Ο Μικρός Πρίγκιπας: «Αντίο», είπε η αλεπού. «Να το μυστικό μου. Είναι πολύ απλό: Μόνο με την καρδιά βλέπεις αληθινά. Την ουσία δεν τη βλέπουν τα μάτια»

Μολιέρος (Molière)

«Ο Ταρτούφος» (1664)

Μολιέρος (Molière)

«Ο κατά φαντασίαν ασθενής» (1673)

Μολιέρος (Molière)

«Ο αρχοντοχωριάτης» (1670)

Μολιέρος (Molière)

«Ντον Ζουάν» (1665)

Ουίλλιαμ Σαίξπηρ

«Όνειρο Θερινής Νυκτός»

Ουίλλιαμ Σαίξπηρ

«Ρωμαίος και Ιουλιέτα»

Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα

«Ματωμένος Γάμος»

Αντουάν Ντε Σαιντ- Εξυπερύ

«Ο μικρός πρίγκηπας»

Αντόν Τσέχωφ

«Ένας αριθμός»

Ντάριο Φο

«Ο τυχαίος θάνατος ενός Αναρχικού»

Ευγένιος Ιονέσκο

«Ρινόκερος»

Έντγκαρ Άλαν Πόε

«Ιστορίες αλλόκοτες»

Μπέρτολτ Μπρεχτ

«Αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι»

721 Ποιητές - 8.160 Ποιήματα

Επιλογή της εβδομάδας..

Οδυσσέας Ελύτης, «Το Μονόγραμμα»

Θά πενθώ πάντα -- μ’ακούς; -- γιά σένα, μόνος, στόν Παράδεισο Ι Θά γυρίσει αλλού τίς χαρακιές  Τής παλάμης, η Μοίρα, σάν κλειδούχο...

Ομήρου Ιλιάδα, «Ραψωδίες Φ Χ Ψ Ω» 6ο Μέρος


ΙΛΙΑΔΟΣ - ΡΑΨΩΔΙΑ Φ΄
Ο Αχιλλέας μάχεται τον ποταμό Σκάμανδρο

Και ως έφθασαν στο πέραμα του βαθυρρόου Ξάνθου,

του ποταμού που εγέννησεν ο αθάνατος Κρονίδης,

τους χώρισε και τους μισούς κυνήγαε προς την πόλην,

στο σιάδι, που μια μέρα πριν του Έκτορος η λύσσα

τρικύμιζε τους Αχαιούς κι εφεύγαν τρομαγμένοι.



Και ως ροβολώντας έφευγαν, η Ήρα τον αέρα

εθόλωνε για να σταθούν, κι οι άλλοι στριμωγμένοι

στον ποταμό που τ’ αργυρά και τρίσβαθα νερά του

πέφτουν με βρόντον φοβερόν, βαθιά βοούν τα ρείθρα,

αχούν οι ακροποταμιές, κι εκείνοι επολεμούσαν

και αλάλαζαν εδώ κι εκεί στα ρεύματ’ αφρισμένα.



Και όπως φλόγ’ ανάερα σηκώνει τες ακρίδες

αν έξαφνα ξεσπά φωτιά, και στο ποτάμι εκείνες

ροβολάν κάτω να κρυφθούν, ομοίως απ’ την λόγχην

του Αχιλλέως να σωθούν άνδρες σωρός και ίπποι

όλου του Ξάνθου εγέμιζαν το ρεύμα οπού βροντούσε.



Και άφησε ο διογέννητος στην όχθην το κοντάρι

στους κλάδους μιας μυρικιάς, και με το ξίφος μόνον

πήδησε μέσα ωσάν θεός, κι είχε κακό στον νουν του.

Κτυπά δεξιά, κτυπά ζερβά και σφαζομένων βόγγος

βγαίνει φρικτός, και το νερό στο αίμα κοκκινίζει.



Και ως φεύγουν από δέλφινα μεγάλον  τ’ άλλα ψάρια

και φοβισμένα χύνονται σ’ ακύμαντο λιμάνι

στους κόλπους, ότι αρπακτικά τρώγει όποιον φθάσει εκείνος,

όμοια στα βράχη εκρύβονταν, στο φοβερό ποτάμι

οι Τρώες και ως εκούρασε τα χέρια του στους φόνους

απ’ το ποτάμι ζωντανά δώδεκ’ αγόρια πήρε

του πεθαμένου αντίποινα, του ποθητού Πατρόκλου

τα έβγαλ’ έξω αναίσθητα ωσάν ελαφομόσχια

και τους οπισθαγκώνισε με τα καλοκομμένα

λουριά που εκείνοι στους κλωστούς χιτώνας εφορούσαν,

και να τους πάρουν πρόσταξεν εκείθεν εις τα πλοία

και αυτός πετάχθη ολόθερμος να ξαναρχίσει φόνους.



Κι εμπρός του τον Λυκάονα τον Πριαμίδην ήβρε

πόφευγε από τον ποταμόν, που έναν καιρόν την νύκτα

τον είχε πιάσει αιχμάλωτον στον κήπον του πατρός του,

εκεί που μιας αγριοσυκιάς τα τρυφερά βλαστάρια

σκεπάρνιζε, της άμαξας πλευρά να τα μορφώσει.



Εκεί, κακόν ανέλπιστο, τον εύρηκε ο Πηλείδης,

και τότε τον επούλησε και απόστειλε στην Λήμνον

και απ’ τον υιόν του Ιάσονος την πληρωμήν επήρε.



Κείθε ακριβά τον λύτρωσεν ο Ίμβριος Ηετίων,

φίλος του, και τον έστειλε στην ιερήν Αρίσβην,

κι έφυγ’ εκείθε κι έφθασε στο σπίτι του πατρός του.

Ένδεκα με τους φίλους του χαροκοπούσε ημέρες

από την Λήμνον νιόφερτος, και μες στην δωδεκάτην

θεός πάλιν τον έβαλε στα χέρια του Αχιλλέως

που έμελλε και αθέλητον στον Άδην να τον στείλει.



Και άμα τον γνώρισ’ ο Αχιλλεύς γυμνόν – ότ’ είχε ρίξει

κατά γης όλ’, ασπίδα του και κράνος και κοντάρι,

ότι τον έλιων’ ίδρωτας, καθώς απ’ το ποτάμι

έφευγε και απ’ τον κόπον του τα γόνατά του ετρέμαν.

Τότ’ είπε με παράπονο στην ανδρικήν ψυχήν του:



«Μέγα το θαύμα οπού θωρούν τα μάτια τούτα εμπρός τους.

ως φαινεται θ’ αναστηθούν μέσ’ απ’ το μαύρο σκότος

οι Τρώες, μεγαλόψυχοι που η λόγχη μου έχει σβήσει

αφού και τούτος γύρισεν απ’ την αγίαν Λήμνον

που ζωντανόν τον έστειλα, και η θάλασσα που τόσους

μακράν κρατεί δεν  μπόρεσε τον δρόμον να του φράξει.



Αλλά τώρα την λόγχην μας κι αυτός ας δοκιμάσει,

για να γνωρίσω αν από κει που θα τον στείλω ομοίως

θενά γυρίσ’ ή αν η γη θα τον κρατήσ’ η θρέπτρα,

που και τον γενναιότερον κρατεί στο μαύρο χώμα.».



Με τούτους τους διαλογισμούς ανάμενε, ώσπου εκείνος

σβησμένος τον πλησίαζεν, εμπρός του να προσπέσει,

να μην τον έβρη θάνατος, κακός και μαύρη μοίρα.



Την λόγχην σήκωσ’ ο Αχιλλεύς αυτού να τον πληγώσει.

Έσκυψ’ εκείνος, έτρεξε και από τα γόνατά του

επιάσθη και από πίσω του περνώντας στέκ’ η λόγχη

στην γην και σάρκ’ ανθρώπινη ποθούσε να χορτάσει.



Και μ’ ένα χέρι του’πιανε τα χέρια ως ικέτης.

Με τ’ άλλο αυτού στην γην σφικτά κρατούσε το κοντάρι:



Του μίλησε και φτερωμένα λόγια του απευθύνει:

«Α! Σ’ εξορκίζω, σέβου με, λυπήσου με, Αχιλλέα,

που είμαι ικέτης σεβαστός ακόμη απ’ την ημέραν,

που με σε πρώτον γεύθηκα της Δήμητρος τον σπόρον,

όταν από τον κήπον μου αιχμάλωτον μ’ επήρες,

και απ’ τον πατέρα μου μακράν και από τους ποθητούς μου

να με πουλήσουν μ’ εστειλες στην Λήμνον την αγίαν,

κι εκατό βόδι’ απόκτησες. Και μ’ άλλα λύτρα τώρα

τρίδιπλα εξαγοράστηκα. Και δώδεκα έχω ημέρες

που αφού παράδειρα πολύ στην Ίλιον επανήλθα.



Μοίρα κακή στα χέρια σου μ’ έβαλε τώρα πάλιν

και ο Ζευς οπού μ’ εμίσησεν, ως φαίνεται, ο πατέρας.



Εμένα ολιγοήμερον εγέννησε η μητέρα,

η Λαοθόη, κόρη αυτή του γέροντος του Άλτου,

του Άλτου, οπού των μαχητών Λελέγων βασιλεύει

στην Πήδασον την υψηλήν που βρέχει ο Σατνιόεις.



Από αυτήν ομόκλινην, με άλλες, του Πριάμου

δυο γεννηθήκαμε, και συ θα σφάξεις και τους δύο.

Τον θεϊκόν Πολύδωρον εκεί μες στους προμάχους

ενέκρωσεν η λόγχη σου. Και τώρα πάλι εμένα

εδώ μου μέλλεται κακό και αφού εμπρός σου η μοίρα

μ’ έφερε, από τα χέρια σου θαρρώ δεν θα ξεφύγω.



Και άλλο θα ειπώ να το σκεφθείς. Εμένα μη φονεύσεις

διότι αυτάδελφος εγώ του Έκτορος δεν είμαι,

που εφόνευσε τον φίλον σου τον αγαθόν και ανδρείον.».



Με τούτα τον ικέτευεν ο γόνος του Πριάμου,

αλλ’ όμως λόγον άσπλαχνον αντάκουσε από εκείνον:



«Μη  μου φλυαρείς, ανόητε, και λύτρα μη προβάλεις,

ότι, πριν έβρη ο Πάτροκλος της μοίρας του το τέλος,

κάπως μου το’δινε η καρδιά να λυπηθώ τους Τρώας

και ζωντανούς πήρα πολλούς κι επούλησα στα ξένα.



Αλλά τώρα τον θάνατον κανείς δεν θα ξεφύγει

των Τρώων, που στα χέρια μου στην Ίλιον αποκάτω

βάλει ο θεός, και μάλιστα τα τέκνα του Πριάμου.

Αλλά, ω φίλε, απόθανε και συ. Τι τόσο κλαίεις;

Απέθανε και  ο Πάτροκλος, πολύ καλύτερός σου.

Δεν βλέπεις πόσο είμαι καλός και μέγας και πατέρα

έχω από γένος και θεάν μητέρα και όμως είναι

η μοίρα η παντοδύναμη και ο θάνατος κοντά μου.



Αυγή θα είναι ή δειλινό ή θα’ναι μεσημέρι,

οπού κι εμένα την ζωήν κάποιος θε να μου πάρει

με το κοντάρι από κοντά ή από μακριά με βέλος.».



Είπε: Κείνου τα γόνατα κοπήκαν και η καρδία.

Την λόγχην άφησεν αυτού και απλώνοντας τα χέρια

εκάθισε. Κι έσυρ’ ευθύς το ξίφος ο Πηλείδης

στον σβέρκον τον εκτύπησε, και μέσα εμπήκεν όλη

η δίστομη λεπίδα του, κι επίστομα εξαπλώθη

εκείνος και κατάπινεν η γη το μαύρον αίμα.



Και από τον πόδ’ ο Αχιλλεύς τον πιάνει και τον ρίχνει

μες στο ποτάμι να συρθεί και υπερηφάνως είπε:



«Κει με τα ψάρια πλάγιασε, το αίμα θα σου γλείψουν

απ’ την πληγήν αφρόντιστα. Στην κλίνην να σε κλάψει

δεν θα σε βάλ’ η μάνα σου, αλλά με τες στροφές του

θα σε κυλήσει ο Σκάμανδρος στα πλάτη της θαλάσσης

και ψάρια θα πηδούν ψηλά στα μαυροσουφρωμένα

κύματα, στου Λυκάονος το πάχος να χορτάσουν.



Κακό σας, ως να φθάσωμεν στην Ίλιον την αγίαν,

φεύγοντας σεις και οπίσω εγώ να σας κατασυντρίβω.

Μήτε το καλοκύλητο ποτάμι θα σας σώσει

που πλήθος ταύρων πάντοτε του σφάζετε και μέσα

στα ρεύματα τα ζωντανά βυθίζετε πουλάρια.

Θα κακοθανατήσετε ως να πληρώσετ’ όλοι

τον  φόνον του Πατρόκλου μου και την σφαγήν που τότε,

που έλειπα εγώ, των Αχαιών εκάμετε στα πλοία.».



Είπε και τότε ο ποταμός χειρότερα εχολώθη,

κι εζήτα με τον νουν του πώς να παύσει του Αχιλλέως

την λύσσαν και απ’ τον όλεθρον τους Τρώας να φυλάξει.





Ωστόσο με το απέραντο κοντάρι του ο Πηλείδης

του Αστεροπαίου χύθηκεν υιού του Πηλεγόνος

που η Περίβοια γέννησε ωραία θυγατέρα

η πρώτου του Ακεσσαμενού και ο ποταμός ο μέγας

ο Αξιός, που επλάγιασεν ερωτικά μ’ εκείνην.



Και όπως ορμούσε ο Αχιλλεύς, εμπρός του απ’ το ποτάμι

ο Αστεροπαίος στήθηκε κρατώντας δυο κοντάρια,

ότι τον εγκαρδίωσεν ο Ξάνθος χολωμένος

που τόσους έσφαξ’ άπονα στο ρεύμα του ο Πηλείδης.



Και οπόταν επροχώρησαν κι εβρέθηκαν αντίκρυ,

πρώτος ομίλησ’ ο Αχιλλεύς: «Ποιος είσαι και από ποίον

ανθρώπων γένος που τολμάς εμπρός μου να προβάλεις;

Τέκνα γονέων δυστυχών την ρώμην μου αντικρίζουν.».



«Πηλείδη μεγαλόψυχε», του αντείπε ο Αστεροπαίος,

«την γενεάν μου τι ερωτάς; Από την Παιονίαν

είμαι την μεγαλόσβωλην την απομακρυσμένη

και των Παιόνων αρχηγός των μακρολογχοφόρων.



Η ενδεκάτη έφεξε αυγή που έφθασα στην Τροίαν,

κατάγομαι απ’ τον Αξιόν, πλατύροο ποτάμι,

το ωραιότερο της γης, και ο Πηλεγών υιός του,

περίφημος κονταριστής, εγέννησεν εμένα.

Και τώρ’ ας πολεμήσωμε, λαμπρότατε Πηλείδη.».



Εις τες φοβέρες σήκωσεν ο θείος Αχιλλέας

το δόρυ και τα δυο δικά του ο Αστεροπαίος ήρως

ότι του ερχόταν βολικά και από τα δυο του χέρια.

Με το ένα δόρυ κτύπησε τον κύκλον της ασπίδος,

αλλά το κράτησε ο χρυσός, το δώρημα το θείο.

Και τ’ άλλο δόρυ εχάραξε την δεξιάν αγκάλην,

κι έρρευσεν αίμα. Επέταξεν επάνω του κι εστάθη

στην γην το δόρυ, πρόθυμο με σάρκα να χορτάσει.

Τότε ο Αχιλλεύς το φράξινον, αλάθευτο κοντάρι

με φόνου ορμήν ακόντισεν εις τον Αστεροπαίον.



Και αντί εκείνου εκτύπησε του ποταμού την όχθην,

και ως εις την μέσην έχωσε το φράξινο κοντάρι

το ξίφος έσυρε ευθύς κι επάνω του ο Πηλείδης

επήδησεν ακράτητος. Κι εκείνος του Αχιλλέως

το φράξο δεν εδύνατο να βγάλει από την όχθην,

και τρεις το ετίναξε φορές με το βαρύ του χέρι

και τρεις του εκόπ’ η δύναμις. Κι ενώ να το λυγίσει

και να το σπάσει τέταρτην φοράν ελαχταρούσε,

τον πρόλαβε και την ζωήν του επήρε με το ξίφος

στον ομφαλόν κτυπώντας τον. Τα έντερά του χάμου

χυθήκαν. Τον εσκέπασε στον αγκομαχητό του

θανάτου σκότος και ο Αχιλλεύς πατώντας τον στα στήθη

τον έγδυσε κι εφώναξε: «Μείνε εκεί τώρα ως είσαι.

Ήταν βαρύ με του Διός του μεγαλοδυνάμου,

αν και ποταμογέννητος, τα τέκνα να παλαίσεις.

Αν από μέγαν ποταμόν εσύ γενοκρατιέσαι,

στην γενεάν καυχώμ’ εγώ του υπερτάτου Δία.



Ο Αιακίδης γέννησεν εμένα, ο βασιλέας

των Μυρμιδόνων, ο Πηλεύς, τον Αιακόν ο Δίας

και ως είναι ο Ζευς των ποταμών, που στα πελάγη ρέουν

ανώτερος, ανώτεροι γεννούντ’ οι απόγονοί του.



Μέγαν κοντά σου ποταμόν έχεις και συμβοηθόν σου

αν ημπορούσεν, αλλά ποιος μετριέται με τον Δία;

Που μήτε ο μέγας προς αυτόν συγκρίνεται Αχελώος,

μήτ’ η ορμή του Ωκεανού με το βαθύ του ρεύμα

απ’ όπου όλες οι θάλασσες και οι ποταμοί πηγάζουν

και όλες οι βρύσες εις  την γην και τα βαθιά πηγάδια.

Τρέμει κι αυτός τον κεραυνόν του φοβερού Κρονίδου,

όταν βροντά τρομακτικά από τα ουράνια κάτω.».



Είπε και το κοντάρι του ανάσπασε απ’ την όχθην

και αυτόν, οπού εθανάτωσε, αφήκε αυτού στην άμμον

κειτόμενον να βρέχεται από το μαύρο κύμα

και χέλια τον τριγύρισαν και ψάρια στριμωγμένα

κι εκόφταν και άρπαζαν γοργά της νεφραμιάς το πάχος.



Και αυτός στο πλήθος όρμησε των ιππικών Παιόνων,

που άμ’ είδαν απ’ το χτύπημα του ξίφους του Αχιλλέως

να πέσει ο πρώτος άνδρας τους εφεύγαν τρομασμένοι

στον ποταμόν ολόγυρα. Κι εκείνος  τους ανδρείους



έστρωσ’ εκεί, Θερσίλοχον, Μύδωνα και Θρασίον

και Αστύπυλον και Αίνιον και Μνήσον και Οφελέστην.



Και πλήθος άλλους Παίονας θα εφόνευε ο Πηλείδης

αλλ’ εχολώθη ο ποταμός και από τα βάθη εφάνη

ωσάν θνητός κι εφώναξε: «Καθώς είσαι, ω Πηλείδη,

στην ρώμην πρώτος των θνητών και στ’ άδικα είσαι πρώτος.

Ότι θεοί σε βοηθούν. Και ν’ αφανίσεις όλους

τους Τρώας σου’δωκεν ο Ζευς, μέσ’ από τα νερά μου

διώξε τους και την λύσσαν σου ξεθύμα στην πεδιάδα.



Ότι νεκρούς εγέμισαν τα πρόσχαρά μου ρείθρα,

και δεν μ’ αφήνουν οι νεκροί το ρεύμα να προχύνω

στην θείαν θάλασσαν και συ τρομακτικά φονεύεις.

Έλ’ άφησέ με, και απορώ, μεγάλε πολεμάρχε.».



Και ο γοργοπόδης Αχιλλεύς απάντησέ του κι είπε:



«Ω Σκάμανδρε διόθρεφτε, θα γινει αυτό που θέλεις.

Να σφάζω δεν θα παύσω εγώ τους επιόρκους Τρώας

ως να κλεισθούν και αντίστηθα να δοκιμάσω μόνον

τον Έκτορα να ιδούμε ποιος από τους δυο θα πέσει.».



Ειπε κι εχύθη ωσάν θεός των Τρώων μες στα πλήθη.

Και ο ποταμός τότε ο βαθύς εφώναξε του Φοίβου:



«Διογέννητε, αργυρότοξε, την θέλησιν του Δία

δεν εσεβάσθης, που θερμά σου είχε παραγγείλει

των Τρώων να’σαι υπέρμαχος, ώσπου να ’λθει το δείλι

και να σκιάσει τους αγρούς στην γην την σιτοφόραν.».



Και ο Αχιλλεύς στον ποταμόν επήδησε απ’ την όχθην,

και ο ποταμός ενάντια του σηκώθη φουσκωμενος.

Βάζει άνω κάτω τα νερά και τους νεκρούς αμπώθει

πολλούς οπού του εσώρευσαν οι φόνοι του Αχιλλέως.

Τους έβγαλ’ έξω στην στεριάν κι εμούγκριζεν ωσάν ταύρος

κι εφύλαγε τους ζωντανούς στα όμορφα νερά του,

που τους εκρύβαν θολωτά στα βάθη των ρευμάτων.



Φρικτό σηκώθη φουσκωτό το κύμα ολόγυρά του

κι εκτύπα την ασπίδα του. Που να σταθούν δεν είχαν

τα πόδια του. Κι επιάσθηκεν από φτελιά μεγάλην.

Τ’ωραίο δένδρο σύρριζα κάτω βροντά και σέρνει

την όχθην όλην κι έπιασε με τα πυκνά κλαδιά του

τ’ ωραίο ρεύμα κι έγινε γεφύρι στο ποτάμι.

Και από τον φόβον ο Αχιλλεύς πετάχθη από το κύμα

κι εχύθηκε ακράτητος να φύγει στην πεδιάδα.



Αλλ’  ο θεός, ο φοβερός, μαυροκορυφωμένος

ακράτητος επάνω του ροβόλαε να κόψει

την φονικήν εκείνου ορμήν και να σωθούν οι Τρώες.



Εκείθ’ εσκίρτησ’ ο Αχιλλεύς όσο τ’ ακόντι φθάνει,

καθώς ο μαύρος αετός ο αρπακτικός, που στ’ άλλα

πετούμενα για δύναμιν και για φτερά πρωτεύει.



Όμοια πετούσε και ο χαλκός στα στήθη του βροντούσε

τρομακτικά, και ως ξέφευγεν ανάμεσ’ απ’ το κύμα

κατάποδά του ο ποταμός με κρότον ροβολούσε.



Και ως από κεφαλόβρυσο κόβει νερό και παίρνει

ο ποτιστής και τ’ οδηγεί μες στα φυτά του κήπου

και με την δίκοπη αφαιρεί, τα μπόδι’ από τ’ αυλάκι

και ροβολά με το νερό κάθε μικρό χαλίκι

κι εκείνο με κελάδισμα το  πλάγι κατεβαίνει

τόσο γοργό που τ’ οδηγού το χέρι δεν το φθάνει,

ομοίως τον πτερόποδον επρόφθανε Αχιλλέα

το κύμα, ότι των θνητών ανώτερ’ οι θεοί ’ναι.



Και όσες φορές ο Αχιλλεύς εστρέφονταν να μείνει

ν’ αντισταθεί, να μάθει αν τον κατατρέχουν όλοι

οι επουράνιοι θεοί, τόσες το μέγα κύμα

του διογεννήτου ποταμού στους ώμους τον κτυπούσε.



Επήδ’ αυτός ανάερα με την καρδιά κομμένην

και φουσκωτός ο ποταμός τα γόνατ’ από κάτω

του’κοφτε και απ’ τα πόδια του το χώμα του ρουφούσε.

Κι εκοίταξε τον ουρανό κι εκλαίετ’ ο Πηλείδης:



«Πατέρα Δία των θεών κανείς δεν μ’ ελυπήθη

να μη με πάρει ο  ποταμός ! Και ας πάθαινα κατόπι.

Και άλλος ουρανοκάτοικος θεός σ’ εμέ δεν πταίει

όσο η μητέρα μου που αυτή με πλάνεσε όταν είπε

που εμπρός στην πόλην πυργωτήν των χαλκοφόρων Τρώων

θα πέσω από του Απόλλωνος τα πτεροφόρα βέλη.

Ο Έκτωρ θα με φόνευεν, πολεμιστής των πρώτος

ανδρείος καν θα εφόνευε, θα εγύμνωνεν ανδρείον

αλλά το θέλ’ η μοίρα μου να κακοθανατήσω

από μεγάλον ποταμόν, καθώς στο πέρασμά του

πνίγεται από νεροσυρμή, χοιροβοσκού κοπέλι.».






Είπε, κι ευθύς ο Ποσειδών κι  η Αθηνά με σώμα

ανθρώπινο του στήθηκαν στο πλάγι και του σφίξαν

το χέρι, και του ομίλησαν θάρρος σ’ εκείνους να’χει.

Και ο κοσμοσείστης Ποσειδών τον λόγον είπε πρώτος:



«Πηλείδη μην αδημονείς και μη τρομάζες τόσο.

Ιδού που είμαστε βοηθοί θεοί μεγάλοι δύο

εμείς, εγώ κι η Αθηνά, και τούτο στέργει ο Δίας.



Δεν θέλει από τον ποταμόν ν’ αφανιστείς η μοίρα,

και γρήγορα, θαρρώ, θα ιδείς εκείνος να λουφάξει.

Και λόγον άκου φρόνιμον να τον ακολουθήσεις.



Μη παύσεις απ’ τον πόλεμον, όμοιο κακόν εις όλους,

όσο τους Τρώας, στριμωχτούς, να κλείσεις εις τα τείχη.

Και συ αφού τον Έκτορα φονεύσεις, γύρε οπίσω

στα πλοία και σου δίδομεν το δόξασμα της νίκης.».



Είπαν και οπίσω γύρισαν στους άλλους αθανάτους.

Και θαρρετός στον λόγον τους κινήθη αυτός στο σιάδι

που από τα ξέχειλα νερά πλημμύριζε κι επλέαν

άρματα πλήθος λαμπερά και λείψαν’ ανδρειωμένων.

Και με τα γόνατα υψηλά  στο ρεύμα επάν’ ορμούσε.

Και όπως τον γέμισ’ η Αθηνά με δύναμιν μεγάλην

δεν τον κρατούσε ο ποταμός πλατύς και φουσκωμένος.



Δεν έπαυ’ ουδ’ ο Σκάμανδρος, αλλ’ αύξανε ο θυμός του

στον Αχιλλέα και υψηλά κορύφωνε το κύμα,

κι έβαλε στον Σιμόεντα φωνήν να τον καλέσει:



«Έλ’ ας κρατήσουμε, αδελφέ, τούτου του ανδρός την λύσσαν

πριν ή την μεγαλόπολην πατήσει του Πριάμου,

κι εμπρός του οι Τρώες δύσκολα κρατούν εις τον αγώνα.

Γρήγορα βοήθ’, από πηγές το ρεύμα σου ας πληθύνει,

ξεκίνα κάθε χείμαρρον και όρθωσε μέγα κύμα.

Κύλα με τάραχον σφοδρόν και λίθαρα και ρίζες,

να σβήσωμε με δύναμην του ανδρός αυτού του αγρίου

που ωσάν θεός  υπερνικά και κρατημόν δεν έχει.



Η ρώμη μήτ’ η ομορφιά δεν θα τον σώσουν μήτε

εκείνα τα λαμπρ’ άρματα, που θα ταφούν στο βάθος

της λίμνης, μές στον βούρκο της, κι εκείνον θα τυλίξω

στην αμμουδιά σωρεύοντας χώματα και κοχλάδια.



Ουδέ θα φθάσουν οι Αχαιοί να εβρούν τα κόκαλά του.

Με τόσες λάσπες τρίσβαθα εγώ θα τον σκεπάσω.

Αυτό θα’ναι το μνήμα του και άλλο δεν θα’ναι χρεία

να του σηκώσουν οι Αχαιοί οπόταν θα τον θάψουν.».



Είπε κι ορθώθη φουσκωτός επάνω στον Πηλείδην

κι εξέρνα μουρμουρίζοντας αφρόν, κορμιά και αίμα.

Και ολόμαυρο σηκώνεται το κύμα μανιωμένο

του διογεννήτου ποταμού να σύρει τον Πηλείδην.



Κι η Ήρα τότ’ εβόησε φοβούμενη για κείνον

μήπως τον πάρει ο ποταμός βαθύρροος και μέγας.

Κι εστράφη, προς τον Ήφαιστον, τον ποθητόν υιόν της:



«Σηκώσου, τέκνο μου χωλό. Το’χουμε ειπεί που ο Ξάνθος

θα ήταν, ο βαθύρροος, καλός αντίμαχός σου.

Βοήθα γοργά, φανέρωσε τες φλόγες όσες έχεις.

Κι εγώ θα πάω τον Ζέφυρον να έβρω και τον Νότον

να φέρω από την θάλασσαν κακήν ανεμοζάλην

να σπρώχνει εμπρός τες φλόγες σου και τ’ άρματα να καίει

των Τρώων και τες κεφαλές. Στες όχθες συ του Ξάνθου

τα δένδρα καίε, φλόγιζε και αυτόν και μη σε κάμουν

ήμερον τα γλυκόλογα και οι παρακάλεσές του.

Θ’ ακολουθείς αδάμαστος, και μόν’ όταν μ’ ακούσεις

φωνήν να βάλω, του πυρός την δύναμην να παύσεις.».



Είπε και πυρ θεόφλογον ο Ήφαιστος ανάβει

στο σιάδι πρώτα κι έκαιε τα λείψανα που επλέαν

πολλά, που μες στον ποταμόν εσώριασε ο Πηλείδης.

Και όλο το σιάδι εξέρανε κι εστάθηκε η πλημμύρα.



Και όπως στεγνώνει μονομιάς νεοποτισμένν κήπον

Βορέας φθινοπωρινός, χαρά του γεωργού του,

όμοια το σιάδι εστέγνωσε και οι νεκροί καήκαν

κι έστρεψε αυτός  στον ποταμόν την φλόγα την μεγάλην.



Και οι φτελιάδες καίονταν, οι ιτιές και τα μυρίκια,

εκαίονταν η κύπερη, το βούρλο, το τριφύλλι,

που στου ωραίου ποταμού τες άκρες εβλαστούσαν.



Και μες στα βάθη επάθαιναν κι εδώ κι εκεί σκιρτούσαν

χέλια και ψάρι’ απ’ την πνοήν του πολυβούλου Ηφαίστου.

Και η δύναμις του ποταμού καιόταν, ώσπου εκείνος

φώναξε κι είπεν: «Ήφαιστε, κανείς θεός με σένα

δεν δύναται να μετρηθεί. Κι εγώ στην φλογερήν σου

φωτιά δεν αντιστέκομαι. Και παύσ’ εδώ την μάχην,

και ας διώξει ευθύς ο Αχιλλεύς τους Τρώας απ’ την πόλην.

Τι θέλω εγώ να πολεμώ και υπέρμαχος να γίνω;»



Είπε κι ωστόσο εκόχλαζαν τα όμορφα νερά του.

Και όπως την φλόγα π’ άναψαν ξύλα πολλά φρυμένα

βράζει λεβέτι λιώνοντας τρυφερού χοίρου πάχος

και όλο κοχλάζει μέσα του από την φλόγα, ομοίως

ανάβραζαν καιόμενα τα όμορφά του ρείθρα

και να κυλά δεν ήθελεν. Έστεκε αυτού σβημένος

από την άχνα την καυτή του πολυβούλου Ηφαίστου

όσο που αυτός ολόθερμα της Ήρας εδεήθη:



«Ήρα, γιατί το τέκνο σου να πέσει ν’ αφανίσει

ξεχωριστά το ρεύμα μου. Και τοσο εγώ δεν πταίω

όσον οι άλλοι αθάνατοι που βοηθούν τους Τρώας.

Θα παύσω εγώ τον πόλεμον, αν τούτο εσύ προστάζεις,

και ας παύσει τούτος εν ταυτώ. Και όρκον εγώ θα ομόσω,

τους Τρώας απ’ τον όλεθρον ποτέ να μη φυλάξω,

μήδ’ όταν σύρριζα καεί και στάκτη γίν’ η Τροία

καμένη από των Αχαιών τα χέρια τ’ ανδρειωμένα.».



Άμα η θεά τον άκουσε, η Ήρα η λευκοχέρα,

εφώναξε τον Ήφαιστον τον ποθητόν υιόν της:



«Ήφαιστε, στάσου, δοξαστό παιδί μου, και δεν πρέπει

θεός τόσο να κρούεται γι’ αγάπη των ανθρώπων.».





Τότε τες φλόγες έσβησεν ο Ήφαιστος και οπίσω

στον ποταμόν εκύλησαν τα πρόσχαρα νερά του.

Και άμα εδαμάσθ’ η δύναμη του Ξάνθου, εκείνοι επαύσαν

καθώς η Ήρα ηθέλησεν, αν κι ήταν χολωμένη.

Τότ’ έχθρα έπεσε βαριά στους άλλους αθανάτους

κακη και μέσα έπνεε διχόγνωμα η ψυχή τους.

Και ως έπεσαν να συγκρουσθούν, βρόντησε η γη και γύρω

σάλπισε ο μέγας ουρανός, τους άκουεν ο Δίας

καθήμενος στον Όλυμπον κι εγέλασε κι εχάρη

να βλέπει κάτω που οι θεοί με πείσμα επολεμούσαν.



Και ώραν πολλήν δεν έμειναν μακράν. Και αρχήν ο Άρης

ο ασπιδοσπάστης έκαμε και με βαρύ κοντάρι

εχύθηκε στην Αθηνά, ονείδισέ την κι είπε:



«Σκυλόμυγα, τι στους θεούς ν’ ανάψεις μάχην πάλιν

σ’ έφερε η αδιάντροπη και ακράτητη ψυχή σου;

Ή δεν  θυμάσαι πόβαλες επάνω τον Τυδείδην

να με λαβώσει κι έπιασες σ’ όλους εμπρός την λόγχην;

Και ίσια σ’ εμέ την άμπωσες και το λαμπρό μου σώμα

εχάραξες. Και όσα ’καμες θα μου πληρώσεις τώρα.».



Είπε και την εκτύπησε στην κροσσωτήν αιγίδα

φρικτήν, που μήτε του Διός ο κεραυνός την σχίζει.

Εκεί την λόγχην άμπωσεν ο ανδροφόνος Άρης.

Εσύρθη αυτή κι εσήκωσε με το βαρύ της χέρι

ένα λιθάρι από την γην μαύρο, τραχύ, μεγάλο,

π’ άνδρες αρχαίας γενεάς για τέρμινα είχαν στήσει.



Με αυτό τον Άρην κτύπησε στον σβέρκον, και τα μέλη

του έλυσε, και πέφτοντας εγέμισε επτά πλέθρα,

χωμάτιασ’ όλ’ η κόμη του και ηχήσαν τ’ άρματά του.

Εγέλασεν η Αθηνά και υπερηφάνως είπε:



«Μωρότατε, όταν θέλησες να μετρηθείς μ’ εμένα,

δεν το εσκέφθης που είμ’ εγώ πολύ καλύτερή σου.

Τες Ερινύες μ’ όλα αυτά πλερώνεις της μητρός σου,

που σε ξετρέχει από χολήν, που ηθέλησες ν’ αφήσεις

τους Αχαιούς και βοηθείς τους επιόρκους Τρώας.».



Είπε και οπίσω εγύρισε τα φωτεινά της μάτια

κι η Αφροδίτη τον θεόν οδήγ’ από το χέρι

που μόλις εψυχόπιανε και θλιβερά βογγούσε.

Και άμα η θεά την νόησεν η Ήρα η λευκοχέρα

την Αθηνά προσφώνησε με λόγια φτερωμένα:



«Ω κοίτα, κόρη αδάμαστη του αιγιδοφόρου Δία,

πάλι’ η σκυλόμυγα οδηγεί τον ανδροφόνον Άρην

μέσ’ απ΄της μάχης την βοήν. Και δράμε να τους φθάσεις.».



Είπεν, εχάρ’ η Αθηνά, κι επάνω τους εχύθη,

στα στήθη την εκτύπησε με το βαρύ της χέρι

και αυτής εδείλιασε η καρδιά, τα γόνατα εκοπήκαν,

και οι δυο κείτονταν αυτού στην γην την πολυθρέπτραν.

Τότ’ εκαυχήθ’ η Αθηνά και υπερηφάνως είπε:



«Με τούτους τώρα να’μοιαζαν όλ’ οι βοηθοί των Τρώων,

οπόταν τούτοι πολεμούν τους θωρηκτούς Αργείους

και ψυχεροί και ακλόνητοι, καθώς η Αφροδίτη

ήλθε του Άρη βοηθός στην ρώμην μου εναντία.

Θα’χαμε ρίξει προ πολλού τους πύργους της Ιλίου

και τώρα θα ησυχάζαμε εμείς απ’ τον αγώνα.».



Είπε, κι εγλυκογέλασεν  η λευκοχέρα Ήρα.





Και τότε ο μέγας Ποσειδών προσφώνησε τον Φοίβον:



«Φοίβε, τι μένομεν εμείς; Δεν βλέπεις πως οι άλλοι

κάμαν αρχήν, κι είν’ εντροπή στον Όλυμπον οπίσω

να γύρωμε απολέμητοι, στο δώμα του Κρονίδου.



Άρχισε, ωσάν νεώτερος. Σ’ εμένα δεν αρμόζει,

ως είμαι μεγαλύτερος στα χρόνια και στην γνώσην.

Τι έκανες, ανόητε ! Και δεν θυμάσαι πόσα

εμείς επάθαμε κακά στην Ίλιον τριγύρω

μόνοι απ’ όλους τους θεούς, οπόταν τον ανδρείον

Λαομέδοντα εδουλώσαμε σταλμένοι από τον Δία

για χρόνον έναν με ρητόν μισθόν, στους ορισμούς του.

Κι εγώ των Τρώων έκτισα τείχος πλατύ και ωραίο

ολόγυρα στη πόλην τους, απόρθητη να γίνει.



Και συ στα πλάγια τα πολλά της δενδρωμένης Ίδης

έβοσκες τα στριφτόποδα κερατοφόρα βόδια.

Και όταν το τέλος έφεραν οι χαροδότρες ώρες,

δυναστικώς μας κράτησεν εκείνος τον μισθόν μας,

ο πάγκακος και με φρικτές μας έδιωξε φοβέρες.



Φοβέριζε χερόποδα να μας αλυσοδέσει

και να μας στείλει εις μακρινά νησιά να μας πουλήσει

και να μας κόψει και τ’ αυτιά με χάλκινην λεπίδα.



Κι εμείς οπίσω εγύραμε με σπλάχνα χολωμένα,

που τον μισθόν δεν πλέρωσε που’χε δεχθεί να δώσει.



Και τώρα  συ χαρίζεσαι προς τους λαούς εκείνου

αντί μ’ εμάς να προσπαθείς ν’ αφανισθούν οι Τρώες

οι άδικοι, όλοι σύρριζα, γυναίκες και παιδιά τους.».

Σ’ εκείνον τότε ο τοξευτής απάντησεν ο Φοίβος:



«Ω Ποσειδών, για φρόνιμον, θαρρώ, που δεν θα μ’ έχεις,

αν για τους άμοιρους θνητούς με σένα πολεμήσω.

Που ωσάν τα φύλλα πρόσκαιροι πότε φωτιά γεμάτοι

χαίρονται τους καρπούς της γης, και πότε να μαραίνουν

τους βλέπεις ώσπου σβήνονται. Κι εμείς από την μάχην

ας παύσωμε, και μόνοι τους ας πολεμούν εκείνοι.».



Είπεν αυτά κι εστράφη αλλού. Το σέβας τον κρατούσε

επάνω στον πατράδελφον το χέρι να σηκώσει.

Κι  η αδελφή του των θεριών θεάν προσκυνημένη,

Άρτεμις, η αγριοκάτοικη, πολύ τον αποπήρε:



«Φεύγεις, τοξότη, άφησες του Ποσειδώνος όλην

την νίκην και τον έκαμες αδίκως να καυχάται.

Ανόητε το τόξο αυτό φορείς εις τα χαμένα.

Να μη σ’ ακούσω στο εξής στο δώμα του πατρός μας

να το καυχάσαι, ως έκανες, εμπρός των αθανάτων,

που είσαι καλός ν’ αντισταθείς εσύ στον Ποσειδώνα.».



Είπε και δεν απάντησεν ο μακροβόλος Φοίβος,

κι η σεβασμία του Διός ομόκλινη εχολώθη

και την τοξεύτραν Άρτεμην ονείδισε και είπε:



«Ω σκύλ’ αδιάντροπη, τολμάς συ να σταθείς εμπρός μου;

Κακά μετριέσαι συ μ’ εμέ και ας είσαι  τοξοφόρα,

αφού σε διόρισεν ο Ζευς λεοντάρι στες γυναίκες,

και να φονεύεις, σου ’δωκεν  όποιαν εσύ θελήσεις.

Καλύτερό σου στα βουνά αγρίμια κι ελαφίνες

να ρίχνεις ή να μάχεσαι με τους καλύτερούς σου.

Και αν πάλι θέλεις πόλεμον, δοκίμασε να μάθεις

συ που μ’ εμέ συγκρίνεσαι, πόσ’ είμαι ανώτερή σου.».



Είπε και αυτής τα χέρια με το ζερβί της πιάνει

με τ’ άλλο[2]την τοξοσκευήν της παίρνει από τους ώμους

και στα ριζαύτια την κτυπά γελώντας με τα βέλη.

Κι εστρέφετ’ όλη κι έπεφταν τα βέλη απ’ την φαρέτραν.



Κλαίοντας έφυγε η θεά, καθώς πετά τρυγόνα

από γεράκι φεύγοντας εις χαραμάδα βράχου,

ότι γι’ αυτήν δεν έφθασεν η ώρα του θανάτου.

Ομοίως έφυγε η θεά και αφήκε αυτού τα βέλη.



Και της Λητούς ο μηνυτής ομίλησε Αργοφόνος:



«Λητώ, δεν πολεμώ μ’ εσέ. Και ποίος με γυναίκες

θέλει στα χέρια να πιαστεί του βροντοφόρου Δία.

Αλλά σ’ αφήνω να χαρείς εμπρός των αθανάτων,

να καυχηθείς που ενίκησες εμένα κατά κράτος.».



Είπε, κι εσύναζε η Λητώ τα κυρτωμένα τόξα,

που ήσαν πεσμένα εδώ κι εκεί στον στρόβιλον της σκόνης.

Κι έφυγ’ εκείνη παίρνοντας της κόρης της τα τόξα.

Και τούτ’ ήλθε στον Όλυμπον στο δώμα του Κρονίδη,

και στου πατρός τα γόνατα εκάθισε να κλαίει,





κι έτρεμαν όλο επάνω της τ’ αμβρόσιον ένδυμά της.



Την δέχθηκε στον κόλπον του κι εγέλασε ο πατέρας,

κι ερώτα: «Ποιος των θεών σου’καμε αυτά παιδί μου,

ως να’χε σ’ έβρει φανερά κάποιο κακό να πράξεις;»





Σ’ αυτόν η καλοστέφανη αντείπε κυνηγήτρα:

«Η Ήρα σου η λευκόχερη με έπληξε, πατέρα,

και την διχόνοιαν έσπειρεν αυτή στους αθανάτους.».



Τους λόγους τούτους έλεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους.

Αλλά στην θείαν Ίλιον εμπήκε τότε ο Φοίβος,

ότι εφοβείτο οι Δαναοί μη πρόμοιρα πατήσουν

την πόλην την καλόκτιστην εκείνην την ημέραν.



Κι οι άλλοι αθάνατοι θεοί στον Όλυμπον εγύραν,

άλλοι με πολλήν έπαρσην και άλλοι χολωμένοι,

σιμά στον μαυρονέφελον πατέρα τους και ωστόσο

τους Τρώας και τους ίππους των αφάνιζε ο Πηλείδης.



Και ως όταν χώρα χάνεται, και ως τ’ ουρανού τον θόλον

καπνίζ’ η φλόγα, π’ άναψεν η οργή των αθανάτων,

και όλους παθιάζει και πολλούς εις την καρδιά πληγώνει,

όμοια τους Τρώας πάθιαζε κι επλήγωνε ο Πηλείδης.



Τότε ο σεβάσμιος Πρίαμος από τον θείον πύργον

νόησε τον θεόρατον Πηλείδη και τους Τρώας

που με ροπήν ακράτητην εφεύγαν έμπροσθέν του.

Και από τον πύργον βόγγοντας χάμω κατέβη ο γέρος

τους θυρωρούς που φύλαγαν τα τείχη να διατάξει:



«Ανοίξετε και ολάνοικτον κρατείτε τον πυλώνα,

όσο που να’μπουν οι λαοί. Κι εγγύς είναι ο Πηλείδης

τούτος οπού τους κυνηγά μέγα κακό προβλέπω.

Και άμ’ αναπνεύσουν οι λαοί, στα τείχη τες σανίδες

σεις πάλιν συναρμόσετε. Ότι πολύ φοβούμαι

μη φθάσει μες στα τείχη μας να πέσει το θηρίον.».



Και αυτοί τες πύλες άνοιξαν κι εσήκωσαν τους σύρτες

κι ήβραν τα πλήθη ανάσασιν. Και ο Φοίβος πήδησ’ έξω

τους Τρώας από την ορμήν να σώσει του Αχιλλέως,

που σκονισμένοι έτρεχαν, φρυμένοι από την δίψαν

κατά την πόλην φεύγοντας και τα υψηλά τους τείχη.

Κι επάνω τους ακράτητος λυσσομανούσ’ εκείνος

με το κοντάρι και πολύ διψούσε για την νίκην.



Τότε θα επαίρναν οι Αχαιοί την πυργωμένην Τροίαν,

αν τον λαμπρόν Αγήνορα δεν εκινούσε ο Φοίβος,

εξούσιον του Αντήνορος υιόν ανδρειωμένον.



Του’βαλε θάρρος στην καρδιά, κι εστήθη αυτός σιμά του

μη βάλουν χέρι επάνω του οι μοίρες του θανάτου.

Κι εις ένα φράξο ακούμπησε σ’ ομίχλη τυλιγμένος.



Και άμ’ ο Αγήνωρ νόησε τον πορθητήν Πηλείδην

εστάθη και στα στήθη του τρικύμιζε η καρδιά του.

Και είπε με παράπονον στην ανδρικήν ψυχήν του:



«Ω συμφορά μου, αν φύγω εμπρός του δυνατού Πηλείδου,

όπου φευγάτοι ροβολούν, οι άλλοι, θα με πιάσει

τόσο και τόσο και ως δειλόν θα μ’ αποκεφαλίσει.

Κι εάν αυτούς να βάζει εμπρός αφήσω τον Πηλείδην,

και από τα τείχη ξέμακρα στο Ιλιακό πεδίον

πετάξω και τα πόδια μου με φέρουν εις τα πλάγια

της Ίδης, μέσα να κρυφθώ στα φουντωτά της δάση,

το βράδυ τότε θα’λουα τον ίδρω στο ποτάμι

και θα κινούσα ήσυχος στην Ίλιον να γυρίσω.

Αλλά τι διαλογίζεται τουτα η ψυχή μου τώρα;



Και αν με νικήσει ενώ απ’ εδώ πετιούμαι στην πεδιάδα,

θα μου χυθεί σαν αστραπή και αφεύκτως θα με πιάσει

και τότε από τον θάνατον κανείς δεν θα με σώσει.

Ότ’ είναι αυτός στην δύναμην  ο πρώτος των ανθρώπων.



Κι εάν στην πόλην έμπροσθεν αντίμαχός του μείνω,

είναι στο σώμα λαβωτός απ’ το χαλκόν κι εκείνος

και μίαν έχει την ψυχήν και όλοι θνητόν τον λέγουν

μόνον που ο Ζευς τον προτιμά και δόξαν του χαρίζει.



Είπ’, εμαζώχθη ακλόνητος εμπρός στον Αχιλλέα

και άναφτε για πόλεμον η ανδράγαθη ψυχή του.



Και όπως η πάρδαλις ορμά του λόγγου από το βάθος

ενάντια στον κυνηγόν, και μέσα στην ψυχήν της

δεν τρέμει τ’ αλυκτίσματα των σκύλων αν ακούσει.

Και αν την λογχίσει ο κυνηγός ή και την ακοντίσει

και με το βέλος στο κορμί, δεν παύει από την μάχην

ως να πιασθεί πρώτα μ’ αυτόν ή πέσει σκοτωμένη.



Ομοίως ο λαμπρός υιός του Αντήνορος να φύγει

δεν ήθελεν πριν δοκιμήν να κάμει του Αχιλλέως.

Κι επρόβαλε κι εκράτει εμπρός την κυκλωτήν ασπίδα,

κι εκραύγαζ’ ενώ σκόπευεν αυτόν με το κοντάρι:



«Θαρρούσες ότι θα’παιρνες, λαμπρότατε Αχιλλέα,

σήμερα την ακρόπολην των αγερώχων Τρώων.

Κι εκείνη, ανόητε, πολλούς θα καταθλίψει ακόμη.



Ότι την Ίλιον πολλοί φυλάγομε ανδρειωμένοι,

να σώσωμε τους γέρους μας γονείς και τες γυναίκες

και τα παιδιά μας. Και συ εδώ θα βρεις τον θάνατόν σου,

και φοβερός κα ατρόμητος πολεμιστής ως είσαι.».



Είπε. Την λόγχην έριξε με τ’ ανδρειωμένο χέρι,

την κνήμην του εκτύπησε στο γόνα του αποκάτω.

Βρόντησε η κασσιτέρινη νεόχυτη κνημίδα

και του θεού δώρο και αυτή σταμάτησε την λόγχην

κι η λόγχη οπίσω εγύρισε απ’ όπου είχε κτυπήσει.

Στον θείον τότε Αγήνορα εχύθηκε ο Πηλείδης

και  ο Φοίβος δεν τον άφησε την δόξαν ν’ αποκτήσει.

Σήκωσε τον Αγηνορα με νέφος τυλιγμένον,

κι ήσυχον τον προβόδησε να φύγει από την μάχην,

και απ’ τον λαόν εμάκρυνε με τέχνην τον Πηλείδην.



Ομοιώθηκε απαράλλακτα του Αγήνορος κι εμπρός του

έμεινε και όρμησε ο Αχιλλεύς και τον εκυνηγούσε.

Κι ενώ αυτός κατόπι του στο κάρπιμο πεδίον

τον έστρεφε ακροπόταμα του βαθυρροίου Ξάνθου,

και ολίγο του επρότρεχε να τον πλανέσει ο Φοίβος

για να θαρρεύει πάντοτε πως θα τον καταφθάσει,

οι άλλοι Τρώες φεύγοντας περίχαροι εχυθήκαν

στην πόλην που όλη εγέμισε. Και έξω από το τείχος

κανείς δεν επερίμενε τον άλλον δια να μάθει

ποιος έπεσε στον πόλεμον, ποιος πρόφθασε να φύγει,

αλλά στην πόλην να κλεισθούν περίχαροι όλοι ορμήσαν

όσοι ποδιών τους έσωσε γοργότης και γονάτων.


ΙΛΙΑΔΟΣ - ΡΑΨΩΔΙΑ Χ΄
Ο Αχιλλέας σκοτώνει τον Εκτορα

Και μες στην πόλην τρέμοντας ωσάν ελαφομόσχια

δροσολογιούνταν, έπιναν, την δίψαν τους εσβήναν,

στα ωραία τείχη πλαγιαστοί. Κι οι Αχαιοί στο τείχος

πλησίαζαν στους ώμους των κρεμώντας τες ασπίδες.

Και η μοίρα εκράτησε η κακή τον Έκτορα να μείνει

έμπροσθεν των Σκαιών Πυλών και της ιερής Ιλίου.

Και ο Φοίβος τότε ομίλησεν αυτού στον Αχιλλέα:



«Πηλείδη, τι με κυνηγάς με τα γοργά σου πόδια

με τον αθάνατον θεόν εσύ θνητός και ακόμη

που’μαι θεός δεν ένιωσες, και ακράτητα μανίζεις.

Των Τρώων, όπου σκόρπισες, ο αγώνας δεν σε μέλει,

και αφού συ ξέμεινες εδώ, στην πόλην εκλεισθήκαν.

Με δεν φονεύεις, ότι εμέ ο θάνατος δεν πιάνει.».



«Μ’ ανάκοψες», του απάντησε με βάρος ο Πηλείδης,

«Φοίβε, κακοβουλότερε των αθανάτων όλων,

που από το τείχος μ’ έγυρες εδώ, κι αλλιώς πριν φθάσουν

στην Ίλιον θα εδάγκαναν άλλοι πολλοί το χώμα.

Δόξαν λαμπρήν μου αφαίρεσες κι ελύτρωσες εκείνους

ήσυχος, ότι εκδίκησην να φοβηθείς δεν είχες,

κι εγώ θα σ’ εκδικούμην αν αρκούσε η δύναμή μου.».



Είπε, με φρόνημα υψηλόν κινήθη προς την πόλην,

ως ίππος τρέχει αγωνιστής που μ’ όλο τ’ όχημά του

τετραποδίζει τανυστά στην ανοικτήν πεδιάδα.

Τόσο τα ποδια γρήγορα κινούσε και ο Πηλείδης.



Πρώτος ο γέρος Πρίαμος τον είδε στην πεδιάδα,

ολόλαμπρος να χύνεται σαν τ’ άστρο που προβάλλει

το φως του καλοκαιρινά και στα πολλά τ’ αστέρια

ανάμεσα φεγγοβολεί στο νυκτικό σκοτάδι,

που σκύλον του Ωρίωνος τον ονομάζουν κι είναι

λαμπρότατ’ άστρο αλλά κακό στον ουρανόν σημείον

και τους βαριόμοιρους θνητούς με θέρμες κατακαίει.



Τόσο κι εκείνου, ως έτρεχεν, αστράφταν τ’ άρματά του.

Ύψωσε ο γέρος κλαίοντας τα χέρια και κτυπώντας

την κεφαλήν του εξόρκιζε το αγαπητό παιδί του

με κραυγήν πόνου. Αλλ’ έστεκε στα τείχη εμπρός εκείνος,

κι ελαχταρούσε αντίμαχον να έχει τον Πηλείδην.



Και ο γέρος του’λεγε κλαυτά προβάλλοντας τα χέρια:



«Ω Έκτορ, μη μου καρτερείς, παιδί μου, αυτόν τον άνδρα

μόνος και αβοήθητος, μη εβρείς τον θάνατόν σου,

ότι ο κατάρατος πολύ στην ρώμην σε υπερβαίνει.



Αχ! οι θεοί να του’θελαν όσο κακό του θέλω.

Γύπες και σκύλοι γρήγορα νεκρόν θα τον ετρώγαν

και ο πόνος θα’παυε ο σκληρός μέσα στα σωθικά μου.

που από πολλά με ορφάνευσεν αυτός παιδιά γενναία

ή σκοτωμένα ή στα νησιά τα πέρα πουλημένα.

Και τώρα σ’ όλον τον λαόν που εκλείσθηκε στην πόλην

δεν φαίνεται ο Πολύδωρος, δεν φαίνεται ο Λυκάων,

παιδιά μου από την δέσποιναν μεγάλην Λαοθόην.



Και αν ζουν ακόμη στον στρατόν, θα λυτρωθούν κατόπι.

Χρυσάφι υπάρχει και χαλκός ότι πολλά’χει δώσει

εις το παιδί του ο γέροντας ο ξακουσμένος Άλτης.

Και αν ήδη απέθαναν αυτοί και κατοικούν στον Άδη

εμείς που τους γεννήσαμεν, εγώ με την μητέρα,

αλλά ο πόνος των λαών δεν θα κρατήσει τόσο,

αν του Αχιλλέως η ανδρειά και σε δεν θανατώσει.



Στο τείχος έμπα, τέκνον μου, για να μας σώσεις όλους

μη θέλεις δόξαν υψηλήν να δώσεις του Πηλείδη

και ο ίδιος να στερηθείς την ποθητήν ζωήν σου.

Κι έπειτα εμέ τον δύστυχον, πόχω τον νουν μου ακόμη,

λυπήσου, που κακόμοιρο στα γερατειά μου τέλος

θα δώσει ο Δίας, αφού ιδώ κάθε κακόν εμπρός μου,

τ’ αγόρια μου να σφάζονται, τες κόρες μου να σέρνουν,

να μας πατούνται οι θάλαμοι και στον φρικτόν αγώνα

να σκαν τα βρέφη καταγής και να τραβούν τα χέρια

των Αχαιών τα βδελυρά τες άμοιρες νυφάδες.



Κι εμέ τον ίδιον ύστερον στα πρόθυρά μου οι σκύλοι

οι ωμοφάγοι θα τραβούν, αφού μ’ ακόντ’ ή λόγχην

κάποιος από τα μέλη μου πετάξει την ψυχήν μου.

Του τραπεζιού μου θρέμματα οι θυρωροί μου σκύλοι

από το αίμα μου αφού πιουν θα πέφτουν ζαλισμένοι

στα πρόθυρά μου. Αλίμονο! του νέου στέκουν όλα,

όταν στην μάχην έπεσε με το κορμί κομμένο

και πεθαμένος, όλα του και αν φαίνονται είναι ωραία.



Αλλά σφαγμένου γέροντος να του ασχημίζουν σκύλοι

τες σάρκες, τ’ άσπρα του μαλλιά, και τα λευκά του γένεια

άλλο στους άμοιρους θνητούς φρικτότερο δεν είναι.».



Και ως τα’λεγεν ο γέροντας τραβούσε τα μαλλιά του

σύρριζα, αλλά δεν άλλαζε του Έκτορος την γνώμην.

Και απ’ τ’ άλλο μέρος έκλαιε και οδύρετο η μητέρα

και επρόβαλεν, ανοιγοντας τον κόρφον της, τα στήθη,

και κλαίγοντας του έλεγε: «Έκτορ, παιδί μου, τούτα

σεβάσου και λυπήσου εμέ. Θυμήσου, ω ποθητέ μου,

αν τα παυσίλυπα στήθη μου σου έδωσα μια μέρα.

Αν μ’ αγαπάς αντίστηθα τον άγριον κείνον άνδρα

μη πολεμάς, αλλ’ απ’ εδώ στα τείχη μας κλεισμένος.

Και αν σε φονεύσ’ ο άσπλαχνος δε θα σε κλάψω, επάνω

στην κλίνην, περιπόθητο των σπλάχνων μου βλαστάρι,

μήτε η λαμπρή σου σύντροφος, αλλά μακράν στες πρύμνες

των Αχαιών γοργόποδοι θενά σε φάγουν σκύλοι.».



Αυτά ελέγαν κλαίοντας στον ποθητόν υιόν τους,

παρακαλώντας, αλλ’ αυτός τον μέγαν Αχιλλέα,

που επροχωρούσ’ επάνω του, στον τόπον καρτερούσε.

Και ως δράκος στη μονιά του εμπρός τον άνθρωπον προσμένει

γεμάτος βότανα κακά και, ως η χολή τον καίει,

στρέφεται γύρω στη μονά με μάτια οπού τρομάζουν,

ομοίως μ’ άσβεστην ακδρειά δεν το κινούσ’ ο Έκτωρ

με την ασπίδα την λαμπρήν στον πύργον στηργμένην.



Κι έλεγε με παράπονο στην ανδρικήν ψυχήν του:



«Ω συμφορά μου! Αν έμπω εγώ στες πύλες και στα τείχη

ο Πολυδάμας όνειδος σ’ εμέ θα ρίξει πρώτος,

οπού τους Τρώας μόλεγε στην πόλην να οδηγήσω

την νύκτα εκείνην την φρικτήν, που εφάνηκε ο Πηλείδης.

Να’χα δεχθεί την γνώμην του. Και   τώρα όπου  οι δικές μου

αλαζονείες τον λαόν αφάνισαν, φοβούμαι

και των ανδρών το πρόσωπο και των σεμνών μητέρων,

μη κι ευρεθεί κάποιος να ειπεί πολύ κατώτερός μου:



«Έχασ’ ο Έκτωρ τον λαόν με την αποκοτιά του.».



Αχ! παρά εκείνα να μου ειπούν μου εσύμφερε ή ν’ ανέβω

στα τείχη αφού μαχόμενος φονεύσω τον Πηλείδη

ή για την πόλην ένδοξα να πέσω σκοτωμένος.

Και αν βάλω κάτω την λαμπρήν ασπίδα και το κράνος

και κλίνω το κοντάρι μου στο τείχο, και προσπέσω

ο ίδιος εις το πρόσωπο του θείου Αχιλλέως

και του κάμω υπόσχεσιν να δώσω την Ελένην

μ’ όσους επήρε θησαυρούς στα βαθουλά καράβια

στην Τροίαν ο Αλέξανδρος, που ήταν η αρχή της έχθρας

εις τους Ατρείδες, κι έπειτα να λάβουν το ένα μέρος

οι Αχαιοί των θησαυρών που η πόλη τούτη κλείει.



Και όρκον να κάμουν έπειτα οι γέροντες των Τρώων

πως όλα εις δυο θα μοιραστούν, χωρίς το ουδέν να κρύψουν,

απ’όσα κλείει μέσα της η ζηλεμένη πόλη.

Αλλά τι διαλογίζεται στα στήθη μου η ψυχή μου;

Να μη προσπέσω εγώ σ’ αυτόν. Δεν θέλει μ’ ελεήσει

και στον ικέτην ασεβής θα με φονεύσει ως θα’μια

γυμνός απ’ όλα τ’ άρματα, σαν άνανδρη γυναίκα.



Μ’ αυτόν δεν γίνεται από δρυ ν’ αρχίσ’ ή από πέτραν

κανείς εδώ να φλυαρεί, καθώς το συνηθίζουν

μονάχα να γλυκομιλούν αγόρι και παρθένα.

Και να ριχθούμε είναι καλόν αμέσως στον αγώνα

να ιδούμε εις ποίον θέλει ο Ζευς την νίκην να χαρίσει.».



Με αυτό στο νου περίμενε, κι επάνω του ο Πηλείδης

ήλθεν ωσάν ο μαχητής κορυφοσείστης Άρης

με το δεξί τινάζοντας το φράξιν του Πηλίου

φρικτό και τ’ άρματα έλαμπαν ολόγυρά του, ως λάμπει

φλόγ’ αναμμέν’ ή την αυγήν το πρώτο φως του ηλίου.



Άμα τον είδε ετρόμαξεν ο Έκτωρ και να μείνει

στην πύλην δεν του βάσταξεν, αλλ’ έφυγεν εμπρός του

και θαρρετός στα πόδια του του εχύθηκε ο Πηλείδης

καθώς στα όρη με ορμήν που άλλο πουλι δεν έχει

χύνεται στην δειλόψυχην τρυγόνα το ξεφτέρι.



Και όπως του φεύγει αυτή ξυστά κρώζει κατόπι εκείνο

και την στενεύει από κοντά, με λύσσαν να την πιάσει.

Με τόσην κυνηγούσε ορμήν τον Έκτορα ο Πηλείδης

κι έτρεχ’ εκείνος αστραπή στο τείχος άκρη άκρη.



Και αφού την άγρια συκιά περάσαν και την ράχην

έξ’ απ’ το τείχος πάντοτε με τον μεγάλον δρόμον,

έφθασαν όπου δυο κρουνιές καθάριες αναβρύζουν

κι είναι του βαθυρέματου Σκαμάνδριου οι νερομάνες.

Της μίας ρέουν καθαρά τα χλιαρά νερά της

και αχνός σηκώνεται απ’ αυτήν ως να’βγαινε από φλόγα.



Της άλλης είναι τα νερά κατάκρυα σαν χαλάζι

ωσάν το χιόν’ ή κρούσταλλος και μες στο καλοκαίρι.

Κι ήσαν εκεί τα πλυσταριά, πλατύχωρα και ωραία,

λίθινα,όπου ελεύκαιναν οι ομόκλινες των Τρώων

και οι κόρες οι καλόμορφες τα ενδύματα τα ωραία,

όταν, πριν έλθουν οι Αχαιοί, καιρούς ειρήνης είχαν.



Κει προσπεράσαν, φεύγοντας ο ένας αν και ανδρείος,

διώκτης ο άλλος, στην ανδρειάν πολύ ανώτερός του,

με ορμήν σφοδρήν ότι γ’ αυτούς του δρόμου το βραβείον

δεν ήτ’ αυτά που δίδονται, σφακτό ή δέρμα ταύρου,

αλλ’ η ζωή του Έκτορος μεγάλου πολεμάρχου.





Και ως ίπποι στερεόποδες τα τέρματα γυρίζουν

σφοδρά τετραποδίζοντας κι έχουν βραβείον μέγα

σ’ αγώνα πεθαμένου ανδρός ή τρίποδα ή γυναίκα,

όμοια με πόδι ακράτητο την πόλην του Πριάμου

κείνοι εγυρίσαν τρεις φορές. Και όλ’ οι θεοί τους βλέπαν,

και άρχισε τότε των θεών και ανθρώπων ο πατέρας:



«Αχ! άνδρα βλέπω, αγαπητόν κακά κυνηγημένον

εκεί στα τείχη ολόγυρα, και την καρδιά μου σφάζει

του Έκτορος ο κίνδυνος που τόσα μόχει κάψει

μόσχων μηριά στες κορυφές της Ίδης και άλλα επάνω

εις την ακρόπολην και ιδού τον κατατρέχει τώρα

ο γοργοπόδης Αχιλλεύς ολόγυρα εις την Τροίαν.



Τώρα σκεφτείτε το, ω θεοί, να σώσωμεν αν πρέπει

τον Έκτορα απ’ τον θάνατον, ή εξαίσιος όπως είναι

θενά τον υποτάξωμεν στην λόγχην του Αχιλλέως.».



Και η γλαυκόματη Αθηνά του απάντησε και είπε:



«Πατέρα μαυροσύννεφε, κεραυνοφόρε, τι είπες!

Άνδρα θνητόν, που απ’ αρχής δεν έχει δώσ’ η μοίρα,

απ’ τα δεσμά του άχαρου θανάτου θ’ απολύσεις;

Κάμε το, αλλά μη καρτερείς να σου το στέρξωμ’ όλοι.».



Και της απάντησεν ο Ζευς ο νεφελοσυνάκτης:



«Ω τέκνον μου, κάμε καρδιά, με την ψυχήν δεν είπα

τον λόγον οπού επρόφερα και μαλακόν θα μ’ έβρης.

Και ό,τι στον νου σου επιθυμείς, να κάμεις μην αργήσεις.».



Με αυτά την αυτοπρόθυμην θεάν παρακινούσε

κι ευθύς από τες κορυφές του Ολύμπου εχύθη εκείνη.



Και αδιάκοπα τον Έκτορα κατατρεχε ο Πηλείδης

σαν σκύλος οπού σήκωσεν αλάφι απ’ την μονιά του

και στου βουνού τα σύλλακκα, στους λόγγους το ξετρεχει

και αν κάτω από χαμόδενδρο κρυμμένο του ξεφύγει

ο σκύλος τρέχει ως να το εβρή στα χνάρια του πατώντας.

Ομοίως δεν εκρύβονταν ο Έκτωρ του Αχιλλέως.



Και όσες φορές με σκίρτημα προς τες Δαρδάνιες πύλες

εχύνετο να πεταχθεί στους πύργους αποκάτω,

να τον βοηθήσουν άνωθεν εκείνοι με τ’ ακόντια,

πρόφθανε και τον έσπρωχνε κατά την πεδιάδα

ο Αχιλλεύς, κι έτρεχε αυτός στης πόλεως προς το μέρος.

Και όπως στον ύπνον δεν μπορείς να καταφθάσεις άλλον

και τούτος θα ξεφύγε σε, παρόμοια να τον πιάσει

δεν ημπορούσ’ ο Αχιλλεύς, ούτε να φύγει εκείνος.



Και πως από τον θάνατον θα είχε φύγει ο Έκτωρ,

αν δεν εσίμων’ ύστερη φορά σιμά του ο Φοίβος

στα γόνατά του δύναμην και στην ψυχήν να δώσει;

Και  αν δεν εμπόδιζ’ ο Αχιλλεύς με νεύματα τα πλήθη

να ρίχνουν εις τον Έκτορα, μήπως την δόξαν λάβει

άλλος που πρωτοκτύπησε, κι ύστερος κείνος έλθει;



Αλλ’ όταν τέταρτην φοράν εις τες πηγές εφθάσαν

τότ’ έστησε τ’ ολόχρυσο στατέρι του ο πατέρας

και δυο μοίρες έβαλε του τεντωτού θανάτου,

μοίραν εδώ του Έκτορος κι εκεί του Αχιλλέως.



Το σήκωσε και έγυρε του Έκτορος η μοίρα

ως εις τον Άδην, κι έφυγεν από σιμά του ο Φοίβος.

Και ήλθε τότε η Αθηνά στο πλάγι του Πηλείδη

και του έλεγε: «Διίφιλε, λαμπρότατε Αχιλλέα,

τώρα θα πάρωμεν εμείς δόξαν λαμπράν, ελπίζω,

τούτον νεκρόν να φέρωμεν στων Αχαιών τα πλοία,

τον Έκτορα, οπού άσβεστον πολέμου δίψαν είχε.



Δεν γίνετι απ’ τα χέρια μας τώρα να φύγει πλέον

όσα και αν κάμει χάριν του ο μακροβόλος Φοίβος,

και αν κυλισθή γονατιστός προς τον πατέρα Δία.

Αλλά δω μείνε ανάσασιν να πάρεις και πηγαίνω

και θα τον πείσω αντίστηθα με σε να πολεμήσει.».



Της Αθηνάς υπάκουσε και εχάρηκε  ο Πηλείδης,

κι εστάθη στο χαλκόλογχο κοντάρι ακουμπισμένος.

Αυτού τον άφησε η θεά, και σ’ όλο της το σώμα

και στην ακούραστην φωνήν του Δηιφόβου ομοιώθη.

Κι ήβρε τον θείον Έκτορα, πλησίασε και του’πε:



«Στα στενά σ’ έχει, αγαπητέ, ο γρήγορος Πηλείδης,

που ολόγυρα σε κυνηγά στα τείχη του Πριάμου.

Αλλ’ ας μείνωμεν ακλόνητοι μαζί ν’ αντισταθούμε.».



Και ο μέγας της απάντησεν, ο λοφοσείστης Έκτωρ:



«Δηίφοβ’ εγώ πάντοτε σε πρώτον αγαπούσα

απ’ όσους γέννησ’ αδελφούς η Εκάβη του Πριάμου,

αλλά τώρ’ ακριβότερα θα σε τιμήσει ο νους μου.

Αφού μ’ είδαν τα μάτια σου, να βγεις από το τείχος

ετόλμησες γι’ αγάπη μου κι οι άλλοι μέσα μένουν.».



τότε η γλαυκόφθαλμη θεά σ’ εκείνον απαντούσε:



«Αγαπητέ, και η σεβαστή μητέρα και ο πατέρας

και οι φίλοι όλοι αραδικώς θερμά μ’ επαρακάλουν

να μείνω αυτού. Τόσο πολύς όλους τους πήρε ο τρόμος.

Αλλά εμέ βασάνιζεν ο πόνος σου, αδελφέ μου.

Και ας πεταχθούμε τώρα ευθύς στην μάχην και ας βροντήσουν

γενναία τα κοντάρια μας, να ιδούμε αν ο Πηλείδης

τα αιματωμένα λάφυρα θα πάρει των κορμιών μας

στες πρύμνες ή απ’ την λόγχην σου θα ξεψυχήσει εκείνος.».



Είπε η θεά και δίβουλα ξεκίνησε αυτή πρώτη

και όταν αυτί προχώρησαν κι ευρέθησαν αντίκρυ

ο Έκτωρ πρωτομίλησεν: «Εμπρός σου δεν θα φύγω,

Πηλείδη, πλέον ως προτού, που ολόγυρα εις τα τείχη

τρεις μ’ εκυνήγησες φορές, και αντίκρυ εις την ορμήν σου

να μείνω δεν ετόλμησα. Τώρα η ψυχή μου θέλει

αντίμαχα να σου στηθώ. Θα πέσεις ή θα πέσω.



Και πρώτ’ ας συμφωνήσουμε και μάρτυρες μεγάλοι

θα’ναι οι θεοί και έφοροι στο λόγο που θα ειπούμε.

Άπρεπα εγώ το σώμα σου δεν θα χαλάσω, αν ίσως

μου δώσει ο Δίας δύναμην και την ζωην σου πάρω.

Γυμνόν απ’ τ’ άρματα λαμπρά το σώμα σου, ω Πηλείδη,

θα δώσω εγώ των Αχαιών. Όμοια και συ να πράξεις.».



Μ’ άγριο βλέμμ’ απάντησεν ο γρήγορος Πηλείδης:



«Μη μου προφέρεις σύμβασες, ω Έκτορ μισητέ μου,

λεοντάρια και άνθρωποι ποτέ δεν ώμοσαν ειρήνην,

λύκοι και αρνιά δεν γίνεται ποτέ να ομογνωμήσουν

αλλ’ έχθραν έχουν άσπονδην κακήν ανάμεσόν τους.

Τόσο κι εγώ δεν δύναμαι ποτέ να σ’ αγαπήσω

και όρκους δεν θα ομόσωμεν πριν ένας απ’ τους δύο

χορτάσει με το αίμα του τον ανδρειωμένον Άρην.



Κάθε αρετήν πολεμικήν να θυμηθείς είν’ ώρα

καλός να δείξεις λογχιστής και μαχητής ανδρείος.

Αποφυγήν δεν έχεις πλια, στην λόγχην μου αποκάτω

θα σε δαμάσ’ η Αθηνά. Και θα πλερώσεις όλον

τον πόνον των συντρόφων μου που η λόγχη σου έχει σφάξει.».



Είπε και το μακρόσκιον ξετίναξε κοντάρι.

Καθώς το είδε εκάθισε να το ξεφύγει ο Έκτωρ

και επέταξε απ’ επάνω του το χάλκινο κοντάρι

και αυτού στυλώθη μες στην γην κι η Αθηνά το παίρνει

και από τον Έκτορα κρυφά το δίδει του Αχιλλέως.



Ο Έκτωρ τότε ομίλησε στον άψογον Πηλείδην:



«Δεν πέτυχες, ισόθεε Πηλείδη, μήτε ο Δίας

σου είπε ακόμα, ως έλεγες, το πότε θ’ αποθάνω.

Αλλ’ έχεις λόγια στρογγυλά και κλεφτολόγος είσαι

να με δειλιάσεις, στην ψυχήν το θάρρος να νεκρώσεις.

Δεν φεύγω εγώ, την λόγχην  σου στες πλάτες να μου εμπήξεις

αλλά στο στήθος που άντικρυς προβάλλω, πέρασέ την,

αν τούτο θέλησε ο θεός. Ωστόσο απ’ την δικήν μου

φυλάξου, κι είθε ολόβολη στα σπλάχνα σου να φθάσει.

Στους Τρώας ελαφρότερον θα κάμει τον αγώνα

ο θάνατός σου, ότι σ’ εσέ την συμφοράν τους βλέπουν.».



Είπε και το μακρόσυρτον ξετίναξε κοντάρι

και του Πηλείδη επέτυχε στην μέσην την ασπίδα.

Αλλά τινάχθηκε μακράν απ’ την ασπίδα εκείνο.

Χαμένο είδε τ’ ακόντι του ο Έκτωρ κι εχολώθη,

κατηφιασμένος έμεινε, που άλλην δεν είχε λόγχην.



Κι έσυρε δυνατήν φωνήν να ειπεί του Δηιφόβου

κοντάρι να του φέρει ευθύς, και αυτός εκεί δεν ήταν.

Και ο Έκτωρ το εννόησε στο πνεύμα του και είπε:



«Το βλέπω, ωιμένα, που οι θεοί μ’ εκάλεσαν στον Άδην.

Τον ήρωα Δηίφοβον επίστευα κοντά μου

κι είναι στο τείχος. Η Αθηνά μ’ ετύφλωσε με δόλον.

Θάνατος τώρα μ’ εύρηκε κακός, μακράν δεν είναι.

Αχ! τούτο ηθέλαν απ’ αρχής ο Ζευς και ο μακροβόλος

υιός του, αυτού που πρόθυμα με προστατεύαν πρώτα.

Και η μοίρα τώρα μ’ έπιασεν. Αλλά χωρίς αγώνα

άδοξα δεν θα πέσω εγώ και πρώτα κάτι μέγα

θα πράξω και όσοι γεννηθούν κατόπιν να το μάθουν.».

Είπεν αυτά κι έσυρ’ ευθύς ακονημένο ξίφος

που στο μηρί του εκρέμουνταν και δυνατό και μέγα,

μαζώθη και ωσάν αετός εχύθ’ υψηλοπέτης

που στην πεδιάδα χύνεται μέσ’ από μαύρα νέφη

λαγόν ν’ αρπάξει άνανδρον ή τρυφερήν αμνάδα.

Τόσο και ο Έκτωρ όρμησε τινάζοντας το ξίφος.



Πετάχθη πάλιν και  ο Αχιλλεύς με ορμήν πολέμου αγρίαν,

την εξαισίαν πρόβαλεν ασπίδα του εις το στήθος,

με το κεφάλι έκλιν’ εμπρός την περικεφαλαίαν,

και ολόγυρ’ αναδεύονταν οι ολόχρυσες πλεξίδες,

που από τον κώνον έσυρε πυκνές του Ηφαίστου η τέχνη.



Και όπως μές στ’ άστρα προχωρεί λαμπρός ο αποσπερίτης

που είναι τ’ ωραιότερο μες στ’ ουρανού τ’ αστέρια

τόσον η λόγχην έλαμπε, που στο δεξί του εκείνος

ετίναξε κακόγνωμα στον Έκτορα τον θείον

κοιτώντας ξέσκεπον να εβρή το τρυφερό του σώμα.



Το άλλο σώμα εσκέπαζαν τα χάλκιν’ άρματά του

τα ωραία, που απ’ το λείψανον επήρε του Πατρόκλου.

Αλλ’ όχι όπου ο τράχηλος χωρίζει από τον ώμον

και όπου απίστευτην ροπήν σβήν’ η ψυχή του ανθρώπου.

Εκεί τον λόγχισ’ ο Αχιλλεύς, επάνω του ως ορμούσε

και απ’ τον απαλόν τράχηλον αντίκρυ εβγήκε η λόγχη.

Δεν του’κοψε τον λάρυγγα το χαλκοφόρο ακόντι,

δια να’χει ακόμη την λαλιά στον άλλον ν’απαντήσει.

Κι επάνω του, αφού έπεσε, καυχήθηκε ο Πηλείδης:



«Ω Έκτορ, όταν φόνευες τον Πάτροκλον, να πάθεις

δεν είχες φόβον, ούτ’ εμέ που έλειπα εστοχάσθης,

ανόητε, κι εβρίσκομουν εγώ στα κοίλα πλοία

εκδικητής του, στην ανδρειά πολύ καλύτερός σου,

και τώρα σε θανάτωσα. Και σε θα  σύρουν σκύλοι,

ενώ εκείνον οι Αχαιοί με μνήμα θα τιμήσουν.».



Και  ο Έκτωρ του απάντησε με την ψυχή στο στόμα:



«Αχ! την ζωήν σου να χαρείς και των γλυκών γονέων

μη θέλεις βρώσιν των σκυλιών στες πρύμνες να μ’ αφήσεις.

Δέξου από τον πατέρα μου και την σεπτήν μητέρα

λύτρα χρυσάφι και χαλκόν, και συ στα γονικά μου

οπίσω δος το σώμα μου, κι εμέ τον πεθαμένον

θα καταλύσουν στην πυράν οι άνδρες και οι μητέρες.».



Μ’ άγριο βλέμμ’ απάντησεν ο γρήγορος Πηλείδης:

«Μη μ’ εξορκίζεις, σκύλαρε, σ’ ότι αγαπά η καρδιά μου.

Τόσο να μ’ άφηνε η ψυχή κομμάτια να σου φάγω

ωμόν εγώ το σώμα σου, για όσα μόχεις κάμει,

όσο απ’ το στόμα των σκυλιών κανείς την κεφαλήν σου

δεν θα φυλάξει και αν εδώ ζυγοστατούσε δώρα

εικοσαπλάσια πάντοτε και αν υποσχόνταν και άλλα.

Και ο Δαρδανίδης Πρίαμος να πρόσφερε χρυσάφι

του σώματός σου εξαγοράν. Ποτέ δεν θα σε κλάψει

η μάνα οπού σε γέννησε, στην νεκρικήν σου κλίνην

αλλά εσέ συγκόκαλον τ’ αγρίμια θα σπαράξουν.».



Και ξεψυχώντας του’λεγεν ο λοφοσείστης Έκτωρ:



«Το βλέπω από την όψην σου, πως δεν θα σε μαλάξω

κι είναι η καρδιά σου σίδερο. Μόνον στοχάσου τώρα,

μη εξ αφορμής μου οργή θεϊκή σε έβρη την ημέραν

που έμπροσθεν των Σκαιών Πυλών ο Αλέξανδρος και ο Φοίβος

θενά σου πάρουν την ζωήν, εξαίσιε πολεμάρχε.».



Με αυτά τα λόγι’ απέθανε και παραπονεμένη

την άφησε της νεότητας και της ανδρειάς την χάρην

από τα μέλη του η ψυχή κατέβαινε τον Άδην.

Και κείνον πάλιν και νεκρόν προσφώνησε ο Πηλείδης:



«Πήγαινε κι εγώ καρτερώ την ώραν του θανατου

που ο Ζευς κι οι άλλοι αθάνατοι για με θ’ αποφασίσουν.».





Και αφού την λόγχην τράβηξε και απόθεσε το σώμα,

τον γύμνωσε από τ’άρματα στο αίμα του βαμμένα

κι έτρεχαν όλ’ οι Αχαιοί και γύρω θεωρούσαν

του Έκτορος το ανάστημα, την όμορφην ειδή του

και δεν εσίμωσε κανείς χωρίς να τον κεντήσει.






Και τότε κάποιος έλεγε κοιτώντας τον πλησίον:



«Ω, πόσο μαλακότρα πιάνετ’ ο Έκτωρ τώρα,

παρ’ όταν έβαλε φωτιά να κάψει τα καράβια.».



Αυτά έλεγαν κι έπειτα σιμά τον εκεντούσαν.



Και αφού τον απογύμνωσεν ο θείος Αχιλλέας

εστήθη αυτού και ομίλησε των Αχαιών στην μέσην:



«Ω φίλοι σεις, ω αρχηγοί προστάτες των Αργείων,

αφού μας δώκαν οι Αχαιοί να πέσει αυτός ο άνδρας

που όλοι δεν μας πλήγωσαν όσον αυτός και μόνος,

την πόλην των ας ζώσωμεν εμείς με τ’ άρματά μας

να ιδούμε τι έχουν κατά νουν να πράξουν τώρα οι Τρώες.



Θ’ αφήσουν την ακρόπολην τώρα που αυτός εχάθη

ή και χωρίς τον Έκτορα θ’ αγωνισθούν ακόμη.

Αλλά τι διελογίστηκε τούτα η ψυχή μου τώρα;

Άκλαυτος, άθαφτος, νεκρός κείτετ’ εκεί στες πρύμνες

ο Πάτροκλος, που εγώ ποτέ δεν θα τον λησμονήσω

ενόσω με τους ζωντανούς κινώ τα γόνατά μου.

Κι εάν οι πεθαμένοι εκεί στον Άδη λησμονούνται

κι εκεί θενά θυμάμαι εγώ τον ποθητόν μου φίλον.



Τώρα, παιδιά των Αχαιών, ας γύρωμε στα πλοία

με τούτον και ας σηκώσωμε παιάνα νικηφόρον.

Νίκην λαμπρήν επήραμε. Φονεύσαμε τον θείον

Έκτορα, οπού τον δόξαζαν ωσάν θεόν οι Τρώες.».



Αυτά’πε κι έργ’ απάνθρωπα στον Έκτορα εσοφίσθη.

Των δυο ποδιών του ετρύπησε τα νεύρα από τες φτέρνες

ως τ’ αστραγάλι, και λουριά τους πέρασε από μέσα,

τον κρέμασε απ’ την άμαξαν να σέρνει το κεφάλι,

σήκωσε τα λαμπρ’ άρματα και ανέβη αυτός στ’ αμάξι,

και τα πουλάρια εράβδισε που πρόθυμα επετάξαν.

Σκόνην εσήκωσε ο νεκρός και τα μαλλιά απλωμένα

στο χώμα και όλ’ η κεφαλή, χαριτωμένη πρώτα,

που τώρα ο Ζευς την έδωκεν εις των εχθρών τα χέρια

να την χαλάσουν άσχημα στην γην την πατρικήν του.



Και άμ’ είδ’ εκεί να σύρεται στο χώμα το παιδί της

έβαλε τα ξεφωνητά και ανέσπα τα μαλλιά της

και την λαμπρήν μαντίλαν της επέταξε η μητέρα.

Μ’ αυτήν και ο γέρος έκλαιε, και ολόγυρα εις την πόλην

όλος οδύρετ’ ο λαός, φρικτά θρηνολογούσε.



Κι εφαίνετο απαράλλακτα σαν να’τρωγαν οι φλόγες

πατόκορφα τα υψηλά πυργώματα της Τροίας.



Και ο γέρος εις τον πόνον του, να πεταχθεί και να ‘βγει

από τες πύλες ήθελε, και μόλις τον κρατούσαν.

Στην λάσπην εκυλιότανε, κατ’ όνομα καθέναν

παρακαλούσε κι έλεγε: «Όσο και αν μ’ αγαπάτε,

μη με κρατάτε, φίλοι μου, αφήσετέ με μόνον

να έβγω και να φθάσω εγώ στων Αχαιών τα πλοία.



Στον άνδρα τον ανόσιον, τον άγριον, να προσπέσω.

Ίσως τα χρόνια σεβασθεί και λυπηθεί το γήρας.

Ομήλικόν μου έχει αυτός πατέρα, τον Πηλέα

που τούτον γεννοανάστησε να γίνει συμφορά μας,

κι εμένα μάλιστα σκληρά τα σπλάχνα να πληγώσει,

που τόσα μου’σφαξε παιδιά, περήφανα βλαστάρια.



Όλα τα κλαίγω αλλά του ενός δριμύς με σφάζει ο πόνος,

του Έκτορος, και γρήγορα στον Άδη θα με φέρει.

Να’χε πεθάνει καν αυτός εις τες δικές μου αγκάλες,

και θα εξεθυμαίναμε στα δάκρυα, στους θρήνους,

εγώ και, οπού τον γέννησεν, η άμοιρη μητέρα.».



Ελεγε κλαίγοντας και ομού στενάζαν κι οι πολίτες

και πρώτη εμοιρολόγησε των γυναικών η Εκάβη :



«Τέκνον, τι έπαθα  η πικρή ! και ακόμη εγώ θα ζήσω

αφού μου απέθανες εσύ που ημέρα νύκτα ήσουν

το ζηλευτό καμάρι μου, και οι Τρώισσες και οι Τρώες

σωτήρα σ’είχαν και ως θεόν σε καλοδέχοντ’ όλοι.

Ότ’ είχαν δόξαν από σε μεγάλην, όσο ακόμη

εζούσες, τώρα σ’ εύρηκεν ο θάνατος και η μοίρα.».



Κι είδησην για τον Έκτορα δεν είχε λάβει ακόμα

η σύντροφός του ότι κανείς να της ειπεί δεν ήλθε,

πως έμενε ο άνδρας της από τες πύλες έξω.



Αλλά μες στα δωμάτια της είχε στο χέρι υφάδι

διπλό, πορφύρεο, και πολλά πλουμίδια του κεντούσε.

Και εις τες καλές θεράπαινες είπε στην στιά να στήσουν

τρίποδα μέγαν, έτοιμα θερμά λουτρά να γίνουν

του Έκτορος που έμελλε να γύρει από την μάχην.

Κα που να ξεύρει ότι μακράν από λουτρά  τον είχε

ήδ’ υποτάξει η Αθηνά στην λόγχην του Αχιλλέως.



Και ως άκουσε ξεφωνητά και κλάμματ’ απ’ τον πύργον,

εσείσθηκαν τα μέλη της, της έπεσε η περόνη

κι είπε προς τες θεράπαινες: «Μαζί μου ελάτε δύο,

το τι συμβαίνει θενά ιδώ. Της σεβαστής Εκάβης

την φωνήν άκουσα. Η καρδιά στο στήθος μου σπαράζει

κατά το στόμα. Επέτρωσαν τα γόνατά μου κάτω.

Κάτι κακόν είναι κοντά στα τέκνα του Πριάμου.



Πολύ φοβούμαι – και άμποτε τ’ αυτιά μου μη τ’ ακούσουν –

τον Έκτορα τον τολμηρόν μη μόχει απομονώσει

ο Αχιλλεύς κατάποδα μακράν από τα τείχη,

και την πικρήν του ανδραγαθιά για πάντοτ’ έχει σβήσει.

Ότι ποτέ δεν έμενε στο πλήθος και στην τάξη,

αλλά προέτρεχε πολύ με ατρόμητον ανδρείαν.».

Είπε και από το μέγαρο πετάχθη φρενιασμένη

με κτυποκάρδι τρομερό, και οπίσω της οι κόρες.



Και όταν στον  πύργον έφθασε μες στων ανδρών το πλήθος,

ορθή στο τείχος κοίταξε, κι εμπρός στην πόλην κάτω

τον είδε αυτού συρόμενον, και τα γοργά πουλαρια

αφρόντιστα στων Αχαιών τες πρύμνες τον τραβούσαν.



Μαύρο σκοτάδι εσκέπασε το φως των οφθαλμών της

κι έπεσε οπίσω ανάσκελα με την ψυχήν στο στόμα.

Μακρ΄ν της τα γιαδέματα πετάχθηκαν τα ωραία,

το διάδημα, με την λαμπρήν μαντήλα και το δίκτυ

και το μαγνάδι οπού η χρυσή της χάρισε Αφροδίτη,

όταν του Ηετίωνος την πήρε από το σπίτι

νύμφην ο Έκτωρ με πολλά που’χε της δώσει δώρα.



Κι οι ανδράδελφες δεν έλειπαν αυτού και οι συννυφάδες

που την βαστούσαν έτοιην εκεί να ξεψυχήσει.



Και άμα επήρε αναπνοήν εξέσπασε στην κλάψαν,

κι έλεγε με τες Τρώισσες: «Έκτορ! ωιμέ την έρμην !

με μίαν γεννηθήκαμε μοίραν εμείς οι δύο.

Στην Τροίαν είδες συ το φως στο δώμα του Πριάμου,

εγώ στες Θήβες κάτωθεν της δενδρωμένης Πλάκου,

στο δώμα του Ηετίωνος, που ανάτρεφέ με  βρέφος

άμοιρος την βαριόμοιρην, να μην μ’ είχε γεννήσει.



Συ τώρα κάτω από την γην στον Άδην κατεβαίνεις,

κι εμέ χήραν περίλυπην στο έρμο σπίτι αφήνεις,

κι είναι παιδάκι τρυφερό το αγόρι που εγεννήθη

από εμάς τους δυστυχείς. Κα μήτε συ βοηθός του

θα είσαι, αφού απέθανες, μήτε βοηθός σου εκείνος



Και αν απ’ τον πολυδάκρυτον των Αχαιών αγώνα

ξεφύγει, λύπες πάντοτε πικρές τον περιμένουν.

Και ξένοι τα χωράφια τουθα του ξετερμονίσουν.



Πάντερμο κάνει το παιδί της ορφανιάς η μέρα.

Κορμί γέρνει και πρόσωπο με μάτια δακρυσμένα.

Τον φέρν’ η χρεία ν’ ανεβεί στους φίλους του πατρός του,

τραβά του ενός το φόρεμα, του άλλου τον χιτώνα.

Και αν κάποιος το ψυχοπονεί, καυκί μικρό του δίδει,

δροσιά στα χείλη και ποτέ στην άκρην τ’ ουρανίσκου.



Και κάποτε κτυπώντας τον αγόρι ευτυχισμένο

τον διώχνει από την τράπεζαν, σκληρά τον ονειδίζει:



«Γκρεμίσου, και ο πατέρας σου στον δείπνον μας δεν είναι.».



Κλαμμένο πάει το παιδί στη χήραν την μητέρα

ο Αστυάναξ, οπου πριν στο γόνα του πατρός του

μεδούλι μόνον έτρωγε και από θρεφτάρια πάχος.



Και αφού στα παιδιαρίσματα τον έπιανεν ο ύπνος

εις κλίνην μαλακότατην, στον κόλπον της βυζάστρας

κοιμόταν από ζηλευτές τροφές θεραπευμένος.



Τώρα που του’λειψεν ο γονιός κακά πολλά θα πάθει

ο Αστυάναξ μ’ όνομα που τόβγαλαν οι Τρώες.

Ότι συ μόνος έσωζες την πυργωμένην πόλην.



Τώρα μακράν απ’ τους γονείς στες πρύμνες σε θα φάγουν

πυκνά σκουλήια, αφού σκυλιά στο σώμα σου χορτάσουν

γυμνόν, και όπως στα μέγαρα υπάρχουν τόσα ωραία

ενδύματα λεπτότατα των γυναικών υφάδια.

Άλλα στες φλόγες όλα εγώ θενά τα καταλύσω,

όχι όφελός σου, αφού για σε νεκροστολή δεν είναι

αλλά με αυτό να δοξαστείς εις τον λαόν της Τροίας.».



τα λεγε κλαίοντας και ομού στενάζαν οι γυναίκες.



ΙΛΙΑΔΟΣ - ΡΑΨΩΔΙΑ Ψ΄
Αθλητικοί αγώνες προς τιμήν του νεκρού Πατρόκλου

Εκεί στην πόλην έκλαιαν. Και ωστόσον είχαν φθάσει

στα πλοία τους οι Αχαιοί, στην άκρην του Ελλησπόντου,

καθένας εις την πρύμνην του. Τους Μυρμιδόνας όμως

να διαλυθούν δεν άφηνεν ο ισόθεος Πηλείδης,

και των συντρόφων έλεγεν: «Ανδρείοι Μυρμιδόνες,

ω ποθητοί μου σύντροφοι, τ’ άλογ’ από τ’ αμάξια

τώρα δεν θα ξεζέψωμεν, αλλά μαζί μ’ εκείνα

θα προχωρήσουμε σιμά να κλάψουμε τον φίλον

Πάτροκλον, μόνη προσφορά που των νεκρών ανήκει.



Και αφού του πικρού κλάματος την ηδονήν χαρούμε,

τ’ άλογα θα ξεζέψουμε κι εδώ θα γίνει ο δείπνος.».



Είπε και όλοι εθρήνησαν και πρώτος ο Πηλείδης

κι εφέραν γύρω εις τον νεκρόν τρεις γύρες με τους ίππους

κλαίοντας και στα κλάματα του εκινούσε η Θέτις.

Δάκρυα στον άμμον, δάκρυα στα όπλα τους εκύλαν

πόον τους ήταν ποθητός ο μέγας πολεμάρχος.

Και ο Πηλείδης άπλωσε στου φίλου του τα στήθη

τ’ ανθρωποφόνα χέρια του κι έκανε αρχή του θρήνου:



«Αγάλλου, ω Πάτροκλε, και αυτού που ευρίσκεσαι στον Άδην,

ότι όλα όσα σου’ταξα τα τελειώνω τώρα,

τον Έκτορα να σύρω εδώ, στους σκύλους να τον δώσω,

και εις την πυράν σου δώδεκα τέκνα λαμπρά των Τρώων

από χολήν του φόνου σου να σου αποκεφαλήσω.».



Αυτά’πε και σκληρόψυχα τον Έκτορα τον θείον

ξάπλωσε μπρούμυτα σιμά στην κλίνην του Πατρόκλου

στο χώμα. Κι εξεζώνονταν ωστόσο οι Μυρμιδόνες

τα χάλκινά τους άρματα  κι εξέζεψαν τους ίππους

και όλοι εκαθίσαν έμπροσθεν στην πρύμνην του Αχιλλέως

που ευφραντικά τους έκανε νεκρώσιμο τραπέζι.



Και βόδια κάτασπρα πολλά σφαζόμενα εβογγούσαν,

εσφάζοντο και αρνιά πολλά κι ερίφια που βελάζαν.

Χοίροι πολλοί λευκόδοντες, που από το πάχος λάμπαν,

στου Ηφαίστου εκαψαλίζονταν την φλόγαν τεντωμένοι,

και στον νεκρόν ολόγυρα το αίμα επλημμυρούσε.



Και οι βασιλείς των Αχαιών τον μέγαν Αχιλλέα,

ως ήταν απ’ τον θάνατον του φίλου χολωμένος,

με κόπον τον κατάπευσαν να τον ακολουθήσει

εις του Ατρείδη την σκηνήν. Και αμέσως, άμα εφθάσαν,

στους ψιλοφώνους κήρυκες επρόσταξαν να στήσουν

τρίποδα μέγαν στην φωτιά, να πείσουν τον Πηλείδη

απ’ τα πηγμένα αίματα το σώμα να καθάρει.



Και αυτός αρνείτο στερεά και μέγαν ώμοσ’ όρκον:



«Μα τον Κρονίδην των θεών εξαίσιον και πρώτον,

λούσιμο αυτή μου η κεφαλή δεν θα δεχθεί πριν βάλω

εις την πυράν τον Πάτροκλον, και του σηκώσω τάφον

και τα μαλλιά μου κουρευθούν, ότι παρόμοιος πόνος

δεν θα μου πλήξει την ψυχήν όσον καιρόν και αν ζήσω.



Αλλά για τώρ’ ας στέρξωμε το θλιβερό τραπέζι.

Και πρόσταξ’ αύριον ενωρίς, ω Ατρείδη βασιλέα,

ξύλα να φέρουν κι έπειτα να ετοιμάσουν ίσα

τους πεθαμένους προβοδούν εις τον ανήλιον τόπον.



Γρήγορα τούτος άφαντος να γίνει απ’ έμπροσθέν μας

μέσα εις την φλόγα και ο λαός τα έργα του να πιάσει.».



Είπε και όλοι πρόθυμοι στον λόγον του υπακούσαν.

Και αφού το δείπνο ετοίμασαν σπουδαστικά καθένας

έτρωγαν, και όλοι  εχάρηκαν το ισόμοιρο τραπέζι.



Κι αφού εφάγαν κι έπιαν όσο ήθελε η ψυχή τους

εις την σκηνήν εγύρισε καθένας να πλαγιάσει.

Αλλ’ ο Πηλείδης κείτονταν στο ελεύθερο ακρογιάλι

στενάζοντας και ολόγυρα των Μυρμιδόνων πλήθος,

και ο ύπνος οπού της ψυχής κάθε φροντίδα σβήνει

βαθύς του περιχύθηκε στα μέλη τα γενναία

κοπιασμέν’ απ’ τον βαρύν αγώνα που’χε κάμει

να κυνηγά τον Έκτορα στα τείχη εμπρός της Τροίας.



Κι ήλθε η ψυχή του δύστυχου Πατρόκλου και έμοιαζ’ όλη

μ’ εκείνον εις τ’ ανάστημα και στα λαμπρά του μάτια

και στην φωνήν και όμοια τα ενδύματα εφορούσε.

Στην κεφαλήν του εστάθηκεν επάνω και του είπε:



«Κοιμάσαι και με λησμονείς, γλυκύτατε Πηλείδη,

νεκρόν, και ότ’ ήμουν ζωντανός εις την καρδιά σου μ’ είχες.

Θάψε μ’ ευθύς να διαβώ του Άδη τον πυλώνα.

Μακράν με διώχνουν οι ψυχές, σκιές αναπαυμένων

να μη διαβώ τον ποταμόν και απόπερα τες σμίξω,

κι εμπρός στες πύλες τες πλατιές του Άδη παραδέρνω.

Δος μου το χέρι,  κλαίομαι. Και οπίσω από τον Άδη

δεν θα’λθω, αφού μες στην πυράν με βάλετε του τάφου.



Ότι όχι πλέον ζωντανοί καθήμενοι μονάχοι

θενά τα λέγωμε ως και πριν. Κι εμένα η μοίρα η μαύρη

μ’ άρπαξε ως διορίσθηκεν από την γενετήν μου.

Και σένα η μοίρα διόρισεν, ισόθεε Πηλείδη,

κάτω απ’ τα τείχη να σβησθείς των ανδρειωμένων Τρώων.

Και άλλο ακόμη θα σου ειπώ κι ελπίζω να το στέρξεις.



Μη απ’ τα δικά σου χωριστά τα κόκαλά μου βάλεις.

Αλλ’ όπως ει, το σπίτι σου μ’ ανάθρεψαν μαζί σου,

όταν παιδί στην σκέπην σας με έφερε ο πατέρας

απ’ τον Οπούντα, εξ αφορμής κακής ανδροφονίας,

όταν του Αμφιδάμαντος εφόνευσα τ’ αγόρι

αθέλητα, ως εθύμωσα μ’ αυτόν στους αστραγάλους.



Τότε μ’ εδέχθηκε ο Πηλεύς και καλοανάθρεψέ με

στο σπίτι, και μ’ ονόμασεν αυτός ακόλουθόν σου.

Γι’ αυτό των δυο τα κόκαλα μια θήκη ας κλείσει μόνη,

η χρυσή στάμνα, που η σεπτή σου εχάρισε μητέρα.».



Σ’ εκείνον ο γοργόποδος απάντησε Αχιλλέας:



«Τ’ ήλθες, σεπτή μου κεφαλή, να μ’ έβρης και να κάμω

μου παραγγέλλεις όλα αυτά; Κι εγώ θα σε υπακούσω

και όλα θα γίνουν,ως ποθείς. Αλλ’ έλα εδώ σιμά μου,

όπως και ολίγες καν στιγμές εδώ περιπλεγμένοι

του πικρού κλάματος μαζί την ηδονήν χαρούμε.».



Και τες αγκάλες άπλωσεν αλλ’ έπιασεν αέρα.

Ότ’ η ψυχή κάτω απ’ την γην ωσάν καπνός εχάθη

τρίζοντας. Και ο Αχιλλεύς πετάχθη σαστισμένος.

Κτύπησε τες παλάμες του και με παράπον’ είπε:



«Θεοί μου, και στην κατοικιά του Άδη, καθώς βλέπω

είναι ψυχή και φάντασμα, αλλά δεν έχει σπλάχνα.

Ότ’ η ψυχή του δύστυχου Πατρόκλου μου οληνύκτα

μ’ εκείνον απαράλλακτη επάνω μου εστεκόταν

και μου παράγγελνε πολλά, στα δάκρυα της πνιγμένη.».



Είπε και εις όλους κίνησε τον πόθον των δακρύων.

Κι η αυγή τους ήβρε ολόγυρα στο λείψανο να κλαίουν.».



Και τότε απ’ όλες τες σκηνές, ως όρισεν ο Ατρείδης,

άνδρες με τα μουλάρια τους κινούσαν για τον λόγγον

να φέρουν ξύλα, κι έφορος ο εξαίσιος Μηριόνης

του πολεμάρχου ακόλουθος, μεγάλου Ιδομενέως.

Και αξίνες και καλόπλεκτα σχοινιά βαστούσαν όλοι

με τα μουλάρια τους εμπρός, και ανεβοκατεβήκαν

ράχες πολλές, λοξά, στριφτά μές στ΄άγρια μονοπάτια.



Κι ότ’ έφθασαν στα σύλλακκα της δροσισμένης Ίδης

γοργά τα υψηλά δρυά μ’ ακονητές αξίνες

έκοφταν και, όπως έπεφταν τα δένδρ’, αχούσε ο τόπος.

Και, αφού τα εσχίζαν, έδεναν τα ξύλα στα μουλάρια.



Και από τον λόγγον πρόθυμα να φθάσουν στην πεδιάδα

εκείνα ετετραπόδιζαν. Και ακόμ’ οι ξυλοκόποι

φέρνουν γογγύλι’ επάνω τους, ως είπε ο Μηριόνης,

του Ιδομενέως οπαδός. Κατόπιν στ’ ακρογιάλλι

τα έβαζαν αραδιαστά στο μέρος που ο Πηλείδης

μνήμα να στησει εσκέφθηκεν αυτού και του Πατρόκλου.



Και αφού με ξύλ’ αμέτρητα τον τόπον εσκεπάσαν

καθήμενοι επερίμεναν. Ωστόσον ο Πηλείδης

τους Μυρμιδόνας πρόσταξε να ζώσουν τ’ άρματά τους,

και κάτω από τες άμαξες να ζέψουν τα πουλάρια.

Και αρματωμένοι ανέβηκαν στ’ αμάξια οι κυβερνήτες

και οι μαχηταί στο πλάγι τους, και οπίσω ακολουθούσαν

σαν μαύρο σύγνεφο οι πεζοί. Εβάσταζαν στην μέσην

τον Πάτροκλον οι σύντροφοι και όλον με τα κομμένα

μαλλιά τους τον εσκέπασαν, και οπίσω του βαστούσε

την κεφαλήν ο ισόθεος Πηλείδης, πικραμένος

που σύντροφον εξαίσιον στον Άδη προβοδούσε.



Και όταν στο μέρος έφθασαν που έδειξε ο Πηλείδης

τον βάλαν κάτω και άφθονα του εστοίβασαν τα ξύλα.



Τότ’ άλλο εσκέφθη ο Αχιλλεύς. Απ’ την πυράν εστράφη,

την ξανθήν κόμην έκοψε που την καλλιεργούσε

του ποταμού του Σπερχειού καλήν να την προσφέρει.



Κι είπε με πόνον της καρδιάς κοιτώντας τα πελάγη :



«Άλλα σου ευχήθη, ω Σπερχειέ, το στόμα του πατρός μου

όταν εκεί θα εγύριζα στην γην την πατρικήν μου,

να δώσει εσέ την κόμην μου και αγίαν εκατόμβην,

και αυτού στο κτήμα, στες πηγές, πόχεις βωμόν ευώδη

πεντήκοντ’ αμουνούχιστα κριάρια να σου σφάξει.

Αλλά συ δεν εκτέλεσες αυτά που ευχήθη ο γέρος.

Τώρ’ αφού δεν θα ξαναϊδώ την ποθητήν πατρίδα

ας πάρει ο ήρως Πάτροκλος την κόμην μου στον Άδη.».



Είπε, την κόμην έβαλε στου αγαπημένου φίλου

τα χέρια και όλους έκαμε τα δάκρυα ν’ αρχινήσουν.






Και ο ήλιος θα βασίλευε και ακόμη αυτοί θα κλαίαν,

εάν στον Αγαμέμνονα δεν έλεγε ο Πηλείης:



«Ατρείδη, επειδή πρόθυμα των Αχαιών τα πλήθη

στους λόγους όλα πείθονται, και ο θρήνος κόρον φέρνει

απ’ την πυράν να σκορπισθούν και δείπνον να ετοιμάσουν

ειπέ τους. Κι έπειτ’ όλοι εμείς, που τον νεκρόν πονούμε,

όλα θα συγυρίσουμε και οι πολεμάρχοι ας μείνουν.».



Τα λόγια τούτ’ άμ’ άκουσεν ο μέγας Αγαμέμνων

τον λαόν όλον σκόρπισε στα ισόπλευρα καράβια,

κι εμείναν οι ενταφιασταί και με κορμούς εκάμαν

πυράν οπού’χεν εκατόν ποδάρια μάκρου πλάτου,

και τον νεκρόν περίλυπον στην κορυφήν εβάλαν.

Κι έγδερναν κι εσυγύριζαν αρνιά πολλά και βόδια

προς την πυράν και, παίρνοντας  απ’ όλα το κνισάρι,

το λείψανον εσκέπαζε πατόκορφα ο Πηλείδης,

και ολόγυρα επανώτιαζε τα σώματα γδαρμένα,

και στάμνες μέλι και άλειμμα να γέρνουν προς την κλίνην

έβαλε αυτού, και τέσσερους  ανδρειωμένους ίππους

έριξε μέσα στην πυράν, κι εστάνεζε ο θλιμμένος.



Και από τα εννέα πότρεφε τραπεζικά σκυλιά του

έριξε δυο μες στην πυράν αποκεφαλισμένα,

και αγόρια δώδεκα καλά των ανδρειωμένων Τρώων

έσφαξε κι έριξεν αυτού, κι είχε κακό στον νου του.

Και άσβεστη έβαλε φωτιά, για να τους δαπανήσει.



Εβαρυστέναξ’ έπειτα και προς τον φίλον είπε:



«Χαίρε μου, ω Πάτροκλε, και αυτού που ευρίσκεσαι στον Άδη

ότι όλα όσα σου’ταξα τα τελειώνω τώρα.

Αγόρια δώδεκα λαμπρά των ανδρειωμένων Τρώων

το πυρ τα τρώγει όλα με σε, και του πυρός δεν δίδω

τον Πριαμίδην Έκτορα τροφή αλλά των σκύλων.».



Ταύτα φοβέριζε, αλλ’ αυτόν σκυλιά δεν επλησιάζαν

ημέρα νύχτα τα’διωχνεν  η αθάνατη Αφροδίτη

και μ’ άφθαρτο τον ράντιζε τριανταφυλλένιο λαδι

να μη γδαρθεί το σώμα του, ως το’σερνε ο Πηλείδης.

Και μαύρο από τον ουρανόν στην πεδιάδα ο Φοίβος

κατέβασ’ ένα σύννεφο, κι εσκέπασε το μέρος

όλον όσ’ έπιανε ο νεκρός, να μη μπορεί του ηλίου

η δύναμις τα νεύρα του να φρύξει και τα μέλη.



Αλλ’ η πυρά δεν άναφτε του άψυχου Πατρόκλου,

και τότε άλλο σοφίσθηκεν ο ισόθεος Πηλείδης.

Ανάμερ’ από την πυράν ευχή στους ανέμους,

τον Ζέφυρον και τον Βοριά κι ετάχθηκε θυσίες,

και με χρυσό σπονδίζοντας ποτήρι επαρακάλει

να έλθουν κι έτσι γρήγορα τα ξύλα πάρουν φλόγα

να καταλύσει τους νεκρούς. Και άμ’ άκουσεν η Ίρις

την δέησήν του, εχυθη ευθύς μηνύτρα στους ανέμους.



Εις το τραπέζι εκάθονταν του ορμητικού Ζεφύρου

όλοι μαζί, και ως πάτησε στο πέτρινο κατώφλι

η Ίρις όλη βιαστική, κι εκείνοι αυτού την είδαν

εσηκωθήκαν και καθείς σιμά του την καλούσε.

Κι εκείνη δεν ηθέλησε, «δεν κάθομαι», τους είπε,

«στου Ωκεανού το ρεύμα ευθύς οπίσω θα πηγαίνω,

των Αιθιόπων εις την γην, που σφάζουν εκατόμβες

των αθανάτων, ως κι εγώ το μέρος μου να λάβω.



Αλλ’ ο Αχιλλεύς παρακαλεί, και τάζεται θυσίες,

ο Ζέφυρος ο ηχηρός να τρέξει και ο Βορέας

εις την πυράν να δώσετε πνοήν να πάρει φλόγα

εκεί που κείται ο Πάτροκλος π’ όλοι οι Αχαιοί τον κλαίουν.».



Αυτά’πε και αναχώρησε, κι εκείνοι επεταχθήκαν

με θόρυβον, ταράζοντας τα σύγνεφα έμπροσθέν τους.

Και ως διάβαιναν το πέλαγος απ’ την σφοδρήν πνοήν τους

σηκώνονταν τα κύματα. Και άμ’ έφθασαν στην Τροίαν

έπεσαν μέσα στην πυράν, κι εβρόντα ευθύς η φλόγα.

Και ολονυκτίς απ’ την πυράν, και οι δυο φυσομανώντας

τες φλόγες σήκωναν ψηλά. Και ολόνυκτα ο Πηλείδης

από κρατήρα ολόχρυσο, με δίκουπο ποτήρι

έχυνε χάμου το κρασί κι επότιζε το χώμα,

και την ψυχήν του άμοιρου Πατρόκλου ξεφωνούσε.



Και ως κλαίει πατέρας καίοντα τα κόκαλα παιδιού του

που νιόγαμπρος απέθανε των άμοιρων γονέων,

όμοια ο Πηλείδης καίοντας τα κόκαλα του φίλου

εστέναζε κι εσέρνονταν τριγύρω εις την πυράν του.



Την ώρα οπού προμηνά το φως ο Εωσφόρος

και η χρυσή προβαίν’ Ηώς απ’ τα θαλάσσια βάθη,

η πυρκαϊά μαραίνονταν και έπαυσε η φλόγα.



Οι άνεμοι στον τόπον τους εγύρισαν και ο πόντος

ο Θράκιος ολοφούσκωτος στο διάβα τους βογγούσε.

Και ανάμερ’ από την πυράν κατάκοπος εσύρθη

ο Αχιλλεύς κι επλάγιασε, κι ύπνος γλυκός τον πήρε.

Και στον Ατρείδη ολόγυρα συνάζοταν οι άλλοι,

και ως έρονταν ο κτύπος των τον έγειρε απ’ τον ύπνον.

Σηκώθη ορθός ο Αχιλλεύς και προς εκείνους είπε:



«Ατρείδη, των Παναχαιών και σεις οι πολεμάρχοι,

την πυρκαγιάν με το λαμπρό κρασί θα σβήσετ’ όλην

όσο που εβόσκησ’ η φωτιά. Κατόπιν του Πατρόκλου

τα κόκαλα ας συνάξωμε, καλά ξεχωρισμένα.

Και είν’ ευκολογνώριστα, που στης πυράς την μέσην

εκείτονταν και ανάμερα στες άκρες γύρω οι άλλοι

ανάμικτα όλοι εκαίονταν άνδρες ομού και ίπποι.

Κι εκείνα εις στάμνα ολόχρυσην, και διπλωτό κνισάρι

θα θέσωμεν ώσπου κι εγώ να κατεβώ στον Άδην.



Και τάφος να του σηκωθεί πολύ τρανός δεν θέλω,

αλλά σωστός ως συνηθούν. Κατόπιν μέγαν άλλον

και υψηλόν θα κάμετε όσοι Αχαιοί στα πλοία

θα ευρεθείτε ζωντανοί κατόπιν από εμένα.».



Είπε κι εκείνοι εδέχθηκαν τους λόγους του Πηλείδη.

Την πυρκαϊά με το λαμπρό κρασί εσβήσαν όλην,

όσον εβόσκησε η φωτιά, και βαθιά στάκτη εγίνη.



Και κλαίοντας τα κόκαλα του αγαπημένου φίλου

εις χρυσήν στάμνα εσύναζαν με διπλωτό κνισάρι,

και εις την σκηνήν τα εσκέπαζαν μ’ ένα λεπτό σινδόνι.



Και στην πυράν ολόγυρα του τάφου εσύραν κύκλον,

θεμέλια κτίσαν και σωρό τα χώματα σηκώσαν.






Και άμα τελειώσαν, τον λαόν εκράτησε ο Πηλείδης

και εις πλατύν γύρον έκαμε τα πλήθη να καθίσουν,

κι έβγαλε απ’ τα καράβια του του αγώνος τα βραβεία,

ίππους,  μουλάρια, βόδια και καλόζωνες γυναίκες

και λέβητες και τρίποδες και σίδερο εργασμένο.



Έθεσε πρώτα στους ταχείς ιππείς λαμπρό βραβείο

να πάρει ο πρώτος άξιαν, σ’ έργα λαμπρά, γυναίκα

και με τ’ αυτιά του τρίποδα, που μέτρα εικοσιδύο

χωρούσε. Και στον δεύτερον μιαν άστρωτην φοράδα

εξάχρονην, που έμελλε μουλάρι να γεννήσει.



Του τρίτου λέβητ’ άκαφτον, όλον λευκόν ακόμη,

λαμπρόν, που πέτρα τέσσερα χωρούσε, κάτω βάζει.



Και του τετάρτου έστησε δυο τάλαντα χρυσάφι.



Του πέμπτου ένα διχέρουλον αφλόγιστο ποτήρι.





Και ορθός εστάθη κι άρχισε να λέγει στους Αργείους:



«Ατρείδη, και των Αχαιών οι άλλοι πολεμάρχοι,

αυτά στην μέσην έθεσα για τους ιππείς βραβεία.

Αν τον αγώνα εκάναμε δι’ άλλον πεθαμένον,

τα πρώτα εγώ θα έπαιρνα βραβεία στην σκηνήν μου.



Γνωρίζετ’ αν οι ίπποι μου πρωτεύουν στην ανδρείαν.

Αθάνατ’ είναι, ο Ποσειδών τους έχει δώσει πρώτα

εις τον πατέρα μου και αυτός τους έδωκε σ’ εμένα.

Όθεν θα μείνω ανάμερα κι εγώ και τ’ άλογά μου.



Ο κυβερνήτης ο αγαθός δεν τους δοξάζει πλέον,

οπού συχνά τους έλουζεν από καθάρια βρύση

και όλες τες χαίτες έραινε μ’ ευωδιασμένο λάδι.



Εκείνον τώρ’ αυτοί πενθούν, τες χαίτες των κρεμώντας

κάτω ως το χώμα, ακίνητοι στον πόνον της ψυχής των.

Κι ετοιμασθείτ’ οι άλλοι εσείς, όσοι στα στερεά σας

αμάξια θάρρος έχετε και στα καλά πουλάρια.».



Είπε ο Πηλείδης και ταχείς ιππείς επεταχθήκαν.



Ο πολεμάρχος Εύμηλος σηκώθη απ’ όλους πρώτος,

υιός του Αδμήτου, δοξαστός στους ιππικούς αγώνας.

Κατόπι ευθύς ο δυνατός σηκώνεται ο Διομήδης,

τους ίππους ζεύει του Τρωός, που’χε του Αινεία πάρει

τότε, οπού τούτον έσωσε στον κίνδυνόν του ο Φοίβος.



Σηκώθη τότε  και ο ξανθός διογέννητος Ατρείδης

κι έζευεν, ο Μενέλαος, δυο γρήγορα πουλάρια,

με τον δικόν του Πόδαγρον την Αίθην του αδελφού του,

που χάρισ’ ο Εχέπωλος σ’ αυτόν ο Αγχισιάδης,

για να μην τον ακολουθεί στα τείχη εμπρός της Τροίας,

και αυτού μες στην πλατύχωρην πατρίδα Σικυώνα

να ευφραίνετ’ όλα τα καλά που του’χε δώσει ο Δίας.

Κείνην τότ’ έζεψεν αυτός λαχταριστήν φοράδα.



Τέταρτος ο Αντίλοχος, κλωνάρι παινεμένο

του Νηληιάδη Νέστορος, δυο, θρέμματα της Πύλου,

έφερνε κάτω απ’ τον ζυγόν καλότριχα πουλάρια.

Τότε τον επλησίασεν ο σεβαστός πατέρας.

Κι είπε καλά και φρόνιμα στο φρόνιμο παιδί του:



«Νέον ακόμ’, Αντίλοχε, σ’ αγάπησεν ο Δίας

και ο Ποσειδών, και σου’δειξαν της ιππικής τες τέχνες.

Όθεν εσύ να διδαχθείς πολλή δεν είναι χρεία.

Ξεύρεις γύρω στα τέρματα να στρέφεις. Έχεις όμως

ίππους οκνούς. Για τούτο εγώ καλό δεν περιμένω.

Κι εκίνοι οπού ταχύτερους τυχαίνει να’χουν ίππους

πάλιν δεν έχουν νόημα καλύτερο από σένα.



Αλλ’ άκουσέ με, αγαπητέ, και σκέψου στην ψυχήν σου

της τέχνης κάθε σόφισμα, μ χάσεις τα βραβεία.

Με σόφισμα παρά μ’ ανδρειά προκόβει ο δενδροκόπος.

Με σόφισμα στης θάλασσας τ’ αγριωμένα πλάτη

το ανεμόδαρτ’ οδηγεί καράβι ο κυβερνήτης.

Με σόφισμα και ηνίοος ηνίοχον περνάει.

Αλλ’ όποιος εις τους ίππους του θαρρώντας και στ’ αμάξι

εδώθ’ εκείθε αστόχαστα πολύν γυρίζει τόπον,

οι ίπποι που παραστρατούν, του φεύγουν απ’ το χέρι.

Και μ’ άλογο κατώτερο όποιος τες τέχνες ξέρει

στο τέρμα στρέφει αδιάκοπα, πάντοτ’ εμπρός του το’χει,

απ’ την στιγμήν που ετέντωσε τους χαλινούς των ίππων

ίσια τους φέρνει και τηρά τον πρώτον να περάσει.



Κι ένα σημάδι θα σου ειπώ, που ευκόλως θα γνωρίσεις.

Ξύλον ορθώνεται ξερό, όσον οργιά, στο χώμα,

δρυός ή πεύκου και η βροχή καθόλου δεν το σέπει.



Και απ’ τα δυο μέρη κάτασπροι στυλώνονται δυο λίθοι

στο στένωμα κι είν’ ομαλός ο ιππόδρομος τριγύρω.

Είτ’ είναι μνήμα κανενός που απέθανε το πάλαι,

ή για καμπτόν κει το’βαλαν έναν καιρόν οι αρχαίοι,

και τώρα τέρμα το’θεσεν ο ισόθεος Πηλείδης.



Σ’ εκείνο εγγύς συ να οδηγείς τ’ αμάξι με τους ίππους,

και απ’το καλόπλεκτο θρονί στ’ αριστερά των ίππων

να χαμηλώνεις το κορμί και το δεξί πουλάρι

με βοήν κεντα και άφησε λυτά τα χαλινάρια.

Εις τον καμπτόν ο αριστερός σου ίππος να κολλήσει,

να φαίνεται που του καλού τροχού το κεφαλάρι

τον ξάκρισε, και πρόσεχε στον λίθον μη σκουντήσεις

μήπως λαβώσεις τ’ άλογα και σπάσεις και τ’ αμάξι.



Χαρά στους άλλου, όνειδος πολύ στον εαυτόν σου

θα είναι. Αλλά με φρόνησιν φυλάξου, αγαπητέ μου,

ότι αν στο τέρμα δυνηθείς τον άλλον να περάσεις,

μη φοβηθείς άλλος κανείς αλλού να σε προφθάσει

κι εάν οπίσω σου κεντά το γρήγορο πουλάρι

του Αδρήστου, τον Αρίονα που’ναι από γένος θείον

ή εκείνα του Λαομέδοντος, θρέμμα λαμπρό της Τροίας.».



Είπε και προς την θέσην του εγύρισε ο Νηλείδης,

όλους αφού εφανέρωσε τους τρίτους στον υιόν του.



Πέμπτος τους ίππους έζεψε κατόπι ο Μηριόνης.



Στους θρόνους τότε ανέβηκαν, και τους λαχνούς ερίξαν.



Τους τίναξε ο Αχιλλεύς, κι εβγήκε του Αντιλόχου

ο πρώτος κλήρος, κι έλαχεν ο δεύτερος του Ευμήλου,

κατόπιν ο Μενέλαος ο δοξαστός Ατρείδης,

ο Μηριόνης έπειτα, κι ύστερος  ο Τυδείδης,

απ’ όλους ο καλύτερος, του αγώνος πήρε κλήρον.






Εις την αράδα στάθηκαν, και ξέμακρα στο σιάδι

τα τέρματα έδειξ’ ο Αχιλλεύς. Και τηρητήν πλησίον

βάζει τον θείον Φοίνικα, τον φίλον του πατρός του,

για να προσέχει και σωστά να κρίνει τον αγώνα.



Και αφού στους ίππους σήκωσαν τες μάστιγές τους όλοι

με τα λουριά τους άναφταν και με τα λόγι’ ακόμη.

Κι έτρεχαν κείνοι ακράτητοι στο σιάδι από τα πλοία.

Και κάτω από τα στήθη τους η σκόνη στον αέρα

σηκώνονταν σαν σύννεφον ή μαύρη ανεμοζάλη

και οι χαίτες ετινάζονταν στο φύσημα του ανέμου,

και πότ’εγγίζαν εις την γην τ’ αμάξια, πότε επάνω

ψηλά πετιόνταν. Και όλοι ορθοί στους θρόνους οι ελατήρες

εστέκονταν, κι εσπάραζε της νίκης η λαχτάρα

όλωντα στήθη και καθείς βοούσε στ’ άλογά του,

κι εκείνα ως να’σαν φτερωτά την πεδιάδα εσχίζαν.



Κι όταν στην άκρην έφθασαν οι ίπποι να γυρίσουν

προς τ’ ακρογιάλι εδείχνετο του καθενός η ανδρεία

κι οι ίπποι σφόδρα ετάνυσαν καθένας την ορμήν του.



Τότε οι φοράδες έβγαιναν του Ευμήλου απ’ όλους πρώτες,

ευθύς κατόπι του Τρωός οι ίπποι του Διομήδη

πετούσαν όχι ξέμακρα, αλλά σιμά του τόσο

που πάντοτε, σου εφαίνετο, τον θρόνον θα πατήσουν,

κι η άχνα τους εθέρμαινε τες πλάτες του Ευμήλου,

επάνω του ως απίθωναν αυτοί τες κεφαλές τους.



Και θα τον πέρνα ή θα’κανεν αμφίβολην την νίκην

αν του Διομήδη από χολήν που επήρε τότε ο Φοίβος

δεν του πετούσεν έξαφνα την μάστιγ’ απ’ το χέρι.

Και απ’ τον θυμόν του εδάκρυσε να βλέπει ο Διομήδης

πως οι φοράδες έμπροσθεν πολύν επαίρναν δρόμον

και οι δικοί του ακέντητοι οπίσω εσπεδισθήκαν.



Αλλ’ είδε πως πανούργησεν ο Φοίβος τον Τυδείδην

η Αθηνά, κι έδραμ’ ευθύς σιμά στον πολεμάρχον,

του απόδωσε την μάστιγα κι εγκάρδιωσε τους ίππους.



Και θυμωμένη τρέχοντας στον Εύμηλον επάνω

τον ζυγόν του’σπασε η θεά κι εδώ κι εκεί του δρόμου

έφυγαν οι φοράδες του κι έριξαν το τιμόνι.



Κι εκείνος στον τροχόν σιμά ροβόλησε απ’ τον θρόνον,

οι αγκώνες του εγδάρθηκαν, η μύτη και το στόμα,

το μέτωπό του εσύντριψε, τα μάτια του όλα δάκρυα

εγέμισαν κι εκόπηκεν η ανδρική φωνή του.



Τότε στον δρόμον έγυρε τους ίππους ο Τυδείδης

και όλους τους άλλους πέρασε πολύ, καθώς τους ίππους

του άναφτεν η Αθηνά και του’δινε την νίκην.

Κι αυτού κατόπιν ο ξανθός Μενέλαος προχωρούσε.



Κι εφώναξ’ ο Αντιλοχος στους ίππους του πατρός του:

«Και σεις πατήσετε γερά, τεντώστε την ορμήν σας.

Μ’ εκείνους να παλαίσετε δεν λέγω του Τυδείδη

τους ίππους, που τους έδωκε μεγάλην γρηγοράδα

η Αθηνά, και ηθέλησε να δώσει αυτού την νίκην.

Αλλά γοργά προφθάσετε του Αδμήτου το ζευγάρι,

θα’ναι εντροπή σας θηλυκό να γίνει ανώτερό σας

η Αίθη. Ακόμη οπίσω της θα μείνετε, ω γενναίοι;



Και ιδού τι λέγω φανερά και ο λόγος μου θα γίνει.

Δεν θα σας περιποιηθεί στο εξής ο μέγας Νέστωρ,

ο ίδιος αλύπητα θενά σας κόψει, ανίσως

πάρωμε οκνηρευόμενοι κατώτερον βραβείον.

Αλλά να με συντρέξετε με την ορμήν σας όλην.



Και ο νους μου θα μηχανευθεί με τρόπον να γλιστρήσω

του δρόμου εκεί στο στένωμα κι έτσι θα μου ξεφύγει.».



Κι εκείνοι απ’ τους φοβερισμούς που ακούσαν του κυρίου

το τρέξιμό τους σπούδαξαν ώσπου σ’ ολίγην ώραν

του κοίλου δρόμου το στενό του Αντιλόχου εφάνη.

Είχεν ο δρόμος σχίσμα γης που μαζευμένα εκάμαν

τα χειμωνιάτικα νερά κι εβύθισεν ο τόπος.



Εκεί με φόβον μη συμβεί σμίξις τροχών τραβούσε

ο Ατρείδης. Τότ’ ο Αντίλοχος έξω του δρόμου στρέφει

τους ίππους, γέρνει πλαγινά και ορμά να τον προφθάσει,



«Ανόητε», του εφώναξεν ο Ατρείδης φοβισμένος,

«πώς κυβερνάς; Τους ίππους σου κράτησε, κι είναι ο δρόμος,

στενός, παρέκει στο πλατύ, θαρρώ, θα προσπεράσεις,

μην αφανίσεις και τους δυο κτυπώντας με τ’ αμάξι.».



Αλλ’ ωσάν τα λόγια του ποσώς να μη’χε ακούσει

ο Αντίλοχος σφοδρότερα τους ίππους εκεντούσε.

Και όσην ο δίσκος έχει ορμήν ριγμένος από χέρι

ανδρός, που όλην την δύναμην της νιότης δοκιμάζει,

τόσο διασκέλισαν και αυτοί. Κι εκείνοι του Ατρείδη

τα οπίσω εκάμαν, ότι αυτός ηθέλησε κι εμείναν,

μήπως συμπλέξουν και τα δυο ζευγάρια μες στον δρόμον

και τα καλόπλεκτα θρονιά γυρίσουν άνω κάτω

κι οι ίδιοι χάμου κυλισθούν ζηλεύοντας την νίκην.



Τότε ο ξανθός Μενέλαος τον αποπήρε κι είπε:



«Αντίλοχε, και ποιος θνητός ολέθριος είναι, ως είσαι;

Εσφάλαμε οπού δίκαιον σε λέγαμε, ω χαμένε.

Αλλ’ όμως πρώτα θα ορκισθείς πριν πάρεις το βραβείον.».



Είπε. Κατόπιν εφώναξε στα δυνατά πουλάρια.



«Μη μου σταθείτε ακίνητοι και καταπικραμένοι

εκείνων θενά κουρασθούν τα γόνατα και οι φτέρνες

πριν από σας. Ότι και οι δυο τα νιάτα πιά δεν έχουν.».



Και τότ’ εκείνα απ’ την βοήν που ακούσαν του κυρίου

όρμησαν και δεν άργησαν τους άλλους να προφθάσουν.



Στον κύκλον κει καθήμενοι θωρούσαν οι Αργείοι

τους ίππους που μ’ακράτητην ορμήν τετραποδίζαν.

Πρώτος ο άρχος των Κρητών, Ιδομενεύς, τους ίππους

ενόησε, ως εκάθονταν ψηλά του κύκλου απ’ έξω.

Και ως άκουσεν από μακριά βοήν του κυβερνήτη

ξεχώρισε περήφανο πουλάρι να προβαίνει

που’χε την τρίχα ολόξανθην και μόνον έν’ασπράδι

ωσάν φεγγάρι στρογγυλό, στο μέτωπο εφαινόνταν.



Τότ’ εσηκώθη και άρχισε να λέγει στους Αργείους:



«Ω των Αργείων αρχηγοί, καλοί μου πολεμάρχοι,

τάχα εγώ μόνος ή και σεις βλέπετ’ εκεί τους ίππους;

Άλλοι απ’ αυτούς που επρότρεχαν μου εφαίνονταν και άλλος

φαντάζει ο κυβερνήτης των. Και κάτου εμποδισθήκαν

αυτές που εκεί εκέρδισαν στον δρόμον οι φοράδες.



Πρώτα στο τέρμα ολόγυρα τες έβλεπα να τρέχουν,

τώρα απ’ εμπρός μου χάθηκαν, αν και παντού γυρίζω

τα μάτια μου να τες ιδώ στο Τρωικό πεδίον.

Ή θα του εφύγαν τα λουριά και δεν μπορούσε πλέον

να τες κρατίσει στρέφοντας το τέρμα ο κυβερνήτης.

Εκεί, θαρρώ, θα’πρεπε αυτός και θα’σπασε τ’ αμάξι

και ξαγριωμένες σκίρτησαν κι εφυγαν οι φοράδες.

Ορθοί κοιτάζετε και σεις. Ίσως καλά δεν βλέπω

εγώ, αλλά μου φαίνεται, πως κείνος αυτού πέρα

είναι το γένος Αιτωλός, και στ’ Άργος βασιλεύει,

και του Τυδέως είν’ υιός, ο δυνατός Διομήδης.».



Και ο Αίας τον κακόβρισεν ο γρήγορος Οιλείδης:



«Ιδομενέα, φαφλατάς παράκαιρα. Και πέρα

ανάερα σηκώνονται πετώντας οι φοράδες.

Μες στους Αργείους, ως θαρρώ, τόσο δεν είσαι νέος,

και μάτια τόσο καθαρά δεν έχ’ η κεφαλή σου.

Πάντοτ’ εσύ’σαι φαφλατάς, αλλ’ όπου ευρίσκοντ’ άλλοι

άνδρες καλύτεροι από σε, προς τι να φαφλατίζεις;

Εκείνες είναι που απ’ αρχής προτρέχαν οι φοράδες

του Ευμήλου και τες κυβερνά με τα λουριά στο χέρι.».



Ευθύς ο άρχος των Κρητών του αντείπε χολωμένος:



«Αίας φιλονικότατε, κακόγνωμε και στα άλλα

μες στους Αργείους ύστερος, ότ’ είναι ωμός  ο νους σου.

Κι έλ’ , ας στοιχηματίσωμεν ή τρίποδα ή λεβέτι

και ποιο ζευγάρι τρέχει εμπρός κριτής ας μαρτυρήσει

ο Αγαμέμνων. Τότε συ πλερώνοντας θα μάθεις.».



Είπε κι ευθύς πετάχθηκεν ο φτεροπόδης Αίας

και θυμωμένος έμελλε κακά να του απαντήσει.

Και θ’ άναφτε χειρότερη σ’ αυτούς φιλονικία,

αν δεν σηκώνετ’ ο Αχιλλεύς ο ίδιος, που τους είπε:



«Τα λόγια τούτα τα κακά να παύσουν μεταξύ σας,

Αίας συ και Ιδομενεύς, ότι δεν είναι πρέπον,

που σ’ άλλον αν το εβλέπετε θα σας αγανακτούσε.

Αλλά στον κύκλον ήσυχοι τους ίππους θεωρείτε,

και δεν θ’ αργήσουν τώρα εδώ να φθάσουν, ως τους βιάζει

ζήλος της νίκης τότ’ εσείς θέλει γωρίσετ’ όλοι

των ίππων τίνες ύστεροι και τίνες είναι πρώτοι.».



Τον λόγον δεν απόειπε κι έφθασεν ο Τυδείδης

τους ίππους του κατάπλατα ραβδίζοντας κι εκείνοι

εκόφταν με ανάερα διάσκελα τον δρόμον.

Και από την σκόνη ευφραίνονταν επάν’ ο κυβερνήτης,

και οπίσω στα φτερόποδα πουλάρια ροβολούσε

τ’ αμάξι χρυσοκόλλητο με δίπλες κασσιτέρου.



Και τα στεφάνια των τροχών μικρόν αυλάκι αφήκαν

στο λεπτό χώμα οπίσω τους κι εκείνα εμπρός πετούσαν.

Στον κύκλον μέσα εστάθηκε και ίδρωτες στο χώμα

ρονιές τα στήθη εστάλαζαν και οι κεφαλές των ίππων.

Και αυτός από τ’ολόλαμπρον επήδησε θρονί του

και στον ζυγόν απόθεσε την μάστιγα. Και αμέσως

ο ανδρειωμένος Σθένελος επήρε το βραβείον

και με τον καλόν τρίποδα παράδωσε την κόρην

εις τους συντρόφους και άρχισε τους ίππους να ξεζέψει.



Κατόπιν ήλθ’ ο Αντίλοχος αυτός που τον Ατρείδην

μ’ επιβουλήν του επέρασε και όχι με ορμήν των ίππων.

Και όμως τούτος πολύ εγγύς εράβδιζε τους ίππους

και όσον απέχει απ’ τον τροχόν πουλάρι οπού το σιάδι

μ’ όλο τ’ αμάξι τανυστά τραβά τον κύριόν του,

που εγγίζουν μόλις τον τροχόν οι τρίχες της ουράς του.

Κι εκείνο τρέχει κολλητά στ’ αμάξι και δεν μένει

τόπος πολύς ανάμεσα όσον και αν πάρουν δρόμον.

Τόσον απ’ τον Αντίλοχον έμενε οπίσω ο Ατρείδης.



Αλλά και δυο δισκοβολιές έμενε οπίσω πρώτα,

αλλά γοργά τον πρόφθασε με την καλήν ανδρείαν

της Αίθης, της καλότριχης φοράδας του αδελφού του.

Και ακόμη αν αγωνίζονταν παρέκει τον περνούσε

ο Ατρείδης και δεν θ’ άφηναν αμφίβολην την νίκην.



Κι έμενε απ’ τον Μενέλαον μιαν κονταριάν οπίσω

ο Μηριόνης, οπαδός λαμπρός του Ιδομενέως,

ότ’ ήσαν αργοκίνητα τα εύμορφα άλογά του

και κείνος πάλι αδύνατος πολύ να κυβερνήσει.



Και απ’ όλους ήλθε υστερινός ο Εύμηλος κι ετράβα

τ’ όμορφο αμάξι κι έμπροσθεν κεντούσε τ’ άλογά του.






Τον είδε και συμπόνεσεν εκείνον ο Πηλείδης

και αυτούς τους λόγους είπ’ευθύς στην μέσην των Αργείων:



«Ύστερος ο καλύτερος με τ’ άλογό του φθάνει

αλλ’ όπως πρέπει, ας του δοθεί το δεύτερο βραβείον

και του Τυδέως ο υιός ας λάβη τα πρωτεία.».



Όλ’ οι Αχαιοί συμφώνησαν να γίνει αυτό που είπε

και την φοράδα παρευθύς θα του έδιδε ο Πηλείδης

εάν δεν εσηκώνονταν να ειπεί το δίκαιόν του

ο Αντίλοχος, του Νέστορος υιός, στον Αχιλλέα:



«Θα σου θυμώσω δυνατά, Πηλείδη, αν τούτο κάμεις.

Συ το βραβείο μου αφαιρείς, θαρρώ, γιατί του επάθαν

τα γρήγορα πουλάρια του, τ’ αμάξι του κι εκείνος,

ο εξαίσιος. Αλλ’ ας έκαμνεν ευχές των αθανάτων

και τότε δεν θα έρχονταν ο ύστερος απ’ όλους.

Αλλ’ αν σου είναι αγαπητός κι εγκάρδια τον λυπείσαι,

πλήθιο χρυσάφι και χαλκός υπάρχει στην σκηνήν σου,

πρόβατα, δούλες και λαμπρά πτερόποδα πουλάρια.

Πάρε απ’ αυτά και δώσε του, κατόπι ή αμέσως τώρα

βραβείον και λαμπρότερο να σ’ επαινέσουν όλοι.

Και τούτην δεν θα δώσω εγώ. Και όποιος θελήσει ανδρείος

να μου την πάρει ας έλθει εδώ μ’ εμέ να πολεμήσει.».



Εις τούτα εχαμογέλασε ο ισόθεος Πηλείδης,

του άρεσ’ ο Αντίλοχος ο αγαπητός του φίλος

και προς αυτόν απάντησε: «Κι εάν θελήσεις κι άλλο

από δικό μου, Αντίλοχε, του Ευμήλου εγώ να δώσω

θενά το κάμω πρόθυμα. Τον θώρακα ας λάβη

αυτόν που επήρα λάφυρον απ’ τον Αστεροπαίον,

χάλκινον, και κασσίτερος λαμπρός τον περιχύνει.

Θα το’χει κτήμ’ ατίμητο.». Κι ευθύς στον ποθητόν του

είπε τον Αυτομέδοντα τον θώρακα να φέρει

απ’ την σκηνήν. Τον έφερε εκείνος και του Ευμήλου

τον έδωκε, οπού ολόχαρος στα χέρια του τον πήρε.



Τότε βαρύς απ’ την χολήν που είχεν του Αντιλόχου

σηκώθηκε ο Μενέλαος. Και ο κήρυκας στο χέρι

σκήπτρο του δίδει και σιωπήν κηρύττει των Αργείων.

Και ο θείος άνδρας άρχισεν: «Ω φρόνιμε όχι πλέον

Αντίλοχε, τι έκαμες! Μου εθόλωσες την δόξαν,

εκείνα τα οκνότατα πουλάρια σου έμπροσθέν μου

έσπρωξες και μου εμπόδισες τους ίππους εις τον δρόμον.

Αλλά σεις όλ’ οι αρχηγοί προστάτες των Αργείων

χωρίς να προτιμήσετε κανέναν κρίνετέ μας,

μη κάποιος των Αχαιών τούτον ειπεί τον λόγον:





«Με ψέματα ο Μενέλαος επήρε την φοράδα

του Αντίλοχου, αν κι είχε αυτός χειρότερους τους ίππους,

αλλ’ είναι αυτός ανώτερος πολύ στο μεγαλείον.».

Αλλά θα κρίνω ευθύς εγώ, και δεν θα με αποπάρει

των Δαναών, θαρρώ, κανείς. Θα είμαι δικαιοκρίτης.

Αντίλοχε διόθρεφτε, έλα, σαν θέλει ο νόμος

στήσου στην άμαξαν εμπρός ολόρθος και στους ίππους,

πάρε την ίδια μάστιγα, που πρώτα εκυβερνούσες,

και πιάνοντας τους ίππους σου, του Ποσειδώνος κάμε

όρκον που δεν μου εμπόδισες μ’ επιβουλήν τ’ αμάξι.».



Και ο φρόνιμος Αντίλοχος απάντησε και του είπε:



«Πραϋνου τώρα, ότ’ είμ’ εγώ πολύ νεώτερός σου,

σεπτέ Μενέλαε, και συ  καλύτερός μου εις όλα.

Γνωρίζεις πόσον εύκολα παρανομούν οι νέοι.

Ο νους τους γοργοκίνητος ισχνήν την σκέψην έχει.

Όθεν μαλάξου. Μόνος μου σου δίδω την φοράδα

που εκέρδισα. Και αν άλλο τι δικό μου να σου δώσω

ήθελες και καλύτερο, σου το’δινα ολοψύχως,

παρ’ από σε, διόθρεφτε, να χάσω την αγάπην

ολοζωής μου και σ’ εμέ οργή να πέσει θεία.».



Και την φοράδα οδήγησεν ευθύς ο Νεστορίδης

κι έδωκε στον Μενέλαον, που στην καρδιά του ευφράνθη,

καθώς εις τα πυκνά σπαρτά που τον αγρόν σκεπάζουν

καλή δροσιά ζωογονεί τα φουντωμέν’ αστάχια.

Ομοίως, ω Μενέλαε, μέσα η καρδιά σου ευφράνθη.

Και προς αυτόν απάντησε με λόγια φτερωμένα:



«Και αφ’ εαυτού μου, Αντίλοχε, συγκρίνω τον θυμόν μου

να παύσω, ότι αστόχαστος και ασύστατος δεν ήσουν

ποτέ σου, αλλά εδώ τον νουν ενίκησε η νεότης.

Καλύτερούς σου στο εξής φυλάξου ν’ απατήσεις.

Κι εύκολα δεν θα μ’ έπειθε των Αχαιών κανένας.

Αλλ’ έπαθες εσύ πολλά κι εμόχθησες για μένα

συ και ο πατέρας σου ο λαμπρός με τον αυτάδελφόν σου.



μου επρόσπεσες και τούτο αρκεί. Και τη φοράδ’ , αν κι είναι

δική μου, λάβε την εσύ για να γνωρίσουν όλοι

ότι καρδιά περήφανην και αμάλακτην δεν έχω.».



Είπε και του Νοήμονος συντρόφου του Αντιλόχου

την έδωκε, κι επήρε αυτός το λαμπερό λεβέτι.

Τέταρτος δυο τάλαντα χρυσάφι ο Μηριόνης.

Πέμπτο βραβείο έμενε η δίχερη φιάλη.

Εκείνην έφερ’ ο Αχιλλεύς ανάμεσα στο πλήθος

στον Νέστορα και, «λάβε αυτό», του είπε, «γέροντά μου,

σαν του Πατρόκλου ενθύμημα να το’χεις οπού ετάφη.

Τι εκείνον πλέον δεν θα ιδείς στην μέσην των Αργείων.

Και το βραβείον τούτο εγώ σου δίνω χαρισμένο.

Ότι και συ ν’ αγωνισθείς, θαρρώ, δεν θα θελήσεις

στο πάλαιμα ή στο γρόνθισμα, στο τρέξιμο ή στ’ ακόντι

ότι απ’ το γήρας το κακόν εκόπ’ η δύναμίς σου.».



Και την φιάλην του’βαλε στα χέρια. Την επήρε

περίχαρος ο γέροντας και είπε του Αχιλλέως:



«Λόγια τωόντι αληθινά, επρόφερες, παιδί μου

εμάργωσαν τα μέλη μου, τα πόδια και τα χέρια

που εδώ στους ώμους φτερωτά κινούνταν και τα δύο.

Που είναι η νιότη μου κι η ανδρειά που στον Βουπράσι εφάνη

σαν έθαπταν οι Επειοί τον μέγαν πολεμάρχον

Αμαρυγκέα, κι έθεσαν αγώνα τα παιδιά του.

Εκεί κανείς των Επειών μ’ εμέ δεν ομοιώθη

ή των γενναίων Αιτωλών, αλλ’ ούτε των Πυλίων.



Τον Κλυταιμήδη ενίκησα στους γρόνθους Ηνοπίδην,

στην πάλην τον Πλευρώνιον, κατόπιν τον Αγκαίον,

και τον εξαίσιον Ίφικλον στα πόδια και κατόπιν

στ’ ακόντι τον Πολύδωρον και αντάμα τον Φυλέα.

Μόνον οι Ακτορίωνες στους ίππους μ’επεράσαν,

διπλοί μου σπρώχθηκαν εμπρός με ζήλον να κερδίσουν

εκείνα που ήσαν ύστερα λαμπρότατα βραβεία.

Δίδυμοι αυτοί, και σταθερώς εκυβερνούσ’ ο ένας

εκυβερνούσε σταθερώς κι εμάστιζεν ο άλλος.



Ιδού ποιος ήμουν μια φορά. Στους νέους τώρ’ αφήνω

έργα παρόμοια. Κι εγώ στο μαύρο γήρας πρέπει

να υπακούσω, αν κι έλαμπα στην μέση των ηρώων.

Αλλ’ άμε κι ενταφίαζε τον φίλον σου με αγώνες.

Μου είναι ακριβό το χάρισμα και χαίρεται η ψυχή μου

που εμέ τον φίλον πάντοτε θυμάσαι και γνωρίζεις

πόση τιμή, των Αχαιών ανάμεσα μου πρέπει.

Και οι θεοί μ’ ό,τι αγαπάς να σου το ανταποδώσουν.».



Το εγκώμιον όλον άκουσε του Νέστορος κι εβγήκε

μέσ’ απ’ το πλήθος ο Αχιλλεύς και της γρονθομαχίας

της τρομερής κατέθεσεν αμέσως τα βραβεία.

Έφερε κι έδεσεν εκεί του κύκλου μες στη μέση

άστρωτο, κακοδάμαστο εξάχρονο μουλάρι.

Κι ένα ποτήρι δίκουπο να λάβει ο νικημένος.

Και ορθός εστήθη κι έλεγε στην μέσην των Αργείων:



«Ατρείδες και όλ’ οι Αχαιοί με τες καλές κνημίδες,

ας έλθουν δυο δυνατοί γι’ αυτά ν’ αντισηκώσουν



πολύ ψηλά τους γρόνθους τους και εις όποιον απ’ τους δυο

ο Απόλλων δώσει δύναμην, κι οι Αχαιοί το κρίνουν,

ας πάρει το φερέπονο μουλάρι στην σκηνήν του

και ο νικημένος να χαρεί το δίκουπο ποτήρι.».



Στον λόγον του επετάχθη ευθύς άνδρας τρανός κι ωραίος

ο Πανοπείδης Επειός, εξαίσιος γρονθομάχος.

Και πιάνοντας το εργατικό τετράποδο τους είπεν:



«Εμπρός, όπου το δίκουπο ποτήρι θενά πάρει.

Και το πουλάρι εδώ κανείς με την γρονθομαχίαν

δεν θα κερδισει, ότ’ είμ’ εγώ στην τέχνην τούτην πρώτος.

Δεν φθάνει που στον πόλεμον είμ’ ελλιπής; Και ποίος

δύναται να είναι ποτέ σ’ όλα καλός τεχνίτης;

Και ιδού το λέγω φανερά και άσφαλτ’ αυτό θα γίνει.

Τες σάρκες θα σου σχίσω εγώ, τα κόκαλα να σπάσω,

ώστε σιμά του ας στέκονται όσοι πονούν για κείνον

από τα χέρια νεκρόν εδώθε να τον πάρουν.».






Είπε, και όλοι εσώπαιναν. Και μόνος του επετάχθη

ο ισόθεος Ευρύαλος υιός του Τηλανίδη

του Μηκιστέως, του λαμπρού εκείνου πολεμάρχου

που άλλοτ’ επήγε στην ταφήν του σκοτωμένου Οιδίπου

στες Θήβες και όλων νικητής εβγήκε των Καδμείων.

Τώρα σιμά του ο δοξαστός Τυδείδης ενεργούσε

και λόγια του’λεγε καλά ποθώντας να νικήσει.



Το ζώμα του’βαλεν αυτός, του έδωκε κατόπι

από τομάρι ταύρινο λουριά καλοκομμένα.

Κι αφού ζωσθήκαν, στάθηκαν του κύκλου εκεί στην μέσην

και αντίκρυ ως σήκωσαν και οι δυο τα χέρια τ’ ανδρειωμένα,

ομού βροντήσαν κι έσμιξαν οι δυνατοί τους γρόνθοι.

Τρίζαν τα δόντια τους φρικτά, και ίδρωτες ερρέαν.

Και ο θείος χύνετ’ Επειός στον άλλον που ετηρούσε

που να τον  κρούσει, και του σπά τα μάγουλα. Κι εκείνος

ετρέκλισε ως του ελύγισαν τ’ ανδρειωμένα μέλη.



Και με το κρούσμα εσκίρτησε σαν ψάρι που ο Βορέας

έξω στο φύκι επέταξε με κύμα σουφρωμένο.

Τότε ο γενναίος Επειός τον έπιασε απ’ τα χέρια

και ορθόν τον έβαλε. Κι ευθύς οι φίλοι τον επήραν

μέσ’ απ’ τον κύκλον πόσερνε τα πόδια μετά βίας

κι εφτυούσεν αίματα πηχτά, με δίπλα το κεφάλι.

Και αναίσθητον τον έβαλαν σιμά τους να καθήσει,

κι έπειτα επήγαν κι έφεραν το δίκουπο ποτήρι.



Τα τρίτα ευθύς ο Αχιλλεύς κατέθεσε βραβεία

του τρομερού παλαίσματος και τα’δειχνεν εις όλους.

Σ’ όποιον νικήσει τρίποδα μεγάλον πυροστάτην

που να’χει βόδια δώδεκα οι Αχαιοί λογιάζαν.

Και μίαν κόρην έθεσε σ’ έργα πολλά τεχνίτραν,

που είχε βόδια τέσσερα, να λάβει ο νικημένος.

Και ορθός στην μέσην έλεγεν: «Ας σηκωθούν εκείνοι

που θέλουν να δοκιμασθούν και εις τούτον τον αγώνα.».



Και ο μέγας εσηκώθη ευθύς, ο Τελαμώνιος Αίας

και ο πολύνους Οδυσσεύς τεχνάσματα γεμάτος.

Ζωσμένοι αφού προχώρησαν του κύκλου αυτού στην μέσην

επιάσθηκαν αγκαλιαστά με τα βαριά τους χέρια,

ως όταν άξιος ξυλουργός ψαλίδες σφικτοδένει

σ’ υψηλό δώμα, ακλόνητος απ’ τες ανεμοζάλες.



Και ως τες τραβούσαν δυνατά τα λυσσερά τους χέρια

τρίζαν οι πλάτες φοβερά και ίδρωτες ερρέαν,

βαμμένες αίμα στα πλευρά, στους ώμους φουσκαλίδες

πυκνές ανασηκώνονταν, κι εκείνοι μανιωμένοι

για τον ωραίον τρίποδα με πείσμα αγωνιζόνταν.

Μήτ’ ο Οδυσσέας δύνονταν τον Αίαντα να ρίξει

και μήτ’ ο Αίας δύνονταν, τόσ’ ήταν του Οδυσσέως

η δύναμη αδάμαστη, κι εβάρυναν τα πλήθη

και τότε ο μέγας του’λεγεν ο Τελαμώνιος Αίας:



«Λαερτιάδη ευρετικέ, διογέννητ’ Οδυσσέα,

ή σήκωνέ με ή σένα εγώ. Κι έπειτ’ ας κάμει ο Δίας.».



Είπε και τον εσήκωσε. Δεν αστοχά τους δόλους

ο Οδυσσεύς και τον κτυπά στο κούφιο του γονάτου.

Έπεσε αυτός τ’ ανάσκελα, μαζί του και ο Οδυσσέας

κατάστηθα κι εθαύμαζαν ολόγυρα τα πλήθη.

Δεύτερος ο πολύπαθος τον σήκωνε Οδυσσέας,

τον ακροκίνησε απ’ την γη, χωρίς να τον σηκώσει,

αλλά τον επεδίκλωσε κι έπεσαν εις το χώμα

κι ελέρωσαν τα μέλη τους, πλάγι με πλάγι οι δυο

και σηκωμένοι θ’ άρχιζαν τρίτην φοράν την πάλην.

Αλλ’ εσηκώθη κι έκαμε να μείνουν ο Πηλείδης:



«Αρκεί, μη αντιστυλώνεσθε και μη ταλαιπωρείσθε.

Και οι δυο νικάτε. Και όμοια θα πάρετε βραβεία.

Αμέτε και άλλοι Αχαιοί ν’ αγωνισθούν είν’ ώρα.».



Είπε κι εκείν’ υπάκουσαν και αφού καθαρισθήκαν

από την σκόνην πέρασαν στο σώμα τους χιτώνες.



Βραβεία στην γοργότητα τότ’ έθεσε ο Πηλείδης,

καλόν κρατήρα ολάργυρο κι έξι εχωρούσε μέτρα

και ταίρι του στην ομορφιά δεν είχε ο κόσμος όλος,

τι εύμορφα τον σκάλισαν καλότεχνοι Σιδόνες

και Φοίνικες τα πέλαγα διαβαίνοντας τον φέραν

και χάρισμα του Θόαντος το δώσαν για να αράξουν.



Κι έπειτα, τον Λυκάονα Πριαμίδην να λυτρώσει,

ο Ιασονίδης Εύηνος τον δίδει του Πατρόκλου.

Τώρα στου φίλου την ταφήν, το έθεσε ο Πηλείδης

βραβείον σ’ όποιον θα’βγαινε γοργότερος απ’ όλους.

Έθεσε βόδι ολόπαχο, μεγάλο του δευτέρου

και μισό τάλαντο χρυσό για ύστερο βραβείον.

Και ορθός στην μέσην έλεγε: «Ας έλθουν τώρα εκείνοι

που θελουν να δοκιμασθούν και εις τούτον τον αγώνα.».



Ο Αίας τότε, ο γρήγορος Οιλείδη εσηκώθη,

ο θείος έπειτα Οδυσσεύς, κατόπι ο Νεστορίδης

Αντίλοχος, στο τρέξιμο των ομηλίκων πρώτος.

Τα τέρματ’ έθεσ’ ο Αχιλλεύς, κι εκείνοι αραδιασθήκαν.

Απ’ την βαλβίδα όρμησαν κι έβγαιν’ εμπρός των άλλων

ο Αίας και πολύ σιμά κατόπιν ο Οδυσσέας.



Όσον η πήχη είναι σιμά στης γυναικός το στήθος

που την τεντώνει τεχνικά τα γνέματα τραβώντας

απ’ το κουβάρι και κρατεί την πήχη προς το στήθος.

Σιμά του τόσον ο Οδυσσεύς στου Αίαντος πατούσε

τα χνάρια, πριν επάνω του του πρώτου φθάσει η σκόνη.



Κι έτρεχε τόσο ακράτητα που έσμιγε η πνοή του

την κεφαλήν του Αίαντος. Και ολόγυρα τα πλήθη

με αλαλαγμούς εγκάρδιωναν τον ζήλον του της νίκης.



Αλλά στον γύρον ύστερον μες στην καρδιά του ευχήθη

της Αθηνάς ο Οδυσσεύς: «Θεά, συνάκουσέ με,

και των ποδιών μου δύναμην, ευδόκησε να δώσεις».

Αυτά δεήθη και η θεά την δέησίν του εδέχθη.

Τα μέλη του’καμ’ ελαφρά, τα πόδια και τα χέρια.

Κι ότ’ έμελλαν να πεταχθούν αμέσως στο βραβείον,

τον Αίαντ’ έκαμ’ η Αθηνά στην κόπρον να γλιστρήσει

που είχε απομείνει ακόμα εκεί σωρός από τα βόδια,

όσα ο Πηλείδης έσφαξε στον τάφον του Πατρόκλου,

κι εκείνου εγέμισαν βουνιές η μύτη και το στόμα.



Και τον κρατήρα εσήκωσεν ο Οδυσσεύς, που πρώτος

έφθασε, και κατόπιν του το βόδι επήρ’ ο Αίας.

Εστάθη ορθός και πιάνοντας τα κερατα του ταύρου

και φτυώντας πέρα την βουνιά, τους είπε: «Συμφορά μου

τα πόδια μου άμπωσε η θεά και πάντοτε βοηθός μου

ωσάν μητέρα στέκεται στο πλάγι του Οδυσσέως.».



Είπε και όλοι εγέλασαν να βλέπουν τον καημόν του.

Κι εσήκωσεν ο Αντίλοχος το ύστερο βραβείον

γλυκογελώντας κι έλεγε των Αχαιών στην μέσην:



«Ω φίλοι, αν το ξεύρετε, θενά το ειπώ, που ακόμα

δίδουν οι αθάνατοι τιμήν εις τους παλαιοτέρους.

Και ιδού στα χρόνα πρώτος μου ο Αίας είναι ολίγο.

Τούτος της άλλης γενεάς και χρόνων είναι αρχαίων.

Γέροντας αλλ’ αδάμαστος. Και μόνος ο Πηλείδης

μπορεί μ’ αυτόν να μετρηθεί στου δρόμου τον αγώνα.».



Ο λόγος του τον γρήγορον εδόξαζε Αχιλλέα.

Και προς αυτόν απάντησεν και του’πεν ο Πηλείδης:



«Τον έπαινόν μου ανώφελα δεν είπες, Νεστορίδη.

Δεύτερο μισό τάλαντο χρυσάφι θα σου δώσω.».

Και το’βαλε στα χέρια του και αυτός φαιδρός το επήρε.

Τότε ο Πηλείδης έθεσε μακρόσκιο κοντάρι

κράνος και ασπίδ’ ακόμη αυτού, και τ’ άρματα ήσαν κείνα

που’χε αφαιρέσει ο Πάτροκλος από τον Σαρπηδόνα.

Ορθός εστάθη κι έλεγε στη μέση των Αργείων:



«Για τούτα δυο δυνατοί να έλθουν πολεμάρχοι

με τ’ άρματα με κοφτερό κοντάρι στην παλάμην

εμπρός μας την ανδρείαν τους εδώ να δείξουν όλην.

Και όποιος του άλλου το καλό κορμί λογχίσει πρώτος

ως εις τα σπλάχνα μέσα του και βγάλει μαύρον αίμα,

το ξίφος το ασημόκουμπο το θρακικό θα λάβει

τούτο που επήρα λάφυρον εγώ του Αστεροπαίου.



Και αυτά θα πάρουν τ’ άρματα κοινά και οι δυο να τα’χουν

και εις την σκηνήν θα βάλουμε σ’ αυτούς καλό τραπέζι.».



Ο μέγας εσηκώθη ευθύς ο Τελαμώνιος Αίας

και ομού σηκώθη ο δυνατός Διομήδης του Τυδέως

και αφού τα όπλα εζώσθηκαν ανάμερ’ απ’ τα πλήθη

στην μέσην επροχώρησαν διψώντας για την μάχην,

μ’ άγριο βλέμμα, και οι λαοί τους βλέπαν ξιπασμένοι.



Και όταν αντίκρυ εχύθηκαν ο ένας προς τον άλλον

όρμησαν τρεις φορές και οι δυο και τρεις φορές εσμίξαν.

Ο Αίας τον εκτύπησε στην στρογγυλήν ασπίδα.

Αλλά καλός ο θώρακας τον φύλαξε, κι εκείνος

επάνω απ’ την απέραντην ασπίδα επροσπαθούσε

στον τράχηλον του Αίαντος την λόγχην του να σπρώξει

και τότε για τον Αίαντα τα πλήθη φοβισμένα

να παύσουν είπαν και όμοια να πάρουν τα βραβεία.

Αλλ’ ο Πηλείδης έδωκε το ξίφος στον Τυδείδην

με το θηκάρι το καλό μ’ εκείνο κρεμαστάρι.



Και δίσκον τότε ατόφιον επρόβαλε ο Πηλείδης

που πρώτα ο μεγαλοδύναμος τον έριχν’ Ηετίων,

αλλ’ εκείνον εφόνευσεν ο ισόθεος Πηλείδης

κι επήρε στα καράβια του τον δίσκον μ’ όλα τ’ άλλα.

Ορθός εστήθη κι έλεγε στην μέσην των Αργείων:



«Ελάτε, δοκιμάσετε και τούτον τον αγώνα.

Και εις μέρη έρμ’ ας ευρεθούν οι καρποφόροι αγροί του

για πέντε χρόνια σίδερο θα παίρνει από τον δίσκον.

Δεν θενα πα για σίδερο βοσκός ή βοδολάτης

στην πόλην, ότι θα’χει αυτός να δίδει από δικό του.».



Είπε και αυτού σηκώθη ευθύς ο ανδρείος Πολυποίτης,

και η δύναμις η αδάμαστη του θείου Λεοντέως,

ο Αίας Τελαμώνιος και ο Επειός ο θείος.

Και άμ’ αραδιάσθηκαν και οι τρεις φουκτώνοντας τον δίσκον

τον εσφενδόνισ’ ο Επειός κι εγέλασαν τα πλήθη.

Δεύτερος πάλιν ο Λεοντεύς, του Άρη το βλαστάρι,

τρίτος ο Αίας έριξε με το βαρύ του χέρι

και ο δίσκος όλα επέρασε των άλλων τα σημάδια.

Αλλ’ όταν τον εφούκτωσε ο ανδρείος Πολυποίτης,

εις όσο μάκρος απολνά βουκόλος την αγκύλα

κι εκείνη στριφογυριστά πετά μες στ’ αγελάδια,

τόσο τους άλλους πέρασε. Κι εβόησαν τα πλήθη

Και οι σύντροφοι εσηκώθηκαν του ανδρείου Πολυποίτη

κι έφεραν το βραβείον του στα βαθουλά καράβια.



Το σίδερο το μελαμψό των τοξευτών βραβείον,

αξίνες δέκα δίστομες, δέκα μονές προβάλλει,

και αφού κατάρτι έστησε πέρα υψηλό στον άμμον

σ’ εκείνο με λεπτήν κλωστήν προσδένει περιστέρι

από το πόδι, και σ’ αυτό τους λέγει να τοξεύσουν.

«Κείνος που το δειλόψυχο πετύχει περιστέρι

όλες θα πάρει σπίτι του τες δίστομες αξίνες.

Και όποιος πετύχει την κλωστήν, χωρίς το περιστέρι,

θα πάρει εκείνος τες μονές, κατώτερος τοξότης.».



Είπε, κι ευθύς σηκώθηκε ο Τεύκρος πολεμάρχης

και ο Μηριόνης οπαδός λαμπρός του Ιδομενέως.

Εις ένα κράνος χάλκινο ετίναξαν τους κλήρους

και ο Τεύκρος πρώτος έλαχε. Κι έριξ’ ευθύς το βέλος

σφοδρότατα, και του θεού δεν έταξε να δώσει

από αρνιά πρωτόγονα εξαίσιαν εκατόμβην.



Και το πουλί δεν πετυχε, ότι αντιστάθη ο Φοίβος.

Κι επήρε μόνον την κλωστήν στο πόδι του δεμένην

το βέλος και την έκοψε. Κι ευθύς το περιστέρι

πέταξε προς τον ουρανόν, και αυτού ξετεντωμένη

προς την γην έκλινε η κλωστή και αλάλαξαν τα πλήθη.



Το τόξον ευθύς άρπαξε του Τεύκρου ο Μηριόνης

και βέλος από την αρχήν στο χέρι του κρατούσε

Κατόπιν ευθύς ετάχθηκε του μακροβόλου Φοίβου

από αρνιά πρωτότοκα εξαίσιαν εκατόμβην.

Το περιστέρ’ είδε υψηλά στα σύννεφ’ από κάτω

να φέρνει γύρες ήσυχα, και κάτω απ’ την φτερούγα

κατάστηθα το ετόξευσε κι εγύρισε το βέλος

κι εμπρός του εμπήχθη μες στην γην. Κι ευθύς η περιστέρα

εις το κατάρτι εκάθισε με τα φτερά λυμένα,

και τον λαιμόν εκρέμασε, κι επέταξε η ψυχή της

από τα μέλη τα νεκρά και πέρα εκεί στον άμμον

έπεσε χάμω και οι λαοί θωρούσαν κι εθαυμάζαν.





Ο Μηριόνης πήρ’ ευθύς τες δίστομες αξίνες

κι έφερε ο Τεύκρος τες μονές μέσα στα κοίλα πλοία.

Πάλι  ο Πηλείδης έθεσε μακρόσκιο κοντάρι

και λέβητα ολοπλούμιστον που αξίζ’ ένα βόδι.

Ευθύς αυτού σηκώθηκαν ακοντισταί μεγάλοι,

ο μέγας εσηκώθηκεν Ατρείδης Αγαμέμνων

και ο Μηριόνης, οπαδός λαμπρός του Ιδομενέως.

Και ο πτεροπόδης Αχιλλεύς ανάμεσόν τους είπε:



«Ατρείδη, το γνωρίζομεν πως είσαι απ’ όλους πρώτος,

στην δύναμη, στ’ ακόντισμα πόσο υπερβαίνεις όλους.

Τούτον λοιπόν στα πλοία σου τον λέβητα να πάρεις

και το κοντάρι ας δώσωμεν του Μηριόνη, αν θέλεις,

ν’ αποδεχθείς τον λόγον μου.». Το έστερξεν ο Ατρείδης.

Τότε ο Πηλείδης έδωκε το χάλκινο κοντάρι

του Μηριόνη, κι εν ταυτώ παρέδιδεν ο Ατρείδης

του Ταλθυβίου κήρυκος το υπέρλαμπρον βραβείον.



ΙΛΙΑΔΟΣ - ΡΑΨΩΔΙΑ Ω΄
Αχιλλέας και Πρίαμος

Διαλύθηκεν η σύναξις κι εσκόρπιζαν τα πλήθη

καθένας εις τες πρύμνες των, τον δείπνον  να ετοιμάσουν

και να πλαγιάσουν ύστερα. Αλλ’ έκλαιγε ο Πηλείδης

τον φίλον του αλησμόνητα, και  ο ύπνος οπού όλους

δαμάζει, αυτόν δεν έπιανε, και ανάπαυσην δεν είχε.



Και του Πατρόκλου του η καλή και ανδράγαθη νεότης,

και όσ’ αγωνίσθηκε μ’ αυτόν, όσα ’παθε μαζί της

και των πολέμων κίνδυνα και της φρικτής θαλάσσης,

όλα του έρχονταν στον νουν και οδύρετο με πόνον

δεξιά, ζερβά, τ’ ανάσκελα ή προύμυτα στην κλίνην.



Κι έξαφνα εσηκώνονταν και στο ακρογιάλι μόνος

παράδερνε και της αυγής άμ’ έβλεπε τα πρώτα

ροδίσματα στην θάλασσαν και στ’ ακρογιάλια πέρα,

τους ταχείς ίππους έζευε και οπίσω από τ’ αμάξι

σφικτόδενε τον Έκτορα συρτόν και αφού τρεις γύρες

ολόγυρα τον έσερνε στου φίλου του τον τάφον,

εις την σκηνήν του ησύχαζε, κι επίστομα στο χώμα

τον άφηνεν. Αλλ΄ασχημιές δεν πάθαινε το σώμα,

ότι τον άνδρα και νεκρόν τον ελυπείτ’ ο Φοίβος

και τον εσκέπαζε με την χρυσήν αιγίδα

να μη γδαρθεί το σώμα του στα χώματα συρμένο.



Τόσα τον θείον Έκτορα εκάκωνεν εκείνος.

Έβλεπαν οι μακάριοι θεοί και τον λυπούνταν

κι επαρακίναν τον Ερμήν τον Έκτορα να κλέψει.

Όλ’ οι θεοί τον ήθελαν, αλλ’ όχ’ η Ήρα, μήτε

ο Ποσειδών, μήτ’ η Αθηνά, που πάντοτ’ εμισούσαν

την Ίλιον, τον Πρίαμον και όλον τον λαόν του,

αφού ο Πάρις τες θεές, στην στάνην του όταν ήλθαν,

ο ασεβής αδίκησε κι επαίνεσεν εκείνην,

οπού σ’ ολέθριον έρωτα του εγίνη προξενήτρα.



Και όταν στον κόσμον έφεξεν η δωδεκάτ’ ημέρα

ο Φοίβος τότε ομίλησεν εκεί των αθανάτων:



«Είσθε κακόπραχτοι, ω θεοί. Ποτέ του ενόσω εζούσε

ο Έκτωρ δεν σας έκαψε βοδιών μεριά κι ερίφων;

Και δεν σας είπεν η καρδιά μηδέ τον πεθαμένον

να σώσετε να τον ιδούν η χώρα του, οι γονείς του,

το ανήλικό του κα ο λαός, που ευθύς θα τον εκαίαν

και θα τον ενταφίαζαν μ’ όσες τιμές του πρέπουν.





Αλλά χαρίζεσθε, ω θεοί, στον πάγκακον Πηλείδην,

που μήτε σπλάχνα δίκαια  και μήτε πνεύμα πράον

έχει στα στήθη, αλλ’ άγρια φρονεί σαν το λεοντάρι

που δυνατό ακράτητο την πείναν να χορτάσει

ορμά στα ποίμνια των θνητών. Ομοίως του Αχιλλέως

απ’ την ψυχήν το έλεος εχάθη και το σέβας,



που τους θνητούς πότε ωφελεί και πότε ζημιώνει.

Χάνει αδελφός τον αδελφόν, πατέρας το παιδί του.

Τι μεγαλύτερος καημός; Και όμως αφού τον κλάψουν

παύουν από τα δάκρυα στο τέλος, ότ’ οι μοίρες

ψυχήν υπομονητικήν εδώκαν των ανθρώπων.

Και αυτός αφού εθανάτωσε τον Έκτορα τον θείον

ολόγυρα στου φίλου του τον τάφον με τους ίππους

τον σέρνει. Και όφελος, θαρρώ, και δόξαν δεν θα λάβει.

Αν και γενναίος δύναται να πέσει στην οργήνμας

αφου γην άλαλην αυτός κακοποιεί με λύσσαν.».



Και με χολήν του απάντησεν η Ήρα, η λευκοχέρα:



«Θα έστεκε, αργυρότοξε, ο λόγος σου, αν ομοίαν

του Έκτορος θα δώσετε τιμήν και του Αχιλλέως.

Θνητός ο Έκτωρ και θνητής εβύζαξε το γάλα.

Γόνος θεάς ο Αχιλλεύς, που γλυκοαναθρεμμένην

από εμέ, την έδωκα γυναίκα του Πηλέως

που όλοι αγαπούσαν οι θεοί. Και στες χαρές των γάμων

όλοι καθίζετε, ω θεοί, και αυτού με την κιθάραν

και συ, ω πάντοτ’ άπιστε και των αχρείων φίλε.».



Και ο Δίας της απάντησεν ο νεφελοσυνάκτης:



«Ήρα, μη τόσ’ οργίζεσαι με τους θεούς, και ομοίως

δεν θα τους δώσωμεν τιμήν, αλλά και ο Έκτωρ ήταν

εις τους θεούς αγαπητός, όσο κανείς των Τρώων,

καθώς σ’ εμέ που μ’ εύφραινε με τα καλά τους δώρα.

Ότι ποτέ δεν έλειψε τραπέζι στον βωμόν μου

σπονδή και κνίσα, των θεών εξαίρετο μοιράδι.



Και τώρα ιδού. Να κλέψωμε κρυφά ’πο τον Πηλείδην

τον Έκτορα δεν γίνεται. Τι νύκτα – ημέρα η έτσι

δεν λείπει από το πλάγι του. Αλλ’ ας μου προσκαλέσει

κανένας από τους θεούς την Θέτιδα έμπροσθέν μου

να την διδάξω εγώ το πώς τον Έκτορα θα λύσει

ο Αχιλλεύς, αφού δεχθεί τα δώρα του Πριάμου.».



Και άμ’ άκουσ’ ετινάχηκεν η ανεμόποδ’ Ίρις

και κει της Σάμου ανάμεσα και της τραχείας Ίμβρου

έπεσε μες στη θάλασσαν κι εγόγγυσεν ο κόλπος,

και μες στα βάθη εβύθισεν ωσάν την μολυβήθραν,

οπού με ταύρου κέρατα δεμένη κατεβαίνει

στα ωμοφάγα ψάρια τον θάνατον να φέρει.



Εις άντρο μέσα εύρηκε την Θέτιν με τες άλλες

θαλάσσιες κόρες, πόκλαιε του άψογου παιδιού της

την μοίραν που διόριζε προ ώρας να τον χάσει

στην Τροίαν την καλόσβωλην μακράν απ’ την πατρίδα.



Και η φτερόποδη θεά: «σήκω», της είπε, «ω Θέτις.

Σε θέλει ο Ζευς που αθάνατα βουλεύματα έχει ο νους του.».



Και η αργυρόποδη θεά της είπε: «Τι με θέλει

ο υπέρτατος αυτός θεός; Περίλυπη όπως είμαι

δεν μου βαστά να φαίνομαι εμπρός των αθανάτων.

Όμως θα υπάγω, και ό,τ’ ειπεί δεν θα το ειπεί χαμένα.».



Είπε, κι η ασύγκρητη θεά με γιάδεμα εσκεπάσθη

που ένδυμα μακρύτερο δεν ήταν από κείνο.

Κι η Ίρις η ανεμόποδη εμπρός κι εκείνη οπίσω

κινήσαν, κι εχωρίζετο το κύμα, ως ανεβαίναν.



Απ’ τ΄ακρογιάλι επέταξαν στον ουρανόν κι εβρήκαν

τον Βροντητήν και γύρω του οι αθάνατοι εκαθόνταν

όλ’ οι μακάριοι θεοί. Και απ’ του Διός το πλάγι

σηκώθη ευθύς η Αθηνά κι εκάθισεν η Θέτις.

Κι η Ήρα γλυκομίλητη της πρόσφερε ποτήρι

ολόχρυσο, και άμ’ έπιεν το απίθωσεν η Θέτις.






Άρχισε τότε των θεών και ανθρώπων ο πατέρας :



«Ανέβηκες στον Όλυμπον, ω Θέτις, αν και λύπην

μεγάλην έχεις στην ψυχήν, καθώς καλά γνωρίζω.

Αλλ’ όμως πάλιν θα σου ειπώ προς τι σ’ έχω καλέσει.



Τώρα εννιά μέρες οι θεοί λογομαχούν κι αιτίαν

ο Έκτωρ έδωκε ο νεκρός και ο πορθητής Πηλείδης.

Και τον Ερμήν παρακαλούν το λείψανο να κλέψει.



Αλλά την δόξαν θέλω αυτήν να δώσω του Αχιλλέως

το σέβας του και την καλήν καρδιά σου να φυλάξω.

Αλλ’ άμ’ ευθύς εις τον στρατόν τούτο να ειπείς του υιού σου.

Ότ’ οι θεοί του οργίζονται, κι εξόχως η ψυχή μου

σφόδρα μ’ αυτόν χολεύεται, που ωσάν ξεφρενιασμένος

αλύτρωτον τον Έκτορα κρατεί στα κοίλα πλοία.

Ίσως φοβούμενος εμέ τον Έκτορ’ απολύσει.

Και με την Ίριν θέλω εγώ μηνύσει του Πριάμου

να κατεβεί στες πρύμνες τους με δώρα στον Πηλείδην

να τον πραϋνει, το ακριβό παιδί να του απολύσει.».



Είπε και πρόθυμα η θεά τον άκουσεν η Θέτις

και από του Ολύμπου εχύθηκε τες κορυφές στα πλοία

και τον υιόν της εύρηκε που μέσα εις την σκηνήν του

οδύρετο στενάζοντας. Και οι σύντροφοι τριγύρω

κοπίαζαν σπουδακτικά το γεύμα να ετοιμάσουν,

μ’ αρνί μεγάλο μαλλιαρό που είχαν σφάξει εκείνοι.

Στο πλάγι του εκάθισεν η σεβαστή μητέρα

τον χάιδεψε και του’λεγεν: «Αγαπητό μου τέκνο,

ως πότε μες τα κλάματα θα τρώγεις την καρδιά σου;



Και το φαγί λησμόνησες και την γλυκιά σου κλίνην,

που γυναικός αγκάλιασμα πολύ τον άνδρα ευφραίνει.

Καλά το ήξευρ’ ότι πολύν καιρόν δεν θα μου ζήσεις,

κι είναι σιμά σου ο θάνατος και η δύναμις της μοίρας.



Αλλ’ άκουσέ με. Του Διός έρχομ’ εγώ μηνύτρα.

Που οργίζοντ’, είπε, οι θεοί, κι εξόχως η ψυχή του

σφόδρα με σε χολεύεται να βλέπει πως μανίζεις

και αλύτρωτον τον Έκτορα κρατείς εδώ στες πρύμνες

αλλά τα λύτρα να δεχθείς και τον νεκρόν να λύσεις.».



Και ο πτεροπόδης Αχιλλεύς απάντησέ της κι είπε:



«Ας γίνει, ας λάβει τον νεκρόν όποιος τα λύτρα φέρει,

αφού του Ολύμπου ο θεός το θέλει, το προστάζει.»



Κι ενώ στες πρύμνες μόνοι τους ο υιός με την μητέρα

συνομιλούσαν πάμπολλα, στην Ίλιον την αγίαν

να ξεκινήσει επρόσταζε την Ίριδα ο Κρονίδης:



«Πετάξου από τον Όλυμπον, ω ανεμόποδ’ Ίρις,

μέσα στην Ίλιον να ειπείς του σεβαστού Πριάμου

να κατεβεί στες πρύμνες του με δώρα στον Πηλείδην,

να τον πραϋνει, τ’ ακριβό παιδί να του απολύσει.

Ας πάει μόνος και μ’ αυτόν άλλος κανείς των Τρώων.

Ένας αν έχει κήρυκα σιμά του γηραλέον,

να κυβερνά τ’ αμάξι του, που έπειτα εις την πόλην

θα φέρει αυτόν που την ζωήν του επήρεν ο Πηλείδης,

και μη φοβείτε θάνατον ή άλλο τι να πάθει.

Σιμά του θα’χει τον Ερμήν που θα τον προβοδήσει

έως να τον φέρει έμπροσθεν του θείου Αχιλλέως.

Και αφού τον φέρει εις την σκηνήν δεν θέλει τον φονεύσει

εκείνος αλλά μάλιστα θα τον φυλάξει απ’ άλλους,

ότι μωρός ή ανόητος, ή αδικητής δεν είναι

και ως πρέπει θα ελεηθεί τον άνδρα που προσπέφτει.».



Είπε κι η Ίρις κίνησε το μήνυμα να φέρει

και θρήνους ήβρε και οδυρμούς στο σπίτι του Πριάμου.

Στην αυλήν μέσα τα παιδιά στο πλάγι του πατρός τους

εκλαίαν και στην μέσην τους ο γέρος τυλιγμένος

μες στην χλαμύδα εντυπωτός. Και η κεφαλή του η θεία

από το χώμα εμαύριζε που εκείνος είχε βάλει

με τες δυο φούκτες απ’ την γην που ως τότ’ εκυλιόνταν.



Και οι θυγατέρες έκλαιαν στο σπίτι και οι νυφάδες.

Κι ήταν για κείνους ο καημός οπού πολλοί και ανδρείοι

έπεσαν απ’ των Δαναών τα χέρια σκοτωμένοι.



Κι η Ίρις χαμηλόφωνα, στο πλάγι του Πριάμου,

του είπε και του έπιασε τα μέλη μέγας τρόμος.



«Ω Δαρδανίδη Πρίαμε, μη φοβηθείς κι θάρρου.

Ότι με μήνυμα κακό δεν ήλθα εγώ να σ’ έβρω

αλλά με γνώμην αγαθήν. Κι εμ’ έστειλε ο Κρονίδης

που από μακράν σε συμπονεί πολύ και σε λυπείται.



Να ξαγοράσεις θέλει ο Ζευς τον Έκτορα τον θείον

και δώρα για να ημερωθεί να φέρεις του Αχιλλέως.

Θα υπάγεις μόνος και με σε άλλος κανείς των Τρώων.

Ένα να έχεις κήρυκα σιμά σου γηραλέον

να κυβερνά την άμαξαν, που έπειτα στην πόλην

θα φέρει αυτόν που εφόνευσεν η λόγχη του Πηλείδη.



Και μη φοβάσαι θάνατον ή άλλο τι να πάθεις,

σιμά σου θα’χεις τον Ερμήν που θα σε προβοδήσει

πάντοτε ώσπου στο πρόσωπον να ιδείς τον Αχιλλέα.

Και αφού συ αφήσεις την σκηνήν δεν θέλει σε φονεύσει

ο Αχιλλεύς και μάλιστα θα σε φυλάξει απ’ όλους,

μήτε τρελλός, μήτε μωρός, μήτε κακούργος είναι

και ως πρέπει θα ελεηθεί τον σεβαστόν ικέτην.».



Είπε κι εκείθ’ επέταξεν η ανεμόποδ’ Ίρις

και ο γέρος είπε των παιδιών αμάξι να ετοιμάσουν

μουλόσυρτο και κάλαθον επάνω του να δέσουν.



Στον μυροβόλον θάλαμον ωστόσο αυτός κατέβη

κέδρινον, υψηλόσκεπον που’χε κειμήλια πλήθος,

και μέσα επροσκάλεσε την σύντροφόν του Εκάβην:



«Άμοιρη, ο Ζευς μου εμήνυσε να κατεβώ στα πλοία

των Αχαιών, το αγαπητό παιδί μας να λυτρώσω.

Και δώρα να ημερωθεί να φέρω του Αχιλλέως.

Ειπέ μου πώς το βλέπεις συ? ότι και αφ’ εαυτού της

σφόδρα μ’ εβίαζε η ψυχή να κατεβώ στα πλοία

των Αχαιών διαβαίνοντας το μέγα στράτευμά τους.».



Και τότε με ξεφωνητό του απάντησεν η γραία:



«Ωιμέ, που επήγε η γνώση σου και η φρονιμάδα εκείνη

και εις τους ξένους ξακουστή και σ’ όλον τον λαόν σου;

Πώς θέλεις μόνος συ να πας στων Αχαιών τες πρύμνες

τον άνδρα που σου έσφαξε τέκνα πολλά και ανδρεία

να ιδείς στα μάτια; Σίδερο είναι η καρδιά σου, ω γέρε,

Και όταν στα χέρια του ευρεθεί, λύπην ή σέβας τάχα

ελπίζεις απ’ τον άπιστον εκείνον και ωμοφάγον;

Αλλά στο σπίτι ας μείνωμε μακρόθεν να τον κλαίμε,

ότι άμα τον εγέννησα του έχει λινογνέσει

η μοίρα η παντοδύναμη τους σκύλους να χορτάσει

απ’ τους γονείς του έρημος στα χέρι’ ανδρός αγρίου.

Αχ! καρφωμένη επάνω του το σκώτι πέρα πέρα

θα του’τρωγα να πλερωθούν τα πάθια του παιδιού μου.



Ότι δεν μου τον φόνευσεν οπού ψυχομαχούσε,

αλλά εκεί που ακλόνητος εμάχονταν να σώσει

τους άνδρες και τες σεβαστές μητέρες της Τρωάδος.».





Σ’ αυτήν ο θείος Πρίαμος απάντησε και είπε:

«Το θέλω, μη αντιστέκεσαι. Κι η ίδια συ στο σπίτι

κακό σημάδι μη γενείς. Ποτέ δεν θα με πείσεις.

Ότι αν απ’ άνθρωπον θνητόν το πρόσταγμα είχ’ ακούσει

είτ’ ιερέας τύχαινεν είτε ιερογνώστης,



πλάν’ ημπορούσε να φανεί και αποστροφήν να κάμει.

Αλλ’ αφού τώρα την θεάν άκουσα εγώ και είδα,

θα πάω και ό,τ’ είπα θα γενεί. Το στέργω, η μοίρ’ αν θέλει,

στων χαλκοφόρρων Αχαιών τες πρύμνες ν’ αποθάνω.

Να σφίξω στες αγκάλες μου το άμοιρο παιδί μου

να ξεθυμάνω κλαίοντας και ας με φονεύσει εκείνος.».



Είπε και από τ’ αρμάρια του εσήκωσε τα ωραία

σκεπάσματα και δώδεκα πέπλους λαμπρούς επήρε.

Και χλαίνες δώδεκα μονές, και τάπητες ωμοίως

και τόσα επανωφόρια, τόσους κοντά χιτώνες

και δέκ’ ακόμη τάλαντα χρυσάφι ζυγισμένο,

τέσσερις λέβητες και ομού δυο τρίποδες που ελάμπαν

κι ένα ποτήρι υπέρλαμπρο, βαρύτιμο που οι Θράκες

του είχαν δωρήσει τον καιρόν που επήγε απεσταλμένος.

Και μήδ’ εκείνο κράτησε ο γέρος, τόσην είχε

λαχτάραν το αγαπητό παιδί να ξαγοράσει.

Κι έδιωχνε από την αίθουσαν όλους ομού τους Τρώας:



«Ω λώβες, σύρετ’ από δω! Τα σπίτια σας δεν έχουν

λύπην και αυτά που ήλθετε να πλήξετε κι εμένα;

Μικρή σας φαίνεται η πληγή, που μου’δωκε ο Κρονίδης,

να χάσω τον καλύτερον απ’ όλα τα παιδιά μου;

Θα το αισθανθείτε γρήγορα και σεις που αυτός εχάθη

όταν σας κόψουν εύκολα των Αχαιών οι λόγχες.

Αχ! Να κλεισθούν τα μάτια μου προτού να ιδούν την πόλην

να την πατήσουν οι εχθροί και να την ερημάζουν.».



Είπε, και με το σκήπτρο του κτυπώντας τους ο γέρος

τους έβγαλε κι εφώναξε στα τέκνα του που εμείναν.

Εννέα ήσαν: Έλενος και Πάρις και Αγάθων

και Πάμμων και Αντίφονος, Πολίτης, ο γενναίος

Δηίφοβος και Ιππόθοος και ο δοξασμένος Δίος.

Σ’ όλους αυτούς εφώναζε: «Τι δεν με βοηθείτε,

κακά μου τέκνα, ελεεινά. Να’χετε όλοι αντάμα

αντί του Έκτορος χαθεί στες πρύμνες σκοτωμένοι.



Ωιμένα τον βαριόμοιρον, δεν μόμεινε κανένα

απ’ τα εξαίσια τέκνα μου που εδόξασαν την Τροίαν.

Που είναι ο Μήστωρ ο λαμπρός, ο ιππόμαχος Τρωίλος,

ο Έκτωρ, οπού εθέιζε μες στων θνητών τα γένη,

πόμοιαζε γέννημα θεού, και όχι θνητού στο θώρι,

και όλους τους αφάνισεν ο Άρης και απομείναν

οι αχρείοι, ψεύτες, στο χορό λαμπρότατοι τεχνίτες

και αρνιά κι ερίφια του κοινού ν’ αρπάζουν μαθημένοι.

Δεν πάτε να μου ζέψετε τ’ αμάξι ευθύς και τούτα

επάνω του να θέσετε, να μη χρονοτριβήσω;»



Είπε, κι εκείνοι τες φωνές τρομάξαν του πατρός τους

κι εσήκωσαν καλότροχο φορτωτικόν αμάξι

καινούριο και τον κάλαθον επάνω του προσδέσαν,

κατέβασαν και τον ζυγόν κι εταίριαζε στους κρίκους.

Έφεραν κι εννεάπηχο μαζί τους ζυγολούρι.



Και τον ζυγόν απίθωσαν στο γυαλιστό τιμόνι

στην κορυφήν κι επέρασαν τον κρίκον στο πατούλι.

Και απ’ τα δυο μέρη τρεις φορές το ζυγολούρι εδέσαν

στον ομφαλόν, κι εγύρισαν κατόπι το γλωσσίδι

κι έφεραν απ’ τον θάλαμον τα λύτρα τα ωραία

του Έκτορος και τα’βαλαν στο στιλβωτό αμάξι

κι έζεψαντα σκληρόνυχα μουλάρι’ ανδρειωμένα,

που οι Μυσοί, δώρον λαμπρόν εδώκαν του Πριάμου.

Έπειτα για τον Πρίαμον ετοίμασαν τους ίππους

που ανάθρεψεν ο ίδιος στο στιλβωτό παχνί του.



Κι ενώ στα ψηλά δώματα το ζέψιμο ετηρούσαν

ο Πρίαμος και ο κήρυκας γνώμη και νουν γεμάτοι,

η Εκάβη τους εσίμωσεν, η καταπικραμένη,

μ’ ένα ποτήρι ολόχρυσο γλυκό κρασί γεμάτο,

αυτού να κάμουν τες σπονδές προτού να ξεκινήσουν.



Εμπρός στους ίππους στάθηκε και είπε: «Λάβε, ω γέρε,

σπόνδισε του πατρός Διός, και να γυρίσεις εύχου

από τα χέρια των εχθρών, αφού η ψυχή σε σπρώχνει

στα πλοία τους να κατεβείς κι εμένα δεν ακούεις.



Αλλ’ εύχου καν στον βροντητήν Κρονίδην τον Ιδαίον,

που απ’ όπου στέκεται ψηλά θωρεί την Τροίαν όλην

και να σου στείλει ζήτησε το αγαπητό πτηνό του

που’ναι γοργός του μηνυτής με δύναμην μεγάλην

στα δεξιά σου να το ιδείς ο ίδιος και, σ’ εκείνο

θαρρώντας, να πορεύεσαι στων Δαναών τα πλοία.



Κι εάν τον μηνυτήν του ο Ζευς σου αρνηθεί να στείλει

εγώ θα σε συμβούλευα, μ’ όσον και αν έχεις ζήλον,

να μη κινήσεις για να πας στες πρύμνες των Αργείων.».



Και απάντησεν ο Πρίαμος: «Προθύμως, ω γυναίκα,

θα κάμω αυτό που επιθυμείς. Καλό’ναι προς τον Δία

τα χέρια μας να υψώσωμε για να μας ελεήσει.».



Και ο γέρος επαράγγειλεν ευθύς την οικονόμα

νερό να φέρει αμίαντο στα χέρια να του ρίξει.

Και με λεκάνην ήλθε αυτή στα χέρια και προχύτην.



Ενίφθη και απ’ την σύντροφον επήρε το ποτήρι

και ορθός στην μέσην της αυλής εσπόνδιζε κι ευχόταν

τα μάτια προς τον ουρανόν, και αυτούς τους λόγους είπε:



«Δία πατέρα, δοξαστέ, που από την Ίδην βλέπεις,

δώσ’ μου να μ’ έβρη ελεεινόν ο άσπονδος Πηλείδης,

ευδόκησε το αγαπητό πτηνό σου να μου στείλεις

που είναι γοργός σου μηνυτής, με δύναμην μεγάλην

στα δεξιά μου να το ιδώ ο ίδιος και σ’ εκείνο

θαρρώντας να πορεύομαι στων Δαναών τα πλοία.».



Και την ευχήν του άκουσεν ο πάνσοφος Κρονίδης

και του’στειλε τον αετόν, αλάθευτο σημάδι,

τον μαύρον και αρπακτικόν, που και περκνόν τον λέγουν.



Και ωσάν θυρόγυλλο υψηλού θαλάμου ανδρός πλουσίου

τρανό κατασκευάσθηκε με κλείθρ’ ασφαλισμένο,

τόσο μεγάλη απλώνονταν η κάθε του φτερούγα.

Και δεξιά τους φάνηκεν επάνω από την πόλην,

και άμα τον είδαν χάρηκαν με την καρδιά τους όλοι.






Ανέβη ο γέρος σπουδακτά στο στιλβωτό θρονί του,

εκίνησε απ’ το πρόθυρο και απ’ την αυλή τους ίππους.

Εμπρός του το τετράκυκλον αμάξι τα μουλάρια

τραβούσαν και ο συνετός το κυβερνούσε Ιδαίος.

Οπίσ’ ο γέρος ράβδιζε διαβαίνοντας την πόλην

τους ίππους του με ορμήν πολλήν. Και όλ’ οι δικοί του εκλαίαν

κατόπι του, ως να πήγαινε εκείνος του θανάτου.



Και ότε απ’ την πόλην έφθασαν στην πεδιάδα κάτω,

στην Ίλιον κείνοι εγύρισαν, τα τέκνα. Και οι γαμπροί του.

Και άμα τους είδε να φανούν εκεί στην πεδιάδα

ο μέγας Ζευς από ψηλά τον γέροντα ελυπήθη

κι ευθύς εστράφη στον Ερμήν, το αγαπητό παιδί του:



«Ερμή, που τόσον αγαπάς την συντροφιάν του ανθρώπου

όσο κανείς άλλος θεός, και ακούεις όποιον θέλεις,

κατέβα και τον Πρίαμον στων Αχαιών τα πλοία

οδήγα να μην τον ιδεί κανείς ή τον νοήσει

από τους άλλους Δαναούς, πριν φθάσει στον Πηλείδην.».



Και άμα τον λόγον άκουσεν ο μέγας Αργοφόνος,

τα σάνδαλα αποδέθηκε τα ολόχρυσα, τα ωραία,

τ’ άφθαρτα που τον σήκωναν σαν άνεμος επάνω

στην γην όλην την άπειρον και στα θαλάσσια πλάτη,

το ραβδί πήρε που μ’ αυτό τα βλέμματα κοιμίζει

όποιου θνητού θελήσει αυτός και όποιον κοιμάτ’ εγείρει.

Μ’ αυτό στα χέρια πεταχτά στην άκρην του Ελλησπόντου,

στην Τροίαν έφθασ’ ο Ερμής και στην μορφήν ομοιώθη

με αγόρι γενεάς λαμπρής, πόχει το πρώτο χνούδι,

καιρός που η νιότη φαίνεται με όσην χάριν έχει.



Και αφού το μνήμα επέρασαν του Ίλου, εσταματήσαν

εις το ποτάμι, τ’ άλογα να πιούν και τα μουλάρια.

Που ήδη απλώνονταν στην γην της νύκτας το σκοτάδι.

Και τον Ερμήν που εσίμωνεν εννόησεν ο κήρυξ,

και είπε προς τον Πρίαμον: «Ω Δαρδανίδη, σκέψου.

Σκέψις εδώ χρειάζεται. Βλέπω άνθρωπον κοντά μας,

θενά μας σφάξει σίγουρα. Κι ευθύς ας ανεβούμε

στ’ αμάξι σου να φύγωμεν. Ή και  τα γόνατά του

πιάνοντας ας προσπέσωμεν ίσως μας ελεήσει.».



Και ως τ’ άκουσεν ο γέροντας ζαλίσθη από τον τρόμον

και ορθές σ’ όλα τα μέλη του οι τρίχες σηκωθήκαν

κι έμεινε ακίνητος βουβός. Ήλθε ο θεός σιμά του

και από το χέρι έπιασε τον γέροντα και του’πε:



«Για πού, πατέρα, το κινάς με ίππους και μουλάρια

την θείαν νύκτα, οπού οι θεοί γλυκοκοιμούνται όλοι;

Και τους ανδρείους Αχαιούς ποσώς δεν εφοβήθης,

που εχθροί σου είναι θανάσιμοι και οπού σιμά τους έχεις.

Και αν απ’ αυτούς κανείς σε ιδεί μέσα στην μαύρην νύκτα,

τόσους να φέρεις θησαυρούς, τι θα αισθανθείς φαντάσου.

Νέος δεν είσαι, γέροντας και αυτός ο συνοδός σου,

και αν πέσει επάνω σας κανείς, πώς θα του αντισταθείτε ;



Αλλ΄από εμέ μη φοβηθείς και μάλιστα σιμά σου

θα σε φυλάξω, αν χρειασθεί, τι ομοιάζεις του πατρός μου.».



Και τότε ο θείος Πρίαμος του απάντησεν ο γέρος:



«Αυτά τωόντι στέκονται, παιδί μου, όπως τα λέγεις,

αλλά για με κάποιος θεός το χέρι του έχει υψώσει,

που καλοσυναπάντητον μου έστειλε οδοιπόρον,

όποιος εισαι, θαυμαστός στην όψη και στο σώμα

και συνετός από γονείς, που τους καλοτυχίζω.».



Και προς αυτόν ο μηνυτής απάντησε Αργοφόνος:



«Είναι καλά και φρόνιμα, ω γέρε, αυτά που είπες.

Αλλ’ αυτό θέλω να μου ειπείς καλά να μου εξηγήσεις,

βγάζεις αυτούς τους θησαυρούς από την πόλην έξω

εις τόπον ξένον να σταλούν, να είναι ασφαλισμένοι,

ή δειλιασμένοι αφήνετε την Ίλιον την αγίαν

όλοι, αφού ο πρώτος σας εχάθη πολεμάρχος

ο υιός σου, που τους Αχαιούς στην μάχην δεν φοβόταν;»



Και ο γέρος του αποκρίθηκεν: «Ω θαυμαστέ, ποιος είσαι,

ποίοι θνητοί σ’ εγέννησαν, εσύ που τόσ’ ωραία

μου είπες για τον θάνατον του άμοιρου παιδιού μου;»



Σ’ αυτόν απάντησε ο θεός: «Με δοκιμάζεις, γέρε,

και για τον θείον Έκτορα που μ’ ερωτάς, λογιάζω.

Πολλές φορές στον πόλεμον, όπου δοξάζοντ’ άνδρες

τον είδα με τα μάτια μου, και οπόταν προς τα πλοία

εκυνηγούσε κι έσφαζε τα πλήθη των Αργείων.



Μακρόθεν τον θαυμάζαμεν εμείς ότι ο Πηλείδης

μας εκρατούσε, απ’ τον καιρόν που εθύμωσε του Ατρείδη.

Ότ’ είμαι εκείνου ακόλουθος φερμένος σ’ ένα πλοίο.

Το γένος είμαι Μυρμιδών, μ’ εγέννησε ο Πολύκτωρ,

άνθρωπος είναι πάμπλουτος και αυτός, ως είσαι, γέρος.

Κι εγώ είμαι ο νεώτερος από τα εφτά παιδιά του.

Και να’λθω εδώ στον πόλεμον μου έλαχεν ο κλήρος.

Στην πεδιάδα εκίνησα προτώρ’ από τες πρύμνες

ότ’ οι Αχαιοί το χάραμα την πόλην θα κτυπήσουν.

Αγανακτούν που κάθονται και λαχταρούν την μάχην

και οι βασιλείς δεν δύνανται να τους κρατήσουν πλέον.».



Σ’ αυτόν ο γέρος Πρίαμος απάντησεν ο θείος:



«Κι εάν εσύ ακόλουθος του Αχιλλέως είσαι,

ειπέ μου τώρα καθαρά να μάθω αν εις τες πρύμνες

ο υιός μου ακόμα σώζεται, ή αν κομματιασμενον

εις τα σκυλιά του σπάραγμα τον έριξε ο Πηλείδης;»



Και προς αυτόν ο μηνυτής απάντησε ο Αργοφόνος:



«Ω γέρε, μήτε όρνεα τον φάγαν μήτε σκύλοι,

ακόμη κείτεται σιμά στην πρύμνην του Αχιλλέως.

Κι έφεξ’ η δωδεκάτη αυγή στο λείψανό του επάνω

και όμως αυτό δεν σέπεται, σκουλήκια δεν τον τρώγουν

που δαπανούν τα σώματα που έκαψεν ο Άρης.



Τον σέρνει, αλήθεια, ολόγυρα στου φίλου του τον τάφον

την κάθε αυγήν απόνετα και δεν τον ασχημίζει.

Ο ίδιος αν τον έβλεπες, θα εθαύμαζες  πως είναι

δροσερός όλος καθαρός από το μαύρον αίμα.

Παντού καλός, και θα’βλεπες κλεισμένες τες πληγές του,

που ήσαν πολλές ότι πολλοί του εκέντησαν το σώμα.

Τόσο πονούν οι μάκαρες θεοί για τον υιόν σου,

νεκρόν ακόμη, ότι πολύ τον αγαπούσαν όλοι.».



Στα λόγια τούτα εχάρηκεν ο γέρος και αποκρίθη:



«Παιδί μου, ιδού πώς ωφελεί τα δώρα οπού τους πρέπουν

εις τους θεούς να δίδωμεν, ως έκανεν  ο υιός μου,

που στην εστίαν του ποτέ δεν τους ελησμονούσε

και ιδού τον εθυμήθηκαν αυτοί και πεθαμένον

και τώρα δέξου, αν μ’ αγαπάς τ’ όμορφο αυτό ποτήρι.

Σώσε με, και με των θεών το χέρι οδήγησέ με

απείρακτος εις την σκηνήν να φθάσω του Αχιλλέως.».



Σ’ αυτόν απάντησε ο θεός : «Ω γέρε, εμέ τον νέον

να ξελογιάσεις προσπαθείς. Αλλά δεν θα με πείσεις

δώρ’ από σένα να δεχθώ κρυφά από τον Πηλείδην.

Φόβον του έχει τρομερόν και σέβας η καρδιά μου

και αν λάβω δώρ’ απόκρυφα φοβούμαι μήπως πάθω.

Αλλά πιστός σου οδηγός στερεάς ή και θαλάσσης

και ως τ’ Άργος το εξακουστό θα γίνω αν είναι χρεία.

Και αν μ’ έχεις εις το πλάγι σου μη φοβηθεις κανέναν.».






Είπε και ανέβηκε ο θεός στ’ αμάξι του Πριάμου

στα χέρια του και μάστιγα και χαλινούς επήρε,

και εις τους ίππους έβαλεν ανδρειά και στα μουλάρια.



Και οπόταν εις τον χάντακα εφθάσαν και τους πύργους,

ήβραν τους νυκτοφύλακας, που ετοίμαζαν τον δείπνον

και όλους τους εβύθισεν στον ύπνον ο Αργοφόνος,

τους σύρτες έσπρωξ’ άνοιξε τες πύλες και τ’ αμάξι

έμπασε με τον Πρίαμον και τα λαμπρά του δώρα.





Κι ευθύς κατόπιν στην σκηνήν εφθάσαν του Αχιλλέως

την υψηλήν που μ’ έλατα σχισμένα οι Μυρμιδόνες

έφτιασαν του κυρίου των, κι επάνω την σκεπάσαν

με χνουδωτά καλάμια κομμέν’ από λιβάδι.



Αυλήν τριγύρω απλόχωρην με πάλους περιφράξαν

κι ένας λοστός ελάτινος ασφάλιζε την θύραν,

και τρεις χρειάζοντο Αχαιοί να βάλουν εις την θύραν

το μέγα εκείνο μάνταλο και τρεις να το σηκώσουν

και ο Αχιλλεύς εδύνονταν να το σηκώσει μόνος.



Και τότε τ’ άνοιξε ο θεός του γέρου να περάσει

με τα λαμπρά  που έφερνε του Αχιλλέως δώρα.

Κι έπειτα χάμου επήδησε από τ’ αμάξι κι είπε:



«Άφθαρτος ήλθα εγώ θεός, ω γέρε, στο πλευρό σου,

ο Ερμής, τι μ’ έστειλε οδηγόν να μ’ έχεις ο πατέρας.

Αλλ’ εγώ τώρ’ αναχωρώ, κι εμπρός στον Αχιλλέα

να με ιδεί δεν έρχομαι, και άπρεπο θα ήταν

τόσον αντίκρυ αθάνατοι  να σμίγουν τους ανθρώπους.

Αλλ’ έμπα συ και πρόσπεσε να τον καθικετεύσεις

στον γέροντα πατέρα του, εις την θεάν μητέρα

και στο παιδί του, την καρδιά στα βάθη να του εγγίξεις.».



Είπεν ο Ερμής και επέταξε στες  κορυφές του Ολύμπου.

Και ξεπεζεύει ο Πρίαμος και αφήνει τον Ιδαίον

αυτού στον τόπον να φυλά τα δυο ζεμέν’ αμάξια.

Και ίσια επήγε την σκηνήν που έμενε ο Πηλείδης.

Τον ήβρε αυτού και ανάμερα οι σύντροφοι εκαθίζαν.

Μόνοι να τον υπηρετούν στεκόνταν ο Αυτομέδων

με τον γενναίον Άλκιμον, ότ’ είχε αποδειπνήσει

κι ήταν ακόμη ασήκωτον εμπρός του το τραπέζι.



Εμπήκε ο μεγας Πρίαμος χωρίς να τον νοήσει

αυτού κανείς, και άμ’ έφθασε σιμά στον Αχιλλέα,

τα γόνατα του αγκάλιασε και τ’ ανδροφόνα χέρια

εφίλησε, που του’σφαζαν τόσα λαμπρά παιδιά του.



Και ως όταν ένας πάνερμος, που φόνον έχει κάμει

εις ξένον τόπον έρχεται, στο σπίτι ανδρός πλουσίου

θαυμάζουν, όσοι τον ιδούν, ομοίως όταν είδε

εκεί τον θείον Πρίαμον εθαύμαζε ο Πηλείδης,

θαύμαζαν και εκοιτάζονταν κι οι άλλοι ολόγυρά του.



Άρχισε τότε ο Πρίαμος να τον παρακαλέσει:



«Θυμήσου τον πατέρα σου, ισόθεε Πηλείδη,

οπού και αυτόν, ωσάν εμέ το έρμο γήρας ήβρε.

Ίσως και τον στενοχωρούν οι γείτονες τριγύρω

και από τον όλεθρον κανείς δεν είναι να τον σώσει.

Αλλά εκείνος χαίρεται και από μακριά ν’ ακούει

οπού του ζης και ολοκαιρίς ελπίζει να’λθ’ η μέρα

να ιδεί τον ποθητόν του υιόν να φθάσει από τα ξένα.





Αλλ’ ο βαριόμοιρος εγώ, δεν μόμενε κανένα

απ’ όσα τέκνα εγέννησα κι εδόξαζαν την Τροίαν.



Είχα πενήντα ότ’ έφθασαν των Αχαιών τα πλήθη.

Τα δεκαεννιά γεννήθηκαν όλ’ από μια μητέρα

τα επίλοιπ’ από σπιτικές γυναίκες, και από τόσα

μόσφαξ’ ο Άρης πάμπολλα και αυτός που ακόμα μόνος

την πόλην φύλαγε κι εμάς, τον φόνευσες προτώρα,

τον Έκτορα, μαχόμενον να σώσει την πατρίδα.

Γι’ αυτόν τώρα κατέβηκα στων Αχαιών τα πλοία

με πλήθια λύτρα πόφερα για να τον αποδώσεις.

Σέβου, ω γενναίε, τους θεούς, λυπήσου με, θυμήσου

τον γέροντά σου. Κι είμ’ εγώ ελεεινότερός του,

πόπαθ’ αυτό που άλλος θνητός δεν έχει πάθεια κόμη,

του ανδρός οπού μ’ ορφάνεψε το χέρι να φιλήσω.».



τα λόγια τούτα ως άκουσε, λαχτάρισε ο Αχιλλέας

να κλάψει τον πατέρα του και πιάνοντας το χέρι

του γέροντος, τον άμπωσεν αγάλι από σιμά του.

Και οι δυο, με τον πόνον του καθένας τους, εκλαίαν.



Εκείνος για τον Έκτορα στα πόδια του Αχιλλέως,

τούτος για τον πατέρα του και ακόμη για τον φίλον

Πάτροκλον, και απ’ τα κλάυματα τα δώματ’ αντηχούσαν.

Και αφού στο κλάμα ευφράνθηκεν ο ισόθεος Πηλείδης,

ορθώθη απ’ όπου εκάθονταν και σήκωσε απ’ το χέρι

τον γέροντα λυπούμενος την άσπρην κεφαλήν του,

και προς αυτόν ομίλησε: «Ω δύστυχε, τωόντι

πίκρες πολλές και βάσανα υπέφερε η καρδιά σου.

Πως μπόρεσες στων Αχαιών τες πρύμνες να’λθεις μόνος

τον άνδρα οπού σου εφόνευσε, τόσα παιδιά γενναία

να ιδείς στα μάτια;  Σίδερον έχ’ η καρδιά σου, ω γέρε.

Αλλ’ έλα τώρα κάθισε, και, αν και λυπημένοι,

τους πόνους τώρ’ ας κλείσωμεν στα βάθη της ψυχής μας.

Και τίποτε δεν ωφελούν τα μαύρα κλάυματά μας.



Ότι στους άμοιρους θνητούς οι αθάνατοι δωρήσαν

να ζουν στον πόνον και άλυποι μόνον εκείνοι μένουν.

Ότι απ’ όσα δίδει ο Ζευς πιθάρια δυο σιμά του

έχει, το ένα των κακών, των αγαθών το άλλο.

Και σ’ όποιον δώσει ανάμικτα ο βροντητής Κρονίδης,

εκείνος πότ’ έχει κακές, πότε αγαθές ημέρες,

και σ’ όποιον μόνο τα πικρά, τον κάμνει μαύρον  κι έρμον

και στ’ άγιο πρόσωπο της γης φρικτή τον σέρνει ανάγκη

και ατίμητος από θεούς και ανθρώπους παραδέρνει.



Και του Πηλέως οι θεοί λαμπρά χαρίσαν δώρα,

πανευτυχής και υπέρπλουτος να γίνει στους ανθρώπους,

των Μυρμιδόνων βασιλιάς και τον καταξιώσαν

θεάν να λάβει ομόκλινην αν και θνητός εκείνος.



Αλλά του δώσαν και κακόν, στο σπίτι του δεν έχει

παιδιά να γίνουν βασιλείς, παρ’ έν’ αγόρι μόνον

ολιγοήμερον, κι εγώ να τον γηροκομήσω

δεν δύναμ’ επειδή μακράν απ’ την γλυκιάν πατρίδα

μένω στην Τροίαν, συμφοράν σ’ εσέ και στα παιδιά σου.



Και συ, ω γέρε, ακούομεν πανευτυχής πως ήσουν.

Λέγουν που απ’ όσους κατοικούν στου Μάκαρος την χώραν

στην Λέσβον, στον Ελλήσποντον κι επάνω στην Φρυγίαν

για πλούτη και λαμπρά παιδιά συ είχες τα πρωτεία.

Αλλ’ αφού τούτο το κακόν οι αθάνατοι σου εφέραν,

ολόγυρα στην πόλην σου μάχες και φόνους έχεις.

Υπόφερε, ας μη τήκεται στην λύπην η καρδιά σου.

Το πεθαμένο σου παιδί με δάκρυα ν’ αναστήσεις

δεν ημπορείς, και απ’ τον καημόν και άλλο κακό μην πάθεις.».



Και τοτε ο θείος Πρίαμος απάντησέ του κι είπε:



«Πώς να καθίσω διόθρεπτε, ενόσω εις τες σκηνές σου

ο Έκτωρ κείτεται άταφος. Α! τώρα λύσε μού τον

να τον ιδούν τα μάτια μου και συ τα λύτρα λάβε

οπού σου εφέραμε πολλά. Να τα χαρείς να φθάσεις

εις την πατρίδα σου, ω καλέ, που τόσο μ’ ελυπήθης

και την ζωήν μου εχάρισες, του ηλιού το φως να βλέπω.».



Μ’ άγριο βλέμμ’ απάντησε σ’ εκείνον ο Πηλείδης:



«Μη μ’ ερεθίζεις, γέροντα, και αφ’ εαυτού μου  θέλω

να λύσω εγώ τον Έκτορα. Μου εμήνυσε και ο Δίας

με την θεάν μητέρα μου, την κόρην του Νηρέως.

Και ακόμη σε, ω Πρίαμε, το ενόησα, το είδα,

κάποιος θεός σε οδήγησε στων Αχαιών τα πλοία.



Πως θα ερχόνταν στον στρατόν θνητός, και αν νέος ήταν,

από τους φύλακες κρυφά, πώς θα ημπορούσε μόνος

της θύρας μου το μάνταλο το μέγα να σηκώσει;

Μη, ω γέρε, την κατάπικρην ψυχήν μου εξαγριώνεις

μήπως, και σένα, ικέτης μου, ως είσαι στην σκηνήν μου,

δεν λυπηθώ και παραβώ την προσταγήν του Δία.».



Είπε, φοβήθη ο γέροντας και υπάκουσε τον λόγον

και ωσάν λεοντάρι απ’ την σκηνήν πετάχθηκε ο Πηλείδης,

ο Άλκιμος κατόπιν του και ο ήρως Αυτομέδων

ακολουθούσαν, σύντροφοι που επροτιμούσε απ’ όλους

ύστερ’ από τον θάνατον του ποθητού Πατρόκλου.



Και τα μουλάρια ξέζεψαν εκείνοι και τους ίππους

κι έμπασαν μέσα στην σκηνήν τον κήρυκα του γέρου

και τον εκάθισαν εκεί. Και απ’ το λαμπρόν αμάξι

τ’ άπειρα λύτρα εσήκωσαν του Έκτορος και δύο

χλαμύδες άφησαν εκεί κι έναν καλόν χιτώνα

να πάρει σπίτι τον νεκρόν μ’ εκείνα σκεπασμένον.

Κι είπε στις δούλες τον νεκρόν να λούσουν και να χρίσουν

ανάμερα, μη ο Πρίαμος θωρώντας το παιδί του

μες στην καρδιά του την οργήν του πόνου δεν κρατήσει

και του Αχιλλέως η ψυχή ξαγριωθεί και αμέσως

τον σφάξει παραβαίνοντας την προσταγήν του Δία.



Κι αφού τον λούσαν κι έχρισαν οι δούλες με τα μύρα

και τον ενεκροστόλισαν, τον σήκωσε ο Πηλείδης

ο ίδιος και τον άπλωσε στο νεκρικό κρεβάτι

και οι σύντροφο τον έβαλαν εις το λαμπρόν αμάξι.

Τότ’ είπε αναστενάζοντας: «Άκου, γλυκιέ μου φίλε,

μη, Πάτροκλε, μου χολωθείς, αυτού στον Άδη αν μάθεις

που έλυσα τον Έκτορα του γέροντος πατρός του,

επειδή λύτρα όχι κακά μου έδωσε και απ’ όλα

ό,τι σου πρέπει αγαπητέ, θα σου χαρίσω μέρος.».



Και στην σκηνήν εγύρισε ο ισόθεος Πηλείδης

και στο θρονί του εκάθισε προς τον αντίκρυ τοίχον

κι έλεγε προς τον Πρίαμον: «Ω γέρε, ως εποθούσες

ο υιός σου τώρα ελυθηκε και κείτεται στην κλίνην.

Και το πρωί θα τον ιδείς, μαζί σου να τον πάρεις.

Και τώρα να δειπνήσωμεν, ω γέρε, ας στοχασούμε.

Ότι δεν ελησμόνησε μήτε η λαμπρή Νιόβη

τροφήν να πάρ’ η δύστυχη σ’ εκείνην την ημέραν

που είδε δώδεκα παιδιά στο σπίτι πεθαμένα

έξι ανδρειωμέν’ αγόρια της και έξι θυγατέρες.



Τ’ αγόρια ο Φοίβος φόνευσε με τ’ αργυρό του τόξο,

τες κόρες πάλ’ η Άρτεμις από χολήν που επήραν,

ότι με την καλήν Λητώ ισώνετο η Νιόβη,

πως αυτή γέννησε πολλά κι εκείνη δυο μόνον.



Και όμως οι δυο τους πολλούς αφάνισαν, κι εννέα

στο αίμα ημέρες έμειναν, και άνθρωπος να τους θάψει

δεν ήταν, ότι τους λαούς ελίθωσεν ο Δίας.

Κι οι επουράνιοι θεοί στις δέκα τους εθάψαν

αλλά στα δάκρ’ απόκαμε κι εκείνη κι ενθυμήθη

τροφήν να πάρ’ η δύστυχη. Και τώρα του Σιπύλου

τα έρμα όρη τ’ άγρια κει που ησυχάζουν νύμφες

από χορούς που εστησαν στες άκρες του Αχελώου,

τον πόνον πόχει απ’ τους θεούς και πέτρα ως είναι τρέφει.



Και, ω θείε γέρε, την τροφήν κι εμείς ας θυμηθούμε.

Θα κλαίγεις εις την Ίλιον το αγαπητό παιδί σου

κατόπιν. Ότι δάκρυα πολλά θα σου γεννήσει.».



Είπε, σηκώθη κι έσφαξεν αρνί λευκό σαν χιόνι,

το γδάραν το συγύρισαν οι σύντροφοί του ως πρέπει,

με τέχνην το ελιάνισαν, το πέρασαν στες σούβλες

και όμορφα αφου το’ψησαν απ’ την φωτιά το σύραν.

Και στο τραπέζι εμέραζε τον άρτον  ο Αυτομέδων,

μέσα στα ωραία κάνιστρα, τα κρέατα ο Πηλείδης.

Και άπλωσαν όλοι στα καλά φαγιά που εμπρός τους είχαν.



Και αφού εφάγαν κι έπιαν όσο ήθελε η ψυχή τους,

ο Πρίαμος εθαύμαζεν εκεί του Αχιλλέα

την πλάση και τ’ ανάστημα που ωσάν θεού φαντάζαν.

Και του Πριάμου την ειδή την αγαθήν κοιτώντας

και την λαλιά του ακούοντας εθαύμαζε ο Πηλείδης.

Και αφού ν’ αντικοιτάζονται ευφράνθησαν και οι δύο

πρώτος ο θείος Πρίαμος προς τον Πηλείδην είπε:



«Βάλε με, ω θρέμμα του Διός, αμέσως να πλαγιάσω

και την γλυκιάν ανάπαυσην είν’ ώρα να χαρούμε.

Και μάτι εγώ δεν έκλεισα, Πηλείδη, από την ώρα

που απέθανε απ’ τα χέρια μου το αγαπητό παιδί μου,

αλλά στενάζω πάντοτε, την λύπην δεν χορταίνω

ημέρα νύκτα στης αυλής την λάσπην κυλισμενος.

Χαψιά ψωμί, ρουφιά κρασί δεν είχα βάλ’ εις τούτο

το στόμα, ώσπου μ’ έκαμες μαζί σου να δειπνήσω.».



Και στους συντρόφους ο Αχιλλεύς τότ’ είπε και στους δούλους

κάτωθε από την αίθουσαν κρεβάτια να τους στρώσουν

με πορφυρά παπλώματα και τάπητες επάνω,

και με χλαμύδες χνουδωτές να σκεπασθούν μ’ εκείνες.



Και οι δούλες απ’ το μέγαρον εβγήκαν με λαμπάδες

και γρήγορα και όμορφα τους έστρωναν δυο κλίνες.

Και ακρογελώντας ο Αχιλλεύς τότ’ είπε του Πριάμου:



«Έξω θα πας να κοιμηθείς, αγαπητέ μου γέρε,

των βουληφόρων Αχαιών μη κάποιος ξάφνου φθάσει

ως συνηθούν να έρχονται για να συμβουλευθούνε.

Και αν κάποιος απ’ αυτούς σε ιδεί, μέσα στην μαύρην νύκτα

μη δώσει ευθύς την είδησην στον αρχηγόν Ατρείδην

και του νεκρού την λύτρωσην μη τύχει ν’ αντισκόψει.

Ειπέ μου τώρα φανερά, πόσες ημέρες θέλεις

να θάψεις τον λαμπρόν σου υιόν, και τόσες θα ησυχάζω

από τον πόλεμον εγώ και θα κρατώ τα πλήθη.».



Και απάντησεν ο Πρίαμος: «Πηλείδη, αφού το στέργεις

να κάμ’ ως πρέπει την ταφήν εις τον λαμπρόν υιόν μου,

αυτήν την χάρην κάμε μου. Γνωρίζεις οπού οι Τρώες

κλειστοί ’ναι και περίφοβοι στην πόλην, και θα φέρνουν

πέρ’ από δάσος μακρινό του ενταφιασμού τα ξύλα.

Εννέα ημέρες θέλομε στο σπίτι να τον κλαίμε

στες δέκα θα γίνει η ταφή και νεκρικό τραπέζι.

Στες ένδεκα θα υψώσωμεν επάνω του τον τάφον,

στες δώδεκα ο πόλεμος θ’ αρχίσει αν είναι ανάγκη.».



Και προς αυτόν ο Αχιλλεύς αντείπε ο φτεροπόδης:



«Θα γίνουν, γέρε Πρίαμε, και τούτα όπως τα λέγεις.

Τον πόλεμον, όσον καιρόν ηθέλησες θα παύσω.».



Αυτά’πε και του έπιασε την δεξιάν παλάμην

απ’ τον αρμόν, ότ’ ήθελε να μη φοβείτε ο γέρος.

Και έξω αυτού στον πρόδρομον επλάγιασαν εκείνοι

ο κήρυξ και ο Πρίαμος, άνδρες κι οι δυο με γνώση.

Και μες στα βάθη της σκηνής κοιμήθηκε ο Πηλείδης

κι είχε καλήν του ομόκλινην την κόρην του Βρισέως.



Θεοί και άνθρωποι γλυκά στον ύπνον βυθισμένοι

ολονυκτίς ησύχαζαν. Ο αγαθοδότης μόνον

Ερμής μάτι δεν έκλειε, στον νουν του μεριμνώντας

δρόμον ν’ ανοίξει ακίνδυνον του γέροντος Πριάμου,

χωρίς να ιδούν οι θυρωροί, να φύγει από τες πρύμνες.

Στην κεφαλήν του εστήθηκεν επάνω και του είπε:



«Ω γέρε, πόσο αμέριμνα στην μέσην των εχθρών σου

κοιμάσαι αφού σ’ εθάρρεψε το έλεος του Αχιλλέως.

Μ’ άπειρα λύτρα ελύτρωσες το ποθητό παιδί σου.

Αλλά για σένα ζωντανόν και τρίδιπλα θα δίδαν

τα τέκνα οπού σου έμειναν, εάν ο Αγαμέμνων

και όλ’ οι άλλοι Αχαιοί πως είσ’ εδώ γνωρίσουν.».



Φοβήθηκε κι εσήκωσεν ο γέρος τον Ιδαίον.

Κι έζεψ’ ο Ερμής τες άμαξες κι εκείνος οδηγούσε

εις τον στρατόν ανάμεσα, χωρίς να ιδεί κανένας.

Και όταν στον Ξάνθον έφθασαν, διογέννητο ποτάμι,

ο Ερμής οπίσω εγύρισε στες κορυφές του Ολύμπου,



και η χρυσόπεπλη Ηώς την γην εφώτιζ’ όλην,

κι εκείνοι με το λείψανο που εφέρναν τα μουλάρια

με δάκρυα, με ξεφωνητά τραβούσαν προς την πόλην

και δεν τους νόησε κανείς παρ΄η Κασσάνδρα μόνη,

η κόρη οπού της χρυσής ομοίαζε Αφροδίτης.



Είχε ανεβεί στην Πέργαμον κι εκείθ’ είδε στ’ αμάξι

τον ποθητόν πατέρα της μαζί με τον Ιδαίον,

και ως είδε τον κειτάμενον στο νεκρικό του στρώμα

μες στ’ άλλο αμάξι, έσκουζεν η κόρη και στην πόλην

έβαλε το ξεφωνητό: «Ω Τρώισσες, ω Τρώες,

κοιτάτ’ εκεί τον Έκτορα που άλλοτε απ’ την μάχην

να σας γυρίζει ζωντανός ευφραίνετο η καρδιά σας

οπού τον είχεν ο λαός χαρά κι ελπίδα μόνην.».



Τότε ψυχή δεν έμεινε στην πόλην, μήτε άνδρας,

μήτε γυναίκα ότι σφοδρός τους συνεπήρε ο πόνος.



Και τον νεκρόν προϋπάντησαν εκεί σιμά στην πόλην.

Πρώτη η γυνή του εχύθηκε στ’ αμάξι κι η μητέρα

την κεφαλήν του αγκάλιαζαν, εκλαίαν, εμαδιόνταν,

και ο λαός ακίνητος ολόγυρα εθρηνούσε.

Και ο ήλιος θα εβασίλευε και ακόμη αυτόν θα κλαίαν

τον πεθαμένον Έκτορα εκεί εμπρός στες πύλες,

αν απ’ τ’ αμάξι ο γέροντας δεν έλεγε στα πλήθη:



«Τόπον στες μούλες κάμετε. Κατόπι αφού στο σπίτι

τον φέρω, ξεθυμαίνετε τον πόνον της ψυχής σας.».





Και ως είπ’ εκείνοι εχώρισαν τ’ αμάξι να περάσει.

Και αφού στα ωραία δώματα το λείψανο ανεβάσαν

στην  κλίνην το απόθεσαν, κι εκάθισαν στο πλάγι

τους θρηνωδούς, το θλιβερό τραγούδι ν’ αρχινήσουν.



Και αντιφωνούσαν κλαίοντας στον θρήνον οι γυναίκες.

Και η λευκοχέρ’ αρχίνησε τον θρήνον Ανδρομάχη

στην κεφαλήν του Έκτορος, απλώνοντας τα χέρια:



«Άνδρα μου, νέος πέθανες, κι εμέν’ αφήνεις χήραν

στο σπίτι με το τρυφερό παιδί που εμείς οι δυο

οι άμοιροι εγεννήσαμεν. Και δεν θα μεγαλώσει

ωιμένα, ότι γρήγορα τούτη θα πέσ’ η πόλη

τώρα που εσύ χάθηκες, ο στύλος της, η ασπίδα,

που τα παιδιά της έσωζες και τες σεμνές μητέρες,

που γρήγορα στα πλοία τους θενά μας ρίξουν όλες

και συ μαζί μου, τέκνον μου, θα είσαι να δουλεύεις

με κόπον σ’ έργα ουτιδανά καταδυναστευμένος

κάτω από κύριον σκληρόν, αν πρωτα δεν σε ρίξει

από του πύργου την κορφήν να κακοθανατίσεις

κανείς οπού του εφόνευσεν ο Έκτωρ τον πατέρα,

τον αδελφόν ή το παιδί, διότι από το χέρι

εκείνου πλήθος Αχαιών εδάγκασαν το χώμα.



Ότι ο πατέρας σου απαλός στον πόλεμον δεν ήταν.

Για τούτο σήμερα ο λαός ολόκληρος τον κλαίγει,

και λύπη θα’σαι αμίλητη, ω Έκτορ, στους γονείς σου,

μόν’ άλλος είναι ο πόνος μου. Στην κλίνην σου, ω γλυκέ μου,

δεν πέθανες, το χέρι σου στο χέρι μου ν’ απλώσεις,

και κάποιον λόγον φρόνιμον να βάλεις στην καρδιά μου

ημέρα νύκτα μες στο νου να το’χω και να κλαίω.».



Και με τον θρήνον πόκαμνε στενάζαν οι γυναίκες

και ανάμεσόν τους άρχισε κι η Εκάβη να θρηνήσει:



«Έκτορ, ω το ακριβότερο απ’όλα τα παιδιά μου,

και όταν μου εζούσες, οι θεοί, γλυκέ μου, σ’ αγαπούσαν

και τώρα μες στον θάνατον ακόμη σε λυπούνται.



Τ’ άλλα παιδιά μου, όσα’πιανεν ο γρήγορος Πηλείδης

απόπερ’ απ’ την θάλασσαν στα ξένα τα επουλούσε

στην Λήμνον την σκοταδερή, στην Σάμον και στην Ίμβρον.

Και συ αφού σ’ ενέκρωσεν η λόγχη του και γύρω

του φίλου οπού του εφόνευσες τον τάφον σ’ έχει σύρει,

και όμως με αυτό δεν έκαμε τον φίλον ν’ αναζήσει,

εμπρός μου τώρα δροσερός και ανέγγιχτος στο σπίτι

κείτεσαι, ωσάν τον άνθρωπον που την ψυχήν του επήρε

ο Φοίβος ο αργυρότοξος με τ’ άλυπά του βέλη.».



Και η κλάψα της εσήκωσε γύρω οδυρμόν και θρήνους.



Και τρίτ’ η Ελένη άρχισε τον θρήνον της κι εκείνη:



«Ω Έκτορ μου, ο ακριβότερος των αδελφών του ανδρός μου,

κι είν’ άνδρας μου ο θεόμορφος Αλέξανδρος που εμένα

εδώ στην Τροίαν έφερε. Να’χα πεθάνει πρώτα.

Χρόνοι επεράσαν είκοσιν αφ’ ότου εκείθεν ήλθα

και άφησα την πατρίδα μου. Και απ’ τα δικά σου χείλη

λόγον ποτέ δεν άκουσα κακόν να με πικράνει.



Και αν κάποιος απ’ τους αδελφούς ή από τες αδελφές σου

ή από τες συννυφάδες μου με απόπαιρνεν ή ακόμη

η πεθερά μου – ο πεθερός με αγάπα ωσάν πατέρας –

συ μόνος τον ημέρωνες με λόγια μελωμένα

με την αγαθοσύνην σου. Για τούτο σένα κλαίω

και αντάμα εμέ την άμοιρην και σχίζεται η καρδιά μου.

Ότι κανείς δεν μόμεινεν εις όλην την Τρωάδα

να είναι φίλος της καρδιάς και μ’ αποστρέφοντ’ όλοι.».



Και ως έκλαιε τριγύρω της εστέναζαν τα πλήθη.

Και τότε ο γέρος Πρίαμος επρόσταξε στα πλήθη:



«Στην πόλην, Τρώες, φέρετε τα ξύλα, μη φοβείσθε

καρτέρι από τους Αχαιούς. Μου έταξε ο Πηλείδης

όταν από τες πρύμνες του αυτός μ’ επροβοδούσε,

πριν φέξ’  δωδεκάτη αυγή να μη μας πολεμήσει.».



Και αυτοί τες μούλες έζεψαν στ’ αμάξια και τους ταύρους

και με σπουδήν συνάχθηκαν εμπρός στην πόλην όλοι

κι εννιά ημέρες έφερναν από το δάσος ξύλα.



Και άμα η δεκάτη εφάνη αυγή τον κόσμον να φωτίσει

τότ’ έβγαλαν τον Έκτορα και κλαίοντας τον θέσαν

εις της πυράς την κορυφήν, κατόπι την ανάψαν.



Και άμα η ροδοδάκτυλη Ηώς στον κόσμο εφάνη,

εις την πυράν ολόγυρα του Έκτορος του ανδρείου

όλος συνάχθηκε ο λαός κι άφθονο πρώτα εχύσαν

κρασί μες στην πυρκαϊά και την εσβήσαν όλην

ως κει που εβόσκησε η φωτιά, κι οι αυτάδελφοι και οι φίλοι

κατόπιν όλα εσύναξαν τα άσπρα κόκαλά του,

κι ετρέχαν δάκρυα θερμά από τα μάγουλά τους.



Και μέσα εις χρυσήν λάρνακα τα εθέσαν κατόπι

με πορφυρά και μαλακά σεντόνια τυλιγμένα.



Κατόπι τα εκατέβασαν μες στο βαθύ κιβούρι

κι επάνω εστοίβασαν πυκνά λιθάρια και μεγάλα

και αφού τάφον εσήκωσαν με χώματα εκαθόνταν

φύλακες απ’ τους Αχαιούς το μνήμα να φρουρήσουν.



Και αφού το μνήμα ετοίμασαν, συναθροισθήκαν όλοι

με τάξιν και εκάθησαν στο θαυμαστό τραπέζι

μέσα στα υψηλά δώματα  του σεβαστού Πριάμου.



Αυτός του ανδρείου Έκτορος ο ενταφιασμό εγίνη.-

Πηγή - Σχόλια - Αρχαίο Κείμενο ΕΔΩ
Μετάφραση Ιάκωβου Πολυλά

Αντώνης Σαμαράκης (1919-2003)

«Το άγγελμα της ημέρας»

Μην πεις ποτέ σου: «Είναι αργά!» κι αν χαμηλά έχεις πέσει. κι αν λύπη τώρα σε τρυγά κι έχεις βαθιά πονέσει.

Κι αν όλα μοιάζουν σκοτεινά κι έρημος έχεις μείνει. μην πεις ποτέ σου: «Είναι αργά!» -τ' ακούς;- ό,τι  κι αν γίνει

 
 
𝓜πάμπης 𝓚υριακίδης