Εχτές είδα στον ύπνο μου πως ήρθες,
αγέλαστος και σκοτεινός και μ’ άδραξες
βίαια και τραχιά, κι ύστερα μ’ έσερνες
μες σε λιμάνια σκοτεινά κι άδειες πλατείες,
μέχρι που το χακί χιτώνιό σου
στρατός πολύς έγινε, που περνούσε,
στρατός πολύς, που με ποδοπατούσε,
στρατός, που με συνέθλιβε κάτω απ’ τις αρβύλες του,
καθώς εβάδιζε άλκιμος· κι εγώ είχα λιώσει,
κουρέλι είχα γίνει, κι ήμουν ένα
με την καυτή την άσφαλτο, που δέχονταν
τ’ αποτυπώματα απ’ τις άπειρες αρβύλες.
Και τότε ήταν, μες στην τόση μου εκμηδένιση,
που εδίψησέ σε, Κύριε, η ψυχή μου.
αγέλαστος και σκοτεινός και μ’ άδραξες
βίαια και τραχιά, κι ύστερα μ’ έσερνες
μες σε λιμάνια σκοτεινά κι άδειες πλατείες,
μέχρι που το χακί χιτώνιό σου
στρατός πολύς έγινε, που περνούσε,
στρατός πολύς, που με ποδοπατούσε,
στρατός, που με συνέθλιβε κάτω απ’ τις αρβύλες του,
καθώς εβάδιζε άλκιμος· κι εγώ είχα λιώσει,
κουρέλι είχα γίνει, κι ήμουν ένα
με την καυτή την άσφαλτο, που δέχονταν
τ’ αποτυπώματα απ’ τις άπειρες αρβύλες.
Και τότε ήταν, μες στην τόση μου εκμηδένιση,
που εδίψησέ σε, Κύριε, η ψυχή μου.
~
Από τη συλλογή Ξένα γόνατα (1954)