Ο Μικρός Πρίγκιπας: «Αντίο», είπε η αλεπού. «Να το μυστικό μου. Είναι πολύ απλό: Μόνο με την καρδιά βλέπεις αληθινά. Την ουσία δεν τη βλέπουν τα μάτια»

Μολιέρος (Molière)

«Ο Ταρτούφος» (1664)

Μολιέρος (Molière)

«Ο κατά φαντασίαν ασθενής» (1673)

Μολιέρος (Molière)

«Ο αρχοντοχωριάτης» (1670)

Μολιέρος (Molière)

«Ντον Ζουάν» (1665)

Ουίλλιαμ Σαίξπηρ

«Όνειρο Θερινής Νυκτός»

Ουίλλιαμ Σαίξπηρ

«Ρωμαίος και Ιουλιέτα»

Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα

«Ματωμένος Γάμος»

Αντουάν Ντε Σαιντ- Εξυπερύ

«Ο μικρός πρίγκηπας»

Αντόν Τσέχωφ

«Ένας αριθμός»

Ντάριο Φο

«Ο τυχαίος θάνατος ενός Αναρχικού»

Ευγένιος Ιονέσκο

«Ρινόκερος»

Έντγκαρ Άλαν Πόε

«Ιστορίες αλλόκοτες»

Μπέρτολτ Μπρεχτ

«Αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι»

721 Ποιητές - 8.160 Ποιήματα

Επιλογή της εβδομάδας..

Οδυσσέας Ελύτης, «Το Μονόγραμμα»

Θά πενθώ πάντα -- μ’ακούς; -- γιά σένα, μόνος, στόν Παράδεισο Ι Θά γυρίσει αλλού τίς χαρακιές  Τής παλάμης, η Μοίρα, σάν κλειδούχο...

Ομήρου Ιλιάδα, «Ραψωδίες Ν Ξ Ο Π» 4ο Μέρος


ΙΛΙΑΔΟΣ - ΡΑΨΩΔΙΑ Ν΄
Η Μάχη στα Πλοία


Και ο Ζευς, αφού τον Έκτορα στα πλοία και τους Τρώας

εσίμωσε, τους άφησε να’χουν πολέμου αγώνα

αδιάκοπον κι εγύριζε τα φωτερά του μάτια

στην γην των ιππικών Θρακών και των Μυσών ανδρείων,

όπου οι λαμπροί ’ναι Ιππημολγοί, θνητοί γαλατοφάγοι,

και ο δικαιότατος λαός των σεβαστών Αβίων.

Ουδέ στην Τροίαν έστρεφε τα φωτερά του μάτια,

ότι δεν έλπιζε ποτέ κανείς των αθανάτων

να κατεβεί συμβοηθός των Αχαιών ή Τρώων.



Το νόησεν ο Ποσειδών, που εκάθονταν κι εθώρα

την μάχην απ’ την κορυφήν της δασωμένης Σάμου

της Θράκης, όθεν φαίνονταν τ’ όρος της Ίδης όλο

και τ’ άρμενα των Αχαιών και η πόλις του Πριάμου.

Εκεί, μέσ’ απ’ την θάλασσαν, ανέβη κι εκαθόνταν

και πόνον δια τους Αχαιούς, που εσύντριβαν οι Τρώες,

μέσα η ψυχή του αισθάνετο και πάθος προς τον Δία.



Απ’ τ’ άγριον όρος με γοργά πατήματα εκατέβη,

και κάτω απ’ τα αθάνατα πόδια του Ποσειδώνος

όλα τα όρη απέραντα και όλα τα δάση ετρέμαν.

Έκαμε τρία διάσκελα, στο τέταρτο είχε φθάσει

εις τες Αιγές, που ολόλαμπρα, στα βάθη εκεί του κόλπου,

άφθαρτα δώματα χρυσά του ευρίσκονται κτισμένα.

Κι έζεψε εκεί στην άμαξαν τα ορμητικά πουλάρια

χαλκόποδα, χρυσότριχα, και αυτός χρυσάφι εζώσθη,

έπιασε μάστιγα χρυσήν, ανέβηκε στον θρόνον,

και οδήγησε στην θάλασσαν τους ίππους. Και αποκάτω

άμα τον βασιλέα τους ενόησαν, σκιρτούσαν

τα κήτη απ’ όλους τους βυθούς, και από χαράν εμπρός του

η θάλασσα εχωρίζετο και τ’ άλογα επετούσαν

ψηλά, χωρίς να νοτισθεί το χάλκινον αξόνι.

Και ως αστραπή τον έφεραν στων Αχαιών τα πλοία.



Υπάρχει μέγα σπήλαιον, στα βάθη εκεί του κόλπου,

στην Τένεδον ανάμεσα και στην τραχείαν Ίμβρον.

Κει μέσ’ αφού τους ξέζεψεν, ο Ποσειδών τους ίππους

έστησε και τους έβαλε να φάγουν αμβροσίαν.

Μ’ άλυτα πέδικλα χρυσά τους έδεσε στον τόπον

ασύντριφτα, να καρτερούν εκεί τον κύριόν τους,

και στον στρατόν των Αχαιών εκίνησε να φθάσει.

Και με τον βρόντον της φωτιάς ή της ανεμοζάλης

κινούντο οι Τρώες όλοι ομού στον Έκτορα κατόπιν,

να πάρουν, καθώς έλπιζαν, των Αχαιών τα πλοία,

και όλους εκεί τους Αχαιούς να σφάξουν πολεμάρχους.

Αλλά μέσ’ απ’ την θάλασσαν ως ήλθε  ο κοσμοσείστης

εγκάρδιωνε τους Αχαιούς. Του Κάλχαντος ωμοιώθη

στο σώμα, στην ακούραστην φωνήν, κι εστράφη πρώτα

στους Αίαντας, που ολόψυχα στην μάχην ήδη ορμούσαν:

«Σεις τον λαόν των Αχαιών θα σώσετε ω γενναίοι,

αν την ανδράγαθην ψυχήν δεν σας παγώνει ο φόβος.

Ουδ’ αλλαχού φοβούμ’ εγώ, την δύναμιν των Τρώων,

που ομού τα τείχη ανέβηκαν, να κατεβούν στα πλοία,

ότ’ οι ανδρείοι Δαναοί θαρρώ θα τους κρατήσουν.



Αλλά τρομάζω μη κακό μεγάλο εκεί μας έβρη,

που είν’ ο Έκτωρ αρχηγός και ωσάν φωτιά μανίζει,

και του Διός καυχάτ’ υιός του μεγαλοδυνάμου.

Άμποτε κάποιος των θεών τον νουν να σας φωτίσει

και σεις να μάχεσθ’ ανδρικώς και να θαρρύνετ’ άλλους,

και τότε θα τον διώχνετε μακράν από τα πλοία,

και αν την ορμήν του εκίνησεν ο ίδιος ο Κρονίδης.».



Είπε, και με το σκήπτρο του τους έπληξε και ανδρείαν

αδάμαστην τους γέμισεν ο μέγας κοσμοσείστης,

κι ελάφρωνε παντού τα λυγερά τους μέλη.



Κι έπειτα ωσάν ταχύπτερο γεράκι, που απ’ την άκρην

υψηλού βράχου γλιστερού πετιέται στην πεδιάδα,

άλλο πουλί, που ξάνοιξε μακράν, να κυνηγήσει,

ομοίως έφυγε απ’ αυτούς ο μέγας κοσμοσείστης.



Πρώτος τον νόησε ο ταχύς Οϊλιάδης Αίας

κι εστράφη προς τον Αίαντα τον Τελαμωνιάδη:

«Ω Αίας, κάποιος των θεών των Ολυμποκατοίκων,

με την μορφήν του μάντεως κινεί μας εις την μάχην.

Δεν είναι ο Κάλχας, όχι, αυτός, ο θείος χρησμολόγος.

Τα θεία χνάρια καθαρά του είδα και τα σκέλη

ως έφυγε. Και τους θεούς ευκόλως διακρίνεις.

Και μές στα στήθη μου η ψυχή ν’ αγωνισθώ στην μάχην

ζητεί με ορμήν σφοδρότερην και κρατημόν δεν έχουν

επάνω δω τα χέρια μου και οι πόδες μου αποκάτω.».



Και προς αυτόν απάντησεν ο Τελαμώνιος Αίας:



«Όμοια κι εμέν’ ακράτητα τα χέρια μου την λόγχην

σφίγγουν, η ανδρειά μου εξύπνησεν, οι πόδες αποκάτω

εμπρός με σπρώχνουν, και ζητώ και μόνος ν΄αντικρίσω

τον Έκτορα στον πόλεμον, μ’ όσην ορμήν και αν έχει.».



Τούτα ενώ έλεγαν αυτοί κα τους χαροποιούσε

ορμή πολέμου, οπού θεός τους άναψε εις τα στήθη,

τους άλλους όπισθε Αχαιούς κινούσε ο κοσμοσείστης,

που έπαιρναν ανάσασιν σιμά στα γοργά πλοία.

Από τον μέγαν κάματον τα μέλ’ είχαν κομμένα

και την ψυχήν περίλυπην να βλέπουν έμπροσθέν τους

από το τείχος όλοι ομού να ροβολούν οι Τρώες.



Τους βλέπαν, και απ’ τα μάτια τους τα δάκρυα ξεχειλίζαν

και να σωθούν δεν έλπιζαν. Αλλ’ ήρθε ο κοσμοσείστης

και τες ανδρείες φάλαγγες εβάλθη να εμψυχώσει.

Τον Τεύκρον πρώτα εσίμωσε, κατόπιν και τους άλλους,

Πηνέλαον, Δηίπυρον, Θόαντα, Μηριόνην,

Αντίλοχον και Λήιτον, τους πρώτους πολεμάρχους.

Παρακινώντας έλεγεν: «Αχ! εντροπή σας, άνδρες,

του Άργους νέοι μαχηταί, σ’ εσάς το θάρρος έχω,

αν πολεμήσετ’ ανδρικά, να σώσετε τα πλοία,

αλλ’ αν δειλιάσετε και σεις, εφάν’ η μέρα πλέον

τούτη τον άκρον όλεθρον να πάθουμε απ’ τους Τρώας.

Ω, μέγα θαύμα φοβερό τα μάτια τούτα βλέπουν,

οπού ποτέ μου να συμβεί δεν έλεγα. Να ορμήσουν

οι Τρώες εις τα πλοία μας, κι εκείνοι ως τώρα ομοιάζαν

δειλόψυχα ελαφόπουλα, που θα τα φάγουν λύκοι,

αγριόσκυλ’ ή λεόπαρδοι, καθώς μέσα στα δάση

με την καρδιάν απόλεμην χαμένα παραδέρνουν.



Όμοια κι οι Τρώες πρότερα των Αχαιών την ρώμην

ν’ αντισταθούν ουδέ στιγμήν ποσώς δεν ετολμούσαν.

Τώρ’ απ’ την πόλιν τους μακράν μάχοντ’ εδώ στα πλοία,

διότι εμωράνθη ο βασιλεύς κι εχαύνωσαν τα πλήθη

και πεισμωμένοι προς αυτόν να σώσουν τα καράβια

δεν θέλουν, αλλ’ ελεεινά φονεύονται σιμά τους.

Και αν αίτιος είναι ο κραταιός Ατρείδης Αγαμέμνων

τωόντι διότι επρόσβαλε τον μέγαν Αχιλλέα,

δια τούτο εμείς τον πόλεμον θ’ αφήσωμεν, ω φίλοι;

Είν’ ώρα να διορθώνωμεν εμείς τα σφάλματά μας,



και δέχονται διόρθωσιν τα στήθη ανδρών γενναίων

σας κάμνει πλέον όνειδος ν’ αφήνετε την μάχην

εσείς οι πρώτοι του στρατού. Κι εγώ δεν θα οργιζόμον

ποσώς προς άνδρα ελεεινόν, αν έφευγε απ’ την μάχην.

Αλλά δια σας πόνον και οργήν αισθάνεται η ψυχή μου.

Μη το κακόν αυξήσετε με αυτήν την χαύνωσίν σας,

ας εντραπεί καθένας σας και τ’ όνειδος του κόσμου

ας αισθανθεί. Και φοβερός άναψε τώρ’ αγώνας.

Ο ανδρείος Έκτωρ πολεμεί σφοδρώς σιμά στα πλοία

κι ήδη τες πύλες έσπασε και τον μεγάλον σύρτην.».

Αυτούς εμψύχωσ’ ο θεός. Ωστόσο των Αιάντων

οι φάλαγγες ορθώνονταν δεινές, που να τους βλέπει

η φιλοπόλεμη Αθηνά θα εθαύμαζε κι ο Άρης.

Οι πρώτοι αυτού των Αχαιών ακλόνητοι εδεχόνταν

τους Τρώας με τον Έκτορα, και φράκτην από ασπίδες

και από κοντάρια μόρφωσαν. Κράνος αυτού με κράνος,

με ασπίδ’ ασπίδα στηρικτά θωρούσες, και άνδρα μ’ άνδρα.

Και ως κλίναν έσμιγαν λαμπρές οι περικεφαλαίες

την χαίτην τους. Τόσο στενά τεθήκαν μεταξύ των.



Και ως τα κοντάρια τίναζαν στες τολμηρές παλάμες

τα ελύγιζαν και ολόψυχα την μάχην εδιψούσαν.

Σύσσωμ’ οι Τρώες έπεσαν εμπρός και ο Έκτωρ πρώτος

ορμούσε αντίκρυ, όπως τρανό λιθάρι που από φρύδι

βουνού ποτάμι ξέχειλο με βροχερές πλημμύρες

το αμπώθει κάτ’ ως έσπασε τα δέματα των βράχων.

Ψηλά σκιρτώντας ροβολά και όλο βροτά το δάσος.

Κι εκείνο τρέχει ανέμποδον, ώσπου το σιάδι φθάνει

και τότ’ η ορμή του σβήνεται. Και ο Έκτωρ παρομοίως

φοβέριζε στην θάλασσαν φονεύοντας να φθάσει

των Αχαιών απ’ τες σκηνές περνώντας και απ’ τα πλοία.

Αλλά στες πυκνές φάλαγγες ως έπεσε κι εγγύς των

επροχωρούσε, στάθηκε, κι ενάντια του με ξίφη

και με κοντάρια δίστομα μακριά των τον εδιώχναν

οι Αχαιοί. Τινάχθηκεν αυτός κι εσύρθη οπίσω

και προς τους Τρώας φώναξε παντού να τον ακούσουν:

«Τρώες, Λύκιοι, Δάρδανοι και σεις κονταρομάχοι

σταθείτε αυτού. Και αν πυργωτοί τες τάξες των εκλείσαν,

οι Αχαιοί πολύν καιρόν εμέ δεν θα κρατήσουν.

Θα τους σκορπίσ’ η λόγχη μου, αν των θεών ο πρώτος

μ’ ενίκησε, ο βαρύκτυπος ομόκλινος της Ήρας.».



Είπε, και εις όλους άναψε το θάρρος της ανδρείας.

Και μεταξύ τους μ’ έπαρσιν προχώρει ο Πριαμίδης

Δηίφοβος την κυκλωτήν προβάλλοντας ασπίδα

και διασκελούσεν ελαφρά μ’ εκείνην σκεπασμένος.

Με ακόντι τον σημάδευσεν αντίκρυ ο Μηριόνης.

Δεν έσφαλεν, αλλ’ έβρηκε την ταύρινην ασπίδα

και δεν την διεπέρασε και το μακρύ κοντάρι

κατω απ’ την λόγχην κόπηκε. Κι εκείνος την ασπίδα

εμάκρυνε απ’ το σώμα του, του ανδρείου Μηριόνη

το λόγχισμα φοβούμενος. και τότ’ εσύρθη ο ήρως

στον λόχον των συντρόφων του, κι εχόλωσε η ψυχή του

ότι την νίκην έχασε και το κοντάρι εκόπη.

Κι εχύθη ευθύς διαβαίνοντας των Αχαιών τα πλοία

απ’ την σκηνήν άλλο μακρύ κοντάρι να σηκώσει.



κι άλλοι μ’ ατελεύτητην βοήν επολεμούσαν,

πρώτος ο Τεύκρος φόνευσε τον Ίμβριον, που ήταν γόνος

του πολυϊππου Μέντορος και αυτός πριν του πολέμου

έμεινεν εις το Πήδαιον, και την Μηδεσικάστην,

την κόρην είχε νυμφευθεί την νόθην του Πριάμου.

Και ότ’ έφθασαν των Δαναών τα ισόπλευρα καράβια

στην Ίλιον ήλθε κι έλαμπε με τους καλούς των Τρώων.

Και ο Πρίαμος στο σπίτι του τον έβεπε ως υιόν του.

Κάτω απ’ τ’ αυτί τον τρύπησεν ο Τεύκρος με την λόγχην

και οπίσω την ανέσπασεν. Και ως μέλεγος, που σ’ άκρην

όρους μακρόθεν φανερού χαλκός τον ξεριζώνει,

σμίγει με την γην κλίνοντας τα τρυφερά του φύλλα,

έπεσε αυτός κι εβρόντησαν επάνω τ’ άρματά του.



Κι επάνω του ως εχύνονταν να τον γυμνώσει ο Τεύκρος

ο Έκτωρ τον ακόντισε. Τον είδ’ αυτός και μόλις

εξέφυγε το χάλκινο κοντάρι. Τότ’ ο Έκτωρ

το τέκνον του Ακτορίωνος Κτεάτου μες στο στήθος

λόγχισε, τον Αμφίμαχον, που ορμούσεν εις την μάχην

και κάτω εβρόντησε νεκρός και ηχούσαν τ’ άρματά του.



Τον Έκτορα, ως εχύνετο το κράνος ν’ αφαιρέσει

του Αμφιμάχου, ελόγχισεν ο Τελαμωνιάδης.

Στην σάρκα όμως δεν έφθασεν. Ως τρομερά τον ζώναν

όλον τα χάλκιν’ άρματα. Μόνον μές στης ασπίδας

τον ομφαλόν τον κτύπησε, με δύναμιν μεγάλην

τον έσπρωξε, ώστ’ εσύρθη αυτός τω δύο νεκρών οπίσω,

και οι Δαναοί τους έσυραν. Ο Μενεσθεύς ο θείος

με τον Στιχίον, αρχηγοί κι οι δυο των Αθηναίων,

έφεραν εις τους Αχαιούς το σώμα του Αμφιμάχου.

Τον Ίμβριον οι Αίαντες, ως αίγα δυο λεοντάρια,

που από τους σκύλους άρπαξαν, την φέρνουν στα σαγόνια

κρατώντας την ψηλά απ’ την γην ανάμεσα στα δάση,

ομοίως τότ’ οι Αίαντες εκείνον εκρατούσαν

ψηλά. Και τον εγύμνωναν, και ο ήρως Οϊλιάδης

έκοψε από τον απαλόν λαιμόν του το κεφάλι,

τόσον πολύ τον χόλωσεν ο φόνος του Αντιμάχου,

και ως σφαίραν το εσφενδόνισεν ανάμεσα στα πλήθη.

Κι έπεσ’ εμπρός στου Έκτορος τα πόδια μες στο χώμα.



Και τότε οργήν αισθάνθηκεν ο Ποσειδών και πόνον

που ο ποθητός του ανεψιός φονεύθη στον αγώνα.

Κι εγύριζε των Αχαιών ανάμεσα στα πλοία

να τους θαρρύνει και όλεθρον των Τρώων να γεννήσει.





Ο δοξαστός Ιδομενεύς εκεί τον απαντούσε,

που ερχόταν από σύντροφον μ’ ακόντι λαβωμένον

στο γόνα και τον έφεραν οι σύντροφοι απ’ την μάχην.



Τον σύστησε στους ιατρούς και αυτός εις την σκηνήν του

επήγαινε ολοπρόθυμος να πολεμήσει ακόμη.

Εις αυτόν είπε ο Ποσειδών με την φωνήν που επήρε

του Ανδραιμονίδη Θόαντος, οπού στην Καλυδώνα

βασίλευε των Αιτωλών και στην Πλευρώνα όλων,

και τον τιμούσαν ως θεόν: «Ειπέ μου, Ιδομενέα,

ω βουληφόρε των Κρητών, οι τρομεροί τι εγίναν

φοβερισμοί που οι Δαναοί φοβέριζαν τους Τρώας;»



Και των Κρητών ο αρχηγός, ο Ιδομενεύς αντείπεν:



«Θνητός δεν πταίει, Θόαντα, κανείς, όσο γνωρίζω

εγώ, και όλ’ ηξεύρομεν το έργον του πολέμου.

Κανείς δεν ολιγοψυχεί, κανένας από φόβον

να ξετινάξει δεν ζητεί το βάρος του πολέμου.

Πλην θέλει ο μεγαδύναμος, ως φαίνεται, ο Κρονίδης

μακράν απ’ τ’ Άργος όλοι εδώ αδόξως να χαθούμε.

Αλλά συ, Θόαντ’, άφοβος πολεμιστής ως πρώτα

που και άλλους, αν τους έβλεπες οκνούς, παρακινούσες

σήκωνε τώρα την φωνήν τους άνδρες να εμψυχώσεις.».



Απάντησεν ο Ποσειδών σ’ αυτόν ο κοσμοσείστης:

«Ιδομενέα, μη ποτέ γυρίσει από την Τροίαν

και σκύλοι εδώ να τον χαρούν, εκείνος οπού αφήνει

την μάχην θεληματικώς εις τούτην την ημέραν.

Αλλ’ άμε, πάρε τ’άρματα, γύρισ’ εδώ να ιδούμε

ευθύς, αν κατορθώσουμε κάτι καλόν και μόνοι

και από δειλούς αν ενωθούν, κάποια γεννάται ανδρεία,

κι είμεθα εμείς και με καλούς καλοί να μετρηθούμε.».

Είπε, κι εχύθηκε ο θεός κει που βροντούσε η μάχη.



Και ως έφθασεν ο Ιδομενεύς στην εύμορφην σκηνήν του,

κι εζώσθη τα λαμπρ’ άρματα, κι επήρε δυο κοντάρια,

κι εκίνησεν ως κεραυνός, κι εφούκτωσε ο Κρονίδης

και απ’ τον φωτερόν Όλυμπον ετίναξε να δείξει

μέγα σημείον των θνητών, και πέρ’ αστράφτει η λάμψις.

Όμοια κι εκείνου ως έτρεχεν ελάμπαν τ’ άρματά του.

Και ακόμη στην σκηνήν εγγύς τον ήβρε ο Μηριόνης

ο ακόλουθός του ως πήγαινεν άλλην να πάρει λόγχην.

«Υιέ του Μόλου αδάμαστε», του είπε ο Ιδομενέας,

«ω ποθητέ μου όσο κανείς των φίλων, Μηριόνη,

πώς  εδώ ήλθες και άφησες τον ιερόν αγώνα;

Μη βέλος σ’ εύρηκε πικρό κι η άκρη του σε σφάζει;

Ή μηνυτής μου έρχεσαι, διότι ούδ’ εγώ θέλω

αργός να μείνω εις τες σκηνές, αλλά να πολεμήσω.».



Και προς αυτόν ο συνετός αντείπε Μηριόνης:



«Ω Ιδομενέα, των Κρητών χαλκοχιτώνων πρώτε,

ήλθα να πάρω, αν σου’μεινε εις τες σκηνές κανένα

κοντάρι, ότι μου εκόπηκεν εκείνο που εφορούσα,

του υπερηφάνου ως κτύπησα Δηιφόβου την ασπίδα.».



Και των Κρητών ο αρχηγός ο Ιδομενεύς αντείπεν:



«Κοντάρι’ αν θέλεις κι είκοσι θα έβρης στην σκηνήν μου

στον λαμπρόν τοίχον στυλωτά, των Τρώων, που φονεύω

άρματα αιματοστάλακτα, διότι εγώ να κάμνω

με τους εχθρούς τον πόλεμον δεν συνηθώ μακρόθεν,

όθεν κοντάρια, κόρυθες και ομφαλωτές ασπίδες

και ακτινοβόλοι θώρακες μου υπάρχουν φυλαγμένοι.».

Και προς αυτόν ο συνετός αντείπε Μηριόνης:



«Πολλά ’χω λάφυρα κι εγώ παρμέν’ από τους Τρώες

εις την σκηνήν. Αλλά σιμά δεν είναι να τα λάβω.

Ότι ουδ’ εμέ δεν άφησε, πιστεύω, η πρωτη ανδρεία.

Και όταν ανάφτει λυσσερό το πείσμα του πολέμου

στην μάχην, δόξαν των ανδρών, προβάλλω με τους πρώτους

κι εάν κανείς των Αχαιών χαλκοχιτώνων άλλος

τούτο δεν ξεύρει, καν εσύ, θαρρώ να το γνωρίζεις.».

Και των Κρητών ο αρχηγός: «Πόσον γενναίος είσαι

το ξεύρω. Να το λέγεις συ ποσώς δεν είναι ανάγκη.

Διότι αν εκλεγόμασθεν οι πρώτοι πολεμάρχοι

δια το καρτέρι, όπ’ άσφαλτα διακρίνετ’ η ανδρεία

όπου ο δειλός γνωρίζεται και δείχνεται ο γενναίος –



του ανάνδρου βλέπεις τη θωριά να συναλλάζει χρώμα,

δεν τον αφήν’ η αστήρικτη ψυχή του να ησυχάζει,

αλλά στες δυο φτέρνες του συχνά καθίζει επάνω,

σφόδρα η καρδιά του βροντά στα στήθη, ως βλέπει εμπρός του

τες μοίρες, και τα δόντια του τριζοκοπούν στο στόμα.





Αλλ’ ο γενναίος την θωριά δεν άλλαξε, αλλά μένει

εις την καθίστραν άφοβος με τους ανδρειωμένους

και ολόψυχα παρακαλεί πότε ν’ αρχίσει η μάχη. –

Και μήδ’ αυτού δεν θα’ψεγε κανείς την δύναμίν σου.

Διότι αν λόγχη σ’ έβρισκε μαχόμενον ή ξίφος

μήτε στο ζνίχι θα’πεφτε το βέλος ή στην πλάτην,

αλλά στα στήθη θα’πληκτεν εμπρός ή την γαστέρα,

ως πρόθυμος θα πρόβαλλες μες στους συντρόφους πρώτος.

Αλλ’ ας μη στέκωμεν εδώ σα νήπια μωρολόγα

μήπως απότολμος κανείς πικρά μας ονειδίσει.

Αλλ’ άμε, πάρε απ’ την σκηνήν το στερεό κοντάρι.».



Είπεν αυτά και ο ισόπαλος του Άρη Μηριόνης

γρήγορα επήρε απ’ την σκηνήν το χάλκινο κοντάρι

κι έτρεξε πάλι όλος φωτιά προς τον Ιδομενέα.



Ο Άρης ως ο φονικός ορμά στην μάχη κι έχει

σιμά τον Φόβον, δυνατόν κι ατρόμητον υιόν του,

που και τον γενναιότερον πολεμιστήν φοβίζει.

Από την Θράκην έρχονται και οι δυο θωρακοφόροι

στων Φλεγυών τον ανδρικόν λαόν ή των Εφύρων.

Και αυτών δεν στέργουν τες ευχές και εις άλλους δίδουν νίκην.

Ομοίως μ’ άρματα λαμπρά  στην μάχην κατεβαίναν

οι πολεμάρχ’ Ιδομενεύς ομού και Μηριόνης.



«Ω Δευκαλίδην», του’λεγεν ο Μηριόνης πρώτος,

«πόθεν στα πλοία του στρατού να προχωρήσεις θέλεις.

Στο δεξιόν, στο μεσινόν ή στ’ αριστερό μέρος;

Ότι εκεί πλέον παρ’ αλλού, θαρρώ, στενοχωρούνται

οι ανδρειωμένοι Δαναοί απ’ των εχθρών τα πλήθη.».




Και των Κρητών ο αρχηγός αντείπ’  ο Ιδομενέας:



«Στην μέσην και άλλοι μάχονται να σώσουν τα καράβια,

και πολεμούν οι Αίαντες  και ο Τεύκρος, φημισμένος

τοξότης, και από σύνεγγυς πολεμιστής ανδρείος.



Θα τον χορτάσουν πόλεμον, μ’ όσην και αν έχει ανδρείαν,

τον Πριαμίδην Έκτορα. Άκρον θα έχει αγώνα

την δύναμιν ασύντριφτην κλονώντας των ηρώων

να κάψει τα καράβια μας. Έξω αν θελήσει ο Δίας

δαυλόν ο ίδιος εις αυτά να βάλει φλογοβόλον.

Ότ’ εις θνητόν πόχει τροφήν της Δήμητρας το δώρον,

οπού χαλκός και φονικά λιθάρια τον λαβώνου,

τόπον δεν κάμνει ο φοβερός υιός του Τελαμώνος,

ουδέ στον σπάστην των ανδρών λεοντόψυχον Πηλείδην

θα υποχωρούσε, αν τύχαινε, και στην σταδίαν μάχην.

Ότι στον δρόμον δεν νικά κανείς τον Αχιλλέα.

Αλλά της μάχης κίνησε στ’ αριστερά, να δείξει

αν άλλους θα δοξάσωμεν ή εμείς θα δοξασθούμε.».

Είπε κι εκίνησεν εμπρός ο ανδρείος Μηριόνης

ως εις το μέρος του στρατού που είπ’ ο Ιδομενέας.

Και άμα τον είδαν φοβερόν ως φλόγα να προβάλει

κλεισμένος στα λαμπρ’ άρματα με τον ακόλουθόν του,

επάνω του αλαλάζοντας εχύθηκαν οι Τρώες

και αγώνας άρχισε σφοδρός αυτού σιμά στες πρύμνες.

Και ως έξαφνα φυσομανούν πολλών ανέμων ζάλες

σ’ ημέρες που ο κονιορτός επλήθυνε στους δρόμους

και τον σηκώνουν όλοι ομού σαν νέφος στον αέρα

όμοια κι εκείνοι αντίμαχα κτυπιόνταν διψασμένοι

καθείς μ’ ακονητόν χαλκόν τον άλλον να φονεύση.



Και ως λόγγος όλη αγρίωνεν η ανθρωποφθόρα μάχη

μακριά κοντάρια κοφτερά. Και οι λαμπρές ασπίδες

οι θώρακες νεοστίλβωτοι, τα σπιθοβόλα κράνη

τους οφθαλμούς εθάμπωναν με του χαλκού την λάμψιν

καθώς αυτοί συγκρούονταν. Και άσπλαχνος θα ήταν κείνος

που βλέποντας θα εχαίρονταν, αντί ν’ ακούσει πόνον.

Και τότε δυο κραταιοί διχόγνωμοι, του Κρόνου

τέκνα, οργανίζαν συμφορές εις τους ανδρειωμένους.



Των Τρώων και του Έκτορος νίκην να δώσει ο Δίας

ήθελε, τον γοργόποδα Πηλείδην να δοξάσει,

όχι ο λαός των Αχαιών ν’ αφανισθεί στην Τροίαν.

Αλλά την Θέτιν δόξαζε και τον σκληρόν υιόν της.

Και ο Ποσειδών τους Αχαιούς εμψύχωνεν, ως ήλθε

κρυφά μέσ’ απ’ την θάλασσαν, με πάθος προς τον Δία

και σπλάχνος δια τους Αχαιούς, που εσύντριβαν οι Τρώες,

και οι δυο μίαν γενεάν, την αυτήν ρίζαν είχαν.

Αλλ’ ήτ’ ο Ζευς ανώτερος στα χρόνια και στην γνώσιν,

δια τούτο εκείνος φανερά δεν έβγαινε βοηθός των,

αλλά κρυφά τους έσπρωχνε με την μορφήν ανθρώπου.

Και ιδού της δεινής έριδος και του πολέμου όμοιον

το δίκτυ επλέξαν τεντωτό στους δυο στρατούς επάνω

που άλυτο, ασύντριφτο, πολλούς αφάνισε ανδρειωμένους.

Και τότε με τους Δαναούς ο Ιδομενεύς, αν κι ήταν

μισοασπρομάλλης όρμησε κι εσκόρπισε τους Τρώας.



Τον Οθρυονέα φόνευσε, που απ’ τα Καβήσια μέρη

στην Τροίαν ήρθε, ως άκουσε την φήμην του πολέμου,

και του Πριάμου την καλήν απ’ όλες θυγατέρα,

Κασσάνδρα, νύμφην άπροικα ζητούσε κι έργον μέγα

υπόσχονταν, τους Δαναούς να διώξει από την Τροίαν.

Και ο γέρος Πρίαμος ρητώς την κόρην του υπεσχέθη.

Κι εκείνος εις τον λόγον του θαρρώντας πολεμούσε.

Τον λόγχισεν ο Ιδομενεύς ενώ με υψηλό βήμα

κινούσεν, ουδέ ο θώρακας εκράτησε την λόγχην

ο χάλκινος, κι η άκρη της του εμπήχθη  στην γαστέρα.



Χάμω με βρόντον έπεσε κι εκείνος εκαυχήθη:

«Οθρυονέα, των θνητών θα σε κηρύξω πρώτον,

αν όσ’ ανάλαβες σωστά τελειώσεις του Πριάμου,

αφού την θυγατέρα του κι εκείνος σου υποσχέθη.

Ομοίαν θα εκτελούσαμε κι εμείς υπόσχεσίν μας.

Απ’ τ’ Άργος θα σου φέρναμε του Ατρείδη θυγατέρα

στα κάλλη της ασύγκριτην, γυναίκα να την έχεις,

την πυργωμένην Ίλιον αν συ μας εκπορθήσεις.

Στες πρύμνες ακολούθα εμέ να ειπούμε δια τους γάμους,

να ιδείς τι δώρα νυφικά δίδομ’ εμείς γενναία.».

Είπε και τον ποδόσερνε στην ταραχήν της μάχης.

Κι εκείνου ευθύς εκδικητής ο Άσιος πεζός ήλθε

και οπίσω από τους ώμους του ρουθούνιζαν οι ίπποι,

και τους κρατούσ’ ο ηνίοχος. Και ως οδηγούσ’ εκείνος

να τον κτυπήσει επρόλαβεν ο Ιδομενεύς και κάτω

απ’ το πηγούνι επέρασεν η λόγχη τον λαιμόν του.

Κι έπεσεν, όπως πέφτει δρυς, ή λεύκα, ή φουντωμένος

υψηλός πεύκος, πόκοψαν τέκτονες εις τα όρη

μ’ αξίνες νεοτρόχιστες μ’ αυτό να στήσουν πλοίον.

Όμοια ξαπλώθη αυτός εμπρός εις το ζεμένο αμάξι

με βογγητό κι εφούκτωσε το αιματωμένο χώμα

και του ηνιόχου χάθηκαν τα λογικά και οπίσω

να στρέψει δεν ετόλμησε τους ίππους δια να φύγει

απ’ τους εχθρούς. Και ο δυνατός Αντίλοχος με λόγχην

στην μέσην τον περόνησε και του’σπασεν η άκρη

τον χάλκινον του θώρακα κι εμπήχθη στην γαστέρα.

Τους ίππους ο Αντίλοχος επήρε ο Νεστορίδης

μέσ’ απ’ τους Τρώας στον στρατόν των Αχαιών ανδρείων.

Λυπήθη δια τον Άσιον κι εμπρός του Ιδομενέως

εστήθηκε ο Δηίφοβος και ακόντισε με λόγχην.

Τον μάτιασε και ξεφυγε το χαλκοφόρο ακόντι

ο Ιδομενεύς και κάτωθεν απ’ την ασπίδα εκρύφθη

που από χαλκόν αστραφτερόν και δέρμα ταύρου εφόρει

στρογγυλωτήν με δυο λαβές καλά στερεωμένην.

Και όλος μαζεύθη μέσα της, κι επάνω απ’ την ασπίδα

που εβρόντησε ως την ξάκρισεν, επάταξεν η λόγχη.

Αλλ’ απ’ το χέρι το βαρύ δεν έφυγε η χαμένη.

Τον πολεμάρχον εύρηκεν Υψήνορα Ιππασίδην

εις το συκώτι κι έλυσεν ευθύς τα γόνατά του.

καυχήθηκε ο Δηίφοβος κι εκραύγασε μεγάλως:



«Ο Άσιος ανεκδίκητος δεν κείται, αλλά στον Άδη,

τον πυλωρόν, τον άσπονδον ως κατεβαίνει τώρα,

θα χαίρεται που προβοδόν του έστειλε η ψυχή μου.».

Το καύχημα του επλήγωσε τους Δαναούς κι εξόχως

τον ανδρικόν Αντίλοχον, αλλ’ αν και λυπημένος

στον ποθητόν του σύντροφον δεν έλειψε και ορμώντας,

εμπρός του με το σώμα του και την ασπίδα εστήθη.

Κι ο υιός του Εχίου Μηκιστεύς και ο Αλάστωρ, σύντροφοί του,

στους ώμους έφεραν αυτόν, οπού βαριά βογγούσε,

ως τα γοργά καράβια και ακράτητος ως φλόγα

ο Ιδομενεύς δεν έπαυε να θέλει ή να βυθίσει

κάποιον εχθρόν στα τάρταρα της γης, ή να βροντήσει

αυτός νεκρός μαχόμενος να σώσει τους Αργείους.



Και τότε τον Αλκάθοον, υιόν του Αισυήτου,

διθρέπτου ανδρός – εκτύπησε – κι ήταν γαμβρός του Αγχίση

κι είχε την Ιπποδάμειαν κόρην εκείνου πρώτην.

Κι ήταν η αγάπη του πατρός και της σεπτής μητρός της,

ότι από τις ομήλικες ασύγκριτη στο κάλλος

στα έργα ήταν και στον νουν. Δι’ αυτό και την νυμφεύθη

ο άνδρας ο εκλεκτότερος μες στην μεγάλην Τροίαν-





τον δάμασεν ο Ποσειδών εις τον Ιδομενέα.

Τους οφθαλμούς του εσκότισε, του σπέδισε τα μέλη

ώστε να φύγ’ ή να στραφεί στα πλάγια δεν εμπόρει.

Και ως έστεκε ακίνητος ως στήλ' ή δένδρον μέγα,

με λόγχην τον επλήγωσεν στο στήθος ο ανδρειωμένος

Ιδομενεύς, και του’σπασε τον χάλκινον χιτώνα

που έσκεπε το σώμα του, προφυλακή του ολέθρου.



Και κούφιο σπάσμ’ ακούσθη εκεί, που εσχίζετο απ’ την λόγχην.

Βρόντησε κάτω, εις την καρδιά του εμπήχθη μέσα η λόγχη

οπού σπαρνώντας τίναζε και την ουράν της όλην

και ο βαρύς Άρης έσβησεν εκεί την δύναμήν του.



Κι επάνω του κραυγάζοντας ο Ιδομενεύς καυχήθη:

«Σωστή σου φαίνεται αμοιβή, Δηίφοβε, η δική μας,

τρεις φονευμένοι αντί ενός; Ω τρομερέ, καυχάσαι

άδικα, αλλά προχώρησε και συ στήσου έμπροσθέν μου

ποίος απόγονος να ιδείς σας ήλθα εδώ του Δία

που γέννησε τον Μίνωα, της Κρήτης άρχον πρώτον,

και αυτός τον Δευκαλίωνα εγέννησε τον θείον,

και ο Δευκαλίων πάλι εμέ στην Κρήτην βασιλέα

ανδρών πολλών, και τώρα εδώ με φέραν τα καράβια

κακό σ’ εσέ και του πατρός και όλων ομού των Τρώων.».



Τον άκουσε ο Δηίφοβος κι εδίσταζε αν θα στρέψει

να πάρει κάποιον σύντροφον απ’ τους γενναίους Τρώας,

βοηθόν του ή και τον πόλεμον να δοκιμάσει μόνος

κι έκρινε αυτό καλύτερο, να υπάγει εις τον Αινείαν.

Τον εύρηκε να στέκεται μες στου στρατού την άκρην

ως είχε προς τον Πρίαμον θυμόν πάντοτ’ εκείνος,

διότι αν κι ήτο ανδράγαθος ποσώς δεν τον τιμούσε.

Του έλεγε ο Δηίφοβος: «Των Τρώων βουληφόρε,

Αινεία, τώρα εκδικητής να δράμεις του γαμβρού σου

χρεωστείς, εάν ο θάνατος του συγγενούς σε θλίβει.

Αλλ’ έλα τον Αλκάθοον μαζί να εκδικηθούμε,

όπου γαμβρός στα σπίτια σας σ’ έχει αναστήσει βρέφος.

Τον φόνευσεν ο Ιδομενεύς ο μέγας πολεμάρχος.».




Είπε και πόνον άκουσεν ο Αινείας κι επετάχθη

με ορμήν πολέμου ακράτητην προς τον Ιδομενέα.

Πλην τούτος δεν εδείλιασεν ως τρομερόν αγόρι,

αλλ’όπως χοίρος ορεινός με θάρρος στην ανδρειά του

σ’ έρημο μέρος καρτερεί πολλών ορμήν ανθρώπων,

καίουν τα μάτια του φωτιά, τα νώτα του αγριώνει

κι έτοιμος εις τον πόλεμον τα δόντια του ακονίζει

και άνδρες και σκύλους αψηφά. Παρόμοια καρτερούσε

ο ανδράγαθος Ιδομενεύς, επάνω του ως ερχόταν

ο Αινείας. Κι έσυρε φωνήν να κράξει τους συντρόφους

Ασκάλαφον, Δηίπυρον σιμά του και Αφαρέα

Μηριόνην και Αντίλοχον στον πόλεμον τεχνίτες.



Αυτούς καλούσε κι έλεγεν: «Βοηθάτε αγαπημένοι,

και μόνος είμαι. Τρομερά φοβούμαι τον ανδρείον

Αινείαν τον πτερόποδα, που ορμά να με χτυπήσει.

Στην μάχην είναι ακούραστος αυτός ανθρωποφόνος.

Έχει και της νεότητος το θάρρος και την ρώμην.

Αν είχα εγώ τα χρόνια του με τούτην την ψυχήν μου,

η νίκη γρήγορα σ’ εμέ θα τύχαιν’ ή σε κείνον.».

Είπε και αυτοί πλησίον του με μίαν γνώμην όλοι

εστήθηκαν, στους ώμους των φορώντας τες ασπίδες.

Και απ’ τ’άλλο μέρος έκραζεν ο Αινείας τους συντρόφος

Δηίφοβον και Πάριδα και Αγήνορα τον θείον,

που ήσαν των Τρώων αρχηγοί, μ’ αυτόν, και ακολουθούσαν

τα πλήθη, ωσάν τα πρόβατα κατόπι στο κριάρι,

όταν θα πιουν και την βοσκήν για το ποτάμι αφήνουν

και μέσα χαίρεται ο βοσκός. Παρόμοια τότ’ εχάρη

ο Αινείας στον πολύν λαόν, που τον  ακολουθούσε.



Και γύρω ες τον Αλκάθοον με μακριά κοντάρια

εκείνοι ορμήσαν, και ο χαλκός, καθώς αντικτυπούντο,

μες στον αγώνα φοβερά στα στήθη τους βροντούσε.

Και απ’ όλους δυο μαχηταί πλιότερα εμανίζαν,

ο Αινείας και ο Ιδομενεύς, ισόπαλοι του Άρη,

ο ένας τον άλλον μ’ άπονον χαλκόν να σχίσει πέρα.

Ο Αινείας πρώτος έριξεν εις τον Ιδομενέα.





Τον είδε αυτός κι εξέφυγε το χαλκοφόρο ακόντι.

Κι έπεσε τινακτά στη γη η λόγχη του Αινείου

ανώφελ’ αφού πέταξεν απ’ το βαρύ του χέρι

και τον Οινόμαον κτύπησε στην μέσην στην γαστέρα

ο Ιδομενεύς του έσχισε τον θώρακα ως τα σπλάχνα.

Στην σκόνην έπεσεν αυτός κι εφούκτωσε το χώμα.



Και ο Ιδομενεύς απ’ τον νεκρόν το μακρινό κοντάρι

έσυρε, αλλά δεν μπόρεσε και τ’ άρματα τα ωραία

να του αφαιρέσει, ότι πολλές τον εστενεύαν λόγχες.

Όταν την πρώτην δύναμιν τα πόδια του δεν είχαν

να ορμήσει προς την λόγχην του ή καν ν’ αναμερίσει.

Όθεν στρατός επάλαιεν να σώσει την ζωήν του,

και οι πόδες δεν είχαν ορμήν να φύγει από την μάχην.

Κι εκεί που αναχωρούσε αργά, του έριξεν ακόντι

ο Δηίφοβος, που πάντοτε του’χε χολήν και μίσος.

Όμως και τούτο του’σφαλεν. Και το βαρύ κοντάρι

στον ώμον τον Ασκάλαφον υιόν του Άρη εβρήκε.

Στην σκόνην έπεσεν αυτός κι εφούκτωσε το χώμα.

Και ο Άρης ο βροντόφωνος δεν είχε ακόμη γνώσιν,

ότι στην μάχην έπεσεν ο αγαπητός υιός του,

αλλά κλεισμένος κάθονταν, ως ήθελεν ο Δίας,

κάτω από σύγνεφα χρυσά στην κορυφήν του Ολύμπου,

όπου κι οι άλλοι αθάνατοι, μακράν από την μάχην.

Κι επάνω στον Ασκάλαφον απ’ τα δυο μέρη ορμήσαν.



Που ως άρπασ’ ο Δηίφοβος το κράνος του Ασκαλάφου

ο Μηριόνης πηδηκτά, σαν Άρης, τον επήρε

με λόγχην στον βραχίονα, και από το χέρι εκείνου

χάμω με βρόντον έπεσεν η περικεφαλαία.

Και ωσάν γεράκι εχύθηκε και πάλι ο Μηριόνης

κι έβγαλε απ’ τους βραχίονες την ρίζαν το κοντάρι

κι εσύρθη στους συντρόφους του. Κι εκείνον ο Πολίτης

αυτάδελφός του αγκαλιαστά τον πήρε του πολέμου

από την άχαρη βοήν στο μέρος όπου εμέναν

πίσω απ’ την μάχην τα γοργά πουλάρια του ζεμένα

στην τεχνικήν των άμαξαν  και τα’χε ο κυβερνήτης.



Κείνα στην μάχην έφεραν τον άνδρα που εβογγούσε

απ’ την αιματοστάλακτην πληγήν βασανισμένος.

Κι οι άλλοι με ατελεύτητην ορμήν επολεμούσαν.

Στον Αφαρήα χύνεται Καλητορίδην πρώτος

ο Αινείας και μες στον λαιμόν αντίκρυ τον λογχίζει.

Δίπλα του γέρν’ η κεφαλή, κράνος ομού και ασπίδα

πέφτουν. Και ο ψυχοθεριστής ο θάνατος τον ζώνει.

Ο Αντίλοχος τον Θόωνα τον τήρησε, ως εστράφη,

και ορμώντας τον εκτύπησε και του’κοψε την φλέβα.

Που άνω εις τα νώτ’ αδιάκοπα πέρα ως το ζνίχι τρέχει,

την έκοψ’ όλην. Έπεσε τ’ ανάσκελα στο χώμα

κείνος μ’ αγκάλες πεταχτές στους ποθητούς συντρόφους.

Ο Αντίλοχος τότ’ όρμησε και τ’ άρματ’ απ’ τους ώμους

του έπαιρνε κι επρόσεχε, και κυκλωθέν του οι Τρώες

του κτύπαν την ευρύχωρην περίλαμπρην ασπίδα,

αλλά μέσα δεν δίνονταν  το τρυφερό του σώμα

καν ν’ αποσχίσουν, ότι εκεί του Νέστορος τον γόνον

ο κοσμοσείστης έσωζεν, όσα και αν πέφταν βέλη.



Ότι ποτέ δεν του’λειπαν εχθροί και αυτός σ’ εκείνους

εστρέφετο, ουδ’ ασάλευτο κρατούσε το κοντάρι,

αλλά το ετίναζε άπαυτα κι ή κάποιον ν’ ακοντίσει

μακρόθεν ή και από σιμά να ορμήσει εμέτρα ο νους του.

Τον είδε, πώς σημάδευε στο πλήθος, ο Ασιάδης

Αδάμας και του λόγχισε στην μέσην την ασπίδα,

αλλά στην άκρην νέκρωσεν ο μέγας κοσμοσείστης

και την ζωήν δεν του άφησε να πάρει του Αντιλόχου.



Και ωσάν παλούκι φλογιστό μες στην ασπίδα εστάθη

μέρος κοντάρι κι έμεινε τ’ άλλο μισό στο χώμα.

Και στους συντρόφους να σωθεί τραβήχθη τότ’ εκείνος.

Κατάποδα τ’ ακόντι του του ρίχν’ ο Μηριόνης

κάτω απ’ τ’ αφάλι, ως τα κρυφά, στο μέρος όπου εξόχως

θανατερός στους άμοιρους θνητούς ο Άρης είναι.

Αυτού την λόγχην του’μπηξε και αυτός με το κοντάρι

εσπαρταρούσε ως σπαρταρά το βόδι όπου στα όρη

αφού το δέσαν στανικώς άνδρες τραβούν βουκόλοι.

Όμοια σπαρνούσε, όχι πολύν καιρόν ο κτυπημένος

ώσπου ’λθ’ εγγύς και ανέσπασε τ’ ακόντι ο Μηριόνης

από το σώμα κι έκλεισε τα μάτια του μαυρίλα.



Ο Έλενος τον μήνιγγα κτυπά του Δηιπύρου

με ξίφος, μέγα θρακικό, του ξεπετά το κράνος,

κι εκείνο μες στων μαχητών τα σκέλη ροβολάει,

και κάποιος απ’ τους Αχαιούς το σήκωσε από χάμου.

Του Δηιπύρου εσκέπασε τα μάτια μαύρη νύχτα.



Ο ανδράγαθος Μενέλαος λυπήθη, και το δόρυ

τινάζοντας φοβεριστά στον Έλενον εχύθη.

Και ο Έλενος τα κέρατα ετέντωσε του τόξου

και πρόθυμοι αντικρίσθηκαν ο Ατρείδης ν’ ακοντίσει

με λόγχην και ο Έλενος απ’ την χορδήν το βέλος.

Ο Πριαμίδης του’ριξε στα στήθη, αλλ’ ετινάχθη

μακράν από τον θώρακα το πικροφόρο ακόντι.



Και ως από φτυάρι διάπλατο, σ’ ένα μεγάλο αλώνι,

τα μελαμψά κουκιά σκιρτούν ή τα ρεβύθια πέρα,

καθώς αέρας τα φυσά και ο λιχνιστής τα παίζει,

όμοια και από τον θώρακα του ενδόξου Μενελάου

πολύ μακράν τινάχθηκε το φονικό κοντάρι.



Και ο δυνατός Μενέλαος στο χέρι αυτό που εκράτει

το τόξο τον ελόγχισε και αντίκρυ αυτού στο τόξο

το χέρι του διαπέρασε η λόγχη, κι εκρεμούσε

το χέρι κάτω κι έσερνε το φράξινο κοντάρι

κι εις τους συντρόφους να σωθεί αυτός εσύρθη οπίσω.



Και το’βγαλεν ο ψυχερός Αγήνωρ, και το χέρι

με μάλλινην καλόστριφτην του εφάσκιωσε σενδόνην

που ο πολεμάρχος έλαβεν απ’ τον ακόλουθόν του.



Κι ίσια προς τον Μενέλαον ο Πείσανδρος εχύθη.

Μοίρα τον έφερνε κακή στο τέλος του θανάτου

να πέσει από το χέρι σου, Μενέλαε, στον αγώνα.

Και οπόταν επροχώρησαν κι ευρέθησαν αντίκρυ,

του Ατρείδ’ η λόγχη έγυρε αλλού κι εκείνον δεν επήρε

και την πλατιάν ο Πείσανδρος ασπίδα του Ατρείδη

κτύπησε, αλλά δεν μπόρεσε να έβγη πέρα η λόγχη.

Η ασπίδα την σταμάτησε και το κοντάρι εκόπη.

Και αυτός εχάρη μέσα του και νίκην εφαντάσθη.



Με το ασημόκομπο σπαθί πέφτει σ’ αυτόν ο Ατρείδης

και κάτω απ’ την ασπίδα του καλόχαλκην αξίνα

μέσα εις  στελιάρι ελάινο μακρύ και στιλβωμένο

φούκτωσε ο Πείσανδρος και μού να κτυπηθούν ορμούσαν.

Στης κόρυθος της φουντωτής τον κώνον δίδει κτύπον

ο Πείσανδρος, κι επάνωθεν της μύτης ο Ατρείδης

στο μέτωπο. Κι εκρότησαν τα κόκαλα κι επέσαν

στα πόδια εμπρός στα μάτια του στο χώμα αιματωμένα.

Και ως έπεσ’ έγινε κυρτός. Τον πάτησε στο στήθος

κείνος, του επήρε τ’ άρματα κι επάνω του εκαυχήθη:

«Να, πώς θ’ αφήστε γρήγορα των Δαναών τα πλοία,

ω Τρώες ανομώτατοι, για φόνους διψασμένοι.

Άλλες δεν φθάνουν εντροπές, το αδίκημα εις εμένα

εκάμετε, κακόσκυλα, χωρίς του αστραποφόρου

Διός ξενίου τον θυμόν ποσώς να στοχασθείτε,

που αυτός τους πύργους γρήγορα της πόλης σας θα ρίξει.

Την νυμφευτή γυναίκα μου, που σας φιλοξενούσε,

επήρετε κι εφύγετε, και τόσους θησαυρούς μου.

Και τώρα πάλι μαίνεσθε τα ποντοπόρα πλοία

να κάψετε και τες ζωές να κόψτε των ηρώων.

Αλλά θα πέσ' η μάνητα του Άρη που σας καίει.

Δία πατέρα, ενώ θεών και ανθρώπων εις την γνώσιν

σε λέγουν πρώτον, από σε τούτα συμβαίνουν όλα.

Ιδού, πώς φίλος γίνεσαι προς προπετείς ανθρώπους

τους Τρώας, που ανομώτατην την γνώμην πάντοτ’ έχουν

και του πολέμου δεν μπορούν  την λύσσαν να κορέσουν.



Κόρον εις όλα ευρίσκομεν, στον ύπνον, στην αγάπην,

εις τον εξαίσιον χορόν και εις το τερπνό τραγούδι,

και σ’ όλα εκείνα ευφραίνεται πλιότερα ή στες μάχες

καθείς. Αλλ’ είναι αχόρταγοι στον πόλεμον οι Τρώες.».




Είπε, του επήρε τ’ άρματα τα αιματοβαμμένα

τα’δωκε των συντρόφων του κι εβγήκε στους προμάχους

ο ασύγκριτος Μενέλαος. Κει πάνω του επετάχθη

του Πυλαιμένη βασιλιά το τέκνον, ο Αρπαλίων

στο πλάγι του γλυκού πατρός είχ’ έλθει στην Τρωάδα

να πολεμήσει, ουδ’ έγυρεν εις την πατρίδα πλέον.

Μες στην ασπίδα ελόγχισεν εκείνος του Ατρείδη

εγγύθε, αλλά δεν μπόρεσε να έβγη πέρα η λόγχη,

και στους συντρόφους σύρθηκε να σώσει την ζωήν του

παντού κοιτώντας μη κανείς το σώμα του λαβώσει.

Και ως φεύγει, βέλος χάλκινο, του ρίχνει ο Μηριόνης.

Τον πετυχαίνει στο δεξιό μερί και αντίκρ’ η λόγχη

στην φούσκαν βγαίνει, αφού περνά στο κόκαλο αποκάτω.



Κάτω καθίζει, στων γλυκών συντρόφων τες αγκάλες

ψυχομαχώντας και στην γην ξαπλώθη τεντωμένος

ωσάν σκουλήκι κι έπινεν η γη το μαύρον αίμα.



Οι Παφλαγόνες μαχηταί  τον επεριποιούντο

στ’ αμάξι τον ανέβασαν και στην αγίαν Ίλιον

τον φέραν κι έκλαιε μ’ αυτούς κατόπιν ο πατέρας

αλλά δεν είχε ξαγοράν ο υιός ο πεθαμένος.



Ο Πάρις σφόδρα εθύμωσε δι’ αυτόν τον σκοτωμένον.

Ξένον τον είχε ανάμεσα των Παφλαγόνων φίλον.

Με αυτόν τον πόνον έριξε το χαλκοφόρο ακόντι.

Ευχήνωρ ήταν κάποιος, υιός του Πολυίδου

του μάντη, πλούσιος κι ευγενής, εγκάτοικος Κορίνθου.

Ότι ο Πολύιδος συχνα του είπε ο γηραλέος

οπού στο σπίτι από κακήν αρρώστιαν θα πεθάνει,

ή στ’ άρμενα των Αχαιών θα πέσει από τους Τρώας.



Όθεν το βαρύ πρόστιμον των Αχαιών να λάβη

απόφευγε και απ’ την σκληρήν αρρώστιαν να υποφέρει.

Κάτω απ’ τ’ αυτί τον κτύπησε και απ’ το σιαγόνι ο Πάρις.

Τα μέλη του άφησε η ψυχή κι επήρε τον μαυρίλα.

Κι έτσι ωσάν φλόγα μ’ άσβεστην ορμήν επολεμούσαν.



Γνώσιν δεν είχε ούτ’ είδησιν ακόμη ο θείος Έκτωρ

πως οι Αργείοι τον λαόν εσύντριβαν στων πλοίων

τ’ αριστερά,  κι οι Αχαιοί θα βγαίναν νικηφόροι.

Τέτοιος τους έσπρωχνε θεός και αυτός εσυμμαχούσε

ο γαιοφόρος Ποσειδών. Αλλ’ έμεν’ όπου πρώτα

τες πυκνές τάξεις έσπασε των ασπιστών Αργείων

κι έπειτα μέσα επήδησε στες πύλες και στο τείχος.



Τα πλοία κει του Αίαντος και του Πρωτεσιλάου

ήσαν συρμένα της λευκής θαλάσση εις την άκρην

κι ήταν το τείχος χαμηλό πολύ και αυτού με λύσσαν

εξόχως όλ’ οι μαχηταί κι οι ίπποι αγωνιζόνταν.



Ίωνες μακροχίτωνες, Βοιωτοί, Λοκροί και Φθίοι,

και λαμπροφόροι Επειοί τον Έκτορα, που ορμούσε

προς τα καράβια, ωσάν φωτιά μ’ αγώνα τους κρατούσαν,

αλλά και δεν κατόρθωναν μακράν τους να τον διώξουν.

Ο Μενεσθεύς του Πετεώ υιός, λυγάρι οδήγα
από Αθηναίους και μ’ αυτόν ο Φείδας και ο Στιχίος

ο Βίας ο ανδράγαθος. Και ο Μέγης Φυλεϊδης

των Επειών ήτο αρχηγός, ο Αμφίων και ο Δρακίος,

κι ήσαν των Φθίων αρχηγοί ο Μέδων και ο Ποδάρκης.

Και άνομον ήταν γέννημα ο Μέδων του Οϊλέως,

λωλάδελφος του Αίαντος. Μακράν εις την Φυλάκην

στα ξένα εζούσε απ’ τον καιρόν που εφόνευσ’ έν’ αδέλφι

της μητρυιάς Εριώπιδος, ομόκλινης του Οϊλέως.

Και ο Ποδάρκης ήτο υιός του Φυλακίδου Ιφίκλου.

Με τ’ άρματά τους τούτοι εμπρός των ανδρειωμένων Φθίων

μάχονται ομού με Βοιωτούς να σώσουν τα καράβια.



Ο Αίας πάλιν ο γοργός, ο Οϊλείδης απ’ τον άλλον

τον Τελαμώνιον Αίαντα μακράν δεν κάμνει βήμα.

Και ως μαύρα βόδια στον αγρόν συγκολλητόν αλέτρι

με μια ψυχή τραβούν ομού στο νέαμα κι επάνω

τους αναβρύζ’ ίδρος πολύς στες ρίζες των κεράτων,

και μόν’ ο στιλβωτός ζυγός στην μέσην τους χωρίζει

καθώς να σκίσουν προωρούν τ’ αυλάκια πέρα πέρα.

Όμοια κι εκείνοι εμάχονταν πλάγι με πλάγ’ οι δύο.

Αλλ’ είχε ο Τελαμώνιος πολλούς σιμά του ανδρείους

συντρόφους, κι έδιδε σ’ αυτούς να πάρουν την ασπίδα,

οπόταν κόπος κι ίδρωτας του λύγιζαν το γόνα.



Ούδ’ οι Λοκροί τον ψυχερόν Οϊλείδη ακολουθούσαν.

Διότ’ εις μάχην σταθεράν δεν τους βαστούσε η γνώμη.

Ότι ουδέ κράνη χάλκινα και φουντωτά φορούσαν,

κόρυθες ούτε κυκλωτές και φράξινα κοντάρια,

αλλά στα τόξα θαρρετοί και στον καλοστριμμένον

φλόκον προβάτου, εκστράτευσαν στην Ίλιον και μ’ εκείνα

πυκνά βαρούσαν κι έσπαναν τες φάλαγγες των Τρώων.



Έτσι με τα λαμπρ’ άρματα του Αίαντος τα πλήθη

εμπρός στον θείον Έκτορα κτυπούσαν και τους Τρώας,

και όπισθεν ρίχναν οι Λοκροί χωρίς να τους νοήσουν,

τόσο σφοδρά που εδείλιασαν από τα βέλ’ οι Τρώες.



Και τότε μ’ άσχημην φυγήν μακράν απ’ τα καράβια

στην υψηλήν ακρόπολιν θα εγύριζαν οι Τρώες.

Αλλά στον άγριον Έκτορα τότ’ είπ’ ο Πολυδάμας:



«Ω Έκτορ, είσαι δύσκολος ν΄ακούσεις νουθεσίες.

ότι σου έδωκε ο θεός τα έργα του πολέμου,

για τούτο και στο νόημα να εξέχεις όλων θέλεις.

Αλλ’ όμως δεν θα δυνηθής ομού να τα’χεις όλα.

Εις έναν έδωκε ο θεός τα έργα του πολέμου,

Σ’ άλλον τραγούδι, φόρμιγγα, και τον χορόν εις άλλον,

σ’ άλλου τα στήθη θέτει νουν  ο βροντητής Κρονίδης

ωραίον, και άνθρωποι πολλοί κείθεν ωφέλειαν έχουν,

σώζει λαούς και το καλό το αισθάνεται αυτός πρώτος.



Αλλ’ ό,τι κρίν’ ορθότερον εγώ θα φανερώσω.

Παντού στεφάνι φλογερό σε ζώνει του πολέμου

κι οι Τρώες, σαν κατέβηκαν το τείχος, οι γενναίοι,

ανάμερ’ άλλοι στέκονται με τ’άρματά τους, και άλλοι

μάχονται  ολίγοι με πολλούς εδώ κι εκεί στα πλοία.

Πόδισε και όλους κάλεσε εδώ τους πολεμάρχους

με σκέψιν να μετρήσωμεν τα πάντ’ ανίσως πρέπει

να πέσωμεν εις τα γοργά καράβια με το θάρρος,

να δώσει νίκην ο θεός κι άβλαπτοι από τα πλοία

οπίσω να γυρίσωμεν, ότι φοβούμαι μήπως

αντιλυγίσουν οι Αχαιοί την χθεσινήν τους θραύσιν.

Άνδρας πολέμου αχόρταγος οκνεί σιμά στα πλοία

που δεν θ’ αργήση, εγώ θαρρώ, να πεταχθεί στην μάχην.».

Ο Έκτωρ ήβρε φρόνιμον ό,τ’ είπε ο Πολυδάμας.

Και από τ’ αμάξι επήδησε στην γην με τ’ άρματά του,

κι εκείνον επροσφωνησε με λόγια φτερωμένα:



Συ, Πολυδάμα, κράτει αυτού τους πρώτους πολεμάρχους,

κι εγώ τον πόλεμον εκεί πηγαίνω ν’ απαντήσω

κι εδώ θα γύρω ευθύς, αφού τους παραγγείλ’ ως πρέπει.».



Είπ’, επετάχθη και όμοιαζε με όρος χιονισμένο.

Σέρνει φωνήν ανάμεσα των βοηθών και Τρώων.



Και στην φωνήν του Έκτορος αυτοί εκινήσαν όλοι

σιμά στον Πολυδάμαντα, υιόν του Πάνθου ανδρείον.

Και ο Έκτωρ τον Δηίφοβον, τον Έλενον ανδρείον

τον Ασιάδη Αδάμαντα, τον Άσιον Υρτακίδην

ζητούσ’, εγύριζε παντού στες τάξες των προμάχων.

Αλλά δεν ήβρε ανόλεθρον ή απλήγωτον κανέναν.

Άλλοι εκείτονταν νεκροί στων καραβιών το πλάγι

όπου απ’ τες λόγχες των εχθρών εχάσαν την ζωήν τους.



Άλλοι της Τροίας έμεναν στον πύργον λαβωμένοι.

Κι ήβρεν ευθύς στ’ αριστερά της δακρυφόρας μάχης

τον θείον Πάριν της λαμπρής Ελένης τον συμβίον,

στην μάχην τους συντρόφους του να σπρώχνει, να εμψυχώνει

Τον σίμωσε και με βαριά λαλιά τον ονειδίζει:





«Δύσπαρι, εξαίσιε στην ειδή, γυνομανή και πλάνε,

τι σου έγιν’ ο Δηίφοβος, ο Έλενος, ο Ασιάδης

Αδάμας, ο Οθρυονεύς, ο Άσιος Υρτακίδης;

Τώρ’ απ’ την άκρην ροβολούν οι πύργοι της Ιλίου,

τώρα και σέν’ αφεύγατος αφανισμός θενά ’βρη.».





Του απάντησε ο θεόμορφος Αλέξανδρος και του’πε:

«Έκτορ, τον ακατάκριτον να κατακρίνεις θέλεις,

άλλες φορές ίσως οκνά στον πόλεμον κινούμαι.

Αλλ’ εμέ τόσον άνανδρον δεν γέννησε η μητέρα.

Ότι απ’ την ώραν π’ άναψες την μάχην προς τα πλοία

τους Δαναούς ασάλευτοι κι εμείς εδώ κτυπούμε,

και οι σύνροφοί μας που ζητάς, εκείνοι εφονευθήκαν.



Ο Έλενος και ο Δηίφοβος εδώθ’ εφύγαν μόνοι

και οι δυο με λόγχες μακριές στο χέρι λαβωμένοι.

Εκείνους έσωσεν ο Ζευς και τώρα οδήγησέ μας,

κατόπιν τρέχουμε κι εμείς όπου αγαπάς, και ανδρείας,

θαρρώ, δεν θα ’βρης έλλειψιν όσ’ είναι η δύναμίς μας.

Και πέρ’ απ’ ό,τι τον βαστά, κανείς, αν και γενναίος,

δεν ημπορεί να πολεμεί.». Οι λόγοι του Αλεξάνδρου

εμάλαξαν τον Έκτορα, και όπου βροντούσε η μάχη

σφοδρότερα, επετάχθηκαν να σμίξουν τους ανδρείους

Κεβριόνην, Πολυδάμαντα, Φάλκην, Ορθαίον, Πάλμιν,

και Πολυφοίτην τον λαμπρόν, και Ασκάνιον και Μόρυν,

υιόν του Ιπποτίωνος, που τ’ άλλο χαραμέρι

από την μεγαλόστηλην έφθασαν Ασκανίαν

στον τόπον άλλων. Τώρ’ αυτούς στην μάχην σπρώχν’ ο Δίας.



Και όμοιαζαν, καθώς πήγαιναν κακών ανέμων ζάλην,

που του Διός απ’ την βροντήν ψηλάθε ροβολάει,

και με βοητόν αμείλικτον το πέλαγο ανταμώνει.

Κοχλάζουν κύματα πολλά της φλοισβεράς θαλάσσης,

κυρτά, με κάτασπρες κορφές, άλλα κατόπι σ’ άλλα.

Όμοια κι οι Τρώες συσφικτοί, σ’ άλλους κατόπιν άλλοι,

τους αρχηγούς, αστραφτεροί στα όπλ’ ακολουθούσαν.

Ο Έκτωρ προπορεύετο σαν ανδροφόνος Άρης,

και την λαμπρήν ολόισην ασπίδα εμπρός του εκράτει

με δίπλες τόμαρα πολλές και χάλκωμα δεμένην.

Και κράνος σείονταν λαμπρό στην κεφαλήν του επάνω.

Και γύρω εκεί στες φάλαγγες βαδίζει σκεπασμένος

με την ασπίδα, ίσως εμπρός στο πάτημά του κλίνουν.

Αλλά δεν τάραζε ποσώς των Αχαιών τα στήθη.

Και ο Αίας τον προκάλεσε, μακροπατώντας, πρώτος:

«Ω φοβερέ, πλησίασε. Εκείθε θα δειλιάσης

τους Αχαιούς; Δεν είμασθεν αμάθητοι πολέμου.

Αλλά μαστίγι του Διός κακό μας έχει πλήξει.

Και αν στην ψυχήν σου εθάρρεψες να κάψεις τα καράβια,

κι εμάς να τα φυλάξουμε τα χέρια δω δεν λείπουν.

Αλλ’ ευκολώτερα πολύ θα πέσει αφανισμένη

από τούτα τα χέρια μας η ξακουστή σας πόλις.





Και σένα λέγω τώρα εγώ, πώς δεν θ’ αργήσει  η ώρα

να φεύγεις, και να δέεσαι στους αθανάτους όλους,

να δώσουν γερακιού φτερά στα εύμορφ’ άλογά σου,

που την πεδιάδα σχίζοντας στην πόλιν θα σε φέρουν.».

Και άμ’ είπε τούτα επέταξεν αετός στα δεξιά του

και στο σημάδι θαρρετά των Αχαιών τα πλήθη

αλάλαξαν. Και απάντησε σ’ αυτόν ο μέγας Έκτωρ:

«Ανοητ’ Αία, βούβαλε, ποιον λόγον είπες τώρα;

Όμοια κι εγώ να’μουν υιός του αιγιδοφόρου Δία,

αθάνατος απ’ την σεπτήν την Ήραν γεννημένος.

Και να τιμώμαι, ως η Αθηνά δοξάζεται και ο Φοίβος,

καθώς κακό στους Αχαιούς τωόντι θα φέρ’ η μέρα

σ’ όλους και συ θα φονευθείς, αν να δεχθείς τολμήσεις

το μακριό κοντάρι μου, που τα λευκά σου μέλη

θα σχίσει, και νεκρός αυτού στα πλοία θα χορτάσεις

των Τρώων με το πάχος σου τα όρνεα και τους σκύλους.».

Είπε και προπορεύτηκε και τον ακολουθούσαν

με αλαλαγμόν αμίλητον τα πλήθη, και αλαλάζουν

κι οι Αχαιοί κι εδέχοντο τους πολεμάρχους Τρώας

αδείλιαστοι στην θέσιν τους. Ο αχός και απ’ τα δυο μέρη

ως του Διός ανέβαινε τον φωτεινόν αιθέρα.


ΙΛΙΑΔΟΣ - ΡΑΨΩΔΙΑ Ξ΄
Ο Ζευς εξαπατάται από την θεά Ήρα 
και τον θεό Ύπνο


Την χλαλοήν άκουσ΄ευθύς, αν κι έπινεν, ο Νέστωρ,

κι είπε με λόγια φτερωτά προς τον Ασκληπιάδην:



«Θείε Μαχάον, νόησε που αυτά θ’ αποτελέσουν.

των ανδρειωμένων η βοή πληθαίνει εκεί στα πλοία.

Αλλά συ μείνε, φλογερό κρασί κάθου και πίνε,

ως να θερμάνει τα λουτρά η εύμορφη Εκαμίδη

απ’ τα πηγμένα αίματα να λούση το κορμί σου.

Κι εγώ θα έβγω, από ψηλά να μάθ’ ό,τι συμβαίνει.».

Είπε και την περίλαμπρην εφόρεσεν ασπίδα,

που είχε αφήσει στην σκηνήν ο ανδρείος Θρασυμήδης,

υιός του, κι είχε πάρει αυτός εκείνην του πατρός του.

Πήρε κοντάρι δυνατό μ’ ακονισμένην λόγχην,

κι έξωθ’ εστάθη της σκηνής και άχαρον είδεν έργον,

τους Αχαιους εις τάραχον, τους αποτόλμους Τρώας

οπίσω να τους κυνηγούν, ρέπια το τείχος όλο.



Και όπως μεγάλο πέλαγος μακρολογά με κύμα

βουβό και νιώθει την ορμήν εγγύς σφοδρών ανέμων

και μήτ’ εδώ τα κύματα και μήτ’ εκεί σαλεύει,

πριν άνεμος ξεχωριστός ορμήσει από τον Δία.

Όμοια του γέρου και η ψυχή χωρίζονταν εις δύο,

των ανδρειωμένων Δαναών τα πλήθη αν θ’ ανταμώσει,

ή τον ποιμένα των λαών να έβρη τον Ατρείδην;



Κι έκρινε συμφερώτερον να έβρη τον Ατρείδην.

Κι εκείνοι ωστόσο εμάχονταν κι εσφάζονταν με λύσσαν,

κι εβρόντ’ ο ασύντριφτος χαλκός στο σώμα τους επάνω

καθώς με ξίφη και μακριά κοντάρι’ αντικτυπιούνταν.



Και απάντησαν τον Νέστορα οι βασιλείς οι θείοι

ο Διομήδης, ο Οδυσσεύς και ο μέγας Αγαμέμνων,

ως απ’ τα πλοία ανέβαιναν, όσ’ ήσαν πληγωμένοι.



Ότ’ ήσαν τα καράβια τους, πολύ μακράν της μάχης,

στον άμμον, ότι στην στεριά κείνα εσυρθήκαν πρώτα,

και προς τες πρύμνες κολλητά είχε κτισθεί το τείχος.

Τι τ’ ακρογιάλι, αν και πλατύ, δεν έπαιρνε τα πλοία

και να μη στενοχωρηθούν τα πλήθη, τα’χαν βάλει

σειρές σειρές κλιμακωτά και το παραθαλάσσιο

μεγάλο στόμα εγέμιζεν από μιαν άκρην σ’ άλλην.



Μαζί κατέβαιναν να ιδούν την μάχην στηριγμένοι

επάνω στα κοντάρια τους, κατάκαρδα θλιμμένοι,

όταν κει τους απάντησεν ο γέρος ο Νηλείδης

κι έφερεν άλλην ταραχήν στα βάθη της ψυχής των.

Κι εκείνον προσφώνησεν ο βασιλεύς Ατρείδης:

«Νηλείδη Νέστορ, καύχημα των Αχαιών και δόξα,

τι άφησες τον πόλεμον τον ανδροφόνον κι ήλθες;

Ο Έκτωρ ο ακράτητος φοβούμαι μη τελειώσει

κείνο που μας φοβέρισε στην σύνοδον των Τρώων,

πως από τα καράβια μας στην Ίλιον δεν θα γύρει,

πριν να τα κάψει και όλους μας αυτού να σφάξει επάνω.

Κείνος αυτά ’λεγε και ιδού τώρα τα βλέπουμ’ όλα.



Το βλέπ’ ωιμένα, καθαρά, χολήν σ’ εμένα τρέφουν

μέσα τους όλ’ οι Αχαιοί, και όχι ο Πηλείδης μόνος,

και θέλουν και δεν μάχονται να σώσουν τα καράβια.».

Και ο Νέστωρ του αποκρίθηκε: «Ναι, τούτα ετελειωθήκαν

τωόντι εμπρός στα μάτια μας, και ο βροντοφόρος Δίας,

ο ίδιος μεταβολήν δεν δύναται να φέρει.

Ήδη το τείχος έπεσε, που ασύντριφτη να είναι

προφυλακή θαρρούσαμε σ’ εμάς και τα καράβια.



Και άσπονδην μάχην άπαυτην έχουν αυτοί στα πλοία,

που μάτι και προσεχτικό δεν ξεχωρίζει πλέον

από ποιο μέρος οι Αχαιοί στον τάραχον κλονούνται.

Τόσο σμικρά φονεύονται και ο πόλεμος βροντάει.

Αλλά τι πρέπει να γινεί τώρ’ ας σκεφθούμε, αν κάτι

θα πράξει ο νους. Αλλά καλό να εμπούμ’ εμείς στην μάχην

δεν κρίνω, ότι για πόλεμον δεν είναι ο λαβωμένος.».

Σ’ αυτόν ο άρχος των ανδρών απάντησ’ ο Ατρείδης:



«Ω Νέστορ, αφού πολεμούν εκείνοι προς τα πλοία

και ανώφελα τον χάντακα με μόχθον και το τείχος

εσήκωσαν οι Δαναοί, κι εθάρρευαν να τα’χουν

προφυλακήν ασύντριφτην γι’ αυτούς και για τα πλοία,

άρεσε, τούτ’, ως φαίνεται, του φοβερού Κρονίδη,

όλ’ οι Αχαιοί δω θα σβησθούν μακράν απ’ την πατρίδα.



Εγνώρισα, όταν ίλεως τους Δαναούς βοηθούσε,

τον βλέπω τώρα, ωσάν θεούς τους Τρώας να λαμπρύνει.

Και να’χει εμάς τα χέρια και την ανδρειά δεμένα.

Κι ελάτε τώρα, ό,τι θα ειπώ να το δεχθούμεν όλοι.

Στην  άμμον όσα ευρίσκονται πρώτα συρμένα πλοία,

εις την αγίαν θάλασσαν να τα κυλίσουμ’ όλα,

να μείνουν με τες άγκυρες ως να’λθ’ η νύκτα η θεία,

αν παύσουν απ’ τον πόλεμον και μες στην νύκτα οι Τρώες.

Κατόπιν θα κυλίσουμε και τ’ άλλα. Ότι να φύγεις

και νύκτ’ από τον κίνδυνον κατάκρισιν δεν φέρει.

Φρόνιμος είναι όποιος μπορεί να φύγει πριν τον πιάσουν.».

Μ’ άγριο βλέμμα ο πολύβουλος του απάντησε Οδυσσέας:



«Ατρείδη, από τα χείλη σου ποίος εβγήκε λόγος;

Άθλιε, σ’ άλλον άτιμον στρατόν σου’πρεπε να’σαι

ο αρχηγός, όχι σ’ εμάς, που ο Ζευς από τα νιάτα

ως το γήρας έδωκε μ’ ανδρειά ν’ αγωνισθούμε

ως εις την ύστερην πνοήν τρομακτικούς πολέμους.

Την πόλιν την πλατύδρομην των Τρώων θε ν’ αφήσεις,

που εξ αφορμής της φοβερούς εκάμαμεν αγώνας;

Σίγα, μη και άλλος Αχαιός ακούσει αυτόν τον λόγον,

που άνθρωπος δεν θα’βγανεν ποτέ του από τα χείλη,

οπού να έχει νουν ορθόν και μέτρον σ’ ό,τι λέγει

και σκηπτροφόρος μάλιστα, που να’χ’ υποταγμένους

τόσους λαούς, όσους και συ δεσπόζεις τώρ’ Αργείους.

Και τώρ’ απ’ ό,τι επρόφερες τον νουν σου κατακρίνω,

που, ενώ κρατεί ο πόλεμος, μας λέγεις τα καράβια

στην θάλασσαν να σύρουμε, για να’λθουν εις τους Τρώας,

τα πράγματα, ως τα εύχονται, αν και νικούν αράδα,

κι εμάς να πάρει αφανισμός. Ότ’ οι Αχαιοί την μάχην

δεν θα κρατήσουν, άμα ιδούν  να σύρωνται τα πλοία,

αλλά τα μάτια γύρωθεν θα στρέφουν δειλιασμένοι.

Και ιδού πώς βλάβην, αρχηγέ θα φέρ’ η συμβουλή σου.».

Και προς  αυτόν απάντησεν ο μέγας Αγαμέμνων:



«Με ονειδισμόν μ’ επλήγωσες, πικρόν εις την ψυχήν μου,

Λαερτιάδη, αλλ’ εγώ δεν είπ’, αν δεν το θέλουν,

οι Αχαιοί, στην θάλασσαν να σύρουν τα καράβια.

Και τώρ’, ας έβγη άλλος κανείς, ή γέροντας ή νέος,

γνώμην να ειπή καλύτερην και θα μ’ ευχαριστήσει.».

«Χωρίς να τον ζητήτε αλλού», τότε ο Τυδείδης είπε,

«κοντά σας είναι ο άνθρωπος, εάν στέργετε την γνώμην

ν’ ακούσετε και αν δεν γεννά σ’ εσάς χολήν και πείσμα,

που απ’ όλους σας νεώτατος στην ηλικίαν είμαι.

Αλλ’ είχα ένδοξον κι εγώ πατέρα, τον Τυδέα,

που τώρα χώμα σηκωτό στες Θήβες τον σκεπάζει.

Ότι ο Πορθεύς ασύγκριτα γέννησε αγόρια τρία,

στην Καλυδώνα την ψηλήν και στην Πλευρώνα εζούσαν.

Άγριος, Μέλας και Οινεύς, πατέρας του πατρός μου,

ιππόδαμος, που στην ανδρειά τους αδελφούς περνούσε.

Και τούτος έμεινεν αυτού, και στ’ Άργος ο γονιός μου

εστάθη, αφου παράδειρεν, ως ήθελεν ο Δίας.



Του Αδράστου γαμβρός έγινε και σπίτι εκατοικούσε,

γεμάτο βιο, κι είχε πολλά χωράφια σιτοφόρα

με πολλά δένδρα ολόγυρα, και πρόβατα είχε πλήθος

κι ήταν από τους Αχαιούς εις το κοντάρι ο πρώτος.

Και τούτ’, αν είναι αληθινά θε νά τ’ ακούσετ’ όλοι.

Και αφού αχρείος και άνανδρος δεν είμαι γεννημένος,

δεν πρέπει ν’ αψηφήσετε τον λόγον μου, αν αξίζει.





Ας πάμ’ εμείς στον πόλεμον με όλες τες πληγές μας.

Το θέλ’ η ανάγκη, αλλά μακράν θα μένωμ’ απ΄τα βέλη

μη πάρει κάποιος από μας πληγήν εις την πληγήν του.

Τους άλλους θα κινήσουμεν εμείς αυτούς που ως τώρα

στέκονται να ξαραθυμούν μακράν από την μάχην.».






Σ’ όλους ο λόγος άρεσε κι ευθύς εξεκινήσαν

κι εκείνων προπορεύονταν ο βασιλεύς Ατρείδης.

Από μακράν τους νόησεν ο μέγας κοσμοσείστης.

Κατόπι επήγε με μορφήν ανθρώπου γηραλέου,

το δεξί χέρι έπιασε του Ατρείδη βασιλέως

κι εκείνον επροσφώνησεν : «Ατρείδη, αλήθεια τώρα

στην διεστραμμένην του ψυχήν ευφραίνεται ο Πηλείδης

των Αχαιών το σφάξιμον και την φυγήν να βλέπει,

ότι δεν έχει νουν ποσώς, αλλ’ όπως είναι ας πέση

στον όλεθρον κι ένας θεός να τον εξουθενώσει.

Και σένα οι μάκαρες θεοί δεν σε μισούν και τόσο,

και γρήγορα,θαρρώ, θα ιδείς τους αρχηγούς των Τρώων

σκόνην πολλήν εις την πλατιά πεδιάδα να σηκώνουν

απ’ τα καράβια φεύγοντας στην πόλιν να προφθάσουν.».



Είπε κι εκραύγασε σφοδρώς κι εχύθη στην πεδιάδα.

Και όσην ομού σέρνουν βοήν δέκα χιλιάδες άνδρες

οπόταν πέφτουν μανικά στην έριδα του Άρη,

τόσην από τα στήθη του φωνήν ο κοσμοσείστης

έσυρε και στους Αχαιούς πολλήν ανάφτει ανδρείαν

να πολεμούν, να μάχωνται και παύσιν να μη θέλουν.



Και από του Ολύμπου κορυφήν τότε η χρυσόθρον’ Ήρα

ως έστεκε κι εκοίταζε, και τον αυτάδελφόν της

είδεν ομού και ανδράδελφον, με αγώνα να κινείται

στον πόλεμον εχάρηκε. Κι εξάνοιξε τον Δία

στην Ίδην την πολύβρυσην, στην άκρην κορυφήν της,

καθήμενον και μισητός εγίνη στην ψυχήν της.



Κι εσκέφθη η μεγαλόφθαλμη θεά πως θα ημπορούσε

να ξεπλανέψει αυτή τον νουν του αιγιδοφόρου Δία.

Και τούτο συμφερώτερον εφάνη στην ψυχήν της,

αφού ωραία στολισθεί να κατεβή στην Ίδην

ίσως αυτός στο πλάγι της να πέσει επιθυμήσει,

κι ύπνον κατόπιν άβλαβον και μαλακόν ν’ απλώσει,

σ’ εκείνου τα ματόφυλλα και στης καρδιάς τα βάθη.



Κι επήγεν εις τον θάλαμον που ο ποθητός υιός της

τεχνούργησεν ο Ήφαιστος με τα θυρόφυλλά του

λαμπρά και κλείδ’ αγνώριστη σ’ άλλον θεόν του Ολύμπου.

Και μέσα εμπήκε κι έκλεισε την στιλβωμένην θύραν

και πρώτα όλο το σώμα της το χαριτοπλασμένο

με αμβροσίαν εύμορφα καθάρισε και αλείφθη

λάδι άφθαρτο γλυκότατο με μύρα ευωδιασμένο.

Μόλις εκείνο αναδευθεί στα δώματα του Ολύμπου

γη και ουρανός μοσχοβολούν απ’ την γλυκιά πνοή του.

Τ’ ωραίο σώμα ως άλειψε κι εκτένισε την κόμην

έπλεξε με τα χέρια της τες άφθαρτες πλεξίδες,

που από την θείαν κεφαλήν λαμπρές εκυματίζαν.

Κι ενδύθη αμβρόσιο φόρεμα, οπού της είχε κάμει

η Αθηνά με πάμπολλες εικόνες πλουμισμένο.



Και το’χε κλείσει με χρυσές περόνες προς το στήθος.

Κι εζώσθη ζώνην που εκατόν είχε τριγύρω κρόσσες

και σκουλαρίκια πέρασε στες τρύπες των αυτιών της

τριόφθαλμα, πολύτεχνα, που αστράφταν όλα χάρη.

Κι εφόρεσε η σεπτή θεά της κεφαλής μαντίλα,

ωραίαν, ολοκαίνουργην, που’χε του ηλιού την λάμψιν,

και σάνδαλα προσέδεσε στα πόδια της ωραία.

Και αφού όλη εστολίσθηκεν, από τον θάλαμόν της

εβγήκ’ ευθύς κι εκάλεσε σιμά την Αφροδίτην

ανάμερ’ από τους θεους τους άλλους και της είπε:



«Θα στέρξεις άρα ό,τι σου ειπώ, παιδί μου, να μου κάμεις;

Ή τάχα θα μου τ’ αρνηθείς καθώς χολήν μου τρέφεις

επειδή εγώ τους Δαναούς βοηθώ και συ τους Τρώας.».



Σ’ αυτήν η κόρη του Διός απάντησε Αφροδίτη:

«Ω Ηρα, σεβαστή θεά, του υψίστου Κρόνου κόρη.

Ό,τι ποθείς λέγε μου ευθύς και να το κάνω θέλω

αν πράγμα είναι που γίνεται και να ημπορώ να πράξω.».



Με δόλον της απάντησεν η Ήρα η σεβασμία:

«Την χάριν και τον έρωτα σε με ζητώ να δώσεις,

οπού αθανάτους και θνητούς μ’ αυτά δαμάζεις όλους.

Θα πάω στα πέρατα της γης να εβρώ των θείων όλων

τον γεννητήν Ωκεανόν και τη Τηθύν μητέρα,

οπού με γλυκανάστησαν στα σπίτια τους, που η Ρέα

στην αγκαλιά τους μ’ έβαλεν, όταν ο Ζευς τον Κρόνον

κάτω απ’ την γην εβύθισε και κάτω απ’ τα πελάγη.

Πηγαίνω εκεί που άλυτες να λύσω διαφορές τους.

Ότι πολύν τώρα καιρόν, ως είναι χολωμένοι,

δεν θέλουν να συγκοιμηθούν στην νυμφικήν τους κλίνην.

Κι εάν με λόγια μαλακά μαλάξουν την καρδιά τους

ν’ ανταμωθούν ερωτικά στην κλίνην οπού αφήκαν,

αγαπητήν και σεβαστήν θα  μ’έχουν στον αιώνα.».



Εκείνης η φιλόγελη απάντησε Αφροδίτη:

«Ό,τι ζητείς να σου αρνηθώ, δεν γίνεται, δεν πρέπει,

αφού του υψίστου των θεών κοιμάσαι στες αγκάλες.».



Είπε, απ’ τα στήθη έλυσε την κεντημένην ζώνην,

την θαυμαστήν, που όλες εκεί τες πλάνες είχε κλείσει.

Χάρις και πόθος είν’ αυτού, γλυκόλογα είναι μέσα,

συνομιλιά, καλή τον νουν να κλέψει και φρονίμων,

εκείνην της παρέδωκε στα χέρια και της είπε:



«Ιδού, βάλε στον κόλπον σου την θαυμαστήν μου ζώνην

τούτην, όπ’ έχει μέσα της ό,τι αν ειπείς,  κι ελπίζω

πως όσα τώρα επιθυμείς θα κατορθώσεις όλα.».



Είπε και με χαμόγελο την άκουσεν η Ήρα

κι έβαλεν εις τον κόλπον της το θαυμαστό ζωνάρι.



Στο δώμα εσύρθη του Διός η κόρ’ η Αφροδίτη,

κι η Ήρ’ από τον Όλυμπον εχύθη της Πιερίας

άνωθεν και άνω των τερπνών βουνών της ιππομάχου Θράκης,

ούδ’ έγγιζαν οι φτέρνες της τες άκρες κορυφές των.

Εις την αφρώδη θάλασσαν κατέβη από τον Άθω,

ώσπου στην Λήμνον έφθασε του Θόαντος την πόλιν.

Αυτού τον Ύπνον έσμιξεν, αδέρφι του Θανάτου,

στο χέρι του το χέρι της έβαλε αυτή και του’πε:



«Ω Ύπνε, κύριε των θεών και των ανθρώπων όλων,

ως και άλλη μ’ άκουσες φορά και τώρα εισάκουσέ με.

Και στον αιών’ αμέτρητην θα σου γνωρίζω χάριν.

Τα λαμπρά μάτια του Διός, ω Ύπνε, κοίμησέ μου,

αφού εγώ πρώτα ερωτικά πλαγιάσω στο πλευρό του.

Άφθαρτον, εύμορφον θρονι χρυσό θα λάβεις δώρο,

που ο Ήφαιστος ο δυνατός υιός μου θα ποιήσει,

με κάτω το υποπόδι του, να το’χεις να στηρίξεις

σ’ αυτό τα λαμπρά πόδια σου, σαν είσαι εις το τραπέζι.».



Και προς αυτήν απάντησεν ευθύς ο γλυκός Ύπνος:



«Ω Ήρα, σεβαστή θεά, του υψιστου Κρόνου κόρη,

ευκόλως άλλον των θεών, αφθάρτων αιωνίων

ν’ αποκοιμήσω δύναμαι, τα ρεύματα και αν θέλεις

του ποταμού Ωκεανού, που εγίνη αρχή των όλων.

Αλλά δεν θα επλησίαζα προς τον Κρονίδην Δία,

ουδέ θα τον εκοίμιζα χωρίς την προσταγήν του.

Άλλος μ’ εδίδαξε ορισμός δικός σου την ημέραν

που αρμένιζε απ’ την Ίλιον, αφού την είχεν όλην

εξολοθρεύσει ο ψυχερός κείνος υιός του Δία.



Έκλεισα τότ’ εγώ τον νουν του αιγιδοφόρου Δία

γλυκά περιχυνόμενος και συ κακό του εσκέφθης

και ανέμων σφοδρών σήκωσες ορμήν εις τα πελάγη,

και τον επέταξες στην Κω, μακράν των ποθητών του.

Κι εκείνος άμα εξύπνησεν, αγρίεψε και σ’ όλο

το δώμα εκούντα τους θεούς, κι έξοχα εμέ ζητούσε.

Και απ’ τον αιθέρα μ’έριχνε στην θάλασσαν χαμένον,

αν πρόσφυγα δεν μ’ έσωζε στον κόλπον της η Νύκτα,

θνητών δαμάστρα και θεών. Και μ’ όλην την ψυχήν του

έπαυσε αυτός, φοβούμενος την Νύκτα να λυπήσει.

Και τώρα πάλι αβόλετον έργον να κάνω θέλεις.».



«Ύπνε», του απάντησε η θεά, «τι ανησυχείς με τούτα;

Θαρρείς πως τόσο πρόθυμος ο βροντοφόρος Δίας

των Τρώων θα ’ν’ εκδικητής, μ’ όσην χολήν επήρε

δια τον αγαπημένον του υιόν τον Ηρακλέα;

Αλλ’ άκουσε, των λυγερών Χαρίτων θα σου δώσω

μίαν εγώ να νυμφευθείς, δικήν σου να την έχεις.».





Και ο Ύπνος εις τον λόγον της εχάρη και της είπε:



«Όμωσε τώρα της Στυγός το φοβερό ποτάμι,

το ένα βάλε χέρι σου στην γην την πολυθρέπτραν

τ’ άλλο στην άσπρην θάλασσαν, να μαρτυρήσουν όλοι

όσοι θεοί κάτω απ’ τη γη στο πλάγι είναι του Κρόνου

που μίαν συ μου υπόσχεσαι των λυγερών Χαρίτων,

την Πασιθέαν, πόγινε λαχτάρα της ψυχής μου.».



Είπε και πρόθυμα η θεά, η Ήρα η λευκοχέρα,

ορκίσθηκε και ονόμασε τους υποταρταρίους,

έναν προς έναν τους θεούς,  που λέγονται Τιτάνες.



Και αφού τον όρκον έκαμε, ξεκίνησαν και οπίσω

ομού την χώραν άφηκαν της Λήμνου και της Ίμβρου,

με γοργό βήμα και πυκνός τους τύλιγεν αέρας.



Στην Ίδην την πολύβρυσην, μάνα θεριών, εφθάσαν

και στο Λεκτό την θάλασσαν δια την στεριάν αφήκαν,

και κάτω από τα πόδια τους οι λόγγοι σειούν τες άκρες.

Ο Ύπνος στάθηκεν αυτού,  μη τον ξανοίξει ο Δίας.

Και ανέβ’ εις έλατο τρανό που είχε βγει στην Ίδην

και ως τον αιθέρ’ απλώνονταν τα απέραντα κλαδιά του.



Αυτού, στου ελάτου τα δασιά κλωνάρια κουρνιασμένος,

προς τ’ ορεινό, καλόφωνο πουλί προσομοιάσθη,

το λέγου κύμινδη οι θνητοί, κι οι αθάνατοι Χαλκίδα.

Κι Ήρα επάτησε γοργά μίαν κορφήν της Ίδης

τον Γάργαρον, κι ευθύς ο Ζευς την είδ’ ο βροντοφόρος.

Την είδε και όλην την ψυχήν του συνεπήρε ο πόθος,

ωσάν εκείνο τον καιρόν που εχάρηκαν στην κλίνην

το πρώτο γλυκοαγκάλιασμα, κρυφ’ από τους γονείς των.

Αντίκρυ της εστάθηκεν εκείνος και της είπε:



«Τι βιαστικά τον Όλυμπον για δω κατέβης, Ήρα;

Και αμάξι, αν θέλεις ν’ ανεβείς, και άλογα εδώ δεν  έχεις.».

Του αντείπε η σεβαστη θεά με δόλον εις τον νουν της:

«Στης θρέπτρας γης τα πέρατα θα πάω να ιδώ την μάνα

Τηθύν, και τον Ωκεανόν, αρχήν  των θεών όλων,

οπού με γλυκοανάστησαν στα σπίτια τους εκείνοι.

Πηγαίνω αυτού τες άλυτες να λύσω διαφορές τους.

Ότι πολύν τώρα καιρόν, ως είναι χολωμένοι

δεν θέλουν να συγκοιμηθούν στην νυμφικήν τους κλίνην.



Κι είναι ζεμένα τ’άλογα της Ίδης εις την ρίζαν,

που θα με φέρουν πετακτά της γης και του πελάγου.

Και χάριν σου απ’ τον Όλυμπον καθώς με βλέπεις, ήλθα,

μην έπειτα μου χολωθείς, αν μυστικά στο δώμα

θα πήγαινα του Ωκεανού που τρίσβαθος κυλάει.».



Και ο Δίας της απάντησεν ο νεφελοσυνάκτης:

«Εκεί να πας έχεις καιρόν, ω Ήρα, και κατόπιν.

Τώρ’ ας πλαγιάσωμεν εμείς τον πόθον να χαρούμε.

Ότι θεάς μήτε θνητής ποτέ παρόμοιος έρως

στα στήθη δεν μου υπόταξε στα βάθη της ψυχής μου,

ούδ’ όταν του Ιξίονος  μου άρεσε η γυναίκα,

που τον Πειρίθοον γέννησεν ισόθεον στην γνώσιν.



Ούδ’ όταν η καλόφερνη του Ακρισίου κόρη

Δανάη, που τον δοξαστόν εγέννησε Περσέα,

ουδέ του ενδόξου Φοίνικος η κόρη, που τον Μίνω,

και τον θεϊκόν Ραδάμανθυν εγέννησε από εμένα,

ούδ’ η Σεμέλη ή στων Θηβών την πόλιν η Αλκμήνη,

οπού τον λεοντόκαρδον εγέννησε Ηρακλέα

κι η άλλη τον Διόνυσον, χαράν εις τους ανθρώπους.

Ή της ωραίας Δήμητρος μου άρεσαν τα κάλλη

ή της περίλαμπρης Λητούς, ή πρώτα τα δικά σου,

καθώς για σε πόθος γλυκός με συνεπαίρνει τώρα.».



Κι η δέσποιν’ Ήρ’ απάντησε με δόλον εις τον νουν της:

«Κρονίδη τρομερώτατε, οποίον λόγον είπες!

Αν θέλεις τώρα ερωτικά μαζί να κοιμηθούμε

της Ίδης εις τες κορυφές, σκέψου ότι φαίνοντ’ όλα.

Και τι να γίνει αν μας ιδεί κανείς των αθανάτων

στον ύπνον μας και τρέξει ευθύς και το γνωρίσουν όλοι;

Από παρόμοιο πλάγιασμα στο δώμα σου να γύρω

δεν θα μπορούσα εγώ ποτέ, θα ήταν εντροπή μου,

αλλ’ αν σου το ζητά η καρδιά, τον θάλαμόν σου έχεις

που σου’καμεν ο Ήφαιστος ο ποθητός υιός σου

με στερεά θυρόφυλλα και με τους παραστάτες.

Κει πάμε να πλαγιάσουμε, αφού σου αρέσ’ η κλίνη.».



Κι ο Διας της απάντησεν ο νεφελοσυνάκτης:

«Ήρα, ποσώς μη φοβηθείς μη των θεών κανένας

ή των ανθρώπων μας ιδεί. Γύρω θ’ απλώσω νεφος

χρυσό που μήδ’ ο Ήλιος ανάμεσα θα βλέπει,

περαστικόν αν έχει φως, τα πάντα να ξανοίγει.».



Είπε και την ομόκλινην αγκάλιασε ο Κρονίδης.

Και η θεία γη τους έβγαλε χλωρό χορτάρι νέο,

κρόκον, τριφύλλι τρυφερό και φουντωμένα κρίνα,

που τους βαστούσαν μαλακά την γην να μην εγγίζουν.

Σ’ αυτά πλαγιάσαν με χρυσήν νεφέλην τυλιγμένοι,

ωραίαν, οπού λαμπερές τους έραινε σταλούλες.

Έτσι στο Γάργαρον ψηλά, καθώς τον συνεπήραν

ύπνος και πόθος, ήσυχα κοιμόταν ο πατέρας

στο πλάγι της συντρόφου του. Και ο Ύπνος προς τα πλοία

των Αχαιών εχύθη ευθύς την είδησιν να φέρει

του γεωφόρου, κι έφθασε και του’πε: «Ω Κοσμοσείστη,

μ’ όλην σου τώρα την καρδιά βοήθα τους Αργείους

προσώρας καν να δοξασθούν, όσο κοιμάται ακόμη

ο Ζευς, που εγώ με κάρωμα γλυκό ζωσμένον έχω,

κι η Ήρα τον ξεγέλασε μαζί της να πλαγιάσει.».



Κι έγυρ’ ο ύπνος των θνητών τα δοξασμένα γένη,

και να βοηθεί τους Δαναούς σφοδρότερ’ αναμμένος

ο Ποσειδών και με κραυγήν εχύθη στους προμάχους.



«Ω Δαναοί, του Έκτορος θ’ αφήσουμε και πάλιν

την νίκην, όπως δοξασθεί και κάψει τα καράβια;

Και το καυχάται τώρ’ αυτός, εξ αφορμής που μένει

ο Αχιλλεύς ανάμερα της μάχης χολωμένος.

Αλλά δεν βλάπτει αν λείπει αυτός, εάν εμείς οι άλλοι

αντιπαρακινούμενοι βοηθηθούμε όλοι.

Κι ελάτε τώρα, ό,τι θα ειπώ, να το δεχθούμεν όλοι.



Ζωσθήτε τις τρανότερες πόχει ο στρατός ασπίδες,

τες κεφαλές σκεπάσετε με σπιθοβόλα κράνη,

πάρετε μες στα χέρια σας τ’ απέραντα κοντάρια,

και ας πάμε, εγώ θα’μαι αρχηγός, και ο Πριαμίδης Έκτωρ

όσην και αν έχει ορμήν, θαρρώ δεν θα κρατήσει εμπρός μας.

Κι εάν ασπίδα έχει μικρήν ο ανδρείος ας την δώσει

του ανάνδρου, και τρανήν αυτός ασπίδ’ ας ζώσει άλλην.».




Τον λόγον του όλοι υπάκουσαν, και αυτούς τακτοποιούσαν

και λαβωμέν’ οι βασιλείς, ο Ατρείδης Αγαμέμνων,

με τον Τυδείδην ο Οδυσσεύς και ολόγυρα επηγαίναν.

κι έβαζαν όλους τ’ άρματα ν’ αλλάξουν και οι γενναίοι

τα καλά παίρναν κι έδιναν των αγενών τ’ αχρεία.

Και τ’ άρματ’ άμα εφόρεσαν τα ολόλαμπρα εκινήσαν.

Εβάδιζ’ επί κεφαλής ο Ποσειδών με ξίφος

τρομακτικό, μακρύτατο στην δυνατήν παλάμην,

ως αστραπήν, οπού μ’ αυτό να σμίξει στον αγώνα

δεν συγχωρείται αλλά κρατεί τους άνδρες μόν’ ο τρόμος.



Και ο μέγας Έκτωρ αντικρύς εσύνταζε τους Τρώας.

Κι έριδα τότε φοβερήν ετέντωσε πολέμου

ο μακροχαίτης Ποσειδών και ο λαμπρισμένος Έκτωρ

των Τρώων τούτος πρόμαχος των Δαναών εκείνος.

Και η θάλασσα προς τες σκηνές ανέβη και τα πλοία

κι εκείνοι με σφοδρήν κραυγήν ν’ ανταμωθούν ορμούσαν.

Τόσο στους βράχους δεν βοά το κύμα της θαλάσσης

που από το πέλαγ’ ο Βοριάς φυσομανώντας σπρώχνει.

τόσος δεν είναι της φωτιάς ο κρότος εις το δάσος

του όρους όταν άρχισε και όλα τα  δένδρα καίει.

Ουδέ στα φουντωτά δρυά τόσος ο βρόντος είναι

του ανέμου που βοά πολύ. Χειρότερ’ από εκείνα,

όση εσηκώθηκε βοή των Αχαιών και Τρώων

την ώραν που αλαλάζοντας να συγκρουσθούν ορμήσαν.

Ο Έκτωρ πρώτος έριξε στον Αίαντα το δόρυ,

καθώς τον είχε ίσι’ αντικρύ, κι εκτύπησε το μέρος

που ήσαν στο στήθος διπλωτά δυο κρεμαστάρια, το’να

εις τ’ ασημόκουμπο σπαθί και στην ασπίδα τ’ άλλο.

Εκείνα του επροφύλαξαν το τρυφερό του σώμα.

Και ότι χαμέν’ ακόντισεν ο Έκτωρ εχολώθη,

και στους συντρόφους σύρθηκε τον θάνατον να φύγει.

Και στην φυγήν τον κτύπησεν ο Τελαμώνιος Αίας.

Πέτραν σηκώνει απ’ τες πολλές, που εκ’ ήσαν κολημένες,

στα πόδια των πολεμιστών, σκαριά για τα καράβια,

και τον βαρεί προς τον λαιμόν, επάνω απ’ την ασπίδα.

Σαν σβούρον τον ετράνταξε, κι έφερ’ εκείνος γύρες.



Καθώς στον κτύπον του πατρός Διός σύρριζο πέφτει

δένδρο και οσμή βαρύτατη θειάφης εκείθε βγαίνει.

Και άνθρωπος που εγγύς το ιδή ζαλίζεται από φόβον,

ότ’ είναι ακαταμάχητος ο κεραυνός του Δία.

έτσι στο χώμα εβρόντησεν ο Έκτωρ και απολνάει

το δόρυ, πέφτ’ η ασπίδα του, το κράνος πεφτει, και όλα

τα χαλκοκόλλητ’ άρματα στο σώμα του αντηχούσαν.

Κι οι Αχαιοί με αλαλαγμόν του εχύθηκαν θαρρώντας

πως θα τον σύρουν, και πυκνά του ακόντιζαν τα βέλη.

Αλλά δεν μπόρεσε κανείς ουδέ ν’ ακρολαβώσει

τον μέγαν Έκτορα, ότι ευθύς οι πρώτοι πολεμάρχοι

ολόγυρά του εστήθηκαν, Αινείας, Πολυδάμας,

Αγήνωρ, Γλαύκος, Σαρπηδών, στρατάρχης των Λυκίων,



ουδ’ έμενεν απόνετος γι’ αυτόν κανείς των άλλων,

αλλ’ όλοι εμπρός του πρόβαλαν τες κυκλωτές ασπίδες.

Και απ’ τον αγώνα οι σύντροφοι στα χέρια τους τον πήραν,

στους γοργούς ίππους πόστεκαν μακράν από την μάχην

εις την ωραίαν άμαξαν σιμά στον κυβερνήτην. 



Αυτοί στην πόλιν έφερναν τον ήρωα που εβογγούσε.

Και ότ’ έφθασαν στο πέραμα του βαθυρρόου Ξάνθου,

του ποταμού που εγέννησεν ο αθάνατος Κρονίδης,

τον πέζευσαν και με νερό τον εδροσολογήσαν.

Κι εκείνος πήρε αναπνοήν, κι εσήκωσε τα μάτια,

εκάθισε γονατιστα κι έφτυσε μαύρον αίμα.

Έπεσε πάλι κι έκλεισε τα μάτια του σκοτάδι

και ακόμη απ’ την πετροβολιά δαμάζετο η καρδιά του.

Και καθώς είδαν οι Αχαιοί να φύγει ο μέγας Έκτωρ

με δίψαν μάχης όρμησαν σφοδρότερην στους Τρώας.



Ο Οϊλείδης Αίας ο γοργός, μ’ ακονητό κοντάρι,

πρώτος ορμώντας κτύπησε τον  Σάτνιον που εγεννήθη

απ’ τον βουκόλον Ήνοπα και από Ναϊάδα ωραίαν

νύμφην, στην ακροποταμιάν, που βρέχει ο Σατνιόεις.

Από σιμά τον πλήγωσεν ο Οϊλείδης στην λαπάραν.

Ο νέος έπεσε νεκρός τ’ ανάσκελα και μάχην

επάνω του έσμιξαν κακήν οι Δαναοί και οι Τρώες.

Ήλθεν εκείνου εκδικητής ο ανδρείος  Πολυδάμας

κι εκεί τον Προθοήνορα το Αρηιλύκου αγόρι

στον δεξιόν ώμον κτύπησε. Το δυνατό κοντάρι

τον πέρασε, κι έπεσε αυτός κι εφούκτωσε το χώμα.

Και με τρομακτικήν φωνήν καυχήθη ο Πολυδάμας:



«Τώρα θαρρώ που ανώφελα δεν έριξα τ’ ακόντι

του Πανθοϊδου η δυνατή παλάμη του γενναίου,

αλλ’ ένας απ’ τους Αχαιούς το επήρε εις το κορμί του,

θα το’χει στήριγμα, θαρρώ, να κατεβεί στον Άδη.».



Το καύχημά του επλήγωσε τα στήθη των Αργείων

και μάλιστα του Αίαντος του Τελαμωνιάδη

που εγγύς του έπεσε ο νεκρός κι ευθύς την λόγχην ρίχνει

του Πολυδάμαντος εκεί που έφευγε, κι εκείνος

δίπλα πηδώντας ξέφυγε τον θάνατον και η λόγχη

επήρε τον Αρχέλοχον, του Αντήνορος αγόρι,

ότ’ οι θεοί τον όλεθρον εκείνου αποφασίσαν.

Τον κτύπησ’ όπου δένεται με το κεφάλι ο σβέρκος

μες στο σφονδύλι κι έκοψε και τα δυο νεύρα η λόγχη

και ως έπεσ’ εύρηκαν την γην καύκαλο, μύτη, στόμα,

πρώτα πολύ πριν σωριαστούν τα γόνατα και οι κνήμες.



Και ο Αίας τότ’ εφώναξε: «Μέτρα το, Πολυδάμα,

και την αλήθειαν λέγε μου. Άνδρας δεν ήταν τούτος

άξιος του Προθοήνορος αντίτιμος να πέση;

Αχρείος δεν μου φαίνεται μήτε από αχρείον γένος.

Θα είν’ αγόρι ή αδελφός του Αντήνορος του ανδρείου.

Ότι πολύ την γενεάν εκείνου προσομοιάζει.».



Και ό,τ’ είπ’ εγνώριζε καλά, κι επλήγωσε τους Τρώας.

Κει τον Βοιώτιον πρόμαχον ελόγχισ’ ο Ακάμας

προστάτης του νεκρού αδελφού που εκείνος ποδοσέρνει.

Κι έσυρ’ ο Ακάμας κραυγητό, μεγάλως εκαυχήθη:



«Στα βέλη Αργείοι δοξαστοί γενναίοι στες φοβέρες,

στο εξής δεν θα’χουμεν εμείς τον μόχθον και τον θρήνον

μόνοι, αλλ’ ως έπεσεν αυτός, θα ’βρει  και σας ο φόνος.

Σας έστρωσα τον Πρόμαχον στον ύπνον του θανάτου,

ογρήγορα να εκδικηθώ τον φόνον του αδελφού μου.

Για τούτο καθείς εύχεται, κάποιος ν’ απομείνει

αυτάδελφος, εκδικητής, αν συμφορά τον έβρη.».



Το καύχημά του επλήγωσε στα σπλάχνα τους Αργείους,

μάλιστα τον Πηνέλαον. Πετάχθη ο πολεμάρχος

εις τον Ακάμαντα, και αφού δεν δέχθη την ορμήν του,

τον Ιλιονέα κτύπησεν, αγόρι αγαπημένο

του πολυάρνου Φόρβαντος, που από τους Τρώας όλους

υπεραγάπησ’ ο Ερμής, και επλούτισε περίσσα.

Τον Ιλιονέα μόνο υιόν  του γέννησε η μητέρα.



Κείνον κτυπά μες στου οφθαλμού τες ρίζες και το δόρυ

την κόρην βγάζει, του τρυπά τον οφθαλμόν και φθάνει

στο ζνίχι κι έπεσεν αυτός με πετακτές αγκάλες.

Κι ευθύς σύρει ο Πηνέλαος το ακονισμένον ξίφος.

Στην μέσην κόφτει τον λαιμόν και χάμω με το κράνος

κατρακυλά την κεφαλήν. Κι ήταν στο μάτι ακόμα

η λόγχη. Και το καύκαλο σηκώνει, ως παπαρούνα,

ψηλά των Τρώων δείχνει το και υπερηφάνως είπε:



«Να ειπείτε, ω Τρώες, χάριν μου, των ποθητών γονέων

του Ιλιονέως του λαμπρού στο σπίτι να τον κλάψουν.

Και του Προμάχου ως και η γυνή του Αλεγηνορίδου

δεν θα δεχθεί περιχαρη τον ποθητόν της άνδρα,

όταν θα κάμουμε πανιά να φύγουμε απ’ την Τροίαν.». 



Είπε, και όλων έπιασε τα γόνατα τρομάρα,

και από τον όλεθρον καθείς πώς να ξεφύγει εκοίτα. 



Μούσες, του Ολύμπου κάτοικες, διδάξετέ με τώρα,

ποιος πρώτος απ’ τους Αχαιούς με λάφυρα εδοξάσθη

αφού την μάχην έκλινεν σ’ αυτούς ο κοσμοσείστης.

Πρώτος τον Ύρτιον κτύπησεν ο Τελαμώνιος Αίας,

τον Γυρτιάδην των Μυσών των ανδρειωμένων άρχον,

τον Μέρμερον ο Αντίλοχος φονεύει και τον Φάλκην.

Τον Μόρυν και Ιπποτίωνα βροντά ο Μηριόνης

και ο Τεύκρος τον Προθόωνα και ομού τον Περιφήτην.

Τον άρχον Υπερήνορα εκτύπησεν ο Ατρείδης

εις την λαπάραν κι έφαγε τα σπλάχνα μέσα η λόγχη.

Και από την ανοικτήν πληγήν επέταξε  η ψυχή του

με ορμήν πολλήν, κι εσκέπασε τους οφθαλμούς του σκότος.

Πολλούς ακόμη έστρωσεν ο γρήγορος Οϊλείδης,

ο μόνος με τα πόδια του καλός να καταφθάσει

τους άνδρες, όταν στην ψυχήν τρόμον τους βάλει ο Δίας.



ΙΛΙΑΔΟΣ - ΡΑΨΩΔΙΑ Ο΄
Μάχες στα Πλοία


Και αφού τους πάλους διάβηκαν και το χαντάκι οπίσω

φεύγοντας κι έστρωσαν πολλούς των Δαναών οι λόγχες,

σιμά στ’ αμάξια στάθηκαν του φόβου κερωμένοι,

και ο Ζεύς από τες αγκαλιές εξύπνησε της Ήρας

της Ίδης εις τες κορυφές. Τινάχθη, εστάθη κι είδε

τους Αχαιούς κατάποδα να κυνηγούν τους Τρώας.

Κι εκεί μέσα στον πόλεμον τον μέγαν Ποσειδώνα.



Μακράν τον Έκτορα χαμαί, στα πόδια των συντρόφων,

που με στυμμένην την ψυχήν λαχάνιαζε κι εξέρνα

αίμα, τι δεν τον κτύπησε των Αχαιών ηρώων

ο ύστερος. Και των θεών και ανθρώπων ο πατέρας

τον είδε, τον λυπήθηκε, και μ’ άγριο βλέμμα εστράφη

στην Ήραν, κι είπεν: «Ω σκληρή, αδάμαστη, το βλέπω

δόλος δικός σου πονηρός τον Έκτορα τον θείον

απόκοψε απ’ τον πόλεμον κι εσκόρπισε τους Τρώας.



Δεν ξέρω αν το βαρύτατο μηχάνημα και  πάλιν

θα μου πλερώσεις πρώτη εσύ και σε κακοκτυπήσω.

Θυμάσαι όταν εκρέμοσουν ψηλά και αμόνια δύο

σου’χα στες φτέρνες, και χρυσήν ασύντριφτην στα χέρια

άλυσον και συ κρέμοσουν στα νέφη στον αιθέρα;

Και αν κι εγογγύζαν οι θεοί στα πέρατα του Ολύμπου

κανείς δεν είχε δύναμιν να δράμη να σε λύση.

Ότι απ’ την πύλην τ’ ουρανού θα τον κατρακυλούσα

στην γην να χάσει την πνοήν. Και μ’ όλα τούτα ο πόνος

δεν έπαυε που μ’ έσφαζε του θείου Ηρακλέους,

απ’ όταν συ με το Βοριά την κάθε ανεμοζάλην

κατάφερες κακόγνωμα, και στ’ άγρια πελάγη

τον πέταξες ώσπου στην Κω τον έφερες ν’ αράξει.



Εκείθ’ εγώ τον έσωσα, που’χε βαστάξει αγώνες

πολλούς και τον ξανάφερα στο ιπποτρόφον Άργος.

Και τούτ’ αν καλοθυμηθείς  θ’ αφήσεις την απάτην,

και αν ήλθες απ’ τον Όλυμπον και μ’ έφερες να πέσω

στο πλάγι σου, να μη θαρρείς που αυτό θα σ’ ωφελήσει.».



Είπε κι η μεγαλόφθαλμη θεά πάγωσεν όλη,

και προς αυτόν απάντησε με λόγια φτερωμένα:



«Μάρτυς μου η γη και ο ουρανός πλατύτατος επάνω

και της Στυγός τα ρεύματα που χυνονται στον Άδην,

οπού’ναι πρώτος και φρικτός των αθανάτων όρκος,

κι η ιερή σου κεφαλή κι η νυμφική μας κλίνη,

που όρκον σ’ εκείνην ψεύτικον δεν θα’κανα ποτέ μου.

Τον Ποσειδώνα εγώ ποσώς δεν έβαλα να βλάψει

τους Τρώας και τον Έκτορα, και να βοηθεί τους άλλους,

αλλά εκινήθη μόνος του, θαρρώ, κι αισθάνθη λύπην

άμ’ είδε πως οι Αχαιοί συντρίβονταν στες πρύμνες.

Όμως θα τον συμβούλευα κι εκείνος να πηγαίνει

όπου και αν, μαυρονέφελε, σαν αρχηγός προστάζεις.».



Είπε, και τότε των θεών και ανθρώπων ο πατέρας

μ’ ένα χαμόγελο γλυκό σ’ εκείνην απαντούσε:



«Άμποτε, Ήρα, σεβαστή, στο εξής ν’ αποφασίσεις

εις το συνέδριον των θεών να συμφωνείς μ’ εμένα.

Τότε, θαρρώ, και ο Ποσειδών, όσο και αν θέλει αλλέως,

σ’ ό,τι ποθείς εσύ κι εγώ, τον νουν του θα γυρίσει.

Και αν ομιλείς αληθινά, με όλην την καρδιά σου,

άμε στα γένη των θεών την Ίριν να καλέσεις

και τον λαμπρόν Απόλλωνα να έλθουν εδώ πέρα.

Εκείνην θα προστάξω εγώ με στον λαόν να δράμη

των χαλκοφράκτων Αχαιών, να ειπεί του Ποσειδώνος

να παύσει από τον πόλεμον, στο σπίτι του να γύρει,

τον Έκτορα στον πόλεμον θα ξαναφέρει ο Φοίβος,

θα τον γεμίσει δύναμιν, τον νουν του θα ιλαρώσει

από τους πόνους τους  δριμείς και την φυγήν θα σπείρει

την άνανδρην στους Αχαιούς, να τους γυρίσει οπίσω,

όσο να πέσουν φεύγοντας στες πρύμνες του Πηλείδη.

Τον σύντροφόν του Πάτροκλον εκείνος θα τους στείλει,

και  ο Πάτροκλος θα πέσει αυτού, στα τείχη εμπρός της Τροίας

από τον Έκτορ’ αλλ’ αφού πολλούς φονεύσει ανδρείους

και τον δικόν μου ακόμα υιόν, τον θείον Σαρπηδόνα.

Και απ’ τον καημόν ο Αχιλλεύς τον Έκτορα φονεύει.



Κατόπι εγώ τους Αχαιούς θα κάμω από τα πλοία

τους Τρώας αδιάκοπα να διώχνουν στην πεδιάδα

ώσπου να πάρουν, με βουλήν της Αθηνάς, την Τροίαν.

Και ούτ’ εγώ παύω τον θυμόν, ούτε κανέναν άλλον

απ’ τους θεούς να βοηθεί τους Δαναούς θ’ αφήσω

πριν ή τελειώσ’ ολόκληρον τον πόθον του Αχιλλέως,

που πρώτα του υποσχέθηκα και με της κεφαλής μου

το νεύμα οπόταν έπεσε στα γόνατά μου η Θέτις

κι εζήτησε τον πορθητήν Πηλείδην να τιμήσω.».



Είπε, και τον υπάκουσεν η Ήρα η λευκοχέρα

και στον υψηλόν Όλυμπον ανέβη από την Ίδην.



Και όπως ανθρώπου πόχει βγει του κόσμου πολλά μέρη

πετά το πνεύμα και βαθιά του λέγει ο λογισμός του:

«Αυτού να ήμουν, είτε αυτού», και άπειρα πλέκει ο νους του.

Όμοια πετούσε  η θεά, και στην κορφή του Ολύμπου

έφθασε κι ήβρε τους θεούς εκεί συναθροισμένους

μέσα στο δώμα του Διός. Της επροσηκωθήκαν

όλοι με τα ολόγεμα ποτήρια χαιρετούσαν.

Τους άλλους άφησεν αυτή και το ποτήρι εδέχθη

απ’ την ωραίαν Θέμιδα, που πρώτη εμπρός της ήλθε

κι ευθύς την επροσφώνησε με λόγια φτερωμένα:



«Ήρα, τι ήλθες τώρα εδώ και ταραγμένη δείχνεις;

Πολύ, θαρρώ, θα σ’ έσκιαξεν ο άνδρας σου ο Κρονίδης.».

Σ’ αυτήν απάντησε η θεά, η Ήρα η λευκοχέρα:





«Ω θεά Θέμι, μη ερωτάς, και μόνη το γνωρίζεις

άσπλαχνην πόσο και άδικην έχει ψυχήν εκείνος.

Μην αμελήσεις τώρα συ το ισόμοιρο τραπέζι

και όπως κι οι άλλοι αθάνατοι και συ θ’ ακούσεις ποία

έργα κακά μας προμηνά και μας κηρύττει ο Δίας,

π’ ούτε θνητός ούτε θεός δεν θα χαρεί, πιστεύω,

εάν ακόμη ευφραίνεται κανείς εις το τραπέζι.».



Είπε. Κι εκάθισε η θεά, και λύπην αισθανθήκαν

όλ’ οι θεοί. Κι εγέλασεν εκείνη με τα χείλη

αλλ’ όμως δεν ιλάρωσε το μέτωπον επάνω

από τα μαύρα φρύδια της και αρχίνησε με πόνον:



«Ανόητοι που παίρνομε θυμόν με τον Κρονίδην

και προμαχούμε ακόμη εμείς με λόγον ή με χέρι

να τον δαμάσωμε, και αυτός μακράν μας καθισμένος

δεν μας λογιάζει παντελώς, και λέγει ότ’ είναι πρώτος

στην δύναμιν ασύγκριτα των αθανάτων όλων.

Όθεν καθείς μας το κακό που αυτός του στείλη ας έχει.

Κι ήδη του Άρη συμφορά, μου φαίνετ’ έχει γίνει.

Στην μάχην ο αγαπητός Ασκάλαφος εχάθη

π’ ο Άρης ο τρομακτικός λέγει πως είν’ υιός του.».

Είπε, και ο Άρης κτύπησε και με τες δυο παλάμες

τ’ ανδρειωμένα του μεριά και με παράπον’ είπε:



«Δεν θα μου δώσετ’ άδικον, ω εγκάτοικοι του Ολύμπου,

εκδικητής αν κατεβώ του υιού μου εκεί στα πλοία,

κι εάν μου μέλλει απ’ του Διός τον κεραυνόν να πέσω

με τους νεκρούς να κείτωμαι στο αιματωμένο χώμα.».



Και να του ζέψουν τ’ άλογα στον Φόβον και στον Τρόμον

είπε, και αυτός τα υπέρλαμπρα εζώνετο άρματά του.



Τότε δεινότερη χολή θε να ’πιανε τον Δία

ενάντια σ’ όλους του θεούς και θ’ άναφτε ο θυμός του.

Αλλ’ η Αθηνά φοβούμενη μη πάθουν όλοι, αφήκε

τον θρόνον όπου εκάθονταν και στην αυλήν εχύθη.

Το κράνος του αφαιρ’ η θεά και την λαμπρήν ασπίδα,

και απ’ την βαριά παλάμη του το δόρυ και το σταίνει

στην γην, μετέπειτα πικρά τον Άρην ονειδίζει:



«Ξεφρενιασμέν’, εχάθηκες. Έχεις αυτιά ν’ ακούης

του κάκου, οπόταν μήτε νους, μήτ’ εντροπή σου εμείναν.

Τ’ είπε η θεά δεν άκουσες η Ήρα η λευκοχέρα

που ήλθε τώρα εδώ σ’ εμάς απ’ τον Ολύμπιον Δία;

Ή θέλεις αφού ξέχειλα συ πρώτος δοκιμάσεις

παθήματα, περίλυπος στον Όλυμπον να γύρεις

και των θεών μέγα κακό των άλλων να γεννήσεις;

Θ’ αφήσει ευθύς τους Αχαιούς και τους αυθάδεις Τρώας

και θα’λθει εδώ στον Όλυμπον εμάς να τρικυμίσει,

και τον καθέναν, αίτιον ή μη, θα πάρει εμπρός του.

Όθεν συ παύσε τον θυμόν για το καλόν σου αγόρι.

Καλύτεροί του στην ανδρειά φονεύθηκαν και άλλοι

και στο εξής θα φονευθούν. Και δυνατόν δεν είναι

κάθε θνητού να σώσωμεν εμείς το γενολόγι.».



Είπε, και τον ακράτητον θεόν εις το θρονί του

εκάθισεν η Αθηνά και στο προαύλ’ η Ήρα

τον Φοίβον επροσκάλεσε, αντάμα με την Ίριν

μηνύτραν όλων των θεών, και προς εκείνους είπε:



«Σας και τους δύο θέλει ο Ζευς να πάτ’ ευθύς στην Ίδην

και άμα εκεί φθάσετ’ έμπροσθεν στο πρόσωπο του Δία

εσείς θα κάμετ’ ό,τι αυτός θελήσει και προστάξει.».



Είπε, και πάλι εγύρισε στον θρόνον της η Ήρα.




Και αυτοί με πέταμα γοργό ξεκίνησαν κι εφθάσαν

στην Ίδην την πολύβρυσην, την θεριοθρέπτραν κι ήβραν

εις του Γαργάρου την κορφήν τον βροντητήν Κρονίδην

καθήμενον, κι ευωδιαστή τον έζωνε νεφελη.



Κι εμπρός ως ήλθαν του Διός του νεφελοσυνάκτη,

έμειναν, και μ’ αυτούς χολήν δεν είχε ο Ζευς άμ’ είδε

ότι της Ήρας γρήγορα τον λόγον υπακούσαν.

Στην Ίριν πρώτα ομίλησε με λόγια φτερωμένα:



«Πτερόποδ’ Ίρι, πήγαινε, να ειπείς του Ποσειδώνος

ό,τι θα ακούσης και πιστήν σε θέλω εγώ μηνύτραν.

Να παύση από τον πόλεμον και να γυρίσει, αν θέλει

ή στην αγίαν θάλασσαν ή στων θεών τα γένη.

Και αν δε πεισθεί στα λόγια μου και τ’ αψηφίσει, ειπέ του

να εννοήσει αυτό καλά, να μη θαρρέψει τόσο

στην δύναμίν του να σταθεί, όταν του πέσω, εμπρός μου

ότ’ είμ’ εγώ στην δύναμιν περίσσ’ ανώτερός του,

είμαι και πρωτογέννητος. Και ωστόσο αυτός τολμάει

ίσος να λέγεται μ’ εμέ που όλ’ οι θεοί με τρέμουν.».



Είπε και τον υπάκουσεν η ανεμόποδ’ Ίρις

και στην αγίαν Ίλιον κατέβη από την Ίδην.

Και ως ροβολούν κάτω στην γην χιόν’ ή χαλάζι κρύο

απ’ τον αιθερογέννητον βοριά κατεβασμένα,

με ομοίαν επετούσε ορμήν η ανεμόποδ’ Ίρις

και από σιμά προσφώνησε τον μέγα Ποσειδώνα:



«Κάποιο να φέρω μήνυμα, μεγάλε γεωφόρε,

ήλθα καθώς μ’ επρόσταξεν ο αιγιδοφόρος Δίας.

Να παύσεις απ’ τον πόλεμον σου λέγει και να γύρεις

ή στην αγίαν θάλασσαν ή στων θεών τα γένη.

Και αν δεν πειστείς στα λόγια του και τ’ αψηφάς, κηρύττει

ότι και αυτός αντίμαχα με σε να πολεμήσει

θα έλθει εδώ. Και μη σταθείς, σε συμβουλεύει εμπρός του,

ότ’ είναι αυτός στην δύναμην περίσσ’ ανώτερός σου,

είναι και πρωτογέννητος, και όμως τολμά η καρδιά σου

ίσος να λέγεσαι μ’ αυτόν, οπού τον τρέμουν όλοι.».



Εβάρυνε και απάντησεν ο μέγας κοσμοσείστης:



«Ω, λόγον υπερήφανον που είπε, αν κι είναι ανδρείος,

αν τον ομότιμον εμέ με βίαν θα εμποδίσει.

Τρεις γεννηθήκαμεν υιοί, του Κρόνου και της Ρέας,

ο Ζεύς, εγώ και ο βασιλεύς των πεθαμένων Άδης.

Και απ’ όλα τρία κάμαμεν ισόμοιρα βασίλεια.

Να’χω την λευκήν θάλασσαν πέφτει ο λαχνός σ’ εμένα,

στον Άδην το  ανήλιο σκοτάδι, και στον Δία

ο πλατύς έλαχε ουρανός στα νέφη στον αιθέρα

κι έμειν’ η γη κοινή στους τρεις και ο Όλυμπος ο μέγας.

Όθεν εμένα του Διός ο νους δεν θα οδηγήσει,

και ας μείνει, αν κι είναι δυνατός, στο τρίτο του μοιράδι.



Και με τα χέρια ως άνανδρον να μη με φοβερίζει.

Με τα μεγάλα λόγια του ταιριάζει να ονειδίσει

τες κόρες και τ’ αγόρια που γέννησεν εκείνος,

ότι εξ ανάγκης θα υπακούν εκείνα σ’ ό,τι λέγει.».



Και προς αυτόν απάντησεν η ανεμόποδ’ Ίρις:



«Ω, γεωφόρε Ποσειδών, τωόντι αυτόν τον λόγον

τον άπονον, τον τρομερόν, θα φέρω εγώ στον Δία;

Δεν θα τον στρέψεις; Στρέφονται οι γνώμες των γενναίων.

Τον πρωτογέννητον βοηθούν, το ξεύρεις, οι Ερινύες.».



Και προς αυτήν ο Ποσειδών αντείπε ο κοσμοσείστης:



«Ίρι, θεά, λόγον καλόν ομίλησες τωόντι

και αυτό λαμπρόν, ο μηνυτής τα ορθά τα ξεχωρίζει.

Αλλ’ ιδού ποίος την καρδιά φρικτός μου θλίβει πόνος,

εμένα τον ισόμοιρον και τον ομόκληρόν του

με λόγια να ονειδίζει αυτός όλα χολήν γεμάτα.

Αλλά με κάνει ευλάβεια για τώρα να συγκλίνω.

Αλλ’ άκουσ’ άλλο που θα ειπώ και αλήθεια θα κηρύξω.

Εάν αυτός στο πείσμα μου και άλλων αθανάτων,

της Ήρας και της Αθηνάς, του Ηφαίστου και του Ερμείου

θελήσει από τον όλεθρον την Ίλιον να φυλάξει

και να μη δώσει δύναμιν και νίκην στους Αργείους,

ας μάθει π’ άσβεστος θυμός θ’ ανάψει στην ψυχήν μας.».



Και απ’ τον λαόν των Αχαιών στα βάθη της θαλάσσης

βυθίζει και όλοι αισθάνονται που λείπει ο κοσμοσείστης.



Και ο Ζευς ο μαυρονέφελος τότ’ είπε προς τον Φοίβον:



«Στον χαλκοφόρον Έκτορα να πας, καλέ μου Φοίβε.

Ότι ο γεωφόρος Ποσειδών έγυρεν ήδη οπίσω

εις την αγίαν θάλασσαν να φύγει απ’ την οργήν μας.

Και σφόδρ’ αυτόν τον πόλεμον θα αισθάνονταν και οι άλλοι

θεοί στα Τάρταρα όσοι ζουν ολόγυρα του Κρόνου.

Καλό σ’ αυτόν, καλύτερα σ’ εμένα τούτο εγίνη,

που εσύγκλινε από ευλάβειαν και δεν εστάθη εμπρός μου

ότι όχι ανίδρωτος, θαρρώ, θα εγίνονταν αγώνας.

Αλλά στα χέρια πάρε συ την κροσσωτήν αιγίδα

και σείοντάς την εις φυγήν θα βάλεις τους Αργείους,

και συ του ενδόξου Έκτορος ο ίδιος θα’σαι σκέπη.



Την δύναμήν του άναψε, τους Αχαιούς να διώξει,

ως πέρα στον Ελλήσποντον να πέσουν στα καράβια.

Κι ύστερα θα φροντίσω εγώ με λόγον και με έργον

ανάσασιν των Δαναών να δώσω απ’ τον αγώνα.».



Είπε, και δεν παράκουσεν ο Απόλλων τον πατέρα,

και από την Ίδην έπεσεν ωσάν το φασσοφόνο

γεράκι που όλα τα πουλιά περνά το πέταμά του.

Κι ήβρε τον θείον Έκτορα. Χαμαί δεν ήταν πλέον,

καθήμενος συνέφερνε κι εγνώριζε τους φίλους,

έπαυσεν ή κονταναπνιά και ο ίδρωτας ο κρύος,

ως τον ανάστησεν ο νους του αιγιδοφόρου Δία.

Σιμά του εστάθη κι είπε του ο τοξευτής Απόλλων:



«Έκτορ Πριαμίδη, ανάμερα τι κάθεσαι απ’ τους αλλους

λιπόθυμος; Μη συμφορά κάποια μεγάλη σ’ ήβρε;»



Του αντείπε με σβηστήν φωνήν ο λοφοσείστης Έκτωρ:



«Ποιος είσαι απ’ όλους τους θεούς που μου ομιλείς αντίκρυ,

ω σεβαστέ, δεν το’μαθες; Ενώ κει στα καράβια

χαλούσα τους συντρόφους του, στα στήθη ο μέγας Αίας

λιθάρι μού’ριξε τρανό και μ’ έβγαλε απ’ την μάχην.

Κι ενόμισα ότι σήμερα θα κατεβώ στον Άδη

μες στους νεκρούς, ως έβγαινεν η ποθητή ψυχή μου.».



Και προς αυτόν απάντησεν ο τοξευτής Απόλλων:



«Θάρρου, αφού μέγαν βοηθόν ο Ζευς από την Ίδην

σου’στειλε να’ναι πρόμαχος προστάτης στο πλευρό σου

τον Φοίβον τον χρυσόξιφον, που πάντοτε σε σκέπω,

εσέ τον ίδιον και με σε τους πύργους του Πριάμου.



Πρόσταξε τώρα τους πολλούς ιππείς προς τα καράβια

τα γρήγορά τους άλογα να σπρώξουν ανδρειωμένα.

Και στους ιππείς εμπρός εγώ τον δρόμον πέρα πέρα

θα τους ανοίξω και εις φυγήν θα βάλω τους Αργείους.».



Αυτά ’πε και του επύρωσε με δύναμιν τα στήθη.

Και ως όταν σπάση τον δεσμόν καλοθρεμμένος ίππος,

βροντά τετραποδίζοντας στην ανοικτήν πεδιάδα,

να λούεται στο καθαρό ποτάμι μαθημένος.

Την κεφαλήν κρατεί υψηλά, την χαίτην ανεμίζει

και υπερηφανευόμενον στα κάλλη του τον φέρνουν

στες μαθημένες του βοσκές γοργά τα γόνατά του.

Όμοια πετούσε ακράτητος προς τους ιππείς ο Έκτωρ

και τους κινούσε, ως η φωνή τον δίδαξεν η θεία.



Και ως όταν αγριόγιδο ή και κερατοφόρο

ελάφι σφόδρα κυνηγούν άνδρες του αγρού και σκύλοι.

Λόγγος δασύς και γλιστερός γκρεμός τους εμποδίζει,

και να το εβρούν τ’ ακόντια δεν ήθελεν η μοίρα,

και απ’ την βοήν τους πύρινο στο δρόμο τους λεοντάρι

φαίνεται και όλοι αναμετρούν και αφήνουν το κυνήγι.

Έτσι ως τότε οι Δαναοί πυκνοί τους κυνηγούσαν

και τους εκτύπαν με σπαθιά, με δίστομα κοντάρια.

Αλλ’ άμα είδαν τον Έκτορα στες τάξες των ανδρείων,

ετρόμαξαν και στην καρδιά το θάρρος τους εκόπη.



Τότε σ’ αυτούς ομίλησεν ο Ανδραιμονίδης Θόας,

των Αιτωλών ο έξοχος τεχνίτης εις τ’ ακόντι,

Καλός και εις μάχην σταθερήν, και ομιλητής ο πρώτος

των νέων αν ασύμφωνοι μαζί λογομαχούσαν.

Και αυτός με γνώμην αγαθήν στην μέσην όλων είπε:



«Ω μέγα θαύμα οπού θωρούν τα μάτια τούτα εμπρός τους!

Ιδού πώς πάλιν ξέφυγε τον χάρο κι εσηκώθη

ο Έκτωρ κι επιστεύαμεν πως άσφαλτ’ απ’ τα χέρια

του Αίαντος απέθανε, του Τελαμωνιάδη.

Αλλ’ έσωσε κάποιος θεός τον Έκτορα και πάλιν

που Δαναούς εθέρισε πολλούς και θα θερίσει,

φοβούμαι τώρα, και άβουλα του βαρυκτύπου Δία

δεν στέκετ’ επι κεφαλής και τόσην δείχνει λύσσαν

κι ελάτ’ εκείνο που θα ειπώ να το δεχθούμεν όλοι.



Τα πλήθη ας παραγγείλωμε να στρέψουν προς τα πλοία.

Και ας μείνωμ’ όσοι στον στρατόν πρωτεύομεν ανδρείοι,

ίσως με λόγχες σηκωτές κρατήσωμεν την πρώτην

ορμήν εκείνου, και θαρρώ, που αν και πολύ μανίζει

θα φοβηθή των Δαναών την φάλαγγα να σπάσει.».



Είπε, κι οι άλλοι πρόθυμοι εδέχθηκαν τον λόγον.

Ο Αίας τότε, ο Ιδομενεύς, ο Τεύκρος, ο Μηριόνης,

ο Μέγης, του Άρ’ ισόπαλος, με τους συντρόφους όλους

τους ανδρειωμένους φώναζαν κι εσύνταζαν την μάχην,

για να δεχθούν τον Έκτορα και τον στρατόν των Τρώων.

Και οπίσω τους εγύριζε το πλήθος προς τα πλοία.




Σύσσωμ’ οι Τρώες έπεσαν μακροπατώντας, πρώτος

ο Έκτωρ, κι έμπροσθεν σ’ αυτόν, με νέφος τυλιγμένος

ο Απόλλων κι είχε την φρικτήν πολεμικήν αιγίδα

την δασερήν, περίλαμπρην που ο Ήφαιστος του Δία

εχάλκευσε, να την φορεί, τους άνδρες να τρομάζει.



Αυτήν κρατώντας αρχηγός εστήθηκε των Τρώων.

Και σύσσωμοι τους δέχθηκαν οι Αργείοι κι εσηκώθη

και απ’ τα δυο μέρη αλαλαγμός απ’ τες χορδές πετούσαν

τα βέλη, και όπως τά’ριχναν τα χέρια μανιωμένα,

άλλα στην σάρκα εμπήγονταν των ανδρειωμένων νέων,

άλλα στον δρόμον τους χωρίς την σάρκα ν’ απολαύσουν

μέσα στην γην στυλώνονταν, για σάρκα πεινασμένα.



Κι όσο κρατούσε ασάλευτην ο Φοίβος την αιγίδα

κτυπούντο κι έπεφταν πολλοί και απ’ τα δυο  μέρη ομοίως.

Αλλ’ όταν την εσάλευε κατάματα κοιτώντας
τους Αχαιούς με δυνατήν κραυγήν, τον νουν τους μέσα

εμάργωσε και ξέχασαν  το θάρρος της ανδρείας.



Και ως όταν ξάφνου δυο θεριά, πριν φθάσ’ η μαύρη νύκτα,

σ’ αγέλην χύνονται βοδιών ή και κοπήν προβάτων.

Ενώ τους λείπει ο πιστικός, και τα σκορπίζουν όλα.

Ομοίως άνανδρην φυγήν γεννά σ’ αυτούς ο Φοίβος

την δόξαν εις τον Έκτορα να δώσει και στους Τρώας.



Τότ’ άνδρας άνδρα φόνευσεν, αφού σκορπίσθ’ η μάχη.

Των χαλκοφράκτων Βοιωτών τον αρχηγόν ο Έκτωρ

τον Αρκεσίλαον βροντά νεκρόν και τον Στιχίον

που ήταν σύντροφος πιστός του ανδρείου Μενεσθέως.

Τον Μέδοντα, τον Ίασον εφόνευσ’ ο Αινείας.

Και νόθον ήτα γέννημα ο Μέδων του Οϊλέως

και αδελφός του Αίαντος. Μακράν εις την Φυλάκην

στα ξένα εζούσε απ’ τον καιρόν που εφόνευσ’ ένα αδέλφι

της μητρυιάς Εριώπιδος, της νυμφευτής του Οϊλέως.



Κι ήτο αρχηγός ο Ίασος αυτός των Αθηναίων

και γέννημα εδοξάζετο του Σφήλου Βουκολίδη.

Τον Μηκιστή θανάτωσε κατόπι ο Πολυδάμας,

πάλι ο Πολίτης φόνευσε τον πρόμαχον Εχίον

και τον Κλονίον ο θεϊκός Αγήνωρ, και στην πλάτην

του Δηιόχου, ως έφευγεν ελόγχισε ο Πάρις.



Κι εκείνοι ενώ τους γύμνωσαν, οι Αχαιοί ριγμένοι

στους πάλους και στον χάντακα, εδώ κι εκεί σκορπιούνταν

στα τείχη οπίσω να κρυβούν. Και ο Έκτωρ προς τους Τρώας

μακριάν έσυρε φωνήν: «Εμπρός, προς τα καράβια,

και αφήτ’ εκεί τα λάφυρα τα αιματοκυλισμένα

και όποιον νοήσω αλλού μακράν να μένει από τα πλοία,

στον τόπον θα του σοφισθώ να κακοθανατίσει,

και ούτε αδελφοί ούτε αδελφές νεκρόν θενά τον κάψουν

αλλά στην πόλιν μας εμπρός θα τον σπαράξουν σκύλοι.».



Είπε, βροντά την μάστιγα κατάπλατα στους ίππους.

Κι εφώναξε τες φάλαγγες. Και με βοήν οι Τρώες

τα αμαξόσυρ’ άλογα κατόπι του εκινήσαν

κι εβρόντα ο τόπος κι έμπροσθεν ο Φοίβος με τα πόδια,

τα φρύδια εγκρέμισ’ εύκολα του λάκκου και το χώμα

στο χάσμα μέσα επάτησε και ωσάν γεφύρι δρόμον

μακρύν τους έστρωσε πλατύν. Όσο βολή της λόγχης

όταν την ρίχνει λογχιστής να ιδεί την δύναμήν του.



Και χύνονταν φαλαγγωτά κι εμπρός με την αιγίδα

ο Φοίβος την βαρύτιμην. Κι εγκρέμιζε το τείχος

ωσάν παιδί που παίζοντας ακρόγιαλα σηκώνει

κάποια δικά του κτίσματα με άμμον και κατόπιν

παίζοντας πάλι τα χαλά με φτέρνες, με παλάμες.

Όμοια συ, Φοίβε τοξευτή, τους μόχθους των Αργείων

εχάλασες, και στην καρδιά τους έβαλες τον τρόμον.



Και τούτοι προς τα πλοία τους εμέναν ενωμένοι

και ν’ ανδρειευτούν εκραύγαζαν ο ένας προς τον άλλον

και στους θεούς εδέοντο με χερια σηκωμένα.

Και ο Νέστωρ, μέγα στήριγμα των Αχαιών, εξόχως

εύχονταν με τα χέρια του προς τ’ άστρα σηκωμένα :



«Δία πατέρα, αν σου’καψαν στο σιτοφόρον Άργος

μόσχους ή πρόβατα μ’ ευχές να γύρουν στην πατρίδα,

και το υπεσχέθης, ίλεως, θυμήσου τα πατέρα,

του ολέθρου μάκρυνε από μας την ώραν, μην αφήσεις

οι Τρώες τόσο χάλασμα να φέρουν των Αργείων.».



Ευχήθη αυτός κι εβρόντησεν ο πάνσοφος Κρονίδης

καθώς του έφθασαν οι ευχές του γέροντος Νηλείδη.

Κι οι Τρώες άμα του Διός εγνώρισαν τον κτύπον

με λύσσαν νέαν όρμησαν επάνω στους Αργείους.

Και ως  μέγα κύμα στα πλατιά πελάγη, αν το εμψυχώνει

ο άνεμος, που δύναμις στα κύματα είναι πρώτη,

χύνετ’ επάνω απ’ τα πλευρά στου καραβιού το στρώμα,

έφθασαν με τ’ αμάξια τους στες πρύμνες και σ’ εκείνα

ορθοί με λόγχες δίστομες αντίκρυ επολεμούσαν,

κι οι Αχαιοί στα ολόμαυρα καράβι’ ανεβασμένοι

με μακριά κοντάρια, που είχαν ες στα πλοία,

θαλασσομάχα, κολλητά, στες άκρες χαλκοφόρα.



Και όσον οι Τρώες κι οι Αχαιοί στο τείχος πολεμούσαν

απ’τα καράβια μακράν, ο Πάτροκλος καθόταν

εις του Ευρυπύλου την σκηνήν κι εκείνον με ομιλίες

έτερπε και με βότανα την δυνατήν πληγήν του

του άλειφε, να ημερωθούν οι πόνοι που τον σφάζαν.

Αλλ’ άμα ενόησεν εμπρός να προχωρούν οι Τρώες

στο τείχος και των Δαναών βοή φυγής ακούσθη,

εστέναξε κι εβρόντησε τα χέρια στα μεριά του

και με παράπον’ έλεγε: «Ευρύπυλε, αν και χρείαν

μ’ έχεις, δεν δύναμ’ εγώ πλια σιμά σου εδώ να μείνω.



Αγώνας άναψε φρικτός. Ας σε καλοκαρδίσει

ο ακόλουθος. Θα δράμω εγώ να εβρώ τον Αχιλλέα

να τον κινήσω εις πόλεμον. Δύναμις ίσως θεία

μου δώσει με τα λόγια μου ν’ ανάψω την ψυχήν του.



Πολύτιμ’ είναι η συμβουλή του φίλου προς τον φίλον.».



Αυτά’πε και ανεχώρησεν. Και στην ορμήν των Τρώων

άσειστοι εμέναν οι Αχαιοί, και αν και πλιότερ’ ήσαν

δεν δύναντο απ’ τα πλοία τους μακράν να τους κρατήσουν

ουδέ οι Τρώες δύναντο τες φάλαγγες να σπάσουν

των Δαναών και στες σκηνές να πέσουν και στα πλοία.



Και όπως η στάθμη, αν την κρατεί καλού τεχνίτη χέρι,

που όλα τον δίδαξ’ η Αθηνά τ’ απόκρυφα της τέχνης,

σιάζει δοκάρι καραβιού και ορθά το κανονίζει.

Όμοια και αυτοί με ισόμετρον αγώνα επολεμούσαν,

και άλλοι προς άλλην μάχονταν, άλλοι προς άλλην πρύμνην.



Στον μέγαν Αίαντ’ όρμησεν ο Έκτωρ και για μίαν

πρύμνην οι δύο πάλαιαν. Ουδ’ ημπορούσε τούτος

να σπρώξει εκείνον και φωτιά να βάλει στο καράβι,

αλλ’ ούτ’ ο Αίας δύνονταν τον άλλον ν’ αποδιώξει,

ότι θεός τον έφερε. Και τότε τον Κλυτίδην

Καλήτορα κεί πόφερνε  το πύρ και το καράβι

λόγχισ’ ο Αίας, κι έπεσε με τον δαυλό στο χώμα.




Και ως είδ’ εμπρός στα μάτια του τον ξάδελφον να πέσει

ο Έκτωρ και κατέμπροσθεν στ’ ολόμαυρο καράβι

μακράν έσυρε φωνήν στους Τρώες και Λυκίους:



«Τρώες, Λύκιοι, Δάρδανοι και σεις, κονταρομάχοι,

μέσα εις τέτοιαν στένωσιν μη φύγετε απ’ την μάχην,

εμπρός στες πρύμνες έπεσε το τέκνο του Κλυτίου,

προφθάστε μην οι Αχαιοί γυμνώσουν τον νεκρόν του.».



Είπε, την λόγχην την λαμπρήν στον Αίαντ’ ακοντίζει,

δεν τον επήρε και αντ’ αυτού τον Μαστορίδην ήβρε

Λυκόφρονα Κυθήριον, που εζούσε ακόλουθός του,

αφού τα θεία Κύθηρα για φόνον είχε αφήσει.

Η λόγχη επάνω από τ’ αυτί στην κεφαλήν του εμπήκε,

ως έστεκε στου Αίαντος το πλάγι, και απ’ την πρύμνην

τ’ ανάσκελα ’πεσε νεκρός. Ερρίγωσεν ο Αίας

και εφώναξε τον αδελφόν: «Ω Τεύκρε αγαπημένε,

τον σύντροφον μας φόνευσαν πιστόν μας Μαστορίδην,

που ξένον απ’ τα Κύθηρα τον πήραμε στο σπίτι

κι ίσια τον εσεβόμασθε με τους γλυκείς γονείς μας

ο Έκτωρ τον εφόνευσε. Το τόξο και τα βέλη

τα φονικά τι γίνονται, που σόχει δώσει ο Φοίβος;»



Και ο Τεύκρος έδραμεν ευθύς σιμά του και το τόξο

είχε τ’ οπισθοτέντωσε μαζί με την φαρέτραν,

και ως έριχνε γοργά πυκνά τα βέλη, αυτού τον Κλείτον

κτύπησε του Πεισήνορος λαμπρόν υιόν, και φίλον,

του ενδόξου Πολυδάμαντος, ενώ τα χαλινάρια

εκράτει, ότι την άμαξαν εκείνος κυβερνούσε

κι έσπρωχνεν όπου οι φάλαγγες πυκνότερες κτυπιόνταν,

των Τρώων και του Έκτορος προς χάριν. Αλλ’ εκείνος

έπαθε και δεν πρόφτασε κανένας να τον σώσει.

Στο ζνίχι τον επέρασε το δακρυοφόρο βέλος,

από τ’ αμάξι ετράνταζαν. Και ο ήρως Πολυδάμας

το νόησε κι εστήθη εμπρός κι εκεί του Αστυνόου

υιού του Προτιάονος τους έδωκε στα χέρια

και σφόδρα τον παράγγειλε να τους  κρατεί σιμά του.

Κι εκείνος πάλι εγύρισε στην τάξιν των προμάχων.



Και ο Τεύκρος για τον Έκτορα ετοίμαζε άλλο βέλος,

και τον αγώνα θα’παυε στων Αχαιών τα πλοία,

εάν τον έριχνε νεκρόν εκεί που ανδραγαθούσε.

Αλλά το είδε ο πάνσοφος Κρονίδης που εφρουρούσε

τον Έκτορα, και καύχημα του Τεύκρου επήρε μέγα.

Που την καλόστριφτην χορδήν στο παινεμένο τόξο,

ως την τραβούσε, του’σπασε, και πλαγινά το βέλος

το χάλκινο επετάχθηκε και του’πεσε το τόξο.

Ρίγος τον Τεύκρον έπιασε και είπε του αδελφού του:



«Α! τέλεια κάθε σόφισμα της μάχης μου θερίζει

θεός, οπού μου πέταξε το βέλος απ’ το χέρι

και μου’σπασε νεόστριφτην χορδήν που’χα προσδέσει

τώρα πρωί να είναι αρκετή στ’ ακούραστά μου βέλη.».



Και ο μέγας του απάντησεν ο Τελαμώνιος Αίας:



«Φίλε, το τόξον άφησε και τα πυκνά σου βέλη

αφού θεός τους Δαναούς φθονεί και τα συντρίβει.

Πάρε κοντάρι μακριό, ζώσου τρανήν ασπίδα,

τους Τρώας κτύπα, κινησε τους άλλους εις την μάχην.

Και εάν θα νικήσουν μην ειπούν, που επάτησαν τα πλοία

ακόπως. Αλλ’ ακράτητα στην μάχην ας χυθούμε.».



Είπε, και ο Τεύκρος στην σκηνήν εκρέμασε το τόξο

κι ευθύς στους ώμους έζωσε τετράδιπλην ασπίδα.

Εις την γενναίαν κεφαλήν καλόν έθεσε κράνος

με αλόγου χαίτην, και φρικτός σειόταν ωσάν ο λόφος.



Στο χέρι επήρε δυνατό κοντάρι χαλκοφόρο

και γρήγορα του Αίαντος εστήθηκε στο πλάγι.



Και άμα του Τεύκρου νόησε πως έπαθε το τόξο,

ο Έκτωρ έσυρε φωνήν των Τρώων και Λυκίων:



«Τρώες, Λύκιοι, Δάρδανοι και σεις, κονταρομάχοι,

άνδρες δειχθείτε μ’ όλην σας την δύναμιν, ω φίλοι,

εδώ στα πλοία. Κι είδα εγώ τα βέλη πολεμάρχου

ανδρειωμένοι απ’ του Διός το θέλημα χαμένα.

Φανούσιμο είναι του Διός το χέρι στους ανθρώπους,

είτε σ’ αυτούς που υπέροχα θελήσει να λαμπρύνει,

είτε σ’ αυτούς που δεν βοηθεί και πλήχτ’ η δύναμίς του,

σαν τώρα που ανεβάζει εμάς και σκύφτει τους Αργείους.



Κι εμπρός στα πλοία σύσσωμοι. Και όποιον διορίσ’ η μοίρα

είτε από βέλος του εχθρού να πέσ’ είτε από ακόντι,

καλοπεθαίνει αν έπεσε να σώσει την πατρίδα.

Του μένει οπίσω η σύντροφος και τα παιδιά του σώα,

τα γονικά του ανέγγιχτα και η πατρική του κλήρα

αν τα πρυμνήσουν οι Αχαιοί να γύρουν στην πατρίδα.».



Είπε, και εις όλους άναψε το θάρρος της ανδρείας.



Και απ’ τ’ άλλο μέρος φώναζεν ο Αίας τους συντρόφους.





«Αίσχος, Αργείοι! τώρα εδώ μας μέλλ’ ή να χαθούμε

ή να σωθούμε, αν το κακό μακρύνωμε απ’ τα πλοία.

Και αν τα πατήσει τώρ’ αυτός ο λοφοσείστης Έκτωρ,

μήπως θαρρείτε της στεριάς να πάτε στην πατρίδα;

Ή δεν ακούτε τον λαόν πως όλον εμψυχώνει

ο Έκτωρ, που λυσσά φωτιά να βάλει στα καράβια;

Να πολεμούν τους προσκαλεί και όχι χορόν να στήσουν.

Και άλλη για μας καλύτερη βουλή δεν είναι ή σκέψις,

ή να ριχθούμε στον εχθρόν στήθος προς στήθος όλοι.

Ναι, θάνατον μονόφορα να ιδούμε ή σωτηρίαν
παρά σ’ αγών’ ατέλειωτον εδώ να μας στραγγίζουν

στες πρύμνες τόσο ελεεινά, κατώτεροί μας άνδρες.».



Τους άναψαν οι λόγοι του. Κι εκεί τότ’ ο Σχεδίος

φονεύθη από τον Έκτορα, βλαστός του Περιμήδη

και των Φωκέων αρχηγός. Του Αντήνορος το αγόρι,

Λαοδάμαντ’, άρχον των πεζών θανάτωσεν ο Αίας.

Και ο Πολυδάμας φόνευσε τον Ώτον, που’χεν  έλθει

απ’ την Κυλλήνην αρχηγός των Επειών γενναίων.

Νεκρόν τον είδε και όρμησεν ο σύντροφός του Μέγης.

Και ο Πολυδάμας κλίνοντας εξέφυγε, ότι ο Φοίβος

δεν άφην’ εκεί πρόμαχος να πέσει ο υιός του Πάνθου.

Αλλά του Κροίσμου επέρασε το στήθος με την λόγχην.



Με βρόντον έπεσε, κι ενώ τον έγδυνεν ο Μέγης,

ο Δόλοψ άξιος λογχιστής του εχύθη ο Λαμπετίδης,

άνδρα πολεμικότατον τον είχε σπείρει ο Λάμπος,

υιός του Λαομέδοντος των πολεμάρχων πρώτος.



Κείνος με λόγχην κτύπησεν εγγύθεν την ασπίδα

του Μέγητος. Αλλ’ έσωσεν ο θώρακας τον νέον,

ο στερεός, που έναν καιρόν είχε ο Φυλεύς τον φέρει

όθε ο Σελλήεις ποταμός στην Έφυραν κυλάει.

Φίλος του τον εχάρισεν ο Ευφήτης πολεμάρχος

προφυλακήν απ’ τον εχθρόν να τον φορεί στην μάχην.

Κι εκείνος τώρα εγλίτωσε τα στήθη του παιδιού του.



Και ο Μέγης κει του Δόλοπος την περικεφαλαίαν

στην κορυφήν ελόγχισε του φουντωμένου κώνου,

ξεσπάσθη με την χαίτην του κι εκύλησεν ο λόφος

στα χώματα νεοστίλβωτος από λαμπρήν πορφύραν.



Και ως πολεμούσ’ ελπίζοντας νίκην ακόμη ο Δόλοψ,

πρόφθασεν ο Μενέλαος χωρίς να τον νοήσει,

πλάγια του εστήθη και όπισθεν τον κτύπησε στον ώμον.

Το στήθος όλο πέρασε με ορμήν να προχωρήσει

η λόγχη. Κι έπεσεν αυτός επίστομα στο χώμα.

Και ως ετρέχαν απ’ τ’ άρματα εκείνοι να τον γδύνουν

τους αδελφούς ονείδισεν ο Έκτωρ, αλλά πρώτον

το τέκνον του Ικετάονος, Μελάνιππον ανδρείον.

Εκείνος πριν λαός εχθρός πατήσει στην Τρωάδα,

μόσχους καλούς εις τες βοσκές εφύλα της Περκώτης.



Κι ότ’ έφθασαν των Δαναών τα ισόπλευρα καράβια

στην Ίλιον πάλε ανέβηκε κι έλαμπε μες στους Τρώας,

και ο Πρίαμος στο σπίτι του τον είχε ωσάν παιδί του.



Εκείνον κατά πρόσωπον τότ’ αποπήρε ο Έκτωρ:



«Έτσι θα μείμων’ άνεργοι, Μελάνιππε; Δεν έχεις

πόνον για τον εξάδελφον; Δεν βλέπεις πως μαλάζουν

τ’ άρματα εκεί του Δόλοπος; Αλλ’ ακολούθησέ με.

Πλέον δεν γίνεται μακράν μ’ αυτούς να πολεμούμε,

όσοι να τος σκοτώσουμεν ή εκείνοι από τον πάτον

την Ίλιον ρίξουν και σφαγούν μέσα οι πολίτες όλοι.».



Είπ’, εκινήθη και σ’ αυτόν κατόπιν ο θείος άνδρας.



Και ο μέγας Αίας φώναξε να σπρώξει τους Αργείους:



«Άνδρες, σταθείτε, κι εντροπή μέσα αισθανθείτε, ω φίλοι.

Ένας τον άλλον στους δεινούς αγώνες εντραπείτε,

να σώσει δύνατ’ η εντροπή τους άνδρες, όχι ο φόβος,

και σ’ όσους φεύγουν δύναμις και δόξα δεν γεννάται.».



Αισθάνθηκαν τον λόγον του και μόνοι τους στην μάχην

πρόθυμοι, και με χάλκινον προπύργιον τα καράβια

έφραξαν. Κι έσπρωξεν ο Ζευς επάνω των τους Τρώας.



Ο ανδράγαθος Μενέλαος τότ’ είπε του Αντιλόχου:

«Αντίλοχε, των Αχαιών άλλον δεν βλέπω νέον

ωσάν εσέ πτερόποδα και ατρόμητον στην μάχην

να ορμούσες να δοκίμαζε την λόγχην σου κανένας!»



Αυτά’πε και ανεχώρησε και θαρρετός ο νέος

απ’ τους προμάχους όρμησε και γύρω του κοιτώντας

ακόντισε. Αναμέρησαν  στου ανδρός τ’ ακόντ’ οι Τρώες,

αλλά δεν βγήκε μάταιον, και τον ανδρειωμένον

υιόν του Ικετάονος Μελάνιππον, που ορμούσε

στην μάχην, τον εκτύπησε, προς τον μαστόν, η λόγχη.

Με βρόντον πέφτει και κροτούν επάνω τ’ άρματά του.




Του όρμησ’ επάνω ο Αντίλοχος, σαν σκύλος εις το ελάφι,

που ως επηδούσε απ’ την μονιά, του κυνηγού το ακόντι

τον ήβρε κι εξεψύχησε. Παρόμοια το κορμί σου

όρμησεν, ω Μελάνιππε, τα όπλα να σου πάρη

ο Αντίλοχος. Αλλ’ έδραμεν απ’ όπου επολεμούσε

ο θείος Έκτωρ, κατ’ αυτόν κι εκείνος έμπροσθέν του

δεν έμεινε αν και ανδράγαθος, ότι τον πήρε φόβος,

κι έφυγε, ως κάνει το θεριό, που έχει κακουργήσει,

πόκοψε σκύλον ή βοσκόν που μόσχους εφυλάγαν,

και φεύγει πριν συναθροισθούν πολλοί να το κτυπήσουν.



Και ως έφευγε με αλαλαγμούς βέλη πολλά του εχύναν

οι Τρώες με τον Έκτορα. Κι εστάθη ο Νεστορίδης

εκεί  που ήσαν οι σύντροφοι κι εστράφη προς τους Τρώας.

Και ως ωμοφάγοι λέοντες ορμούσαν προς τα πλοία

οι Τρώες και τους ορισμούς τελούσαν του Κρονίδη,

που σφόδρα εμψύχωνεν αυτούς και εμάργωνεν το πνεύμα

των Αχαιών, να στερηθούν την νίκην και την δόξαν,



ότ’ ήθελε του Έκτορος να δώσει αυτός την νίκην,

ώστε φωτιάν αδάμαστην να βάλει στα καράβια,

όλ’ η ευχή της  Θέτιδος να γίν’ η διεστραμμένη.

Διότι εκείνο ανάμενε ο πάνσοφος Κρονίδης,

μιας πρύμνης που να καίεται να πρωτοϊδεί την λάμψην.

Ότι κατόπιν θα’καμνεν να φύγουν προς την Τροίαν

οπίσω οι Τρώες κι οι Αχαιοί να δοξασθούν στην νίκην.



Με αυτό στον νουν έσπρωχνε ο Ζευς επάνω στα καράβια

τον Πριαμίδην Έκτορα που εμάνιζε και μόνος

ελύσσ’ αυτός όσο λυσσά ο λογχοσείστης Άρης,

ή σ’ όρος μεγαλόδενδρον, φλόγα κακή θεριεύει.

Αφροκοπά το στόμα του, κάτω από τ’ άγρια φρύδια

τα μάτια του λαμποκοπούν, και, όπως πολεμούσε,

τρομακτικό στους μήλιγγες το κράνος εσειόταν.

Είχεν βοηθόν τον ίδιον Κρονίδη απ’ τον αιθέρα,

οπού από τόσους ήρωες εδόξαζε κι ετίμα

εκείνον ότι λιγοστές είχε να ζήσ’ ημέρες.

Ότ’ ήδη εσήκων’ η Αθηνά την σκοτεινήν ημέραν

επάνω του απ’ την δύναμιν να πέσει του Αχιλλέως.

Και ότ’ έβλεπε πυκνότερες τες καλοαρματωμένες

τάξες ανδρών δοκίμαζεν εδώ κι εκεί να σπάσει.



Αλλά δεν το κατόρθωσεν μ’ όση κι αν είχε λύσσαν

ότι βαστούσαν πυργωτοί σαν πήκτρα μορφωμένοι,

σαν βράχος που σ’ ακρογιαλιά την κορυφήν του υψώνει,

άσειστος μένεις στες ορμές των σφυρικτών ανέμων

και στα μεγάλα κύματα που επάνω του ξερνούνται.

Ομοίως άσειστ’ οι Αχαιοί εδέχοντο τους Τρώας.



Και όλος ζωσμένος αστραπές έπεσε μες στο πλήθος

μ’ όσην ορμήν τα κύματα μες στο καράβι πέφτουν

σφοδρά θρεμμένα άνεμον, που εγέννησαν τα νέφη.

Σκεπάζετ’ όλο απ’ τους αφρούς, ανέμου λύσσα τρίζει

εις τα πανιά και των ναυτών τρέμ’ η καρδιά από φόβον,

τι ο θάνατος μια σπιθαμή μακριά τους είναι ακόμη.

Όμοια σπαρτάριζε η καρδιά στων Αχαιών τα στήθη.



Και ως λέοντας κακόβουλος αν πέσει σ’ αγελάδες

που άπειρες βόσκουν εις πλατύ ποτιστικό λιβάδι,

και τύχει ανήξερος βοσκός που δεν γνωρίζει ακόμη

να μάχεται με φονικό θεριό για τ’αγελάδια,

βαδίζει με τες ύστερες, βαδίζει με τες πρώτες

και ωστόσο αυτό στες μεσινές ορμά και τρώγει μίαν,

και οι άλλες φεύγουν σκορπιστές. Παρόμοια τους Αργείους

του Έκτορος και του Διός εκυνηγούσε ο τρόμος.

Τον Μυκηναίον φόνευσε τον Περιφήτην μόνον.

Αυτόν εγέννησε ο Κοπρεύς αυτός που του Ευρυσθέως

έφερνε τα μηνύματα στον μέγαν Ηρακλέα.

Κακού πατρός γεννήθηκεν αγόρι παινεμένο

σ’ όλα τα προτερήματα, φτερόποδος και ανδρείος,

και για την γνώση πρώτευε των Μυκηναίων όλων.



Δόξαν τότ’ έδωκε λαμπρήν του Έκτορος εκείνος

ότι ως εστράφη εκτύπησε στον γύρον της ασπίδος

οπού ως τες φτέρνες έφθανε προφυλακή στα βέλη.

Εμπλέχθη και ανασκέλησε. Και ως έπεσε στο χώμα

τρομαχτικά στους μήλιγγες εκρότησε το κράνος.

Τον είδ’ ο Έκτωρ κι έδραμε και του’μπηξε την λόγχην

στο στήθος και τον φόνευσε στα μάτια των συντρόφων,

κι εκείνοι, αν και περίλυποι, τον φίλον δεν βοηθήσαν,

ότι τον θείον Έκτορα ετρόμαζε η ψυχή τους.



Στα πλοία αντίκρυ εβρέθηκαν, κι εμπήκαν εις τον κύκλον

των ακρινών κατάγιαλα, κατόπι τους και οι Τρώες.

Και από τα πρώτα να συρθούν τους έφερεν η ανάγκη,

και στες σκηνές τους στάθηκαν αυτού συναθροισμένοι

δεν εσκορπίσαν στον στρατόν, απ’ εντροπήν και φόβον,

ως με ακατάπαυστην βοήν αντιπαρακινούντο,

και μάλιστα των Αχαιών το στήριγμα, ο Νηλείδης,

στ’ όνομα των γονέων τους παρακαλούσεν όλους:



«Άνδρες δεχθείτε, ω φίλοι μου, και των λοιπών ανθρώπων

μέσα σας λάβετ’ εντροπήν. Ας θυμηθεί καθείς σας

τα τέκνα, την γυναίκα του, το κτήμα, τους γονείς του,

είτ’ είναι ακόμη στην ζωήν είτ’ είναι πεθαμένοι.

Γι’ αυτούς που λείπουν, ιδού εγώ κλητός σας εξορκίζω,

ανδράγαθα σταθείτε αυτού. Μη στρέφετε τα νώτα.».



Είπε, και σ’ όλους άναψε το θάρρος της ανδρείας.

Τότ’ έδιωξε απ’ τα μάτια τους η Αθηνά την θείαν

κατάχνια που τους θάμπωνε, κι έγινε φως στα πλοία,

έγινε φως στον πόλεμον, που όλους θερίζει ομοίως.



Και μ’ όλους τους συντρόφους του τον Έκτορα εγνωρίσαν,

και όσοι όπισθεν εσύρθηκαν, και δεν επολεμούσαν,

και όσοι σιμά στα πλοία τους βαστούσαν τον αγώνα,

του Αίαντος δεν έστερξε τότε η ψυχή γενναία

κει με τους άλλους Αχαιούς μακράν και αυτός να μείνει,

αλλ’ από’να κατάστρωμα στο άλλο διασκελώντας

έσειε θαλασσόμαχο καμάκι στην παλάμην

μεγάλο, καρφοκόλλητον, εικοσιδύο πήχες.



Και ως από άλογα πολλά πιδέξιος αναβάτης

τέσσερα σμίγει διαλεκτά, και μέσ’ απ’ την πεδιάδα

τα ξεκινά σαν αστραπή προς μιαν μεγάλην πόλιν

μέσα εις τον δρόμον του κοινού και τον θαυμάζουν πλήθος

γυναίκες, άνδρες, οπού ορθός ασκόνταφτ’ από ένα

σ’ άλλο πουλάρι διασκελά και αυτά πετούν – αέρας.



Ομοίως μακροδιασκελά σ’ ένα καράβι απ’ τ’ άλλο

ο Αίας σέρνοντας κραυγήν που φθάνει ως τον αιθέρα.

Και με βοήν τρομακτικήν φωνάζει τους Αργείους

να σώσουν τα καράβια τους και τες σκηνές. Αλλ’ ούτε

ο Έκτωρ πλέον έμενε στες φάλαγγες των Τρώων.

Αλλ’ ως αετός ακράτητος που χύνετ’, όπου βόσκουν

πτηνά μεγάλα και πολλά στου ποταμού την άκρην,

γερανών πλήθος, ή χηνών, ή κύκνων μακρολαίμων,

ίσια σ’ ένα μαυρόπλωρο καράβι εχύθη ομοίως

ο Έκτωρ τότε και όπισθεν τον άμπωθε με χέρι

απέραντον ο βροντητής και όλα μαζί τα πλήθη.

Και πάλιν έγινεν αψιά προς τα καράβια μάχη.



Θα’λεγες πως ακούραστοι και αδάμαστοι απαντιώνται

πρώτη φορά στον πόλεμον. Τόσ’ ήταν η ορμή τους.

Κι ιδού ποιους έχουν στοχασμούς αυτοί που πολεμούσαν.

Οι Αχαιοί πώς έφθασε του ολέθρου η μαύρ’ ημέρα,

και οι Τρώες μες στα στήθη τους θαρρούσαν πως τα πλοία

θα κάψουν και τους Αχαιούς εκεί θα σφάξουν όλους.



Κι ενώ μ’ αυτούς τους στοχασομούς εμάχονταν, ο Έκτωρ

έπιασε καλοθάλασσο καράβι από την πρύμνην,

οπού τον Πρωτεσίλαον ανέβασε στην Τροία

αλλά δεν τον ξανάφερεν οπίσω εις την πατρίδα.



Γι’ αυτό το πλοίο σφάζονταν τότε Αχαιοί και Τρώες

στήθη προς στήθη, ουδε κανείς μακρόθεν τόξου βέλος

να τον κτυπήσει ανάμενεν ή λογχοφόρο ακόντι,

αλλ’ έστεκαν ακλόνητοι με μίαν γνώμην όλοι

και από σιμά μ’ ακονητά πελέκια και μ’ αξίνες

με μακριά ξίφη εμάχοντο, με δίστομα κοντάρια.

Και από τους ώμους έπεφταν ή από κομμένα χέρια

ωραίες μάχαιρες πολλές, μαυρόδετες στο χώμα

ως πολεμούσαν. Κι έρρεε στην μαύρην γην το αίμα.

Και ο Έκτωρ δεν απάφηνε την πρύμνην που’χε πιάσει,

και τ’ ακροστόλι σφίγγοντας εφώναξε των Τρώων:



«Φέρτε φωτιά, και όλοι βοήν σηκώσετε πολέμου.

Όλα πλερών’ η μέρ’ αυτή που μας χαρίζ ο Δίας,

τα πλοία να πατήσωμε που αντίθετα μας ήλθαν

εδώ και πάμπολλα κακά μας έκαμαν ως τώρα.

Και οι γέροι πταίουν’, που οι δειλοί,στες πρύμνες να βροντήσουν

τον πόλεμον δεν μ’ άφηναν και τον λαόν κρατούσαν.

Και αν τότε μας εζάλισε το πνεύμα ο βροντοφόρος

ο ίδιος τώρα μας κινεί και σπρώχνει την ψυχήν μας.».



Είπε, και αυτοί σφοδρότερα στους Αχαιούς ορμήσαν

και ο Αίας πλιά δεν έμενε, πνιγμένος απ’ τα βέλη.

Και ως έβλεπε τον θάνατον, ποδίζοντας αγάλι

άφησε το κατάστρωμα και στο υψηλό της πρύμνης

σκαμνί εστήθη, και άγρυπνος επρόβαλνε την λόγχην

εις όποιον έφερνε φωτιά να κάψει τα καράβια.

Και η φωνή του η βροντερή στους Δαναούς βροντούσε:



«Ήρωες φίλοι Δαναοί, θεράποντες του Άρη,

άνδρες φανείτε μ’ όλην σας την δύναμιν, ω φίλοι.

Τάχα θαρρούμε όπ’ έχομεν άλλους βοηθούς οπίσω,

ή τείχη από τον όλεθρον τους άνδρες να σκεπάσουν;

Μη πόλις είν’ εδώ σιμά με πύργους να μας σκέπει

και μέσα πρόθυμος λαός να μας ενδυναμώνει;

Στην γην των Τρώων είμασθε των καλοαρματωμένων,

σπρωγμένοι προς την θάλασσαν, μακράν απ’ την πατρίδα.

Και αγρία μόνο, όχι σαχλή θέλει μας σώσει ανδρεία.».



Είπε, και με το ακονητό τρικύμιζε κοντάρι.

Και όποιον των Τρώων έβλεπε προς το γοργό καράβι

σταλμένον απ’ τον Έκτορα με το δαυλί στο χέρι

ο Αίας με το μακριό κοντάρι τον κτυπούσε.

Κι έστρωσε δώδεκα νεκρούς εκεί σιμά στα πλοία.


ΙΛΙΑΔΟΣ - ΡΑΨΩΔΙΑ Π΄
Ο Πάτροκλος μπαίνει στη μάχη 
και σκοτώνεται


Και αυτοί για το  καλόστρωτο καράβι επολεμούσαν.

Και ο Πάτροκλος εστέκονταν εμπρός στον Αχιλλέα

κι έχυνε δάκρυα θερμά, σαν βρύση οπού κυλάει

επάνω εις βράχον γλιστερόν τα σκοτεινά νερά της.

Τον είδε και συμπόνεσεν ο θείος Αχιλλέας,

και αμέσως τον ερώτησε: «Ω Πάτροκλε, τι κλαίεις;

Κοράσι ομοιάζεις τρυφερό που οπίσω απ’ την μητέρα

τρέχει και την παρακαλεί στον κόρφο να το πάρει,

και απ’ την ποδιά της την κρατεί, που βιαστικά πηγαίνει,

και ως να το πάρει την κοιτά με μάτια δακρυσμένα.

Ομοίως, Πάτροκλε, θερμά και συ τα δάκρυα χύνεις.

Στους Μυρμιδόνες ή σ’ εμέ θα φανερώσεις κάτι;

Ή κάποο μήνυμα κρυφό σου έφθασε απ’ την Φθίαν;



Ζη ακόμη ο Μενοίτιος, του Άκτορος, ως λέγουν,

ζη και ο Πηλεύς του Αιακού, στην γην των Μυρμιδόνων,

που άκουσμα θα’ταν θλιβερό σ’ εμάς ο θάνατός των.

Ή κλαίεις για τους Αχαιούς, καθώς παθαίνουν θραύσιν

στες πρύμνες και τ’ αδίκημα πλερώνουν το δικό τους;

Λέγε, μη το’χεις μυστικό, κι εγώ να το γνωρίσω.».

Πάτροκλ’ εβαρυστέναξες, ιππόμαχε, και του’πες:



«Των Αχαιών υπέρτατε, Πηλείδη Αχιλλέα,

πώς να μην κλάψω; Συμφορά μεγάλη τους Αργείους

εβρήκεν, ότι κείτονται στες πρύμνες λαβωμένοι

αυτοί που ως τώρα ελέγονταν οι πρώτοι πολεμάρχοι.

Κει λαβωμένος κείτεται και ο δυνατός Τυδείδης,

ο Οδυσσεύς και ο δοξαστός στην λόγχην Αγαμέμνων,

και στο μερί λαβώθηκεν ο Ευρύπυλος με βέλος.



Και πολυβόταν’ ιατροί  κοιτάζουν τες πληγές των

αλλά συ είσαι αμάλακτος, Πηλείδη. Μη ποτέ μου

χολή με πιάσει ωσάν αυτή που συ στα στήθη τρέφεις.

Ποιον θα ωφελήσει απόγονον η  άτυχή σου ανδρεία

αν τώρ’ από τον όλεθρον δεν σώσεις τους Αργείους;



Σκληρέ. Πατέρας  σου ο Πηλεύς δεν ήταν μήτε η Θέτις

μητέρ’, αλλά σ’ εγέννησαν η θάλασσα και οι βράχοι,

τόσο είναι η γνώμη ασύντριφτη μες στ’ άπονά σου στήθη.

Και αν εις τον νουν σου έχεις χρησμόν, που ν’ αποφύγεις θέλεις

και η δέσποινα μητέρα σου σου ανάφερε απ’ τον Δία,

εμέ κάν στείλ’ ευθύς και ομού τους Μυρμιδόνας όλους,

ίσως μ’ εμένα ολίγο φως ιδούν οι νικημένοι.

Και τ’ άρματά σου δώσε μου να τα φορώ στην μάχην,

ίσως ειπούν πως είσαι συ και ξεκοπούν οι Τρώες

από την μάχην, άνεσιν να λάβουν οι θλιμμένοι.

Τ’ ανάσαμα είν’ ελάφρωσις, όσον μικρά και αν είναι.

Κι εύκολα εμείς ακόπωτοι τα πλήθη κοπωμένα

θα διώχναμε, στην πόλιν τους να φύγουν απ’ τα πλοία.».



Παρακαλούσεν ο τυφλός ολόθερμα, και ωστόσο

παρακαλούσε θάνατον κακόν της κεφαλής του.

Και του’πε  μ’ αγανάκτησιν ο γρήγορος Πηλείδης:



«Πάτροκλε διογέννητε, ωιμέ, ποιόν λόγον είπες!

Μήτε χρησμόν λογιάζω εγώ, που να γνωρίζω, μήτε

λόγον μου έφερε η σεπτή μητέρ’ από τον Δία.

Αλλ’ είναι τούτ’ οπού βαθιά πληγώνει την ψυχήν μου,

άνθρωπος του ομοίου του το γέρας να του πάρει

οπίσω, ότ’ είναι ανώτερος στην εξουσίαν μόνον.

Με όσα ως τώρα υπόφερα και αυτόν τον πόνον  έχω.



Την κόρην που μου διάλεξαν οι Αχαιοί βραβείον,

που εκείνην, όταν έριξα της χώρας της τα τείχη,

έχει αποκτήσ’ η λόγχη μου, μου επήρε τώρα οπίσω

ο Ατρείδης, ως ατίμητος να ήμουν εδώ ξένος.

Αλλ’ ό,τι εγίνη ας έγινε. Κι αιώνια να βαστάξει

δεν ημπορούσεν η χολή. Τωόντι στον θυμόν μου

είπα, που δεν θα έπαυα, πριν στα δικά μου πλοία

της μάχης φθάσει ο βοητός και βρόντος του πολέμου.



Αλλ’ έπαρε και ζώσου εσύ τα υπέρλαμπρ’ άρματά μου

και οδήγα τους ατρόμητους στην μάχην Μυρμιδόνας

ότι από Τρώας σύγνεφο κατάμαυρο έχει ζωσει

τες πρύμνες όλες κι οι Αχαιοί σπρωχθήκαν στης θαλάσσης

την άκρην και κρατούν ακόμη ολίγον τόπον.

Και όλη των Τρώων έπεσεν επάνω τους η πόλις,

ξέθαρροι, οπού του κράνους μου το μέτωπο να λάμπει

κοντά δεν βλέπουν. Και γοργά θα φεύγαν να γεμίσουν

νεκροί τους λάκκους, αν σ’ εμέ ήταν ο Ατρείδης πράος.

Και τώρα ιδού πώς τον στρατόν εζώσαν τ’ άρματά τους.



Διότι από τον όλεθρον τους Δαναούς να σώσει

η λόγχη πλέον δεν λυσσά στο χέρι του Τυδείδη,

ουδέ του Ατρείδη ακούω πλια το μισητό μου στόμα,

αλλά του Έκτορος βροντά φωνή, του ανθρωποφόνου,

το πρόσταγμα εις τους Τρώας του, που όλην την πεδιάδα

πλημμύρισαν και με βοήν συντρίβουν τους Αργείους.



Αλλ’ όμως πέσ’ επάνω τους, ω Πάτροκλε ανδρειωμένε,

πρόφθασε πριν αδάμαστην βάλουν φωτιά στα πλοία

και κάψουν την επιστροφήν στην ποθητήν πατρίδα.



Και όλον τον λόγον που θα ειπώ βάλε στον νουν και πείθου.

Να λάβω δόξαν και τιμήν απ’ όλους τους Αργείους,

θα κάμεις και την όμορφην να μου αποδώσουν κόρην,

με δώρ’ακόμα υπέρλαμπρα. Και αφού μακράν των πλοίων

τους διώξεις, γύρε παρευθύς. Κι εάν θελήσεις δόξαν

να σου χαρίσει ο βροντητής, μη συ επιθυμήσεις



χωρίς εμέ ν’ αγωνισθείς με τ’ ανδρειωμένα πλήθη

των Τρώων. Και αδοξώτερον θενά με καταστήσεις.

Μη στου πολέμου την φωτιάν και στην σφαγήν των Τρώων

μεθύσεις και ως την Ίλιον με θάρρος προχωρήσεις,

μη κάποιος απ’ τον Όλυμπον θεός εμπεί στην μάχην,

ότι πολύ τους αγαπά ο μακροβόλος Φοίβος.



Αλλ’ άμα φέρεις άνεσιν στες πρύμνες στρέψε οπίσω

ευθύς, κι εκείνοι ας πολεμούν κατόπι στην πεδιάδα.



Δία πατέρα, και Αθηνά, και Απόλλων, χάρισέ μας

κανείς από τον θάνατον να μην σωθεί των Τρώων

μηδέ κανείς των Αχαιών, να μείνωμεν οι δύο

και μόνοι εμείς να ρίξωμεν τα τείχ’ ιερά της Τροίας.».



Τους λόγους τούτους έλεγαν εκείνοι μεταξύ τους,

και ο Αίας πλια δεν έμενε, πνιγμένος απ’ τα βέλη.

Του Δία τον νικούσε ο νους, τα τόξα ομού των Τρώων.

Τρομακτικά στους μήλιγγες τα φάλαρα τα ωραία

του κράνους απ’ το κτύπημα των ακοντιών κροτούσαν,

και αγανακτούσε η αριστερή του πλάτη ως εκρατούσε

πάντοτε αυτός ασάλευτην εμπρός του την ασπίδα

μ’ όσα σ’ αυτήν και αν στύλωναν ακόντια να την σπρώξουν.



Αγκομαχούσε φοβερά και απ’ όλα του τα μέλη

ίδρωτας έρρεε πολύς και ανασασμόν δεν είχε.

Κακόν επάνω στο κακό τον έσφιγγε τριγύρω.



Μούσες από τον Όλυμπον, διδάξετέ με τώρα,

πώς επρωτόπεσε η φωτιά στων Αχαιών τα πλοία.

Ο Έκτωρ επλησίασε και με το μέγα ξίφος

εχώρισε του Αίαντος το φράξινο κοντάρι

κάτω απ’ την λόγχην. Κι έσειε το κολοβό κοντάρι

ο Αίας ανωφέλητα. Και η χάλκινή του λόγχη

με βρόντον έπεσε μακράν. Ερρίγωσεν ο Αίας

και με την άψεγην ψυχήν εγνώρισε τα θεία

έργα, ότι κάθε μηχανή αφάνιζε της μάχης

και εις τους Τρώας έδιδε την νίκην ο Κρονίδης.

Και από τα βέλη εσύρθηκε. Κι ευθύς εκείνοι εβάλαν

φωτιά στα πλοία και άσβεστη μέσα του απλώθ’ η φλόγα.



Και το καράβι έζωνε το πυρ. Τότε ο Πηλείδης

τα δυο μεριά του εκτύπησε και είπε του Πατρόκλου:



«Πάτροκλε διογέννητε, κινήσου ανδρειωμένε,

κίνημα βλέπω του πυρός κει πέρα στα καράβια.

Μη τα πατήσουν και φυγής δεν μείνει ελπίδα πλέον.

Τ’ άρματα ζώσου, ωστόσο εγώ τα πλήθη συναθροίζω.».



Είπε, κι εφόρει ο Πάτροκλος τ’ άρματα που αστράφταν.

Πρώτα τες κνήμες έζωσε με τες λαμπρές κνημίδες

που ήσαν με αργυροκάρφωτες περόνες αρμοσμένες.

Κατόπιν θώρακα λαμπρόν αστερωτόν στα στήθη

έβαλε, οπού ο φτερόποδος Αιακίδης εφορούσε.

Ξίφος αργυροκάρφωτον εκρέμασε απ’ τους ώμους

χάλκινο, κι έπειτα τρανήν και στερεήν ασπίδα.

Εις την γενναίαν κεφαλήν καλόν έθεσε κράνος

μ’ αλόγου χαίτην και φρικτός σειόταν επάν’ ο λόφος.



Κι επήρε καλοφούκτωτα δυο δυνατά κοντάρια

και όχι το μέγα, το βαρύ κοντάρι του Αχιλλέως

οπού κανείς των Αχαιών να σείσει δεν μπορούσε

και το’σειε μόνος ο Αχιλλευς από το Πήλειον όρος

κομμένο φράξο πόδωκεν ο Χείρων του πατρός του

φόνον να φέρει αφεύγατον εις τους ανδρειωμένους.



Κι είπε στον Αυτομέδοντα να ζέψει ευθύς τους ίππους

φίλον του εξόχως σεβαστόν κατόπιν του Αχιλλέως,

στην μάχην ετοιμότατον εις κάθε προσταγήν του.



Και ο Αυτομέδων έζεψε τον Ξάνθον και Βαλίον,

πουλάρι’ ανεμόποδα, τα γέννησε η Ποδάργη

η Άρπυι’ από τον Ζέφυρον ως έβοσκε στην χλόην

στα τείχη του Ωκεανού. Τους έδεσε στο πλάγι

τον Πήδασον ασύγκριτον, που’χε ο Πηλείδης φέρει

από του Ηετίωνος την πορθημένην πόλιν,

κι ίππος συμβάδιζε θνητός με αθάνατα πουλάρια.



Τους Μυρμιδόνας σύνταζε και αρμάτωνε ο Πηλείδης

όλους απ’ όλες τες σκηνές. Και ως ωμοφάγοι λύκοι

με δύναμιν αδάμαστην, αφού στα όρη ελάφι

κερατοφόρο εσπάραξαν μεγάλο και το φάγαν

και είναι τα σιαγόνια τους κατάμαυρ’ από το αίμα.





Κοπαδιαστά στη βρύση ορμούν την δίψαν τους να σβήσουν,

κι ενώ με γλώσσες αχαμνές το μαύρο ρεύμα γλείφουν

του φόνου ρεύγοντ’ αίματα, καθώς μέσα η κοιλιά τους

ογκώνεται, αλλ’ η ψυχή στα στήθη τους δεν τρεμει.

Όμοια κινούντ’ οι αρχηγοί των Μυρμιδόνων γύρω

εις τον λαμπρόν ακόλουθον του θείου Αχιλλέως.

Και θάρρος έδινε ο Αχιλλεύς στην μέσην τους ο ανδρείος

των ιππομάχων μαχητών και των ασπιδοφόρων.



Πενήντα οδήγησ’ ο Αχιλλεύς ογρήγορα  καράβια

στην Τροίαν, και άνδρες κάθονταν πενήντα στο καθένα.



Πέντε διόρισε αρχηγούς, έναν στα δέκα πλοία,

να είναι όλ’ υπήκοοι στην προσταγήν εκείνων,

και αυτός ως πρώτος αρχηγός βασίλευεν εις όλους.

Της σειράς πρώτης ο λαμπρός Μενέσθιος αρχηγούσε.

Από την κόρην την καλήν γεννήθη του Πηλέως

την Πολυδώρην, που θνητή μ’ αθάνατον ενώθη,

τον Σπερχειόν, διογέννητο ποτάμι, αλλά πατέρας

του Περιήρους ο υιός, ο Βώρος ελεγόνταν,

που φανερά με άπειρα δώρα την πήρε νύμφην.



Της δεύτερης ο Εύδωρος ήτο αρχηγός, ο ανδρείος

του Φύλαντος ανύμφευτο κοράσ’ η Πολυμήλη

τον γέννησ’ η καλόχορη, που στον χορόν πιασμένην

της χρυσοτόξου Αρτέμιδος με συνομήλικές της

αγάπησεν ο αντίκακος Ερμής άμα την είδε.

Στ’ ανώγι ανέβηκε ο θεός και κρυφαγκαλιασθήκαν

και στον καιρόν του είδε το φως αγόρι ζηλεμένο,

ο Εύδωρος, στον πόλεμον καλός και ανεμοπόδης.



Και αφού εκείνον έβγαλε να ιδή το φως του ηλίου

η ωδινοφόρα Ειλείθυια, τότε την Πολυμήλην

την πήρε νύμφην σπίτι του ο μέγας Ακτορίδης

ο Εχεκλής, με άπειρα που’χε προσφέρει δώρα.

Τον Εύδωρον ανάστησε και ανάθρεψε με πόθον

ο γέρος Φύλας σπίτι του, ωσάν παιδί δικό του.

Ο Μαιμαλίδης Πείσανδρος της τρίτης αρχηγούσε

για το κοντάρι ασύγκριτος στους Μυρμιδόνας όλους

δεύτερ’ από τον Πάτροκλον τον φίλον του Αχιλλέως.



Της τέταρτης ο γέροντας ο Φοίνιξ, και της πέμπτης

αρχηγός ηταν  ο λαμπρός Λαερκίδης Αλκιμέδων.

Και όλους αφού τους έστησε σιμά στους αρχηγούς των

μ’ ωραίαν τάξιν, αυστηρόν είπε ο Πηλείδης λόγον:







«Ω Μυρμιδόνες, όλοι σεις, ενθυμηθείτε πόσες

στες πρύμνες εφωνάζατε φοβέρες προς τους Τρώας,

εις του θυμού μου τον καιρόν και μου επαραπονείσθε:

«Κακέ Πηλείδη, με χολήν θα σ’ έθρεψε η μητέρα,

σκληρέ, που στανικώς κρατείς στες πρύμνες τους συντρόφους.

Αλλά να το πρυμνήσωμε για την πατρίδα οπίσω

αφού ολέθριος έπεσε θυμός εις την ψυχήν σου.».



Αυτά μου ελέγατε συχνά αυτός σας τώρα ο πόθος

γίνεται, ιδού σας έφεξε δεινού πολέμου ημέρα.

Όθεν καθείς ας ανδρειωθεί τους Τρώας να κτυπήσει.».



Και στην φωνήν ως άναψαν του βασιλέως όλοι

τες τάξες των επύκνωσαν στενώτερ’ από πρώτα.

Και ως όταν τοίχον υψηλής οικοδομής με λίθους

δένουν πυκνούς, ακλόνητον εις κάθε ορμήν ανέμου

ομοίως κράνη εδένονταν και ασπίδες, και άνδρας άνδρα,

κράνος το κράνος στήριζε και ασπίδα την ασπίδα.

Και οι λαμπεροί λόφοι ως έσκυφταν τες χαίτες τους εσμίγαν

τόσο δεμένα ήταν στενά. Κι εμπρός των Μυρμιδόνων

αρματωμένοι, πρόθυμοι στην μάχην άνδρες δύο

με ψυχήν μίαν, Πάτροκλος ελάμπαν και Αυτομέδων.

Και στην σκηνήν ο Αχιλλεύς πηγαίνει και σηκώνει

το σκέπασμ’ από λάρνακα λαμπρήν που του’χε βάλει

η Θέτις η ασημόποδη να πάρει στο καράβι,

και όμορφα του την στοίβασε με αντάνεμες χλαμύδες

με τάπητες πολύ δασείς και με καλούς χιτώνες.



Είχε και κούπαν πλουμιστήν οπού κανείς μ’ εκείνην

άλλος κρασί δεν έπινεν ουδ’ εις θεόν κανέναν

ο Αχιλλεύς εσπόνδιζεν, ή στον πατέρα Δία.

Το επήρε και το εκάθαρε με θειάφι και κατόπιν

μ’ ωραίο το’πλυνε νερό, και αυτός εχερονίφθη

και αφού κρασί το εγέμισε, ορθός εις την αυλήν του,

τα μάτια προς τον ουρανόν, εσπόνδιζε κι ευχόταν.

Και στην φωνήν του επρόσεχεν ο χαιρεβρόντης Δίας.



«Δία, θεέ Πελασγικέ, προστάτη στην Δωδώνην

πέρα την κακοχείμωνην, όπου από σε προσφέρουν

οι άλουτοι, χαμόκοιτοι Σελλοί ρήματα θεία,

ως έδωκες ακρόασιν εις τες ευχές μου πρώτα,

κι επλήγωσες τους Αχαιούς κι ετίμησες εμένα,

και τώρα πάλιν την εξής ευχήν ευδόκησέ μου.



Ότι αν και μένω εγώ μακράν κλεισμένος στα καράβια,

ιδού στέλνω τον φίλον μου με Μυρμιδόνων πλήθη.

Δόξαν λαμπρήν, βροντόφωνε Κρονίδη, απόστειλέ του,

θάρρος στα πλήθη βάλε του, να μάθει ο Πριαμίδης,

ο ακόλουθός μου, αν μοναχός να πολεμεί γνωρίζει

ή μόνον τότε μαίνονται τ’ ανίκητά του χέρια

όταν πετιούμ’ εγώ μ’ αυτόν στου Άρη τον αγώνα.

Και άμα της μάχης την βοήν μακρύνει από τες πρύμνες,

να μου γυρίσει άβλαπτος με όλα τ’ άρματά μου

στα πλοία μας και οι σύντροφοι, κονταρομάχοι ανδρείοι.».



Ευχήθη και τον άκουσε ο πάνσοφος Κρονίδης.

Και των ευχών του ευδόκησε την μίαν ο πατέρας.

Ν’ απομακρύνει ευδόκησε την μάχην απ’ τα πλοία,

αλλά του αρνήθη άβλαβος να γύρει από την μάχην.



Και αφού ευχήθη με σπονδές, εμπήκε στην σκηνήν του

και απόθεσε στην λάρνακα το θαυμαστό ποτήρι,

και στην σκηνήν του εστάθη εμπρός με προθυμιά να βλεπει

των Τρώων και των Αχαιών τον φοβερόν αγώνα.



Με τον γενναίον Πάτροκλον εκείνοι συνταγμένοι

κινούνταν μεγαλόψυχα ώσπου έπεσαν στους Τρώας.

Κι εχύνονταν ορμητικά, καθώς πετιούνται οι σφήκες

που την φωλιά τους έστησαν παράμερα του δρόμου,

που, ως συνηθούν, ανόητα παιδιά τες ερεθίζουν

και απ’ αγνωσιά τους προξενούν κακό πολλών ανθρώπων.

Που αν τες ταράξει αθέλητα διαβάτης ξεπετιούνται

όλες με ανδράγαθην ψυχήν να σωσουν τα μικρά τους.



Ομοίως τότε με καρδιάν αδάμαστην και ανδρείαν

οι Μυρμιδόνες χύνονται εμπρός εις τα καράβια.

Και αλαλαγμός ασίγητος εβρόντα εις τον αέρα

κι έσυρε ο Πάτροκλος φωνήν μεγάλην στους συντρόφους:



«Ω Μυρμιδόνες, σύντροφοι του θείου Αχιλλέως,

άνδρες φανείτε, μ’ όλην σας την δύναμιν, ω φίλοι,

ο Αχιλλεύς να δοξασθεί, που των Αργείων όλων

αυτός εξέχει ασύγκριτος και οι σύντροφοί του ανδρείοι,

να μάθει και ο κραταιός Ατρείδης Αγαμέμνων

πόσο έσφαλε που αψήφησε των Αχαιών τον πρώτον.».



Είπε και εις όλους άναψε  το θάρρος της ανδρείας

κι έπεσαν όλοι σύσσωμοι στους Τρώας, και τα πλοία

απ’ την βοήν των Αχαιών τρομακτικά βροντήσαν.

Είδαν οι Τρώες στ’ άρματα ν’ αστράφτουν έμπροσθέν τους

ο Πάτροκλος ο ανδράγαθος με τον θεράποντά του

κι ελάκτισε η καρδία τους, και οι τάξεις σαλευθήκαν,

θαρρώντας που εξεθύμωσε κι έκαμε πάλι αγάπην

και από τες πρύμνες όρμησεν ο ανίκητος Πηλείδης.

Και από τον όλεθρον καθείς εκοίτα που να φύγει.

Την λόγχην πρωτοακόντισεν ο Πάτροκλος στην μέσην

οπού εκτυπιούνταν πάμπολλοι, στην άκρην στο καράβι

αυτό που ο Πρωτεσίλαος είχεν οδηγήσει ο μέγας,

και τον Πυραίχμην, αρχηγόν των ιππικών Παιόνων,

που απ’ τον πλατύροον Αξιόν στην Αμυδώνα πίνουν,

στον δεξιόν ώμον κτύπησε κι έπεσε αυτός με βόγγον.



Και οι Παίονες εσκόρπισαν, ως είδαν τρομαγμένοι

που  ο Πάτροκλος τους φόνευσε τον μέγαν πολεμάρχον.

Και αφού τους Τρώας έδωξεν από τες πρύμνες όλους,

σβήνει την φλόγα. Μένει αυτού μισόκαυτο το πλοίον.

Σκορπούν οι Τρώες με κραυγές, οι Δαναοί στα πλοία

τους κυνηγούν, και αλαλαγμός μεγάλος εσηκώθη.



Και ως όταν σύγνεφο χοντρό σκεπάζει μέγα όρος,

αν το σηκώσει η δύναμις του αστραποβόλου Δία,

φαίνεται κάθε κορυφή, κάθ’ άκρη,  κάθε πλάγι,

κι εσχίσθη από τον ουρανόν απέραντος ο αιθέρας,

έτσι αφού διώξαν οι Αχαιοί το πυρ απ’ τα καράβια,

ανάπνευσαν, αν και ποσώς δεν έπαυσεν η μάχη.



Διότι ακόμη ακράτητα μακράν απ’ τα καράβια

απ’ τους ανδρείους Αχαιούς δεν έφευγαν οι Τρώες,

και αν απ’ τες πρύμνες στανικώς αγάλι αναποδίζαν,

όμως ακόμη αντίστεκαν. Και αφού σκορπίσθ’ η μάχη,

μονόμαχα κάθε αρχηγός έναν εφόνευσ’ άνδρα.

Με λόγχην ο ανδράγαθος υιός του Μενοιτίου

τρυπά τον Αρηίλυκον, κει που έμπροσθέν του εστράφη,

εις το μερί, το χάλκινο κοντάρι βγαίνει πέρα,

τυ σπα το κόκαλο και αυτός επίστομα βροντάει.



Τον Θόαντα ο Μενέλαος στο στήθος, που εγυμνώθη

απ’ την ασπίδα, ελόγχισε και του’λυσε τα μέλη.



Του Αμφίκολου κόφτει την ορμήν ο Μέγης και με λόγχην

τ’ οπίσω μέρος  κτύπησε του σκέλους που του ανθρώπου

εκεί χοντραίνει ο ποντικός. Όλα τα νεύρα η λόγχη

έσχισε, και τους οφθαλμούς του εσκέπασε μαυρίλα.



Και οι Νεστορίδες – πέρασε την λόγχην στου Ατυμνίου

τον λάγγονα ο Αντίλοχος, κι εμπρός εκείνος πέφτει.



Τον Μάριν τότ’ εθύμωσεν ο φόνος του αδελφού του,

κι εστήθη εμπρός εις τον νεκρόν ενάντια του Αντιλόχου.

Πριν τον κτυπήσει επρόφθασεν ο ισόθεος Θρασυμήδης

και με την λόγχην εύρηκε τον Μάριν εις τον ώμον,

στην άκρην του βραχίονος, τους ποντικούς του κόφτει

και σπα το κλειδοκόκαλο. Κάτω βροντά και σκότος

εσκέπασε τα μάτια του κι έτσι απ’ αδέλφια δύο

δύο σταθήκαν αδελφοί του ερέβους εις τα βάθη.

Του Σαρπηδόνος σύντροφοι, λαμπροί κονταροφόροι,

του Αμισωδάρου αγόρια, που έθρεψε το τέρας

το λυσσερό, την Χίμαιραν, κακό πολλών ανθρώπων,



τον Κλεόβουλον, που σκόνταψε στην ταραχήν της μάχης

έπιασ’ ο Οϊλείδης ζωντανόν, αλλά εκεί στον τόπον

τον πάταξε με μάχαιραν στον σβέρκον, και όλ’ η σπάθη

από το αίμα εζέστανε, και του’κλεισαν τα μάτια

η μοίρα η παντοδύναμη και του θανάτου ο σκότος.




Και ο Λύκων και ο Πηνέλεως πιασθήκαν, ότι πρώτοι

ο ενας τ’ άλλου αβόλετα τες λόγχες ακοντίσαν.

Με ξίφη πάλι πιάνονται. Και ο Λύκων εις τον κώνον

τραβά του κράνους και η λαβή του εκόπηκε του ξίφους.

Στον σβέρκον ο Πηνέλεως του σέρνει, στο ριζαύτι,

και όλο το ξίφος βύθισε και από το δέρμα μόνον

δίπλα εκρεμάσθη η κεφαλή – κι ελύθηκαν τα μέλη.

Και ο Μηριόνης γρήγορα προφθάνει και λογχίζει

στον ώμον τον Ακάμαντα, που ανέβαινε στ’ αμάξι.

Πέφτει απ’ τ’ αμάξι, και άπλωσε στα μάτια του σκοτάδι.



Στο στόμα τον Ερύμαντα βαρεί με το κοντάρι

ο Ιδομενεύς, κι επέρασεν  η λόγχη ως αποκάτω

του εγκεφάλου κι έσπασε τα άσπρα κόκαλά του.

Αίμα τα μάτια γέμισαν, τα δόντια πεταχθήκαν

κι αίμα απ’ το στόμα ολάνοικτο φυσά και απ’ τα ρουθούνια

και αυτού τον ζώνει σύννεφον ολόμαυρον θανάτου.



Τούτ’ οι αρχηγοί των Δαναών έναν καθένας άνδρα

εφόνευσαν. Και όπως χουμάν λύκοι, κακά θερία,

ρίφι’ αν δουν ή πρόβατα στα πλάγια ξεκομμένα

από αγνωσιά του πιστικού, και απ’ τ’ άνανδρά τους πλήθη

αρπακτά παίρνουν. Όμοια κι οι Δαναοί στους Τρώας

χυμάν. Και τούτων η καρδιά νεκρώνει και τους παίρνει

η καλοθόρυβη φυγή. Και πάντοτ’ εζητούσε

στον Έκτορα την λόγχην του να ρίξει ο μέγας Αίας

και άξιος αυτός πολεμιστής με την τρανήν ασπίδα

σκέπει τους ώμους τους πλατείς και κάτω απ’ το χαλάζι

των κονταριών και των βελών προφύλαγε το σώμα.

Κι εάν και καλώς εγνώριζε πως είχε κλίν’ η νίκη,

κοντόστεκε όμως κι έσωζε τους ποθητούς συντρόφους.



Και ως κάποτε εις τον ουρανόν του Ολύμπου απ’ τον αιθέρα

νέφος προβαίνει, όταν ο Ζευς θα φέρει ανεμοζάλην.

Όμοια κι εκείνοι με βοήν ατάκτως ροβολούσαν.

Και ο Έκτωρ, ως τον έπαιρναν τα γρήγορ’ άλογά του

άφηνε οπίσω τον λαόν που ο λάκκος εκρατούσε.

Και πάμπολ’ άλογα γοργά κει μέσα το τιμόνι

έσπασαν και άφησαν αυτού τ’ αμάξια των κυρίων.

Και μ’ άσπονδην ο Πάτροκλος φυγήν τους κυνηγούσε

κι εφώναζε τους Δαναούς. Και σκορπισμέν’ οι Τρώες

όλους τους δρόμους γέμισαν. Ανέβαινε ως τα νέφη

η σκόνη ως ετανύζονταν τα γρήγορα πουλάρια

απ’ τα καράβια, απ’ τες σκηνές, οπίσω προς την πόλην.



Κι εκεί που είδε πυκνότερο ν’ αδημονεί το πλήθος

ο Πάτροκλος με την βοήν τους ίππους σαλαγούσε

και κάτω από τους άξονες επίστομα οι αναβάτες

έπεφταν απ’ τες άμαξες που ετράνταζαν με κρότον.

Κι οι αθάνατ’ ίπποι, που οι θεοί χαρίσαν του Πηλέως,

διασκέλιζαν τον χάντακα με ορμήν να προωρήσουν

ως λαχταρούσε ο Πάτροκλος τον Έκτορα να φθάσει

να τον κτυπήσει, αλλ’ έπαιρναν αυτόν οι ταχείς ίπποι.



Και όπως μαυρίζει όλην την γην ορμητικό καθούρι

σ’ ημέραν φθινοπωρινήν, που νεροπόντι χύνει

ο Ζευς, οπόταν στους θνητούς επλήθυνε ο θυμός του,

που με την βίαν στον λαόν στρεβλά τες δίκες κρίνουν,

και με αθεόφοβην ψυχήν το δίκαιον αποδιώχνουν

τότε στον τόπον πλημμυρούν οι ποταμοί τους όλοι

από πολλές κόφτουν πλαγιές οι χείμαρροι το χώμα,

με βόγγον από τα βουνά κατρακυλούν και ρέουν

στην θάλασσαν και των θνητών τους κόπους αφανίζουν.

Έτσι ως ετρέχαν έβογγαν των Τρώων οι φοράδες.



Και αφού τες πρώτες φάλαγγες εθέρισε, τους στρέφει

ξανά στες πρύμνες, φράζοντας τον δρόμον προς την πόλην.

Αυτού τους σφάζει ο Πάτροκλος ορμητικά στην μέσην

των πλοίων και των ποταμών και των υψηλών πύργων

και ανταποδίδ’ η λόγχη του τους φόνους των Αργείων.



Ελόγχισε τον Πρόνοον στο στήθος, που εγυμνώθη

απ’ την ασπίδα, και άψυχος εβρόντησε στο χώμα.

Στον Ηνοπίδην Θέστορα κατόπιν ευθύς εχύθη,

που στο θρονί της άμαξας καθόταν μαζωμένος

κι είχε απολύσει τα λουριά του τρόμου από την ζάλην.

Με το κοντάρι από σιμά του πέρασε ως τα δόντια

το δεξιό σιαγόνι του και αυτόν με το κοντάρι

εσήκωσε απ’ την άμαξαν, καθώς ψαράς, στον βράχον



καθήμενος, ψάρι τρανό με στιλβωτόν αγκίστρι

σηκώνει από την θάλασσαν. Ομοίως απ’ το στόμα

τ’ ολάνοικτο τον σήκωσε με το λαμπρό κοντάρι

και πίστομα τον άμπωσε στην γην να ξεψυχήσει.

Και τον Ερύλαον βαρεί, κει που του ορμούσ’ επάνω,

με λίθαρο στην κεφαλήν, και στο βαρύ του κράνος

εις δύο σχίσθ’ η κεφαλή, και προύμυτα στο χώμα

πέφτει και ο ψυχοθεριστής ο θάνατος τον ζώνει.



Τους ανδρειωμένους έπειτα Τληπόλεμον, Επάλτην

Πύριν, Ερύμαντ’, Εύιππον, Αμφοτερόν, Ιφέα,

Εχίον του Δαμάστορος, Πολύμηλον του Αργέου,

όλους τους σμίγει επανωτούς στην γην την πολυθρέπτραν.



Και τότε ο μέγας Σαρπηδών άμ’ είδε του Πατρόκλου

από το χέρ’ οι άζωστοι να πέφτουν σύντροφοί του

τους ισοθέους φώναζε και ονείδιζε Λυκίους:



«Λύκιοι, που φεύγετε; Εντροπή. Είν’ ώρα ν’ ανδρειευθείτε

τον άνδρα θ’ αντικρίσω εγώ, κι εγώ θα μάθω πρώτος,

ποιος είναι αυτός ο τρομερός που αφάνισε τους Τρώας,

που ανδρείων τόσων μαχητών τα γόνατα έχει λύσει.».



Είπε, και μ’ όλα τ’ άρματα επήδησε απ’ τ’ αμάξι.

Και άμα τον είδε ο Πάτροκλος επήδησε κι εκείνος

και ως μάχονται κυρτόνυχοι, κυρτόμυτοι πετρίτες

επάνω εις πέτραν υψηλήν με σκούξιμο μεγάλο,

όμοια κι εκείνοι με κραυγές επιάσθηκαν στην μάχην.



Είδε κι επόνεσ’ ο υιός του πρωτοβούλου Κρόνου

κι είπε στην Ήραν σύγκλινην ομού και αυτάδελφήν του:



«Αχ ! Των θνητών ο Σαρπηδών, ο περιπόθητός μου.

Να μου τον σβήσει ο Πάτροκλος, διόρισεν η μοίρα!

Κι εις δύο τώρα στοχασμούς χωρίζεται η ψυχή μου,

θα τον σηκώσω ζωντανόν απ’ τον φρικτόν αγώνα

και θα τον θέσω εις τον λαόν της κάρπιμης Λυκίας,

ή θεν’ αφήσ’ ο Πάτροκλος να σβήσει την ζωήν του.».



Κι η Ήρα η μεγαλόφθαλμη, του αντείπε η σεβασμία :



«Ποιόν λόγον τώρα επρόφερες, ω φοβερέ Κρονίδη!

Άνδρα θνητόν που απ’ αρχής τον έχει δεσ’ η μοίρα

απ’ τα δεσμά του άχαρου θανάτου θ’ απολύσεις;

Κάμε το. Αλλ’ όλοι οι επίλοιποι θεοί δεν θα το στέρξουν.

Κι έν’ άλλο ακόμα θα σου ειπώ, να το σκεφτείς. Αν στείλεις

τον Σαρπηδόνα ζωντανόν στα γονικά του οπίσω,

σκέψου μη και άλλος των θεών θελήσει τον υιόν του

να στείλει από τον φονικόν αγώνα στην πατρίδα.



Πολλά μάχονται ολόγυρα  στους πύργους του Πριάμου

παιδιά θεών, και συ μ’ αυτό χολήν θα τους γεννήσεις.

Αλλ’ αν σου είν’ αγαπητός και οδύρεται η καρδιά σου,

τώρ’ άφησέ τον στον φρικτόν αγώνα ν’ αποθάνει,

ως θα τον σβήσει ο Πάτροκλος ο υιός του Μενοιτίου,



και άμα η ψυχή του και η πνοή έρμο το σώμ’ αφήσουν

να το σηκώσει ο Θάνατος και ο γλυκός Ύπνος κάμε

ώσπου να φθάσουν στον λαόν της άμετρης Λυκίας,

όπου αδελφοί και συγγενείς θα του σηκώσουν τάφον

και στήλην, μόνο χάρισμα του πεθαμένου ανθρώπου.».





Κι έστερξε ό,τι είπε, των θεών και ανθρώπων ο πατέρας.

Κι αιματωμένες έβρεξε ρανίδες ουρανόθεν
τιμώντας τον γλυκόν του υιόν, που έμελλε στην Τροίαν

να πέσει από τον Πάτροκλον μακράν απ’ την πατρίδα.



Και οπόταν επροχώρησαν κι εβρέθηκαν αντίκρυ

του Σαρπηδόνος τον λαμπρόν ακόλουθον ανδρείον

Θρασύμηλον ο Πάτροκλος κάτω από την γαστέρα

κτύπησε και άφησε νεκρόν. Και ο Σαρπηδών την λόγχην

ακόντισε στον Πάτροκλον χαμέν’, αλλά τον ίππον

ελάβωσε τον Πήδασον, στην δεξιάν του πλάτην.

Αγκομαχώντας βόγγησε και έπεσε στο χώμα

εκείνο κι εξεψύχησε, και ως είδαν έμπροσθέν τους



να κείτεται ο παράζυγος ξεσμίγουν τ’ άλλα δύο,

τρίζει ο ζυγός κι εμπλέκονται κακά τα χαλινάρια

κι ήβρε το τέλος του κακού ο μέγας Αυτομέδων.

Το μακρύ ξίφος έσυρε απ’ το παχύ μερί του,

ξεκόφτει τον παράσειρον ως αστραπή κι εκείνα

έσιασαν μες στους χαλινούς, ως πρώτα τανυσμένα.

Και πάλιν έσμιγαν αυτοί στον φονικόν αγώνα.



Και πάλιν ρίχνει ο Σαρπηδών χαμένα το κοντάρι

και του Πατρόκλου εξάκρισεν αριστερά τον ώμον

η λόγχη δεν τον λάβωσε. Κατόπιν με κοντάρι

ακόντισεν ο Πάτροκλος, αλλ’ όχι αυτός χαμένα,

αλλ’ όπου το διάφραγμα συνέχει την καρδίαν.

Κι έπεσεν όπως πέφτει η δρυς ή λεύκα ή φουντωμένος

υψηλός πεύκος, πόκοψαν τεχνίτες εις τα όρη

με αξίνες νεοτρόχιστες, μ’ αυτό να στήσουν πλοίον.



Όμοια ξαπλώθη αυτός εμπρός εις το ζεμένο αμάξι

με βογγητό κι εφούκτωσε το αιματωμένο χώμα.

Και ως ταύρος μεγαλόψυχος, λεοντάρι αν τον ξεσχίζει

με τα φρικτά σιαγόνια του, μέσα εις βοδιών αγέλην

μούγγρισμα βγάζει ως ξεψυχά. Παρόμοια των Λυκίων

ο αρχηγός, που φόνευεν η λόγχη του Πατρόκλου,

φυσομανούσε κι έκραζε κατ’ όνομα τον φίλον:



«Γλυκέ μου Γλαύκε, ανίκητε μες στους ανδρειωμένους,

ώρα είναι τούτη να φανείς πολεμιστής γενναίος,

τώρα με πόθον ν’ ακουσθείς τον τρόμον του πολέμου.

Και των Λυκίων πρώτα ειπέ στους πρώτους πολεμάρχους

εδώ στον Σαρπηδόνα εμπρός την λόγχην να προβάλλουν,

με το κοντάρι σου και συ πολέμα να με σώσεις.



Αισχύνη και όνειδος για σε θα είμαι επί ζωής σου,

αν αφού έπεσα νεκρός κατά τα κοίλα πλοία

μου πάρουν τ’ άρματα οι Αχαιοί. Αλλ’ ανδρειέψου, φίλε,

και όλα τα πλήθη εμψύχωσεν. Τα μάτια εκεί του κλείει

και τα ρουθούνια ο θάνατος πατώντας τον στο στήθος

μαζί μ’ όλους τους πνεύμονας την λόγχην ανασπάει,

την άκρην έπειτα τραβά και αντάμα η ψυχή του.





Και οι Μυρμιδόνες κράτησαν τους ίππους που εφυσούσαν

να φύγουν αφού ερήμωσε τ’ αμάξι των κυρίων.

Και ο Γλαύκος ως τον άκουσεν εράισε η καρδιά του

του πόνου ότι δεν δυνονταν να δράμει βοηθός του

κι έπιανε τον βραχίονα σφικτά με την παλάμην,

ότι τον έκοφτε η πληγή που ο Τεύκρος με κοντάρι

του είχε κάμει την στιγμήν όπου στο μέγα τείχος

ορμούσε από τον όλεθρον να σώσει τους συντρόφους.





Κι ευχήν του Φοίβου επρόφερε: «Θεέ, συνάκουσέ με,

στην Τροίαν είσαι ή στον λαόν της κάρπιμης Λυκίας.

Ότι συ δύνασαι παντού ν’ ακούσεις τους θλιμμένους,

κι εμένα τώρα φοβερό με καταθλίβει πάθος.

Βαρείαν έχω εδώ πληγήν, δριμείς μου κόφτουν πόνοι

το χέρι τούτ’ ολόβολο,το αίμα δεν στερεύει,

και ως πέφτει κάτω η πλάτη μου, δεν δύναμαι την λόγχην

να την κρατήσω ασάλευτη, ουδέ να πολεμήσω.



Και άνδρας εχάθη ασύγκριτος, ο Σαρπηδών, ο γόνος

του Δία, που αβοήθητο και το παιδί του αφήνει.

Αλλά συ κλείσε, κύριε, την φοβερήν πληγήν μου,

τους πόνους καταπράυνε κα συ δυνάμωσέ με

και εις τον αγωνα θαρρετά να σπρώξω τους Λυκίους

κι εγώ τον φίλον τον νεκρόν να σώσω πολεμώντας.».



Ευχήθηκε, και την ευχήν εισάκουσεν ο Φοίβος.

Κι ευθύς τους πόνους έπαυσε και απ’ την πληγήν το αίμα

σταμάτησε και δύναμιν του έβαλε στα στήθη.

Το αισθάνθη ο Γλαύκος με χαράν που την ευχήν του ο μέγας

θεός εισάκουσεν ευθύς και γύρω των Λυκίων

τους πολεμάρχους φώναξε να’λθουν να υπερμαχήσουν

στου Σαρπηδόνος τον νεκρόν. Κατόπιν εις τους Τρώας

μακροπατώντας έφθασεν εκεί που ο Πολυδάμας

ο Πανθοϊδης έστεκε και ο θεϊκός Αγήνωρ,

ο Αινείας με τον Έκτορα, και προς εκείνους είπε :



«Ω Έκτορ, ελησμόνησες καθόλου τους συμμάχους,

που ήλθαν εδώ γι’ αγάπην σου και την ζωήν τους φθείρουν

μακράν απ’ την πατρίδα τους και από τους ποθητούς τους,

και συ δεν είσαι πρόθυμος ποσώς να τους βοηθήσεις.

Κείται νεκρός ο Σαρπηδών, αυτός που την Λυκίαν

έσωζε δίκαιος κριτής και μαχητής ανδρείος.

Ο Άρης τον υπόταξε στην λόγχην του Πατρόκλου.

Δράμετε, ω φίλοι, είν’ εντροπή, τα άρματα αν του πάρουν

και κακοσύρουν το γυμνό κορμί του οι Μυρμιδόνες,

από χολήν πόχουν σ’ εμάς για τόσους που εφονεύσαν

των Δαναών οι λόγχες μας σιμά στα μαύρα πλοία.».



Είπε, και λύπη αβάστακτη τους Τρώας συνεπήρε,

ότι, αν και ξένος, στύλωμα της χώρας ήταν κι είχε

άνδρες πολλούς και επρώτευε σ’ αυτούς ως πολεμάρχος.

Και ολόισια στους Δαναούς ορμούν, και ο Έκτωρ πρώτος

θυμόν γεμάτος πόπεσεν ο Σαρπηδών ο θείος.

Και αυτού κινεί τους Αχαιούς η ανδρεία του Πατρόκλου

και πρώτα προς τους Αίαντας που ολόψυχα εδιψούσαν

τον πόλεμον και μόνος του, εστράφη και τους είπε:

«Αίαντες, τώρα πρόθυμοι να γίνετε βοηθοί μας

ως είσθε ως τώρ’ ατρόμητοι, και κάτι ακόμη πλέον.

Ο άνδρας που των Αχαιών πρωτόρμησε στο τείχος

κείται νεκρός ο Σαρπηδών χαρά μας, αν το σώμα

το κακοσέρναμε γυμνοί κι οι λόγχες μας εσβήναν.

Κανέναν των συντρόφων του που υπερμαχούν εμπρός του.».

Είπε, κι εκείνοι εμάνιζαν και μόνο για την μάχην.

Και ως έσμιξαν τες φάλαγγες και απ’ τα δυο μέρη ομοίως

οι Μυρμιδόνες και οι Αχαιοί, οι Λύκιοι και οι Τρώες

εις τον νεκρόν ολόγυρα στην μάχην επιασθήκαν

με αλαλαγμόν και τ’ άρματα  των μαχητών βροντούσαν.

Και νύκτα ετέντωσε κακήν ο Δίας στον αγώνα,

να γίνει πόλεμος κακός για τ’ ακριβό παιδί του.



Και τότε πρώτοι έσπρωξαν τους Αχαιούς οι Τρώες

τι έπεσ’ όχι αψήφιστος των Μυρμιδόνων άνδρας,

του Αγακλέους ο Επειγεύς βλαστάρι, του γενναίου,

οπού στ’ ωραίο Βούδειον πρώτ’ ήταν βασιλέας,

κι εξαίσιον φόνευσε ανεψιόν, κι επρόσπεσε στην Θέτιν

τότε την ασημόποδην και στον καλόν Πηλέα.

Και αυτοί  με τον ανίκητον τον στείλαν Αχιλλέα

στην Ίλιον την εύιππην και αυτός να πολεμήσει.



Αυτόν με πέτραν κτύπησε στην κεφαλήν ο Έκτωρ,

ως προσπαθούσε τον νεκρόν να πιάσει και όλη εσχίσθη

στο κράνος μέσα η κεφαλή, και εις τον νεκρόν επάνω

πέφτει και ο ψυχοθεριστής ο θάνατος τον ζώνει.



Τότ’ επληγώθη ο Πάτροκλος να ιδή νεκρόν τον φίλον,

και τους προμάχους έσχισεν ωσάν γοργό γεράκι

όταν ψαρόνια διασκορπά και μαύρες καλιακούδες.



Με ορμήν ομοίαν, Πάτροκλε, στες φάλαγγες των Τρώων

και των Λυκίων έπεσες, θλιμμένος για τον φίλον.

Και του Ιθαιμένους τον υιόν με πέτρα εις τον σβέρκον

κτύπησε τον Σθενέλαον και του’σπασε τα νεύρα.

Κι εσύρθηκαν οι πρόμαχοι και ακόμη ο μέγας Έκτωρ.

Και όσο περνάει διάστημα στο πέταμά του ακόντι,

όταν καλός ακοντιστής το ρίχν’ είτε σ’ αγώνα

ή και στην μάχην όπου εχθροί τον σφίγγουν ανδροφόνοι,

τόσον εμπρός των Αχαιών εσύρθηκαν οι Τρώες.



Και των Λυκίων ο αρχηγός πρώτος εστράφη ο Γλαύκος,

και τον γενναίον Βαθυκλή φονεύει Χαλκωνίδην

που εις την Ελλάδα εγκάτοικος μέσα εις εξαίσιο σπίτι

στους Μυρμιδόνας έλαμπε για πλούτη κι ευτυχίαν.

Τούτον, που κυνηγώντας τον εκεί ήταν να τον πιάσει

ο Γλαύκος μ’ έξαφνην στροφήν ελόγχισε στο στήθος.

Και όπως με βρόντον έπεσεν ο εξαίσιος πολεμάρχος,

θλίψιν επήραν οι Αχαιοί και αγάλλιασαν οι Τρώες

και γύρω του επυκνώθηκαν. Αλλά δεν εδειλιάσαν

οι Αχαιοί κι επάνω τους με δύναμιν χυθήκαν.



Άνδρα των Τρώων τολμηρόν εφόνευσε ο Μηριόνης,

τον Λαόγονον του Ονήτορος, που του Διός Ιδαίου

ιερέας ήταν και ως θεόν ο κόσμος τον τιμούσε.

Κάτω απ’ τ’ αυτί τον κτύπησε και απ’ το σιαγόνι και όλο

το σώμα ελύθη και άχαρο τον σκέπασε σκοτάδι.



Στον Μηριόνην έριξε την λόγχην ο Αινείας

ίσως τον έβρη, ως βάδιζε με σκέπην την ασπίδα.

Εμπρός τηρώντας ξέφυγεν εκείνος το κοντάρι.

Και ως αυτός έσκυψε εμπρός, οπίσω του στο χώμα

στηλώθ’ η λόγχη κι η ουρά τινάζονταν επάνω,

και ο βαρύς Άρης έσβησεν εκεί την δύναμήν του

κι έπεσ’ τινακτά στην γην  του Αινείου το κοντάρι

ανώφελ’ αφού πέταξεν απ’ τ’ ανδρικό του χέρι.



Ο Αινείας τότ’ εχόλωσε κι εφώναξεν : «Αν κι είσαι,

ω Μηρόνη, χορευτής θαρρώ, που αν σ’ είχε πάρει

η λόγη μου για πάντοτε θα σ’ έκανε να μείνεις.».



Εκείνου αντείπε ο δοξαστός στα όπλα Μηριόνης:



«Αινεία, πράγμα δύσκολον, ανδράγαθος αν κι είσαι,

του κάθε ανδρός που αντίκρυ σου με τ’ άρματα προβάλει

εσύ να πάρεις την ζωήν. Θνητός και συ γεννήθης.

Εάν ακόντιζα κι εγώ και σου άνοιγα το στήθος

και δυνατός και θαρρετός εις την ανδρειά σου ως είσαι,

θα είχα εγώ το καύχημα και ο Άδης την ψυχήν σου.».



Αυτά είπε και ο Πάτροκλος τον αποπήρε ο θείος:



«Τι λέγεις τούτ’, ανδράγαθος ως είσαι, Μηριόνη,

για λόγια, φίλε, υβριστικά οι Τρώες δεν θ’ αφήσουν

το λείψανο αν κανένας τους το χώμα δεν δαγκάσει.

Αξίζει ο λόγος στην βουλήν, στον πόλεμον το χέρι.

Όθεν εμπρός στον πόλεμον και ας μη πολυλογούμε.».

Είπ’ , εκινήθη και σ’ αυτόν κατόπι ο θείος άνδρας,

και ως εις το δάσος του βουνού των ξυλοκόπων κρότος

σηκώνεται ακατάπαυστος και ακούεται από πέρα,

παρόμοια και των μαχητών, από της γης το πλάτος,

βροντον εσήκωνε ο χαλκός και οι ταύρινες ασπίδες

με ξίφι και με δίστομα κοντάρια ως εκτυπιόνταν.



Και γνώστης δεν θα γνώριζε τον θείον Σαρπηδόνα,

ως απ’ ακόντι’, απ’ αίματα και από την σκόνην όλος

πατόκορφα εσκεπάζετο και στον νεκρόν εκείνοι

ολόγυρ’ αναδεύονταν, σαν μύγες εις την μάνδραν

βουίζαν ολοτρύγυρα σ’ ολόγεμες καρδάρες

το καλοκαίρι οπού στ’ αγγειά το γάλα ξεχειλίζει.



Τότε απ’ αυτούς που εμάχονταν εις τον νεκρόν τριγύρω

στιγμήν ο Ζευς δεν έστρεψε τα φωτερά του μάτια.

Αυτός ετήρα πάντοτε και αμφίβολος μετρούσε

μέσα στο βάθος της ψυχής τον φόνον του Πατρόκλου,

ή τώρ’ αυτού στο λείψανο του θείου Σαρπηδόνος

ο Έκτωρ με την λόγχην του το σώμα να του σχίσει

και να του παρει τ’ άρματα, ή θε ν’ αφήσει ακόμη

σ’ άλλους πολλούς τον όλεθρον να φέρ’ η δύναμις του.



Και τούτο μες στον λογισμόν προτίμησεν ο νους του,

πάλι ο λαμπρός ακόλουθος του θείου Αχιλλέως

τους Τρώας και τον Έκτορα να κυνηγήσει οπίσω

κατά την πόλην και πολλούς να θανατώσει ανδρείους.

Μ’ άνανδρο πνεύμα επάγωσε του Έκτορος τα στήθη.



Στ’ αμάξι ανέβη κι έφευγε κι εφώναζε των άλλων

να φύγουν ως εγνώρισε τες πλάστιγγες του Δία.



Κι ούτε οι γενναίοι Λύκιοι σταθήκαν αλλ’ εφύγαν

όλοι, τον βασιλέα τους ως είδαν νεκρωμένον

κάτω απ’ το πλήθος των νεκρών, ότι πολλοί’χαν πέσει

επάνω του στον άσπονδον που άναψε αγώνα ο Δίας.



Κι εκείνοι ωστόσον έπαιρναν απ’ τον Σαρπηδόνα

τ’ άρματα τα περίλαμπρα, και τα’φεραν στα πλοία

καθώς τους είπε ο ανδράγαθος υιός του Μενοιτίου.

Και είπε τότε ο βροντητής του Φοίβου: «Άμε, γλυκέ μου

Φοιβε, απ’ τα βέλη σήκωσε τον Σαρπηδόνα, πρώτα

από τα μαύρα αίματα να τον καθάρεις όλον

στου ποταμού τα ρεύματα μακράν και αφού τον χρίσεις

με αμβροσίαν, άφθαρτα ενδύματα ένδυσέ τον,

και στείλε τον με οδηγούς ταχείς  τα διδυμάρια

τον Ύπνον και τον Θάνατον να τον ξεπροβοδήσουν,

ως να τον θέσουν στον λαόν τα κάρπιμης Λυκίας,

όπου αδελφοί και συγγενείς θα του σηκώσουν τάφον

και στήλην, μόνον χάρισμα που των νεκρών ανήκει.».



Είπε, και δεν παράκουσε ο Απόλλων τον πατέρα

και μες στην μάχην έπεσεν από τα όρ’ Ιδαία.

Μέσ’ απ’ τα βέλη εσήκωσε τον θείον Σαρπηδόνα,

στον ποταμόν τον έλουσε, τον έχρισε αμβροσίαν,

κι ενδύματα τον ένδυσε, που είναι άφθαρτα υφασμένα.

Κι έστελε αυτόν με οδηγούς ταχείς, τα διδυμάρια

τον Ύπνον και τον Θάνατον, που τον ξεπροβοδήσαν

και τον εθέσαν στον λαόν της κάρπιμης Λυκίας.



Τότ’ είπε του Αυτομέδοντος ο Πάτροκλος να σπρώξει

το αμάξι αυτού κατάποδα των Τρώων και Λυκίων.

Ποια τύφλωσις ! Αν φύλαγε τον λόγον του Αχιλλέως,

την μοίραν θα εξέφευγε την μαύρην του θανάτου.



Αλλά του Δί’ αξίζει ο νους πλιότερο ή του ανθρώπου,

που εύκολα και άνδρ’ ατρόμητον δειλιάζει και την νίκην

του αφαιρεί και άλλην φοράν τον σπρώχνει αυτός στην μάχην

όπως τότ’ έβαλε φωτιά στα στήθη του Πατρόκλου.





Ποιον πρώτον και ποιον ύστερον εγύμνωσες στην μάχην,

Πάτροκλε, οπόταν οι θεοί σ’ εκάλεσαν στον Άδην;



Έπεσε πρώτα ο Άδρηστος. Ο Αυτόνοος κατόπιν,

ο Επίστωρ, ο Μελάνιππος, ο Πέριμος Μεγάδης,

ο Έχεκλος, ο Έλασος, ο Μούλιος και ο Πυλάρτης,

κι οι άλλοι εδειλοψύχησαν κι έφυγαν όλοι εμπρός του.



Θα’παιρναν τότ’ οι Αχαιοί την υψηλήν Τρωάδα,

τόσο τριγύρω εμάνιζεν η λόγχη του Πατρόκλου,

στον πύργον αν δεν έστεκεν ο Φοίβος, που των Τρώων

υπέρμαχος, τον όλεθρον εκείνου εμελετούσε.



Και τρεις εσκάλωσε φορές ο Πάτροκλος στο τείχος

και τρεις τον εξετίναξεν ο Φοίβος με τα χέρια

τ’ αθάνατα κτυπώντας του την φωτεινήν ασπίδα.



Αλλ’ ότε ως δαίμων τέταρτην φοράν εχύθη ο ήρως,

φοβερήν του’βαλε κραυγήν ο Απόλλων και του είπε:



«Πάτροκλε διογέννητε, δεν έχει ορίσ’  η μοίρα

των αποτόλμων Τρώων συ την πόλη να πορθήσεις,

ούδ’ ο Αχιλλεύς, εις την ανδρειά περίσσ’ ανώτερός σου.».



Είπε, κι ευθύς ο Πάτροκλος μακράν εσύρθη οπίσω

για να αποφύγει την ορμήν του μακροβόλου Φοίβου.

Κι έμεν’ ο Έκτωρ στες Σκαιές με τα γοργά πουλάρια.

Κι ερεύνα ο νους του αν θα στραφεί στην ταραχήν της μάχης

ή θα φωνάξει τον λαόν ν’ αποκλεισθεί στο τείχος.



Και τούτο ενώ στοχάζονταν ήλθεν εμπρός του ο Φοίβος.

Άνδρας εφάνη στην μορφήν καλός και ρωμαλέος,

ο Άσιος, οπού θείον του τον είχε απ’ την Εκάβην,

κι ήταν υιός του Δύμαντος, που πέρα εις της Φρυγίας

τα μέρ’ ήταν εγκάτοικος κει που ο Σαγγάριος ρέει.

Εκείνου επήρε την μορφήν και του’πε τότε ο Φοίβος:



«Έκτορ’, από τον πόλεμον τι απέχεις; Δεν σου πρέπει.

Άμποτε αντί κατώτερος να’μουν ανώτερός σου,

ελεεινήν ανάπαυσιν θα είχες απ’ την μάχην.

Αλλ’ έλα, κίνα τ’ άλογα στον Πάτροκλον επάνω

όπως τον πάρ’ η λόγχη σου και ο Φοίβος σε δοξάσει.».



Είπε κι εστράφηκε ο θεός στον θόρυβον της μάχης,

και τον ανδρείον πρόσταξε ο Έκτωρ Κεβριόνην

ευθύς κατά τον πόλεμον τους ίππους να ραβδίσει.

Κι έβαλε τάραχον κακόν ο Φοίβος στους Αργείους,

των Τρώων και του Έκτορος την νίκην να χαρίσει.

Και ο Έκτωρ δεν εφρόντιζε τους άλλους να φονεύει

αλλά τους ίππους έσπρωχνε στον Πάτροκλον επάνω.



Και από τ’ αμάξι ο Πάτροκλος επήδησε κρατώντας

την λόγχην με τ’ αριστερό, κι εφούκτωσε με τ’ άλλο

χοντρό λιθάρι δοντερό και αντιστυλωμένος

το’ριξε και τον Έκτορα εκτύπησε απ’ ολίγο.

Αλλ’ όμως τον ηνίοχον τον Κεβριόνην ήβρε,

που ήταν νοθογέννητος του δοξαστού Πριάμου,

ενώ κρατούσε τα λουριά, μες στο μεσόφρυδό του.

Και ο τραχύς λίθος σύντριψε τα φρύδια, και όλο εσπάσθη

το κόκαλο, και καταγής επέσαν οι οφθαλμοί του

αυτού εμπρός στα πόδια του. Και απ’ τον λαμπρόν του θρόνον

έπεσε κάτω ως βουτηχτής κι εβγήκεν η ψυχή του.



Και τότε τον ανάπαιξες, ω Πάτροκλε ιππομάχε.



«Ω, κοίτα! πόσο είναι ελαφρός που εύκολα βουτάει !

μες στο ιχθυοφόρο πέλαγος αν τύχαινεν εκείνος,

και μέσα στ’άγρια κύματα θα επήδ’ από την πλώρην

να ψάξει στρείδια και πολλούς μ’ εκείνα να χορτάσει.

Τόσ’ εύκολ’ απ’ την άμαξα στο σιάδι αυτός βουτάει.

Είναι κι οι Τρώες βουτηχταί πιδέξιοι, καθώς βλέπω.».



Είπε, κι ευθύς εχύθηκε στον ήρωα Κεβριόνην,

την ορμήν είχε λιονταριού, που ταύρους αφανίζει

ώσπου στο στήθος το κτυπούν κι ανδρειά του το φονεύει.

Με λύσσαν τέτοια, Πάτροκλε, του εχύθηκες επάνω.



Και απ’ τ’ άλλο μέρος πήδησεν ο Έκτωρ απ’ τ’ αμάξι.

Κι εκείν’ οι δύο πιάσθηκαν εις τον νεκρόν επάνω

σαν δυο λεοντάρια στο βουνό, της πείνας λυσσιασμένα

μάχονται μεγαλόψυχα για σκοτωμένο ελάφι.



Παρόμοια ποιος τον νεκρόν θα πάρει Κεβριόνην

ο Έκτωρ και ο Πάτροκλος, μάχης δεινοί τεχνίται,

με τον αλύπητον χαλκόν ν’ αντισφαγούν ζητούσαν.



Με πείσμ’ από την κεφαλήν ο  Έκτωρ τον κρατούσε

οι Τρώες και οι Δαναοί σφοδρήν κρατούσαν μάχην.



Και όπως μ’ αγών’ αντίζηλον ο Εύρος με τον Νότον

στο όρος δάσος πολεμούν βαθύ και φουντωμένο

από πολύφλουδες κρανιές και φράξα και μελέγους

που σμίγουν όλ’, αντικτυπούν τα μακριά κλαδιά τους,

όμοια με αντίθετην ορμήν οι Αχαιοί και οι Τρώες

σφάζονταν και την άνανδρην φυγήν στον νουν δεν είχαν,

και ως μάχονταν ολόγυρα εκεί στον Κεβριόνην

λόγχες εμπήχθηκαν πολλές και φτεροφόρ’ ακόντια

και ασπίδες σκούντησαν πολλές λιθαρια φουκτωμένα.

Και αυτός στο μέσο απέραντος στον στρόβιλον της σκόνης

κοιτάμενος τους ιππικούς αγώνες λησμονούσε.



Και όσον ο ήλιος έλαμπε στα μεσουράνια μέρη

κτυπιόνταν κι έπεφταν πολλοί και απ’ τα δυο μέρη ομοίως

και άμ’ έγειρεν ο ήλιος, όταν τα βόδια λυώνται,

τότ’ ενικούσαν οι Αχαιοί χωρίς να θέλ’ η μοίρα.

Και από τ’ ακόντια ξεσυραν τον ήρωα Κεβριόνην

μακράν των Τρώων, κι έπειτα τον γδύσαν απ’ τα όπλα.

Στους Τρώας πέφτει ο Πάτροκλος αφανισμόν να φέρει

και τρεις φορές κραυγάζοντας τρομακτικώς εχύθη

και άνδρες εννέα τη φορά ροβόλησαν στον Άδη.

Αλλ’ όταν τέταρτη φορά ωσάν θεός ορμούσε,

τότε σου εφάνη, Πάτροκλε, το τέλος της ζωής σου.



Ότι στην μάχην σου’λθ’ εμπρός τρομακτικός ο Φοίβος.

Και δεν τον είδε, ως έρχονταν, στην ταραχήν της μάχης

μες στην κατάχνια ολόκλειστος του εστήθη οπίσω ο Φοίβος

με την παλάμην πετακτήν του επάταξε τους ώμους

και όλην την ράχην. Κι έστριψεν τα μάτια του Πατρόκλου.

Και ο Φοίβος απ’ την κεφαλήν του επέταξε το κράνος,

που αντήχησε, ως εκύλησε στα πόδια εκεί των ίππων.

Και η χαίτη του στα χώματα  μολύνθη και στο αίμα.

Και ως τότε δεν εγίνετο να μολυνθεί το χώμα

ο κώνος λαμπροφούντωτος, που έσκεπε τ’ ωραίο

μέτωπο και την κεφαλήν του θείου Αχιλλέως.

Και τότε το’δωκεν ο Ζευς του Έκτορος να σκέπει

την κεφαλήν του κι έφθανε σ’ αυτόν η μαύρ’ ημέρα.



Κι εκόπη το μακρόσκιο κοντάρι στην παλάμην

το λογχοφόρο, το βαρύ, και του’πεσε απ’ τους ώμους

μ’ όλον τον τελαμώνα της η κροσσωμένη ασπίδα.



Και ο Φοίβος, του Διός υιός, τον θώρακα του λύει.

Εθεοκρούσθη ο Πάτροκλος, του ελήθηκαν τα μέλη

και θαμπωμένος έμεινε. Και οπίσω με την λόγχην

τον κτύπησ’ ένας Δάρδανος των ώμων εις την μέσην,

ο Πανθοϊδης Εύφορβος, που επρώτευε των άλλων

στην λόγχην, εις το τρέξιμο και στην ιππομαχίαν.



Όταν πολέμου αμάθητος προτήλθεν ιππομάχος,

είκοσι άνδρες μόνος του κατέβασε απ’ τους ίππους.

Αυτός πρώτος σ’ ελόγχισεν, ω Πάτροκλε ιππομάχε,

και δεν σε φόνευσε, κι ευθύς την λόγχην απ’ το σώμα

άρπαξε και μες στον στρατόν εσύρθη, δεν εστάθη

ν’ αντιταχθεί στον Πάτροκλον, αν και ξαρματωμένον,

αλλ’ ως το χέρι του θεού τον δάμασε και η λόγχη

προς τους συντρόφους έστρεφε την μοίραν ν’ αποφύγει.



Και ο Έκτωρ απ’ τες φάλαγγες άμ’ είδε τον γενναίον

Πάτροκλον ν’ αποσύρεται κονταροπληγωμένος,

προχώρησε, του εστήθη εμπρός, και μέσα εις το λαγγόνι

την λόγχην όλην έμπηξε κι η άκρη εβγήκε πέρα.

Έπεσε και κατήφεια στους Αχαιούς εχύθη.

Και ως λέοντας και αδείλιαστος αγριόχοιρος στο όρος

μάχονται μεγαλόψυχα για μια μικρή βρυσούλα,

ότι θα πιούν θέλουν και οι δυο με λύσσαν, ώσπου ο χοίρος

ασκομαχώντας ξεψυχά στον λέοντ’ αποκάτω.



Ομοίως τον ανδράγαθον υιόν του Μενοιτίου,

πολλών φονέα μαχητών ο Πριαμίδης Έκτωρ

με λόγχην εθανάτωσε κι επάνω του εκαυχήθη:



«Την πόλιν μας, ω Πάτροκλε, θαρρούσες ν’ αφανίσεις,

και δούλες στην πατρίδα σου να πάρεις τες γυναίκες,

ανόητε! Και ακούραστα γι’ αυτές ετρικυμίζαν

τ’ άλογα τα φτερόποδα του Έκτορος, κι εκείνος –

που είμαι πρώτος μαχητής των φιλομάχων Τρώων,

και δεν θα ιδούν, ενόσω ζω, την δουλικήν ημέρα.



Και τώρα σε τα όρνεα θα φάγουν εις την Τροίαν.

Άθλιε! Δεν σε ωφέλησεν ο ανδρείος Αχιλλέας.

Θα σου παράγγελνε πολλά την ώρα που εκινούσες:



«Να μη γυρίσεις, Πάτροκλε, ιππόμαχε, στα πλοία

πριν σχίσεις εις του Έκτορος τα στήθη τον χιτώνα

βαμμένον εις το αίμα του». Αυτά θα είπ’ εκείνος

και αυτά τα λόγια σ’ άρεσαν, ανόητος ως είσαι.».



Και, Πάτροκλε, του απάντησες με τη ψυχήν στο στόμα:



«Έκτορ, καυχήσου όσο μπορείς, τώρα που ο Ζευς και ο Φοίβος

την νίκην σου εχάρισαν – και αυτοί με καταβάλλουν

εύκολ’, αφού μου αφαίρεσαν τα όπλ’ από τους ώμους.

Και είκοσιν όμοιοι με σε να είχαν έλθει εμπρός μου

όλοι νεκροί θα έπεφταν στην λόγχην μου αποκάτω.

Εμένα η μοίρα εφόνευσεν η μαύρη με τον Φοίβον

και απ’ τους θνητούς ο Εύφορβος. Τρίτος εσύ με γδύνεις.



Και άκουσε ακόμα τι θα ειπώ και βάλε το στον νουν σου.

Ολίγες είν’ οι μέρες σου. Και, ιδού σε παραστέκει

η μοίρα η παντοδύναμη, κι η ώρα του θανάτου,

οπού απ’ το χέρι αδάμαστο θα πέσεις του Αχιλλέως.».



Με αυτά τα λόγι’ απέθανε. Και κλαίοντας θλιμμένη

την μοίραν, που νεότητα και ανδρείαν της επήρε,

από τα μέλη του η ψυχή κατέβηκε στον Άδη.

Νεκρόν τον επροσφώνησεν ο λαμπροφόρος Έκτωρ:

«Ω Πάτροκλε, τον θάνατον γιατί μου προμαντεύεις;

Ποιος ξερει μήπως ο Αχιλλεύς, της Θέτιδος ο γόνος,

χάσει αυτός πρώτος την ζωήν στην λόγχην μου αποκάτω;»





Είπε και μέσ’ απ’ την πληγήν, πατώντας τον, την λόγχην

ανέσπασε και ανάσκελον, τον έσπρωξε στο χώμα.

Κι ευθύς στον Αυτομέδοντα με το κοντάρι εχύθη,

που είχε ακόλουθον λαμπρόν ο ασύγκριτος Πηλείδης,

να τον κτυπήσει, αλλ’ έπαιρναν αυτόν οι ταχείς ίπποι,

οι αθάνατοι που οι θεοί χαρίσαν του Πηλέως.

Πηγή - Σχόλια - Αρχαίο Κείμενο ΕΔΩ
Μετάφραση Ιάκωβου Πολυλά

Αντώνης Σαμαράκης (1919-2003)

«Το άγγελμα της ημέρας»

Μην πεις ποτέ σου: «Είναι αργά!» κι αν χαμηλά έχεις πέσει. κι αν λύπη τώρα σε τρυγά κι έχεις βαθιά πονέσει.

Κι αν όλα μοιάζουν σκοτεινά κι έρημος έχεις μείνει. μην πεις ποτέ σου: «Είναι αργά!» -τ' ακούς;- ό,τι  κι αν γίνει

 
 
𝓜πάμπης 𝓚υριακίδης