Η «Εαρινή συμφωνία», 27 ποιήματα με λατινική αρίθμηση, είναι η πρώτη εκτενής ποιητική συλλογή τού Γιάννη Ρίτσου με βασικό θεματικό μοτίβο την ερωτική αγάπη. Γράφτηκε το 1938 και, όπως δηλώνεται από τον τίτλο («Εαρινή συμφωνία»), ανήκει στην άνοιξη και τη μουσική.
Θ' αφήσω
τη λευκή χιονισμένη κορυφή
που ζέσταινε μ' ένα γυμνό χαμόγελο
την απέραντη μόνωσή μου.
Θα τινάξω απ' τους ώμους μου τη χρυσή τέφρα των άστρων
καθώς τα σπουργίτια
τινάζουν το χιόνι
απ' τα φτερά τους.
Έτσι σεμνός άνθρωπος ακέριος
έτσι πασίχαρος κι αθώος
θα περάσω κάτω απ' τις ανθισμένες ακακίες των χαδιών σου
και θα ραμφίσω το πάμφωτο τζάμι του έαρος.
Θα 'μαι το γλυκό παιδί
που χαμογελάει
στα πράγματα και στον εαυτό του
χωρίς δισταγμό και προφύλαξη.
Σαν να μην γνώρισα τα χλωμά μέτωπα των χειμωνιάτικων δειλινών
τις λάμπες των άδειων σπιτιών
και τους μοναχικούς διαβάτες
κάτω απ’ τη σελήνη του Αυγούστου.
Ένα παιδί.
ΙΙ
Είχα κλείσει τα μάτια
για ν' ατενίζω το φως.
Τυφλός.
Είχα κάψει τη φλόγα
για ν' αναπνέω.
Τις νύχτες
αφουγκραζόμουν τους θρόους της σιγής
κ' η ανάσα του χαμόγελου
δε γνώριζε τη μετάνοια.
Να δακρύζω
πάνω στα διάφανα χέρια μου
από μια διάφανη χαρά
που δεν επιθυμεί.
Όχι θωπεία. Όχι όνειρο.
Πιο πέρα.
Εκεί που καταλύεται τ' όνειρο
κι η φθορά έχει φθαρεί.
Κ' ήρθες εσύ.
ΙΙΙ
Κοίταξε αγαπημένη
πώς σε κοιτάζουν
τα λυπημένα χέρια μου.
Σα δυο παιδιά ορφανά
που κλαίγαν μες στο βράδυ
χωρίς ψωμί
και κοιμηθήκαν τρέμοντας
πάνω στο χιόνι.
Κρύωναν μα δεν επαιτούσαν.
Κρατούσαν
ένα λουλούδι σιωπηλό
και παίζαν τρυφερά κι αδέξια
στους ραγισμένους δρόμους.
Αγαπημένη
κοίταξε πώς διστάζουν
τα νυχτωμένα χέρια μου.
Πώς μπορεί ν' ανοιχτεί
αυτή η θύρα του φωτός
για μένα που δε γνώρισα
μήτε τον ίσκιο μιας μαρμαρυγής;
Στέκω απ' έξω στο ψύχος δειλός
και κοιτώ τα μεγάλα παράθυρα
τα φωτισμένα ρόδα
και τα κρύσταλλα
κι όλο λέω να κινήσω να φύγω
προς τη γνώριμη νύχτα
κι όλο λέω να' ρθω
κι όλο στέκω
έξω απ' τη θύρα σου.
Μη με καλέσεις ακόμη.
Ας παρατείνουμε
αυτές τις ώρες τις θαμπές
τις υπερπληρωμένες
που δυο κόσμοι
ανταμώνονται
που δυο βαθιές φωνές
ζυγιάζονται
πάνω σε μια χορδή αργυρή
και μια σταγόνα δρόσου
σκιρτά και ταλαντεύεται
στ' άνθος της νύχτας.
Εδώ θα μείνει
εκεί θα πέσει.
Αγαπημένη
τι προετοιμάζεται για μας
μέσα στο βλέμμα των θεών
πίσω απ' αυτή τη φωταψία;
IV
Βηματίζεις
μέσα στὰ σκονισμένα δώματά μου
μ' ἕνα πλατύ ἀνοιξιάτικο φόρεμα,
ποὺ εὐωδιάζει πράσινα φύλλα,
φρεσκοπλυμένο οὐρανό
καὶ φτερά γλάρων
πάνω ἀπὸ θάλασσα πρωινή.
Μέσα στό βλέμμα σου ἠχούν
κάτι μικρές φυσαρμόνικες
ἀπό κείνες που παίζουν
τά πολύ εὔθυμα παιδιά
στίς ἐαρινές ἐξοχές.
Νά
ἐδῶ εἶναι
τό ἐβένινο γραφείο
τοῦ πρόγονου
πού ‘χε πολλούς ὑπηρέτες
πολλά σκυλιά κυνηγοῦ
καί τόν εἶχαν ἀγαπήσει
πολλές κυρίες ἄρρωστες
μέ χρυσά ματόκλαδα
καί μετάξινο δέρμα.
Ἐδῶ ἐπάνω ἔγραφα πρίν ἔρθεις
ἐπιστολές καί στίχους
γιά πεθαμένους φίλους
κάτω ἀπ’ αὐτό τό κηροπήγιο
πού τό κράτησαν χέρια δακρυσμένα
σέ ἀπέραντες νύχτες ἀγρυπνίας.
Δέ νιώθεις
τήν ὠχρή παρουσία
τοῦ αἰθέρα καί τοῦ ἰωδίου
τήν πληγωμένη κραυγή
τῆς παραφροσύνης
μιά μυρωδιά βροχῆς πού πέφτει
σέ παγωμένα τζάμια ἑσπερινά
σανατορίων καί ψυχιατρείων;
Κοίταξε τίς φωτογραφίες:
ἡ πεθαμένη μητέρα,
ὁ πεθαμένος ἀδελφός,
κ' οἱ χλωμές ἀδελφοῦλες μου
μὲ τὶς φεγγαρίσιες μποῦκλες
καὶ μ' ἕνα μακρυνό χαμόγελο
κρεμασμένο στὴ μορφή τους,
καθὼς ἕνα κλουβὶ μὲ καναρίνια,
κρεμασμένο σὲ σπίτι φτωχικό,
ποὺ ἔχουν ὅλοι πεθάνει.
Ποὖναι ἕνας ἀχθοφόρος,
νὰ μεταφέρῃ αὐτά τὰ ἔπιπλα
στὸ ὑπόγειο;
Ξεκρέμασε καί πέταξε
ἀπ’ τ’ ἀνοιχτό παράθυρο
τίς μελαγχολικές κορνίζες.
Ἐσύ μοῦ ’φερες
τόν καινούργιο καιρό,
τό φῶς τῆς αὐγῆς
καί τό αἷμα μου.
Δέ θά περάσω στό δάχτυλό σου
τό ἀρχαῖο δαχτυλίδι τῆς μητέρας.
Μές στόν ὠχρό περουζέ του
ἀναπνέει ὁ σκελετός
τοῦ παρελθόντος.
Δέν ἁρμόζει αὐτός ὁ στίχος.
Πιασμένοι ἀπ’ τό χέρι
θά κατεβοῦμε τή μαρμάρινη σκάλα
πού ἔχει φθαρεῖ ἀπ’ τά βήματα
τῶν φθινοπωρινών σκιῶν.
Πᾶμε στοὺς ἀγρούς,
νὰ φορέσουμε στὰ δάχτυλα
τὶς παπαροῦνες καὶ τὸν ἥλιο
καὶ τὴ νέα χλόη.
Στὰ μάτια σου δέ λιμνάζει
μήτ' ἕνας κόκκος ἴσκιου.
Νά ὁ ἥλιος πού τρέχει
μέσα στά δάση.
Δέν ἔχουμε ἀργήσει.
V
Η κωδωνοκρουσία του φωτός
μας υποδέχεται
στο ξανθό ακροθαλάσσι.
Η αυγή περνάει στην αμμουδιά
βρέχοντας μόλις τα γυμνά της πέλματα
στο χρυσό κύμα.
Μια νέα κοπέλα
άνοιξε το παράθυρο
και χαμογέλασε στη θάλασσα.
Έκλεισε τα μάτια της στο φως
για να ατενίσει βαθιά της
την υπόκωφη λάμψη
του χαμογέλιου της.
Άκου τα σήμαντρα
των εξοχικών εκκλησιών.
Φτάνουν από πολύ μακριά
από πολύ βαθιά.
Απ΄ τα χείλη των παιδιών
απ΄ την άγνοια των χελιδονιών
απ΄ τις άσπρες αυλές της Κυριακής
απ΄ τ΄ αγιοκλήματα και τους περιστεριώνες
των ταπεινών σπιτιών.
Άκου τα σήμαντρα
των εαρινών εκκλησιών.
Είναι οι εκκλησίες
που δεν γνώρισαν τη σταύρωση
και την ανάσταση.
Γνώρισαν μόνο τις εικόνες
του Δωδεκαετούς
που ΄χε μια μάνα τρυφερή
που τον περίμενε τα βράδια στο κατώφλι
έναν πατέρα ειρηνικό που ευώδιαζε χωράφι
που ΄χε στα μάτια του το μήνυμα
της επερχόμενης Μαγδαληνής.
Χριστέ μου
τι θα ΄τανε η πορεία σου
δίχως τη σμύρνα και το νάρδο
στα σκονισμένα πόδια σου;
Μακριά , μακριά
μ΄ ένα γλαυκό χαμόγελο
κοιτούσες
τον ουρανό
ενώ τα μύρα των σταχυών
και τα βήματα των γυναικών
γελούσαν
μπρος στο παράθυρο σου.
Αγαπημένη
κόβοντας χαμομήλια
και βλέποντας την θάλασσα
θα ξαναπούμε
την παιδική μας δέηση
με τα πουλιά και με τα φύλλα.
Κι από βαθιά κι από μακριά τα σήμαντρα
των παιδικών εκκλησιών
θα τραγουδούν το τραγούδι
της τρυφερής Ναζαρέτ
πάνω από τους πράσινους κάμπους.
IV
Βηματίζεις
μέσα στὰ σκονισμένα δώματά μου
μ' ἕνα πλατύ ἀνοιξιάτικο φόρεμα,
ποὺ εὐωδιάζει πράσινα φύλλα,
φρεσκοπλυμένο οὐρανό
καὶ φτερά γλάρων
πάνω ἀπὸ θάλασσα πρωινή.
Μέσα στό βλέμμα σου ἠχούν
κάτι μικρές φυσαρμόνικες
ἀπό κείνες που παίζουν
τά πολύ εὔθυμα παιδιά
στίς ἐαρινές ἐξοχές.
Νά
ἐδῶ εἶναι
τό ἐβένινο γραφείο
τοῦ πρόγονου
πού ‘χε πολλούς ὑπηρέτες
πολλά σκυλιά κυνηγοῦ
καί τόν εἶχαν ἀγαπήσει
πολλές κυρίες ἄρρωστες
μέ χρυσά ματόκλαδα
καί μετάξινο δέρμα.
Ἐδῶ ἐπάνω ἔγραφα πρίν ἔρθεις
ἐπιστολές καί στίχους
γιά πεθαμένους φίλους
κάτω ἀπ’ αὐτό τό κηροπήγιο
πού τό κράτησαν χέρια δακρυσμένα
σέ ἀπέραντες νύχτες ἀγρυπνίας.
Δέ νιώθεις
τήν ὠχρή παρουσία
τοῦ αἰθέρα καί τοῦ ἰωδίου
τήν πληγωμένη κραυγή
τῆς παραφροσύνης
μιά μυρωδιά βροχῆς πού πέφτει
σέ παγωμένα τζάμια ἑσπερινά
σανατορίων καί ψυχιατρείων;
Κοίταξε τίς φωτογραφίες:
ἡ πεθαμένη μητέρα,
ὁ πεθαμένος ἀδελφός,
κ' οἱ χλωμές ἀδελφοῦλες μου
μὲ τὶς φεγγαρίσιες μποῦκλες
καὶ μ' ἕνα μακρυνό χαμόγελο
κρεμασμένο στὴ μορφή τους,
καθὼς ἕνα κλουβὶ μὲ καναρίνια,
κρεμασμένο σὲ σπίτι φτωχικό,
ποὺ ἔχουν ὅλοι πεθάνει.
Ποὖναι ἕνας ἀχθοφόρος,
νὰ μεταφέρῃ αὐτά τὰ ἔπιπλα
στὸ ὑπόγειο;
Ξεκρέμασε καί πέταξε
ἀπ’ τ’ ἀνοιχτό παράθυρο
τίς μελαγχολικές κορνίζες.
Ἐσύ μοῦ ’φερες
τόν καινούργιο καιρό,
τό φῶς τῆς αὐγῆς
καί τό αἷμα μου.
Δέ θά περάσω στό δάχτυλό σου
τό ἀρχαῖο δαχτυλίδι τῆς μητέρας.
Μές στόν ὠχρό περουζέ του
ἀναπνέει ὁ σκελετός
τοῦ παρελθόντος.
Δέν ἁρμόζει αὐτός ὁ στίχος.
Πιασμένοι ἀπ’ τό χέρι
θά κατεβοῦμε τή μαρμάρινη σκάλα
πού ἔχει φθαρεῖ ἀπ’ τά βήματα
τῶν φθινοπωρινών σκιῶν.
Πᾶμε στοὺς ἀγρούς,
νὰ φορέσουμε στὰ δάχτυλα
τὶς παπαροῦνες καὶ τὸν ἥλιο
καὶ τὴ νέα χλόη.
Στὰ μάτια σου δέ λιμνάζει
μήτ' ἕνας κόκκος ἴσκιου.
Νά ὁ ἥλιος πού τρέχει
μέσα στά δάση.
Δέν ἔχουμε ἀργήσει.
V
Η κωδωνοκρουσία του φωτός
μας υποδέχεται
στο ξανθό ακροθαλάσσι.
Η αυγή περνάει στην αμμουδιά
βρέχοντας μόλις τα γυμνά της πέλματα
στο χρυσό κύμα.
Μια νέα κοπέλα
άνοιξε το παράθυρο
και χαμογέλασε στη θάλασσα.
Έκλεισε τα μάτια της στο φως
για να ατενίσει βαθιά της
την υπόκωφη λάμψη
του χαμογέλιου της.
Άκου τα σήμαντρα
των εξοχικών εκκλησιών.
Φτάνουν από πολύ μακριά
από πολύ βαθιά.
Απ΄ τα χείλη των παιδιών
απ΄ την άγνοια των χελιδονιών
απ΄ τις άσπρες αυλές της Κυριακής
απ΄ τ΄ αγιοκλήματα και τους περιστεριώνες
των ταπεινών σπιτιών.
Άκου τα σήμαντρα
των εαρινών εκκλησιών.
Είναι οι εκκλησίες
που δεν γνώρισαν τη σταύρωση
και την ανάσταση.
Γνώρισαν μόνο τις εικόνες
του Δωδεκαετούς
που ΄χε μια μάνα τρυφερή
που τον περίμενε τα βράδια στο κατώφλι
έναν πατέρα ειρηνικό που ευώδιαζε χωράφι
που ΄χε στα μάτια του το μήνυμα
της επερχόμενης Μαγδαληνής.
Χριστέ μου
τι θα ΄τανε η πορεία σου
δίχως τη σμύρνα και το νάρδο
στα σκονισμένα πόδια σου;
Μακριά , μακριά
μ΄ ένα γλαυκό χαμόγελο
κοιτούσες
τον ουρανό
ενώ τα μύρα των σταχυών
και τα βήματα των γυναικών
γελούσαν
μπρος στο παράθυρο σου.
Αγαπημένη
κόβοντας χαμομήλια
και βλέποντας την θάλασσα
θα ξαναπούμε
την παιδική μας δέηση
με τα πουλιά και με τα φύλλα.
Κι από βαθιά κι από μακριά τα σήμαντρα
των παιδικών εκκλησιών
θα τραγουδούν το τραγούδι
της τρυφερής Ναζαρέτ
πάνω από τους πράσινους κάμπους.
VI
Αγαπημένη
δεν έχω παρά μόνο μιας στιγμής
τη ζωή και το φτερούγισμα.
Δε βλέπεις
πάνω στο δέρμα μου
το πρωτάνοιχτο θάμβος;
Δεν ακούς
μες στις ίνες μου
μύρια φτερά μικρών κορυδαλλών
που μόλις τ’ άγγιξε
η πρώτη ακτίνα
της αυγής;
Πόσο είμαι νέος.
Πόσο είμαι νέος
κάτω απ’ τα βλέφαρά σου.
Τα πολυτρίχια
των αρχαίων πηγών
που συναθροίζουν τ’ αργυρά τους δάκρυα
σε γαλανούς καθρέφτες ουρανού
κοιμούνται πίσω απ’ τα μάτια μου
που σε βλέπουν.
Καμιά διάσπαση.
Η μνήμη των αποχαιρετισμών
δε ρυτιδώνει τα χέρια μου
που όρθρισαν μέσα στα χέρια σου.
Γεύομαι στα χείλη σου
την πρασινάδα της εξοχής
και τους θρύλους της θάλασσας.
Η ζέστα του κορμιού σου
με ντύνει τον ήλιο.
Σφράγισε τις χαραματιές
των παραθύρων.
Οι στοχασμοί και οι στίχοι
μακραίνουν μες τη νύχτα
κ' εμείς απ' την κλίνη μας
μόλις ακούμε τις φωνές τους
σαν ομιλίες μεθυσμένων
που αποτείνονται στη σκιά τους
και στη λυμφατική σελήνη.
Το φως των ηγεμονικών μαλλιών σου
σκεπάζει τους ώμους της νύχτας.
Βυθίζονται τ' άστρα
στους βυθούς των ματιών σου
κι ανθίζουμε εμείς
έμπιστοι κι ωραίοι
καθώς τα πλάσματα
την πρώτη μέρα του Θεού
που δεν είχαν ρωτήσει κι' απορήσει.
VII
Τι ζέστα.
Δεν ακούγεται πια
το βήμα του αιώνιου επαίτη
έξω στους παγωμένους δρόμους.
Ω εσύ δεν άκουσες ποτέ
αυτό το κούφιο βήμα
το βαθύ κι απέραντο
γι' αυτό τα χέρια σου
είναι τόσο ζεστά.
Ο τυφλός γέρος που περνούσε
σκυμμένος κάτω απ' τη βροχή
παίζοντας με κοκκαλιασμένα δάχτυλα
τη φυσαρμόνικα της νύχτας
πέθανε.
Πού τον έθαψαν;
δε ρωτούμε.
Δε γνωρίζουμε τίποτα.
Υπάρχουμε.
Το παρελθόν ανύπαρκτο.
Το μέλλον ανυποψίαστο.
Παρόντες
μες στην πλήρη στιγμή
μες στην αιωνιότητα.
Αλήθεια
είχα μια γιαγιά,
Την καημένη τη γιαγιά μου
που κρύωνε.
Είχε προφτάσει πολλούς θανάτους
κι είχε μάθει να μην κλαίει
να μην προσμένει
και να σωπαίνει.
Περπατούσε στις κάμαρες
ελαφρά
καθώς η νύχτα περπατάει
πάνω στο χιόνι.
Άναβε τα κεριά του πολυελαίου
τυλιγόταν στο μαύρο μποξά της
και φυσούσε τις φούχτες της
να ζεσταθεί.
Απόψε
καθώς για μια στιγμή ξεφύλλισα
κάτω απ΄τα μάτια σου
το πεθαμένο λεύκωμα των στίχων
οι δυο άκρες του μαύρου μποξά
της γιαγιάς μου
είναι δυο φτερά χελιδονιού
που διπλώνουν την καρδιά της.
Το βλέμμα σου κελαηδάει
στις παγωμένες φούχτες της.
Κι η μεγάλη θερμάστρα ανασυνθέτει
τους θρόους των φυλλωμάτων
το φεγγάρι της άνοιξης
και τα κουδούνια των προβάτων
στις ανθισμένες πλαγιές της βραδιάς.
VIII
Πέταξα
στο φωτεινό σου διάδρομο
την πανοπλία μου.
Ήμουν γυμνός όταν εχτύπησα
τη θύρα του κοιτώνα σου.
Λουσμένος τα φέγγη
της προσδοκίας
μιας ακέριας ζωής
έσταζαν απ’ τα μέλη μου
σταγόνες του ήλιου.
Κι όταν η κλίνη ανοίχτηκε
προς το βαθύφωτο ουρανό σου
κατέθεσα στα πόδια σου
την τελευταία μου προσωπίδα.
Έτσι
ένας θεός εγκατέλειψε
τη βαριά του εξουσία
και τα εγκώμια των κολάκων.
Ντυμένος
το λευκό φόρεμα της αγνότητας
ήρθε να τυλίξει το λαιμό του
γύρω στους ρόδινους μηρούς
της Λήδας.
Εκεί αναγνώρισε τη θεότητά του
και με το ράμφος του
έγραψε πάνω στη σάρκα
το ποίημα της Ελένης.
Αγαπημένη
όλη η ψυχή μου τρέμει
φύλλωμα ευγνωμοσύνης.
Γονατισμένος προσεύχομαι
Θεέ μου Θεέ μου
η αγάπη μου ΄χε λείψει
για να χαρώ και να νοήσω
το μεγαλείο σου.
IX
Οι φλοίσβοι της βραδιάς
κι οι ανταύγειες των γιασεμιών
περιμένουν μπροστά στο κατώφλι μας
μιαν απάντηση.
Τι ζητούν από μας;
Τι μας φέρνουν;
Το κορμί σου γυμνό
γυμνό το κορμί σου
ολόγυμνο
καρφωμένο στην καρδιά της νύχτας
χρυσή ανατολή
— το ενσαρκωμένο φως.
Τυλιγμένος εγώ το κορμί σου
γυμνός
δίχως άνθος φωνή και τραγούδι.
Κανένα φως άλλο
να μην ισκιώνει το φως
που ανατέλλει απ' τη σάρκα σου.
Η αγάπη
πιο μεγάλη
απ' τη σιωπή
γεφυρώνει το θεό με τον άνθρωπο
και γεμίζει το απέραντο χάσμα
με φτερά και λουλούδια.
Κλείνω τα μάτια.
Ζω κι αγαπώ.
Μια μουσική χορδή
τεντωμένη στα μέλη σου
αγρυπνά κι απαντά
στο σφρίγος τ' ουρανού
και του χώματος.
Ένας γόος ευτυχίας
ανεβαίνει απ' τα σπλάχνα της γης
απ' τα σπήλαια του δάσους
μες στην έκθαμβη νύχτα
διαπερνάει το χρόνο
και το διάστημα.
Μέσα του σφαδάζει
όλη η ζωή κι όλος ο θάνατος.
Χαράζει.
Ησυχία.
Κούραση των θεών.
Ποιος είναι;
Μια αχτίνα κρούει
με το μικρό της δάχτυλο
το κλειστό τζάμι.
Μη μιλήσεις.
Δυο κορμιά
στίλβουν στην πάχνη —
δυο πελαργοί
ασάλευτοι
στη στέγη του κόσμου
πάνω απ' την κατανυκτικότητα
των πρωινών ανθισμένων πεδιάδων.
VII
Τι ζέστα.
Δεν ακούγεται πια
το βήμα του αιώνιου επαίτη
έξω στους παγωμένους δρόμους.
Ω εσύ δεν άκουσες ποτέ
αυτό το κούφιο βήμα
το βαθύ κι απέραντο
γι' αυτό τα χέρια σου
είναι τόσο ζεστά.
Ο τυφλός γέρος που περνούσε
σκυμμένος κάτω απ' τη βροχή
παίζοντας με κοκκαλιασμένα δάχτυλα
τη φυσαρμόνικα της νύχτας
πέθανε.
Πού τον έθαψαν;
δε ρωτούμε.
Δε γνωρίζουμε τίποτα.
Υπάρχουμε.
Το παρελθόν ανύπαρκτο.
Το μέλλον ανυποψίαστο.
Παρόντες
μες στην πλήρη στιγμή
μες στην αιωνιότητα.
Αλήθεια
είχα μια γιαγιά,
Την καημένη τη γιαγιά μου
που κρύωνε.
Είχε προφτάσει πολλούς θανάτους
κι είχε μάθει να μην κλαίει
να μην προσμένει
και να σωπαίνει.
Περπατούσε στις κάμαρες
ελαφρά
καθώς η νύχτα περπατάει
πάνω στο χιόνι.
Άναβε τα κεριά του πολυελαίου
τυλιγόταν στο μαύρο μποξά της
και φυσούσε τις φούχτες της
να ζεσταθεί.
Απόψε
καθώς για μια στιγμή ξεφύλλισα
κάτω απ΄τα μάτια σου
το πεθαμένο λεύκωμα των στίχων
οι δυο άκρες του μαύρου μποξά
της γιαγιάς μου
είναι δυο φτερά χελιδονιού
που διπλώνουν την καρδιά της.
Το βλέμμα σου κελαηδάει
στις παγωμένες φούχτες της.
Κι η μεγάλη θερμάστρα ανασυνθέτει
τους θρόους των φυλλωμάτων
το φεγγάρι της άνοιξης
και τα κουδούνια των προβάτων
στις ανθισμένες πλαγιές της βραδιάς.
VIII
Πέταξα
στο φωτεινό σου διάδρομο
την πανοπλία μου.
Ήμουν γυμνός όταν εχτύπησα
τη θύρα του κοιτώνα σου.
Λουσμένος τα φέγγη
της προσδοκίας
μιας ακέριας ζωής
έσταζαν απ’ τα μέλη μου
σταγόνες του ήλιου.
Κι όταν η κλίνη ανοίχτηκε
προς το βαθύφωτο ουρανό σου
κατέθεσα στα πόδια σου
την τελευταία μου προσωπίδα.
Έτσι
ένας θεός εγκατέλειψε
τη βαριά του εξουσία
και τα εγκώμια των κολάκων.
Ντυμένος
το λευκό φόρεμα της αγνότητας
ήρθε να τυλίξει το λαιμό του
γύρω στους ρόδινους μηρούς
της Λήδας.
Εκεί αναγνώρισε τη θεότητά του
και με το ράμφος του
έγραψε πάνω στη σάρκα
το ποίημα της Ελένης.
Αγαπημένη
όλη η ψυχή μου τρέμει
φύλλωμα ευγνωμοσύνης.
Γονατισμένος προσεύχομαι
Θεέ μου Θεέ μου
η αγάπη μου ΄χε λείψει
για να χαρώ και να νοήσω
το μεγαλείο σου.
IX
Οι φλοίσβοι της βραδιάς
κι οι ανταύγειες των γιασεμιών
περιμένουν μπροστά στο κατώφλι μας
μιαν απάντηση.
Τι ζητούν από μας;
Τι μας φέρνουν;
Το κορμί σου γυμνό
γυμνό το κορμί σου
ολόγυμνο
καρφωμένο στην καρδιά της νύχτας
χρυσή ανατολή
— το ενσαρκωμένο φως.
Τυλιγμένος εγώ το κορμί σου
γυμνός
δίχως άνθος φωνή και τραγούδι.
Κανένα φως άλλο
να μην ισκιώνει το φως
που ανατέλλει απ' τη σάρκα σου.
Η αγάπη
πιο μεγάλη
απ' τη σιωπή
γεφυρώνει το θεό με τον άνθρωπο
και γεμίζει το απέραντο χάσμα
με φτερά και λουλούδια.
Κλείνω τα μάτια.
Ζω κι αγαπώ.
Μια μουσική χορδή
τεντωμένη στα μέλη σου
αγρυπνά κι απαντά
στο σφρίγος τ' ουρανού
και του χώματος.
Ένας γόος ευτυχίας
ανεβαίνει απ' τα σπλάχνα της γης
απ' τα σπήλαια του δάσους
μες στην έκθαμβη νύχτα
διαπερνάει το χρόνο
και το διάστημα.
Μέσα του σφαδάζει
όλη η ζωή κι όλος ο θάνατος.
Χαράζει.
Ησυχία.
Κούραση των θεών.
Ποιος είναι;
Μια αχτίνα κρούει
με το μικρό της δάχτυλο
το κλειστό τζάμι.
Μη μιλήσεις.
Δυο κορμιά
στίλβουν στην πάχνη —
δυο πελαργοί
ασάλευτοι
στη στέγη του κόσμου
πάνω απ' την κατανυκτικότητα
των πρωινών ανθισμένων πεδιάδων.
X
Αγάπη, Αγάπη,
δε μου'χες φέρει εμένα
μήτ' ένα ψίχουλο φωτός για να δειπνήσω.
Νήστης γυμνός και αδάκρυτος
περιφερόμουν στα όρη
και τ' ανένδοτα μάτια μου στύλωνα
στους ουρανούς
γυρεύοντας την αμοιβή μου
απ' τη σιωπή και το τραγούδι.
Τα τρυφερά λυκόφωτα
οι πράες καμπύλες των βουνών
και τα λαμπρά βράδια του θέρους
με ρωτούσανε πού είσαι ω Αγάπη.
Μα εγώ δεν είχα τι ν' αποκριθώ
κι έφευγα σιωπηλός
ρίχνοντας χάμω τη μορφή μου
για να καλύψω την ταπείνωσή μου.
Οι ωχρές αυγές
ακουμπούσαν στο περβάζι μου
το διάφανο πηγούνι τους
κάρφωναν στο πλατύ μου μέτωπο
τα μεγάλα γαλάζια τους μάτια
και με κοιτούσαν με πικρία
ζητώντας ν' απολογηθώ.
Τι ν' απαντήσω, Αγάπη;
Και δρασκελούσα το κατώφλι
τίναζα τα κατάμαυρα μαλλιά μου μες στο φως
και τραγουδούσα πλατιά στους ανέμους
το τραγούδι του «αδέσμευτου».
Πεισμωμένος χλωμός κι ακατάδεχτος
κοιτούσα τον κόσμο και κραύγαζα:
«Δεν έχω τίποτα
δικά μου είναι τα πάντα».
Κι όμως μια παιδική φωνή
επίμονα έκλαιγε βαθιά μου
γιατί δεν είχες έλθει, Αγάπη.
Τις νύχτες του έαρος
που η γύρη των άστρων
και των λουλουδιών
αγρυπνούσε στο δέρμα μου
μια λυπημένη ανταύγεια
σερνόταν στην απέραντη ψυχή μου
γιατί αργούσες να 'ρθεις, Αγάπη.
Γι' αυτό κ' οι πιο λαμπροί μου στίχοι
είχαν κρυμμένο στην καρδιά τους
ενός λυγμού το τρεμοσάλεμα
γιατί έλειπες απ' την καρδιά μου, Αγάπη.
Όταν περιπλανιόμουν
στην ερημία του φθινοπώρου
στα γυμνά δάση
ζητώντας με σφιγμένα δάχτυλα
τον ήλιο που έφευγε χλωμός
πάνω απ' τις παγωμένες λίμνες
εσένα ζητούσα, ω Αγάπη.
Κι όταν ακόμη επέστρεφα
την όψη μου απ' τη γη
και τρυπούσα με πύρινα βλέμματα
τα τείχη της νύχτας
ήταν γιατί δεν ήθελα να κλάψω
που δε με συλλογίστηκες, Αγάπη.
Ζητώντας το θεό
ζητούσα εσένα.
Εσένα περιμένοντας
γέμισα τους κήπους μου
με λευκούς κρίνους
για να βυθίζεις τις κνήμες σου
αυτά τα βράδια τ' αργυρά
που η σελήνη ραντίζει με δρόσο
τη φιλντισένια υψωμένη μορφή σου.
Για σένα, Αγάπη, ετοίμασα τα πάντα
κι αν έμαθα να τραγουδώ τόσο γλυκά
ήταν γιατί στην ίδια τη φωνή μου
ζητούσα να 'βρω τα ίχνη των βημάτων σου
ζητούσα να φιλήσω
μονάχα και τη σκόνη του ίσκιου σου
ω Αγάπη.
XI
Εγώ που κοιμήθηκα
(πόσα χρόνια)
δίχως φωτιά δίχως λυχνία
εγώ που αγκάλιαζα μονάχα
τη σιωπηλή σκιά μου
γύμνωσα τα χείλη μου
για να ψάλλουν
τον ερχομό σου.
Τόσο φτωχός ήμουν, αγάπη,
τόσο, φτωχός
που δεν είχα στην παλάμη ένα χάδι
για ν' αγοράσω τις ώρες μου
που δεν είχα ένα νόμισμα φιλιού
για να δώσω του σκιώδη καπετάνιου
να με περάσει στην απέναντι όχθη.
Όλη τη ζωή μου ασώτεψα
σκάβοντας την έρημο
και περιμένοντας χωρίς να το γνωρίζω
το σπόρο των βλεμμάτων σου.
Ώριμος
απ' την πικρία
και την αγρυπνία
αξιώθηκα τον ερχομό σου.
Ευχαριστώ.
Ευχαριστώ.
Γεννήθηκα για να προφτάσω
να χαιρετήσω στην άκρη του δρόμου
τον ήλιο των ματιών σου.
Εάν δεν είχες έλθει, αγάπη,
τι θ' απαντούσα στο θεό
όταν μια νύχτα
κάτω από τους πυρσούς των άστρων
θα με ρωτούσε
πως όργωσα το κόκκινο χώμα
πώς ξόδεψα
τους σπόρους των ανθών
που μου εμπιστεύτηκε;
Άφησέ με να κλάψω
στα γόνατά σου
μες στην ευεργεσία του χαδιού σου.
XII
Πλάθοντας ἄνθη ἀνώφελα
λησμόνησα νὰ ζήσω.
Πίσω
ἀπ' τῶν βιβλίων τὰ κάγκελα
φυλάκισα τὰ ρόδινα
τῶν ἡμερῶν μου πρόσωπα.
Τά δάχτυλα
τῶν ἐμποδισμένων φιλιῶν
νεκρά ριγούσαν
στίς ὀπές τῶν αυλῶν.
Ποιός μάντεψε
τούς θανάτους τῶν ρόδων
καί τά δάκρυα τῶν ἀρωμάτων
μέσα στούς ἄχραντους ἤχους
καί στό ὑψηλό ἐπαρμένο μέτωπο;
Τὸ κίτρινο φέγγος
τῆς λάμπας
δάκρυζε τὸ δῶμα μου
ἐνῶ οἱ φωνές τῶν κάμπων
καὶ τῶν πουλιῶν
πλημμυροῦσαν τὴν ἀπέραντη νύχτα
τοῦ Ἰουλίου.
Ἔξω
ἡ θάλασσα καί ο οὐρανός.
Μέσα
ἡ καθηλωμένη μορφή
τά κενά χέρια
Καθὼς τὸ φεγγερό σου χέρι
διέσχιζε τὴ νύχτα
στὸ χαλασμένο ρολόι τῆς γωνιᾶς
φωσφόρισαν οἱ δεῖχτες τῆς αὐγῆς
κι ὁ νεκρός κοῦκκος
ἔλαλησε Ἄνοιξη.
(Θεέ μου, πῶς ἐσκίρτησαν
οἱ ἀκίνητες κουρτίνες!)
Οἱ πεθαμένες μου ἡμέρες
δέν εἰχαν πεθάνει.
Πίσω ἀπὸ τὴν κλεισμένη θύρα
σιωπηλές
καθὼς ἀνέραστα κορίτσια
σὲ προσμέναν.
Πῶς θὰ πληρώσῃς τώρα
ἕνα θάνατο ποὺ ἐνταφιάστηκε
κάτω ἀπὸ τὴ θωπεία σου;
ἕνα παιδί ποὺ κοιμήθηκε
εἴκοσι ὀχτώ Ἀπριλίους
γιὰ νὰ ξυπνήσῃ στὰ χέρια σου;
XIII
Ρόδινες ώρες
ρόδινες οπώρες.
Γελά ο καιρός γελάει
κυλάει ρυάκι υγείας
ανάμεσα σε ροδοδάφνες.
Έξω η κατάχρυση μεσημβρία
καίγεται στις φλέβες
των τζιτζικιών.
Ακούμε τις φωνές των παιδιών
που λούζονται στον ήλιο
και στη θάλασσα.
Ξέρουμε τα εξοχικά κέντρα
κρυμμένα στο δάσος
λίγο πιο πάνω απ' τ' ακρογιάλι.
Στα πλυμένα τζάμια τους
γελούν οι ανταύγειες
του γλαυκού και του πράσινου.
Δροσερό φως
μισοκλείνει τα μάτια του
κάτω απ' τα δέντρα.
Ας πεθαίνουν οι πένητες
έξω απ' τη θύρα της αιωνιότητας
χτυπώντας δίχως ν' ακούγονται
κλείνοντας τα μάτια
στην εφήμερη χλόη
που συντηρεί την αιωνιότητα.
Εμείς ασφαλισμένοι
μέσα στο γήινο ρίγος μας
γευόμαστε τον ουρανό.
Δεν είναι φόβος μήτε φθόνος.
Βέβαιοι πράοι κι αγαθοί
μες στη χαρά μας
χαϊδεύουμε
όλα τα πλάσματα του κόσμου.
Σγίγγω το χέρι σου.
Τι μου λείπει
για να μισήσω τη ζωή;
Αραγμένα τ' άσπρα καΐκια
οι σκιές των γλάρων
γράφονται
στην υγρήν αμμουδιά
και στη σάρκα σου.
Καμιά σειρήνα δε σφυρίζει.
Κανένας δεν αποδημεί.
Ζεστή χρυσή μεσημβρία.
Σταθμός του Απείρου
— η καρδιά μας.
XIV
Απλώνουμε τα χέρια
στον ήλιο
και τραγουδάμε.
Το φως κελαηδάει
στις φλέβες του χόρτου
και της πέτρας.
Οι κραυγές της ζωής
τεντώσαν τόξα δύναμης
τα κλαδιά.
Η φλούδα των δέντρων
χλωρή και στιλπνή
λαμποκοπά
- ριγωτό στεφάνι τεντωμένο
σ' άγουρα στήθη χωρικής.
Πώς αγαπούμε
τα ερωτικά κορμιά μας.
Μη μας καλείτε να φύγουμε.
Κλεισμένοι στο κορμί μας
είμαστε παντού.
Κάθε πουλί
που βουτάει στο γαλάζιο
κάθε χορταράκι
που φυτρώνει στην άκρη του δρόμου
μας φέρνει το μήνυμα του Θεού.
Οι άνθρωποι
περνούν πλάι μας
ωραίοι αγαπημένοι
ντυμένοι
τ' όνειρό μας τη νιότη μας
και την αγάπη μας.
Αγαπούμε
τον ουρανό και τη γη
τους ανθρώπους και τα ζώα
τα ερπετά και τα έντομα.
Είμαστε κι εμείς
όλα μαζί
κι ο ουρανός και η γη.
Το κορμί μας περήφανο
απ' της χαράς την ομορφιά.
Το χέρι μας παντοδύναμο
απ' την ορμή της αγάπης.
Μέσα στη φούχτα της αγάπης
χωράει το σύμπαν.
XI
Εγώ που κοιμήθηκα
(πόσα χρόνια)
δίχως φωτιά δίχως λυχνία
εγώ που αγκάλιαζα μονάχα
τη σιωπηλή σκιά μου
γύμνωσα τα χείλη μου
για να ψάλλουν
τον ερχομό σου.
Τόσο φτωχός ήμουν, αγάπη,
τόσο, φτωχός
που δεν είχα στην παλάμη ένα χάδι
για ν' αγοράσω τις ώρες μου
που δεν είχα ένα νόμισμα φιλιού
για να δώσω του σκιώδη καπετάνιου
να με περάσει στην απέναντι όχθη.
Όλη τη ζωή μου ασώτεψα
σκάβοντας την έρημο
και περιμένοντας χωρίς να το γνωρίζω
το σπόρο των βλεμμάτων σου.
Ώριμος
απ' την πικρία
και την αγρυπνία
αξιώθηκα τον ερχομό σου.
Ευχαριστώ.
Ευχαριστώ.
Γεννήθηκα για να προφτάσω
να χαιρετήσω στην άκρη του δρόμου
τον ήλιο των ματιών σου.
Εάν δεν είχες έλθει, αγάπη,
τι θ' απαντούσα στο θεό
όταν μια νύχτα
κάτω από τους πυρσούς των άστρων
θα με ρωτούσε
πως όργωσα το κόκκινο χώμα
πώς ξόδεψα
τους σπόρους των ανθών
που μου εμπιστεύτηκε;
Άφησέ με να κλάψω
στα γόνατά σου
μες στην ευεργεσία του χαδιού σου.
XII
Πλάθοντας ἄνθη ἀνώφελα
λησμόνησα νὰ ζήσω.
Πίσω
ἀπ' τῶν βιβλίων τὰ κάγκελα
φυλάκισα τὰ ρόδινα
τῶν ἡμερῶν μου πρόσωπα.
Τά δάχτυλα
τῶν ἐμποδισμένων φιλιῶν
νεκρά ριγούσαν
στίς ὀπές τῶν αυλῶν.
Ποιός μάντεψε
τούς θανάτους τῶν ρόδων
καί τά δάκρυα τῶν ἀρωμάτων
μέσα στούς ἄχραντους ἤχους
καί στό ὑψηλό ἐπαρμένο μέτωπο;
Τὸ κίτρινο φέγγος
τῆς λάμπας
δάκρυζε τὸ δῶμα μου
ἐνῶ οἱ φωνές τῶν κάμπων
καὶ τῶν πουλιῶν
πλημμυροῦσαν τὴν ἀπέραντη νύχτα
τοῦ Ἰουλίου.
Ἔξω
ἡ θάλασσα καί ο οὐρανός.
Μέσα
ἡ καθηλωμένη μορφή
τά κενά χέρια
Καθὼς τὸ φεγγερό σου χέρι
διέσχιζε τὴ νύχτα
στὸ χαλασμένο ρολόι τῆς γωνιᾶς
φωσφόρισαν οἱ δεῖχτες τῆς αὐγῆς
κι ὁ νεκρός κοῦκκος
ἔλαλησε Ἄνοιξη.
(Θεέ μου, πῶς ἐσκίρτησαν
οἱ ἀκίνητες κουρτίνες!)
Οἱ πεθαμένες μου ἡμέρες
δέν εἰχαν πεθάνει.
Πίσω ἀπὸ τὴν κλεισμένη θύρα
σιωπηλές
καθὼς ἀνέραστα κορίτσια
σὲ προσμέναν.
Πῶς θὰ πληρώσῃς τώρα
ἕνα θάνατο ποὺ ἐνταφιάστηκε
κάτω ἀπὸ τὴ θωπεία σου;
ἕνα παιδί ποὺ κοιμήθηκε
εἴκοσι ὀχτώ Ἀπριλίους
γιὰ νὰ ξυπνήσῃ στὰ χέρια σου;
XIII
Ρόδινες ώρες
ρόδινες οπώρες.
Γελά ο καιρός γελάει
κυλάει ρυάκι υγείας
ανάμεσα σε ροδοδάφνες.
Έξω η κατάχρυση μεσημβρία
καίγεται στις φλέβες
των τζιτζικιών.
Ακούμε τις φωνές των παιδιών
που λούζονται στον ήλιο
και στη θάλασσα.
Ξέρουμε τα εξοχικά κέντρα
κρυμμένα στο δάσος
λίγο πιο πάνω απ' τ' ακρογιάλι.
Στα πλυμένα τζάμια τους
γελούν οι ανταύγειες
του γλαυκού και του πράσινου.
Δροσερό φως
μισοκλείνει τα μάτια του
κάτω απ' τα δέντρα.
Ας πεθαίνουν οι πένητες
έξω απ' τη θύρα της αιωνιότητας
χτυπώντας δίχως ν' ακούγονται
κλείνοντας τα μάτια
στην εφήμερη χλόη
που συντηρεί την αιωνιότητα.
Εμείς ασφαλισμένοι
μέσα στο γήινο ρίγος μας
γευόμαστε τον ουρανό.
Δεν είναι φόβος μήτε φθόνος.
Βέβαιοι πράοι κι αγαθοί
μες στη χαρά μας
χαϊδεύουμε
όλα τα πλάσματα του κόσμου.
Σγίγγω το χέρι σου.
Τι μου λείπει
για να μισήσω τη ζωή;
Αραγμένα τ' άσπρα καΐκια
οι σκιές των γλάρων
γράφονται
στην υγρήν αμμουδιά
και στη σάρκα σου.
Καμιά σειρήνα δε σφυρίζει.
Κανένας δεν αποδημεί.
Ζεστή χρυσή μεσημβρία.
Σταθμός του Απείρου
— η καρδιά μας.
XIV
Απλώνουμε τα χέρια
στον ήλιο
και τραγουδάμε.
Το φως κελαηδάει
στις φλέβες του χόρτου
και της πέτρας.
Οι κραυγές της ζωής
τεντώσαν τόξα δύναμης
τα κλαδιά.
Η φλούδα των δέντρων
χλωρή και στιλπνή
λαμποκοπά
- ριγωτό στεφάνι τεντωμένο
σ' άγουρα στήθη χωρικής.
Πώς αγαπούμε
τα ερωτικά κορμιά μας.
Μη μας καλείτε να φύγουμε.
Κλεισμένοι στο κορμί μας
είμαστε παντού.
Κάθε πουλί
που βουτάει στο γαλάζιο
κάθε χορταράκι
που φυτρώνει στην άκρη του δρόμου
μας φέρνει το μήνυμα του Θεού.
Οι άνθρωποι
περνούν πλάι μας
ωραίοι αγαπημένοι
ντυμένοι
τ' όνειρό μας τη νιότη μας
και την αγάπη μας.
Αγαπούμε
τον ουρανό και τη γη
τους ανθρώπους και τα ζώα
τα ερπετά και τα έντομα.
Είμαστε κι εμείς
όλα μαζί
κι ο ουρανός και η γη.
Το κορμί μας περήφανο
απ' της χαράς την ομορφιά.
Το χέρι μας παντοδύναμο
απ' την ορμή της αγάπης.
Μέσα στη φούχτα της αγάπης
χωράει το σύμπαν.
XV
Άξιζε να υπάρξουμε
για να συναντηθούμε.
Το φιλί μας εσφράγισε
την αιώνια σιγή.
Δε μένει πια κενή
μήτε μια ρόδινη γωνία
των κυττάρων μας.
Τίποτ’ άλλο.
Τίποτ’ άλλο.
Να φύγουν οι σκιές και τα φώτα
απ’ το χλωρό μέτωπό σου.
Ρίξε στη φωτιά
τα ξερά δάφνινα στεφάνια
που ρυτιδώνουν το φέγγος
του ερωτικού κοιτώνα μας.
Τι προσθέσει ένα διάδημα
στο διάδημα
των φιλημένων μαλλιών μας;
Νυχτώνει.
Ένα θάμβος λευκό αιωρείται
πάνω απ’ το σύσκιο δάσος
– μια σειρά περιστέρια
– τα επερχόμενα χάδια μας.
Συγχώρεσέ με, αγάπη,
που απόψε τραγουδώ
αυτές τις ασημένιες ώρες
που θα ‘πρεπε τα χέρια μου να υψώνω
στ’ αστέρια των μαλλιών σου.
Ρίχνω ένα ψίχουλο
στα πληγωμένα αηδόνια
που ‘χαν ταΐσει
κάποτε με φως
την πληγή μου.
XVI
Χαρά χαρά.
Δε μας νοιάζει
τι θ' αφήσει το φιλί μας
μέσα στο χρόνο και στο τραγούδι.
Αγγίξαμε
το μέγα άσκοπο
που δε ζητά το σκοπό του.
Ο Θεός
πραγματοποιεί τον εαυτό του
στο φιλί μας.
Περήφανοι εκτελούμε
την εντολή του απείρου.
Ένα μικρό παράθυρο
βλέπει τον κόσμο.
Ένα σπουργίτι λέει
τον ουρανό.
Σώπα.
Στην κόγχη των χειλιών μας
εδρεύει το απόλυτο.
Σωπαίνουμε κι ακούμε
μες στο γαλάζιο βράδυ
την ανάσα της θάλασσας
καθώς το στήθος κοριτσιού ευτυχισμένου
που δε μπορεί να χωρέσει
την ευτυχία του.
Ένα άστρο έπεσε.
Είδες;
Σιωπή.
Κλείσε τα μάτια.
XVII
Δε φοβούμαι.
Ντυμένος το φέγγος
της θωπείας σου
περνώ τολμηρός
μέσ’ απ’ το δάσος της νύχτας.
Κανείς δεν μπορεί
να ρυπάνει
το κράσπεδο της κλίνης μας.
Ας έλθουν οι θύελλες
να συντρίψουν τους καθρέφτες των κήπων.
Ας κλείσει το χιόνι τη θύρα μου.
Ας καλύψει
με την παλάμη της η νύχτα
τον τελευταίο φεγγίτη μου.
Εγώ θα δείχνω στη βροχή
αυτό το εαρινό τριαντάφυλλο
που απόθεσε στα χέρια μου η θωπεία σου
και θα χαμογελώ ιλαρός
μέσα στη μόνωσή μου.
Ποια τιμωρία θ’ απαλείψει
τα πάμφωτα ίχνη των ματιών σου
απ’ τα μάτια μου;
XVIII
Κλείνω τα βλέφαρα
κάτω απ' την ήρεμη νύχτα
κι ακούω να κελαηδούν μυριάδες άστρα
εκεί όπου σύρθηκαν τα δάχτυλά σου
πάνω στη σάρκα μου.
Είμαι
ο έναστρος ουρανός
του θέρους.
Τόσο βαθύς κι ωραίος
τόσο μεγάλος έγινα
απ' την αγάπη σου
που δε δύνεσαι πια
να μ' αγκαλιάσεις.
Αγαπημένη
έλα να μοιραστούμε
τα δώρα που μου ‘φερες.
Ιδού, το δάσος λυγίζει
απ' το βάρος των ανθών και των φύλλων του.
XIX
Η εσπέρα γέρνει.
Μια δέσμη ρόδα
στα μαλλιά σου.
Ανάλαφρη, ανάλαφρη.
Γέρνει.
Κοιτάω τις ώρες
φωτεινές
να διαλύονται στα βάθη
του προσώπου σου.
Ένα χελιδόνι
μέσα στο δείλι
φωνάζει.
Δυο άνθρωποι.
Ο ίσκιος τους στο δρόμο.
Δεν προσέχουμε.
Μια μικρή λάμψη
γυρεύει ακρόαση.
Δεν είμαστε εδώ.
Έξω απ' τα χέρια μας
δεν είναι τίποτα
τίποτα.
Η γύρη του φιλιού μας
προετοιμάζεται
με τις ανταύγιες των πραγμάτων.
Ωραία που ριγούν
πυκνώνουν
πάνω στη σάρκα σου.
Μέσ' απ' το βλέμμα σου
αγαπημένη
κοιτάω
το κόσμο.
Κι η εσπέρα
θεραπαινίδα της αγάπης
κορυφώνει τα μύρα των μαλλιών σου
ραντίζει με ρόδα την κλίνη μας.
Η νύχτα ωριμάζει το άπειρο
ν' ανθίσει στο αίμα μας.
Ένας διάττων θα διαγράψει
τον σπασμό μας.
Πόσο καινούργια η σκιά
στην καινούργιαν αφή μας.
Δεν ξέρω πια να τραγουδώ.
Σου ανήκω.
Η ζωή μου ανήκει.
XX
Η καλοκαιρινή βραδιά
έμπαινε απ’ το παράθυρο
στη λευκή κάμαρα
του πατρικού σπιτιού μου.
Ξαπλωμένος
στο παιδικό κρεβάτι μου
με μισόκλειστα βλέφαρα
άκουγα τ' άστρα και τους γρύλους
να τετερίζουνε στους κάμπους.
Κάτω από την εγκάρδια λάμπα
η μητέρα κεντούσε
μιαν άγκυρα με μπλε μετάξι
στη λινή μου ποδιά
Τα τρυφερά της χέρια περνοδιάβαιναν
στο φωτισμένο κύκλο
— άσπρα πουλιά
πάνω στην ήρεμη λίμνη της καρδιάς μου.
Η κεντημένη μου άγκυρα
πόσο γερά κρατούσε αραγμένα
στο λιμανάκι του νησιού μας
τις γαληνές βαρκούλες
και τα όνειρά μου.
Ο θάνατος δεν είχε αγγίξει
τη χλόη του σπιτιού μας
κι απ' τ' ανθισμένο μας μπαλκόνι
δεν είχε ανεμιστεί ποτέ
μαντίλι χωρισμού
προς την απέραντη θάλασσα.
Ήμερο το άγνωστο
κοιμόταν
πίσω απ' τον ίσκιο της μητέρας.
Κι όμως εγώ
που δε γνώριζα τίποτα
έβλεπα τον καλό θεό
να μου χαμογελάει
στο βάθος του ανοιχτού παράθυρου
μέσ' από τους χρυσούς θάμνους των άστρων.
Μια μυρωδιά χόρτου νωπού και γιασεμιού
κυμάτιζε στον ήπιο αέρα.
Κι ένα βήμα ελαφρό,
σαν από ακτινοβόλο πόδι Αγγέλου
τριγύριζε το σπίτι μας.
Ήταν το βήμα σου, ω Αγάπη,
που έψαχνε τόσα χρόνια πριν
κάτω απ' τη θερινή σελήνη
να μ' ανταμώσει!
Κι εγώ αγρυπνούσα
ακούγοντας το βήμα σου
να γεμίζει τραγούδι
την καρδιά του κόσμου
και την καρδιά μου.
Απόψε νιώθω πάλι
έξω από το σπίτι μας
τον προστατευτικόν ίσκιο του Αγγέλου.
Αγάπη, εσύ μου ξανάφερες
τ' άσπρα πουλιά της μητέρας
κι αυτή την άγκυρα που δένει
στο σιγαλό λιμάνι
τα πληγωμένα καΐκια.
Όλη μου η ομορφιά συνάζεται
για να στολίσει τα μαλλιά σου.
Κι ό,τι γλυκό και τρυφερό,
που ’ταν δικό μου κ' έμενε σαν ξένο
και μ' είχε λησμονήσει,
ξανάρχεται στα χέρια σου
να ζεσταθεί,
να ξαναζήσει
και να σε φιλήσει!
XXI
Τα μαλλιά σου
αρωματίζουν τη νύχτα.
Στο βλέφαρο του φεγγαριού
στεγνό
το δάκρυ της αμφιβολίας.
Πληρωμένοι
ανυστερόβουλοι
δίχως να ζητάμε
δίχως να περιμένουμε
εγγίζουμε τα βάθη
του κόσμου.
Στις διάφανες φλέβες
των λουλουδιών
ακούμε
το ρόδινο σφυγμό της διάρκειας
που συγγενεύει με το αίμα μας.
Ακούμε την καρδιά των εντόμων
και των φύλλων
να πάλλει σιμά στην καρδιά μας.
Ήρθαν όλα
να εμπιστευθούν το μυστικό τους
στα χέρια μας.
Πώς θα βαστάξουμε
στους φιλημένους ώμους μας
όλη την πλάση;
Οι αιώνες προετοίμαζαν
αυτή τη στιγμή
για να χαρεί η αιωνιότητα
ακέριο το λαμπρό της πρόσωπο
μες στον καθρέφτη του φιλιού μας.
Η πλήρωση έφτασε.
Δε μένει τίποτ' άλλο.
Τύλιξέ με.
Φοβούμαι, αγαπημένη.
Πώς μπορεί η γη
να κρατήσει στα χέρια της
τόση ευτυχία;
Μια πέτρα θα ραγίσει
το γυαλί της σιγής.
Κι η συντριβή θα γείρει
το χλωμό της μέτωπο
στη σκεφτική παλάμη
Εξάντλησε τα ρόδα μου
πριν το ρήγμα φανεί
πριν αναβλύσει πάλι
απ' την πληγή
το αστείρευτο άσμα.
XVII
Δε φοβούμαι.
Ντυμένος το φέγγος
της θωπείας σου
περνώ τολμηρός
μέσ’ απ’ το δάσος της νύχτας.
Κανείς δεν μπορεί
να ρυπάνει
το κράσπεδο της κλίνης μας.
Ας έλθουν οι θύελλες
να συντρίψουν τους καθρέφτες των κήπων.
Ας κλείσει το χιόνι τη θύρα μου.
Ας καλύψει
με την παλάμη της η νύχτα
τον τελευταίο φεγγίτη μου.
Εγώ θα δείχνω στη βροχή
αυτό το εαρινό τριαντάφυλλο
που απόθεσε στα χέρια μου η θωπεία σου
και θα χαμογελώ ιλαρός
μέσα στη μόνωσή μου.
Ποια τιμωρία θ’ απαλείψει
τα πάμφωτα ίχνη των ματιών σου
απ’ τα μάτια μου;
XVIII
Κλείνω τα βλέφαρα
κάτω απ' την ήρεμη νύχτα
κι ακούω να κελαηδούν μυριάδες άστρα
εκεί όπου σύρθηκαν τα δάχτυλά σου
πάνω στη σάρκα μου.
Είμαι
ο έναστρος ουρανός
του θέρους.
Τόσο βαθύς κι ωραίος
τόσο μεγάλος έγινα
απ' την αγάπη σου
που δε δύνεσαι πια
να μ' αγκαλιάσεις.
Αγαπημένη
έλα να μοιραστούμε
τα δώρα που μου ‘φερες.
Ιδού, το δάσος λυγίζει
απ' το βάρος των ανθών και των φύλλων του.
XIX
Η εσπέρα γέρνει.
Μια δέσμη ρόδα
στα μαλλιά σου.
Ανάλαφρη, ανάλαφρη.
Γέρνει.
Κοιτάω τις ώρες
φωτεινές
να διαλύονται στα βάθη
του προσώπου σου.
Ένα χελιδόνι
μέσα στο δείλι
φωνάζει.
Δυο άνθρωποι.
Ο ίσκιος τους στο δρόμο.
Δεν προσέχουμε.
Μια μικρή λάμψη
γυρεύει ακρόαση.
Δεν είμαστε εδώ.
Έξω απ' τα χέρια μας
δεν είναι τίποτα
τίποτα.
Η γύρη του φιλιού μας
προετοιμάζεται
με τις ανταύγιες των πραγμάτων.
Ωραία που ριγούν
πυκνώνουν
πάνω στη σάρκα σου.
Μέσ' απ' το βλέμμα σου
αγαπημένη
κοιτάω
το κόσμο.
Κι η εσπέρα
θεραπαινίδα της αγάπης
κορυφώνει τα μύρα των μαλλιών σου
ραντίζει με ρόδα την κλίνη μας.
Η νύχτα ωριμάζει το άπειρο
ν' ανθίσει στο αίμα μας.
Ένας διάττων θα διαγράψει
τον σπασμό μας.
Πόσο καινούργια η σκιά
στην καινούργιαν αφή μας.
Δεν ξέρω πια να τραγουδώ.
Σου ανήκω.
Η ζωή μου ανήκει.
XX
Η καλοκαιρινή βραδιά
έμπαινε απ’ το παράθυρο
στη λευκή κάμαρα
του πατρικού σπιτιού μου.
Ξαπλωμένος
στο παιδικό κρεβάτι μου
με μισόκλειστα βλέφαρα
άκουγα τ' άστρα και τους γρύλους
να τετερίζουνε στους κάμπους.
Κάτω από την εγκάρδια λάμπα
η μητέρα κεντούσε
μιαν άγκυρα με μπλε μετάξι
στη λινή μου ποδιά
Τα τρυφερά της χέρια περνοδιάβαιναν
στο φωτισμένο κύκλο
— άσπρα πουλιά
πάνω στην ήρεμη λίμνη της καρδιάς μου.
Η κεντημένη μου άγκυρα
πόσο γερά κρατούσε αραγμένα
στο λιμανάκι του νησιού μας
τις γαληνές βαρκούλες
και τα όνειρά μου.
Ο θάνατος δεν είχε αγγίξει
τη χλόη του σπιτιού μας
κι απ' τ' ανθισμένο μας μπαλκόνι
δεν είχε ανεμιστεί ποτέ
μαντίλι χωρισμού
προς την απέραντη θάλασσα.
Ήμερο το άγνωστο
κοιμόταν
πίσω απ' τον ίσκιο της μητέρας.
Κι όμως εγώ
που δε γνώριζα τίποτα
έβλεπα τον καλό θεό
να μου χαμογελάει
στο βάθος του ανοιχτού παράθυρου
μέσ' από τους χρυσούς θάμνους των άστρων.
Μια μυρωδιά χόρτου νωπού και γιασεμιού
κυμάτιζε στον ήπιο αέρα.
Κι ένα βήμα ελαφρό,
σαν από ακτινοβόλο πόδι Αγγέλου
τριγύριζε το σπίτι μας.
Ήταν το βήμα σου, ω Αγάπη,
που έψαχνε τόσα χρόνια πριν
κάτω απ' τη θερινή σελήνη
να μ' ανταμώσει!
Κι εγώ αγρυπνούσα
ακούγοντας το βήμα σου
να γεμίζει τραγούδι
την καρδιά του κόσμου
και την καρδιά μου.
Απόψε νιώθω πάλι
έξω από το σπίτι μας
τον προστατευτικόν ίσκιο του Αγγέλου.
Αγάπη, εσύ μου ξανάφερες
τ' άσπρα πουλιά της μητέρας
κι αυτή την άγκυρα που δένει
στο σιγαλό λιμάνι
τα πληγωμένα καΐκια.
Όλη μου η ομορφιά συνάζεται
για να στολίσει τα μαλλιά σου.
Κι ό,τι γλυκό και τρυφερό,
που ’ταν δικό μου κ' έμενε σαν ξένο
και μ' είχε λησμονήσει,
ξανάρχεται στα χέρια σου
να ζεσταθεί,
να ξαναζήσει
και να σε φιλήσει!
XXI
Τα μαλλιά σου
αρωματίζουν τη νύχτα.
Στο βλέφαρο του φεγγαριού
στεγνό
το δάκρυ της αμφιβολίας.
Πληρωμένοι
ανυστερόβουλοι
δίχως να ζητάμε
δίχως να περιμένουμε
εγγίζουμε τα βάθη
του κόσμου.
Στις διάφανες φλέβες
των λουλουδιών
ακούμε
το ρόδινο σφυγμό της διάρκειας
που συγγενεύει με το αίμα μας.
Ακούμε την καρδιά των εντόμων
και των φύλλων
να πάλλει σιμά στην καρδιά μας.
Ήρθαν όλα
να εμπιστευθούν το μυστικό τους
στα χέρια μας.
Πώς θα βαστάξουμε
στους φιλημένους ώμους μας
όλη την πλάση;
Οι αιώνες προετοίμαζαν
αυτή τη στιγμή
για να χαρεί η αιωνιότητα
ακέριο το λαμπρό της πρόσωπο
μες στον καθρέφτη του φιλιού μας.
Η πλήρωση έφτασε.
Δε μένει τίποτ' άλλο.
Τύλιξέ με.
Φοβούμαι, αγαπημένη.
Πώς μπορεί η γη
να κρατήσει στα χέρια της
τόση ευτυχία;
Μια πέτρα θα ραγίσει
το γυαλί της σιγής.
Κι η συντριβή θα γείρει
το χλωμό της μέτωπο
στη σκεφτική παλάμη
Εξάντλησε τα ρόδα μου
πριν το ρήγμα φανεί
πριν αναβλύσει πάλι
απ' την πληγή
το αστείρευτο άσμα.
XXII
Απόψε η νύχτα στάθηκε
ανάμεσα στην επαφή μας.
Ριγείς αγαπημένη
περιβλημένη
τ' αργυρό ψύχος της σελήνης.
Η σιωπή επιπλέει στον αέρα.
Το δέος παραμονεύει
στην άκρη των ματιών μας
και των δακτύλων μας.
Έντρομο πουλί
το φιλί μας
νωπό ακόμα
ρωτάει:
Αγάπη, γιατί ήρθες;
Αν φύγεις, αγάπη;
Εμείς σε ντύσαμε
μ' όλο τον ήλιο
μ' όλη την καρδιά μας
κι όταν θα χάνεσαι
στου δρόμου τη στροφή
θα χάνονται μαζί σου
— σκόνη χλωμή πίσω απ' το βήμα σου
τ' αστέρια τα πουλιά και τ' άνθη.
Όλα τα δώσαμε σε σένα.
Τίποτα δεν κρατήσαμε για μας.
Θα μείνουμε μονάχοι
μ' απλωμένα χέρια
— μιά καρφωμένη επίκληση
να σε φωνάζει
και ν' ακούει την κραυγή της.
Η γεύση τ' ουρανού ταλαντεύεται
κι είναι τόσο πικρή η χαρά μας
σα να 'χει φύγει και να την καλούμε.
Γερμένοι
στην ανθισμένη βάρκα
βρέχουμε τα δάχτυλα
στην ανήσυχη θάλασσα
νιώθοντας ως τα βάθη μας
το ρίγος της αιώνιας διάρκειας.
Το φως αναθρώσκει
απ' τους χρυσούς κυματισμούς
του σκοτεινού πελάγους.
Ο δρόμος του χάους
φωσφορίζει ανοιχτός
κι η βάρκα χαράζει
τον ανεπίστρεπτο αφρό.
Αφήνομε
στον κρυμμένο ρυθμό.
Μη με ξυπνήσεις.
Έμπιστος
δίχως καμιάν εξουσία
στην εξουσία του αίματος
θα κοιμηθώ
ενώ τα ρόδα των χεριών σου
θ' αγρυπνούν στους ώμους μου.
Μέσα στον ύπνο μου θ' ακούω
των ιστίων το πλατάγισμα
και τις ανάσες των ανέμων.
Αντίκρυ
ένας αμίλητος Θεός
ήρεμος θα κωπηλατεί
και στα μαλλιά του θα σπιθίζουν
θρύμματα διαμαντιών
οι ωχρές ρανίδες
του φεγγαριού
και του νερού.
Μη με ξυπνήσεις.
Γιατί ν' αντισταθούμε;
Τι κερδίσαμε
τόσα χρόνια που ατίθασοι οδεύαμε
αντίθετα στο κύμα;
Μονάχα ο μόχθος έμενε
ο αγαπημένος μόχθος
γιατί δεν είχαμε άλλο ν' αγαπήσουμε.
Ας κοιμηθούμε
στην ανθισμένη πλώρη
δίχως όνειρο.
Το κύμα γνωρίζει
πιο βαθιά απ' τη γνώση μας
το σκοπό μας που λάμνει
μέσα στον ίδιο ατέρμονο σκοπό Του.
XXIII
Η εσθήτα της βραδιάς μενεξεδένια
με μια λεπτή χρυσή παρυφή
στο μακρύ κράσπεδο
περνάει σαρώνοντας
τα πεθαμένα φιλιά μας
κι αγγίζοντας
τα λευκά γόνατά σου.
Στους αυλούς των οστών μας
εκπνέει ο τελευταίος
φλοίσβος του ηλίου.
Αναπαυμένοι
σε μιαν ύφεση θάμβους
και τρυφερότητας
ακούμε
κάτω απ' το δέρμα μας
τους μακρινούς βόμβους ρόδων
που ανασυγκροτούνται.
Ο γαλάζιος αγέρας
ξεφτάει απ' τη σάρκα σου
τα ίχνη των ηδονικών σκιών
κι υψώνεται ασημένιο ποίημα
στη γονατισμένη αφή μου.
Μέσα στον ίσκιο μαντεύουμε
διάφανα ιστία
να περνούν και να χάνονται
και να επιστρέφουν
στην κυανή ασάφεια
των εκπορθημένων σπασμών μας.
Ένα διάλειμμα λευκότητας
προσφερμένο στην προσευχή.
Κρυώνεις;
Τα φύλλα θρόισαν.
Τυλίγεις το γυμνό σου τράχηλο
με την εσάρπα μιας χλωμής ανταύγειας
και προσηλώνεσαι στους βυθούς.
Αποσπώνται οι κάλυκες
απ' το βέβαιο μίσχο
πληρώνοντας το χώρο
με φτερά και πικρία.
Η σιωπή κατεσπαρμένη
δακρύζει τα μαλλιά σου.
Όμως η αόρατη θάλασσα
παφλάζει ακόμα
κι ακούμε πάλι εντός μας
τους βόμβους των ρόδων
που ανασυγκροτούνται.
XXIV
Η δεσποτεία της νύχτας
πάνω στα μέτωπά μας και στους δρόμους.
Του χεριού σου η λευκότητα
θαμπώνει και δύει
στη γαλανή διαφάνεια των σκιών
— κρίνος χλωμός που βυθίζεται
σε βραδινά νερά.
Που 'ναι τα λόγια μας κι οι αυγινές μας υποσχέσεις
με την εξαίσια ειλικρίνεια της βλάστησης;
Η αφή μας κουρασμένη
κοιμάται δίχως όνειρο
κι ούτε μια πρόφαση μάς μένει
ν' αναζητήσουμε τα μάτια μας πίσω απ' τον ίσκιο.
Ακούμε τη σιωπή να βηματίζει
λαθραία κι αδέξια
στο εξατμισμένο δώμα
ν' αγγίζει
τα σκονισμένα έπιπλα
που δε θέλουν πια να θυμούνται
να ερευνά τις ανοιχτές ντουλάπες
όπου πεθαίνουν σκοτεινά
τ' άνθινα ενδύματα
των εαρινών μας όρθρων.
Ο γλαυκός πέπλος
του Μαΐου
μυρωμένος ακόμη απ' τα στήθη σου
— πάχνη λυπημένη διαρρέει
στην κρεμάστρα του διαδρόμου.
Άκου τις οπλές
των μαύρων αλόγων
έξω στο λιθόστρωτο της νύχτας.
Περνούν τους νεκρούς μας.
Μη σηκωθείς
να κοιτάξεις απ' το παράθυρο.
Προς τι μια κίνηση
αφού γνωρίζουμε;
Μονάχα για να ρυτιδώσεις
την ασάλευτη ώρα
και να σωπάσει επιτέλους η σιωπή;
Η σιωπή φωνάζει
πιο βαθιά
η σιωπή προδίδει τα λόγια μας.
Ράκη στίχων ανεμίζονται
στις ρωγμές των φιλιών μας
— μια σημαία
πάνω απ' το θάνατο.
Ο αποχαιρετισμός πλησιάζει.
XXV
Κοίταξε πέρα
η χιονισμένη κορυφή
λαμπρή και σιωπηλή
μου νεύει
λευκό μαντήλι ειρήνευσης.
Η ομιλία της μοναξιάς
περνάει τα παγωμένα δάχτυλά της
στο μέτωπό μου
ζητώντας να σφετεριστεί
το ύστερο μύρο
του κήπου μας.
Εκεί πάνω μου τάζουν
την ασφάλεια του νεκρού
εκεί μου προσφέρουν
ωχρούς ανθούς
για τα ξεφυλλισμένα χέρια.
Όχι. Όχι.
Δε θέλω να φύγω.
Κράτησέ με.
Φοβούμαι σιμά σου
κι όμως αγαπώ το δέος μου.
Στον πλατύ ερημωμένο κάμπο
οι γυμνές λεύκες
υψώνουν τους κλώνους τους
σ' έναν άλλο ουρανό
— αναιμική προσευχή.
Ν' ακινητείς
για να κοιτάς την κίνηση;
Όχι.
Κράτησέ με.
Που 'ναι το χέρι σου;
Στο δέρμα σου ψαύω
την ψύχρα της εσπέρας
τα βήματα των εξορίστων.
Α, πάλι ο γέρος
περνάει σκυμμένος
κάτω απ' τη βροχή.
Μπροστά στους καθρέφτες μας
η σκιά χτενίζει
την πένθιμη κόμη της.
Αλήθεια
ποιος επήδησε ποτέ
την άβυσσο;
Ποιος έδεσε για πάντα
τις άκρες του ορίζοντα;
XXVI
Μας άγγιξε ψυχρό
το φθινοπωρινό λυκόφως.
Χλωμό το φως αργεί
— λησμονημένη προτομή του ποιητή
σ' εγκαταλελειμμένο πάρκο.
Πως ερημώθηκε ο τόπος.
Τα εξοχικά κέντρα κλεισμένα.
Απ' τα σπασμένα τζάμια τους
περνοδιαβαίνουν οι άνεμοι
σφυρίζοντας
στις άδειες φιάλες
και στα κατάκοπα πολύφωτα.
Μέσα στο δάσος
οι έρημοι πάγκοι
συνομιλούν μυστικά
με τα πεσμένα φύλλα
και με τους ίσκιους.
Εδώ κι εκεί απομένουν
τα μαύρα σημάδια
κι οι στάχτες
απ' τις φωτιές που ανάβαν
χαρούμενα παιδιά
τα βράδια του θέρους.
Λίγο πιο κάτω
η θάλασσα θαμπή
ξεδιπλώνει τα ρίγη
του ατελεύτητου δέους.
Νεκρά
τα φωτεινά κορμιά
των εφήβων
λιώνουν κάτω απ' τα φύκια.
Στην αμμουδιά περνούν
σκυφτές κάτω απ' το σούρουπο
μαυροντυμένες γριές
γυρεύονατς τα ίχνη
των πνιγμένων παιδιών τους
και τ' απορρίματα της θύελλας.
Που μοιράσαμε τον ήλιο;
Στο άνοιγμα αυτό του δάσους
φτάνουν τη νύχτα
τα φοβισμένα ελάφια
και κοιτάζουν με μάτια νωπά
την κίτρινη σελήνη του Νοεμβρίου.
Πόσα μάτια μας βλέπουν.
Δεν ωφελεί να κρυφτούμε.
Θα μας βρουν τα μάτια μας
που ξύπνησαν
μόλις αποκοιμήθηκε το δέρμα μας.
Έρχεται η νύχτα.
Μια σιωπηλή αστραπή
ρυτιδώνει χαμηλά
τον ορίζοντα.
Παντού σαλεύουν
αποχαιρετισμού μαντήλια.
Ακούμε το βήμα της ομίχλης
στους έρημους δρόμους.
Ο θάνατος κατασκοπεύει.
Κοιτάζει απ' το φεγγίτη
την κουρασμένη λάμπα μας
κρύβεται κάτω απ' την κλίνη μας
κι ετοιμάζει φλογέρες με τα κόκαλα
των πεθαμένων χελιδονιών
(Μη τάχατες όλες οι φλογέρες
δεν έχουν γίνει
με κόκαλα πουλιών;)
Γιατί αργούμε;
Μια σειρήνα θα σφυρίξει
τα μεσάνυχτα
κι η αποδημία που δίσταζε
θ' ακολουθήσει τους γερανούς.
Ο ήλιος με φωνάζει.
XXVII
Ξημερώνει.
Η αχλύ παραμερίζει.
Τα πράγματα
σκληρά λαμπερά κι αδιάψευστα.
Πόσους μήνες κοιμηθήκαμε.
Ξεχασμένοι ξεχαστήκαμε
σ' ένα θάμβος πυκνό
από νύχτα κι από ήλιο.
Δεν κλαίω
γιατί ο ύπνος μ' αρνήθηκε.
Πίσω απ' τον κήπο μας
υπάρχουν κι άλλοι κήποι.
Ο θάνατος υψώνει
σκαλί σκαλί τη σκάλα
που πάει στον ουρανό.
Φεύγει το θέρος
μα το τραγούδι μένει.
Όμως εσύ που δεν έχεις φωνή
πού θα σταθείς ν' απαγκιάσεις;
Πώς θα σμίξεις το φως με το χώμα;
Άνοιξε τα παράθυρα
να μπει το φως
η ατίθαση ριπή του ανέμου
το αψύ χνώτο
των μεγαλόπρεπων βουνών.
Κοίτα
χαμογελάει το ανεξάντλητο
μπροστά στα σταυρωμένα χέρια.
Λύσε τα χέρια.
Άνοιξε τα παράθυρα
να δεις το σύμπαν ανθισμένο
μ' όλες τις παπαρούνες του αίματός μας
- να μάθεις να χαμογελάς.
Δε βλέπεις;
Καθώς απομακρύνεται η άνοιξη
πίσω της έρχεται η νέα μας άνοιξη.
Νά τος ο ήλιος
πάνω απ' τις μπρούντζινες πολιτείες
πάνω απ' τους πράσινους αγρούς
μες στην καρδιά μας.
Νιώθω στους ώμους
το βαθύ μυρμήγκιασμα
καθώς φυτρώνουν
όλο πιο νέα και πιο μεγάλα
τα φτερά μας.
Ύψωσε τα ματόκλαδα.
Αστράφτει ο κόσμος
έξω απ' τη λύπη σου
φως και αίμα
τραγούδι και σιωπή.
Καλοί μου άνθρωποι
πώς μπορείτε
να σκύβετε ακόμη;
Πώς μπορείτε
να μη χαμογελάτε;
Ανοίχτε τα παράθυρα
Νίβομαι στο φως
βγαίνω στον εξώστη
γυμνός
ν' αναπνεύσω βαθιά
τον αιώνιο αγέρα
με τ' αδρά μύρα
του νοτισμένου δάσους
με την αλμύρα
της απέραντης θάλασσας.
Αστράφτει ο κόσμος
ακούραστος.
Κοιτάχτε.
XXIII
Η εσθήτα της βραδιάς μενεξεδένια
με μια λεπτή χρυσή παρυφή
στο μακρύ κράσπεδο
περνάει σαρώνοντας
τα πεθαμένα φιλιά μας
κι αγγίζοντας
τα λευκά γόνατά σου.
Στους αυλούς των οστών μας
εκπνέει ο τελευταίος
φλοίσβος του ηλίου.
Αναπαυμένοι
σε μιαν ύφεση θάμβους
και τρυφερότητας
ακούμε
κάτω απ' το δέρμα μας
τους μακρινούς βόμβους ρόδων
που ανασυγκροτούνται.
Ο γαλάζιος αγέρας
ξεφτάει απ' τη σάρκα σου
τα ίχνη των ηδονικών σκιών
κι υψώνεται ασημένιο ποίημα
στη γονατισμένη αφή μου.
Μέσα στον ίσκιο μαντεύουμε
διάφανα ιστία
να περνούν και να χάνονται
και να επιστρέφουν
στην κυανή ασάφεια
των εκπορθημένων σπασμών μας.
Ένα διάλειμμα λευκότητας
προσφερμένο στην προσευχή.
Κρυώνεις;
Τα φύλλα θρόισαν.
Τυλίγεις το γυμνό σου τράχηλο
με την εσάρπα μιας χλωμής ανταύγειας
και προσηλώνεσαι στους βυθούς.
Αποσπώνται οι κάλυκες
απ' το βέβαιο μίσχο
πληρώνοντας το χώρο
με φτερά και πικρία.
Η σιωπή κατεσπαρμένη
δακρύζει τα μαλλιά σου.
Όμως η αόρατη θάλασσα
παφλάζει ακόμα
κι ακούμε πάλι εντός μας
τους βόμβους των ρόδων
που ανασυγκροτούνται.
XXIV
Η δεσποτεία της νύχτας
πάνω στα μέτωπά μας και στους δρόμους.
Του χεριού σου η λευκότητα
θαμπώνει και δύει
στη γαλανή διαφάνεια των σκιών
— κρίνος χλωμός που βυθίζεται
σε βραδινά νερά.
Που 'ναι τα λόγια μας κι οι αυγινές μας υποσχέσεις
με την εξαίσια ειλικρίνεια της βλάστησης;
Η αφή μας κουρασμένη
κοιμάται δίχως όνειρο
κι ούτε μια πρόφαση μάς μένει
ν' αναζητήσουμε τα μάτια μας πίσω απ' τον ίσκιο.
Ακούμε τη σιωπή να βηματίζει
λαθραία κι αδέξια
στο εξατμισμένο δώμα
ν' αγγίζει
τα σκονισμένα έπιπλα
που δε θέλουν πια να θυμούνται
να ερευνά τις ανοιχτές ντουλάπες
όπου πεθαίνουν σκοτεινά
τ' άνθινα ενδύματα
των εαρινών μας όρθρων.
Ο γλαυκός πέπλος
του Μαΐου
μυρωμένος ακόμη απ' τα στήθη σου
— πάχνη λυπημένη διαρρέει
στην κρεμάστρα του διαδρόμου.
Άκου τις οπλές
των μαύρων αλόγων
έξω στο λιθόστρωτο της νύχτας.
Περνούν τους νεκρούς μας.
Μη σηκωθείς
να κοιτάξεις απ' το παράθυρο.
Προς τι μια κίνηση
αφού γνωρίζουμε;
Μονάχα για να ρυτιδώσεις
την ασάλευτη ώρα
και να σωπάσει επιτέλους η σιωπή;
Η σιωπή φωνάζει
πιο βαθιά
η σιωπή προδίδει τα λόγια μας.
Ράκη στίχων ανεμίζονται
στις ρωγμές των φιλιών μας
— μια σημαία
πάνω απ' το θάνατο.
Ο αποχαιρετισμός πλησιάζει.
XXV
Κοίταξε πέρα
η χιονισμένη κορυφή
λαμπρή και σιωπηλή
μου νεύει
λευκό μαντήλι ειρήνευσης.
Η ομιλία της μοναξιάς
περνάει τα παγωμένα δάχτυλά της
στο μέτωπό μου
ζητώντας να σφετεριστεί
το ύστερο μύρο
του κήπου μας.
Εκεί πάνω μου τάζουν
την ασφάλεια του νεκρού
εκεί μου προσφέρουν
ωχρούς ανθούς
για τα ξεφυλλισμένα χέρια.
Όχι. Όχι.
Δε θέλω να φύγω.
Κράτησέ με.
Φοβούμαι σιμά σου
κι όμως αγαπώ το δέος μου.
Στον πλατύ ερημωμένο κάμπο
οι γυμνές λεύκες
υψώνουν τους κλώνους τους
σ' έναν άλλο ουρανό
— αναιμική προσευχή.
Ν' ακινητείς
για να κοιτάς την κίνηση;
Όχι.
Κράτησέ με.
Που 'ναι το χέρι σου;
Στο δέρμα σου ψαύω
την ψύχρα της εσπέρας
τα βήματα των εξορίστων.
Α, πάλι ο γέρος
περνάει σκυμμένος
κάτω απ' τη βροχή.
Μπροστά στους καθρέφτες μας
η σκιά χτενίζει
την πένθιμη κόμη της.
Αλήθεια
ποιος επήδησε ποτέ
την άβυσσο;
Ποιος έδεσε για πάντα
τις άκρες του ορίζοντα;
XXVI
Μας άγγιξε ψυχρό
το φθινοπωρινό λυκόφως.
Χλωμό το φως αργεί
— λησμονημένη προτομή του ποιητή
σ' εγκαταλελειμμένο πάρκο.
Πως ερημώθηκε ο τόπος.
Τα εξοχικά κέντρα κλεισμένα.
Απ' τα σπασμένα τζάμια τους
περνοδιαβαίνουν οι άνεμοι
σφυρίζοντας
στις άδειες φιάλες
και στα κατάκοπα πολύφωτα.
Μέσα στο δάσος
οι έρημοι πάγκοι
συνομιλούν μυστικά
με τα πεσμένα φύλλα
και με τους ίσκιους.
Εδώ κι εκεί απομένουν
τα μαύρα σημάδια
κι οι στάχτες
απ' τις φωτιές που ανάβαν
χαρούμενα παιδιά
τα βράδια του θέρους.
Λίγο πιο κάτω
η θάλασσα θαμπή
ξεδιπλώνει τα ρίγη
του ατελεύτητου δέους.
Νεκρά
τα φωτεινά κορμιά
των εφήβων
λιώνουν κάτω απ' τα φύκια.
Στην αμμουδιά περνούν
σκυφτές κάτω απ' το σούρουπο
μαυροντυμένες γριές
γυρεύονατς τα ίχνη
των πνιγμένων παιδιών τους
και τ' απορρίματα της θύελλας.
Που μοιράσαμε τον ήλιο;
Στο άνοιγμα αυτό του δάσους
φτάνουν τη νύχτα
τα φοβισμένα ελάφια
και κοιτάζουν με μάτια νωπά
την κίτρινη σελήνη του Νοεμβρίου.
Πόσα μάτια μας βλέπουν.
Δεν ωφελεί να κρυφτούμε.
Θα μας βρουν τα μάτια μας
που ξύπνησαν
μόλις αποκοιμήθηκε το δέρμα μας.
Έρχεται η νύχτα.
Μια σιωπηλή αστραπή
ρυτιδώνει χαμηλά
τον ορίζοντα.
Παντού σαλεύουν
αποχαιρετισμού μαντήλια.
Ακούμε το βήμα της ομίχλης
στους έρημους δρόμους.
Ο θάνατος κατασκοπεύει.
Κοιτάζει απ' το φεγγίτη
την κουρασμένη λάμπα μας
κρύβεται κάτω απ' την κλίνη μας
κι ετοιμάζει φλογέρες με τα κόκαλα
των πεθαμένων χελιδονιών
(Μη τάχατες όλες οι φλογέρες
δεν έχουν γίνει
με κόκαλα πουλιών;)
Γιατί αργούμε;
Μια σειρήνα θα σφυρίξει
τα μεσάνυχτα
κι η αποδημία που δίσταζε
θ' ακολουθήσει τους γερανούς.
Ο ήλιος με φωνάζει.
XXVII
Ξημερώνει.
Η αχλύ παραμερίζει.
Τα πράγματα
σκληρά λαμπερά κι αδιάψευστα.
Πόσους μήνες κοιμηθήκαμε.
Ξεχασμένοι ξεχαστήκαμε
σ' ένα θάμβος πυκνό
από νύχτα κι από ήλιο.
Δεν κλαίω
γιατί ο ύπνος μ' αρνήθηκε.
Πίσω απ' τον κήπο μας
υπάρχουν κι άλλοι κήποι.
Ο θάνατος υψώνει
σκαλί σκαλί τη σκάλα
που πάει στον ουρανό.
Φεύγει το θέρος
μα το τραγούδι μένει.
Όμως εσύ που δεν έχεις φωνή
πού θα σταθείς ν' απαγκιάσεις;
Πώς θα σμίξεις το φως με το χώμα;
Άνοιξε τα παράθυρα
να μπει το φως
η ατίθαση ριπή του ανέμου
το αψύ χνώτο
των μεγαλόπρεπων βουνών.
Κοίτα
χαμογελάει το ανεξάντλητο
μπροστά στα σταυρωμένα χέρια.
Λύσε τα χέρια.
Άνοιξε τα παράθυρα
να δεις το σύμπαν ανθισμένο
μ' όλες τις παπαρούνες του αίματός μας
- να μάθεις να χαμογελάς.
Δε βλέπεις;
Καθώς απομακρύνεται η άνοιξη
πίσω της έρχεται η νέα μας άνοιξη.
Νά τος ο ήλιος
πάνω απ' τις μπρούντζινες πολιτείες
πάνω απ' τους πράσινους αγρούς
μες στην καρδιά μας.
Νιώθω στους ώμους
το βαθύ μυρμήγκιασμα
καθώς φυτρώνουν
όλο πιο νέα και πιο μεγάλα
τα φτερά μας.
Ύψωσε τα ματόκλαδα.
Αστράφτει ο κόσμος
έξω απ' τη λύπη σου
φως και αίμα
τραγούδι και σιωπή.
Καλοί μου άνθρωποι
πώς μπορείτε
να σκύβετε ακόμη;
Πώς μπορείτε
να μη χαμογελάτε;
Ανοίχτε τα παράθυρα
Νίβομαι στο φως
βγαίνω στον εξώστη
γυμνός
ν' αναπνεύσω βαθιά
τον αιώνιο αγέρα
με τ' αδρά μύρα
του νοτισμένου δάσους
με την αλμύρα
της απέραντης θάλασσας.
Αστράφτει ο κόσμος
ακούραστος.
Κοιτάχτε.
~
Γιάννης Ρίτσος Ποιήματα 1930-1960, εκδ. Κέδρος