Το απόγευμα τραβήξαμε κατά το εκκλησάκι
και μου ’παιξε ακορντεόν. Ήταν ωραία,
και το λιβάδι ήσυχο, μες στη λιακάδα.
Το πρόσωπό του είχε αγλαϊστεί
από τον ήλιο και τη μουσική,
και φάνταζε τόσο αγνό, που ντράπηκα
γιατί είχα ακόμα φαντασία κι αισθήσεις.
Έτσι, Θεέ μου, σκέφτηκα, να γίνονταν
πριν από τη στιγμή εκείνη: ένα τραγούδι
να σβήνει αργά αργά στη φυσαρμόνικα
σα μια νεανική αγνότητα που φεύγει.
και μου ’παιξε ακορντεόν. Ήταν ωραία,
και το λιβάδι ήσυχο, μες στη λιακάδα.
Το πρόσωπό του είχε αγλαϊστεί
από τον ήλιο και τη μουσική,
και φάνταζε τόσο αγνό, που ντράπηκα
γιατί είχα ακόμα φαντασία κι αισθήσεις.
Έτσι, Θεέ μου, σκέφτηκα, να γίνονταν
πριν από τη στιγμή εκείνη: ένα τραγούδι
να σβήνει αργά αργά στη φυσαρμόνικα
σα μια νεανική αγνότητα που φεύγει.