Τα βράδια, όταν ξεκόβω από τους φίλους
κι οι γειτονιές της νύχτας με τραβούνε,
ξάφνου αναδύεται μέσα μου η μορφή σου,
όταν απ’ τις ασκήσεις κουρασμένος
στα σύρματα του Κέντρου ακουμπάς
και βλέπεις κατά το βοριά με νοσταλγία.
Έρχεσαι τότε και με παίρνεις απ’ το χέρι,
απ’ τη συναλλαγή της νύχτας με τραβάς
και στους καλούς φίλους με φέρνεις πάλι.
κι οι γειτονιές της νύχτας με τραβούνε,
ξάφνου αναδύεται μέσα μου η μορφή σου,
όταν απ’ τις ασκήσεις κουρασμένος
στα σύρματα του Κέντρου ακουμπάς
και βλέπεις κατά το βοριά με νοσταλγία.
Έρχεσαι τότε και με παίρνεις απ’ το χέρι,
απ’ τη συναλλαγή της νύχτας με τραβάς
και στους καλούς φίλους με φέρνεις πάλι.
~
Από τη συλλογή Ξένα γόνατα (1954)