Ο Μικρός Πρίγκιπας: «Αντίο», είπε η αλεπού. «Να το μυστικό μου. Είναι πολύ απλό: Μόνο με την καρδιά βλέπεις αληθινά. Την ουσία δεν τη βλέπουν τα μάτια»

Μολιέρος (Molière)

«Ο Ταρτούφος» (1664)

Μολιέρος (Molière)

«Ο κατά φαντασίαν ασθενής» (1673)

Μολιέρος (Molière)

«Ο αρχοντοχωριάτης» (1670)

Μολιέρος (Molière)

«Ντον Ζουάν» (1665)

Ουίλλιαμ Σαίξπηρ

«Όνειρο Θερινής Νυκτός»

Ουίλλιαμ Σαίξπηρ

«Ρωμαίος και Ιουλιέτα»

Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα

«Ματωμένος Γάμος»

Αντουάν Ντε Σαιντ- Εξυπερύ

«Ο μικρός πρίγκηπας»

Αντόν Τσέχωφ

«Ένας αριθμός»

Ντάριο Φο

«Ο τυχαίος θάνατος ενός Αναρχικού»

Ευγένιος Ιονέσκο

«Ρινόκερος»

Έντγκαρ Άλαν Πόε

«Ιστορίες αλλόκοτες»

Μπέρτολτ Μπρεχτ

«Αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι»

721 Ποιητές - 8.160 Ποιήματα

Επιλογή της εβδομάδας..

Οδυσσέας Ελύτης, «Το Μονόγραμμα»

Θά πενθώ πάντα -- μ’ακούς; -- γιά σένα, μόνος, στόν Παράδεισο Ι Θά γυρίσει αλλού τίς χαρακιές  Τής παλάμης, η Μοίρα, σάν κλειδούχο...

Ομήρου Ιλιάδα, «Ραψωδίες Ε Ζ Η Θ» 2ο Μέρος

1ο Μέρος 2ο Μέρος 3ο Μέρος 

ΙΛΙΑΔΟΣ  -  ΡΑΨΩΔΙΑ  Ε'
Ο Διομήδης μπαίνει στη μάχη

Δύναμιν τότ’ η Αθηνά και θάρρος του Διομήδη

έδωκεν ώσπ’ εξαίσια στα πλήθη των Αργείων

να δοξασθή και υπέρλαμπρην φήμην παντού να λάβη.

Από το κράνος του άναβε και απ’ την ασπίδα φλόγα

που ακτινοβόλ’ ακοίμητη, του φθινοπώρου ως τ’ άστρο

λουσμένο απ’ τον Ωκεανόν ολόφωτο αναλάμπει.

Φως τόσο από την κεφαλήν του ανάβει και απ’ τους ώμους

κι έσπρωξε αυτόν κει πόβαζε σφοδρότερος ο αγώνας.



Ήταν Τρωαδίτης άνθρωπος, ο Δάρης ιερέας

του Ηφαίστου, πλούσιος, άψεγος. Και τέκνα τον Φηγέα

και τον Ιδαίον είχε δυο, κι ήταν πολέμων γνώστες.

Κινήσαν εναντίον του κι οι δυο τους απ’ την τάξην,

στ’ αμάξι αυτοί, προχώρησαν, αντίκρυς εσταθήκαν,

έριξε πρώτος το μακρύ κοντάρι του ο Φηγέας. 



Ξάκρισε  η λόγχη αριστερά τον ώμον του Τυδείδη

και δεν τον πήρε. Ακόντισε και αυτός κι όχι χαμένα.

Αλλά στο στηθοκόκαλο τον κτύπησ’ ώστε χάμω

τον κρήμνισ’ απ’ την άμαξαν. Επήδησεν ο Ιδαίος

τ’ όμορφο αμάξι αφήνοντας, ούδ’ έλαβε την τόλμην

του φονευμένου του αδελφού φρουρός αυτού να μείνη,

ότι ούδ’ αυτός θε να’φευγε τον χάρον, αλλ΄εσώθη

από τον Ήφαιστον, οπού τον έζωσε με σκότος,

να μην του μείνη ο γέροντας χωρίς παρηγορίαν.

Τ’ άλογα τότε έζεψεν ο ένδοξος Τυδείδης,

και των συντρόφων τά’δωκε να σύρουν εις τα πλοία.

Και οι Τρώες, στην γενναίαν των ψυχήν εταραχθήκαν,

που τους υιούς του Δάρητος, τον έναν φονευμένον

είδαν, τον άλλον άφαντο. Κι η γλαυκομάτ’ Αθήνη

τον άγριον Άρη έπιασεν από το χέρι κι είπε:



«Ω Άρη φονικότατε, ως Άρη τειχοπλήκτη,

μόνους δεν τους αφήνομε τους Αχαιούς και Τρώας

να μάχωνται, και ας δοξασθούν όποιοι θελήση ο Δίας.

Από τη μέση ας λείψωμε μήπως σ’ εμάς θυμώση».

Αυτά’πε κι απ’ τον πόλεμον τον άγριον Άρη επήρε

κι έβαλε αυτόν ν’ αναπαυθή στες όχθες του Σκαμάνδρου.

Tότ’ έγειραν οι Δαναοί τους Τρώας  κι από ένα

κάθε αρχηγός τους φόνευε. Και πρώτος ο Αγαμέμνων

από τ’ αμάξι τον τρανόν έριξε κάτ’ Οδίον,

των Αλιζώνων αρχηγόν, που, ως πρώτος στράφη, εμπήχθη

τ’ ακόντι μες στους ώμους του και από τα στήθη εβγήκε.

Πέφτει με βρόνον και αντηχούν επάνω τ’ άρματά του.



Εφόνευσε ο Ιδομενεύς τον Φαίστον απ’ την Τάρνην

την μεγαλόσβολην, υιόν του Βώρου Μαιονίδου.

Αυτόν εκεί που ανέβαινε σ’ αμάξι με κοντάρι

στον δεξιόν ώμον λόγχισεν ο μέγας στρατηλάτης.

Κάτω εκρημνίσθη, κι έζωσεν αυτόν θανάτου σκότος.

Και οι σύντροφοι τον γύμνωσαν εκεί του Ιδομενέως.

Τότε ο Μενέλαος φόνευσε με λόγχην τον Στροφίδην

Σκαμάνδριον, που ήταν έξοχος εις το κυνήγι γνώστης

ότι τον είχ’ η Άρτεμις η ίδια μορφωμένον

όλα τ’ αγρίμια να κτυπά που στ’ όρος τρέφει ο λόγγος.

Τότε όμως ούτ’ η Άρτεμις τον έσωσε η τοξεύτρα,

ούτ’ οι μακροβολίες του που τόσο τον δοξάσαν.

Τον κτύπησ’ ο Μενέλαος,ο ανδρείος Ατρείδης,

με λόγχην, όπως έφευγεν εμπρός του, μες στους ώμος

στην ράχην. Και απ’ το στήθος του η άκρη πέρα εβγήκε.

Μπρούμητα πέφτει και βροντούν επάνω τ’ άρματά του.



Τον Αρμονίδη Φέρεκλον φονεύει ο Μηριόνης

αυτόν, που με τα χέρια θαυμάσια τεχνουργούσε,

ότ’ η Παλλάς η Αθηνά περίσσια τον αγάπα.

Και του Αλεξάνδρου έκαμε αυτός τα ισόπλευρα καράβια

τ’ αρχέκακα, που εγέννησαν κακό στους Τρώας όλους

και εις αυτόν, που των θεών τα ρήματ’ αγνοούσε.

Και αυτόν ως τον κατάτρεχεν, προφθάνει ο Μηριόνης

και τον χτυπά στο δεξιό μερί και αντίκρ ’η λόγχη

στην φούσκαν βγαίνει, αφού περνά στο κόκαλο αποκάτω.

Βογγά, πέφτει στα γόνατα και ο θάνατος τον ζώνει.

Εφόνευσε τον Πήδαιον Αντηνορίδη ο Μέγης,

νόθον και αυτόν. Η Θεανώ, θεία γυνή, προς χάριν

του ανδρός της, καλοανάτρεφεν ως τ’ ακριβά παιδιά της.

Εκείνον τότ’ από σιμά ο ανδρείος Φιλεϊδης

κτύπησε στ’ αντικέφαλο μ’ ακονισμένην λόγχην.

Την γλώσσαν έκοψ’ ο χαλκός κάτ’ ως τα δόντια πέρα.

Πέφτει. Σφίγγουν τα δόντια του το σίδερο το κρύο.

Τον θείον τότε Υψήνορα, του υπερηφάνου εκείνου

του Δολοπίονος υιόν, ιερέα του Σκαμάνδρου,

οπού ο λαός ολόκληρος ωσάν θεόν τιμούσε,

ο Ευαιμονίδης ο λαμπρός Ευρύπυλος τον φθάνει,

ομπρός του ως έφευγε, και αυτού του θέρισε απ’ τον ώμον

με μάχαιραν το δυνατό του χέρι. Και αυτό πέφτει

αιματωμένο κατά γης. τους οφθαλμούς του κλείσαν

η μοίρα η παντοδύναμη και του θανάτου σκότος.

Έτσι ενεργούσαν στον σφοδρόν αγώνα του πολέμου.

Και τότε δεν θα γνώριζες με ποιους είναι ο Τυδείδης,

αν πάει με τους Αχαιούς ή με τους Τρωαδίτες,

ότι στο σιάδι εμάνιζεν, ως φουσκωτό ποτάμι

που παίρνει κάθε πρόχωμα με την σφοδράν ροήν του.

Ούτε προχώματα κρατούν εκείνου την πλημμύραν,

ούτε των κήπων στερεό φραγμό την εμποδίζουν,

έξαφν’ αν φθάση, αν του Διός νεροποντιά πληθύνη.

Και καταστρέφει γεωργών έργα πολλά και ωραία.

Όμοια τες πυκνές φάλαγγες ετάραζε ο Τυδείδης

των Τρώων και τα πλήθη των δεν στέκονταν εμπρός του.



Τον είδε του Λυκάονος ο υιός ο επαινεμένος

τες φάλαγγες με μάνητα να σπάνη στην πεδιάδα.

Το κυρτό τόξο ετέντωσε ενάντιά του, ως ορμούσε

επάνω του. Τον πέτυχε στου θώρακος το κύτος,

στον δεξιόν ώμον. Το πικρόν ακόνι ανοίγει δρόμον

αντίπερα κι ο θώρακας εγέμισ’ όλος αίμα. 



Φώναξε τότε ο Πάνδαρος μακριά να τον ακούσουν: 



«Γενναίοι Τρώες, κεντηταί των ίππων, κινηθήτε

λαβώθ’ ιδού των Αχαιών ο πρώτος και θα πέση

απ’ το σφοδρό μου ακόντισμα. Αν μ’ έσπρωξε τωόντι

ο Απόλλων του Διός υιός ως ήλθ’ απ΄την Λυκίαν.».



Αυτά’πε αυτός καυχώμενος. Δεν έπεσε απ’ το βέλος

κείνος, αλλ’ αναμέρισε κι εμπρός στ’ αμάξι εστάθη

και είπε προς τον Σθένελον, υιόν του Καπανέως: 



«Έλα, Καπανειάδη μου, κατέβα από τ’ αμάξι

από τον ώμον το πικρόν ακόντι να μου σύρης.». 



Είπε και χάμου ο Σθένελος επήδησ’ απ’ τ’ αμάξι

και από τον ώμον μέσαθε του ετράβηκε το ακόντι,

και το αίμα ευθύς πετάχθηκεν απ’ τον κρουστόν χιτώνα. 



Και τότ’ ευχήθη ο ξακουστός στες μάχες Διομήδης:



«Άκου με, κόρη αδάμαστη του αιγιδοφόρου Δία,

εάν ποτέ στον πόλεμον εδείχθης του πατρός μου

καλή βοηθός, αγάπησε κι εμέ, θεά μου, τώρα.

Τον άνδρα που μ’ ελάβωσε κι επαίρεται και λέγει

που ολίγο ακόμη θα χαρώ το λαμπρό φως του ηλίου,

δός να τον φθάσ’ η λόγχη μου νεκρός να πέση εμπρός μου»


Αυτά δεήθη, κι η θεά την δέησιν εδέχθη,

τα μέλη του’καμ’ ελαφρά, τα πόδια και τα χέρια,

κι ήλθε σιμά του κι είπε του με λόγια φτερωμένα: 



Διομήδη, τώρα θαρρετά πολέμησε τους Τρώας,

ότι στα στήθη σου’βαλα την πατρικήν ανδρείαν

ατρόμητην, ως ο Τυδεύς την είχε ο ασπιδοφόρος.

Και την κατάχνια αφαίρεσα που σκέπαζε το φως σου,

όπως θεόν από θνητόν ευκόλως ξεχωρίσης.

Δια τούτο αν έλθη εδώ θεός για να σε δοκιμάση,

μ’ άλλον αθάνατον θεό εσύ μην πολεμήσης

κανέναν. Αλλ’ αν του Διός η κόρη’ η Αφροδίτη

έλθη στον πόλεμον αυτήν με λόγχην θα κτυπήσης.».



Αυτά’πε και αναχώρησεν η γλαυκομάτ’ Αθήνη.



Εις τους προμάχους όρμησε και πάλιν ο Τυδείδης

και αν ήταν πρόθυμος και πριν να πολεμά τους Τρώας,

τώρ’ είχε τρίδιπλην ορμήν, ως έχει το λεοντάρι,

που όταν πηδήση την αυλήν των μαλλιαρών προβάτων

και το σκαρφίση ο φύλακας, χωρίς να το φονεύση,

ανδρειά του δίδει και ποσώς δεν του αντιστέκει πλέον,

μέσα στες στάνες κρύβεται και τα ’ρημα σκορπιούνται.

εκείνα επανωβιάζονται κι εκείνο απ’ την βαθείαν

αυλήν με μέγα πήδημα στην εξοχήν πετιέται.

Έτσι στους Τρώας χύθηκεν ο δυνατός Τυδείδης.



Κτυπά κει τον Αστύνοον κι Υπείρονα τον άρχον.

Κείνον επάνω στον μαστόν με λογχοφόρο ακόντι,

τον άλλον με τρανό σπαθί μέσα στην ωμοπλάτην

και απ’ τον αυχένα εχώρισε τον ώμον και απ’ τα νώτα.



Εκείθεν στον Πολύιδον και Άβαντα περνάει,

υιούς του Ευρυδάμαντος, του γέρου ονειροκρίτου.

Σ’ αυτούς δεν ξήγησ’ όνειρα οπότε αναχωρούσαν,

αλλά νεκρούς τους γύμνωσεν ο δυνατός Διομήδης. 



Τον Ξάνθον και τον Θόωνα, δυο τέκνα και τα δύο

αγαπητά του Φαίνοπος, πού’χε κακό το γήρας,

ότι άλλον δεν εγέννησε το βιο του να του αφήση.

Τους πήρε την γλυκειά ζωήν  κι εγύμνωσε ο Τυδείδης

και άφην’ εις δάκρυα και οδυρμούς τον άκληρον πατέρα,

που δεν τους δέχθη ζωντανούς οπίσω από την μάχην

και μακρινοί του συγγενείς το βιος του εμοιρασθήκαν.



Του Δαρδανίδου πιάνει αυτού, δυο τέκνα, του Πριάμου

που σ’ ένα αμάξι εκάθονταν, Εχέμμων και Χρομίος.

Και ωσάν λιοντάρι που εις κοπήν βοδιών μέσα στον λόγγον

ορμά και από τον τράχηλον τραβά μοσχάρι ή ταύρον,

ομοίως απ’ την άμαξαν εκείνος και τους δύο

κακόσυρε και γύμνωσε νεκρούς. Και τ’ άλογά των

έδωκε των συντρόφων του να φέρουν εις τα πλοία.

Τον είδ’ ο Αινείας των ανδρών τες φάλαγγες να στρώνη

και μες από την ταραχήν διαβαίνει και απ’ τ’ ακόντια,

και τον ισόθεον Πάνδαρον ζητούσε ν’ απαντήση.

Κι εβρήκε τον ασύγκριτον και τον ανδρειωμένον

Λυκαονίδην, κι έμεινεν εμπρός του και του είπε:

«Πάνδαρε, που το τόξο, που τα φτερωτά σου βέλη,

η δόξα που; Και ισόπαλον κανένα εδώ δεν έχεις,

ουδέ μες στην Λυκίαν σου δεν είναι ανώτερός σου.

Αλλ’ έλλα, εύχου του Διός και βέλος ρίξε εις τούτον

τον άνδρα που μανίζει εδώ και αφάνισε τους Τρώας,

ότι τα γόνατ’ έλυσε πολλών και ανδρειωμένων,

εκτός αν είναι τις θεός που ωργίσθη δια θυσίες

στους Τρώες. Είναι φοβερή η οργή των αθανάτων.





Τότε ο λαμπρός απάντησε σ’ αυτόν Λυκαονίδης:

«Των χαλκοφράκτων Τρωαδιτών, ω βουληφόρ’ Αινεία,

εις όλα φαίνεταί μου αυτός ο ανδρείος Διομήδης,

διακρίνω την ασπίδα του, το κωνικό του κράνος

και τ’ άλογα. Πλην καθαρά δεν ξεύρω αν θεός είναι.

Και αν είναι αυτός που λέγω εγώ ο ανδρείος Τυδείδης,

δεν είναι ανθρώπου η λύσσ’ αυτή και κάποιον στο πλευρό του

έχει θεόν αθώρητον με νέφος τυλιγμένον,

που έγυρε αλλού το πτερωτόν ακόντι που τον πήρε,

ότι ήδη βέλος του’ριξα και τον δεξιόν του ώμον

του πέτυχα κι επέρασα του θώρακος το κύτπς

κι εθάρρουν πως τον έστειλα στο δώμα του Αϊδωνέως,

και όμως δεν τον φόνευσα. Θεός είναι οργισμένος.

Τους ίππους μου δια ν’ ανεβώ τ’ αμάξια εδώ δεν έχω,

αλλά μες στου Λυκάονος τα μέγαρ’ είναι αμάξια

ένδεκα νέα κι εύμορφα, με πέπλους σκεπασμένα

κι εις κάθε αμάξ’ είναι σιμά ζευγαρωτά πουλάρια,

στέκουν και τρώγουν την ζειά και το λευκό κριθάρι. 



Πολύ τωόντι ο γέροντας πολεμιστής Λυκάων

με νουθετούσ’ ότ’ άφηνα τα ωραία μέγαρά μας.

Μού’λεγε  εις τ’ αμάξια μου και στ’ άλογ’ αναβάτης

να οδηγώ Τρώας στους δεινούς αγώνες του πολέμου.

Και την καλήν του συμβουλήν  δεν άκουσ’ από φόβον

για τ’ άλογά μου εις άφθονην τροφήν συνηθισμένα,

μήπως εις τόπον, όπου κλειούν εχθροί, τροφήν τους λείψη.



Τ’ άφην’ αυτού, και ήλθα πεζός στο Ίλιον, θαρρώντας

στο τόξο, αλλά δεν έμελλεν αυτό να μ’ ωφελήση.

Διότι ως τώρα ετόξευσα των πολεμάρχων δύο,

τον Ατρείδην, έπειτα τον Διομήδη κι αίμα

το βέλος μου τους έβγαλε δια ν’ αγριεύσουν πλέον.

Σ’ ώρα κακήν ξεκρέμασα λοιπόν το τόξο τούτο,

όταν ανδρείων αρχηγός δια την τερπνήν Τρωάδα

του ισοθέου Έκτορος προς χάριν ξεκινούσα.

Κι αν γύρω από τον πόλεμον και ίδω την πατρίδα,

την ποθητήν συμβίαν μου και το υψηλό μου δώμα,

την κεφαλήν μου ας κόψη εχθρός, εάν μ’ αυτά τα χέρια

το τόξο αυτό συντρίμματα δεν κάνω, αν δεν το ρίξω

στες φλόγες, ότι ανώφελα αυτό με συνοδεύει.».



Ο Αινείας του απάντησε, των Τρώων πολεμάρχος:



«Αυτά μη λέγης παντελώς το πράγμα δεν θ’ αλλάξη.

Απ’ την ζεμένην άμαξαν αν δεν δοκιμασθούμε

στον άνδρα τούτον άντικρυ, με όλα τ’ άρματά μας.

Εμπρός, στ’ αμάξι ανέβα εδώ, δια να γνωρίσης ποία

τ’ άλογα είναι του Τρωός, πως ξεύρουν στην πεδιάδα,

κυνηγούντ’ είτε κυνηγούν, γοργότατα να τρέχουν.

Και αυτά στην πόλιν άσφαλτα μας σώζουν, αν την νίκην

εις του Τυδέως τον υιόν χαρίση πάλι ο Δίας.

Και πάρε συ την μάστιγα και τα λαμπρά λουριά της,

στ’ αμάξι θ’ ανεβώ κι εγώ, να μάχωμαι, ή να δείξω

του ανδρός εκείνου την ορμήν, κι εγώ τ’ αμάξι βλέπω.». 



Αντείπε του Λυκάονος ο υιός ο επαινεμένος:



«Ο ίδιος λάβε τα λουριά και τ’ άλογά σου, Αινεία.

Με κυβερνήτην τους γνωστόν καλύτερα θα παίρνουν

τ’ αμάξι, αν μας κυνηγά και πάλιν ο Τυδείδης.

Μην από φόβον οκνηρά, ποθώντας την φωνήν σου,

εμάς να φέρουν αρνηθούν μακράν απ’ τον αγώνα,

και τότ’ ορμήση επάνω μας ο ανδρείος Διομήδης

και μας φονεύση και τους δυο και πάρη και τους ίππους.



Αλλά εσύ τους ίππους σου κυβέρνα και τ’ αμάξι,

και την ορμήν του ανδρός, εγώ με λόγχην θ’ απαντήσω.».

Αυτά ’παν κι’ άμ’ ανέβηκαν στ’ ωραϊσμένο αμάξι

κινήταν τα γοργ’ άλογα με ορμήν προς τον Τυδείδη.».


Τους είδε ο Σθένελος, λαμπρός υιός του Καπανέως,

και στον Τυδείδη είπ’ ευθύς με λόγια φτερωμένα: 



«Τυδείδη, αγαπημένε μου Διομήδη, βλέπω δυο

ανδρειωμένους οπού ορμούν με σε να πολεμήσουν

και άμετρην έχουν δύναμην. Ο Πάνδαρος τοξότης

καλός και του Λυκάονος καυχάτ’ ότ’ είναι γόνος,

ο Αινείας πάλι όσ’ είναι υιός καυχάται του γενναίου

Αγχίση και μητέρα του την Αφροδίτην έχει.

Κι έλα στ’ αμάξι ανάμερα μ’ εμέ. Και στους προμάχους

μη τόσο μου λυσσομανάς, μη χάσης την ζωήν σου.».



Με λοξό βλέμμ’ απάντησεν ο δυνατός Διομήδης: 



«Μη κάμης λόγον δια φυγήν, ποσώς δεν θα με πείσης.

Ότι δεν το’χω φυσικό την μάχην ν’ αποφεύγω

ή να δειλιάζω. Ασάλευτην έχω καρδιάν ακόμη.

Μου είναι τ’ αμάξι βαρετό κι ενάντια τους θα ορμήσω

ως είμαι τώρα κι η Αθηνά δεν στέργει εγώ να φεύγω.

Και μ’ όλα τα γοργ’ άλογα δεν θα σωθούν εκείνοι.

Ο ένας απ’ τα χέρια μας θα πέση, αν και όχ’ οι δύο.



Και άλλο τι ακόμα θα σου ειπώ, και βάλε το στο νου σου.

Αν η πολύβουλη Αθηνά την δόξαν μας χαρίση

κι οι δυο να πέσουν, τ’ άλογα συ κράτει τα δικά σου

αυτού και από την άμαξαν τους χαλινούς των δέσε

και χύσου ευθύς εις τ’ άλογα του Αινεία να τα φέρης

εις τους γενναίους Αχαιούς απ’ τον στρατόν των Τρώων,

ότι κρατούν απ’ τ’ άλογα που ο βροντητής Κρονίδης

τους Τρώας έδωκε αμοιβήν του υιού του Γανυμήδη,

ως τα καλύτερα άλογα στον ήλιον αποκάτω.



Απ’ την σποράν τους έκλεψεν ο Αγχίσης βασιλέας

κρυφ’ απ’ τον Λαομέδοντα με θηλυκά δικά του

και έξι του γεννήθηκαν πουλάρια κι εκρατούσε

τα τέσερα κι ανάτρεφε στην φάτνην του και τούτα

τα δυο, πρόξενα φυγής, εχάρισε του Αινεία.



Εκείν’ αν πάρωμε, θα είν’ η δόξα μας μεγάλη.».

Τους λόγους τούτους έλεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους

κι ευθύς με τα γοργ’ άλογα πλησίασαν οι δύο.



Και πρώτος του Λυκάονος ο λαμπρός γόνος είπε: 



«Ω γόνε σιδηρόκαρδε του θαυμαστού Τυδέως,

το γοργό βέλος  το πικρό δεν σ’ έριξε. Και τώρα

με το κοντάρι δοκιμήν θα κάμω, αν σ’ επιτύχω.».



Είπε και το μακρόσκιον κοντάρι σφενδονίζει

και την ασπίδα τρύπησε του Διομήδη πέρα

η χάλκιν’ άκρη κι έφθασε τον θώρακα να εγγίξη

κι εφώναξεν ο Πάνδαρος μακράν να τον ακούσουν : 



«Λαβώθηκες εις το λαγγόνι διαπεραστά. Και ολίγην

έχεις ζωήν. Και καύχημα σ’ εμέ έδωκες μεγάλο».



Και ατρόμητος του απάντησεν ο δυνατός Διομήδης: 



«Έσφαλες, δεν μ’ επέτυχες. Αλλά δεν θα ησυχάστε,

πριν πέσει από τους δύο σας ο ένας και χορτάσω

στο αίμα τον αδάμαστον πολεμιστήν τον Άρη.».



Ρίχνει τ’ ακόντι. Κι η Αθηνά τ’ οδήγησε στην μύτην,

σιμά στο μάτι. Και ο σκληρός χαλκός τα λευκά δόντια

του πέρασε και του’κοψε τη γλώσσαν εις την ρίζα,

κι η χάλκιν’ άκρη κάτωθεν εφάνη απ’ το πηγούνι.



Πέφτει απ’ τ’ αμάξι και βροντούν επάνω τ’ άρματά του

τα εύμορφα και ολόλαμπρα κι ανάμερα από φόβον

συρθήκαν τα γοργ’ άλογα. Κι εκείνος ενεκρώθη.



Με την ασπίδα επήδησε και το μακρύ κοντάρι

ο Αινείας, μήπως οι Αχαιοί του πάρουν τον νεκρόν του.

Και ως θαρρετό στην ρώμην του λιοντάρι διασκελούσε

γύρω του με τ’ ακόντι εμπρός και την γλιστρήν ασπίδα,

έτοιμος να φονεύση αυτόν που στον νεκρόν σιμώση

κι εφώναζε τρομακτικά. Κι εσήκωσε ο Τυδείδης

πέτραν τρανήν, θεόρατην. Δεν θα την παίρναν δύο

των τωρινών θνητών κι αυτός την έπαιζε και μόνος.

Και τον Αινείαν κτύπησε μ’ αυτήν στο μέρος, όπου

στρέφεται ο γόφος στο μερί και λέγεται κουτάλα.

Και την κουτάλα σύντριψε και τα δυο νεύρ’ ακόμη.

Ο τραχύς λίθος του’γδαρε το δέρμα. Πέφτει ο ήρως

στα γόνατά του και στην γην  με το παχύ του χέρι

στηρίχθη και τα μάτια του μαύρη σκεπάζει νύκτα.



Κι θα έχανε τότε την ζωήν ο βασιλεύς Αινείας,



αλλ’ η Αφροδίτη του Διός η κόρη ευθύς τον είδε,

οπού στων μόσχων τας βοσκάς τον γέννησε του Αγχίση.

Έζωσε αυτή με τες λευκές αγκάλες το παιδί της

και ο φωτοβόλος πέπλος της στες δίπλες του τον κρύβει,

φράγμα στα βέλη, μη κανέν ακόντι χαλκοφόρο

των ταχυϊππων Δαναών τον εύρη μες στο στήθος.

Κι ενώ απ’ την μάχην έπαιρνε τον ποθητόν υιόν της

εκείνη, δεν λησμόνησεν ο υιός του Καπανέως

αυτά που του παράγγειλεν ο ανδρείος Διομήδης.

Και τα δικά του άλογα μακράν από τον κρότον

έστησε και τους χαλινούς προσέδεσε στ’ αμάξι.



Και τα καλότριχ’ άλογα του Αινεία παίρνει αμέσως

προς τους γενναίους Αχαιούς απ’ τον στρατόν των Τρώων

τα ’δωκε στον Δηίπυλον, τον σύντροφον που απ’ όλους

προτίμα τους ομήλικες, ότ’ είχαν μίαν γνώμην,

να τα οδηγήση στα βαθιά καράβια. Τότ’ ο ήρως

στ’ αμάξι ανέβη κι έπιασε τα ολόλαμπρα  λουρία

και τα στερεόποδ’ άλογα προς τον Τυδείδην σπρώχνει.



Τούτος την Κύπριν μ’ άπονο κοντάρι εκυνηγούσε,

ότ’ ήξευρε που ’ν’ άνανδρη θεά και δεν ομοιάζει

με τις θεές, οπού αρχηγούν στην μάχην των ανδρείων,

ούτε η πορθήτρα Ενυώ, ούτε η Παλλάς Αθήνη.



Αλλ’ ότε την επρόφθασε στο μέγα πλήθος μέσα

τινάχθη, επήδησ’ ο υιός του θαυμαστού Τυδέως.

Και με τ’ ακόντι εσκάρφισε το τρυφερό της χέρι.

τον πέπλον της, αμβρόσιον υφάδι των Χαρίτων,

πέρασ’ η λόγχη κι εύρηκε την άκρην της παλάμης.

Ρέει το αίμα της θεάς και άφθαρτον είν’ εκείνο,

το έχουν μόν’ οι μάκαρες θεοί και ιχώρ το λέγουν.

Οίνον δεν πίνουν οι θεοί, μήτε σιτάρι τρώγουν,

κι είναι δια τούτο αναίματοι και αθάνατοι καλούνται. 



Φώναξ’ εκείνη θλιβερά και αφήνει τον υιόν της.

Στα χέρια του τον σήκωσαν ο Απόλλων και με νέφος

μαύρο τον ζώνει, μη κανέν ακόντι χαλκοφόρο

των ταχυϊππων Δαναών τον εύρη μες στο στήθος.

Μακράν τότ’ έσυρε κραυγήν ο ανδρείος Διομήδης: 



«Φεύγε, ω κόρη του Διός, της μάχης τους αγώνες.

Η δεν σου αρκεί που ξεπλανάς τες άνανδρες γυναίκες;

Θαρρώ πως αν εις πόλεμον και πάλιν λάβης μέρος,

θ’ ανατριχάς κι εάν μακράν δια πόλεμον ακούσης.».


Αυτά ’πε κι έφευγε η θεά με ζάλην και με πόνους

σκληρούς κι εγίνη μελανό το ρόδινό της σώμα.

Κι η Ίρις η ανεμόποδη την πήρε από το πλήθος

τον Άγριον Άρη αριστερά της μάχης καθισμένον

ήβρε. Και ομίχλη σκέπαζε την λόγχην και τους ίππους. 



Τότ’ εγονάτισε η θεά και από τον αδελφόν της

τα χρυσοστέφαν’ άλογα πολύ θερμά ζητούσε:



«Γλυκέ, βοήθα με, αδελφέ, και δος μου τ’ άλογά σου

να μεταβώ στον Όλυμπον, έδραν των αθανάτων.

Πληγή με σφάζει οπού θνητός μου έκαμε, ο Τυδείδης,

που τώρα μάχην θα’καμνε και στον πατέρα Δία.».

Τα χρυσοστέφαν’ άλογα της έδωκεν ο Άρης.

Στ’ αμάξι ανέβ’ η θλιβερή. Στο πλάγι της η Ίρις

κάθισε και τους χαλινούς στα χέρια της επήρε.

Κτυπά κι εκείνα πρόθυμα πετούν και γοργά φθάνουν

εις τον υψηλόν Όλυμπον, των αθανάτων έδραν.



Τ’ άλογα αυτού σταμάτησεν η ανεμόποδ’ Ίρις

και αφού τα ξέζεψε, τροφήν τους έβαλε αμβροσίαν. 



Κι η Αφροδίτη έπεσε στον κόλπον της μητρός της

Διώνης. τούτη αγκάλιασε την ποθητήν της κόρην,

με το χέρι την χάϊδευσε κι είπε σ’ αυτήν : «Παιδί μου,

ποιος των θεών τόσ’ άπρεπα σού ’καμε αυτά που βλέπω,

ως να’χε σ’ έβρει φανερά κάποιο κακό να κάμνης;»

Σ΄εκείνην η φιλόγελη απάντησε Αφροδίτη:



«Εμένα ο μεγαλόψυχος ελάβωσε Τυδείδης,

διότι από τον πόλεμον έπαιρνα τον υιόν μου

Αινείαν, που υπεραγαπώ, καθώς κανέναν άλλον.



Διότι Τρώων και Αχαιών δεν είναι μάχη πλέον.

Πολεμούν ήδ’ οι Δαναοί και με τους αθανάτους.».

Και προς αυτήν απάντησεν η σεβαστή Διώνη:



«Με υπομονήν το πάθος σου, παιδί μου, να βαστάσης.

Απ’ τους ανθρώπους, πάθαμε πολλοί των Ολυμπίων,

ως εμείς δίδομε αφορμήν κακών ανάμεσόν μας. 



Βάσταξ’ ο Άρης τ’ άλυτα τον έδεσεν ο Ώτος

και ο Εφιάλτης ο δεινός, τα τέκνα του Αλωέως.

Κι έμεινε μήνες δεκατρείς στο χάλκινον αγγείον.

Και τότε ο πολεμόδιψος ο Άρης θα εχανόταν,

η μητριά του αν του Ερμή δεν το’λεγεν, η ωραία

Ηεριβοίη. Κι έκλεψεν αυτός τον Άρη, οπόταν

εκόντευε ο σκληρός δεσμός να πάρη την πνοήν του. 



Βάσταξ’ η Ήρα, ότε ο δεινός Αμφιτρυωνιάδης,

μ’ ακόντι τρίγωνο έπληξε τον δεξιόν μαστόν της

και την θεάν αγιάτρευτος βασάνιζεν ο πόνος. 



Βάσταξε και ο θεόρατος ο Άδης πικρό βέλος.

Ο ίδιος άνδρας, ο υιός του αιγιδοφόρου Δία,

στην Πύλο ανάμεσα στους νεκρούς οδυνηρά τον πλήγωσε.

Κίνησε προς τον Όλυμπον στο δώμα του Κρονίδη

περίλυπος και στην καρδιά τον έπιαναν οι πόνοι,

ότι τον μέγαν ώμον του τ’ ακόντ’ είχε περάσει.

Με βότανα παυσίπονα, που του’βαλε ο Παιήων,

τον γιάτρευσεν ότι θνητός δεν ήτο αυτός πλασμένος.



Ο άθλιος, ο αυθαδέστατος εργάτης ασεβείας,

που τους θεούς που κατοικούν στον Όλυμπο κτυπούσε, 

και αυτόν τώρα εναντίον σου η Αθήνη τον Τυδείδην

έβαλε και δεν σκέπτεται ο μωρός που ολίγες έχει

ημέρες όποιος πόλεμον κινεί των αθανάτων,

και οπίσω από τον πόλεμον δεν θα’λθη να του πέσουν

στα γόνατά του τα παιδιά, μπαμπά να του ψελλίζουν.





Δια τούτο, αν κι έχει δύναμιν μεγάλην ο Τυδείδης,

ας συλλογάται αντίμαχον μην έβρη ανώτερόν σου.

Μην η Αιγιάλεια ποτέ, η φρόνιμη Αδρηστίνη,

ξυπνήση τους ανθρώπους της θρηνώντας που της λείπει

ο νυμφευτός της σύντροφος των Αχαιών ο πρώτος,

του ιπποδάμου η θαυμαστή γυνή, του Διομήδη.».

Είπε. Και με τα χέρια της σφογγίζει τον ιχώρα

απ’ την παλάμη κι έκλεισ’  η πληγή κι οι πόνοι επαύσαν.

Κι απ’ τ’ άλλο μέρος η Αθηνά κι η Ήρα, ενώ τηράζουν,

με λόγια μετεωριστικά κεντούσαν τον Κρονίδην.



Και πρώτη τότ’ ομίλησεν η γλαυκομάτ’ Αθήνη:



«Δία πατέρα, ότι θα ειπώ μη σε θυμώση τάχα;

Άσφαλτα η Κύπρις ήθελε καμίαν Αχαϊδα

των Τρώων που υπεραγαπά να φέρη στις αγκάλες

κι εκεί που την λαμπρόπεπλον εχάϊδευεν ωραίαν,

χρυσή βελόνη εσκάρφισε το τρυφερό της χέρι.».

Εις τούτο εγλυκογέλασεν ο ύψιστος πατέρας

και την χρυσήν προσκάλεσ’ Αφροδίτην και της είπε: 



«Τα έργα τα πολεμικά, παιδί μου, δεν σου ανήκουν.

στου γάμου συ τες ζηλευτές φροντίδες καταγίνου

και τ’ άλλα αχ’ η Αθηνά και ο μανιωμένος Άρης.».


Τους λόγους τούτους έλεγαν εκείνοι ανάμεσόν τους,

και στον Αινείαν όρμησεν ο ανδρείος Τυδεϊδης,

αν κι ήξευρε που σκέπει αυτόν του Απόλλωνος το χέρι.

Αλλά και απέναντι θεού μεγάλου, θα φονεύση

και απ’ τα λαμπρά του άρματα θα γδύση τον Αινείαν.



Και τρεις εχύθηκε φορές με ορμήν να τον φονεύση

και τρεις του ετίναξε ο θεός την φωτεινήν του ασπίδα.

Αλλά την τέταρτην φοράν που ως δαίμων  επετάχθη,

με φοβερήν κραυγήν φρικτά τον αποπήρε ο Φοίβος:



«Σκέψου Τυδείδη, στρέψε αυτού. Και μη τον εαυτόν σου

ίσον νομίσης των θεών, ότι πολύ διαφέρει

το γένος των θνητών της γης από τους αθανάτους.».





Είπε. Και πίσω εσύρθηκεν ολίγον ο Τυδείδης,

ότι εφοβήθη την οργήν του μακροβόλου Φοίβου.

Και από το πλήθος έπαιρνεν ο Απόλλων τον Αινείαν

εις την αγίαν Πέργαμον, όπ’ είχε τον ναόν του. 



Και η τοξοφόρα Άρτεμις με την Λητώ στα βάθη

του ιερού τον έγιαναν και λάμψιν του χαρίζαν.



Και ο Φοίβος ο αργυρότοξος εποίησ’ ένα πλάσμα

ολόμοιον εις το πρόσωπο και στ’ άρματα του Αινεία,

στο φάσμα εκείνο οι Αχαιοί και οι Τρώες εκτυπιόνταν

και δια να φθάσουν εις του εχθρού το στήθος πολεμούσαν

ασπίδες ολοστρόγγυλες και ελαφρά σκουτάρια.



Τότε τον άγριον φώναξε τον Άρην ο Απόλλων:

«Άρη, ω Άρη, φονικέ, άπονε, τειχοπλήκτη,

δεν σέρνεις απ’ τον πόλεμμο εκείνον τον Τυδείδην,

που μάχην τώρα θα’καμνε και στον πατέρ Δία;

Πρώτα την Κύπριν λάβωσε στο χέρι και κατόπιν

κι εμέ τον ίδιον χύθη αυτός, ως δαίμων να χτυπήση.».

Είπε κι εκάθισεν αυτός στην άκρην της Περγάμου.

Κι ο Άρης τον Ακάμαντα τον Θράκα βασιλέα

όμοιασε κι εκινούσ’ εμπρός τες φάλαγγες των Τρώων.

Και στους Πριαμίδες φώναξε: «Διοθρέπτου βασιλέως,

ω τέκνα, του Πρίαμου σεις διόθρεπτα, και ως πότε

θ’ αφήνετε απ’ τους Αχαιούς να σφάζεται ο λαός σας;

Να φθάσ’ η μάχη θέλετε στις πύλες; Έπεσ’ άνδρας

που σαν τον θείον Έκτορα δοξάζομεν, ο Αινείας,

του Αγχίση υιός του δοξαστού. Προφθάστε, κινηθήτε

τον δοξαστόν μας σύντροφον να σώσουμ’ απ’ τον κτύπον.».

Είπε και εις όλους αύξησεν εις την καρδιά το θάρρος.

Τότε αποπήρε ο Σαρπηδών τον Έκτορα τον θείον: 



«Έκτορ, που είναι η πρώτη σου μεγάλη ανδραγαθεία;

Χωρίς λαούς, χωρίς βοηθούς είπες να σώσης μόνος

την πόλιν συ με τους γαμβρούς και με τους αδελφούς σου.

Και αυτών κανένα τώρα εγώ δεν βλέπω, δεν ξανοίγω,

αλλ’ ωσάν σκύλοι, κρύβονται, πόχουν λεοντάρι εμπρός τους.



Κι εμείς όσ’ είμασθε βοηθοί, τον πόλεμον κρατούμεν.

Των βοηθών είμαι κι εγώ, πολύ μακρόθεν ήλθα.

Πέρα στου Ξάνθου τες ροές επάνω είν’ η Λυκία,

ποθητήν όπου σύντροφον  και βρέφος  έχω αφήσει

και πολύ βιό που το ποθούν εκείνοι που δεν το’χουν.

Και όμως εγώ παρακινώ στην μάχην τους Λυκίους

και εγώ αντίπαλον ζητώ, αν και δεν έχω πράγμα

να μ’ αφαιρέσουν οι Αχαιοί ή πέρα να το πάρουν. 



Συ στέκεις, ουδέ τους λαούς παρακινείς τους άλλους

γυναίκες και παιδιά τους μ’ ανδρειά να υπερασπίσουν.

Και, ως από δίκτυ ολάρπαγο πιασμένο στες θηλιές τους,

μην ηύρεμεν και σπάραγμα γενήτ’ εχθρών ανθρώπων.

Και την ωραίαν πόλιν σας γρήγορ’ αυτοί θα πάρουν.





Κι όλ’ αυτά πρέπει να’χεις συ στον νουν σου νύκτα ημέρα

τους άρχους να παρακαλείς των ξένων βοηθών σου

ν’ανδρειωθούν ποτέ κανείς δεν θέλει σ’ ονειδίση.».



Οι λόγοι αυτοί κατάκαρδα τον Έκτορα πληγώσαν

και από τ’ αμάξι εβρόντησε στην γην αρματωμένος,

δυο λόγχες σείει και παντού στο στράτευμα γυρίζει,

στην μάχην σπρώχνει και δεινήν πολέμου φλόγ’ ανάφτει.

Στρέψαν κι ενάντια στήθηκαν των Αχαιών οι Τρώες





κι οι Αργείοι τους απάντησαν πυκνοί και δεν δειλιάσαν,

καθώς οπόταν στα ιερά τ’ αλώνια που λιχνίζουν,

τ’ άχυρα παίρν’ ο άνεμος και ως σπρώχνουν οι αέρες,

τ’ άχυρο η ξανθή Δήμητρα και τον καρπόν χωρίζει

και ασπρίζουν όλες οι αχυριές. Ομοίως ασπρίζ’ όλους

τους Αχαιούς ο κονιορτός, που ως τ’ ουρανού τον θόλον

τον χάλκινον εσήκωνε ποδόκτυπος των ίππων

οπού στην σμίξην έμπαζαν οπίσω οι κυβερνήτες,





Κι ίσια τον κτύπον έφερναν. Και βοηθός των Τρώων

ο άγριος Άρης κύκλωσε  με σκότος τον αγώνα,

παντού φερόμενος. Μ’ αυτό προστάγματα ενεργούσε

του χρυσοξίφου Απόλλωνος που του’χε παραγγείλει

τους Τρώας  να εμψυχώση ευθύς άμ’ είδεν ότι η Αθήνη

αναχωρούσε, η βοηθός των Δαναών. Κι εκείνος

έστειλε από το πάμπλουτον ιερόν του τον Αινείαν

και θάρρος του ’βαλε πολύ στα στήθη και κατέβη

ο Αινείας στους συντρόφους του. Χαρά τους πήρε άμ’ είδαν

τον αρχηγόν τους ζωντανόν, γερόν κι εμψυχωμένον,

αλλά δεν  τον ερώτησαν ότ’ είχαν τον αγώνα

που ο Φοίβος ο αργυρότοξος τους άναψε και ο Άρης

ο φονικός και η λυσσερή της Έριδος μανία.



Οι Αίαντες, ο Οδυσσεύς κινούσαν και ο Τυδείδης

στον πόλεμον τους Δαναούς και τούτοι αφ’ εαυτού των

στους κτύπους και στον θόρυβον των Τρώων δεν δειλιάζαν,

αλλ’ έμεναν ως σύννεφο οπού ο Κρονίδης σταίνει

εις των βουνών τες κορυφές με την ανανεμίαν,

ατάραχ’ όσο του Βοριά και των σφοδρών ανέμων

όλων κοιμάται η δύναμις, που εκείνοι διασκεδάζουν

με το ηχηρό τους φύσημα τα σκιοφόρα νέφη.



Ατάρακτ’ έτσι οι Δαναοί τους Τρώας απαντούσαν.

Και μες στα πλήθη εγύριζε κι ενουθετούσ’ ο Ατρείδης:



«Άνδρες, σταθήτε. Κάμετε, φίλοι, καρδιά και θάρρος,

ένας τον άλλον στους δεινούς αγώνες εντραπήτε.

Να σώση δύνατ’ η εντροπή τους άνδρες, όχι ο φόβος.

Και σ’ όσους φεύγουν δύνμις και δόξα δεν γεννάται.».



Είπε και τον Δηικόωντα, τον σύντροφον του Αινεία,

τον Περγασίδην κτύπησε μ’ ακόντι στους προμάχους,

που ως του Πριάμου τα παιδιά σέβονταν όλ’ οι Τρώες,

ότι εμαχόνταν πρόθυμος στην πρώτην τάξην πρώτος. 



Αυτόν μ’ ακόντι κτύπησεν ο Ατρείδης στην ασπίδα

και στον χαλκόν δεν βάσταξεν η ασπίδα, αλλ ετρυπήθη,

και στον ζωστήρα επέρασεν ως την γαστέρα η λόγχη.

Πέφτει με βρόντο και αντήχησαν επάνω τ’ άρματά του.



Τότε δυο πρώτους Δαναούς εφόνευσ’ ο Αινείας

τον Κρήθωνα και Ορσίλοχον, παιδιά του Διοκλέους,

που μέσα στην καλόκτιστην Φεράν εκατοικούσε

πάμπλουτος και απ’ τον Αλφειόν κρατούσεν όπου ρέει,

πλατύ ποτάμι, ανάμεσα στην χώρα των Πυλίων,

κι εγέννα τον Ορσίλοχον πολλων ανθρώπων άρχον.

Τούτος τον μεγαλόκαρδον εγέννησε Διοκλέα.

Και του Διοκλέους δίδυμα δυο τέκνα γεννηθήκαν

ο Κρήθων και ο Ορσίλοχος, γνώστες πολέμου πρώτοι.

Κι άμ’ ανδρωθήκαν έπλευσαν στην εύιππην Τρωάδα

με τους Αργείους πρόθυμοι και  αυτοί, δια τους Ατρείδες

Μενέλαον και Αγαμέμνονα εκδίκησιν να πάρουν.

Και ο θάνατος εσκέπασεν αυτούς στο χώμα εκείνο.



Όμοια με δυο λιοντάρια, που μέσα εις πυκνό λόγγο

σ’ υψηλόν όρος έθρεψε λεόντισσα μητέρα,

που μόσχους αφού άρπαξαν και πρόβατα παχέα

και στάνες αφού ερήμωσαν πολλές, έρχεται ώρα

οπού από χέρι ανθρώπινο και αυτά σφαγμένα πέφτουν,

ομοίως, αν τους έπιασεν η δύναμις του Αινεία,

ως πέφτουν έλατ’ υψηλοί κι εκείνοι εξαπλωθήκαν.

Ο θάνατός τους πόνεσε του ανδρείου Μενελάου

κι εβγήκε με λαμπρ’ άρματα ζωσμενος στους προμάχους

κι έσειε λόγχην. Δολερό τον έσπρωχνεν  ο Άρης

όπως του φέρη θάνατον να λάβη απ’ τον Αινείαν.



Τον είδ’  ο Αντίλοχος, υιός του Νέστορος γενναίου,

και στους προμάχους πρόβαλε φοβούμενος μη πάθει

ο βασιλέας  και πολύ τους βλάψη τον αγώνα.

Κι ενώ κείνοι αντιμέτωποι και χέρια και κοντάρια

τεντώναν ολοπρόθυμοι την μάχη ν’ αρχινήσουν,

εστήθηκε ο Αντίλοχος στου βασιλιά το πλάγι.

Και, αν και δεινός πολεμιστής, ο Αινείας δεν εστάθη

άμ’ είδε δυο μαχητάς να καρτερούν αντάμα.



Και αφού τους νεκρούς έσυραν εκείνοι στον στρατόν τους

κι έβαλαν τ’ άμοιρα παιδιά στα χέρια των συντρόφων,

εστράφηκαν κι εμάχονταν στην πρώτην τάξιν πάλιν.

Τον Πυλαιμένα φόνευσαν, ισόπαλον του Άρη,

τον αρχηγόν των ασπιστών γενναίων Παφλαγόνων.

Τούτον, ορθόν στην άμαξαν, ο ανδρείος Ατρείδης

μέσα στο κλειδοκόκαλον εκτύπησε μ’ ακόντι.


Ο Αντίλοχος τον Μύδωνα, τον άξιον κυβερνήτην

Ατυμνιάδην, πόστρεφε τους ίππους, τον κτυπάει

με πέτραν εις τον άγκωνα. του πέσαν απ’ τα χέρια

τα ελεφαντόλαμπρα λουριά. Κατόπιν του εχύθη

ο Αντίλοχος και με σπαθιά τον μήλιγγα του σχίζει.

Έπεσεν επικέφαλα βογγώντας απ’ τ΄αμάξι

κι εβύθισε το καύκαλο στο χώμα και τους ώμους.

Πολληώρα εστάθη, ως εύρηκαν αυτού βαθύν τον άμμον,

ώσπου τετραποδίζοντας οι ίπποι τον ξαπλώσαν,

που ραβδιζεν ο Αντίλοχος να πάρει στον στρατόν του.



Τους είδ’ ο Έκτωρ, με κραυγήν επάνω τους εχύθη.

Και οι φάλαγγες κατόπι του οι δυνατές  των Τρώων.

Η σεπτή δέσποινα Ενυώ προεξάρχει με τον Άρη.

Την λύσσαν αδιάντροπον έφερνε αυτή του φόνου.

Κρατούσ’ ο Άρης κι έσειε θεόρατο κοντάρι

και πότ’ εμπρός του Έκτορος φαινόταν πότε οπίσω.

Και άμα τον είδ’ ερίησεν ο ανδρείος Διομήδης.



Και ως από δρόμον μακρινόν οδίτης μ’ απορίαν

στέκει στην όχθην ποταμού που αφροκοπά και ρέει

ορμητικά στην θάλασσαν και οπίσω φεύγει εκείνος,

έτσι ο Τυδείδης σύρθηκε και προς το πλήθος είπε: 



«Φίλοι, τον θείον Έκτορα θαυμάζομεν ως μέγαν

πολεμιστήν ατρόμητον. Και ωστόσο έχει σημά του

πάντοτε κάποιον των θεών που την ζωή του σώζει.

Και τώρα ιδέτε με μορφήν θνητού τον Άρην έχει,

αλλ’ οπισθοποδήσετε γυρμένοι προς τους Τρώας

πάντοτε και μη πόλεμον προς τους θεού ζητείτε.».



Αυτά ’πε και πολύ σιμά τους έσμιξεν οι Τρώες.

Ο Έκτωρ τον Αγχίαλον και τον Μενέσθην άνδρες

ανδρειωμένους φόνευσεν εις εν’ αμάξι αντάμα.

Ο μέγας τους λυπήθηκεν ο Τελαμώνιος Αίας,

προχώρησε κι εστήθη αυτού κι εκτύπησε μ’ ακόντι

τον Σελαγίδην Άμφιον, που στην Παισόν κατοίκα

και κτήματ’ είχε και πολλά χωράφια, πλην η μοίρα

στον Πρίαμον  τον έφερε βοηθόν και στα παιδιά του.



Στην ζώνην τον εκτύπησεν ο Τελαμώνιος Αίας

και στην γαστέρα εμπήχθηκε το απέραντον ακόντι.

Με βρόντον πέφτει. Τρέχει ευθύς τα όπλα να του πάρη

ο μέγας Αίας. Κι έχυναν  τα φονικά των βέλη

σ’ αυτόν οι Τρώες πάμπολλα κι επήρε η ασπίδα πλήθος.

Και ανταπατώντας έβγαλαν απ’ τον νεκρόν τ’ ακόντι.

Αλλ΄όμως δεν τον άφηναν τ’ ακότια  να τον γδύση

απ’ τα λαμπρά  του άρματα. Φοβήθη τότ’ ο Αίας

μη πάθη κύκλωσιν σφοδρήν των αγερώχων Τρώων,

που με κοντάρι επάνω του πολλοί και ανδρειωμένοι,

αν κι είχε μέγα θαυμαστό παράστημα και ωραίο,

τον έσπρωξαν. Τινάχθηκεν αυτός κι εσύρθη οπίσω.

Έτσι ενεργούσαν στον σφοδρόν αγώνα του πολέμου.



Κι έσπρωξ’ η μοίρα ανίκητη τον μέγαν Ηρακλείδην

Τληπτόλεμον ενάντια στον θείον Σαρπηδόνα.

Και άμ’ αντικρύ προχώρησαν ο ένας προς τον άλλον,

ο έγγονος με τον υιόν του βροντοφόρου Δία,

προσφώνησε  ο Τληπτόλεμος τον Σαρπηδόνα πρώτος: 



«Τι σ’ αναγκάζει, Σαρπηδών, ω των Λυκίων άρχε,

ως άνθρωπος απόλεμος να κρύβεσ’ εδώ πέρα;

Ψεύδοντ’ αν λέγουν που’σαι υιός του αιγιδοφόρου Δία

κι είσαι πολύ κατώτερος εκείνων των ηρώων

οπού στες πρώτες γενεές έχει γεννήσει ο Δίας,

ως ήταν ο πατέρας μου, ως λέγουν, ο Ηρακλέας

λεοντόψυχος, ατρόμητος, που ότ’ ήλθε εδώ να λάβη

τους ίππους του Λαομέδοντος, μ’ έξι καράβια μόνα

και μ’ ολιγότερον στρατόν,την πόλιν της Ιλίου

επόρθησε και από λαόν ορφάνωσε τους δρόμους.

Και συ ψυχή έχεις δειλήν και φθείροντ’ οι λαοί σου,

Ουδέ θαρρώ πως στήριγμα θε νά’σαι συ των Τρώων,

αν και ανδρειωμένος βοηθός απ’ την Λυκίαν ήλθες.

Αλλά θα ιδής που η λόγχη μου στον Άδη θα σε στείλη.».

Και ο Σαρπηδών απάντησε: «Τληπόλεμε, ότι εκείνος

την Ίλιον τότ’ ερήμωσε, προήλθε απ’ την μωρίαν

του σεβαστού Λαομέδοντος, που αυτόν οπού τον είχε

ευεργετήσει εξύβρισε, κι έλειψε να του δώση

τους ίππους, που χάριν αυτών μακρόθεν είχεν έλθει.

Και σένα λέγ’ ότι απ’ εμέ φόνον και μαύρην μοίραν

εδώ θα λάβης και απ’ αυτήν την λόγχην μου θα πέσης,

το καύχημα να πάρω εγώ και ο Άδης την ψυχήν σου.».



Κι εσήκωσε  ο Τληπτόλεμος το φράξινο κοντάρι.

Σύγχρον’ από τα χέρια τους τ’ ακόντια πεταχθήκαν

το ζνίχι ο Σαρπηδών κτυπά και πέρα η πικρή λόγχη

εβγήκε και τα μάτια του μαύρο σκεπάζει σκότος. 



Αλλά τ’ αριστερό μερί του Σαρπηδόνος είχε

ήδη τρυπήσ’ η μακριά του Τληπολέμου λόγχη

και μανιωμένη ξάκρισε ξυστά τα κόκαλά του.

Ακόμη από τον θάνατον τον φύλαγε ο πατέρας.



Και οι σύντροφοι απ’ τον πόλεμον τον θείον Σαρπηδόνα

έπαιρναν. Τον εβάρυνεν, ως το’σερνε, το μέγα

κοντάρι ότι βιαζόμενοι και στενοχωρημένοι

κανείς δεν σκέφθη, όπως αυτός ελεύθερα πατήση,

να του αφαιρέση απ’ το μερί το φράξινο κοντάρι.

Ομοίως τον Τληπτόλεμον επαίρναν οι γενναίοι

οι Αχαιοί και ως είδε αυτούς ο θείος Οδυσσέας,

πάθος μεγάλο αισθάνθηκεν η ανδράγαθη καρδιά του,

κι εβάλθηκε στου λογισμού τα βάθη να μετρήση.

Θα κυνηγήσει τον υιόν του βαρυκτύπου Δία

ή αυτού θα δώση θάνατον στο πλήθος των Λυκίων;



Αλλ’ απ’ την λόγχην του υψηλού στο φρόνημα Οδυσσέως

να πέση ο γόνος του Διός δεν ήθελεν η μοίρα.

Κι η Αθηνά τον έκλινε στο πλήθος των Λυκίων.


Τον Κοίρανον και Αλάστορα, τον Άλιον και Χρομίον

τον Νοήμονα, τον Άλκανδρον, τον Πρύτανιν φονεύει.

Και άλλους θα έκοφτε πολλούς ο θείος Οδυσσέας,

μακρόθε αν δεν τον έβλεπεν ο λοφοσείστης Έκτωρ.

Κι εβγήκε με λαμπρ’ άρματα ζωσμένος στους προμάχους,

φόβος πολύς των Δαναών. Άμα τον είδ’ εχάρη

ο Σαρπηδών ο διογενής και θλιβερά του είπε:





«Πριαμίδη, μη στων Δαναών τα χέρια ’δω μ’ αφήσης

αλλά βοήθειαν δώσε μου. Καν στην δικήν σας πόλιν

ας ξεψυχήσω, αφού σ’ εμέ δεν ήταν διορισμένο

να γύρω στην αγαπητήν πατρίδα να χαρύνω

την ποθητήν μου σύντροφον  και το γλυκό μου βρέφος.».



Τίποτε δεν του απάντησεν ο λοφοσείστης Έκτωρ,

αλλά με ορμήν προσπέρασε ποθώντας ν’ αποδιώξη

τους Δαναούς και άνδρες πολλούς να θανατώση ακόμη.

Κι εκάθισαν  οι σύντροφοι τον θείον Σαρπηδόνα

κάτω απ’ την εύμορφην βελανιδιά του αιγιδοφόρου Δία

και όπως του βγάζει απ’ το μερί το φράξινο κοντάρι

ο ποθητός του σύντροφος Πελάγων ο γενναίος,

έχαν’ εκείνος την ψυχήν, τα μάτια του θαμπώναν.

Και πάλιν επήρε ανάσαμα και ο δροσερός Βορέας,

φυσώντας την μισόσβηστην ψυχήν του ζωντανεύει.



Και αν και τους κτύπησ’ ο Έκτορας και αν και τους κτύπησ’ ο Άρης

οι Αργείοι δεν εστρέφοντο να φύγουν προς τα πλοία,

αλλ’ ούτε ορμούσαν προς αυτούς, αλλ’ οπισθοδρομούσαν

πάντοτ’ ευθύς τους νόησαν τον Άρη μες στους Τρώες.



Τότε ποιον πρώτον φόνευσεν, ποιον ύστερον ο Έκτωρ

ο Πριαμίδης, και μ’ αυτόν ο χαλκοφόρος Άρης;



Ο θείος Τεύθρας έπεσεν, ο πλήξιππος Ορέστης,

ο Αιτωλός Τρήχος λογχιστής, ο Οινόμαος, ο Οινοπίδης

Έλενος και ο λαμπρόζωνος Ορέσβιος που στην Ίλην

εγκάτοικος εφρόντιζε πολλά να θησαυρίζη,

σιμά  στους άλλους Βοιωτούς οπού στης Κηφισίδος

λίμνης τα πλάγια χαίρονται της γης την αφθονίαν.



Και άμα η θεά τους νόησεν η Ήρα η λευκοχέρα

οπού στον σφοδρόν πόλεμον χαλούσαν τους Αργείους,

προσφώνησε την Αθηνά με λόγια φτερωμένα: 



«Οϊμένα, κόρη αδάμαστη του αιγιδοφόρου Δία,

αν να λυσσάξη αφήσωμεν τον Άρην, ως τον βλέπεις,

ο λόγος θα ματαιωθή, που εδώκαμε του Ατρείδη,

πως θα γυρίση πορθητής του πυργωμένου Ιλίου.

Κι έλα κι εμείς τον πόλεμον ας θυμηθούμε τώρα.». 



Αυτά ’πε την υπάκουσεν η γλαυκομάτ’ Αθήνη,

τα χρυσοφάλαρ’ άλογα τότ’ ευπρεπίζ’ η Ήρα

του υψίστου Κρόνου σεβαστή κόρη κι ευθύς η Ήβη

στον σιδερένιο άξονα της άμαξας περνάει

τροχούς οπού ’ναι  χάλκινοι με οκτώ στη μέση ακτίνες. 



Και των τροχών είν’ άφθαρτος χρυσός ο γύρος όλος

κι έχει στεφάνια χάλκινα π’ όποιος τα ιδή θαυμάζει.

Και απ’ τα δύο μέρη ολάργυρο το κεφαλάρι αστράφτει.

Σύρματα ολάργυρα, χρυσά στηρίζουν τεντωμένα

τον θρόνον πόχει ένα πλευρό κυρτό στο κάθε μέρος. 



Εις το τιμόνι ολάργυρο σμίγει χρυσόν ωραίον

ζυγόν με τα ζυγόλουρα που’ναι χρυσά κι εκείνα.

Κι έφερε κάτω απ’ τον ζυγόν τα γρήγορα πουλάρια

η Ήρα που την έριδα διψά και τον αγώνα.



Κι η Αθηνά, κόρη σεμνή του αιγιδοφόρου Δία,

εις του πατρός το έδαφος τον πέπλον απολνάει

τον αγανόν, τον πλουμιστόν που’χε ποιήσει εκείνη.

Στους ώμους  βάζει την φρικτήν, την κροσωτήν ασπίδα,

πόχει τριγύρω την φυγήν κι η Έρις είναι μέσα.

Η Δύναμις και ο Διωγμός, οπού καρδιές παγώνει,

και της Γοργούς η κεφαλή, τρομακτικό και μέγα

τέρας, που δείχνει των θνητών ο αιγιδοφόρος Δίας. 



Κράνος δικέφαλο φορεί, τετράλοφον, ωραίον,

χρυσό, που πόλεων εκατόν στρατούς αντισηκώνει.

Και ανέβηκε στο φλογερόν αμάξι και κοντάρι

φουκτώνει μέγα, στερεά  μ’ αυτό δαμάζ’ ηρώων

τα πλήθη σ’ όποιους οργισθή φρικτού πατρός η κόρη.



Κι η Ήρα με την μάστιγα σφοδρά κινεί τους ίππους.

Βροντούν οι πύλες τ’ ουρανού αυτάνοικτες μπροστά τους,

οπού του απέραντ’ ουρανού φυλάκτρες και του Ολύμπου

την φράζουν με το σύγνεφον ή τ’ αφαιρούν οι Ώρες.



Και ως τα κεντούσαν, τ’ άλογα περάσαν απ’ την πύλην.

Και τον Κρονίδην εύρηκαν  ανάμερ’ απ’ τους άλλους

θεούς στην άκρην κορυφήν του πολυλόφου Ολύμπου.

Τους ίππους εκεί εκράτησεν η Ήρα η λευκοχέρα

και ομίλησε κι εξέτασε τον ύψιστον Κρονίδην.



«Δία πατέρ’, αρέγουν σε τα έργ’ αυτά του Άρη;

Άδικ’ αφάνισε απρεπώς τόσον λαόν ανδρείον

των Αχαιών, λύπη σ’ εμέ, κι ήσυχοι ωστόσο επάνω

ευφραίνοντ’ ο αργυρότοξος Απόλλων κι η Αφροδίτη

πως απολύσαν τον τρελόν που νόμον δεν γνωρίζει.



Τάχα σ’ εμέ θα χολωθής, πατέρ’ , αν εγώ διώξω

μ’ ελεεινά κτυπήματα τον Άρη από την μάχην;»



Και ο Δίας της απάντησεν ο νεφελοσυντάκτης:



«Την ανδρειωμένην Αθηνά σπρώξε του ευθύς επάνω.

Που συνηθά μάλιστ’ αυτή μ’ οδύνες να τον πλήττη.».


Αυτά ’πε και τον άκουσεν η Ήρα η λευκοχέρα.

Και τ’ άλογά της ράβδισε και αυτά με προθυμίαν

πετούν ανάμεσα στην γην κι στ’ ουρανού τ’ αστέρια

και όσος αέρας φαίνεται στους οφθαλμούς του ανθρώπου

που απ’ ακρωτήρι θεωρεί τ’ απέραντα πελάγη,

διάστημα τόσο των θεών οι ίπποι διασκελίζουν. 



Και ότε στην Τροίαν ήλθαν κεί, που δυο ποτάμια ρέουν

και στου Σκαμάνδριου σμίγεται τα ρεύματα ο Σιμόεις,

τ’ άλογ’ αυτού σταμάτησεν η Ήρα η λευκοχέρα.

Τα ξέζεψε και ολόγυρα με καταχνιά τα ζώνει.

Κι αμβρόσιο φύλλο εβλάστησε να βόσκουν ο Σιμόεις. 



Κι εκείνες με το βάδισμα πόχει δειλή τρυγόνα

πηγαίναν ολοπρόθυμες να σώσουν τους Αργείους.

Αλλ’ ότε εις μέρος έφθασαν που’σαν πολλοί και ανδρείοι

συμπυκνωμένοι ολόγυρα  του τρομερού Διομήδη,

οπού στην όψιν έμοιαζαν λεόντων ωμοφάγων,

ή αγριοχοίρων φοβερών που αδάμαστά ’χουν στήθη,

εστάθη αυτού κι εκραύγασεν η Ήρα η λευκοχέρα,

με την φωνήν του Στέντορος που χάλκιν’ είχε στόμα.

Κι εφώναζ’όσο δεν μπορούν άνδρες ομού πενήντα:

«Ντροπή, Αργείοι θαυμαστοί στην όψιν, αλλ’ αχρείοι.

Στον πόλεμον όσο έρχονταν ο θείος Αχιλλέας,

την πύλην την Δαρδανικήν δεν διάβαιναν οι Τρώες

ποτέ. Τόσο της λόγχης του το βάρος ετρομάζαν.

τώρ’ απ’ την πόλιν τους μακράν σας πολεμούν στα πλοία.».



Αυτά ’πε. Και όλων των ανδρών εμψύχωσε το στήθος.

Και στον Τυδείδην έδραμεν η γλαυκομάτ’ Αθήνη

και αυτού σιμά στ’ αμάξι του τον ήβρε να δροσίζη

το λάβωμα που του άνοιξε το βέλος του Πανδάρου.

Τον έκαιεν ο ίδρωτας απ’ τον πλαστόν ζωστήρα

της κυκλωτής ασπίδας του. Κι είχε βαρύ το χέρι.

Και τον ζωστήρα εσήκωσε κι εσφόγγιζε το αίμα.

Και τον ζυγόν των ίππων του πιάν’ η θεά και λέγει:

«Υιόν που ολίγον του’μοιασεν εγέννησε ο Τυδέας.

Ήτ’ ο Τυδέας μαχητής, αν και μικρός στο σώμα.

Και ότ’ εγώ τον μπόδιζα να δείξει την ανδρειά του

εις τον καιρόν που μηνυτής επήγεν εις τες Θήβες

μόνος μακράν των Αχαιών στα πλήθη των Καδμείων,

να ησυχάζη του’λεγα στην τράπεζαν μαζί τους.

Και αυτός οπού’χε την ψυχήν ως πρότερα γενναίαν,

προκάλεσε κι ενίκησε τ’ αγόρια των Καδμείων

ευκόλως. Ότι βοηθός ευρέθην στο πλευρό του. 



Και ομοίως συ μ’ έχεις κοντά και σε περιφυλάγω

και σε κεντώ με προθυμιά να κυνηγής τους Τρώας.

Αλλ’ ή ο κόπος ο βαρύς σου μούδιασε τα μέλη

ή ο φόβος σ’ απονέκρωσε και γόνος του Οινείδη

Τυδέως του πολεμικού τωόντι συ δεν είσαι.».



Εκείνης τότε  απάντησεν ο δυνατός Διομήδης:



«Καλώς γνωρίζω σε, θεά, σεπτή του Δία κόρη,

όθεν προθύμως θα σου ειπώ, χωρίς το ουδέν να κρύψω.

Ο κόπος δεν μ’ εμούδιασεν, ούτε ποσώς ο φόβος,

αλλ’ ενθυμούμαι ακόμη εδώ τι μόχεις παραγγείλει.

Μ’ εμπόδιζες άλλους θεούς στην μάχην ν’ αντικρύσω.

Αλλά την κόρη του Διός, στον πόλεμον αν έλθη,

την Αφροδίτην μού’λεγες με λόγχην να κτυπήσω.

Δια τούτο εγώ ανάμερα καθίζω και των άλλων

Αργείων είπα να σταθούν  εδώ, συγκεντρωμένοι,

ότι τον Άρην αρχηγόν στην μάχην τώρα βλέπω.».



Τότε η γλαυκόφθαλμη θεά του απάντησε και του’πε:



«Ω της καρδιάς μου αγαπητέ Τυδείδη, δια την ώραν

τον Άρην συ μη φοβηθείς μήτε των αθανάτων

κανέναν. Αφού βοηθός σου είμαι. Κι έλα σπρώξε

τα στερεόποδ’ άλογα στον Άρην εναντίον

και κτύπα τον από κοντά, σέβας ποσώς μην έχης

στον μανικόν, τον πάγκακον, τον άστατον, που πρώτα

της Ήρας έλεγε κι εμού πως θέλει πολεμήσει

τους Τρώας τάχα και βοηθός να γίνη των Αργείων,

και τώρα τα λησμόνησε κι επήγε με τους Τρώες.».

Και με το χέρι ετράβηξε τον Σθένελον και τούτος

από τ’ αμάξι επήδησε και ανέβηκε αναμμένη

στον θρόνον η Αθηνά σιμά στον θεϊκόν Τυδείδην.

Από το βάρος βρόντησε το δρύινον αξόνι,

ότ’ είχε επάνω τρομεράν θεάν κι εξαίσιον άνδρα.

Την μάστιγα, τους χαλινούς έχ’ η θεά και σπρώχνει

τα στερεόποδ’ άλογα στον Άρη εναντίον,

εκεί που τον θεόρατον Περίφαντα Οχησίδην

εγύμνωνε, των Αιτωλών εξαίσιον πολεμάρχον.

Τότε, να γίνει αόρατη στον ανδροφόνον Άρη,

στου Άδη εκρύφθη η θεά την περικεφαλαία.

Και άμ’ είδ’ ο Άρης ο σκληρός τον θείον Διομήδη,

άφησε τον θεόρατον Περίφαντα να κείται

νεκρός εκεί που  θάνατον του είχε δώσει πρώτα

κι ίσια στον ιπποδαμαστήν εχύθηκε Διομήδη,

κι οτ’ ήσαν αντιμέτωποι, το χάλκινο κοντάρι

ο Άρης ολοπρόθυμος να πάρη την ψυχήν του.



Τόπιασε με το χέρι της  η γλαυκομάτ’ Αθήνη

και από τον θρόνον το’καμε χαμένο αυτού να πέση.

Δεύτερος τότ’ εχύθηκε με χάλκινο κοντάρι

ο Διομήδης, κι η θεά τ’ άμπωσεν ώσπου εβρήκε

η λόγχη το λαγγόνι αυτού που ζώστρα  το σκεπάζει.

Και το κοντάρι ανέσπασε. Και ο χαλκοφόρος Άρης

βόησε τόσ’ όσο βοούν εννιά δέκα χιλιάδες

άνδρες ενώ συγκρούονται  στην φλόγα του πολέμου.

Κι έπεσε τρόμος στην καρδιά των Αχαιών και Τρώων.

Τόσο σφοδρώς εβόησεν ο αιμόχαρος ο Άρης. 



Και ως από νέφη φαίνεται σκοταδερός ο αέρας,

ότ’ άνεμος σηκώνεται κακός από το καύμα,

του Διομήδη εφαίνετο και ο χαλκοφόρος Άρης

ως μες στα νέφη ανέβαινεν εις τ’ ουρανού τον θόλον.

Κι έφθασε ευθύς στον Όλυμπον, έδραν των αθανάτων,

και λυπημένος κάθισε στο πλάγι του Κρονίδη

και τ’ άφθαρτ’ αίμα του’δειχνε, που απ’ την πληγήν του ρέει,

και του’λεγε οδυρόμενος με λόγια φτερωμένα:

«Πατέρα Δία, στο κακό που βλέπεις δεν θυμώνεις;

Φρικτά πάντοτ’ επάθαμεν οι αθάνατοι από γνώμην

δική μας όταν παίρνωμεν με τους ανθρώπους μέρος.

Και όλοι σ’ εσέ θυμώνομεν, διότι έχεις γεννήσει

κόρην τρελλήν, κακότροπην, που στ’ όνομα είναι  ο νους της.

Διότι οι επίλοιποι θεοί στον Όλυμπον όσ’ είναι,

όλοι σου υποτάσσονται, σ’ εσέ καθείς μας κλίνει.

Και αυτήν ποσώς δεν τιμωρείς με έργον ή με λόγον,

αλλ’ επειδή την γέννησες, κακήν την υποφέρεις,

που τώρα τον περήφανον Διομήδην έχει σπρώξει

να πολεμήση μανιακός αυτούς τους αθανάτους. 



Την Κύπριν  πρώτα ελάβωσε στο χέρι και κατόπιν

ως δαίμων ώρμησε σ’ εμέ. Και αν οι γοργοί μου πόδες

δεν μ’ έπαιρναν, θα εκείτομουν πολύν καιρόν με πόνους

κει μέσα στους ελεεινούς σωρούς των πεθαμένων

ή άψυχον ζωντόνεκρον θα μ’ έκαμναν οι λόγχες.».

Μ’ άγριο βλέμμ’ απάντησεν ο νεφελοσυνάκτης: 



«Εδώ μη κάθεσ’, άστατε, ωσάν παιδί να κλαίης.

Και απ’ τους θεούς του Ολύμπου σε μισώ με την καρδιά μου,

ότι την έριδ’ αγαπάς, τες μάχες, τους πολέμους.

Της μητρός σου έχεις την ορμήν ακράτητην, βαρείαν,

της Ήρας, όπου οι λόγοι μου δυσκόλως την δαμάζουν,

και τώρ’ αυτή σε πρόσταξε, θαρρώ, και αυτά παθαίνεις.

Αλλά να βασανίζεσαι δεν θέλει εγώ σ’ αφήσω.

Αίμα μου είσαι, και σ’ εμέ σ’ εγέννησε η μητέρα.

Κακός ως είσαι, αν είχε σε θεός άλλος γεννήσει

από καιρόν θα ευρίσκεσο μακράν των Ουρανίων.».





Είπε και τον Παιήονα προστάζει να τον ιάνη.

Με βότανα παυσίπονα που του’βαλε ο Παιήων,

τον ιάτρευσεν ότι θνητός δεν ήτο αυτός πλασμένος.

Και όπως γρήγορα η πυτιά το λευκό γάλα πήζει

που υγρόν γοργά συσφίγγεται, καθώς το ανακατώνουν,

έτσι εθεράπευσε γοργά τον άγριον Άρην εκείνος.



Και ο Άρης, ως τον έλουσεν η Ήβη, λαμπροφόρος

με περηφάνια κάθισε στο πλάγι του Κρονίδη.

Και προς το δώμα του Διός του μεγαλοδυνάμου

γύρισε με την Άργισσαν Ήραν η σώστρ’ Αθήνη

τον Άρη αφού εμπόδισαν απ’ τες ανδροφονίες.



ΙΛΙΑΔΟΣ  -  ΡΑΨΩΔΙΑ  Ζ'
Εκτωρ και Ανδρομάχη

Των Τρώων και των Αχαιών ο αγώνας εμονώθη.

Και απ’ τα δυο μέρη ως έριχναν τα χαλκοφόρ’ ακόντια,

πολύν καιρόν κυμάτισεν η μάχη στην πεδιάδα,

που κλείουν με τες όχθες των ο Ξάνθος και ο Σιμόεις.

Πρώτος, το μέγα στήριγμα των Αχαιών, ο Αίας

έσπασε Τρώων φάλαγγα και οι σύντροφοι αναπνεύσαν,

που εκτύπησ’ έναν των Θρακών εξαίσιον πολεμάρχον,

τον υψηλόν Ακάμαντα, λαμπρόν υιόν του Ευσσώρου.

Στον κώνον τον εκτύπησε της περικεφαλαίας

κι εμπήχθη μες στο μέτωπο κι επέρασεν η λόγχη

το κόκαλο. Κι εσκέπασε τους οφθαλμούς του σκότος.



Τον Τευθρανίδην Άξυλον ο ανδρείος Διομήδης

φονεύει, που στην εύμορφην Αρίσβην κατοικούσε

πάμπλουτος, κοσμαγάπητος, διότι ως είχε επάνω

στον δρόμον την οικίαν του, φιλοξενούσεν όλους.

Αλλ’ απ’ αυτούς τότε κανείς δεν πρόβαλε το στήθος

δια να τον σώση, αλλά και αυτόν και τον ακόλουθόν του

Καλήσιον, που στο πλάγι του τους ίππους κυβερνούσε,

έστειλε κάτω από την γην η λόγχη του Τυδείδη.



Αφού τον Δρήσον γύμνωσε και αντάμα τον Οφέλτιν

ο Ευρύαλος, στον Αίσηπο και Πήδασον εχύθη,

που’χε γεννήσ’ η Ναϊάς, η νύμφη Αβαρβαρέη,

του αψόγου Βουκολίωνος, που τέκνον ήταν πρώτο

του θείου Λαομέδοντος από κρυφήν μητέρα.

Ως έβοσκε τα πρόβατα κοιμήθη με την νύμφη

και δυο τέκνα δίδυμα του γέννησεν εκείνη.

Αυτών των δυο νέκρωσε τ’ ανδρειωμένα μέλη

ο Μηκιστηάδης κι έπειτα και τ’ άρματα τους πήρε.



Φονεύει τον Αστύαλον ο ανδρείος Πολυποίτης

και τον Περκώσιον  λόγχισε Πιδύτην ο Οδυσσέας.

Τον θείον Αρετάονα ο Τεύκρος και μ’ ακόντι

τον Άβληρον ο Αντίλοχος επήρε Νεστορίδης.

Η ορμή του Αγαμέμνονος τον Έλατον, ανδρείον

απ’ την υψηλήν Πήδασον, που βρέχει ο Σατνιόεις.

Τον Φύλακον που έφευγε ο Λήιτος φονεύει

και τον Μελάνθιον  έριξεν  η λόγχη του Ευρυπύλου.

Και ζωντανόν τον Άδραστον η ανδρειά  του Μενελάου

έπιασεν. Ότι τ’ άλογα στον κάμπο ξαφνισμένα

σ’ ένα μυρίκι εσκόνταψαν κι έσπασαν το τιμόνι

της άμαξας στην άκρη του, κι έτρεχαν προς την πόλιν,

εκεί που πλήθος άλλο ανδρών  εφεύγαν τρομαγμένοι.



Εκείνος στον τροχόν σιμά ροβόλησε απ’ τον θρόνον

επίστομα στα χώματα, και αυτού κοντά του εστήθη

ο Ατρείδης ο Μενέλαος με το μακρύ κοντάρι.



Τον έπιασε απ’ τα γόνατα  και ικέτευσεν εκείνος:



«Πάρε με, Ατρείδη, ζωντανόν και λάβε αντάξια λύτρα.

Απείρους έχε θησαυρούς ο πλούσιος μου πατέρας.

Έχει χρυσάφι, χάλκωμα και σίδερο εργασμένο,

κι απ’ όλα πλουσιοπάροχα θα σου προσφέρη δώρα,

αν μάθη που’μαι ζωντανός στων Αχαιών τα πλοία.».



Είπε. Και του επράυνε στα στήθη την καρδίαν.

Και θα τον επαράδιδεν εις τον ακόλουθόν του

στα πλοία να τον πάρη ευθύς, αλλ’ έτρεξε ο αδελφός του

σιμά του και του φώναξε: «Μενέλαε, καλέ μου,

τι κάμνεις; Την ζωήν τους συ λυπείσαι; Ναι τωόντι

οι Τρώες εις το σπίτι σου πολύ καλό σου κάμαν.

Κανείς από τον όλεθρον, στα χέρια μας αν πέση,

να μη σωθή ποτέ. Μηδέ τ’ αγόρι, που’ναι ακόμη

μέσα στα σπλάχνα της μητρός, να μη σωθή και όλοι

άταφοι και άφαντοι, ας χαθούν οι κάτοικοι της Τροίας.».



Οι ορθοί του λόγοι εγύρισαν την γνώμην του αδελφού του,

και με το χέρι εμάκρυνε τον Άδραστον. Και ο πρώτος

Ατρείδης τον επλήγωσε στο βάθος της κοιλιάς του

και ως έπεσε τ’ ανάσκελα, τον πάτησεν ο Ατρείδης

στο στήθος κι έξω ανέσπασε το φράξινο κοντάρι.



Και ο Νέστωρ μεγαλόφωνα  προς τους Αργείους είπε:



«Ήρωες, φίλοι Δαναοί, θεράποντες του Άρη,

τώρα δια λάφυρα κανείς οπίσω ας μην ξεμείνη,

δια να γυρίση με πολλά στα γρήγορα καράβια,

αλλ’ άνδρες ας φονεύωμεν. Κατόπιν με ησυχίαν

τα λείψανα θα γδύσετε στρωμένα στην πεδιάδα.».

Είπε και εις όλους άναψε το θάρρος της ανδρείας.

Και τότε απ’ την σφοδρήν ορμήν των Αχαιών οι Τρώες

στην Ίλιον πάλι ανέβαιναν ανάνδρως συντριμμένοι,

αν ο Πριαμίδης Έλενος, καλός ορνεοσκόπος,

δεν έρχονταν στον Έκτορα να ειπή και στον Αινείαν:



«Αφού σ’ όλους ανάμεσα τους Τρώες και Λυκίους

Αινεία κι Έκτωρ, εις εσάς ο αγώνας κρέμετ’ όλος,

ότ’ είσθε και στον  πόλεμον κι εις πάσαν σκέψιν πρώτοι,

σταθήτε αυτού και τον λαόν κρατείτε πανταχόθεν

εμπρός στες πύλες και προτού κυνηγημένοι πέσουν

στων γυναικών τες αγκαλιές  και όλοι χαρούν οι εχθροί μας.

Κι αφού τες φάλαγγες εσείς παρακινήσατ’ όλες,

εμείς εδώ θα μείνωμε την μάχην να κρατούμε,

αν και μ’ αγώνα φοβερόν, ότι το θέλ’ η ανάγκη.



Κι εσύ στην πόλιν ν’ ανεβείς και λέγε της μητρός μας

επάνω εις την ακρόπολιν αυτή να συναθροίση

τες σεβαστές γερόντισσες και τον ναόν τον θείον

της γλαυκομάτας Αθηνάς με το κλειδί ν’ ανοίξη,

και απ’ όσους πέπλους διαλεκτού στο δώμα της φυλάγει

τον μέγαν, τον λαμπρότερον, τον ακριβότερόν της

στης καλοπλέξουδης θεάς τα γόνατα να θέση,

και δώδεκα να υποσχεθή χρονιάρικες  μοσχάρες

θυσίαν, ίσως η θεά να ελεηθή θελήση

την πόλιν, τες γυναίκες μας  και τα μικρά παιδιά μας,



και απ’ την αγίαν Ίλιον  μακρύνη τον Τυδείδην,

τον άγριον πολεμιστήν, δεινόν φυγής εργάτην,

που εδείχθηκε των Αχαιών ο πρώτος  στην ανδρείαν.



Τόσο δεν μας ετρόμαζεν ο μέγας Αχιλλέας,

αν κι εγεννήθη από θεάν, ως λέγουν, αλλά τούτου

η μάνιτα είναι ακράτητη και αντίσταση δεν έχει.».



Είπε. Και ο Έκτωρ έστερξε στους λόγους του αδελφού του,

και από τ’ αμάξι εβρόντισε στην γην με τ’ άρματά του.

Δυο λόγχες σείει και παντού στο στράτευμα γυρίζη,

στην μάχη σπρώχνει και δεινήν πολέμου ανάφτει φλόγα.



Τινάχθηκαν κι αντίκρισαν τους Αχαιούς εκείνοι

και τούτοι οπισθοδρόμησαν κι επαύσαν απ’ τους φόνους

κι είπαν πως απ’ τον κάτασπρον αιθέρα προς τους Τρώες

βοηθός κατέβη ένας θεός. Τόσην ορμήν εδείξαν.



Και ο Έκτωρ τότ’ εφώναξε παντού να τον ακούσουν:

«Γενναίοι Τρώες  και βοηθοί μακρόθεν καλεσμένοι

άνδρες φανήτε μ’ όλην σας την δύναμιν, ω φίλοι,

όσο στην Ίλιον  ν’ ανεβώ να ειπώ των γυναικών μας

και των γερόντων βουλευτών  ευχές των αθανάτων

να κάμουν κι εξιλέωμα να τάξουν εκατόμβες.».



Είπε. Κι ευθύς εκίνησεν ο λοφοσείστης Έκτωρ.

Τες πτέρνες και τον τράχηλον  το μαύρο δέρμα εκτύπα,

και γύρω την ομφαλωτήν εκύκλωνεν ασπίδα.



Και του Τυδέως ο υιός και ο Γλαύκος του Ιππολόχου

των δυο στρατών  ανάμεσα να κτυπηθούν ορμήσαν.

Κι οπόταν επροχώρησαν κι εβρέθηκαν αντίκρυ,

στον άλλον πρώτος έλεγεν ο ανδρείος Διομήδης:



«Απ’ όσους έχ’ η γη θνητούς, ω θαυμαστέ, ποιος είσαι;

Στην μάχην, δόξαν των ανδρών, ποτέ δεν σ’ είδ’ ακόμη.

Και τώρα με την τόλμην σου καθ’ άλλον υπερβαίνεις,

αφού συ στο μακρόσαιον κοντάρι μου αντιστέκεις.

Τέκνα γονέων δυστυχών την ρώμην μου αντικρύζουν.



Αλλ’ αν αθάνατος θεός κατέβης ουρανόθεν,

μάθε ότι εγώ δεν μάχομαι με τους επουρανίους.



Και ο τρομερός Λυκούργος, του Δρύαντος ο γόνος

εφιλονείκα με θεούς, αλλ’ έζησεν ολίγο,

που έναν καιρό του μανικού Διονύσου τες βυζάστρες

σκόρπισε στα πανάγια βουνά του Νυσηίου.

Με βούκεντρ’ ο Λουκούργος τες έπληττε ο φονέας,

ώστε τους κλάδους έριξαν, και ο Διόνυσος στα βάθη

της θάλασσας εβύθισε, και η Θέτις στην αγκάλην

τον δέχθηκε που ετρόμαζεν ακόμη απ’ την βοήν του.



Αυτόν οι μάκαρες θεοί κατόπιν οργισθήκαν

και ο Δίας τον ετύφλωσε και ολίγες είδε ημέρες,

αφού στο μίσος έπεσε των αθανάτων όλων.

Ούδ’ εγώ θέλω πόλεμον με τους επουρανίους.



Κι αν θνητός είσαι και καρποί της γης και σένα τρέφουν,

πλησίασε, ταχύτερα να ιδής τον όλεθρόν σου.».


Σ’ αυτόν απάντησε ο λαμπρός του Ιππολόχου γόνος.



«Την γενεάν μου τι ερωτάς, ατρόμητε Τυδείδη;

Και των θνητών η γενεά των φύλλων ομοιάζει

των φύλλων άλλα ο άνεμος χαμαί σκορπά και άλλα

φυτρώνουν, ως η άνοιξη τα δένδρ’ αναχλωραίνει.

Και των θνητών μια γενεά φυτρώνει κι άλλη παύει.

Και μάθε, αφού το επιθυμείς, καλά να την γνωρίσης

την ιδικήν μας γενεάν, αφού πολλοί την ξέρουν.



Υπάρχει πόλις Έφυρα μες στο ιπποτρόφον Άργος

κι είχε τον δολιότερον απ’ όλους τους ανθρώπους,

τον Αιολίδη Σίσυφον, που εγέννησε τον Γλαύκον,

και ο Γλαύκος τον ασύγκριτον λαμπρόν Βελλερεφόντην.

Κάλλος του δώσαν οι θεοί, χάριν ομού και ανδρείαν,

αλλά κρυφίως όλεθρον ο Προίτος του εσοφίσθη.



Απ’ τ’ Άργος τον εξόρισεν ως ήτο ανώτερός του,

ότ’ είχ’ επάνω στον λαόν το σκήπτρο από τον Δία.



Από τον πόθον άναψε κρυφά μ’ αυτόν να σμίξη

η δέσποιν’ Άντεια, γυνή του Προίτου. Αλλά σ’ εκείνην

δεν έστεργε ο καλόγνωμος χρηστός Βελλερεφόντης

κι η Άντεια ψευδολόγησε του Προίτου: «Ν’ αποθάνης,»

του είπε, «ω Προίτε, ή φόνευε συ τον Βελλερεφόντην,

που θέλ’ εμέν’ αθέλητην εκείνος να φιλήσει.».



Και ο βασιλέας χόλωσε, πλην να φονεύση ξένον

εντράπη και τον έστειλε να υπάγη στην Λυκίαν.

Και μέσα εις κλειστόν πίνακα του έδωσε σημεία,

του χάραξε κακόβουλα με νόημα θανάτου,

του πενθερού του να δεχθούν δια να τον αφανίση.

Και με το άγιο των θεών  προβόδισμα κινούσε

προς την Λυκίαν κι έφθασεν εκεί που ο Ξάνθος ρέει.



Και ο βασιλέας πρόθυμα τον τίμησε κι εννέα

ημέρες τον εξένιζε κι έσφαξ’ εννέα μόσχους.

Αλλ’ ως η αυγή στον ουρανόν ερόδισε η δεκάτη,

εκείνος τον εξέτασε κι εζήτα να γνωρίση

ό,τι σημάδι του’φερεν απ’ τον γαμβρόν του Προίτον.





Και ως έλαβε τ’ ολέθριο σημάδι του γαμβρού του,

πρώτον την φρικτήν Χίμαιραν τον στέλνει να φονεύσει,

και αυτή γένος ανθρώπινο δεν ήταν, αλλά θείον,

δράκος οπίσω, λέοντας εμπρός, στην μέσην αίγα,

κι ήταν τα σπλάχνα της φωτιά  και φλόγες η πνοή της.



Την φόνευσ’ όμως, θαρρετός στα θεϊκά σημεία.



Δεύτερον, επολέμησε τους δοξαστούς Σολύμους,

κι εις μάχην τόσον τρομερήν δεν είχεν έμπη ακόμη.



Τρίτον τες ανδρικότατες εφόνευσε Αμαζόνες.





Και ως γύριζεν, επιβουλήν του πλέκει εκείνος άλλην.

Καρτέρι σταίνει διαλεκτών ανδρών απ’ την Λυκίαν,

αλλ’ απ’ αυτούς δεν γύρισε κανείς εις την πατρίδα.

Τους έστρωσ’ όλους του λαμπρού Βελλερεφόντ’ η λόγχη.



Και  όταν καλώς ενόησε πως ήταν θεού γόνος,

τον κράτησε στο σπίτι του, τον έκαμε γαμβρόν του

και την βασιλικήν τιμήν εμοίρασε μαζί του.

Και οι Λύκιοι του χώρισαν εξαίσιο περιβόλι

να το ’χει κήπον εύμορφον και κάρπιμο χωράφι.



Τρία παιδιά γεννήθηκαν από την νυμφευτήν του.

Ο Ίσανδρος, ο Ιππόλοχος, κι η Λαοδάμεια, κόρη

οπού σιμά της πλάγιασεν ο πάνσοφος Κρονίδης,

κι έλαβ’ υιόν τον μαχητήν ισόθεον Σαρπηδόνα.



Αλλ’ όταν όλ’ οι αθάνατοι κι εκείνον εμισήσαν,

να φύγη ανθρώπου πάτημα παράδερνε στο Αλήιον.

πεδίον μόνος κι έτρωγε τα έρμα σωθικά του.



Τον Ίσανδρον μαχόμενον με τους λαμπρούς Σολύμους

ο Άρης του εθανάτωσε. Στην κόρην του εχολώθη

η χρυσοχάλινη Άρτεμις και την ζωήν της πήρε.



Ο Ιππόλοχος εγέννησεν εμέ, κι αυτός στην Τροίαν

μ’ έστειλε και πολύ θερμά μου έχει παραγγείλει

πάντοτε μέγας να φανώ και των ανδρείων πρώτος,

και ως πρέπει των πατέρων μας το γένος να τιμήσω,

που έλαμψαν και στην Έφυραν και στην πλατιάν Λυκίαν.

Την γενεάν, το αίμ’ αυτό, καυχώμι εγώ πως έχω.».

Στα λόγια τούτα εχάρηκεν ο ανδρείος Διομήδης,

κι εστύλωσε την λόγχην του στην γην την πολυθρέπτραν,

και εις τον ποιμένα των λαών  γλυκομιλούσε κι είπε:



«Μάθε ότι ξένος παλαιός μου είσαι πατρικός μου.

Ότι άλλοτε τον άψεγον  λαμπρόν Βελλερεφόντην

ο Οινεύς εφιλοξένησεν είκοσ’ ημέρες όλες.

Και λαμπρά δώρα εχάρισεν ο ένας προς τον άλλον.

Ο Οινεύς ζωστήρα πορφυρόν και ο πάππος σου ποτήρι

δίκουπο του’δωκε χρυσό που, εκείθεν όταν ήλθα,

στα δώματά του εσώζονταν. Αλλ’ όμως τον Τυδέα

δεν τον θυμούμαι, ότι μικρόν στο σπίτι μ’ έχει αφήσει,

όταν στες Θήβες ο λαός εχάθη των Αργείων.





Όθεν στο Άργος μέσα εγώ φίλος σου είμαι ξένος.

Και συ σ’ εμένα, στον λαόν αν έλθω των Λυκίων.



Και ας μην σμιχθούν οι λόγχες μας ούδ’ όπου η μάχη βράζει.

Πολλοί’ναι Τρώες κι ένδοξοι βοηθοί, δια να φονεύω

όποιον θεός μου φέρει εμπρός κι οι πόδες μου προφθάσουν.

Και Αχαιοί πάλι, αν δυνηθής, δεν λείπουν να φονεύσης.

Και τ’ άρματα ας αλλάξωμεν, όπως και τούτοι μάθουν

που’μαστε ξένοι πατρικοί κι είναι τιμή δική μας.».



Είπαν. Και από τ’ αμάξι των επήδησαν και οι δύο,

τα χέρια πιάσαν κι έδωκαν βεβαίωσιν φιλίας.



Του Γλαύκου τότε αφαίρεσε τες φρένες ο Κρονίδης.

Έλαβε χάλκιν’ άρματα που εννέα βόδια αξίζαν

κι έδωκεν άρματα χρυσά που αξίζαν ενενήντα.



Στες Σκαιές πύλες έφθασεν ο Έκτωρ και στο φράξον,

κι οι κόρες τον τριγύρισαν  των Τρώων κι οι μητέρες

να μάθουν δια τα τέκνα των, τους αδελφούς, τους άνδρες

και συγγενείς. Και δέησες προς τους θεούς να κάμουν

εις όλες είπε. Αλλ’ έμελλαν πολλές ν’ αναστενάξουν.

Και ως έφθασε στο μέγαρο τ’ ωραίο του Πριάμου, -

με σκαλισμένες αίθουσες κτισμένο, κι ήταν μέσα

θάλαμοι καλοσκάλιστοι μαρμάρινοι πενήντα,

όλοι κτισμένοι σύνεγγυς. Και αυτού μέσα εκοιμόνταν

με τες μνηστές γυναίκες των οι παίδες του Πριάμου.

Και απ’ τ’ άλλο μέρος στην αυλήν, αντίκρυς, εις τ’ ανώγι,

θάλαμοι καλοσκάλιστοι μαρμάρινοι εκτισθήκαν

δώδεκα σύνεγγυς και αυτοί. Και αυτού  πάλι εκοιμόνταν

με τες σεβαστές κόρες του οι αγαπητοί γαμβροί του, -

κει τον απάντησ’ η αγαθή μητέρα οπού περνούσε

στην Λαοδίκην κόρην της στο κάλλος εξουσίαν.

Το χέρι του’πιασε σφικτά, προσφώνησέ τον κι είπε:



«Τέκνον, που ήλθες κι άφησες τον άγριον αγώνα;

Οι επικατάρατοι Αχαιοί στενά μας περιορίζουν

κάτω απ’ τα τείχη. Κι έρχεσαι, καθώς σού’πε η καρδιά σου,

τα χέρια απ’ την ακρόπολην να υψώσης προς τον Δία.

Αλλ’ εδώ μείνε, όσο γλυκό κρασί να σου προσφέρω,

κα να σπονδίσης του Διός και όλων των αθανάτων,

και συ να λάβης άνεσιν, αν το γευθής ολίγο.

Ενδυναμώνει το κρασί τον κατακουρασμένον,

ως είσαι συ, μαχόμενος να σώσης τους δικούς σου.».



Και ο μέγας της απάντησεν ο λοφοσείστης Έκτωρ :



«Μη μου προσφέρης το γλυκό κρασί, σεπτή μητέρα,

και απολυθούν τα μέλη μου και χάσω την ανδρειά μου.

Άνιφτος το γλυκό κρασί δεν χύνω εγώ στον Δία.

Δεν γίνεται με αίματα και χώμα μολυσμένο

να κάμωμεν στον βροντητήν Κρονίδην τες ευχές μας.

Αλλά συ τες γερόντισσες πάρε σιμά σου κι άμε

εις τον ναόν της Αθηνάς με αρώματα μαζί σου.

Και απ’ όσους πέπλους διαλεκτούς στο δώμα σου φυλάγεις

τον μέγαν, τον λαμπρότερον, τον ακριβότερόν σου

στης καλοπλέξουδης θεάς τα γόνατα να θέσης,

και δώδεκα να υποσχεθής χρονιάρικες μοσχάρες

θυσίαν, ίσως η θεά να ελεηθή θελήση

την πόλιν, τε γυναίκες μας και τα μικρά παιδιά μας,

και απ’ την αγίαν Ίλιον μακρύνει τον Τυδείδην,

τον άγριον πολεμιστήν, δεινόν φυγής εργάτην.

Και στον ναόν της Αθηνάς συ πήγαινε, ω μητέρα,

κι εγώ τον Πάριν τώρα ευθύς θα εύρω να καλέσω,

αν θα μ’ ακούση. Ν’ άνοιγαν της γης τα βάθη εμπρός του !

Διότι ο Ζεύς τον έτρεφε μέγα κακό στους Τρώες,

εις τον γενναίον Πρίαμον και εις όλα τα παιδιά του.

Τα μάτια μου αν τον έβλεπαν να κατεβή στον Άδη,

θαρρώ πως όλοι θα’παυαν οι πόνοι της ψυχής μου.».


Τον άκουσε και πρόσταξε τες κόρες να συνάξουν

γύρωθεν  τες γερόντισσες. Κατέβη ωστόσο εκείνη

στον μυροβόλον θάλαμον, οπού πολλοί ήσαν πέπλοι,

έργα θαυμάσια γυναικών απ’ τα Σιδώνια μέρη,

οπόθεν ο θεόμορφος Αλέξανδρος τες πήρε,

τα πέλαγα όταν έσχιζεν εις το ταξίδι εκείνο,

οπού την λαμπρογέννητην ανέβαζεν Ελένην.



Και να προσφέρη της θεάς η Εκάβη εσήκωσ’ έναν

απ’ όλους τον πλατύτερον κι εξαίσια κεντημένον,

που ωσάν αστέρας έλαμπε και κάτω απ’ όλους ήταν.

Και ως πήγαινε γερόντισσες πολλές ακολουθούσαν.



Και οπόταν στην ακρόπολη και στον ναόν εφθάσαν,

η καλοπρόσωπη Θεανώ τους άνοιξε την θύραν,

του Αντήνορος η ομόκλινη και κόρη του Κισσέως.

Της Αθηνάς ιέρεια την είχαν βάλει οι Τρώες.

Και όλες με θρήνους ύψωσαν στην Αθηνά τα χέρια.

Και η καλοπρόσωπη Θεανώ τον πέπλον που της δώσαν

στης λαμπρομάλλας Αθηνάς τα γόνατ’ αποθέτει,

και προς την κόρην του Διός κεραυνοφόρου ευχήθη:



«Θεά θεών, ω Αθηνά, σωσίπολις, αγία,

του Διομήδη σύντριψε την λόγχην, και αυτόν κάμε

έμπροσθεν των Σκαιών πυλών, επίστομα να πέσει,

κι ευθύς θα λάβης δώδεκα χρονιάρικες μοσχάρες,

αν ευδοκίσης, ω θεά, να ελεηθής την πόλιν

των Τρώων, τες γυναίκες των και τα μικρά παιδιά των.».

Ευχήθη, αλλ’ όμως η θεά σ’ αυτά δεν ευδοκούσε.

Κι ενώ την κόρην του Διός αυτές παρακαλούσαν,

ο Έκτωρ, προς τα δώματα κινούσε του Αλεξάνδρου,

που ωραία τά’χε κάμει αυτός με διαλεκτούς τεχνίτες

και ήσαν τότε εξαίσιοι στην κάρπιμη Τρωάδα.

Αυλήν εις την ακρόπολιν και θάλαμον και δώμα

του έκτισαν στου Έκτορος σιμά και του Πριάμου.

Και ο θείος Έκτωρ βάδιζ’ εκεί μέσα κι εκρατούσε

κοντάρι ενδεκάπηχο, που με χρυσό στεφάνι

σπιθοβολούσε η λόγχη του. Κι ήβρε τον αδελφόν του

στον θάλαμο που τα λαμπρά συγύριζε άρματά του,

το τόξο και τον θώρακα και την καλήν ασπίδα.



Κι η Ελέν’ η Αργεία κάθονταν και ολόγυρα οι γυναίκες,

κι έφτιαναν έργ’ αμίμητα καθώς τες οδηγούσε.



Και ο Έκτωρ τον ονείδησε πικρώς άμα τον είδε :



«Άθλιε, καλά δεν έκαμες τόσην χολήν να πάρης.

Πέφτουν μαχόμενοι λαοί στα τείχη μας τριγύρω

και εξ αφορμής σου αλαλαγμός, φλόγα πολέμου ζώνει

την πόλιν τούτην. Και όμως συ θα ονείδιζες καθέναν

άλλον που να’βλεπες μακράν να φύγη απ’ τον αγώνα.

Αλλά σηκώσου πριν το πυρ την πόλιν καταλύση.».



Του απάντησε ο θεόμορφος Αλέξανδρος και του’πε:



«Έκτορ’, αφού με δίκαιον μ’ ελέγχεις κι όχι αδίκως,

θα σου ομιλήσω καθαρά και πρόσεχε ν’ ακούσης.



Στους Τρώας πείσμα μήτε οργή δεν μ’ έκανε να μείνω

στον θάλαμον, αλλ’ ήθελα την θλίψιν μου να τρέφω.

Τώρα με λόγια μαλακά μ’ εκίνησε η γυνή μου

να πολεμήσω. Και ως κι εγώ καλύτερο το κρίνω.

Τους άνδρες εις τον πόλεμον συχνά ξαλλάζ’ η νίκη.



Αλλ’ όσο εγώ ν’ αρματωθώ, συ μην αναχωρήσης,

ή, αν θέλης, πήγαινε, κι εγώ, θαρρώ, θα σε προφθάσω.».



Είπε. Και δεν του απάντησεν ο λοφοσείστης Έκτωρ.

Κι η Ελένη γλυκομίλητα του είπε: «Ανδράδελφέ μου,

οϊμένα της κακόπρακτης, της οργισμένης σκύλας.

Αχ! την ημέρα που στο φως με έφερε η μητέρα,

να μ’ είχε αρπάξει ανεμική κακή, να μ’ είχε ρίξει

εις όρος ή στης θάλασσας το φουσκωμένο κύμα

να με ρουφήση κι όχι αυτά που εγίνηκαν να γίνουν.

Αλλά αφού τούτα τα κακά οι αθάνατοι διορίσαν,

ας είχα καν καλύτερον τον άνδρα να γνωρίζη

του κόσμου την κατακραυγήν και τους ονειδισμούς του.

Και τούτος τώρα νουν ποσώς δεν έχει ούτε θα λάβη.

Ώστε θα πάθη. Αλλ’ όρισε, ανδράδελφε, εδώ μέσα,

κάθισε εις τούτο το θρονί. Γνωρίζ’ ότι η ψυχή σου

μάλιστα εκείνη αισθάνεται τον μόχθον που από εμένα

την σκύλαν και απ’ το ανόμημα προήλθε του Αλεξάνδρου,

οπού μας κακομοίρανεν ο Ζευς δια να γενούμε

και των κατόπι γενεών τραγούδι ξακουσμένο.».



Και ο μέγας της απάντησεν ο λοφοσείστης Έκτωρ:



«Εάν κι εγκάρδια με καλείς, δεν θα καθίσω, Ελένη,

ότ’ η ψυχή μου επιθυμεί σφόδρα βοηθός να δράμω

των Τρώων που με αναζητούν, αφού μακράν τους είμαι.

Αλλά συ παρακίνησε τον Πάριν κι ας φροντίση

και αφ’ εαυτού του όσο είμ’ εγώ στην πόλιν, να με φθάση,

ότι θα υπάγω σπίτι μου να ιδώ τους σπιτικούς μου,

την ποθητήν συμβίαν μου και το γλυκό μου βρέφος.

Δεν ξεύρω αν θα με ξαναϊδούν ή θέλει βουλή θεία

σήμερ’ από των Αχαιών τα χέρια να αποθάνω.».

Αυτά είπε. Κι εκίνησεν ο λοφοσείστης Έκτωρ.

Και εις το λαμπρό του μέγαρο δεν άργησε να φθάση.

Αλλ’ όμως την λευκόχερην δεν ηύρεν Ανδρομάχην.

Εκείνη με το βρέφος της και την καλήν βυζάστραν

άνω στον πύργον έστεκε να οδύρεται, να κλαίει.

Και αφού μέσα δεν εύρηκε την άψογην συμβίαν,

εις το κατώφλι εστάθηκε και προς τες κόρες είπε:



«Ω κόρες, την αλήθειαν ειπήτε μου να μάθω.

Εδώθεν η λευκόχερη που εβγήκεν Ανδρομάχη;

Να εύρη συννυφάδα της ή ανδράδελφην επήγε,

ή στον ναόν της Αθηνάς όπου κι οι άλλες είναι

δέσποινες και την τρομερήν θεάν εξιλεώνουν;»



Τότε σ’ αυτόν απάντησεν η έξυπνη οικονόμα:



«Ω Έκτωρ, την αλήθειαν θα ειπώ, καθώς προστάζεις.

δεν πήγε εις συννυφάδα της ή ανδράδελφην καθόλου

ή στον ναόν της Αθηνάς, όπου και οι άλλες είναι

δέσποινες και την τρομερήν θεάν εξιλεώνουν.

Αλλά στον πύργον έτρεξε της πόλεως άμ’ ακούσθη

νίκη τρανή των Αχαιών  και συντριμμός των Τρώων.

Και ως φρενιασμένη θα’φθασε στα τείχη τώρα εκείνη,

κι έχει σιμά της η τροφός το βρέφος στην αγκάλη.».


Και ως τ’ άκουσε επετάχθη ευθύς ο Έκτωρ απ’ το δώμα

πάλι στους δρόμους τους λαμπρούς που’χε περάσει πρώτα,

κι έφθασε, την πολύχωρη περνώντας πολιτείαν,

στες Σκαιές πύλες. Στην στιγμήν που εκίνα εις το πεδίον,

με ορμήν εμπρός του επρόβαλεν η ασύγκριτη Ανδρομάχη,

πολύδωρη συμβία του και κόρη του γενναίου

Αετίωνος, που κάτωθεν της δενδρωμένης Πλάκου

της Θήβης εβασίλευε και των Κιλίκων όλων.



Του πολεμάρχου Έκτορος αυτή’ταν η συμβία

που τότε τον απάντησε με την τροφόν σιμά της,

οπού βαστούσε το μικρό μονάκριβο παιδί της,

τον Εκτορίδην, όμοιον με εύμορφον αστέρα.



Σκαμάνδριον ο πατέρας του, Αστυάνακτα τα πλήθη

τον λέγαν, ότι έσωζε ο Έκτωρ την Τρωάδα.

Εκείνος χαμογέλασε κοιτώντας το παιδί του

ήσυχα. Κι απ’ το χέρι του πιασμένη η Ανδρομάχη

εδάκρυσε και του’λεγεν: «Οϊμέ! Θα σ’ αφανίση

τούτη σου η τόλμη, ω τρομερέ. Και το βρέφος δεν λυπείσαι

τούτο κι εμέ την άμοιρην που χήρα σου θα γίνω

γρήγορα, ότι γρήγορα θα ορμήσουν όλοι αντάμα

να σε φονεύσουν οι Αχαιοί και άμα σε χάσω, κάτω

στον μαύρον Άδη ας κατεβώ, διότι αν αποθάνης

και συ, καμιά παρηγοριά δι’ εμέ δεν θ’ απομείνη,

και πόνοι μόνον. Έχασα πατέρα και μητέρα.

Τον μέγαν Αετίωνα μου φόνευσεν ο θείος

Πηλείδης, όταν έριξε την πόλιν των Κιλίκων,

την Θήβην την υψίπυλον. Αλλά τον εσεβάσθη

νεκρόν, δεν τον εγύμνωσε, και μ’ όλην την λαμπρήν του

αρματωσιά τον έκαυσε κι εσήκωσέ του μνήμα,

κι ολόγυρά του εφύτευσαν πεύκα μεγάλα οι νύμφες

Ορεστιάδες, του Διός αιγιδοφόρου κόρες.

Ήσαν επτά στο σπίτι μας γλυκείς αυτάδελφοί μου

κι εις μίαν ημέραν όλοι ομού ροβόλησαν στον Άδη.

Όλους τους εθανάτωσεν ο θείος Αχιλλέας

των μόσχων μέσα εις τες κοπές και των λευκών προβάτων.



Και την σεπτήν μητέρα μου, βασίλισσαν στην Θήβην,

δούλην εδώ την έφερε με τ’ άλλα λάφυρά του.



Κι αφού με δώρ’ αμέτρητα κατόπι εξαγοράσθη,

την έσβησεν η Άρτεμις στο σπίτι του πατρός μου.



Έκτωρ, συ είσαι δι’ εμέ πατέρας και μητέρα,

συ αδελφός, συ ανθηρός της κλίνης σύντροφός μου.



Αλλά λυπήσου μας, και αυτού μείνε στον πύργον, μήπως

ορφανό κάμης το παιδί και χήραν την γυναίκα.



Κι εκεί στην αγριοσυκιά τους άνδρες στήσε οπού’ναι

η πόλις καλοανέβατη, καλόπαρτο το τείχος.

Τρεις το δοκίμασαν φορές των Αχαιών οι πρώτοι,

οι Αίαντες, και ο δοξαστός Ιδομενεύς και οι δύο

Ατρείδες και ο ατρόμητος Τυδείδης ενωμένοι.

Ή το φανέρωσε σ’ αυτούς χρησμών εξαίσιος γνώστης,

ή τους κινεί μόν’ η ψυχή σ’ αυτό και τους διδάσκει.».



Και προς αυτήν απάντησεν ο λοφοσείστης Έκτωρ:



«Όλα τα αισθάνομαι κι εγώ, γυνή μου, αλλά φοβούμαι

και των ανδρών το πρόσωπο και των σεμνών μητέρων,

αν μ’ έβλεπαν ως άνανδρος να φεύγω από την μάχην.

Ούδ’ η καρδιά μου θέλει το, που μ’ έμαθε να είμαι

γενναίος πάντοτε κι εμπρός να μάχωμαι των Τρώων

χάριν της δόξας του πατρός και της δικής μου ακόμη.

Ότ’ είναι τούτο φανερό στα βάθη της ψυχής μου.

Θα φθάση η μέρα να χαθή κι η Ίλιος η αγία
και ο Πρίαμος ο δυνατός με όλον τον λαόν του.

Αλλά των Τρώων η φθορά δεν με πληγώνει τόσο

και του πατρός μου ο θάνατος και της σεμνής μητρός μου

και των γλυκών μου αδελφών, οπού πολλοί και ανδρείοι

από τες λόγχες των εχθρών θα κυλισθούν στο χώμα

όσ’ ο καημός σου, όταν κανείς των Αχαιών σε πάρη

εις την δουλείαν, ενώ συ θα οδύρεσαι, θα κλαίης,

εις τ’ Άργος ξένον ύφασμα θα υφαίνης προσταγμένη.

Απ’ την Υπέρειαν πηγήν ή από την Μεσσηίδα

νερό θα φέρνη στανικώς, από σκληρήν ανάγκην.

Κι ενώ συ κλαίεις θενά ειπούν: «Ιδέτε την συμβίαν

του Έκτορος που πρώτευε των ιπποδάμων Τρώων

στον πόλεμον, που ολόγυρα στην Ίλιον πολεμούσαν.».



Αυτά θα ειπούν και μέσα σου θα ξαναζήση ο πόνος

του ανδρός εκείνου, όπου δεν ζη δια να σε ελευθερώση.

Αλλά παρά τον θρήνον σου και τ’ όνειδος ν’ ακούσω

βαθιά στην γην καλύτερα να με σκεπάση ο τάφος.».





Και ο μέγας Έκτωρ άπλωσε τα χέρια στο παιδί του.

Έσκουξ’ εκείνο κι έγειρε στο στήθος της βυζάστρας.

Φοβήθη τον πατέρα του καθώς είδε ν’ αστράφτουν

τ’ άρματα και απ’ την κόρυθα της περικεφαλαίας

την χαίτην που τρομακτικώς επάνω του εσειόταν.



Εγέλασε ο πατέρας του και η σεβαστή μητέρα.

Και ο μέγας Έκτωρ έβγαλε την περικεφαλαίαν

και καταγής την έθεσαν οπού λαμποκοπούσε.

Εφίλησε κι εχόρευσε στα χέρια το παιδί του

κι έπειτα ευχήθη στους θεούς κι είπε: «Ω πατέρα Δία,

κι όλ’ οι επουράνιοι θεοί, δώσετε εις το παιδί μου

τούτο, ως εδώκατε εις εμέ, στο γένος του να λάμπη,

στ’ άρματα μέγας, δυνατός στην Ίλιν βασιλέας,

και ως έρχεται απ’ τον πόλεμον μ’ άρματα αιματωμένα,

εχθρού που εφόνευσε, να ειπούν: καλύτερος εδείχθη

και του πατρός του, και χαράν θα αισθάνεται η μητέρα.».



Ως είπε αυτά, στην αγκαλιά της ποθητής συμβίας

το βρέφος έβαλε και αυτή στο μυροβόλο στήθος

το πήρε γελοκλαίοντας. Την ελυπήθη εκείνος,

εχάιδευσέ την κι έλεγε: «Αγαπητή, μη θέλεις

τόσο δι’ εμέ να θλίβεσαι, στοχάσου ότι στον Άδη

δε θα με στειλη άνθρωπος η ώρα μου πριν φθάση.

Και άνθρωπος άμα γεννηθή είτε γενναίος είναι,

είτε δειλός δεν δύναται τη μοίρα ν’ αποφύγη.

Αλλ’ άμε σπίτι, έχει στον νουν τα έργα τα δικά σου,

την ηλακάτην, τ’ αργαλειό, και πρόσταζε τες κόρες

να εργάζωνται. Στον πόλεμον θα καταγίνουν όλοι

οι άνδρες που εγεννήθησαν στην Τροίαν κι εγώ πρώτος.».

Είπε και πάλι εφόρεσε την περικεφαλαίαν.

Και προς το σπίτι εκίνησεν η αγαπητή γυνή του

κι εσυχνογύριζε να ιδή με μάτια δακρυσμένα.

Εις του ανδροφόνου Έκτορος την υψηλήν οικίαν

έφθασε κι εύρηκεν εκεί των γυναικών το πλήθος

κι απ’ την ψυχήν τους έκαμε ο θρήνος ν’ αναβρύση.

Και ζωντανόν τον Έκτορα στο σπίτι του εθρηνούσαν,

θαρρώντας που απ’ τον πόλεμον κι απ’ τ’ ανδρειωμένα χέρια

των Αχαιών δεν θα σωθή και δεν θα γύρει πλέον.



Αλλά δεν αργοπόρησε στα δώματά του  ο Πάρις.

Εζώσθη τα πολύχαλκα κι υπέρλαμπρα άρματά του,

την πόλιν γοργά διάβηκεν, ως ήταν πτεροπόδης.

και ως όταν σπάση τον δεσμόν καλοθρεμμένος ίππος

βροντά τετραποδίζοντας στην ανοικτήν πεδιάδα,

να λούεται στο καθαρό ποτάμι μαθημένος.

Την κεφαλήν κρατεί υψηλά, την χαίτην ανεμίζει,

και υπερηφανευόμενον στα κάλλη του τον φέρνουν

στες μαθημένες του βοσκές γοργά τα γόνατά του,

ομοίως απ’ την Πέργαμον ο Πριαμίδης Πάρις

περήφανος κατέβαινε με πόδια φτερωμένα

και στ’άρματα ωσάν ήλιος λαμποκοπούσεν όλος.

Τον θείον εύρηκε αδελφόν κει πόμελλε να στρέψη

απ’ όπου με την ποθητήν γυναίκα του ομιλούσε.

Και πρώτος ο θεόμορφος Αλέξανδρος του είπε:



«Έγκαιρα δεν επρόφθασα, καθώς είχες προστάξει,

ω σεβαστέ μου. Σε κρατώ και συ πολύ σπουδάζεις.».



Και προς αυτόν απάντησεν ο λοφοσείστης Έκτωρ:



«Γλυκιέ μου, αν είναι δίκαιος, κανείς δεν θα σε ψέγη

στα έργα τα πολεμικά και ανδρειωμένος είσαι.

Το θέλεις και οκνηρεύεσαι, και μέσα μου λυπούμαι,

όταν πολλούς ονειδισμούς ενάντια σου προφέρουν

οι Τρώες που εξαιτίας σου βαρύν έχουν αγώνα.

Ας πάμε και θα διορθωθούν τούτ’ αν θελήση ο Δίας

να στήσωμεν στα σπίτια μας ελεύθερον κρατήρα,

προσφοράν όλων των θεών  μεγάλων, αιωνίων,

άμ’ απ΄την Τροίαν διώξωμεν των Αχαιών τα πλήθη.».


ΙΛΙΑΔΟΣ  -  ΡΑΨΩΔΙΑ  H΄
Μονομαχία Εκτορα και Αίαντα

Είπε. Τες Πύλες άφησε κι εβγήκε ο μέγας Έκτωρ.

Και ο αδελφός του Αλέξανδρος εβάδιζε σιμά του

και ολόγυρα τον πόλεμον, την μάχην εδιψούσαν.

Και ως όταν πρίμος άνεμος από θεόν εστάλη,

στους ναύτες πολυπόθητος, που κατακουρασμένοι

με τα καλόξυστα  κουπιά το πέλαγος οργώνουν,

τόσο κι εκείνοι ποθητοί φανήκαν εις τους Τρώας.

Αμέσως τον Μενέσθενον εγκάτοικον της Άρνης,

που γέννησ’ ο Αρηίθοος, ροπαλοφόρος άνδρας,

κι η ωραία Φυλομέδουσα, νεκρόν τον ρίχνει ο Πάρις.

Ο Έκτωρ εις τον τράχηλον λογχίζει τον Ηονέα

κάτω από το καλόχαλκο στεφάνι, ώστ’ ενεκρώθη.

Και των Λυκίων ο αρχηγός,  ο Ιππολοχίδης Γλαύκος,

τον Δεξιάδην κτύπησεν Ιφίνοον στην πλάτην,

ως εις τ’ αμάξι ανέβαινε  στην ταραχήν της μάχης.

Κι έπεσεν απ’ την άμαξαν  κι εβγήκεν η ψυχή του.



Και ως τους ενόησ’ η Αθηνά, που στον δεινόν αγώνα

τους Αχαιούς εσύντριβαν, εχύθη από του Ολύμπου

τες κορυφές κι εστάθηκε στην ιερήν Τρωάδα.

Την ξάνοιξε απ’ την Πέργαμον ο Απόλλων  κι ήλθ’ εμπρός της

των Τρώων ήθελεν αυτός την νίκην. Τότε οι δύο

αθάνατοι επαντήθηκαν  κει που’ναι ρίζα φράξου.

Πρώτος ο γόνος του Διός ο Απόλλων  σ’ αυτήν είπε:

«Τι πάλιν απ’ τον Όλυμπον, ω κόρη του Κρονίδη,

όρμησες, καθώς σ’ έσπρωξεν η μεγαλοψυχία;

Στους Δαναούς συ βούλεσαι την νίκην να γυρίσεις,

ότι ποσώς τον όλεθρον  δεν συμπονείς των Τρώων.

Αλλ’ αν δεχθής ό,τι θα ειπώ, θαρρώ που θα ωφελήσης.

Δια σήμερον ας παύσωμεν τον φονικόν αγώνα.

Θα πολεμήσουν ύστερον, έως ότου της Ιλίου

το τέλος να’βρουν, επειδή σας των θεών των δύο

τούτην να εξολοθρεύσετε την πόλιν πόσο αρέσει.».



Τότε η γλαυκόματη Αθηνά του είπε: «Μακροβόλε,

ας γίνει αυτό που επιθυμείς. Μ’ αυτήν κι εγώ την γνώμην

κατέβηκ’ απ’ τον Όλυμπον στους Αχαιούς και Τρώας.

Αλλά ειπέ, πως των ανδρών  την μάχην θε να παύσης;»







Και ο Φοίβος του Διός ο γιος σ’ εκείνην απαντούσε:



«Του Έκτορος ας σπρώξωμεν  την φλογερήν καρδίαν,

έναν από τους Δαναούς να προκαλέση μόνος,

αντίπαλοι να κτυπηθούν εις φονικόν αγώνα,

και αυτοί θα φιλοτιμηθούν έναν να σπρώξουν άνδρα

που με τον θείον Έκτορα να πολεμήση μόνος.».



Αυτά’πε και η γλαυκόματη θεά τον λόγον στέργει.



Και ο Πριαμίδης Έλενος ενόησε την γνώμην,

που άρεσε των δυο θεών  αυτού που εβουλευόνταν.

Τον Έκτορα επλησίασε και του’πε: «Ω Πριαμίδη

Έκτορ’, οπού στην φρόνησιν ομοιάζεις με τον Δία,

θα εδέχοσουν ό,τι θα ειπώ; Είμαι αδελφός σου. Κάμε

οι Τρώες όλοι κι οι Αχαιοί να παύσουν, να καθίσουν,

και συ τον ανδρειότερον των Αχαιών εις μάχην

προκάλεσε ν’ αγωνισθή μόνος με σένα μόνον.

Ότι δεν ήλθ’ η ώρα σου στον πόλεμον να πέσης.

Στον νουν μου το εφανέρωσε φωνή των αθανάτων.».



Αυτά’πε και αναγάλλιασεν ο Έκτωρ εις τον λόγον.

Στην μέσην βγήκε, εχώρισε τες φάλαγγες των Τρώων

κι έσφιγγε λόγχην. Και όλα ευθύς εκάθισαν τα πλήθη,

εκάθισαν κι οι Αχαιοί, ως πρόσταξ’ ο Ατρείδης.

Και ο Φοίβος με την Αθηνά στους κλάδους ησυχάζαν

του υψηλού φράξου του πατρός Διός αιγιδοφόρου,

εις την μορφήν γυπαετοί και εχαίροντο τους άνδρες.

Κι ήσαν οι αράδες στριμωκτές και ως λόγγος εφαντάζαν

ασπίδες και κοντάρια και περικεφαλαίες.

Και ως του Ζεφύρου η πρώτη ορμή την θάλασσαν σουφρώνει

κι εκείνο τ’ ανατρίχιασμα τη θάλασσαν μαυρίζει,

ομοίως και των Αχαιών  οι αράδες και των Τρώων

εις το πεδίον. Κι έλεγαν ο Έκτωρ εις την μέσην:

«Ακούτε, Τρώες και Αχαιοί λαμπροκνημιδοφόροι,

ό,τι στα στήθη μου η ψυχή να ειπώ παρακινεί με.

που όρκος δεν στερέωσεν ο υψίθρονος Κρονίδης,

αλλ’ ετοιμάζει συμφορές και στα δυο μέρη ωσότου

ή σεις την Τροίαν πάρετε την καλοτειχισμένην,

ή σας συντρίψωμεν εμείς σιμά στα κοίλα πλοία.

Έχετε των Παναχαιών άνδρες στην μάχην πρώτους.

Κι όποιος αυτών επιθυμεί μ’ εμέ να πολεμήση,

ας έλθη εδώ ν’ αντιταχθή στον Έκτορα  τον θείον.

Και ιδού τι λέγω. Μάρτυρα σ’ εμάς καλώ τον Δία.

Και αν με φονεύσ’ η λόγχη του, ας πάρη τ’ άρματά μου

εις τα γοργά καράβια σας, αλλά στα γονικά μου

το σώμα θ’ αποδώσει αυτός όπως εις τον νεκρόν μου

την τιμή δώσουν του πυρός και άνδρες και γυναίκες.







Και αν να τον ρίξ’ η λόγχη μου την δόξαν δώση ο Φοίβος,

εγώ θα πάρω τ’ άρματα στην Ίλιον την αγίαν

να τα κρεμάσω στον ναόν του τοξοφόρου Φοίβου,

και θ’ αποδώσω τον νεκρόν  στα γρήγορα καράβια,

οι κομοτρόφοι Αχαιοί να τον ενταφιάσουν

και στον πλατύν Ελλήσποντον να του σηκώσουν μνήμα.



Και των κατόπιν γενεών κάποιος θα ειπή περνώντας

με καράβι πολύσκαρμο στα μελαμψα πελάγη:

«Ανδρός οπού απέθανε το πάλαι ιδού το μνήμα,

και ο μέγας Έκτωρ φόνευσεν αυτόν τον ανδρειωμένον.».



Αυτό θα ειπούν και η δόξα μου ποτέ δεν θα’χει τέλος.».



Αυτά είπε και ως τον άκουσαν άφωνοι εμείναν όλοι.

Να τ’ αρνηθούν εντρέποντο, να το δεχθούν ετρέμαν.

Και τέλος ο Μενέλαος σηκώθη πονεμένος

εγκάρδια και τους ύβριζεν: «Ωιμέ φοβερολόγοι.».

τους είπεν, «όχι Αχαιοί, αλλ’ Αχαιίδες πλέον,

αισχύνη θα’ναι τρομερή των Δαναών, ανισως

αντίπαλος του Έκτορος δεν έβγη εδώ κανένας.

Αλλά σεις χώμα και νερό γίνατε, όπως σας βλέπω

αυτού να κάθεσθ’ άδοξοι με την ψυχήν χαμένην.

Κι εγώ θα ζώσω τ’ άρματα ν’ αντιταχθώ σ’ εκείνον.

Κι είναι στα χέρια των θεών οι κορυφές της νίκης.».





Αυτά’πε και αρματώθηκε. Τότε, Μενέλαε, πλέον

θα’βρισκες απ’ τον Έκτορα το τέλος της ζωής σου.

Που ήτο εκείνος στ’ άρματα πολύ καλύτερός σου,

εάν δεν εσηκώνοντο και δεν σ’ επιάναν όλοι

οι βασιλείς των Αχαιών. Και ο μέγας Αγαμέμνων

σ’ έπιασε από την δεξιάν και σου’λεγε: «Τον νουν σου

έχασες, ω Μενέλαε, και αυτό δεν σου συμφέρει.

Υπόμεινε, διογέννητε, τον πόνον της καρδιά σου.

Μ’ άνδρ’ από σε καλύτερον  ν’ αγωνισθής μη θέλεις,

με τον Πριαμίδην Έκτορα που τον τρομάζουν όλοι.



Και ο Αχιλλεύς οπού πολύ στην ρώμη σε υπερβαίνει

αυτόν τρέμει στον πόλεμο όπου δοξάζοντ’ άνδρες.

Αλλ’ άμε συ και ησύχαζε μαζί με τους συντρόφους,

και άλλον σ’ αυτόν αντίπαλον οι Αχαιοί θα βγάλουν.

Όσον και αν είναι ατρόμητος και αχόρταγος πολέμου,

θαρρώ που μ’ ευχαρίστησιν το γόνα θα λυγίση,

αν απ’ τον πόλεμο σωθή και απ’ τον δεινόν αγώνα.».

Είπε και αυτός υπάκουσε στον λόγον του αδελφού του

τον γνωστικόν κι επείσθηκε. Και αμέσως απ’ τους ώμους

χαρούμεν’ οι θεράποντες τα όπλα του σηκώσαν.



Και ο Νέστωρ τότε ομίλησε στην μέσην των Αργείων:



«Ωιμέ, στην γην των Αχαιών  μεγάλο πένθος ήλθε.

Πόσον ο ιππόμαχος Πηλεύς θα εγόγγυζεν ο γέρος

των Μυρμιδόνων ρήτορας καλός και βουληφόρος,

που έναν καιρό στο σπίτι του χαρούμενος μ’ ερώτα

δια τους προγόνους και παιδιά του γένους των Αργείων.

Και αν άκουε τώρα που όλοι αυτόν τον Έκτορα φοβούνται,

θ’ άπλωνε τες αγκάλες του προς τους θεούς να κάμουν

από τα χείλη του η ψυχή να κατεβή στον Άδην.



Και, ω Ζεύ και Απόλλων και Αθηνά, να ήμουν πάλι νέος,

ως όταν στον γοργόν κοντά Κελάδοντα εμαχόνταν

Πύλιοι και Άρκαδες ομού καλοί κονταροφόροι

σιμά στα τείχη της Φειάς, στα ρείθρα του Ιαρδάνου.

Κι εκείνων ήταν πρόμαχος ο Ερευθαλίων, άνδρας

ισόθεος και τ’ άρματα  φορούσε του Αρηθόου,

του Αρηθόου του λαμπρού που άνδρες και γυναίκες

ροπαλοφόροι έλεγαν, εξ αφορμής που λόγχην

ή τόξον εις τον πόλεμον δεν είχεν, αλλά μόνον

με σιδερένιο ρόπαλο τες φάλαγγες εσπούσε.

Με δόλον, όχι αντίμαχα, τον φόνευσε ο Λυκούργος

εις μονοπάτι που ποσώς σ’ αυτόν δεν ωφελούσε

το ρόπαλον. Κι επρόφθασε με λόγχην ο Λυκούργος

να τον τρυπήση κι έπεσε τ’ ανάσκελα στο χώμα.

Και απ’ τ’ άρματα που’χε σ’ αυτόν δωρήσει ο χάλκειος Άρης

εγύμνωσέ τον κι έπειτα στον πόλεμον τα εφόρει.

Και αφού στο σπίτι εγήρασε τα χάρισε ο Λυκούργος

εις τον Ερευθαλίωνα καλόν θεράποντά του.





Τούτος μ’ εκείνα τ’ άρματα τους πολεμάρχους όλους

επροκαλούσε κι έτρεμε καθείς, δεν είχε τόλμην.

Κι εμ’ έφερε ν’ αγωνισθώ η θαρρετή ψυχή μου,

αν κι ήμουν ο νεώτερος απ’ όλους τους ανδρείους.

Πολέμησα κι η Αθηνά μου χάρισε την νίκην.

Τρανόν και ανδρείον ως αυτόν δεν φόνευσ’ άλλον άνδρα

φαρδύς μακρύς απέραντος εκείτετο στο χώμα.

Αχ! μ’ όλην την ανδρείαν μου να ήμουν πάλι νέος!

Θα’βρισκε τον αντίμαχον ο λοφοσείστης Έκτωρ.

Και απ’ όλους τους Παναχαιούς όσ’ είσθε πολεμάρχοι

τώρα κανείς στον Έκτορα ν’ αντισταθή δεν θέλει.».



Στου γέρου τους ονειδισμούς εννέα σηκωθήκαν.


Πρώτος σηκώθη ο δυνατός, ο μέγας Αγαμέμνων.

Κατόπιν ο ανίκητος Τυδείδης Διομήδης,

οι Αίαντες, μ’ αδάμαστην ζωσμένοι ανδραγαθίαν,

ο Ιδομενεύς και ο σύντροφος εκείνου Μυριόνης,

στην δύναμιν ισόπαλος του ανδροφόνου Άρη,

ο Ευρύπυλος του Ευαίμονος λαμπρός υιός και ο Θόας

Ανδραιμονίδης και μ’ αυτούς ο θείος Οδυσσέας,

με τον γενναίον Έκτορα καθείς να πολεμήση.

Και πάλιν ο Γερήνιος ιππότης Νέστωρ είπε:



«Να τιναχθούν τώρα οι λαχνοί, να ιδούμε ποιος θα τύχη.

Ότι χαράς θα’ναι αφορμή στων Αχαιών το γένος

και η καρδιά του θα αισθανθή χαράν, αν κατορθώση

από της μάχης να σωθή τον φοβερόν αγώνα.».

Αυτά’πε κι εσημείωσε καθένας τον λαχνόν του.

Και του Ατρείδη Αγαμέμνονος τους έβαλαν  στο κράνος.



Και όλοι εδέοντο οι λαοί με χέρια σηκωμένα

και μάτια προς τον ουρανόν κι είπαν: «Πατέρα Δια,

δώσ’ τον λαχνόν του Αίαντος ή του Τυδείδ’ ή δώσ’ τον

αυτού που στες πολύχρυσες Μυκήνες βασιλεύει.».

Αυτά’λεγαν καιτους λαχνούς ετίναξεν ο Νέστωρ.

Και από το κράνος πήδησε λαχνός ως τον ηθέλαν,

του Αίαντος και ο κήρυκας τον παιρνει και τον δείχνει

των πολεμάρχων Αχαιών με τάξιν εις καθέναν.



Και τον λαχνόν δεν γνώρισε κανείς ωσάν δικόν του

και ότ’ έφθασε στον Αίαντα  που τον λαχνόν στο κράνος

έριξε αφού τον χάραξεν, άπλωσεν ο γενναίος

το χέρι του και ο κήρυκας σ’ αυτόν τον παραδίδει.

Και το σημάδι άμ’ είδε αυτός το γνώρισε κι εχάρη.

Τον λαχνόν έριξε χαμαί κι εφώναξε: «Δικός μου

είναι ο λαχνός, αγαπητοί. Και χαίρεται η ψυχή μου

ότι τον θείον Έκτορα θαρρώ πως θα νικήσω.

Αλλ’ όσο εγώ με τ’ άρματα το σώμα μου να ζώσω,

εσείς ωστόσο εύχεσθαι προς τον πατέρα Δία,

σιγά μήπως να εύχεσθαι οι Τρώες σας νοήσουν,

ή αν θέλετε και φανερά, κανέναν δεν φοβούμαι.

Διότι κανείς με δύναμιν  εμέ δεν θα δαμάση,

με τέχνην ούτε, ότι θαρρώ που, γέννημα και θρέμμα

της Σαλαμίνος, δεν είμαι αμάθητος τελείως.».



Αυτά’πε κι εύχονταν αυτοί προς τον πατέρα Δία.



Και τον μεγάλον ουρανό κοιτώντας κάποιος είπε:



«Δία, πατέρα, δοξαστέ, που βλέπεις απ’ την Ίδην,

ύψιστε, δώσ’ του Αίαντος το καύχημα της νίκης.

Κι εάν τον Έκτορ’ αγαπάς πολύ και προστατεύεις,

δώσ’ και των δύο δύναμιν και δόξαν παρομοίαν.».





Και ωστόσο τον λαμπρόν χαλκόν εζώνονταν ο Αίας

και στα καλά τα άρματα τα μέλη του είχε κλείσει.

Κινούνταν, ως θεόρατος ο Άρης κατεβαίνει

στον πόλεμον μες στους θνητούς, που ο βροντητής Κρονίδης

στης διχονοίας έριξε τον φονικόν αγώνα.

Παρόμοια θεόρατος των Αχαιών ο πύργος

ο Αίας με χαμόγελο στο άγριο πρόσωπό του

μέγα κοντάρι ετίναξε μακροδιασκελώντας.





Αναγαλλιάζουν οι Αχαιοί καθώς τον εθεωρούσαν,

αλλ’ από τρόμον φοβερόν επάγωσαν οι Τρώες,

και ακόμα και του Έκτορος εσπάραξε η καρδία.

Αλλά να φύγη, να συρθή μες στον στρατόν του πλέον

δεν ημπορούσε αυτός αφού προκάλεσε εις την μάχην.

Και ο Αίας επροχώρησε μ’ ασπίδα ωσάν πύργον,

χάλκινην μ’ επτά δέρματα που του έκαμε ο Τυχίος

των σκυτοτόμων έξοχος, εγκάτοικος στην Ύλην,

λαμπρήν την ετεχνούργησεν επτάδιπλην με δέρμα

δυνατών ταύρων, κι έβαλε δίπλαν χαλκού ογδόην.

Αυτήν στα στήθη επρόβαλεν ο Τελαμώνιος Αίας.

Κι εστάθη εμπρός στον Έκτορα και του’πε με φοβέρες:



«Ω Έκτωρ, θα γνωρίσεις συ, μόνος με μόνον τώρα,

αν άλλοι εδώ των Δαναών ευρίσκονται  ανδρειωμένοι,

έξω από τον λεοντόκαρδον Πηλείδην ανδροφόνον.

Αλλ’ αυτός μένει στα κυρτά θαλασσοπόρα πλοία,

αφού στον πρώτον αρχηγόν Ατρείδην εχολώθη.



Αλλ’ εμείς είμεθ’ αρκετοί με σε να μετρηθούμε

και πάμπολλοι. Αλλ’ αρχίνησε πρώτος εσύ την μάχην.».

Και ο μέγας τότε απάντησεν ο λοφοσείστης Έκτωρ:



«Αία, ω διογέννητε, μεγάλε πολεμάρχε,

τι τάχα ωσάν αδύνατο παιδί, με δοκιμάζεις

ή ωσάν γυναίκ’ αμάθητην στα έργα του πολέμου;

Τες μάχες ξεύρω εγώ καλά και τες ανδροφονίες.

Αριστερά και δεξιά να στρέφω την βαρείαν

ασπίδα ηξεύρω ακούραστος στον κόπο του πολέμου.

Ξεύρω των ίππων την ορμήν στην μάχην να οδηγήσω,

και πεζός ξεύρω τον χορόν του Άρη του ανδροφόνου.

Αλλά γενναίον ως εσέ δεν θέλω να κτυπήσω

απόκρυφ’ αλλά φανερά, το ακόντι μου αν πετύχη.».


Είπε και το μακρόσκιον ετίναξε κοντάρι.

Και την φρικτήν του Αίαντος εκτύπησεν ασπίδα

και τον χαλκόν του όγδοος επτά σκεπάζει δίπλες.

Τες έξι δίπλες έσχισε κι εστάθη στην εβδόμην

της λόγχης ο σκληρός χαλκός. Και δεύτερος ο Αίας

ο θείος το μακρόσκιον  ετίναξε κοντάρι,

κι εκτύπησε την στρογγυλήν του Έκτορος ασπίδα.



Τρύπησ’ η λόγχη η δυνατή την φωτεινήν ασπίδα,

και στον ωραίον θώρακα  εμπήχθη πέρα πέρα,

και στο λαγγόνι του αντικρύ του σχίζει τον χιτώνα.

Έσκυψε και τον θάνατον απόφυγεν εκείνος.



Και απ’ τες ασπίδες έσυραν τες λόγχες των και οι δύο.

Με ορμήν επέσαν και όμοιαζαν  λεόντων ωμοφάγων,

ή αγριοχοίρων φοβερών που δύσκολα νικιούνται.

Και ο Έκτωρ πρώτος έκρουσε στην μέσην την ασπίδα,

και η λόγχη δεν την έσπασε, ώστ’ εκυρτώθη η άκρη.

Τότε πηδώντας έμπηξε την λόγχην στην ασπίδα

του Έκτορος και απ’ την ορμήν την έκοψεν ο Αίας,

και τον λαιμόν του λάβωσεν η λόγχη κι έσταξ’ αίμα.



Και όμως ο Έκτωρ μ’ όλ’ αυτά την μάχην δεν αφήνει.

Τραβιέται οπίσω κι απ’ την γην με το τρανό του χέρι

πέτραν σηκώνει ολόμαυρην, μεγάλην και τραχείαν.



Του Αίαντος την φοβερήν επτάδιπλην ασπίδα

μ’ αυτήν κτυπά στον ομφαλόν κι εβρόντησε ο χαλκός της.

Βράχον  πολύ τρανότερον εσήκωσεν ο Αίας.

Σφενδονιστά τον έριξε μ’ αμέτρητην ανδρείαν

κι έσπασεν η μυλόπετρα  στα βάθη  την ασπίδα.

Ετρέκλισε και ανάσκελα ξαπλώθηκε από κάτω

εις την ασπίδα. Κι έξαφνα τον όρθωσεν ο Φοίβος.





Και με τα ξίφη αντίστηθα να κτυπηθούν θα ορμούσαν,

αν του Διός οι μηνυταί καιτων θνητών ανθρώπων,

οι κήρυκες που έστελαν και Αχαιοί και Τρώες

Ιδαίος και Ταλθύβιος, άνδρες σοφοί και οι δύο

δεν πρόφθαναν στο μέσον των τα σκήπτρα των ν’ απλώσουν.





Ο Ιδαίος τότε ομίλησε που νουν και γνώσες είχε:

«Την μάχην πλέον παύσετε, τον πόλεμον, παιδιά μου,

διότι ο Ζευς σας αγαπά παρόμοια και τους δύο,

είσθε κι οι δυο πολεμισταί. Και αυτό το βλέπομ’ όλοι.

Κι ενύκτωσε, είναι καλό στη νύκτα να υπακούμε.».



Σ’ αυτόν τότε αποκρίθηκε ο Τελαμώνιος Αίας:



«Του Έκτορος αυτά να ειπείς να τα ζητήσ’ Ιδαίε,

αφού προκάλεσεν αυτός τους πολεμάρχους όλους

ας αρχινήση. Και ό,τι ειπή θέλει κι εγώ το στέρξω.».

Και ο μέγας τότε απάντησεν ο λοφοσείστης Έκτωρ:



«Ω Αία, σου’δωσε ο θεός και ανάστημα και ανδρείαν

και γνώσιν και των Αχαιών πρώτος στην λόγχην είσαι.

Ας παύσωμεν δια σήμερα της μάχης τον αγώνα

κι ύστερ’ ας πολεμήσωμεν, ωσότου μας χωρίση

θεός και εις έναν των λαών  χαρίση αυτός την νίκην.

Κι ενύκτωσεν. Είναι καλό στην νύκτα να υπακούμε.



Και οι Αχαιοί στα πλοία σας να σε χαρούν, γενναίε,

και μάλιστα οι συντρόφοι σου και οι φίλοι, όσους κι αν έχεις,

και στου Πριάμου την λαμπρήν μεγάλην πολιτείαν

εμένα οι Τρώες να χαρούν κι οι σεβαστές μητέρες

συναθροισμένες να ευχηθούν στον αγιασμένον τόπον.

Και δώρα ας αντιδώσωμεν εξαίσια μεταξύ μας,

ώστε να ειπή των Αχαιών  κανένας και των Τρώων:



Στης διχονοίας πιάσθηκαν τον φονικόν αγώνα

και πάλιν ομογνώμησαν και ως φίλοι εχωρισθήκαν.».



Και ως είπε του επρόσφερεν αργυροκαρφωμένο

ξίφος με το θηκάρι του και κρεμαστήρι ωραίο.

Ζώνην με κόκκινην βαφήν του χάρισεν ο Αίας.



Και αποχωρήσαν στον λαόν των Αχαιών ο Αίας,

ο Έκτωρ εις τον Τρωικόν, κι εχάρηκαν οι Τρώες,

ως ζωντανόν και αλάβωτον τον είδαν αφού μόλις

εξέφυγε απ’ του Αίαντος τα χέρια τ΄ ανδρειωμένα

ανέλπιστα, και όλοι φαιδροί στην πόλιν τον επήραν.

Και οι Αχαιοί τον Αίαντα, φαιδρόν από την νίκην,

του θείου Αγαμέμνονος εις την σκηνήν επήραν.

Και του Ατρείδη ότ’ έφθασαν  εις τες σκηνές εκείνου

βόδι εθυσίασε δι’ αυτούς  ο μέγας βασιλέας

αρσενικό πεντάχρονο στον ύψιστον Κρονίδην.



Το γδάραν, το συγύρισαν και αφού το τεταρτιάσαν,

με τέχνην το ελιάνισαν, το πέρασαν στες σούβλες

και αφού το ψήσαν εύμορφα χωρίσαν τες μερίδες

και άμ’ απ’ τον κόπον έπαυσαν κι ετοίμασαν το γεύμα,

ετρώγαν και όλ’ ισόμοιρα αρήκαν το τραπέζι.



Τότε τον θείον Αίαντα ο μέγας Αγαμέμνων

μ’ ολόκληρην ετίμησε την νεφραμιά του μόσχου.



Και του φαγιού και του πιοτού την όρεξη αφού σβήσαν,

πρώτος ο γέρος άρχισε σκέψιν  εμπρός να φέρη

ο Νέστωρ, οπού η γνώμη του ως πρώτα επροτιμήθη.

Εκείνος τους αγόρευσε καλόγνωμα και είπε:





«Ατρείδη, των Παναχαιών σεις άλλοι πολεμάρχοι,

των ανδρειωμένων Αχαιών πολλοί’ναι αποθαμένοι,

που με το μαύρον αίμα τους τες όχθες του Σκαμάνδρου

έβαψ’ ο Άρης κι οι ψυχές κατέβηκαν στον Άδην.

Όθεν από τον πόλεμον θα παύσης. Και άμα φέξει

εδώ θα μεταφέρουμε με αμάξια τους νεκρους μας.

Και θα τους καύσωμε μακράν ολίγο από τα πλοία,

και των αγαπημένων του τα κόκαλα θα πάρη

καθείς όταν γυρίσουμε στην ποθητήν πατρίδα.



Και απ’ το πεδίον πάγκοινον θα υψώσουμ’ έναν τάφον

εις την πυράν ολόγυρα, και θα κτισθούν στο πλάγι

πύργοι υψηλοί, προφυλακή σ’ εμάς και στα καράβια.

Πύλες κατόπιν στερεές θα κάμουμε στους πύργους,

πλατιές, δια να’χουν διάβασιν τ’ αμάξια με τους ίππους,

κι εγγύς των πύργων έξωθεν βαθύς να γίνει λάκκος,

που τον λαόν και τ’ άλογα θέν’ ασφαλίση οπόταν

ορμήση πόλεμος βαρύς των αγερώχων Τρώων.».

Έπαυσε και όλ’ οι βασιλείς ό,τ’ είπεν εδεχθήκαν.

Και ωστόσον στην ακρόπολιν, στες πύλες του Πριάμου,

με κρότον και με θόρυβον συνάζονταν οι Τρώες.

Τον λόγον πήρε ο φρόνιμος Αντήνωρ και τους είπε:



«Ακούτε, Τρώες, Δάρδανοι, κι όσ’ είσθε βοηθοί μας,

ό,τι στα στήθη μου η ψυχή να ειπώ παρακινεί με.

Ελάτ’ ευθύς, των Ατρειδών την Άργισσαν Ελένην

μ’ όλα τα πλούτη ας δώσωμε. Πατήσαμε τους όρκους

και πολεμούμ’ επίορκα. Δια τούτο αν πράξωμ’ άλλο

απ’ ό,τι λέγω, όχι καλό το τέλος μας προβλέπω.».

Είπεν αυτός κι εκάθισε. Κι ευθύς σηκώθη ο θείος

Αλέξανδρος ο σύντροφος της εύμορφης Ελένης

κι εκείνον επροσφώνησε με λόγια φτερωμένα:



«Αντήνορ, δεν αρέσκομαι ποσώς σ’ αυτά που λέγεις.

Και λόγον τούτου ορθότερον να βγάλ’ ηξεύρει ο νους σου.

Αλλ’ αν τον λέγης σοβαρά και μέτωρο δεν είναι,

τότε θα ειπώ, πως οι θεοί τα λογικά σου πήραν.

Και θα ομιλήσω καθαρά των ιπποδάμων Τρώων.

Το λέγω κατά πρόσωπον δεν δίδω εγώ την νέαν,

όμως να δώσω είμ’ έτοιμος τους θησαυρούς που επήρα

από το Άργος και πολλά δικά μου να προσθέσω.».

Είπεν αυτά κι εκάθισε κι εμπρός τους εσηκώθη

ο Δαρδανίδης Πρίαμος ισόθεος στην γνώσιν,

και προς αυτούς ομίλησε με καλήν γνώμην κι είπε:



«Ακούτε, Τρώες, Δάρδανοι κι όσ’ είσθε βοηθοί μας,

ό,τι στα στήθη μου η ψυχή να ειπώ παρακινεί με.

Και τώρα, καθώς γίνεται, δειπνήσετε στην πόλιν,

και όλοι μείνετ’ άγρυπνοι στην νυκτοφυλακήν σας.

Και άμα χαράξη ας πορευθεί στα γρήγορα καράβια

ο Ιδαίος του Αγαμέμνονος να ειπή και Μενελάου,

ο Αλέξανδρος που’ναι αφορμή της έχθρας, τι προβάλλει.

Και λόγον να προσθέση ορθόν, ο πόλεμος αν θέλουν

να παύση ο επικατάρατος, ωσότου τους νεκρούς μας

να καύσωμε. Μετέπειτα θα κτυπηθούμε πάλι

ώσπου να δώση ένας θεός την νίκην σ’ όποιον θέλει.».


Είπε κι όλοι τον άκουσαν κι εστέρξαν εις τον λόγον.

Και στον στρατόν εδείπνησε στην τάξιν του καθένας,

και άμ’ έφεξε στα βαθουλά καράβια πήγε ο Ιδαίος

και στου Αγαμένονος σιμά στην πρύμνην ήβρεν όλους

τους Δαναούς θεράποντες του Άρη συναγμένους.

Και ο κήρυκας  γλυκόφωνος στην μέση εστάθη κι είπε:





«Ατρείδη, των Παναχαιών σεις άλλοι πολεμάρχοι,

ο Πρίαμος και οι σεβαστοί με πρόσταξαν οι Τρώες

να σας ειπώ ν’ ακούσετε, και αν αρεστά  σας είναι,

ο Αλέξανδρος που’ναι αφορμή της έχθρας τι προβάλλει.

Όλα τα πλούτη όπ’ έφερεν ο Αλέξανδρος στην Τροίαν

στα βαθουλά καράβια του – που να’χε χαθή πρώτα –

να τ’ αποδώσ’ είν’ έτοιμος και άλλα πολλά δικά του.

Πλην την γυναίκα νυμφευτήν του ενδόξου Μενελάου

να δώση αρνείται, αν και πολύ τούτο απαιτούν οι Τρώες.

Και άλλο να ειπώ με πρόσταξαν, ο πόλεμος να παύση,

αν θέλετε, ο κατάρατος, ωσότου τους νεκρούς μας

να καύσωμε. Μετέπειτα θα κτυπηθούμε πάλι

ώσπου να δώση ένας θεός την νίκην σ’ όποιον θέλει.».



Έπαυσε και όλοι εσίγησαν, άφωνοι εμείναν όλοι.

Τέλος σ’ αυτούς ομίλησεν ο ανίκητος Διομήδης:



«Τα πλούτη απ’ τον Αλέξανδρον και μήτε την Ελένην

δεν θα δεχθούμε. Φανερά  κι ένα μωρό το βλέπει,

πως ήδη κρέμετ’ όλεθρος στην κεφαλήν των Τρώων.».

Είπε, κι οι Αχαιόπαιδες μ’ αλαλαγμούς τον στέρξαν,

ως του Τυδείδη εθαύμασαν  τον λόγον του ιπποδάμου.



Και στον Ιδαίον έλεγεν ο μέγας Αγαμέμνων:



«Τον λόγον συ των Αχαιών τώρ’ άκουσες, Ιδαίε,

πως σου αποκρίνονται. Κι εγώ την ίδια έχω γνώμην.

Και ως προς την καύσιν των νεκρών δεν θα την στερηθήτε.

Και ποιος φιλαργυρεύεται προς τους αποθαμένους

παρηγοριά με την πυράν στο πνεύμα τους να δώση;

Στον όρκον έχω μάρτυρα τον ύψιστον Κρονίδην.».

Είπε και εις όλους τους θεούς ύψωσε αυτός το σκήπτρον.



Ο Ιδαίος πάλιν ανέβηκε στην Ίλιον την αγίαν,

και οι Τρώες τότε εις σύνοδον  ομού και οι Δαρδανίδες

εκάθονταν κι επρόσμεναν ο κήρυκας να φθάση.

Ήλθεν αυτός, εστάθηκε στο μέσον και τους είπε

το μήνυμα των Αχαιών. Κι εκείνοι ετοιμαζόνταν

άλλοι να φέρουν τους νεκρούς και άλλοι κορμούς να κόψουν.

Και απ’ τ’ άλλο μέρος οι Αχαιοί σπουδάζαν απ’ τα πλοία

άλλοι να φέρουν τους νεκρούς και να ξυλεύσουν άλλοι.

Και τους αγρούς ο ήλιος φωτοβολούσε πάλιν

και απ’ τον βυθόν και σιγαλόν ωκεανόν επάνω

στον ουρανόν ανέβαινε. Και αυτοί συναπαντώντο.

Με κόπον εξεχώριζε καθένας τον νεκρόν του.

Αλλ’ έπλεναν τα σώματα τα αιματοκυλισμένα

και δάκρυα χύνοντας θερμά  στ’ αμάξια τα σηκώναν.



Και ο Πρίαμος δεν άφηνε να οδύρωνται κι εκείνοι

βουβοί, θλιμμένοι στην πυράν σωρεύαν τους νεκρούς των.

Και αφού τους κάψαν γύρισαν στην Ίλιον την αγίαν.



Και απ’ τ’ άλλο μέρος οι Αχαιοί με την καρδιάν θλιμμένην

κι εκείνοι επάνω εις την πυράν σωρεύαν τους νεκρούς των

και αφού τους κάψαν γύρισαν στα βαθουλά καράβια.



Ακόμη δεν γλυκόφεγγε και στην πυράν τριγύρω

εκλεκτό μέρος Αχαιών σηκώθη από τον ύπνον

και ολόγυρά της πάγκοινον σηκώσαν τάφον έναν

απ’ το πεδίον κι έκτισαν σιμά του τείχος μέγα

με υψηλούς πύργους, φύλαξιν δι’ αυτούς και τα καράβια.

Πύλες κατόπιν στερεές στους πύργους μέσα εκάμαν,

πλατιές δια να’χουν διάβασιν τ’ αμάξια με τους ίππους.

Κι εγγύς του τείχους χάνδακα βαθυν απ’ έξω εσκάψαν

πλατύν, μεγάλον κι έμπηξαν στην άκρην του πασσάλους.

Σ’ αυτά μ’ αγώνα εργάζονταν των Αχαιών τα πλήθη.

Και όλ’ οι αθάνατοι σιμά στον βροντητήν Κρονίδην

θαυμάζαν το κατόρθωμα των Αχαιών  ανδρείων.

Και ο Ποσειδών τότ’ άρχισε να λέγη ο κοσμοσείστης:

«Δία πατέρα, είναι θνητός κανείς στην οικουμένην,

οπού να ειπή την σκέψιν του στους αθανάτους πλέον;

Τους κομοφόρους  Αχαιούς δεν βλέπεις πώς εκτίσαν

τείχος δια τα καράβια των και γύρω ανοίξαν λάκκον

και των θεών  δεν έδωκαν τες εκλεκτές θυσίες;



Και ως όπου χύνεται το φως θα φθάση τ’ άκουσμά του.

Κι εκείνο θα λησμονηθεί, που τότ’ εγώ και ο Φοίβος

του θείου Λαομέδοντος σηκώσαμε μ’ αγώνα.».



Βάρυνε ο Ζευς, κι είπε σ’ αυτόν, ο νεφελοσυνάκτης:



«Ωιμέ, τι είπες, δυνατέ, μεγάλε κοσμοσείστη!

Εις άλλον θεόν άρμοζε να έλθη αυτός ο φόβος

στα χέρια και στην δύναμιν πολύ κατώτερόν σου.

Και ως όπου χύνεται το φως θα φθάση τ’ άκουσμά σου.

Και σκέψου οπόταν οι Αχαιοί στην ποθητήν πατρίδα

γυρίσουν με τα πλοία τους, ιδού τι θενά κάμης.

Σπάσε, ρίξε στη θάλασσα εσύ το τείχος όλο

και μ’άμμον πάλι σκέπασε τ’ απέραντο ακρογιάλι,

κι εχάθηκε των Αχαιών ευθύς το μέγα τείχος.».



Αυτούς τους λόγους έλεγαν εκείνοι. Και το εσπέρας

ως ήλθεν, είχαν οι Αχαιοί το έργο τελειωμένο,

και βόδια σφάζαν στες σκηνές κατόπιν κι εδειπνήσαν.



Τότε απ’ την Λήμνον με κρασί πάμπολλ’αράξαν πλοία,

σταλμέν’ από τον Εύηνον που από την Υψιπύλην

και από τον αρχηγόν ανδρών Ιάσονα εγεννήθη.

Και κρασί μέτρα χίλια στους αδελφούς Ατρείδες

ο Ιασονίδης έδωκε διαλεκτό να πάρουν.

Κι επρομηθεύοντο κρασί των Αχαιών καθένας,

και άλλοι χαλκόν αντέδιδαν, λαμπρόν σίδερον άλλοι,

άλλοι τομάρια βοδινά, ζωντανούς μόσχους άλλοι,

ανδράποδ’, άλλοι. Κι έπειτα λαμπρό τραπέζι εστρώσαν,

και ολονυκτίς των Αχαιών το πλήθος εδειπνούσαν,

και οι Τρώες με τους βοηθούς στην πόλιν και όλη νύκτα

κακά σ’ αυτούς σοφίζονταν ο πάνσοφος Κρονίδης

με φοβερές βροντές. Και αυτοί τρομάζοντας εχύναν

απ’ τα ποτήρια το κρασί στην γην και δεν επίναν,

εις τον μεγαλοδύναμον Κρονίδην πριν σπονδίσουν.

Κατόπιν όλοι επλάγιασαν κι εχάρηκαν τον ύπνον.


ΙΛΙΑΔΟΣ - ΡΑΨΩΔΙΑ Θ΄
Οι Τρώες έχουν επιτυχίες στην μάχη


Η Έως άπλωνε η χρυσή σ’ όλην την γην το φως της,

κι εσυγκαλούσε τους θεούς ο υπέρτατος Κρονίδης

στην ακροτάτην κορυφήν του πολυλόφου Ολύμπου.

Έλεγε αυτός και όλ’ οι θεοί προσέχαν εις τον λόγον.



«Αθάνατοι, και αθάνατες θεές, ακούσετ’ όλοι

ό,τι στα στήθη μου η ψυχή να ειπώ παρακινεί με.

Μήτε θεός μήτε θεά τολμήση ν’ αντικόψη

τούτον που λέγω τον σκοπόν και στέρξετ’ όλοι αντάμα

ώστε στα έργα τούτα εγώ γοργό να δώσω τέλος.

Και όποιον θεόν αλλόγνωμα νοήσω να βοηθήση

τους Τρώας ή τους Δαναούς, άσχημα κτυπημένος

στον Όλυμπον θα στρέψη αυτός ή θα τον ρίξω κάτω

με τούτα εγώ τα χέρια μου στα σκότη του Ταρτάρου,

πολύ μακράν στα τρίσβαθα του κόσμου καταχθόνια,

που πύλες έχει σιδηρές και χάλκινο κατώφλι,

κάτω απ’ τον Άδη όσο της γης ο ουρανός απέχει.

Τότε θα μάθη αν τους θεούς νικών στην ρώμη όλους.



Και δοκιμάσετε, ω θεοί, να το γνωρίσετ’ όλοι.

Χρυσή κρεμάσετ’ άλυσον απ’ τ’ ουρανού την άκρην,

και αθάνατοι και αθάνατες, όλοι απ’ αυτήν πιαστήτε,

Αλλά δεν θα’σθε δυνατοί μ’ όσον κι αν βάλτε κόπον

να σύρετ’ απ’ τον ουρανόν τον πάνσοφον Κρονίδην.

Αλλ’ αν εγώ το ήθελα θα εδύνομουν και μόνος

μ’ όλην την γην και θάλασσαν επάνω να σας σύρω.

Και θα’δενα την άλυσον στην κορυφήν του Ολύμπου

ώστε τα πάντα ανάερα να μείνουν εις τον κόσμον.

Τόσο ανώτερος εγώ θεών και ανθρώπων είμαι.».



Είπεν αυτά κι εσίγησεν, άφωνοι εμείναν όλοι.

Ότι με φόβον άκουσα τον αυστηρόν του λόγον.

Και τέλος η γλαυκόματη θεά σ’ εκείνον είπε:



«Κρονίδη, ω πατέρα μας, των βασιλέων πρώτε,

το ηξεύρομ’ ότι αντίσταση δεν έχ’ η δύναμίς σου.

Αλλ’ όμως δια τους Δαναούς πονούμε τους ανδρείους,

οπού θα πάθουν κι άσφαλτα θ’ αδικοθανατήσουν.

Αλλ’ όμως θέλει απέχωμεν, ως θέλει, απ’ την μάχην.

Πλην συμβουλήν θα δώσωμεν καλήν εις τους Αργείους,

να μη χαθούν όλοι δια μιας απ’ το βαρύ σου μίσος.».



Της είπε με χαμόγελον ο νεφελοσυνάκτης:

«Παρηγορήσου, τέκνον μου. Με την ψυχήν δεν είπα

τον λόγον οπού επρόφερα. Και μαλακόν θα μ’ έβρης.».



Είπε. Στ’ αμάξι έζεψε τα ορμητικά πουλάρια,

χαλκόποδα, μ’ ολόχρυσην και φουντωμένην κόμην,

ολόχρυσ’ άρματα και αυτός εζώσθηκε κι επήρε

χρυσήν ωραία μάστιγα και ανέβηκε στον θρόνον

κι εράβδισε να κινηθούν και πρόθυμα επετούσαν

τ’ άλογ’ ανάμεσα στην γην και τ’ ουρανού τ’ αστέρια.

Έφθασε στην πολύβρυσην και θηριοθρέπτραν Ίδην,

στον Γάργαρον, που του Διός έχει βωμόν και κτήμα.

Αυτού εστάθη των θεών και των ανθρώπων ο πατέρας,

και τ’ άλογα αφού ξέζεψε και τα ζωσε με νέφος,

στην κορυφήν περήφανος εκάθισε να βλέπη

των Τρώων και των Αχαιών  την πόλιν και τα πλοία.

Και εις τες σκηνές των οι Αχαιοί το πρόγευμά τους παίρναν

σύντομα κι αρματώνονταν ευθύς κατόπιν όλοι,

και οι Τρώες εις την πόλιν των, και αν και ολιγότερ’ ήσαν,

διψούσαν δια τον πόλεμον, βιασμένοι απ’ την ανάγκην,

διατες γυναίκες, την ζωήν, δια τα παιδια να βάλουν.

Οι πύλες όλες άνοιξαν κι εχύνονταν τα πλήθη.

Πεζοί και ιππείς, και αλαλαγμός μεγάλος ακουόταν.



Και ότ’ έφθασαν κι εβρέθησαν εις έναν τόπον όλοι,

τα  τόμαρα και τ’ άρματα και τ’ ανδρειωμένα στήθη,

τα χαλκοθώρηκτ’ έσμιξαν. Κι οι ομφαλωτές ασπίδες

απ’ τα δυο μέρη εγγίζονταν, και ο κόσμος εβροντούσε.



Κι εκεί κραυγή χαράς ανδρών που φόνευαν και βόγγος

ανδρών οπού εφονεύοντο και η γη πλημμύριζ’ αίμα.

Και όσο ήτο αυγή και τ’ άγιο φως αύξαινε της ημέρας,

επέφταν και των δυο στρατων άνδρες πολλοί στη μάχη.

Και όταν ο ήλιος τ’ ουρανού στην μέσην είχε φθάσει,

τα χρυσά τάλαντ’ άνοιξεν ο ύψιστος πατέρας

και εις το καθέν’ απέδωσε πικρού θανάτου μοίραν,

των χαλκοφράκτων Αχαιών, των ιπποδάμων Τρώων.

Τα σήκωσε κι έκλιν’ ευθύς των Αχαιών η μοίρα.

Των Αχαιών εκάθισαν κάτω στην γην οι μοίρες.

Των Τρώων εις τον ουρανόν οι μοίρες πεταχθήκαν.



Και απ’ την Ίδην βρόντησεν ο Ζευς και αστροπελέκι

φρικτόν στην μέσην έριξε των Αχαιών. Κι εκείνοι

την φλόγα ως είδαν έμειναν και αχνός τους πήρε φόβος.

Και τότε μήτ’ ο Ιδομενεύς και μήτ’ ο Αγαμέμνων

μητ’ οι ανδρειωμένοι Αίαντες κει να σταθούν τολμούσαν.

Μόνος ο Νέστωρ έμεινε, κι εκείνος εξ ανάγκης.

Αδημονούς’ ο ίππος του, που είχε ακοντίσει ο Πάρης

στην κορυφήν της κεφαλής που οι πρώτες τρίχες βγαίνουν

των ίππων εις το καύκαλο, κι είναι ακριβό το μέρος.

Και η λόγχη στον εγκέφαλον εμπηχθη και απ’ τον πόνον

οπίσ’ ορθός σηκώθηκε και με την λόγχην όλην

χάμω εκυλιόταν κι έβαλε τους ίππους άνω κάτω

να κόψει τα παράζυγα καθώς επροσπαθούσαν

ο γέρος με την μάχαιραν, του Έκτορος εφθάσαν

οι ταχείς ίπποι στον διωγμόν κι εφέρναν κυβερνήτην

απότολμον τον Έκτορα. Ουδ’ είχε σωτηρίαν.

Αλλά τον είδε ο δυνατός Τυδείδης και μεγάλην,

τρομερήν έσυρε κραυγήν να ειπή στον Οδυσσέα:

«Λαερτιάδη, διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα,

που φεύγεις, που με τους πολλούς δειλός τα νώτα στρέφεις;

Μη, καθώς φεύγεις, τρυπηθής στην ράχην αλλά μείνε,

εμείς απ’ άνδρ’ απάνθρωπον να σώσωμεν τον γέρον.».



Είπεν, αλλ’ ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας

ποσώς δεν τον εισάκουσε κι έτρεχε προς τα πλοία.



Τότε ο Τυδείδης πρόμαχος πετάχθη, κι ήταν μόνος

κι εστήθη εμπρός στην άμαξαν του γέροντος Νηλείδη,

κι εκείνον επροσφώνησε με λόγια φτερωμένα:



«Ω γέρε, τώρα μαχηταί στενοχωρούν  σε νέοι,

σ’ ήβρε το γήρας το κακό και η δύναμίς σου εκόπη,

αδύναμον θεράποντα και αργούς τους ίππους έχεις.

Ανέβα εδώ στ’ αμάξι μου να ιδής τους ανδρειωμένους

ίππους που ήσαν του Τρωός κι επήρ’ απ’ τον Αινείαν,

πώς κυνηγιούνται ή κυνηγούν, πετούν εις το πεδίον.



Ας έχουν οι θεράποντες των ίππων σου φροντίδα

κι εμείς με τούτ’ ας τρέξουμε τα φοβερά πουλάρια

των Τρώων μες στες φάλαγγες, ο Έκτωρ να γνωρίση

εάν εις την παλάμην μου τούτη μανίζ’ η λόγχη.».


Είπε και ο Νέστωρ έστερξε  τον λόγον του Τυδείδη.

Τότε οι λαμπροί θεράποντες φροντίσαν δια τους ίππους

του Νέστορος, ο Σθένελος κι ο ανδρείος Ευρυμέδων.

Και ο Νέστωρ εις την άμαξαν με τον Τυδείδη ανέβη.

Τους λαμπρούς πήρε χαλινούς κι εράβδισε τους ίππους

κι εφθάσαν ως τον Έκτορα που πάνω τους εχύθη.

Πετάχθη  ευθύς αλλ’ έσφαλε το βέλος του Τυδείδη

κι εύρηκε το ακόλουθον καλόν Ηνιοπήα,

που γόνος ήταν του υψηλού στο φρόνημα Θηβαίου,

στα στήθη, ενώ τους χαλινούς των ίππων  εκρατούσε.

Κυλίσθη από την άμαξαν κι οι ταχείς ίπποι οπίσω

επήδησαν, και η δύναμις εκόπη και η πνοή του.



Εζάλισε τον Έκτορα ο πόνος του συντρόφου.

Θλιμμένος κει τον άφησε κι εζήτα κυβερνήτην

να έβρη άλλον ατρόμητον. Ουδέ πολληώρα εμείναν

οι ίπποι δίχως οδηγόν, ότι τον Ιφιτίδην

ήβρε τον Αρχιπτόλεμον, ατρόμητον κι επήρε

στην άμαξαν και του’δωκε τους χαλινούς των ίππων.



Όλεθρος τότε θα’ρχονταν. Καταστροφή των Τρώων,

και μες στα τείχη ωσάν αρνιά θα τους μανδρίζαν όλους.

Το νόησ’ όμως των θεών κι ανθρώπων ο πατέρας.

Και με φωνήν τρομακτικήν λευκόν αστροπελέκι

στην γην απέλυσ’ έμπροσεν των ίππων του Τυδείδη,

και απ’ το θειάφι όπ’ άναβε δεινή σηκώθη φλόγα.



Ετρόμαξαν στην άμαξα ζεμένα τα πουλάρια.

Οι χαλινοί του Νέστορος από τα χέρια φύγαν

και φόβος τον κυριευσε και στον Τυδείδην είπε:



«Τυδείδη, στρέψε δια φυγήν τ’ ακούραστα πουλάρια.

Δεν βλέπεις ότι του Διός δεν σε βοηθεί το χέρι;

Εις τούτον τώρα εχάρισε την δόξαν ο Κρονίδης,

σήμερα. Κι ύστερα σε μας θα την χαρίση, αν θέλη.

Θνητός την γνώμην του Διός του μεγαλοδυνάμου,

όσον και αν είναι ανδράγαθος, ποτέ δεν θα κρατήση.».



Σ’ εκείνον τότε απάντησεν ο ανδρείος Διομήδης:

«Αυτά που λέγεις, γέροντα, ορθόν τον λόγον έχουν.

Αλλ’ είναι τούτο που βαθιά πληγώνει την ψυχήν μου.

Μια μέρα θέλει καυχηθεί ο Έκτωρ προς τους Τρώας:

«Τον Διομήδη έκαμα εγώ να φύγη προς τα πλοία.».

Αυτό θα ειπεί, και η μαύρη γη τότε ας ανοίξει εμπρός μου.».

Του απάντησε ο Γερήνιος ο Νέστορας ιππότης:

«Ωιμένα, υιέ του συνετού Τυδέως, του ιπποδάμου

και αν ο Έκτωρ άνανδρον σε ειπεί, πώς θα το στέρξουν

των Τρώων και Δαρδανιδών τ’ ασπιδοφόρα πλήθη,

κι εξόχως οι γυναίκες των που τους ανδρειωμένους

συντρόφους είδαν από σε να κυλισθούν στο χώμα;»



Κι έστρεψε ο γέρος δια φυγήν τ’ ακούραστα πουλάρια

με τον λαόν όπ’ έφευγε, και ο Έκτωρ με τους Τρώας

μ’ αλαλαγμόν επάνω τους τα πικρά βέλη εχύναν.



Τότε μακράν του έσυρε κραυγήν  ο μέγας Έκτωρ:



«Τυδείδ’, οι άνδρες Δαναοί με θέσιν σ’ ετιμούσαν

πρώτην, με κρέας άφθονον, μ’ ολόγεμα ποτήρια.

Τώρα που εσύ εφάνηκες γυνή θα σε καταφρονέσουν.

Ω χάσου, κόρη ουτιδανή. Στους πύργους μας να φθάσης,

δούλες εις τα καράβια σας να πάρης τες γυναίκες

δεν θα σ’ αφήσω και από εμέ θα ιδής την κακήν ώραν.».

Είπε και τότε μέσα του στοχάσθη ο Διομήδης

εάν θα στρέψη τ’ άλογα ν’ αντιταχθή σ’ εκείνον.

Και τρεις φορές εις της ψυχής τα βάθη το εστοχάσθη,

και τρεις εβρόντησε φορές της Ίδης απ’ τα όρη

στους Τρώας νίκης μήνυμα ο πάνσοφος Κρονίδης.



Και φωνήν έβγαλε τρανήν ο Έκτωρ προς τους Τρώας:



«Τρώες, Λύκιοι, Δάρδανοι και σεις κονταρομάχοι,

ως άνδρες την πολεμικήν ορμήν σας αισθανθήτε.

Ξεύρ’ ότι νίκην ένδοξον  ευδόκησε ο Κρονίδης

σ’ εμέ να δώση και κακό μεγάλο εις τους Αργείους

που σοφισθήκαν οι μωροί τα τείχη αυτά που βλέπω

τ’ αδύνατα τ’ αψήφιστα. Κι η ανδρειά μας θα τα σπάση

και τ’ άλογα τον λάκκον τους ευκόλως θα πηδήσουν.

Και όταν περάσω κ ευρεθώ σιμά στα κοίλα πλοία,

φωτιά να μου ετοιμάσετε, μη λησμονείτε, ω φίλοι,

να καύσω τα καράβια τους κι εκείνους να φονεύσω,

τους Αχαιούς κει που ο καπνός θα τους στενοχωρήσει.».

Είπε κι επαρακίνησε με την φωνήν τους ίππους:





«Ω Ξάνθε και συ Πόδαγρε, Αίθων και Λάμπε θείε,

τώρα να μου αποδώσετε  τες τόσες καλωσύνες,

που η γεννημένη απ’ τον λαμπρόν Αετίων’ Ανδρομάχη

έχει δια σας και πρόθυμα σας ετοιμάζει πρώτα

γλυκό σιτάρι και κρασί, κι ευφραίνεται η καρδιά σας,

παρά σ’ εμέ που σύντροφος καυχώμαι αγαπητός της.

Συντρέχετε με σπουδακτικά και τότε την ασπίδα

του Νέστορος θα πάρωμεν, που ως τ’ αστρ’ ανέβ’ η φήμη,

που είναι ολόκληρη χρυσή με τα ραβδιά της όλα,

και από τους ώμους έπειτα του δυνατού Τυδείδη

τον θώρακα να πάρωμεν έργον λαμπρόν του Ηφαίστου.

Αν αυτά πάρωμεν ημείς, οι Αχαιοί, νομίζω

την νύκταν τούτην θ’ ανεβούν στα γρήγορα καράβια.».

Στο καύχημά του εθύμωσεν η Ήρα κι εταράχθη

στον θρόνον η σεπτή θεά και ο Όλυμπος εσείσθη.

Κι έπειτα εστράφη κι έλεγε στον μέγαν Ποσειδώνα:



«Στην δύναμιν σου, απέραντε, μεγάλε κοσμοσείστη,

δεν θλίβεσαι των Δαναών να βλέπεις τους θανάτους;

Και σου ανεβάζουν στες Αιγές  και στην Ελίκην δώρα

καλά και πάμπολλα. Και συ το θέλεις να νικήσουν.

Εάν όσ’ είμαστε βοηθοί των Αχαιών τον Δία

θέλαμε να κρατήσωμε κι εσπρώχναμε τους Τρώας,

μόνος στην Ίδην θα’μενεν ο Βροντητής θλιμμένος.».



Εβάρυνε και απάντησε, ο μέγας κοσμοσείστης:



«Στην γλώσσαν, αχαλίνωτη, ποιον λόγον είπες, Ήρα;

Εις μάχην να’λθωμεν ημείς οι άλλοι με τον Δία

εγώ δεν θα’θελα, επειδή πολύ’ναι ανώτερός μας.».



Αυτά ελέγαν οι θεοί. Και ωστόσ’ όλον τον τόπον,

οπού του τείχους έκλειεν ο λάκκος προς τα πλοία,

ίπποι γεμίζαν στριμωκτά και πλήθη ασπιδοφόροι.

Και τους εστρίμωνε ο γοργός ισόπαλος του Άρη,

ο Έκτωρ, αφού ήθελε να τον διδάξει ο Δίας.

Και αφεύκτως τότε θα’καιγε τα ισόπλευρα καράβια

αν στου Αγαμέμνονος τον νουν δεν έβαζεν  η Ήρα

να κινηθή, τους Αχαιούς ο ίδιος να εμψυχώση.



Των Αχαιών εις τες σκηνές επήγε κι εκρατούσε

μέγαν μανδύαν πορφυρόν, και εις το τρανό καράβι

του Οδυσσέως έμεινε,  που ευρίσκετο στην μέσην,

ώστε ν’ ακούεται η φωνή στο’να και στ’ άλλο μέρος

και στες σκηνές του Αίαντος του Τελαμωνιάδη

και του Αχιλλέως, που ακρινά τα πλοία τους εστήσαν,

στην δύναμίν τους ήσυχοι και στην πολλήν ανδρείαν.



Και ψιλήν έσυρε φωνήν στων Δαναών τα πλήθη:



«Αίσχος, Αργείοι θαυμαστοί στην όψιν, αλλ’ αχρείοι!

Που επήγαν τα καυχήματα πολεμικής ανδρείας

που στον αέρα ερίχνετε στην Λήμνον συναγμένοι,

τρώγοντας κρέατα πολλά βοδιών ορθοκεράτων,

πίνοντας το γλυκό κρασί στα ολόγεμα ποτήρια,

πως ένας θ’ αντιστέκονταν προς διακοσίους Τρώας;

Και τώρα άξιοι δεν είμασθεν δι’έναν όλοι αντάμα,

τον Έκτορα, που ιδού φωτιά θα βάλη στα καράβια.



Απ’ τους μεγάλους βασιλείς τάχ’  άλλον, ω πατέρα,

εις τόσην ζάλην έριξες και στέρησιν της δόξης;

Και όμως κανέναν των λαμπρών βωμών σου δεν αφήκα

καθώς αρμένιζα για δω – ποτέ να μη’χα φθάσει –

χωρίς των μόσχων τα μηριά και λίπος να σας κάψω,

δια να κερδίσ’ ως ήθελα την πυργωμένην Τροίαν.

Αλλά, πατέρα, στέρξε μου καν τούτην την ευχήν μου.

καν την ζωήν να σώσωμεν ευδόκησε, μη θέλης

οι Δαναοί να συντριβούν, ως βλέπεις, απ’ τους Τρώας.».


Είπε, και τον λυπήθηκε, που εδάκρυζε ο πατέρας

κι ευδόκησε απ’ τον όλεθρον να σώση τον λαόν του.

Κι έστειλ’ απ’ τα πετούμενα το πλέον τελεσφόρον,

τον αετόν όπ’ έσφιγγε στα νύχια ελαφομόσχι,

και τ’ άφησε στον εύμορφον βωμόν σιμά να πέση,

όπου θυσίαζαν οι Αχαιοί στον πάμφημον Κρονίδην.



Και ως είδαν κείνοι το πτηνόν σταλμένο από τον Δία,

δίψαν πολεμου αισθάνθηκαν κι εχύθηκαν στους Τρώας.

Και όλων εκεί των Δαναών κανείς δεν εκαυχήθη

πως του Τυδείδη πρότερα τους ίππους είχε στρέψει

πέραν του λάκκου να στηθή, την μάχην ν’ απαντήση.

Εκείνος πρώτος κτύπησε πολεμιστήν των Τρώων,

Αγέλαον του Φράδμονος υιόν. Και όπως τους ίππους

έστρεψ’ εκείνος να σωθή τ’ ακόντι μές στους ώμους

του έμπηξε και απ’ τα στήθη του η λόγχη εβγήκε πέρα.

Έπεσε αυτός κι επάνω του βροντήσαν τ’ άρματά του.



Κατόπιν του εις τον πόλεμον κατέβηκαν οι Ατρείδες,

οι Αίαντες μ’ αδάμαστην ζωσμένοι ανδραγαθίαν,

ο Ιδομενεύς και ο σύντροφος εκείνου Μηριόνης,

φρικτός, ως ο Ενυάλιος. Ο Ευρύπυλος ο ανδρείος,

ο Ευαιμονίδης, κι ένατος μ’ αυτούς ο Τεύκρος ήλθε

με τόξ’ οπισθοτέντωτο, και κάτω απ’ την ασπίδα

έμεινε αυτός του Αίαντος του Τελαμωνιάδη.

Και την ασπίδα έβαζ’ εμπρός ο Αίας. Τότε ο Τεύκρος

στο πλήθος γύρω εκοίταζε. Και όποιον ετόξευ’ άνδρα,

κάτω τον έριχνε και αυτός του Αίαντος οπίσω

πάλιν εκρύβετ’, ως παιδί στον κόλπον της μητρός του.

Και ο Αίας τον εσκέπαζε με την λαμπρήν ασπίδα.



Ποιον απ’ τους Τρώας έριξεν ο θείος Τεύκρος πρώτον;

Πρώτ’ έπεσε ο Ορσίλοχος, κατόπιν κι οι ανδρειωμένοι

Δαίτωρ, Χρομίος, Όρμενος και ισόθεος Λυκοφόντης,

ο Οφελέστης έπεσε και ο ήρως Αμοπάων

Πολυαιμονίδης κι ύστερον η ανδρειά του Μελανίππου.

Και ως είδ’ αυτόν που αφάνιζε τες φάλαγγες των Τρώων

του τόξου με την δύναμιν, εχάρη ο βασιλέας

ο Αγαμέμνων, κι έμεινε σιμά του και του είπε:



«Ω Τεύκρε τελαμώνιε, γλυκιέ μου πολεμάρχε,

καθώς το κάμνεις, τόξευε, των Δαναών να φέρνης

χαράν και εις πατέρα σου που σ’ έχει θρέψει βρέφος

και τρυφερά σ’ ανάστησε στο σπίτι, αν κι ήσουν νόθος.

Και συ μακρόθεν λάμπρυνε με δόξαν τον γονέα.

Και άκουσε πράγμα οπού θα ειπώ και άσφαλτ’ αυτό θα ήταν.

Εάν ο Ζεύς κι η Αθηνά δώσουν σ’ εμέ την χάριν,

την πόλιν την καλόκτιστην να πάρω της Ιλίου

σ’ εσέ πρώτον κατόπι μου θα δώσω εγώ βραβείον

ή τρίποδα ή στην άμαξαν ζεμένα δυο πουλάρια

ή κορασίδα σύντροφον της κλίνης να την έχης.».



Και ο Τεύκρος του αποκρίθηκεν: «Ω δοξασμένε Ατρείδη

εμέ κινείς τον πρόθυμον, ως βλέπεις, στον αγώνα;

Και μ’ όσην έχω δύναμιν εγώ δεν ησυχάζω

Απ’ την στιγμήν που εσπρώξαμεν αυτούς κατά την πόλιν,

μ’ αυτό το τόξο καρτερώ  τους άνδρες και φονεύω.

Οκτώ μου βέλη αγκυλωτά που έριξα  εμπηχθήκαν

όλα σ’ ανδρείων σώματα. Και όμως το λυσσασμένο

τούτο σκυλί δεν δύναμαι να το κτυπήσω ακόμη.».

Είπε κι ευθύς απ’ την χορδήν ετράβηκε άλλο βέλος,

τον Έκτορα που’χε αντικρύ ποθώντας να πετύχη.

Τον έσφαλε κι εκτύπησε στο στήθος τον γενναίον

εύμορφον Γοργοθίωνα, αγόρι του Πριάμου

που’χε γεννήσει νυμφευτή γυνή του απ’ την Αισύμην,

η ωραία Καστιάνειρα, ωσάν θεά στο σώμα.

Και ως παπαρούνα φουντωτή που απ’ του καρπού το βάρος

και απ’ ανοιξιάτικες δροσιές την κεφαλήν της γέρνει,

την κεφαλήν έγειρε αυτός του κράνους απ’ το βάρος.

Και βέλος άλλο τράβηξε ο Τεύκρος να κτυπήση

τον Έκτορα κατάντικρυς, αλλ’ έσφαλε και πάλιν

ότι το βέλος αλλαχού του έστριψεν ο Φοίβος.

Του Έκτορος τον τρομερόν ανδρείον κυβερνήτην

ήβρε, τον Αρχιπτόλεμον, το βέλος, εις το στήθος.



Από τ’ αμάξι εβρόντησε και οι ταχείς ίπποι οπίσω

εσύρθηκαν και η δύναμις εκόπη και η πνοή του.



Βαθειά τον Έκτορα έπληξε του κυβερνήτου ο πόνος,

θλιμμένος κει τον άφησε, κι είπε στον Κεβριόνην,

τον αδελφόν που ήταν σιμά τους χαλινούς να πάρη,

και τον υπάκουσε ο αδελφός. Και αυτός απ’ τον ωραίον

θρόνον στην γη επήδησε και τρομερά βοώντας

έπιασε στρογγυλόπετραν κι εχύθη προς τον Τεύκρον,

να τον κτυπήση πρόθυμος και ο Τεύκρος παίρνει βέλος

απ’ την φαρέτραν φονικό και στην χορδήν τ’ αρμόζει,

και ως τη τραβούσαν άνωθεν στην κλείδωση της πλάτης,

που στήθος δένει και λαιμόν  κι είναι ακριβό το μέρος,

ο Έκτωρ κει τον κτύπησε με το σκληρό λιθάρι

και την χορδήν του έσπασεν. Ενάρκωσε η παλάμη

εις τον αρμόν κι έπεσε αυτός στα γόνατα κι εστάθη

ακίνητος και του’πεσε το τόξο από το χέρι.



Στον αδελφόν όπ’ έπεσε δεν έλειψεν ο Αίας,

κι εμπρός του με το σώμα του και την ασπίδα εστάθη.

Και δυο καλοί του σύντροφοι, ο Μηκιστεύς, του Εχίου

υιός, με τον Αλάστορα στους ώμους των τον φέραν,

οπου βαριαναστέναζε στα βαθουλά καράβια.



Και ορμήν στους Τρώας έβαλε και πάλιν ο Κρονίδης.

Και ως εις τον λάκκον τον βαθύν τους Αχαιούς εσπρώξαν,

και ο Έκτωρ πρώτος μ’ έπαρσιν πολλήν στην δύναμίν του,

και ωσάν σκυλί γοργόποδο, που κυνηγά λεοντάρι

ή άγριον χοίρον, τα μεριά του πιάνει και τες φτέρνες,

και εις όποιο μέρος και αν στραφή, ποτέ δεν τον αφήνει,

παρόμοια τους Αχαιούς πατούσε ο μέγας Έκτωρ

κι όπως εφεύγαν πάντοτε τον ύστερον κτυπούσε.



Και αφού διαβήκαν οι Αχαιοί του λάκκου τους πασσάλους,

και πλήθος καθώς έφευγαν εφόνευσαν οι Τρώες,

πλησίον στα καράβια τους εμείναν ενωμένοι

και ν’ ανδρειωθούν εκραύγαζαν ο ένας προς τον άλλον

και στους θεούς εδέοντο με χέρια σηκωμένα.

Και ο Έκτωρ  περιέστρεψεν ολόγυρα τους ίππους

με μάτια ως είναι της Γοργούς και του ανδροφόνου Άρη.


Τους είδε κι ελεήθηκεν η Ήρα η λευκοχέρα,

κι έλεγε προς την Αθηνά: «Ω του Κρονίδη κόρη,

ωιμέ, πόνον δεν θα’ χωμεν εμείς οι δυο πλέον

δια την φθοράν των Δαναών στην ύστερην την ώρα;

Κι εύκολον είναι ολόβολοι να κακοθανατίσουν

ενός ανδρός  απ’ την ορμήν. Του Έκτορος η λύσσα

τούτη δεν υποφέρεται και θρήνον έχει κάμει.».

Τότε η γλαυκόματη Αθηνά στην Ήρα αποκρίθη:





«Εύκολ’ από των Δαναών τα χέρια την ανδρείαν

και την ζωήν θα’χανε αυτός στο πατρικό του χώμα.

Αλλ’ ο πατέρας μου κακά μανίζει ο διεστραμμένος

που πάντοτε ό,τι εγώ ποθώ και βούλομαι εμποδίζει.



Λησμόνησε πόσες φορές το τέκνον του έχω σώσει,

όταν το εβασάνιζαν οι αγώνες του Ευρυσθέως.

Στον ουρανόν εκλαίονταν εκείνος, και ο Κρονίδης

εμέν’ από τα ουράνια βοηθόν του προβοδούσε.

Αν τούτο ο νους μου πρόβλεπεν όταν τον είχε στείλει

στον Άδη από το Έρεβος στον κόσμον ν’ ανεβάση

τον σκύλον που ο τροματικός θεός στην πύλην έχει,

δεν θα’βγαινε από της Στυγός το απέραντο ποτάμι.



Και τώρα εμέ μισεί και ιδού τον πόθον φέρ’ εις τέλος

της Θέτιδος, που πρόσπεσε κλιτή στα γόνατά του,

να της τιμήση τον υιόν πολιορκητήν Πηλείδην.

Θα έλθ’ η ώρα να με ειπή και πάλι αγαπητήν του.

Αλλά συ τώρα ευπρέπισε τα δυνατά πουλάρια,

ωσπου να ζώσω τ’ άρματα στο δώμα του πατρός μου

να ετοιμασθώ στον πόλεμον, να μάθ’ ο λοφοσείστης

ο Έκτωρ του Πριάμου υιός αν θα γελάση οπόταν

ν’ αναφανούμε μας ιδή στους δρόμους του πολέμου.

Τρώες θα πέσουν πάμπολλοι σιμά στα κοίλα πλοία

και τα πουλιά στες σάρκες των και οι σκύλοι θα χορτάσουν.».

Είπε και την υπάκουσε η Ήρα η λευκοχέρα.

Πήγε τα χρυσοστέφανα πουλάρια να ευπρεπίση

η Ήρα σεβαστή θεά του Υψίστου Κρόνου η κόρη,

κι η Αθηνά κόρη σεμνή του αιγιδοφόρου Δία

εις του πατρός το έδαφος τον πέπλον απολύει

τον αγανόν και πλουμιστόν που εκέντησεν εκείνη,

και τον χιτώνα ως έλαβε του αστραποφόρου Δία

στην μάχην την πολύθρηνην να ορμήση αρματωνόταν.

Ανέβηκε στο φλογερόν αμάξι και κοντάρι

φούκτωσε μέγα, στερεό – μ’ αυτά δαμάζ’ ηρώων

τα πλήθη, αν η πατράγαθη θεά μ’ αυτούς θυμώση.

Κι η Ήρα με την μάστιγα σφοδρά κεντά τους ίππους.



Βρόντησε τότε τ’ Ουρανού η πύλη και του Ολύμπου

αφ’εαυτού της. Την φρουρούν αι Ώρες πόχουν έργον

το πυκνό νέφος ν’αφαιρούν ή να το επαναφέρουν.

Και ως τα κεντούσαν, τ’ άλογα περάσαν απ’ την πύλην.

Τους ξάνοιξε και οργήσθηκεν ο Ζεύς από την  Ίδην,

κι έλεγε προς την Ίριδα, χρυσόπτερην μηνύτραν:



«Γοργόποδ’ Ίρι, πήγαινε και οπίσω γύρισέ τες,

να’λθουν μ’ εμένα εις πόλεμον κακόν μην τες αφήσης.

Κι ιδού το λέγω φανερά και ο λόγος μου θα γίνη.

Θα τους χολώσω τ’άλογα στα αμάξια τους ζεμένα.

Αυτές θα ρίξω απ’ το θρονί, τ’ αμάξι θα συντρίψω

και χρόνοι δέκα δεν θ’ αρκούν να κλείσουν οι πληγές των

όσες χαράξη ο κεραυνός. Και τότε η γλαυκομάτα

θα ιδή τι είναι πόλεμον να κάμη στον πατέρα.

Στην Ήραν δεν χολεύομαι και δεν θυμώνω τόσο,

τι ξέρω που αντιφέρεται σ’ όποιον κι αν είπω λόγον.».

Είπε, κι ευθύς εκίνησεν, η ανεπόποδ’ Ίρις

προς τον υψηλόν Όλυμπον της Ίδης απ’ τα όρη.

Στην πύλην τες σταμάτησε του πολυλόφου Ολύμπου

ως βγαίναν και τους είπ’ ευθύς τον λόγον του Κρονίδη:

«Που τρέχετε, τι μάνιτα τον νουν σας συνεπήρε;

Δεν στέργει ο Ζευς των Δαναών βοηθοί να κατεβήτε.

Και ακούτε ό,τι είπε, και άσφαλτο θα κάμη ο υιός του Κρόνου.

Θα σας χολώση τ’ άλογα στ’ αμάξια σας ζεμένα,

εσάς θα ρίξει απ’ το θρονί, τ’ αμάξι θα συντρίψη,

και χρόνια δέκα δεν θ’αρκούν να κλείσουν οι πληγές σας,

που θα χαράξη ο κεραυνός και τότε, ω γλαυκομάτα,

θα ιδής τι είναι πόλεμον να κάμνης του πατρός σου.



Της Ήρας δεν χολεύεται και δεν θυμώνει τόσο

τι ξέρει ότι αντιφέρεται σ’ όποιον κι αν είπη λόγον.

Αλλά συ σκύλ’ αδιάντροπη, συ πάγκακη, αν τωόντι

στον Δία το θεόρατο κοντάρι θα σηκώσης.».

Αυτά τους είπε κι έφυγεν η ανεμόποδ’ Ίρις,

κι η Ήρα προς την Αθηνά τον λόγον τούτον είπε:

«Κόρη ω μεγάλη του Διός, εγώ δεν στέργω πλέον

πόλεμον χάριν των θνητών να κάμωμεν στον Δία.

Ας αποθάνουν και στην γη άλλοι και άλλοι ας ζήσουν

όπως του τύχη καθενός και όπως του λέγη ο νους του

τους Τρώες και τους Δαναούς, ως πρέπει ας κρίνει εκείνος.».



Είπε και οπίσω εγύρισε τα δυνατά πουλάρια

κι οι Ώρες τα καλότριχα τους ξέζεψαν πουλάρια

κατόπιν εις τ’ αμβρόσια παχνιά τους τα προσδέσαν,

και προς τους τείχους πόλαμπαν την άμαξαν εκλίναν.

Κι οι δυο Θεές ανάμεσα των άλλων αθανάτων

καθίσαν εις χρυσά θρονιά με θλίψιν στην ψυχήν τους.



Κίνησε το καλότροχον αμάξι από την Ίδην

ο Ζευς κι ήλθε στον Όλυμπον στην σύνοδον την θείαν.

Και τ’ άλογα αφού ξέζεψεν ο μέγας Κοσμοσείστης

τ’ αμάξι επάνω στους βωμούς εσκέπασε με πέπλον.

Εκάθισεν ο Βροντητής εις τον χρυσόν του θρόνον

και  ο Όλυμπος σαλεύετο στα πόδια του αποκάτου.



Και μόνες του Διός μακράν η Αθηνά κι  η Ήρα

καθίζαν ουδ’ ερώτησιν ή λόγον του προφέραν.

Και ο Ζευς καλά τες νόησε κι είπε: «Αθηνά και Ήρα

τι στέκεσθε περίλυπες;  Δεν έχετε κοπιάσει,

θαρρώ, πολύ στον πόλεμον, όπου δοξάζοντ’ άνδρες,

τους Τρώας ν’ αφανίσετε, που φοβερά  μισείτε.

τόσ’ η δική μου δύναμις και των χεριών μου ο τρόμος

που όλ’ οι θεοί στον Όλυμπον την γνώμην δεν μου αλλάζουν.

Και σας των δυο πάγωσαν τα τρυφερά σας μέλη

πριν καν να ιδήτε τους φρικτούς αγώνες του πολέμου.

Και ακούτε ό,τι είπα και άφευκτα θα ήταν τελειωμένο.

Κρουσμένες απ’ τον κεραυνόν δεν θα’χετ’ επανέλθει

με την δική σας άμαξαν στα δώματα του Ολύμπου.».


Είπε, κι εγόγγυσαν κρυφά η Αθηνά κι η Ήρα.

Σιμά καθίζαν και όλεθρον  των Τρώων μελετούσαν.

Λόγον δεν έλεγε η Αθηνά και στον πατέρα Δία

μ’ αγρίαν μάνιζε χολήν. Αλλ’ η χολή στης Ήρας

το στήθος δεν εχώρεσε, και προς εκείνον είπε:



«Κρονίδη τρομερώτατε, ποιον λόγον είπες τώρα !

Το ηξεύρομ’ ότι αντίστασιν δεν έχ’ η δύναμίς σου.

Αλλ’ όμως  δια τους Δαναούς πονούμε τους ανδρείους

οπού θα πάθουν και άσφαλτα θ’ αδικοθανατίσουν.

Αλλ’ όμως θέλει απέχουμε, ως θέλεις, απ’ την μάχην

και συμβουλήν θα δώσωμεν καλήν εις τους Αργείους,

να μη χαθούν όλοι δια μιας απ’ τον βαρύν θυμόν σου.».



Και ο Δίας της απάντησεν: «Άμα χαράξ’ η μέρα

τον Δία τον υπέρτατον θα ιδής, αν θέλης, Ήρα

ω μεγαλόφθαλμη θεά, χειρότερον να φέρη

αφανισμόν εις τον στρατόν των μαχητών Αργείων.

Ότι την μάχην ο βαρύς Πριαμίδης δεν θ’ αφήση,

πριν απ’ τα πλοία σηκωθή ο ανίκητος Πηλείδης,

οπόταν πέση ο Πάτροκλος και δια το νεκρόν σώμα

θα μάχωνται με στένωσιν  φρικτήν σιμά στα  πλοία.



Η μοίρ’ αυτό διόρισε και προσοχήν δεν δίδει

εις τον θυμόν σου, κι εάν πας στης γης και της θαλάσσης

τα πέρατα, όπου κατοικούν ο Ιαπετός και ο Κρόνος,

κι ούτε  τους τέρπουν άνεμοι, ούτε το φως του ηλίου,

και Τάρταρος βαθύτατος παντού τους περιζώνει.

Αν απ’ το πείσμα σου ως αυτού θα φθάσης, δεν με μέλει.

Ότι άλλο πράγμ’ αδιάντροπον, ως είσ’ εγώ δεν είδα.».



Είπεν ο Ζευς κι εσώπαινεν η Ήρα η λευκοχέρα.

Κι έπεσε στον Ωκεανόν το λαμπρό φως του ηλίου

την μαύρην νύκτα σέρνοντας στην γην την σιτοδότραν.

Τότε να εσβήσθηκε το φως δεν άρεσε των Τρώων,

πλην των Αργείων ποθητό πολύ το σκότος ήλθε.



Ο Έκτωρ πάλιν σύνοδον συνάθροιζε των Τρώων

μακράν των πλοίων και σιμά στου ποταμού το ρεύμα,

που από νεκρούς ελεύθερος είχε απομείνει ο τόπος.

Από τ’ αμάξια εξέζεψαν και του Έκτορος του θείου

τον λόγον ακροάζονταν κι έσφιγγε αυτός στο χέρι

κοντάρι ενδεκάπηχο κι εμπρός σπιθοβολούσε

η χάλκιν’ άκρη και χρυσό την έδενε στεφάνι.

Σ’ εκείνο στηριζόμενος ωμίλει προς τους Τρώας:



«Ακούτε, Τρώες, Δάρδανοι κι όσ’ ήλθετε βοηθοί μας.

Τους Αχαιούς θαρρούσα εγώ να εξολοθρεύσω απόψε

όλους και τα καράβια τους και στην ανεμισμένην

Ίλιον να γύρω νικητής. Αλλ’ έσωσε το σκότος

αυτούς και τα καράβια τους στην άκραν της θαλάσσης.

Και τώρ’ ας υπακούσωμεν κι εμείς στην μαύρην νύκτα.

Το δείπνον ετοιμάσετε, και τα καλά πουλάρια

από τ’ αμάξια λυσετε και βάλετε τροφήν τους.

Βόδια κι ερίφια παχιά θα φέρετε απ’ την πόλιν

ογρήγορα κι ευφραντικό κρασί προμηθευτείτε

και άρτον απ’ τα σπίτια σας συνάξετε, και ξύλα

πολλά διότι ολόνυκτα θα καίμε, ώσπου να φέξει,

πυρά πολλά που  η λάμψις των θα φθαση ως τον αιθέρα,

οι κομοφόροι Αχαιοί μήπως την νύκτα ορμήσουν

στα νώτα επάνω τα πλατιά της θάλασσας να φύγουν.



Μη τους αφήσουμ’ ήσυχοι ν’ ανέβουν στα καράβια,

αλλά και κάποιος απ’ αυτούς στο σπίτι του ας χωνεύη

την ακοντιά που θα ’λαβε  πηδώντας εις το πλοίον.

Ώστε και άλλοι στο εξής να φέρουν θα τρομάξουν

τον Άρην τον πολύθρονον στους ιπποδάμους Τρώας.

Και οι κήρυκες οι σεβαστοί στην πόλιν ν’αναγγείλουν.
Οι γέροντες οι ασπρόμαλλοι, και οι πολύ νέοι
στους πύργους, κτίσμα των θεών, να ξενυκτίσουν όλοι,

και οι γυναίκες σπίτι τους φωτιά πολλήν ας έχουν

αδιάκοπα, και ανύστακτη φρουρά να στέκη μήπως

ξάφνου στην πόλη έμπη εχθρός, οι άνδρες ενώ λείπουν.



Ω Τρώες μεγαλόψυχοι, τούτα όπου λέγω ας γίνουν.

Και ιδού σας είπα ό,τι καλόν μου εφάνη δια την ώραν.

Και άλλ’ άμα φέξη θέλ’ ειπώ των ιπποδάμων Τρώων.

Στον Δία και όλους τους θεούς εύχομ’ εγώ  κι ελπίζω

εκείνα τα μοιρόφερτα σκυλιά να διώξω εδώθε

που οι Μοίρες έφεραν εδώ στα ολόμαυρα καράβια.

Την νύκτα να μην πάθωμε ωστόσο ας φυλαχτούμε.

Και αύριο  τα χαράματα με τ’ άρματα ας χυθούμε

τον Άρην τον ορμητικόν να εγείρωμεν στα πλοία.

Θα δοκιμάσω αν ο δεινος Τυδείδης θα με διώξει

στο τείχος απ’ τα πλοία των ή εγώ θε να του σχίσω

το στήθος κι αιματόβρεχτα θα πάρω τ’ άρματά του.



Και αύριον την ανδρείαν του θα μάθη, αν θα υπομείνη

της λόγχης μου το κίνημα. Θα πέση, θαρρώ, πρώτος

από το χέρι μου και αυτός και των συντρόφων πλήθος

ο ήλιος άμα σηκωθή. Και ομοίως να ημπορούσα

αθάνατος και αγέραστος να είμαι στον αιώνα

και να τιμώμαι ως η Αθηνά δοξάζεται και ο Φοίβος,

όσο κακή των Αχαιών τούτων θα φέξ’ η ημέρα.».

Ο Έκτωρ είπε, κι έκαμαν  αλαλαγμόν οι Τρώες.

Τότ’ έλύσαν απ’ τον ζυγόν τους ιδρωμένους ίππους

και με λουριά τους πρόσδεσαν στες άμαξες πλησίον.

Από την πόλιν έφεραν ερίφια και μοσχάρια

γρήγορα, και ευφραντικό κρασί προμηθευθήκαν

και άρτον απ’ τα σπίτια τους και πολλά ξύλα εκόψαν.

Κι επρόφεραν πρς τους θεούς  εξαίσιες εκατόμβες,

και ανέβαζαν οι άνεμοι στον ουρανόν την κνίσαν

γλυκείαν. Αλλ’ οι μάκαρες θεοί δεν την δεχόνταν

ποσώς, ότι απεστρέφοντο την Ίλιον την αγίαν,

τον Πρίαμον και τον λαόν του δυνατού Πριάμου

και αυτοί με μέγα φρόνημα στες τάξες του πολέμου

εκάθοντο και ολονυκτίς πολλά πυρά εκαίαν.



Και ως τ’ άστρα, οπού σπινθοβολούν σ’ ανάνεμον αιθέρα

χαριτωμένα ολόγυρα στην φωτεινήν σελήνην –

φαίνεται κάθε κορυφή, κάθ’ άκρη, κάθε πλάγι,

ως άνοιξε απ’ τον ουρανόν απέραντος αιθέρας,

που τ’ άστρα όλα εφανέρωσε και χαίρονται οι ποιμένες –

τόσ’ άστραφταν στην Ίλιον  εμπρός πυρά που εκαίαν

οι Τρώες τότε ανάμεσα στον Ξάνθον και στα πλοία.

Χίλια στον κάμπον καίονταν πυρά και στο καθένα

άνδρες στην λάμψιν του πυρός εκάθηντο πενήντα.

Και οι ίπποι ορθοί στες άμαξες σιμά κριθάρι ετρώγαν

και την καλόθρονην Ηώ να φθάση επεριμέναν.

Πηγή - Σχόλια - Αρχαίο Κείμενο ΕΔΩ
Μετάφραση Ιάκωβου Πολυλά



Αντώνης Σαμαράκης (1919-2003)

«Το άγγελμα της ημέρας»

Μην πεις ποτέ σου: «Είναι αργά!» κι αν χαμηλά έχεις πέσει. κι αν λύπη τώρα σε τρυγά κι έχεις βαθιά πονέσει.

Κι αν όλα μοιάζουν σκοτεινά κι έρημος έχεις μείνει. μην πεις ποτέ σου: «Είναι αργά!» -τ' ακούς;- ό,τι  κι αν γίνει

 
 
𝓜πάμπης 𝓚υριακίδης