάνες στης νυχτιάς τ' αυτί πνιχτά,
γοργά ο τρόμος γιγαντώνει με τη κάθε τους χτυπιά,
από το τρεμοπαίξιμο και κραδασμό -νταν, νταν-
οι μπρούντζινες καμπάνες με κλαγγή χτυπάν!
IV
Άκου! Καμπάνες από σίδερο μέσα στο πένθος, κλαίνε!
Οι θρήνοι σπάνε τη γαλήνη της νυχτιάς και τη σιωπή,
κραυγάζοντας τον τρόμο σε αυτό το ρεσιτάλ τους.
Κάθ' ήχος μια αγχόνη από σκουριά, κλει' στα λαιμά τους,
τον όποιο στεναγμό, κι αυτοί 'κει πάνω, -πάντα αυτοί-
πού 'ν' στα καμπαναριά μονάχοι και κρατάνε το ρυθμό
-νταν, νταν, νταν, νταν- με κείνο το μονότονο ρυθμό,
νιώθουνε δόξα, να πετάνε πέτρα στων ανθρώπων τη καρδιά,
ούτ' άνθρωποι, ούτε τέρατα, μα λάμιες χωρίς φύλο
κι ο Αφέντης τους, ο Δαίμονας, τους δέρνει μ' ένα ξύλο
και -νταν, νταν, νταν, νταν, νταν, χτυπάνε κι όλο κλαίνε,
-νταν, νταν, νταν- παιάνα, αγκαθερό που κορυφώνει, λένε,
κι αυτός στο ρυθμό του, -νταν, ντάν- χορεύει, στριγγλά,
και κρατάει μαζί τους -νταν, ντάν- το ρυθμό σταθερά,
κρατά -νταν, νταν, νταν, νταν- τον αρχέγονό τους ρυθμό,
-νταν, ντάν, νταν, ντάν- κρατά το ίσο στον παιάνα τους αυτό.
Και χαρούμενα αναγγέλλει, μ' ένα ξόρκι μαγικό
δίνοντας -νταν, νταν- σε κείνες τον απαίσιο ρυθμό
και -νταν, ντάν- ουρλιάζουν έτσι, οι καμπάνες με ρυθμό
και -νταν, ντάν- κραυγάζουν έτσι στο ρυθμό το ρουνικό!
~
επίσης.. Ουλαλούμ και άλλα ποιήματα Έντγκαρ Άλαν Πόε σε μετάφραση Γιώργου Μπλάνα, εκδ. Ηλέκτρα, 2009
Ο
Έντγκαρ Άλαν Πόε γεννήθηκε στη Βοστώνη το 1809, από γονείς θεατρίνους.
Πριν κλείσει τα δύο του χρόνια, οι γονείς του πέθαναν, και ο Έντγκαρ
βρέθηκε στο Ρίτσμοντ, στο σπίτι του εμπόρου Τζων Άλλαν, που όμως δεν τον
υιοθέτησε ποτέ. Οι σχέσεις του με τον πατριό του δεν ήταν ποτέ καλές,
αλλά επιδεινώθηκαν όταν ο Άλλαν ανάγκασε τον Έντγκαρ να διακόψει τις
σπουδές του στο πανεπιστήμιο της Βιρτζίνια, επειδή δεν ήταν
διατεθειμένος να αναλάβει τα έξοδά του. Το 1830 ο Έντγκαρ μπήκε στη
Στρατιωτική Ακαδημία του Γουέστ Πόιντ, απ' όπου αποπέμφθηκε τον επόμενο
χρόνο προκαλώντας επίτηδες σκάνδαλο για να εκδικηθεί τον πατριό του.
Δούλεψε έπειτα για ένα μεγάλο διάστημα σε διάφορες εφημερίδες του
Ρίτσμοντ, της Φιλαδέλφειας και της Νέας Υόρκης, για λόγους
βιοποριστικούς, αλλά κατακτώντας παράλληλα τη φήμη του έγκυρου κριτικού.
"Το Κοράκι και άλλα ποιήματα", που κυκλοφόρησε το 1845, τον καθιέρωσε
εν μια νυκτί ως συγγραφέα, χωρίς όμως να του ανακουφίσει τη φτώχεια στην
οποία είχε ζήσει όλη την ως τότε ζωή του. Το 1836 παντρεύτηκε τη
δεκατετράχρονη εξαδέλφη του Βιρτζίνια, που πέθανε φυματική έντεκα χρόνια
αργότερα. Πέθανε το 1849, αλκοολικός και οπιομανής κυνηγώντας διαρκώς
το όραμα της χαμένης Βιρτζίνια, και τάφηκε δίπλα της στη Βαλτιμόρη, όπως
το επιθυμούσε.