«Ξένα γόνατα» (η 2η ποιητική συλλογή): Αναστολή — Απολογισμός της μοναξιάς — Βρόχος — Διάλειμμα — Δίχως εξουθένωση — Επικίνδυνη μοναξιά — Επίλογος — Μυστικός δείπνος — Νυχτερινή ηδυπάθεια — Όλο και πιο πολύ — Όραμα γλυκό — Ρήμαγμα — Τα τρυφερά κατώφλια — Το έγκλημα της μοναξιάς — Το ξεγύμνωμα — Το ταβερνάκι — Τύψεις — Χαμηλοφώνως.
Δημήτρης Κόκορης (διδάκτωρ φιλολογίας και ειδικός επιστήμονας στο ΑΠΘ): «Από τα |Ξένα γόνατα| (1954) και εξής διανύει βήματα προς τον ποιητικό ρεαλισμό και κατακτά τη νεοτερική ποιητική ταυτότητα με έναν τρόπο που διαφέρει από τους νεοτερικούς τρόπους των εκπροσώπων της γενιάς του '30: Κυριαρχεί ο ελεύθερος στίχος, ενίοτε με έμμετρους υποτονισμούς» πηγή
Νικολαΐδης Αναστάσιος (διπλωματική μεταπτυχιακή εργασία): «Στη συλλογή Ξένα Γόνατα, ο Χριστιανόπουλος επιδίωξε μια ριζική στροφή στον τρόπο έκφρασής του, εγκατέλειψε τα προσωπεία και προτίμησε την εξομολογητική απογύμνωση του λόγου του» πηγή
Χρήστος Παρίδης (αφιέρωμα στον Χριστιανόπουλο στο lifo): Η ποιητική συλλογή «Ξένα γόνατα» ενόχλησε ακόμα και τους υποστηρικτές του.Η αμεσότητα, η τολμηρότητα και το ύφος της γλώσσας προκάλεσαν αντιδράσεις τόσο από τους καθηγητές του στο πανεπιστήμιο όσο και από τον συντηρητικό Τύπο της πόλης. Σκανδαλίστηκαν οι καθωσπρέπει νοικοκυραίοι. πηγή
Και μια εξομολόγηση της Μαρίας Κέντρου-Αγαθοπούλου (ποιήτρια και πεζογράφος): Τον Ντίνο Χριστιανόπουλο τον πλησίασα εκείνο τον καιρό που οι μπροστινές σόλες των παπουτσιών του έχασκαν σαν το ανοιχτό στόμα του κροκόδειλου και οι γιακάδες των πουκαμίσων του ήταν λιωμένοι από απ' την πολυκαιρία, τότε που μου είπε μια μέρα: "όταν δεν θα 'χω να φάω, θα κάτσω σε μια γωνιά της Τσιμισκή και θα ζητιανεύω...". Τέτοια ομολογία έσπαζε κόκαλα και τάραξε τα σωθικά μου.
Ναι, παπούτσια για πέταμα και τριμμένοι γιακάδες αλλά, και το περιοδικό, και οι εκδόσεις, και "Η μικρή πινακοθήκη Διαγώνιος" καλά κρατούσαν και άνθιζαν όλο και περισσότερο, πάντα με προσωπική του θυσία.
Όταν πήγαινα να δω κάποια καινούργια έκθεση και τύχαινε να 'ναι μόνος και κάτι να γράφει, πάντα στο γραφειάκι του με το πορτατιφάκι μόνο αναμμένο, σηκωνόταν κι έλεγε: "να σ' ανάψω... μωρό μου...", άναβε δηλαδή τα φώτα και τα προβολάκια για να απολαύσω τις ζωγραφιές, αυτό το πανόραμα της ομορφιάς, και –γιατί να μην το πω μια και είναι αλήθεια;- της προσιτής σε όλους μας απόκτησής της, κι αυτό επειδή ο Χριστιανόπουλος δεν επέτρεπε στους ζωγράφους τις υψηλές τιμές στα έργα τους. Τώρα, πού ν' αγοράσεις πίνακα από γκαλερί..., τέρμα τα δίφραγκα, που λένε, κι όσοι Θεσσαλονικείς πρόλαβαν κι απόκτησαν αυτή την ομορφιά μέσα στο σπίτι τους, τυχεροί, σαν εμένα.
Μετά το κλείσιμο της Διαγωνίου, το ραντεβού του Χριστιανόπουλου, ανά δεκαπενθήμερο στο καφέ "Τόττης", στην πλατεία Αριστοτέλους, με τέσσερις-πέντε, το πολύ, φίλους του παλιού περιβάλλοντος του, δεν ήταν το ίδιο. Έλλειπε η αίσθηση από κείνη την αλλοτινή ατμόσφαιρα της Διαγωνίου, στερούνταν η ματιά μας την ομορφιά της τέχνης που εκεί μας περιέβαλε και μας γοήτευε, είχαν γίνει διαφορετικά, θαρρείς, και τα λόγια εκείνα που άλλοτε υπήρξαν λαμπερά, εποικοδομητικά, μέσα σε μια ιλαρότητα πολλές φορές, σ' εκείνον τον φιλόξενο μικρό χώρο όπου μεγάλωνε η ψυχή μας και γιατρεύονταν η μοναξιά και η κατάθλιψη του καθενός μας. Τώρα, ξένα πρόσωπα, ξένες ομιλίες, αδιάφορες, ξένο σπίτι. Πήγα κάνα δυο φορές στην παρέα κι αυτό ήταν όλο. Ό,τι τελειώνει, τελειώνει, είπα μέσα μου. πηγή
Νικολαΐδης Αναστάσιος (διπλωματική μεταπτυχιακή εργασία): «Στη συλλογή Ξένα Γόνατα, ο Χριστιανόπουλος επιδίωξε μια ριζική στροφή στον τρόπο έκφρασής του, εγκατέλειψε τα προσωπεία και προτίμησε την εξομολογητική απογύμνωση του λόγου του» πηγή
Χρήστος Παρίδης (αφιέρωμα στον Χριστιανόπουλο στο lifo): Η ποιητική συλλογή «Ξένα γόνατα» ενόχλησε ακόμα και τους υποστηρικτές του.Η αμεσότητα, η τολμηρότητα και το ύφος της γλώσσας προκάλεσαν αντιδράσεις τόσο από τους καθηγητές του στο πανεπιστήμιο όσο και από τον συντηρητικό Τύπο της πόλης. Σκανδαλίστηκαν οι καθωσπρέπει νοικοκυραίοι. πηγή
Και μια εξομολόγηση της Μαρίας Κέντρου-Αγαθοπούλου (ποιήτρια και πεζογράφος): Τον Ντίνο Χριστιανόπουλο τον πλησίασα εκείνο τον καιρό που οι μπροστινές σόλες των παπουτσιών του έχασκαν σαν το ανοιχτό στόμα του κροκόδειλου και οι γιακάδες των πουκαμίσων του ήταν λιωμένοι από απ' την πολυκαιρία, τότε που μου είπε μια μέρα: "όταν δεν θα 'χω να φάω, θα κάτσω σε μια γωνιά της Τσιμισκή και θα ζητιανεύω...". Τέτοια ομολογία έσπαζε κόκαλα και τάραξε τα σωθικά μου.
Ναι, παπούτσια για πέταμα και τριμμένοι γιακάδες αλλά, και το περιοδικό, και οι εκδόσεις, και "Η μικρή πινακοθήκη Διαγώνιος" καλά κρατούσαν και άνθιζαν όλο και περισσότερο, πάντα με προσωπική του θυσία.
Όταν πήγαινα να δω κάποια καινούργια έκθεση και τύχαινε να 'ναι μόνος και κάτι να γράφει, πάντα στο γραφειάκι του με το πορτατιφάκι μόνο αναμμένο, σηκωνόταν κι έλεγε: "να σ' ανάψω... μωρό μου...", άναβε δηλαδή τα φώτα και τα προβολάκια για να απολαύσω τις ζωγραφιές, αυτό το πανόραμα της ομορφιάς, και –γιατί να μην το πω μια και είναι αλήθεια;- της προσιτής σε όλους μας απόκτησής της, κι αυτό επειδή ο Χριστιανόπουλος δεν επέτρεπε στους ζωγράφους τις υψηλές τιμές στα έργα τους. Τώρα, πού ν' αγοράσεις πίνακα από γκαλερί..., τέρμα τα δίφραγκα, που λένε, κι όσοι Θεσσαλονικείς πρόλαβαν κι απόκτησαν αυτή την ομορφιά μέσα στο σπίτι τους, τυχεροί, σαν εμένα.
Μετά το κλείσιμο της Διαγωνίου, το ραντεβού του Χριστιανόπουλου, ανά δεκαπενθήμερο στο καφέ "Τόττης", στην πλατεία Αριστοτέλους, με τέσσερις-πέντε, το πολύ, φίλους του παλιού περιβάλλοντος του, δεν ήταν το ίδιο. Έλλειπε η αίσθηση από κείνη την αλλοτινή ατμόσφαιρα της Διαγωνίου, στερούνταν η ματιά μας την ομορφιά της τέχνης που εκεί μας περιέβαλε και μας γοήτευε, είχαν γίνει διαφορετικά, θαρρείς, και τα λόγια εκείνα που άλλοτε υπήρξαν λαμπερά, εποικοδομητικά, μέσα σε μια ιλαρότητα πολλές φορές, σ' εκείνον τον φιλόξενο μικρό χώρο όπου μεγάλωνε η ψυχή μας και γιατρεύονταν η μοναξιά και η κατάθλιψη του καθενός μας. Τώρα, ξένα πρόσωπα, ξένες ομιλίες, αδιάφορες, ξένο σπίτι. Πήγα κάνα δυο φορές στην παρέα κι αυτό ήταν όλο. Ό,τι τελειώνει, τελειώνει, είπα μέσα μου. πηγή