Στους ανεπαίσθητους ψιθύρους της εσπέρας,
στα μυστικά καλέσματα της νύχτας,
ψυχή μου, άρχισες κι εσύ να ξεθαρρεύεις
όλο και πιο πολύ• κι άρχισες να ʽχεις
πιο εύκολα τα μάτια και τα λόγια,
πιο βιαστικά τα χρήματα του πάθους,
όλο και πιο λιγότερους τους δισταγμούς,
και δίνεσαι και τρέχεις και ξεφτίζεις
κι επιμένεις ακόμα να ελπίζεις
με μια πυρακτωμένη φαντασία,
μʼ ένα κορμί παρανάλωμα της έξαψης,
ώριμη πια για το χαμό.
~
στα μυστικά καλέσματα της νύχτας,
ψυχή μου, άρχισες κι εσύ να ξεθαρρεύεις
όλο και πιο πολύ• κι άρχισες να ʽχεις
πιο εύκολα τα μάτια και τα λόγια,
πιο βιαστικά τα χρήματα του πάθους,
όλο και πιο λιγότερους τους δισταγμούς,
και δίνεσαι και τρέχεις και ξεφτίζεις
κι επιμένεις ακόμα να ελπίζεις
με μια πυρακτωμένη φαντασία,
μʼ ένα κορμί παρανάλωμα της έξαψης,
ώριμη πια για το χαμό.
~