Ο Μικρός Πρίγκιπας: «Αντίο», είπε η αλεπού. «Να το μυστικό μου. Είναι πολύ απλό: Μόνο με την καρδιά βλέπεις αληθινά. Την ουσία δεν τη βλέπουν τα μάτια»

Μολιέρος (Molière)

«Ο Ταρτούφος» (1664)

Μολιέρος (Molière)

«Ο κατά φαντασίαν ασθενής» (1673)

Μολιέρος (Molière)

«Ο αρχοντοχωριάτης» (1670)

Μολιέρος (Molière)

«Ντον Ζουάν» (1665)

Ουίλλιαμ Σαίξπηρ

«Όνειρο Θερινής Νυκτός»

Ουίλλιαμ Σαίξπηρ

«Ρωμαίος και Ιουλιέτα»

Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα

«Ματωμένος Γάμος»

Αντουάν Ντε Σαιντ- Εξυπερύ

«Ο μικρός πρίγκηπας»

Αντόν Τσέχωφ

«Ένας αριθμός»

Ντάριο Φο

«Ο τυχαίος θάνατος ενός Αναρχικού»

Ευγένιος Ιονέσκο

«Ρινόκερος»

Έντγκαρ Άλαν Πόε

«Ιστορίες αλλόκοτες»

Μπέρτολτ Μπρεχτ

«Αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι»

721 Ποιητές - 8.160 Ποιήματα

Επιλογή της εβδομάδας..

Οδυσσέας Ελύτης, «Το Μονόγραμμα»

Θά πενθώ πάντα -- μ’ακούς; -- γιά σένα, μόνος, στόν Παράδεισο Ι Θά γυρίσει αλλού τίς χαρακιές  Τής παλάμης, η Μοίρα, σάν κλειδούχο...

Ομήρου Ιλιάδα, «Ραψωδίες Ρ Σ Τ Υ» 5ο Μέρος


ΙΛΙΑΔΟΣ - ΡΑΨΩΔΙΑ Ρ΄
Η Μάχη πάνω από το νεκρό σώμα 
του Πατρόκλου


Είδεν ευθύς ο αρείφιλος Μενέλαος Ατρείδης

πόπεσε ο Πάτροκλος αυτού στην μάχην με τους Τρώας,

και στ’ άρματά του αστραφτερός εβγήκε απ’ τους προμάχους

και ολόγυρά του εβάδιζε, καθώς εις το μοσχάρι

γόζοντας περιστρέφεται πρωτόγεννη μητέρα.

Παρόμοια ο Μενέλαος στο σώμα του Πατρόκλου.

Και το κοντάρι εκράτει εμπρός και την γλιστρήν ασπίδα,

για να φονεύσει όποιον ιδή στο σωμα να σιμώσει.

Και ως έπεσεν ο Πάτροκλος ο ασύγκριτος στην μάχην

αδιάφορος δεν έμεινεν ο ήρως Πανθοϊδης.

Και στον Μενέλαον έπροσθεν εστήθη και του είπε:



«Μενέλαε διόθρεπτε, οπίσω και άφησέ μου

το λείψανο και τ’ άρματα τα αιματοβαμμένα.

Ότι απ’ εμέ πρώτος κανείς των Τρώων κι επικούρων

δεν λόγχισε τον Πάτροκλον στον δυνατόν αγώνα.

Γι’ αυτό να λάβω άφησε φήμην λαμπρήν στους Τρώας

μη σου αφαιρέσ’ η λόγχη μου την ποθητήν ψυχήν σου.».



Τότε ο ξανθός Μενέλαος εβάρυνε και του’πε:



«Δία πατέρ’, αβάστακτες που είν’ οι αλαζονείες!

Όμοιαν ψυχήν περήφανην δεν έχει το λιοντάρι

δεν έχει ο λεοπάρδαλις, ο άγριος μήτε ο χοίρος

οπού κακόγνωμος θαρρεί πολύ στην δύναμίν του,

όσο του Πάνθου τα παιδιά επαίρονται τ’ ανδρεία.

Ουδ’ ο Υπερήνωρ χάρηκε την νιότη του ο γενναίος,

που εμπρός μου εστάθη, αντίμαχος και μ’ έψεξε πως είμαι

στην μάχην ο αχρειότερος των Δαναών ηρώων.

Και οπίσω με τα πόδια του δεν γύρισε, πιστεύω,

να ευφράνει την γυναίκα του και τους σεπτούς γονείς του.

Εμπρός μου εάν σταθείς και συ, νεκρός εδώ θα πέσεις.

Αλλά να μην αντιταχθείς σ’ εμέ σε συμβουλεύω,

και γύρε οπίσω εις τον στρατόν πριν πάθεις από εμένα.

Μόνο αφού εγίν’ η συμφορά ο ανόητος μαθαίνει.».



Είπε, και δεν τον έπειθε. Και αντείπε προς εκείνον:



«Μενέλαε, τώρα εκδίκησιν θα πάρω του αδελφού μου,

οπού μου τον εφόνευσες και το καυχάσαι ακόμη,

που την γυναίκα εχήρεψες στον νέον τους νυμφώνα

και τους γονείς του έκαμες την κλάψα ν’ αγαπήσουν.

Του θρήνου παρηγόρημα θα φέρω των θλιμμένων,

αν αφού πάρω τ’ άρματα και ομού την κεφαλήν σου,

του Πάνθου και της Φρόντιδος εγώ τα παραδώσω.

Αλλά θα είναι σύντομος στην δοκιμήν ο αγώνας,

και θενά δείξει ποιος εδώ θα φύγ’ ή θα νικήσει.».



Είπε και τον εκτύπησε στην κυκλωτήν ασπίδα.

Δεν έσπασε την στερεήν ασπίδα το κοντάρι

κι η χάλκιν’ άκρη εστράβωσε. Κατόπιν επετάχθη,

αφού ευχήθη του Διός, ο Ατρείδης με την λόγχην,

μες στον λαιμόν την έμπηξεν, εκεί που αποχωρούσε,

και δυνατά την άμπωσε με το βαρύ του χέρι.

Κι έξω απ’ το ζνίχι τ’απαλό η άκρη ακτίκρυ εβγήκε.

Βρόντησε κάτω κι ήχησαν επάνω τ’ άρματά του.



Στο αίμα εβάφ’ η κόμη του, καλή σαν των Χαρίτων,

και με τ’ ασημοχρύσαφα σφιγμένες οι πλεξίδες.

Και όπως γεωργός ολόχλωρο τρέφει βλαστάρι ελαίας,

σ’ έρημον τόπον μ’ άφθονον νερόν σιμά στην ρίζαν,

ωραίον, ολοπάσινο και ασπροανθοβολισμένο

εις των ανέμων τες πνοές λυγίζει τα κλαδιά του.

Έρχεται ξάφνου ρούφουλας σφοδρής ανεμοζάλης

και σύρριζ’ απ’ τον λάκκον του στο χώμα το ξαπλώνει.

Παρόμοια τον Εύφορβον, κονταριστήν ανδρείον

εφόνευσε ο Μενέλαος και να τον γδύσει ορμούσε.



Και ως την ανδρειάν του θαρρετό, θρέμμα βουνού, λεοντάρι

αρπάζει την καλύτερην δαμάλαν της αγέλης.

Με τ’ ανδρειωμένα δόντια του στον σβέρκον της συντρίβει,

και της ρουφά τα σωθικά κατόπι και το αίμα

σπαρακτικά, και άνδρες βοσκοί και σκύλοι τον κοιτάζουν,

και από μακριά βάζουν φωνές και δεν τολμά κανένας

να πλησιάσει ότι χλωμός τους κυριεύει ο τρόμος.

Όμοια στα στήθη του κανείς τότε καρδιά δεν είχε

εις την ανδρειά ν’ αντιταχθεί του ενδόξου Μενελάου.



Κι εύκολα τα λαμπρ’ άρματα θα έπαιρνε του Ευφόρβου

ο Ατρείδης, αλλά βάσκανος εναντιώθη ο Φοίβος

που εκίνησε τον Έκτορα, ισόπαλον του Άρη.

Του Μέντη, οπού βασίλευε στους Κίκονας, επήρε

τ’ ανάστημα και την μορφήν και προς εκείνον είπε:



«Ω Έκτορ, τ΄ακατάφθαστα ξετρέχεις τόσην ώραν,

του Αχιλλέως τ’ άλογα και αυτά δεν τα δαμάζει

ή τ’ ανεβαίνει άλλος θνητός ή μόνος ο ανδρειωμένος

Αιακίδης, οπού αθάνατη τον γέννησε μητέρα.



Ωστόσον ο Μενέλαος, εκεί που του Πατρόκλου

σκέπει το σώμα, εφόνευσεν άνδρα λαμπρόν των Τρώων

τον Πανθοϊδην Εύφορβον, και την ανδρειά του επήρε.».



Είπε κι εγύρισε ο θεός στην ταραχήν της μάχης,

κι αισθάνθη πόνον τρομερόν ο Έκτωρ στην καρδιά του.

Εκοίταξε στες φάλαγγες και είδε τον Ατρείδην

να παίρνει τα λαμπρ’ άρματα, τον άλλον ξαπλωμένον

στην γην και από το λάβωμα τα αίματα να ρέουν.

Εις τ’ άρματά του αστραφτερός εβγήκε απ’ τους προμάχους

κραυγάζοντας, προσόμοιος μ’ άσβεστην φλόγα Ηφαίστου

και την βοήν δεν άργησεν ο Ατρείδης να γνωρίσει

και μέσα εις την γενναίαν του ψυχήν με πόνον είπε:



«Ω συμφορά μου ! Αν τ’ άρματα αφήσω εδώ και ακόμη

τον Πάτροκλον που έπεσε, για να εκδικήσει εμένα,

θα με ονειδίσουν οι Αχαιοί. Κα απ’ εντροπήν αν μείνω

τους Τρώας και τον Έκτορα να πολεμήσω μόνος

τότε τον έναν οι πολλοί κακά θα περικλείσουν.

Και ο Έκτωρ όλες φέρνει εδώ τες φάλαγγες των Τρώων,

αλλά να διαλογίζεται τι στέκεται η ψυχή μου;



Όποιος θελήσει αντίθετα να μάχεται μ’ εκείνον,

που τον δοξάζει ένας θεός, μέγα κακό να πάθει.

Και αφού τον Έκτορα οι θεοί στην μάχην εκινήσαν

αν δώσω τόπον εις αυτόν κανείς δεν θα με ψέγει.



Κάπου ήθελα τον Αίαντα να άκουα τον ανδρείον.

Τότε και αντίθεα πόλεμον δεν εκάμαμεν οι δύο,

να πάρουμε ίσως το νεκρόν στον θείον Αχιλλέα,

ένα ολιγότερο κακό στες τόσες συμφορές μας.».



Ταύτα ενώ εκείνος έλεγε στα βάθη της ψυχής του,

έρχεται ο Έκτωρ και μ’ αυτόν οι φάλαγγες των Τρώων.

Άφησε τότε τον νεκρόν κι εμπόδιζεν οπίσω

συχνά την όψιν στρέφοντας, σαν δυνατό λεοντάρι

που από την στάνην με φωνές το διώχνουν και με βέλη

άνδρες και σκύλοι. Μέσα του τα σπλάχνα τ’ ανδρειωμένα

παγώνουν. Ώστε αθέλητα το περιαύλι αφήνει.



Ομοίως απ’ τον Πάτροκλον εμπόδιζ’ ο Ατρείδης,

και ως έφθασε στους Αχαιούς εστάθηκε κι εστράφη,

και για τον μέγαν Αίαντα τον Τελαμωνιάδη

εκοίτα και τον είδ’ ευθύς στ’ αριστερά της μάχης

που τους συντρόφου θάρρυνε στην μάχην, ότι ο Φοίβος

ορμήν φυγής ακράτητην τους έβαλε στα στήθη.



Έτρεξε, τον πλησίασε και «δράμε», του’πε, «ω φίλε,

τον πεθαμένον Πάτροκλον μ’ εμέ να υπερασπίσεις,

το λείψανο ίσως φέρωμε στον θείον Αχιλλέα

γυμνό. Ότι έχει τ’ άρματα ο λοφοσείστης Έκτωρ.».



Ετάραξεν ο λόγος του του Αίαντος τα στήθη

και ομού με τον Μενέλαον εβγήκεν απ’ τους προμάχους.

Και ως έγδυσε τον Πάτροκλον ο Έκτωρ τον τραβούσε

με την λεπίδ’ ακονητήν να κόψει το κεφάλι

και να πετάξει το κορμί στες σκύλες της Τρωάδος.

Με ασπίδα ως πύργον σύρθηκεν ο Έκτωρ και στ’ αμάξι

ανέβη και παράγγειλε τους Τρώας εις την πόλην

να φέρουν τα λαμπρ’ άρματα, δόξαν να τα’χει εκείνος.



Κι εσκέπαζε τον Πάτροκλον με την πλατιάν ασπίδα

ο Αίας, όπως λεόντισσα εμπρός απ’ τα μικρά της,

που κυνηγοί την απαντούν να τα οδηγά στον λόγγον.

Στην ρώμην της περήφανη το μέτωπο σουφρώνει

και με τα φρύδια χαμηλά τα μάτια της σκεπάζει.

Αυτήν εμπρός στον Πάτροκλον την στάσην πήρε ο Αίας.



Ο Ατρείδης ο Μενέλαος και αυτός εις τ’ άλλο  πλάγι

παράστεκε περίλυπος μες στ’ ανδρειωμένα στήθη.



Και ο Γλαύκος του Ιππολόχου υιός, ο άρχος των Λυκίων,

μ’ άγριαν ματιά στον Έκτορα βαρύν τον λόγον είπε:



«Έκτορ, στα κάλλη ασύγκριτε, και αδύνατε στην μάχην,

είσαι δειλός και χάρισμα μεγάλην δόξαν έχεις.

Τώρα την πόλην σκέψου εσύ να σώσεις και τον πύργον

μόνος εσύ με τους λαούς που κατοικούν στην Τροίαν.

Διότι δια την πόλην σας κανένας των Λυκίων

δεν θέλει μάχεται στο εξής, αφού δεν είχε χάριν

τούτος ο ατελεύτητος με τον εχθρόν αγώνας.

Πώς άνδρ’ άλλον κατώτερον, ελεεινέ, θα σώσεις,

αφού ξένον και σύντροφον, τον μέγα Σαρπηδόνα

να γίνει αφήκες άρπαγμα στα πλήθη των Αργείων;



Που μέγα κέρδος έφερε στην πόλην και σ’ εσένα

και δεν τον φύλαξες, δειλέ, των σκύλων απ’ το στόμα.

Για τούτο οι Λύκιοι θα πεισθούν στον λόγον μου να φύγουν

εις την πατρίδα και όλεθρος θα πέσει στην Τρωάδα.

Ότι αν ατρόμητην ορμήν είχαν στα στήθη οι Τρώες,

ως η καρδιά’ναι των ανδρών οπού για την πατρίδα

με τους εχθρούς ακούραστον βαστούν πολέμου αγώνα,

τότ’ εύκολα τον Πάτροκλον θα εσέρναμε στην Τροίαν.



Και αν απ’ της μάχης την βοήν στην πόλην του Πριάμου

εσέρναμε μαχόμενοι τούτον τον πεθαμένον,

τον Σαρπηδόν’ αντάλλαγμα και τ’ άρματά του οι Αργείοι

θα έδιδαν να φέρουμε στα τείχη της Ιλίου.

Ότ’ ήταν κείνος ο νεκρός ακόλουθος μεγάλου

ανδρός, οπού των Δαναών πρωτεύει στην ανδρείαν.

Αλλά τον μεγαλόψυχον υιόν του Τελαμώνος

στην μάχη συ δεν τόλμησες κατάματα να βλέπεις,

να πολεμήσεις κι είναι αυτός πολύ καλύτερός σου.».



Του αντείπε μ’ άγριο βλέφαρο ο λοφοσείστης Έκτωρ:



«Ω Γλαύκε, τόσον άδικον να μου προφέρεις λόγον;

Έλεγα πως στην φρόνησην πρωτεύεις συ των άλλων

ανθρώπων, όπου κατοικούν την κάρπιμην Λυκίαν,

και τώρα ό,τ’ είπες μου’δειξεν ότι σωστά δεν κρίνεις,

που εμπρός στον μέγαν Αίαντα δεν τόλμησα να μείνω.

Μα δεν παγώνει ο τάραχος της μαχης και των ίππων.

Αλλά νικά πάντοτε ο νους του αιγιδοφόρου Δία

που εύκολα και άνδρ’ ατρόμητον δειλιάζει και την νίκην

του αφαιρεί και άλλη φορά τον σπρώχνει αυτός στην μάχην.

Αλλά στήσου στο πλάγι μου, να ιδείς, αγαπητέ μου,

αν θα’μαι ολήμερα δειλός καθώς μου τ’ ονειδίζεις,

ή αν πολλούς των Δαναών, όσον και αν είναι ανδρείοι,

θα στρώσω, εκεί που μάχονται τον Πάτροκλον να σώσουν.».




Είπε κι εσήκωσε φωνήν μεγάλην εις τους Τρώας:



«Τρώες, Λύκιοι, Δάρδανοι και σεις κονταρομάχοι,

άνδρες, φανείτε μ’ όλην σας την δύναμιν, ω φίλοι,

τ’ άρματα όσο να ζωσθώ τα ωραία του Αχιλλεως,

που εφόνευσα τον Πάτροκλον και λάφυρα τα επήρα.».



Αυτά είπε και ανεχώρησεν ο λοφοσείστης Έκτωρ.

Κι εχύθηκεν ως αστραπή, να φθάσει τους συντρόφυς,

οπού στην πόλην έφερναν τα όπλα του Αχιλλέως

και όχι μακράν τους πρόφθασεν. Και ανάμερ’ απ’ την μάχην

εστάθη, την πολύθρηνον, τα όπλα να ξαλλάξει,

και στην αγίαν Ίλιον να φέρουν τα δικά του

στους Τρώας έδωσε, και αυτός τ’ αθάνατα εζωνόνταν

του Αχιλλέως, που οι θεοί χαρίσαν του πατρός του.

Και τούτος, όταν γέρασε τα έδωκε του υιού του.

Αλλά ο υιός δε γέρασε στα όπλα του πατρός του.



Και άμα τον είδε ο βροντητής Κρονίδης κατά μέρος

τα άρματα να ζώνεται του θείου Αχιλλέως,

εκίνησε την κεφαλήν κι έλεγε μέσα ο νους του:



«Ω δύστυχε, δεν εννοείς τον θάνατον κοντά σου,

και τ’ άφθαρτ’ άρματα  φορείς του πρώτου πολεμάρχου,

και την ανδραγαθίαν του τόσον τρομάζουν και άλλοι.

Και σύντροφον του φόνευσες καλόν και ανδρειωμένον,

και άσχημα τον εγύμνωσες απ’ την αρματωσιά του.

Αλλά κάν τώρα δύναμην και νίκην θα σου δώσω

αφού δεν μέλλει σπίτι σου να γύρεις απ’ την μάχην,

η Ανδρομάχη τ’ άρματα να λάβει του Αχιλλέως.».



Είπε, τα μαύρα φρύδια του χαμήλωσε ο Κρονίδης

και άρμωσε την αρματωσιά στου Έκτορος το σώμα.

Μέσα του εμπήκε φοβερός ο Άρης και τα μέλη

άναψαν όλα δύναμη. Και στους λαμπρούς συμμάχους

κραυγάζοντας προχώρησε κι επρόσφερνεν εις όλους,

ως έλαμπε μες στ’ άρματα, τον θείον Αχιλλέα.

Κι έναν προς έναν εύρηκε στην μάχην να εμψυχώσει,

τον Μέσθλην, τον Θερσίλοχον, τον Μέδοντα, τον Γλαύκον,

τον Φόρκυν, τον Ιππόθοον και τον Αστεροπαίον.

Μ’ εκείνους τον Δεισήνορα ομού και τον Χρομίον,

τον ορνεοσκόπον Έννομον και προς εκείνους είπε:



«Των περιοίκων βοηθών άπειρα γένη, ακούτε.

Όταν από τες χώρες σας σας έφερα εδώ πέρα,

δεν εζητούσα του λαού ν’ αυξήσω εγώ το πλήθος,

αλλά για τες γυναίκες μας και τα μικρά παιδιά μας

των φιλομάχων Αχαιών μ’ ανδρειά ν’ αντιταχθείτε.

Όθεν και γενναιότερην να κάμω την ψυχήν σας,

δώρα σας δίδω και τροφές και πάσχουν οι λαοί μου.

Εμπρός λοιπόν καθένας σας στην μάχην ή να πέσει

ή να σωθεί και η σύσμιξις τούτ’ έχει του πολέμου.

Και όποιος τον Αίαντα μπορεί να σπρώξει και να σύρει

τον Πάτροκλον, αν και νεκρόν, στες φάλαγγες των Τρώων

σ’ αυτόν τα μισά λάφυρα θα δώσω, κι εγώ τ’ άλλα

μισά θα πάρω. Και όσο εγώ, θα δοξασθεί κι εκείνος.».



Είπε, κι εκείνοι ορμητικά στους Δαναούς χυθήκαν

με τα κοντάρια σηκωτά. Και τον νεκρόν θαρρούσαν

ν’ αρπάξουν απ’ τον Αίαντα τον Τελαμωνιάδην.

Μωροί ! Κι επάνω στον νεκρόν πολλούς θενά θερίσει.

Τότε προς τον ανδράγαθον Μενέλαον είπ’ ο Αίας:



«Αγαπητέ Μενέλαε, δεν έχω ελπίδα πλέον

να γύρωμεν απ’ τον πόλεμον εμείς εις την πατρίδα.

Ο πεθαμένος Πάτροκλος δεν με τρομάζει τόσο

που άφευκτα σκύλοι Τρωικοί κι όρνεα θα τον φάγουν,

όσο η δική μου κεφαλή μην πάθει και η δική σου.

Έρχεται ο Έκτωρ και μ’ αυτόν μαυρίλα του πολέμου

και αφανισμός μας εύρηκε. Αλλά στους πολεμάρχους

βάλε φωνήν των Δαναών, ίσως κανείς ακούσει.».



Είπε και τον υπάκουσεν ο ανδράγαθος Ατρείδης,

και στριγγήν έσυρε φωνήν των Δαναών και είπε:



«Ω πολεμάρχοι αγαπητοί, προστάτες των Αργείων,

ίσως οι Ατρείδες προτιμούν και πίνετε μαζί τους

από τα δώρα του κοινού και ορίζετε καθένας

τα πλήθη, και τιμήν ο Ζευς και δόξαν σας χαρίζει.

Μου είναι δύσκολο να ιδώ στην φλόγα του πολέμου,

καθέναν απ’ τους αρχηγούς. Αλλά και αφ’ εαυτού του

κανείς ας έλθει κι έλεγχον ας φοβηθεί η ψυχή του

αν γίνει ο Πάτροκλος χαρά των σκύλων της Τρωάδος.».



Είπε κι ευθύς τον άκουσεν ο Οϊλιάδης Αίας

και πρώτος ήλθε με σπουδήν απ’ όπου επολεμούσε.

Κατόπιν ο Ιδομενεύς, μ’ αυτόν και ο Μηριόνης,

ακόλουθός του, ισόπαλος του ανθρωποφόνου Άρη.

Και ποιος στο πνεύμα του να ειπεί τα ονόματα ημπορούσε

των άλλων που κατόπι του τον πόλεμον ανάψαν;

Σύσσωμ’ οι Τρώες κτύπησαν εμπρός και ο Έκτωρ πρώτος.



Και όπως εκεί που ροβολά διογέννητο ποτάμι

στο ρεύμα ενάντια η θάλασσα κύμα ξερνά μεγάλο

κι οι ακρογιαλιές αντιβοούν στον βρόντον της θαλάσσης,

με τόσην όρμησαν βοήν οι Τρώες και τριγύρω

στον Πάτροκλον οι Αχαιοί με μια ψυχή, στεκόνταν

φραγμένοι στες ασπίδες των. Και στα λαμπρά τους κράνη

σκοτάδι ολόγυρα βαθύ τους έχυσε ο Κρονίδης,

ότ και πριν τον Πάτροκλον καλόθελε, όταν ζούσε

του Αχιλλέως σύντροφος, και μισητό του εφάνη

να γίνει εκείνος άρπαγμα των σκύλων της Τρωάδος,

και τους συντρόφους κίνησε γι’ αυτόν να πολεμήσουν.



Και πρώτα οι Τρώες έσπρωξαν τους Αχαιούς, που οπίσω

επόδισαν και τον νεκρόν αφήκαν και κανέναν

οι Τρώες οι περήφανοι δεν πήραν με τες λόγχες

αλλ΄ετραβούσαν τον νεκρόν. Αλλ’ όμως δεν αργήσαν

να ορμήσουν πάλιν οι Αχαιοί σπρωγμένοι απ’ τον γενναίον,

τον Αίαντα οπού δεύτερος του θαυμαστού Πηλείδη,

των Δαναών επρώτευε στο σώμα και στα έργα.



Και απ’ τους προμάχους όρμησαν με την ανδρειάν αγρίου

χοίρου, που μες στα σύλλογγα βουνά κατασκορπίζει,

καθώς τινάζεται με ορμήν, άνδρες ομού και σκύλους.

Όμοια και ο Αίας, ο λαμπρός υιός του Τελαμώνος,

εύκολα κατασκόρπισε τες φάλαγγες των Τρώων,

που εκύκλωναν τον Πάτροκλον θαρρώντας να τον σύρουν

επάνω εις την πόλην τους και δόξαν ν’ αποκτήσουν.



Κι εκεί του Λήθου Πελασγού το δοξασμένο αγόρι

ο Ιππόθοος τον ποδόσερνε, στον δυνατόν αγώνα,

από τα νεύρα με λουρί δεμένον εις την φτέρναν,

των Τρώων και του Έκτορος προς χάριν, αλλ’ εκείνος

έπαθεν, ουδέ πρόφθασε κανένας να τον σώσει.

Τούτον ο Τελαμώνιος, ορμώντας μες στο πλήθος,

αντίκρισε κι εκτύπησε στην περικεφαλαία.



Από την λόγχην έσκασε το φουντωμένο κράνος,

ότι το χέρ’ ήταν βαρύ και μέγα το κοντάρι,

και απ’ την πληγήν ο εγκέφαλος πετάχθη στο στελιάρι

αιματωμένος. Νέκρωσαν τα μέλη του και αφήκε

από τα χέρια του στην γην  το πόδι του Πατρόκλου.

Κι επίστομ’ έπεσε νεκρός εις του νεκρού το πλάγι

από την Λάρισαν μακράν, και τους γλυκούς γονείς του

δεν αντιγεροκόμησεν, ότ’ η ζωή του εκόπη

απ’ του μεγάλου Αίαντος το δυνατό κοντάρι.



Ο Έκτωρ τότε ακόντισε στον Αίαντα με λόγχην.

Τον είδε αυτός κι εξέφυγε το χάλκινο κοντάρι.

Και τον Σχεδίον, γέννημα του ανδρειωμένου Ιφίτου,

μες στους Φωκείς ασύγκριτον, που στην λαμπράν Πανόπην

εκατοικούσ’ εκεί πολλών ανθρώπων βασιλέας,

ο Έκτωρ τον εκτύπησε στην κλείδωσιν και η λόγχη

κάτω απ’ τον ώμον πέρασε. Κι επάνω του εβροντήσαν

τ’ άρματα καθώς έπεσε. Και ο Αίας τον ανδρείον

Φόρκυν’ υιόν του Φαίνοπος, που εστήθη εμπρός στο σώμα

του Ιπποθόου, κτύπησε στην μέσην της κοιλίας,

του έσπασε τον θώρακα και του’φαγεν η λόγχη

τ’ άντερα. Κι έπεσεν αυτού κι εφούκτωσε το χώμα.



Κι επόδισαν οι πρόμαχοι και ο λαμπροφόρος Έκτωρ.

Κραυγήν σηκώσαν οι Αχαιοί και τους νεκρούς εσύραν

Ιππόθοον και Φόρκυνα και τους εξεγυμνώσαν.



Και τότε απ’ την σφοδρήν ορμήν των Αχαιών οι Τρώες

στην Ίλιον θ’ ανέβαιναν ανάνδρως συντριμμένοι

κι οι Αργείοι θα εδοξάζονταν χωρίς να θέλει ο Δίας

με μόνην τους την δύναμιν. Αλλ’ ήλθ’ ο ίδιος Φοίβος

προς τον Αινείαν και όμοιαζε τον κήρυκα Ηπυτίδην

Περίφαντα, που εγέραζε στο έργον του πλησίον

του γέρου Αγχίση, παλαιός καλοθελήτης φίλος.

Σ’ αυτόν ομοιώθη κι έλεγεν ο Φοίβος στον Αινείαν:



«Αινεία, πώς θα εσώζετε τους πύργους της Ιλίου

εσείς κι ενάντια των θεών; Άλλους εγνώρισ’ άνδρες

στην δύναμήν τους να θαρρούν, και στην ανδρειά τους μόνον

και στον δικόν τους τον λαόν ολίγον και γενναίον.

Τώρα οπού ο Ζευς μας προτιμά και νίκην μας χαρίζει

εσείς ανάνδρως φεύγετε, δεν θέλετε την μάχην.».



Και ο Αινείας καλογνώρισε τον Φοίβον ως τον είδε

στην όψιν και του Έκτορος εφώναξε μεγάλως:

«Έκτορ, κι οι επίλοιποι αρχηγοί των βοηθών και Τρώων,

μεγάλη τούτ’ είν’ εντροπή στην Ίλιον ν’ ανεβούμε

απ’ την ορμήν των Αχαιών ανάνδρως συντριμμένοι.

Αλλ΄εμέ κάποιος των θεών εσίμωσε και είπε,

ότι βοηθόν μας έχομεν τον ύψιστον Κρονίδην.

Εμπρός λοιπόν στους Δαναούς, αφρόντιστοι μη φέρουν

εκείνοι προς τα πλοία τους το σώμα του Πατρόκλου.».



Και των προμάχων πολύ εμπρός πετάχθηκε κι εστάθη.

Κι οι Τρώες ετινάχθηκαν ενάντια στους Αργείους.

Ο Αινείας τον Λειώκριτον του Αρίσβαντος με λόγχην

ελάβωσε, τον σύντροφον λαμπρόν του Λυκομήδου.

Ελύπησεν ο φόνος του τον θείον Λυκομήδην

κι εσίμωσε κι εστήθη αυτού και ακόντισε την λόγχην

στο συκώτι του Απισάονος, μεγάλου πολεμάρχου,

του Ιππασίδη, και νεκρόν τον κύλησε στο χώμα.

Από την μεγαλόστηλην είχ’ έλθει Παιονίαν

μαχητής πρώτος, δεύτερος απ’ τον Αστεροπαίον.



Και τούτος για τον θάνατον θλιμμένος του συντρόφου,

όρμησε προς τους Αχαιούς, αλλά δεν είχε τόπον

να σπάσει, εκεί που ολόφρακτοι, με λόγχες σηκωμένες

και ασπίδες, κύκλον έκαναν στον Πάτροκλον τριγύρω,

όπως ο Αίας πανταχού καθέναν οδηγούσε

μήτ’ εξοπίσω του νεκρού κανείς να μη ποδίσει,

μήτε κανείς να προμαχεί εμπρός από τον άλλον,

αλλ’ όλοι γύρω εις τον νεκρόν σφικτά να πολεμήσουν.



Αυτά ’λεγε ο θεόρατος ο Αίας και το χώμα

έβαψεν αίμα, ως έπεφτεν άνδρες πολλοί των Τρώων

ότι αιματώνονταν και αυτοί εις την μάχην και αποθαίναν,

αλλά πολύ ολιγότερον, τ’ είχε καθείς στον νουν του

απ’ την σφαγήν τον σύντροφον στην μάχην να φυλάξει.





Έτσι, ωσάν φλόγα εμάχοντο και θα’λεγες πώς μήτε

ο ήλιος εσώζονταν μήτε η σελήνη πλέον.

Ότι σκοτάδι εσκέπαζε τους πολεμάρχους όλους

που εστέκονταν κι εμάχοντο στον Πάτροκλον τριγύρω.

Ως οι άλλοι Τρώες και Αχαιοί με ανάσα επολεμούσαν

εις τον αέρα ολόλαμπρον από το φως του ηλίου,

και νέφος δεν εφαίνονταν στην γη μηδέ στα όρη,

κι είχαν και ξανασάματα μακρόθεν πολεμώντας

κι εξέφευγαν, ως έπεφταν, τα πικροφόρ’ ακόντια.

Ενώ στην μέσην φοβερά πεθαίναν απ’ το σκότος

και από τες λόγχες των εχθρών οι πολεμάρχοι πρώτοι.

Κι ήρωες δυο δοξαστοί δεν είχαν μάθει ακόμη,

ο Αντίλοχος και, αυτάδελφος εκείνου, ο Θρασυμήδης,

πόπεσ’ ο θείος Πάτροκλος, κι ενόμιζαν που εκείνος

στην σειράν πρώτων ζωντανός τους Τρώας πολεμούσε.

και ως των συντρόφων την φυγήν φοβούνται και τον φόνον,

ξεχωρισμένοι εμάχονταν, ως είχε παραγγείλει

ο Νέστωρ που τους έστειλε στην μάχην απ’ τα πλοία.



Κι είχαν με πείσμα ολήμερον δεινού πολέμου αγώνα

και απ’ τον κόπον ίδρωτας δεν έπαυε να ραίνει

τες κνήμες των, τα γόνατα, τα πόδια και τα χέρια,

πατόκορφα ως τα βλέφαρα, καθώς αγωνιζόνταν

για τον λαμπρόν ακόλουθον του θείου Αχιλλέως.

Και ως άνθρωπος των νέων του να του τανύσουν δίνει

μεγάλου ταύρου τόμαρο με πάχος ποτισμένο

και χωρισμένοι γύρωθεν εκείνοι το τεντώνουν

και ως φεύγ’η νότια μέσα του ρουφά το πάχος όλο,

και ωσάν τραβιέται από πολλούς τεντώνεται ως την άκρα.



Όμοια σ’ αυτήν την σπιθαμήν εκείνοι αντιτραβούσαν

εδώθ’ εκείθε τον νεκρόν, κι οι Τρώες να τον σύρουν

άνω στην Ίλιον έλπιζαν κι οι Δαναοί στα πλοία.

Και γύρω του άγριος μάνιζεν ο πόλεμος, πως μήτε

εάν τους έβλεπ’ η Αθηνά μήτ’ ο ανδρεγέρτης Άρης

ποσώς δεν θα τας έλεγαν, όσον και αν τους μισούσε.

Τέτοιον ο Ζευς στον Πάτροκλον επάνω ανδρών και ίππων

σκληρόν αγώνα ετέντωσεν εκείνην την ημέραν.

Και που’χε πέσει ο Πάτροκλος δεν γνωριζε ο Πηλείδης

ότι απ’ τα πλοία ξέμακρα, στα τείχη εμπρός της Τροίας

επολεμούσαν. Ώστε αυτός δεν το’λπιζε να πέσει,

θαρρώντας ότι ζωντανός, αφού στες πύλες φθάσει

θενά γυρίσει. Ότι ποσώς δεν έλπιζε ότι εκείνος

χωρίς αυτόν, ή και μ’ αυτόν, την πόλην θα πορθήσει,

ότι πολλές, το άκουσε φορές απ’ την μητέρα

πως του εφανέρωνε κρυφά το νου του υψίστου Δία.



Αλλά δεν του’πε το κακόν, όσο κατόπι εγίνη,

η μάνα του, ότι ο σύντροφος εχάθη ο ποθητός του.



Και άπαντα γύρ’ απ’ τον νεκρόν τ’ ακονητά κοντάρια

έσμιγαν κείνοι αντίστηθα κι επλήθαιναν οι φόνοι.

Και των ανδρείων Αχαιών, κάποιος ευρέθη κι είπε:



«Ω φίλοι, δεν θα’ν’ένδοξο για μας προς τα καράβια

να γύρωμε. Αλλ’ η μαύρη γη στα πόδια μας ν’ ανοίξει

θα ήταν ποθητότερο και να χαθώμεν όλοι,

εάν τούτον θ’ αφήσωμεν τους ιπποδάμους Τρώας,

να σύρουν εις την πόλην τους και δόξαν ν’ αποκτήσουν.».



Και κάποιος πάλιν έλεγε των γενναιοψύχων Τρώων:



«Στο πλάγι, ω φίλοι, αυτού του ανδρός να πέσωμε όλοι αντάμα

η μοίρ’ αν θέλει, ασάλευτοι σταθείτε στον αγώνα.».



Αυτά ’λεγαν και άναφτε του καθενός η ανδρεία.

Αυτού εκείνοι εμάχοντο και ο σιδερένιος κρότος

στον ουρανόν τον χάλκινον βροντούσε απ’ τον αιθέρα

και ανάμερ’ απ’ τον πόλεμον οι ίπποι του Αχιλλέως

εκλαίγαν άμα εγνώρισαν πόπεσ’ ο κυβερνήτης

νεκρός από του Έκτορος την λόγχην, του ανδροφόνου.

Και όσο και αν ίδρωνε ο καλός Διωρείδης Αυτομέδων

και με την σφοδράν μάστιγα στα νώτα να τους πλήττει

και να τους κραίνει μαλακά και να τους φοβερίζει,



μήτε στες πρύμνες να στραφούν, στην άκραν του Ελλησπόντου,

μήτε κατά τον πόλεμον των Αχαιών να γύρουν

ήθελαν, και ως ασάλευτη στέκεται στήλη επάνω

στο μνήμ’ ανδρός ή γυναικός, ακλόνητοι κι εκείνοι

εμέναν, στο πανεύμορφον αμάξι τους ζωσμένοι,

με τα κεφάλια στηρικτά στην γην. Και πυρωμένα

εχύναν δάκρυα που  ο καλός τους λείπει κυβερνήτης.

Και ως απ’ την ζεύγλην έπεφτεν  η φουντωμένη χαίτη

εις τα δυο πλάγια του ζυγού, μολύνετο εις το χώμα.

Τους είδε κι εσυμπόνεσε το κλάϋμα τους ο Δίας,

την κεφαλήν εκίνησε κι έλεγε μέσα ο νους του:



«Δύστυχοι, τι σας δώσαμε του σεβαστού Πηλέως

θνητού ανθρώπου, αγέραστοι και αθάνατοι όπως είσθε;

Ή για να πάσχετε κι εσείς με τον θνητών το γένος;

Διότι θλιβερότερο του ανθρώπου δεν υπάρχει,

κανέν’ απ’ όσα εκεί στην γη κινούνται και αναπνέουν.

Αλλά ποτέ σας ν’ ανεβεί και το λαμπρόν αμάξι

τον Πριαμίδην Έκτορα ποσώς δεν θε ν’ αφήσω,

δεν φθάνει που’χει τ’ άρματα και τόσο δεν καυχάται;

Και σας ανδρεία στα γόνατα και στην ψυχήν θα βάλω

να σώσετε απ’ τον πόλεμον ως εις τα κοίλα πλοία,

τον Αυτομέδοντα. Ότι εγώ σ’ αυτούς θα αφήσω ακόμη

να σφάζουν και να δοξασθούν, στες πρύμνες ως να φθάσουν,

άμα βυθίσει ο ήλιος και τ’ άγιο σκότος έλθει.».



Αυτά είπε κι εφύσησεν ορμήν σφοδράν στους ίππους,

κι εκείνοι από τες χαίτες των την σκόνην αφού τινάξαν

φέραν τ’ αμάξι ως αστραπή στην μέσην του πολέμου.

Και αν κι έκλαιεν τον Πάτροκλον, εχύθη με τους ίππους

ο Αυτομέδων, ως αετός εκεί που χήνες βόσκουν.

Κι εύκολ’ από την χλαλοή έφευγε αυτός των Τρώων

κι εύκολα πάλι έπεφτε το πλήθος να σκορπίσει

αλλ’ άνδρες δεν εφόνευε κει που τους κυνηγούσε

ότι στ’ αμάξι μόνος του να σπρώχνει δεν εμπόρει

τους γοργούς ίππους και να ορμά στην μάχην με την λόγχην.



Στο τέλος ένας σύντροφος τον είδε, ο Αυτομέδων,

που ήταν του Λαέρκεως βλαστάρι του Αιμονίδου.

Στο αμάξι οπίσω εστάθηκε και προς εκείνον είπε:



«Ω Αυτομέδων, των θεών ποιος σου’βαλε στα στήθη

βουλήν ολέθριαν κι έβλαψε τα ύγεια λογικά σου;

Τους Τρώας συ να πολεμείς στην πρώτην τάξιν μόνος!

Και σου εφονεύθη ο σύντροφος, και ο Έκτωρ με καμάρι

τώρα στους ώμους του φορεί τα όπλα του Αχιλλέως.».



Και ο Διωρείδης προς αυτόν: «Κανείς, ω Ακλιμέδων,

των Αχαιών, όσον εσύ καλός άλλος δεν είναι

να οδηγήσει την ανδρειά των αθανάτων ίππων,

μόνον ο ισόθεος Πάτροκλος όταν ακόμα εζούσε.

Τώρα τον έχει ο θάνατος και η μοίρα αλλά συ λάβε

την μάστιγα και τα λαμπρά των ίππων χαλινάρια,

και κάτω εγώ θα κατεβώ πεζός να πολεμήσω.».



Είπε κι εκείνος όρμησε στο γρήγορον αμάξι

κι έλαβ’ ευθύς την μάστιγα και ομού τα χαλινάρια.

Και ο άλλος κάτω επήδησε. Τους είδε ο λαμπρός Έκτωρ

και στον Αινείαν είπ’ ευθύς που ευρίσκετο σιμά του:



«Ένδοξ’ Αινεία της βουλής των χαλκοφόρων Τρώων,

ξάφνου εφανήκαν τ’ άλογα του θείου Αχιλλέως

στον πόλεμον και αδύναμοι τα έχουν κυβερνήτες.

Αν είσαι πρόθυμος και συ, θαρρούσα να το πάρω

ότι αν ορμούσαμεν εμείς, δεν θα σταθούν εκείνοι

εμπρός μας να δοκιμασθούν στου Άρη τον αγώνα.».



Τον λογον έστερξ’ ο υιός του Αγχίση ο παινεμένος.

Και αυτοί με ασπίδες στερεές πλασμένες από δέρμα

ταύρου ξερό χαλκόστρωτο στην μάχην ίσια ορμούσαν.

Ο θείος Άρητος μ’ αυτούς κινήθη και ο Χρομίος,

και μέγα θάρρος στην ψυχήν ετρέφαν πως θα πάρουν

τ’άλογα τα μακρόλαιμα κι εκείνους να φονεύσουν.



μωροί που αναιμάτωτοι δεν έμελλαν να φύγουν

από τον Αυτομέδοντα. Και του Διός ευχήθη

κείνος και ανδρειά πλημμύρισε τα φύλλα της καρδιάς του,

κι είπε στον Αλκιμέδοντα, εγκάρδιον σύντροφόν του:



«Ω Αλκιμέδων, μη μακράν τους ίππους μου κρατήσεις,

αλλά τα χνώτα οπίσω μου να  αισθάνομαι, ότι βλέπω

που δεν θα παύσει απ’ την ορμήν  ο Πριαμίδης Έκτωρ

όσο ή τους ίππους θ’ ανεβή του θείου Αχιλλέως,

αφού φονεύσει πρώτα εμάς και διώξει των Αργείων

τα πλήθη, ή πέσει αυτός νεκρός στην μέσην των προμάχων.».



Κι εφώναξε τους Αίαντας αυτού και τον Ατρείδην:



«Αίαντες και Μενέλαε, των Δαναών προστάτες,

σεις τον νεκρόν αφήσετε στους άλλυς πολεμάρχους

στο πλάγι του τες φάλαγγες του εχθρού ν’ απομακρύνουν

και σώσετε απ’ τον όλεθρον εμάς που ζούμε ακόμη.

Ότι μας έπεσαν βαρείς μες στον σκληρόν αγώνα,

Έκτωρ και Αινείας, ήρωες οι πρώτοι στην Τρωάδα.

Αλλ’ όλ’ αυτά στην δύναμην των αθανάτων μένουν.

Θέλω κι εγώ την λόγχην μου να ρίξω κι έχει ο Δίας.».



Είπε και το μακρόσκιον ετίναξε κοντάρι

του Αρήτου, τον ακόντισε στην κυκλωτήν ασπίδα.

Και τον χαλκόν δεν κράτησαν η ασπίδα αλλ’ ετρυπήθη,

και τον ζωστήρα επέρασεν ως την γαστέρα η λόγχη.



Και όπως μ’ αξίναν κοφτερήν ανδρειωμένο αγόρι

οπίσω από τα κέρατα ταύρον κτυπά στο νεύρο

να κοπεί όλο και βροντά σκιρτώντας χάμου ο ταύρος.

Όμοια σκιρτώντας έπεσε κι αυτός, και η πικρή λόγχη

μες στ’ άντερά του τινακτή του ενέκρωσε τα μέλη.



Τότε τον Αυτομέδοντα την λόγχην ρίχν’ ο Έκτωρ.

Εμπρός τηρώντας ξέφυγεν εκείνος το κοντάρι.

Και, ως αυτός έσκυψεν εμπρός, οπίσω του εστυλώθη

στο χώμα η λόγχη κι έτρεμεν η ουρά της από πάνω.

Και  ο βαρύς Άρης έσβησεν εκεί την δύναμήν του.



Και με τα στήθη αντίστηθα να χτυπηθούν ορμούσαν

αν την ορμήν δεν έκοφταν οι Αίαντες που εφθάναν

εις του συντρόφου την φωνήν εκεί που επολεμούσαν.





Και ως είδαν κει τους Αίαντας, οπίσω φοβισμένοι

Έκτωρ κι Αινείας πόδησαν και ο θεϊκός Χρομίας

και άφησαν κει τον Άρητον με σπλάχνα σπαραγμένα

να κείται. Και με την ορμήν του Άρη ο Αυτομέδων

τ’ άρματα επήρε του νεκρού κι επάνω του εκαυχήθη:



«Εγλύκανα τον πόνον μου για τον αποθαμένον

Πάτροκλον, αν κι εφόνευσα πολύ κατώτερόν του.».



Είπε, στ’ αμάξι τ’ άρματα τα αιματοβαμμένα

πήρε κι αιματοστάλακτος ολόβολος κι εκείνος

ανέβηκε ωσάν λέοντας πόχει σπαράξει ταύρον.





Και πάλι μάχη λυσσερή στον Πάτροκλον επάνω

άναψε πολυδάκρυτη, ότ’ ήλθεν ουρανόθεν

να τους κινήσ’ η Αθηνά σταλμένη από τον Δία

να βοηθεί τους Δαναούς ότ’ είχε αλλάξει γνώμην.



Ως όταν απ’ τον ουρανόν τανύζει ο μέγας Δίας

την λαμπροφόραν ίριδα εις τους θνητούς σημάδι

πολέμου ή κακοχειμωνιάς, που τους ανθρώπους παύει

από τα έργα των αγρών και βλάπτει τα κοπάδια.

Όμοιαν νεφέλην πορφυρήν ενδύθη και στα πλήθη

εισέβη αυτή των Αχαιών κι εγκάρδιωνε καθέναν.



Τον ένδοξον Μενελαον, που ήταν σιμά της, πρώτον

επαρακίνησε η θεά, την όψιν αφού επήρε

του Φοίνικος, τ’ ανάστημα και την καλήν φωνήν του:



«Όνειδος μέγα κι εντροπήν, Μενέλαε, θ’ αποκτήσεις

εάν τον πιστόν σύντροφον του θείου Αχιλλέως

σπαράξουν σκύλοι αρπακτικοί στα τείχη εμπρός της Τροίας.

Αλλ’ ανδρειέψου και άναγε τα πλήθη στον αγώνα.».



Και της θεάς, ο ανδράγαθος Μενέλαος αποκρίθη:



«Φοίνιξ, ω γέρε παλαιικέ, αν εις εμέ θα δώσει

δύναμιν ήθελ’ η Αθηνά, και από τ’ ακόντια σκέπην,

πρόθυμος για τον Πάτροκλον εκεί θα υπερμαχούσα,

που ο θάνατός του επλήγωσε στα βάθη την ψυχήν μου.

Αλλά μανίζει φοβερός ο Έκτωρ. Ουδέ κάνει

να κόψ’ η λόγχη του, ότι ο Ζευς να τον δοξάσει θέλει.».



Είπε και η γλυκόφθαλμη θεά χαρά το πήρε

διότι απ’ όλους τους θεούς σ’ αυτήν ευχήθη πρώτον.

Και ορμήν πολλήν του έβαλε στα γόνατα, στους ώμους

και μέσα τον εγέμισε με πείσμα ως έχ’ η μύγα,

που όσο την διώχνουν στο κορμί το ανθρώπινο κολλάει

να το δαγκάνει και πολύ το αίμ’ αγαπά του ανθρώπου.

Με τόσο πείσμα εγέμισε τα βάθη της καρδιάς του.

Κι επήγε προς τον Πάτροκλον και ακόντισε την λόγχην.



Άνθρωπος τ’ όνομα Ποδής ευρίσκετο εις την Τροίαν

υιός του Ηετίωνος και πλούσιος και γενναίος

σύντροφος ομοτράπεζος του Έκτορος και φίλος.

Αυτόν ως έφευγε, ο ξανθός Μενέλαος στον ζωστήρα

κτύπησε και του πέρασε την λόγχην πέρα πέρα.

Και όπως βροντώντας έπεσεν, ο Ατρείδης απ’ τους Τρώας

έσυρε αμέσως τον νεκρόν στες τάξες των συντρόφων.



Και ο Φοίβος τότ’ εστάθηκεν στου Έκτορος το πλάγι

του Ασιάδου Φαίνοπος προσόμοιος της Αβύδου,

που ήταν φίλος του ακριβός όσον κανείς των ξένων.



«Έκτορ», του είπεν ο θεός, «και ποιος θα σε τρομάξει

άλλος στο εξής των Αχαιών; Που εμπρός του Μενελάου

έφυγες, οπού ελέγετο πολεμιστής αχρείος.

Και τώρα μόνος τον νεκρόν εσήκωσε απ’ την μέσην

των Τρώων, κι ήταν ο Ποδής αγαπητός σου φίλος,

του Ηετίωνος υιός καλός και ανδρειωμένος.».



Είπε κι εκείνον σκέπασε πόνου βαθιά μαυρίλα

και ολόφρακτος μες στ’άρματα εβγήκε απ’ τους προμάχους.

Και τότε, ο Ζευς την κροσσωτήν αιγίδ’ ακτινοβόλον

επήρε και όλην σκέπασε με σύννεφα την Ίδην,

άστραψ’ εβρόντησε βαριά και σειώντας την αιγίδα

νίκην των Τρώων έδιδε και τρόμον των Αργείων.



Την φυγήν άρχισε ο Βοιωτός Πηνέλαος, ότι ως ήταν

πάντοτ’ εμπρός, τον λόγισεν εγγύς ο Πολυδάμας

κι επήρε η λόγχη ξέδερμα του ώμου του την άκραν

κι εξάκρισε το κόκαλο. Τον Λήιτον ο Έκτωρ

του Αλεκτρύονος τον υιόν ελάβωσε στο χέρι

μες στον αρμόν, κι εμάκρυνεν αυτόν από την μάχην

τηρώντας γύρω εσύρθηκε, ότι στο χέρι μέσα

την λόγχην είχε, ανίκανος να πολεμήσει πλέον.



Ο Ιδομενεύς  τον Έκτορα που εχύνετο στον Λήιτον

εκτύπησε κατάστηθα προς το βυζί κι εκόπη

στην λόγχην το κοντάρι του και αλάλαξαν οι Τρώες.

Ο Έκτωρ τότε ακόντισεν εις τον Ιδομενέα

ορθόν στ’ αμάξι κι έλειψεν ολίγο να τον πάρει.

Κι εκτύπησε τον Κοίρανον, που απ’ την ωραίαν Λύκτον

του Μηριόνη ήλθε οπαδός στ’αμάξι κυβερνήτης.



Ότ’ είχεν έλθει ο Ιδομενεύς πεζός σπ’ τα καράβια

και δόξης θα ήταν αφορμή μεγάλης εις τους Τρώας,

αν δεν έφθανε ο Κοίρανος των ίππων κυβερνήτης.

Και σώστης του απ’ τον όλεθρον προφύλαξεν εκείνον

και του ανδρειοφόνου Έκτορος αυτόν επήρε η λόγχη,

κάτω απ’ τ’ αυτί τον κτύπησε, και του’σπασεν η λόγχη

όλα τα δόντια κι έκοψε την γλώσσαν μες στην μέσην,

από το αμάξι εβρόντησε και απόλυσε απ’ τα χέρια

τα χαλινάρια. Κι έσκυψε στην γην ο Μηριόνης,

τα επήρε κι έπειτα έλεγε προς τον Ιδομενέα:



«Ράβδιζε τώρα, γρήγορα να φθάσεις εις τα πλοία.

Το βλέπεις, που των Αχαιών δεν είναι η νίκη πλέον.».



Είπε κι ευθύς εράβδισε τους ίππους προς τα πλοία

ο Ιδομενεύς, ότι έπεσε μες στην ψυχήν του ο φόβος.



Κι ενόησ’ ο Μενέλαος και ο Τελαμώνιος Αίας

τον Δία πώς εχάριζε την νίκην εις τους Τρώας,

κι είπεν ο μεγαλόψυχος  ο Τελαμώνιος Αίας:



«Θεοί μου, πλέον καθαρά κι ένας μωρός το βλέπει

το χέρι του πατρός Διός πώς βοηθεί τους Τρώας.

Όλα δαγκάν τα βέλη τους, είτε κακός τα ρίχνει,

είτε καλός. Πάντοτε ο Ζευς τα στρέφει στο σημάδι.

Και όλων μας ελεεινά πέφτουν στην γην χαμένα.



Αλλ’ ό,τ’ είναι καλύτερον ας έβρη τώρα ο νους μας

και τον νεκρόν να πάρωμεν, κι οι ίδιοι την ζωήν μας

να σώσωμε, να το χαρούν οι φίλοι, οπού θλιμμένοι

εδώ μας βλέπουν και θαρρούν πως κρατημόν δεν θα’χει

του ανδροφόνου Έκτορος η μανιωμένη ανδρεία,

και ότι θα πέσει ακράτητος επάνω στα καράβια.



Να ήταν κανείς το μήνυμα να φέρει τον Πηλείδην

γρήγορα, ότι δεν θαρρώ να το’χει μάθει ακόμη

το θλιβερό, πώς έχασε τον ακριβόν του φίλον.

Αλλά να ιδώ δεν δύναμαι των Αχαιών κανέναν

ότι και αυτούς και τ’ άλογα σκοτάδι περιζώνει.

Πατέρα, απ’ τ’ Αχαιόπαιδα συ διάλυσε το σκότος,

ξαστεριά κάμε, ευδόκησε να βλέπουν οι οφθαλμοί μας,

και αφού το θέλεις, χάσε μας κάν εις το φως του ηλίου.».



Αυτά’πε κι εσυμπόνεσε το κλάυμα του ο πατέρας,

κι ευθύς του σκότους σκόρπισεν εκείθε την μαυρίλα,

έλαμψ’ ο ήλιος κι έδειξε γύρω την μάχην όλην.

Τότε προς τον Μενέλαον εστράφη κι είπ’ ο Αίας:



«Ατρείδη, τώρα κοίταξε, το μάτι σου ίσως πάρει

τον Νεστορίδη Αντίλοχον, αν ζη και αυτός ακόμη,

να δράμ’ ειπέ του γρήγορα να φέρει του Αχιλλέως

το μήνυμα που απέθανεν ο φίλος της καρδιάς του.».



Είπε, και τον υπάκουσε ο ανδράγαθος Ατρείδης,

κι εβγήκεν ωσάν λέοντας. Μέσ’ απ’ το περιαύλι

που απόκαμ’ ερεθίζοντας άνδρες ομού και σκύλους,

που ολονυχτούν, τα ολόπαχα μοσχάρια τους να σώσουν.

Κι εκείνο, από την όρεξην σπρωγμένο των κρεάτων

ορμά, πλην ανωφέλητα. Με τόσην τόλμην ρίχνουν

ακόντι’ επάνω του οι βοσκοί και δέματ’ αναμμένα,

που τα φοβείται, αν και λυσσά και άμα χαράξ’ η ημέρα

κατηφιασμένο αποχωρεί. Ο Ατρείδη παρομοίως

άθελ’ από τον Πάτροκλον μακράν αποχωρούσε,

ότι εφοβείτο της φυγής μη το κακό σκορπίσει

τους Αχαιούς και τον νεκρόν εις τους εχθρούς αφήσουν.

Κι έλεγε προς τους Αίαντας και προς τον Μηριόνην:





«Ω πολεμάρχοι, Αίαντες και Μηριόνη, ακούτε.

Τώρα την άδολην καρδιάν του άμοιρου Πατρόκλου

μη λησμονείτε. Ότι γλυκύς, όταν εζούσε, εις όλους

ήταν. Και τώρα ο θάνατος και η μοίρα μας τον πήρε.».



Είπε και ανεχώρησεν ο Ατρείδης και τριγύρω

ετήρα, ως ο αετός, οπού κανέν’ απ’ όσα

πετούμενα είναι τ’ ουρανού το μάτι αυτό δεν έχει.

Οπού γοργό λαγόπουλο και μέσα μουλωμένο

στο φουντωτό χαμόδενδρο και από ψηλά το βλέπει,

του πέφτει επάνω και το αρπά και τη ζωήν του παίρνει.



Παρόμοια συ, Μενέλαε, τα φωτερά σου μάτια

παντού γοργά τα εγύριζες στο πλήθος των συντρόφων,

τον Νεστορίδην ζωντανόν ίσως ιδείς ακόμη.



Δεν άργησε να τον ιδεί στ’ αριστερά της μάχης

που τους συντρόφους του θερμά κεντούσε στον αγώνα.

Τότε ο ξανθός Μενέλαος πλησίασε και του’πε :





«Έλα σιμά μου, Αντίλοχε, διόθρεπτε, ν’ ακούσεις

τα λυπηρά που γίνονται, να μ’ είχε φέξ’ η μέρα.

Το βλέπεις με τα μάτια σου θαρρώ και το γνωρίζεις

που συμφορά στους Δαναούς θεόθεν ροβολάει.

Νικούν οι Τρώες, έπεσε των Αχαιών ο πρώτος,

ο Πάτροκλος, μέγας καϋμός στων Δαναών το γένος.

Αλλά συ τρέχε γρήγορα να ειπείς του Αχιλλέως

ίσως προφθάσει τον νεκρόν να σώσει στα καράβια

γυμνόν. Κι επήρε τ’ άρματα  ο λοφοσείστης Έκτωρ.».



Και ως τ’ άκουσ’ ο Αντίλοχος μέσα του αισθάνθη φρίκην,

τα λόγια του’πιασε αμιλιά πολληώρα κι εγεμίσαν

δάκρυα τα μάτια κι έστυψε στον λάρυγγα η φωνή του.

Αλλ’ όμως δεν αμέλησε να κάμει ό,τι είπ’ ο Ατρείδης,

κι έφυγ’ ευθύς και τ’ άρματα εδέχθη ο σύντροφός του

Λαόδοκος, που τ’ άλογα στο πλάγι του οδηγούσε.



Και αυτόν γοργά τα πόδια του μακράν από την μάχην

έπαιρναν μήνυμα κακό να φέρει του Αχιλλέως,

και, Ατρείδη, συ δεν έστεργες να μείνεις των Πυλίων

συντρόφων του βοηθός εκεί που’χαν σκληρόν αγώνα

και πόνον που τους έλειπε ο Αντίλοχος ο ανδρείος.



Αλλά σ’ εκείνους έστειλε τον θείον Θρασυμήδην

και αυτός στον ήρωα Πάτροκλον εκίνησε να φθάσει.

Στους Αίαντες εσίμωσε και προς εκείνους είπε:



«Εκείνον επροβόδησε να εβρή τον Αχιλλέα

εις τα καράβια. Αλλά πολύ διστάζω αν θα’λθει τώρα,

όσον και αν βράζει εκδίκησιν του Έκτορος να πάγει,

ότι γυμνός δεν δύναται ν’ αντιταχθεί στους Τρώας.

Αλλ’ ό,τ’ είναι καλύτερον ας έβρη τώρα ο νους μας.

Και τον νεκρόν να πάρωμεν κι οι ίδιοι την ζωήν μας

να σώσωμε απ’ τον θάνατον και την ορμήν των Τρώων.».



Και ο μέγας του αποκρίθηκε, ο Τελαμώνιος Αίας:



«Φρόνιμον λόγον πρόφερες, Μενέλαε δοξασμένε,

πώς τώρα οι δυο στους ώμους σας, εσύ και ο Μηριόνης

έξω απ’ την μάχην τον νεκρόν σηκώσετε και οπίσω

εμείς οι δυο τον Έκτορα κρατούμε και τους Τρώας.

Εμείς που συνονόματοι με μια ψυχήν ως τώρα

πλάγι με πλάγι μένουμε στου Άρη τον αγώνα.».



Είπε κι εκείνοι τον νεκρόν σηκώσαν εις τα χέρια

πολύ υψηλά, και αλάλαζαν οπίσω τους οι Τρώες

άμ’ είδαν ότ’ οι Δαναοί τον Πάτροκλον σηκώναν.

Και όμοιαζαν σκύλοι όταν ορμούν να πιάσουν λαβωμένον

χοίρον, και άνδρες κυνηγοί τους έχουν βάλει εμπρός τους

και τρέχουν τρέχουν πρόθυμοι πολύ να τον σπαράξουν,

αλλ’ όταν στρέφεται σ’ αυτούς θαρρώντας στην ανδρειά του

όλοι σκορπούν, ένας εδώ και άλλος εκεί στο δάσος.



Όμοια των Τρώων πάντοτε στες πλάτες των το πλήθος

με ξίφη και με δίστομα κοντάρια τους κτυπούσαν.

Αλλ’ όταν στρέφονται σ’ αυτούς οι Αίαντες κι εμέναν,

τότε η θωριά τους άλλαζεν, ουδέ να προχωρήσει

να μάχεται για τον νεκρόν κανείς δεν ετολμούσε.



Με ανδρείαν τόσην τον νεκρόν εφέρναν προς τα πλοία.

Και οπίσω τους εμάνιζε άγρια πολέμου λύσσα,

σαν την φωτιάν οπου ξεσπά μέσα εις μεγάλην χώραν

και όπως τα σπίτια καίονται φαίνεται η λάμψις πέρα,

ως έρεται με θόρυβον η δύναμις του ανέμου,

όμοια, καθώς με τον νεκρόν εκείνοι επροχωρούσαν

κατόπι αχούσε ακράτητος κτύπος ανδρών και ίππων.



Και όπως με δύναμιν πολλήν μουλάρια νεφρωμένα

στο μονοπάτι πετρωτό τραβούν από το όρος

δοκάρ’ ή καραβίσιο ξύλο τρανό και ο κόπος

και ο ίδρος τα καταπονεί καθώς εμπρός σπουδάζουν,

κα αυτοί με πόνον τον νεκρόν εφέρναν, και από πίσω

φραγμόν είχαν τους Αίαντας, καθώς κρατεί το ρεύμα

στην πεδιάδ’ ανάμεσα μια λογγισμένη ράχη,

που και γενναίων ποταμών τα μανιωμένα ρείθρα

κόφτει και γέρνει εδώ κι εκεί στο σιάδι τα νερά τους,

ουδέ ημπορούν με την σφοδρήν ορμήν τους να την σπάσουν.



Ομοίως και οι Αίαντες τες λόγχες εμποδίζαν

των Τρώων που κατάποδα τους κυνηγούσαν όλοι,

ο μέγας Έκτωρ έξοχα και ο υιός του Αγχίση Αινείας.

Κι είδες ψαρόνια να περνάν σαν νέφος και κουρούνες

και να φωνάζουν, αν ιδούν μακρόθε το γεράκι

που στα μικρά πετούμενα μεγάλον κάνει θρήνον.



Ομοίως και του Έκτορος την λόγχην και του Αινεία

εφεύγαν με στριγγιές φωνές, ξεχνώντας την ανδρειά τους,

και άρματα έπεσαν πολλά ολόγυρα στον λάκκον

ως έφευγαν οι Δαναοί χωρίς να παύ’ η μάχη.



ΙΛΙΑΔΟΣ - ΡΑΨΩΔΙΑ Σ΄
Η πανοπλία του Αχιλλέα


Ενώ εκείνοι εμάχονταν ακράτητοι σαν φλόγα

μηνυτής ήλθ’ ο Αντίλοχος στον θείον Αχιλλέα.

Τον ήβρ’ εκεί κατέμπροσθεν στα ορθόπρυμνα καράβια,

που ό,τι είχεν ήδη τελειωθεί στον νουν του μελετούσε

κι έλεγε με παράπονο στην ανδρική ψυχήν του:

«Ωιμένα, πως οι Αχαιοί στην πεδιάδα πάλιν

κλονίζονται και την φυγήν επήραν προς τα πλοία,

φοβούμαι μην οι αθάνατοι μου κάμουν ν’ αληθεύσει

πόνος πικρός που κάποτε μου προλεγε η μητέρα,

πως ζώντας μου ο καλύτερος των Μυρμιδόνων άνδρας

από των Τρώων την ορμήν του ηλιού το φως θ’ αφήσω.



Πέθανεν αχ! ο ανδράγαθος υιός του Μενοιτίου,

κακός! και του παράγγελνα να γύρει ευθύς οπίσω,

άμα εμποδίσει τους εχθρούς  να κάψουν τα καράβια

και του ανδροφόνου Έκτορος την λόγχην ν’ αποφύγει.».



Μέσα εις αυτούς τους λογισμούς, εμπρός του εφανερώθη

ο Αντίλοχος και του’λεγε με δάκρυα πυρωμένα:

«Μήνυμα, ωιμένα, θλιβερό θα μάθεις, Αχιλλέα,

ποτέ να μ’ είχεν ακουσθεί. Κείται ο Μενοιτιάδης

ο Πάτροκλος, και πολεμούν εις το νεκρόν του σώμα

γυμνό, κι επήρε τ’ άρματα ο λοφοσείστης Έκτωρ.».



Εκείνον τότ’ εσκέπασε η σκοτεινιά του πόνου

κι αιθάλην πήρε κι έχυσε και με τα δυο του χέρια

στην κεφαλήν και ασχήμισε το πρόσωπο τ’ ωραίο.

Και η μαύρη στάκτη εκάθιζε στον άφθαρτον χιτώνα.

Κι εκείτονταν φαρδύς πλατύς στο χώμα ξαπλωμένος

και με τα χέρια ασχήμιζε ξεσπώντας τα μαλλιά του.



Και οι δούλες, που ήσαν λάφυρα αυτού και του Πατρόκλου,

με θλιβερό ξεφωνητό κει έξω επεταχθήκαν

και ολόγυρά του κλαίοντας ολιγοψυχισμένες

όλες εστηθοδέρνονταν. Ο Αντίλοχος κι εκείνος

ωδύρετο τα χέρια κρατώντας του Αχιλλέως

φοβούμενος με σίδερο μη κόψει τον λαιμόν του.



Καθώς εβαρυστέναζεν η ανδράγαθη ψυχή του

και εβογγούσε τρομερά τον άκουσε η μητέρα

στα βάθη όπ’ έστεκε σιμά στον γέρον της γονέα,

και πόνου έβγαλε βοήν κι ευθύς ήλθαν σιμά της

όσες ακούν στης θάλασσας τα βάθη Νηρηίδες

οι θεές όλες, Θάλεια, Ωρείθυια, Κυμοδόκη,

Νησαία, Γλαύκη, Ίαιρα, μεγαλομάτ’ Αλία,

Ακταία και Λιμνώρεια, Μελίτη, Κυμοθόη,

Πρωτώ και Θόη και Αγαυή, Δωρίς και Δυναμένη,

Κλυμένη, Καλλιάνειρα, Ιάνασσ’, Αμφιθόη,

Φέρουσα, Καλλιάνασσα, Δωτώ και Αμφινόμη,

Αμάθεια καλοπλέξουδη, Σπειώ και Δεξαμένη

και Νημερτής και Αψευδής και Μαίρα και Πανόπη,

Γαλάτεια πολυένδοξη και Ιάνειρα και οι άλλες

όσες στα βάθη ευρίσκονταν ακόμη Νηρηίδες.



Ήλθαν και τ’ άντρο εγέμισε το αργυροφωτισμένο.

Στηθοκοπιούνταν κι έκανεν αρχήν του θρήνου η Θέτις:



«Ω αδελφές μου, ακούσετε, καλές μου Νηρηίδες,

να μάθετε τες πίκριες που τρέφω στην ψυχήν μου.

Ω άμοιρη, ω κακότυχη γεννήτρα ενός ανδρείου.

Υιόν γενναίον δυνατόν και των ηρώων πρώτον

εγέννησα, και, ωσάν φυτό που ανδρώνεται στον κήπον,

αφού τον γλυκανάστησα, τον έστειλα εις την Τροίαν

μες στα κυρτά καράβια του εκεί να πολεμήσει.

Αλλά δεν θέλει γύρει αυτός στα γονικά του πλεον

η αγκάλη μου να τον δεχθεί στο σπίτι του Πηλέως.



Και όσο μου ζει και του ηλιού το φως ακόμη βλέπει

θλίβεται και δεν δύναμαι να γίνω βοηθός του.

Τώρα σηκώνομαι να ιδώ το αγαπητό παιδί μου

να μάθω από το στόμα του ποια θλίψις τον εβρήκε

εκεί που από την ταραχήν απέχει του πολέμου.».



Είπε και τ’ άντρον άφησε. Και οπίσω της οι κόρες

δακρύζοντας και γύρω τους το κύμα της θαλάσσης

άνοιγε. Και όταν έφθασαν στην κάρπιμην Τρωάδα

όλες αράδ’ ανέβαιναν στην άκρην όπου οι πρύμνες

των Μυρμιδόνων στέκονταν σιμά στον Αχιλλέα.

Σ’ αυτόν που βαρυστέναζεν ήλθε η θεά μητέρα

και με ψιλό ξεφωνητό, του αγαπητού παιδιού της

την κεφαλήν αγκάλιασε και του’πε δακρυσμένη:



«Τέκνο, τι κλαίεις; Τι καϋμός τώρα σε ήβρε πάλιν;

Λέγε, μη το’χεις μυστικό. Σου ετέλεσεν ο Δίας

ό,τι απ’ αυτόν εζήτησες με σηκωτές αγκάλες,

όλ’ οι Αχαιοί με συντριμμόν ν’ αποκλεισθούν στες πρύμνες

και όπως φρικτά παθαίνοντας ν’ αποζητούν εσένα.».



Κι είπε βαρυστενάζοντας ο θείος Αχιλλέας:



«Μητέρα, ναι, το ετέλεσεν, ως είπες, ο Κρονίδης.

Αλλά πώς να το χαίρωμαι; Μου εχάθη ο ποθητός μου

Πάτροκλος, ο υπεράκριβος, ο φίλος της καρδιάς μου.

Ο Έκτωρ μου τον έσφαξε και τ’ άρματα του επήρε

θαυμάσια, θεόρατα, που εδώκαν του Πηλέως

δώρον εξαίσιον οι θεοί σ’ εκείνην την ημέραν,

όταν εκείνοι σ’ έφεραν σ’ ανδρός θνητού την κλίνην.



Αυτού με τες αθάνατες θαλάσσιες να’χες μείνει,

εσύ και να είχεν ο Πηλεύς πάρει θνητήν γυναίκα.

Και αντίς πόνος αιώνιος θα θλίβει την ψυχήν σου

του πεθαμένου τέκνου σου, που δεν θα γύρει πλέον

στα γονικά να τον δεχθείς. Διότι εγώ δεν θέλω

να ζήσω, μες στους ζωντανούς να είμ’, εάν ο Έκτωρ

πρώτος από την λόγχην μου δεν ξεψυχήσει εμπρός μου,

και μου πληρώσει την σφαγήν του αγαπητού Πατρόκλου.».



Σ’ εκείνον τοτε απάντησε δακρύζοντας η Θέτις:



«Και τότε ολιγοήμερος θα είσαι, αγαπητέ μου,

ότ’ ύστερ’ απ’ τον Έκτορα εγγύς σου είναι το τέλος.».



Με πόνον είπεν ο Αχιλλεύς: «Στον τόπο  ας πεθάνω

αφού μου εμέλλετο βοηθός του φίλου να μη γίνω

εις την σφαγήν του. Τώρα αυτός απ’ την πατρίδα πέρα

απέθανε, ζητώντας με στου ολέθρου του την ώραν.



Τώρα αφού δεν θα ξαναϊδή την ποθητήν πατρίδα

ούδ’ έσωσα τον Πάτροκλον κι εκείνους τους συντρόφους

τους άλλους που απ’ του Έκτορος την λόγχην απεθάναν,

αλλά στες πρύμνες κάθομαι της γης χαμένο βάρος,

εγώ των άλλων Αχαιών στον πόλεμον ο πρώτος

αν και στον λόγον από εμέ καλύτερ’ είναι και αλλοι.



Απ’ τους θεούς κι απ’ τους θνητούς να εχάνετο η διχόνοια,

και η χολή που και άνθρωπον με γνώση εξαγριώνει

που μες στα στήθη χύνεται γλυκιά και μελωμένη

και ως μαύρος έπειτα καπνός ξεσπά και μεγαλώνει,

καθώς εμένα εχόλωσεν ο μέγας Αγαμέμνων.



Αλλ’ ό,τι εγίνη αφήνομεν αν και αδικημένοι

και την ψυχήν στα στήθη μας δαμάζομ’ εξ ανάγκης.



Και τώρα του Πατρόκλου μου θα φθάσω τον φονέα

τον Έκτορα. Και θα δεχθώ την μοίρα του θανάτου,

όταν οι αθάνατοι θεοί και ο Ζευς  μου την διορίσουν.

Ότι ουδ’ ο μέγας Ηρακλής εξέφυγε την μοίραν,

που ήταν υπεράκριβος υιός του υψίστου Δία.

Αλλά της Ήρας η οργή τον δάμασε και η μοίρα.



Και αν είναι τέτοια η μοίρα μου κι εγώ θενά ησυχάσω

όταν πεθάνω, αλλ’ όνομα λαμπρόν ας πάρω τώρα,

αν κάμω τες βαθύζωνες μητέρες εις την Τροίαν

ν’ αναστενάξουν θλιβερά και με τα δυο τους χέρια

εις τ’ απαλά τους μάγουλα τα δάκρυα να σφογγίζουν.

Και ότι αρκετά απ’ τον πόλεμον ησύχασ’ ας γνωρίσουν.

Μη με κρατείς, μητέρα μου, κι εγώ θα πολεμήσω.».



Κι η ασημόποδη θεά του απάντησεν η Θέτις:



«Παιδί μου ομίλησες ορθά. Καλόν είναι τους φίλους

να βοηθάς, αν συμφορά κακή τους παραστέκει.

Πλην τα καλά σου άρματα τώρα κρατούν οι Τρώες

τα χάλκινα τ’ αστραφτερά. Και ο λοφοσείστης Έκτωρ

επαίρεται που τα φορεί και δεν γνωρίζω πόσο

ολίγο ακόμη θα χαρεί. Κι είναι σιμά του η μοίρα.



Αλλά συ ακόμη μην εμπείς στου Άρη τον αγώνα,

ως να με ιδούν τα μάτια σου εδώ να γύρ’ οπίσω.

Κι αύριο τα χαράματα θα έλθω εδώ να φέρω

άρματ’ από τον Ήφαιστον θεοτικά πλασμένα.».



Με αυτόν τον λόγον άφησε το δοξαστό παιδί της

και στες θαλάσσιες αδελφές εστράφη και τες είπε:



«Σεις κατεβείτε στους βυθούς της θάλασσας να ιδείτε

τον γέροντα πατέρα μου και όλ’ από σας να μάθει.

Και ωστόσο εγώ θε ν’ ανεβώ στες κορυφές του Ολύμπου

να έβρω εκεί τον Ήφαιστον, τον ένδοξον τεχνίτην,

ίσως λαμπρ’ άρματα καλά χαρίσω του παιδιού μου.».

Είπε και αυτές εβύθισαν στο κύμα της θαλάσσης.

Κι η ασημόποδη θεά, στον Όλυμπον η Θέτις

ανέβη, άρματα λαμπρά να φέρει του παιδιού της.

Και ωστόσο με φρικτές κραυγές των Αχαιών τα πλήθη,

καθώς τους έβαλεν εμπρός ο ανθρωποφόνος Έκτωρ,

έπεσαν εις τες πρύμνες τους, στην αύραν του Ελλησπόντου.





Ουδέ θα επαίρναν οι Αχαιοί το σώμα του Πατρόκλου

από τ’ ακόντια, τον νεκρόν του φίλου του Πηλείδη.

Ότ’ είχαν φθάσει επάνω του πλήθος ανδρών και ίππων

και ωσάν την φλόγα ορμητικός ο Πριαμίδης Έκτωρ.

Και από τα πόδια τρεις φορές τον άδραξεν ο Έκτωρ

και προς τους Τρώας κραύγαζε να ορμήσουν να τον πάρουν,

και τρεις φορές  οι Αίαντες ντυμένοι ανδραγαθίαν,

τον τίναξαν απ’ τον νεκρόν. Και ακλόνητος εκείνος

στην μάχην πότ’ εχύνετο και πότ’ εσταματούσε

κραυγάζοντας, αλλά ποτέ δεν έκανε τα οπίσω.



Και όπως λιοντάρι πύρινο, της πείνης λυσσασμένο,

βοσκοί να διώξουν δεν μπορούν από πεσμένο σώμα,

παρόμοια δεν κατόρθωνεν η ανδρεία των Αιάντων

τον Έκτορ’ από τον νεκρόν ποσώς ν’ απομακρύνουν

κι είχε τον σύρει δοξαστός να γίνει στον αιώνα.

Αλλ’ έτρεξε απ’ τον Όλυμπον η ανεμόποδ’ Ίρις

στον Αχιλλέα να του ειπεί στον πόλεμο να ορμήσει,

που απ’ όλους τους θεούς κρυφά και ακόμη από τον Δία

η Ήρα την απόστειλε. Σιμά του εστάθη κι είπε:



«Σήκω, Πηλείδη, ω τρομερέ, και δράμε του Πατρόκλου

βοηθός, οπού χάριν αυτού κακή κρατείται μάχη

στες πρύμνες και αντισφάζονται τα πλήθη των ανδρείων.

Μάχονται οι πρώτοι τον νεκρόν απ’ τους εχθρούς να σώσουν

και οι Τρώες εις την Ίλιον λυσσούν να τ’ ανεβάσουν

και να τον σύρει λαχταρεί πρώτος ο μέγας Έκτωρ,

και από τον απαλόν λαιμόν να κόψει το κεφάλι

κι έπειτα εκεί στων πύργων του τα ξύλα να το στήσει.



Αλλά σηκώσου μη σταθείς. Ας σε κινήσει σέβας,

τον Πάτροκλόν σου μη χαρούν οι σκύλοι της Τρωάδος.

Και αν ο νεκρός ατιμασθεί, θα’ναι όνειδος δικό σου.».



Ο γοργοπόδης Αχιλλεύς σ’ αυτήν αντείπε ο θείος:



«Ίρι θεά, ποιος των θεών σ’ έστειλ’ εδώ μηνύτραν;»



Σ’ εκείνον τότε απάντησεν η ανεμόποδ’ Ίρις:



«Η δέσποιν’ Ήρα μ’ έστειλεν η σύγκλινη του Δία.

Και δεν το ξεύρει μήτ’ ο Ζευς μήτε κανείς των άλλων

θεών που οικούν στες κορυφές του χιονισμένου Ολύμπου.».



Και ο γοργοπόδης Αχιλλεύς της αποκρίθη ο θείος:



«Και πως θα πάω στον πόλεμον; Τ’ άρματα εκείνοι επήραν.

Κι εμένα είπε η μητέρα μου να μην εβγώ στην μάχην

πριν την ιδούν τα μάτια μου εδώ να γύρει οπίσω.

Ότι άρματ’ απ’ τον Ήφαιστον θαρεί να φέρει ωραία.



Ουδ’ άλλου ξέρω αρματωσιά ν’ αρμόζει εγώ να ζώσω

ή την ασπίδα που φορεί ο Τελαμώνιος Αίας.

Αλλά κι εκείνος προμαχεί, θαρρώ, μες στον αγώνα

τον πεθαμένον Πάτροκλον να σώσει από τους Τρώας.».



«Καλώς γνωρίζομε κι εμείς», του απάντησεν η Ίρις,

«που τ’ άρματα τα ολόλαμπρα κρατούνται, αλλ’ όπως είσαι

πήγαινε προς τον χάντακα, φανίσου εκεί των Τρώων,

ίσως αυτοί σε φοβηθούν και από την μάχην παύσουν

και ξανασάνουν οι Αχαιοί απ’ τον βαρύν αγώνα.

Και το μικρό ξανάσασμα στον πόλεμον αξίζει.».



Και ως αναχώρησε η θεά, πετάχθηκεν ο θείος

Πηλείδης. Τότε η Αθηνά τους εξαισίους ώμους

με την φρικτήν του εσκέπασεν αιγίδα κροσσωμένην.

Με νέφος εστεφάνωνε χρυσό την κεφαλήν του,

και άναβε φλόγα ολόλαμπρη μέσ’ από κείνο η θεία.



Και όπως μακρόθεν φαίνεται και φθάνει ως τον αιθέρα

καπνός, από περίβρεκτην πολιορκημένην χώραν.

Με αγών’ από τα τείχη τους ολημερίς παλαίουν

και ο ήλιος άμα βυθισθεί πυκνές φωτιές αστράφτουν

να φθάσ’ η λάμψη από ψηλά στους γείτονες και δράμουν

ίσως με τα καράβια τους στον όλεθρον σωτήρες,

όμοι’ από την κεφαλήν πετιόνταν του Αχιλλέως

ως τον αιθέρ’ αναλαμπή. Ξεκίνησε απ’ το τείχος

στον χάντακα, όμως έμεινε μακράν απ’ τους Αργείους,

ως ήθελε να σεβαστεί τον λόγον της μητρός του.



Εστάθη εκεί κι εκραύγασεν. Κι η Αθηνά με αλλην

φωνήν τον τρόμον έβαλεν εις την ψυχήν των Τρώων.

Σάλπιγγα τόσο δεν αχά στην χώρα οπού γύρω

έχουν ζωσμένην οι εχθροί να την εξολοθρεύσουν,

όσο η βοή που έβγαλεν ο ανίκητος Πηλείδης

και όλη ταράχθηκε η ψυχή στην χάλκινην φωνήν του.

Οι ίπποι οπισθογύρισαν τ’ αμάξια τρομασμένοι,

ότι αισθανόνταν συμφορές, και οι κυβερνήτες όλοι

ζαλίζονταν απ’ την φωτιά, που επάνω εις του Αχιλλέως

την κεφαλήν αδάμαστη φρικτά φεγγοβολούσε,

όπως την άναβ’ η Αθηνά. Και τρεις φορες επάνω

από τον λάκκον φώναξεν ο Αχιλλεύς και τόσες

οι Τρώες και όλ’ οι βοηθοί γενήκαν άνω κάτω.



Και πολεμάρχοι δώδεκα στες λόγχες των εβρήκαν

και στους τροχούς τον θάνατον, και μέσ’ από τα βέλη

οι Αχαιοί τον Πάτροκλον επήραν και τον θέσαν

εις το κλινάρι κι έστεκαν ολόγυρά του οι φίλοι

οι ποθητοί του κλαίοντας. Μ’ εκείνους ο Πηλείδης

έχυνε δάκρυα θερμά, άμ’ είδε τον πιστόν του

φίλον στο νεκροκρέβατο με τα σχισμένα στήθη.



Στον πόλεμον με άλογα κι αμάξ’ αυτός τον είχε

στείλει, αλλά δεν τον δέχθηκεν οπίσω από την μάχην.

Και ο ήλιος ο ακούραστος εβιάσθη από την Ήραν

προ ώρας στου Ωκεανού το ρεύμα να βυθίσει.

Έδυσ’ ο ήλιος κι ο στρατός των Αχαιών ανδρείων

ησύχασε απ’ τον πόλεμον που όλους θερίζει ομοίως.



Και απ’ τ’ άλλο μέρος άφησαν τον φονικόν αγώνα

και οι Τρώες, και απ’ τες άμαξες εξέζεψαν τους ίππους,

και εις σύνοδον συνάχθηκαν, για δείπνο πριν φροντίσουν,

όλοι ορθοί, μηδέ κανείς τολμούσε να καθίσει.

Τρόμος τους πήρε απ’ την στιγμήν που εφάνηκε ο Πηλείδης,

που έλειπε απ’ τον πόλεμον τόσον καιρόν στα πλοία.



Ο Πολυδάμας άρχισε να λέγει ο Πανθοϊδης

που μόνος έβλεπε τα εμπρός και τα κατόπι, ο φίλος

του Έκτορος, στην ίδιαν την νύκτα γεννημένοι.

Ο ένας στ’ άρματα καλός, ο άλλος εις τον λόγον.

Εκείνος τότε ομίλησε με καλήν γνώμην κι είπε:



«Καλά σκεφθείτε αγαπητοί. Κι εγώ σας συμβουλεύω

στην πόλην να γυρίσωμεν, η αυγή να μη μας έβρη

εδώ σιμά στα πλοία τους μακράν από τα τείχη.

Ενόσο εθύμωνεν αυτός προς τον θεϊκόν Ατρείδην

ο αγώνας με τους Αχαιούς τόσον δεν είχε κόπον.

Τότ’ εκοιμόμουν ήσυχα κι εγώ σιμά στα πλοία

καθώς να τα πατήσωμεν με ζέσταιν’ η ελπίδα.



Τώρα φοβούμαι τρομερά τον θείον Αχιλλέα.

Ως έχει ακράτητην ψυχήν, να μείνει στην πεδιάδα

δεν θα θελήσει, όπου Αχαιοί μοιράζονται και Τρώες

του Άρη όλην την δύναμην, αλλά θα πολεμήσει

σ’ αγώνα για την πόλην μας και για τα θηλυκά μας.

Στα τείχη μας ας γύρωμε, και ακούσετε τον λόγον.



Η θεία νύκτα απόκοψε τον τρομερόν Πηλείδην

τώρα. Αλλ’ αν αύριο μας εβρή στον τόπον, θέλει ορμήσει

με τ’άρματά του και καθείς ποιος είν’ αυτός θα μάθει.

Χαρά σ’ αυτόν που φεύγοντας θα φθάσει στην Τρωάδα

ότι σκυλιά και κόρακες πολλούς θενά σπαράξουν

των Τρώων. Τέτοιαν συμφοράν τ’ αυτιά μου μην ακούσουν.

Κι εάν, με πόνον της ψυχής, δεχθούμε αυτό που λέγω,

την νύκτα μες στην αγοράν την δύναμην κρατούμεν,

πύργοι και πύλες υψηλές με μακριές σανίδες

καλόξυστες, συναρμοστές την πόλην περιορίζουν.

Και το ταχύ με τ’ άρματα τους πύργους θα στηθούμε.

Και αν θέλει απ’ τα καράβια του στο τείχος ας ορμήσει,



τόσο χειρότερο γι’ αυτόν, ότι θα γύρει οπίσω,

αφού τ’ άγρια πουλάρια του θα κουρασθεί να τρέχει

εδώ κι εκεί, δεξιά ζερβά, στην πολιν αποκάτω.

Μέσα στο τείχος να χυθεί ποτέ δεν θα τολμήσει.

Πριν το πατήσει, σπάραγμα θα γίνει αυτός των σκύλων.».



Μ’ άγριο βλέμμα του απάντησεν ο λοφοσείστης Έκτωρ:



«Δεν μου αρέσει παντελώς ό,τ’ είπες, Πολυδάμα.

Μας λέγεις να γυρίσωμε στην πόλην να κλεισθούμε.

Ακόμη δεν χορτάσατε κλεισμένοι μες στα τείχη;

Έλεγαν πριν όλ’ οι θνητοί την πόλην του Πριάμου

πολύχαλκην, πολύχρυσην, τώρα εχαθήκαν τόσοι

από τα σπίτια θησαυροί, κι επήγαν πουλημένα,

στην Μαιονίαν την τερπνήν, και στην Φρυγίαν άλλα

αφότου μας εμίσησεν ο ύψιστος Κρονίδης.



Και τώρα οπού μας έδωκεν εις τα καράβια νίκην,

να σπρώξουμε τους Αχαιούς στην θάλασσαν, μη βγάζεις

τέτοιους στα πλήθη στοχασμούς, ω συ ξεμωραμένε.

Δεν θα σ’ αφουγκρασθεί κανείς, ενόσω ζω και πνέω.

Αλλ’ ό,τι τώρα εγώ ειπώ να το δεχθούμεν όλοι.

Εις τον στρατόν δειπνήσετε στο τάγμα του καθένας.

Και όλοι βάλετε άγρυπνον στην φύλαξην τον νουν σας.



Κι εκείνος που περήφανα βαρύνεται τα πλούτη,

ας τα σωρεύσει χάρισμα τα πλήθη να τα φάγουν.



Καλύτερα παρ’ οι Αχαιοί να τα χαρούν εκείνοι.

Και θα χυθούμε το ταχύ με τ’ άρματα μας όλοι

ν’ ανάψωμε τον πόλεμον εμπρός στα κοίλα πλοία.

Κι εάν ο θείος Αχιλλεύς σηκώθη από τα πλοία,

τόσο χειρότερο γι’ αυτόν. Δεν φεύγω από την μάχην

εγώ κι εμπρός του να στηθώ, να πάρει αυτός της νίκης

την δόξαν ή να πάρω εγώ. Είναι κοινός ο Άρης,

και παίρνει την ζωήν ανδρός κει που θα εφόνευ’ άλλον.».



Και οι Τρώες όλοι αλάλαξαν στου Έκτορος τους λόγους,

μωροί, καθώς η Αθηνά εσκότισε τον νουν τους.

Κι επαίνεσαν του Έκτορος την σκέψην ολεθρίαν.

Κανείς δεν δέχθη την χρυσήν του Πολυδάμα γνώμην.

Κι εδείπνησαν εις τον στρατόν. Όλη την νύκτα ωστόσο

οι Αχαιοί τον Πάτροκλον πικρομοιρολογούσαν.



Και ο Πηλείδης άρχιζε το κλάμα και είχ’ επάνω

στα στήθη του συντρόφου του τ’ ανθρωποφόνα χέρια,

κι εσυχνοστέναζε βαριά, σαν λεόντισσα μητέρα,

αν απ’ τον λόγγον κυνηγός της πήρε τα μικρά της.

Απελπισμένη που ήλθε αργά γυρίζει όλα τα δάση

εις όλες τρέχει τες ερμιές τα χνάρια του ερευνώντας,

ίσως τον έβρη, ότι θυμός δριμύς την κατακαίει.




Κι έλεγε μ’ αναστεναγμούς : «Μάταιον, ωιμένα, λόγον

έβγαλ’ από τα χείλη μου εκείνην την ημέρα,

τον ήρωα Μενοίτιον ενώ παρηγορούσα,

που στον Οπούντα τον υιόν θενά τον ξαναφέρω

λαμπρόν της Τροίας πορθητήν με μέρος των λαφύρων.

Όσα στοχάζονται οι θνητοί δεν τα τελειώνει ο Δίας.



Να βάψουμε την ίδιαν γην έχει διορίσ’ η μοίρα,

εδώ στην Τροίαν συ. Κι εγώ, ότι ουδ’ εμένα ο γέρος

Πηλεύς στο σπίτι θα δεχθεί και η Θέτις η μητέρα,

αλλά εμένα τούτ’ η γη στα σπλάχνα της θα μ’ έχει.

Τώρ’ αφού, Πάτροκλε, στην γην θε νά’μπω υστερινός σου,

δε θα σε θάψω πριν εδώ του Έκτορος να φέρω

την κεφαλήν και τ’ άρματα, που σ’ έσφαξε, ω γενναίε.



Και από χολήν του φόνου σου θα σου αποκεφαλίσω

δώδεκα εμπρός εις την πυρά τέκνα λαμπρά των Τρώων.

Ωστόσο θα μου κείτεσαι, ως είσαι εδώ στα πλοία,

και γύρω σου οι βαθύκολπες Τρωές και Δαρδανίδες

ημέρα νύκτ’ αστάλακτο δάκρυ για σε θα χύνουν,

αυτές, οπού η ανδρεία μας και το μακρύ κοντάρι

επήρε όταν πατούσαμε τες πλούσιες πολιτείες.».



Είπε και των συντρόφων του ο θείος Αχιλλέας

στην φλόγα μέγαν τρίποδα παράγγειλε να στήσουν,

να λούσουν απ’ τα αίματα το σώμα του Πατρόκλου.

Και αυτοί λουτρικόν τρίποδα εις την φωτιάν εστήσαν,

έχυσαν μέσα το νερό και ξύλα κάτω εκαίαν

και ζών’ η φλόγα την κοιλιά και το νερό θερμαίνει.



Και άμα το είδαν πόβραζε στο χάλκωμα που λάμπει,

τον έλουσαν, τον έχρισαν με σταλαγμένο λάδι,

με αλοιφήν εννιάχρονην γεμίσαν τες πληγές του,

ολόκληρον τον σκέπασαν στην κλίνην του τον θέσαν

κι ένα σινδόνι και λευκό σάβανο επάνω απλώσαν.



Και ολονυκτίς ολόγυρα στον θείον Αχιλλέα

οι Μυρμιδόνες με οδυρμούς τον Πάτροκλον εκλαίαν.



Τότ’ είπε ο Ζευς στην σύντροφον και αδελφήν του Ήραν:



«Ιδού, που το κατόρθωσες, ω Ήρα, να σηκώσεις

τον Αχιλλέα στ’ άρματα. Από τα δικά σου σπλάχνα

οι κομοφόροι Αχαιοί τωόντι εγεννηθήκαν.».



Τότε σ’ αυτόν απάντησεν η Ήρα η σεβασμία:



«Ποίον λόγον τώρα επρόφερες, ω τρομερέ Κρονίδη;

Άνθρωπος σ’ άνθρωπον μπορεί να κάμει τον σκοπόν του,

που είναι θνητός και ωσάν εμείς σοφίσματα δεν ξεύρει.

Κι εγώ που είμαι των θεών η πρώτη κι από γένος

και διότι μ’ έχεις σύγκλινην εσύ, των αθανάτων

όλων ο μόνος βασιλευς, δεν έπρεπε στους Τρώας,

που την χολήν μου εκίνησαν, τον όλεθρον να πλέξω;»



Ωστόσο η Θέτις έφθανε στο δώμα του Ηφαίστου

άφθαρτο, χάλκινο, λαμπρό σαν κάτασπρος αιθέρας,

εξαίσιο μες στα δώματα των αθανάτων όλα,

που ο ζαβοσκέλης ο θεός ο ίδιος είχε κάμει.

Τον ήβρε που ίδρωνε με βιά τριγύρω στα φυσούνια.

Ότ’ είκοσι όλους τρίποδες τότ’ εφιλοτεχνούσε,

τοίχον μεγάρου στερεού τριγύρω να στολίσουν.

Κύκλους προσάρμοσε χρυσούς στον κάθε ποδοστάτην

όπως στην θείαν σύνοδον κυλήσουν μοναχοί τους

και θαύμα να τα δεί κανείς, στο δώμα να γυρίσουν.



Έτοιμοι ήσαν, έλειπαν μόνον τ’ αυτιά τα ωραία.

Τα’φτιαχνε τότε κι έκοφτε καρφιά να τα προσδέσει.

Κι ενώ κείνος εργάζονταν με την σοφήν του τέχνην

έφθασεν η ασημόποδη θεά στο δώμα η Θέτις.

Την είδε η λαμπρομάντιλη, ως προχωρούσε, η Χάρις,

καλή θεά, που ο δοξαστός νυμφεύθη ζαβοπόδης.



Το χέρι ευθύς της έπιασε: «Σεπτή και αγαπημένη

Θέτι, μακρόπεπλη θεάν της είπε «πώς μας ήλθες;

Και ως τώρα εδώ δεν σ’είδαμε καθόλου  να συχνάζεις.

Μαζί μου εδώ προχώρησε να σε φιλοξενήσω.».



Ειπε και την ασύγκριτη θεά μέσα οδηγούσε.

Ν’ αναπαυθεί την έβαλε εις τεχνητό κι ωραίο

ασημοκάρφωτο θρονί, κι είχε υποπόδι κάτω.

Κι εφώναξε τον Ήφαιστον τον δοξαστόν τεχνίτην:

«Έλα εδώ πέρα, Ήφαιστε, κάτι σε θέλει η Θέτις.».



Και απάντησε ο χωλός θεός: «Ναι, σεβαστή, μεγάλη

πατεί στο σπίτι μου θεά, που εκείνη μ’ έχει σώσει

στην συμφοράν μου, ότι έπεσα πολύ μακριά στα βάθη,

ως θέλησ’ η αδιάντροπη μητέρα να με κρύψει

ότι εγεννήθηκα χωλός. Και τ’ είχα εκεί να πάθω

στον κόλπον αν δεν μ’ έπαιρναν η Θέτις κι  η Ευρυνόμη,

του οπισθορμήτου Ωκεανού εκείν’ η θυγατέρα.



Εννιά χρόνια τους έφτιαχνα λογιών καλά στολίδια,

καρφοβελόνες, άλυσες, βραχιόλια, δαχτυλίδια

εις άντρο μέσα βαθουλό, και αφρίζοντας το ρεύμα

του Ωκεανού τ’ απέραντο τριγύρω αχολογούσε.



Και ούτε θνητός το γνώριζε ούτε θεός κανένας,

μόνον αυτές που μ’ έσωσαν η Θέτις κι η Ευρυνόμη.

Τώρ’ ήλθ’ αυτή στο δώμα μας. Και μέγα χρέος έχω

της λαμπροκόμης Θέτιδος τα σώστρα να πλερώσω.

Αλλά συ καλοδέξου την, ως πρέπει, ώσπου να βάλω

τα σύνεργα στον τόπον τους μαζί με τες φυσούνες.».



Και από το αμόνι λεχαστά σηκώθηκε το τέρας

χωλαίνοντα κι εσάλευαν κάτω φτενά τα σκέλη.

Και τες φυσούνες μάκρυνεν απ’ την φωτιά και όλα

εσύναξε τα σύνεργα σ’ έν’ αργυρό λαρνάκι,

και με σφουγγάρι εκάθαρε το πρόσωπο, τα χέρια,

τον τράχηλον τον δυνατόν, τα δασερά του στήθη.



Χιτώνα ενδύθη, εφούκτωσε σκήπτρο παχύ κι εβγήκε

χωλαίνοντας και ανάλαφρα τον κύριον εστηρίζαν

θεράπαινες ολόχρυσες, σαν ζωντανά κοράσια.

Δύναμιν έχουν και φωνήν, νουν έχουν εις τες φρένες,

και τεχνουργήματ’ έμαθαν από τους αθανάτους.

Εκείνες τον επρόσεχαν. Κι εσύρθη αυτός πλησίον

στην Θέτιδα κι εκάθισε σ’ ένα θρονί ωραίο.



Το χέρι εκείνης έσφιξε. «Μακρόπεπλη», της είπε,

«Θέτι σεπτή και αγαπητή, στο δώμα μας πώς ήλθες;

Και ως τώρα εδώ δεν σ’ είδαμε καθόλου να συχνάζεις.

Λέγε μου ευθύς ό,τι ποθείς. Και να το πράξω θέλω

αν πράγμα είναι που γίνεται και που ημπορώ να πράξω.».



Και η Θέτις δάκρυα χύνοντας απάντησέ του κι είπε:



«Ήφαιστε, απ’ όλες τες θεές του Ολύμπου ξεύρεις άλλην,

τόσα κακά να εθέρισαν και πόνοι την ψυχήν της

όσους σ’ εμέ προτίμησε πόνους να δώσει ο Δίας;



Μόνην απ’ τες θαλασσινές υπόταξεν εμένα

σ’ άνδρα θνητόν και στανικώς στην κλίνην του Πηλέως

έστερξα εγώ. Και αδύναμος αυτός στα μέγαρά του

από το γήρας τήκεται. Τώρα εγώ πίκρες άλλες.



Έναν υιόν μ’ αξίωσε να λάβω και να θρέψω

στους ήρωας ασύγκριτον και ωσάν βλαστάρι κήπου.

Αφού τον γλυκοανάστησα τον έστειλα στην Τροίαν

με τα κυρτά καράβια του εκεί να πολεμήσει.

Αλλά δεν θέλει γύρει αυτός στα γονικά του πλέον

η αγκάλη μου να τον δεχθεί στο σπίτι του Πηλέως.



Και όσο μου ζη και του ηλιού το φως ακόμη βλέπει

θλίβεται και δεν δύναμαι να γίνω βοηθός του.

Την κόρην που του διάλεξαν οι Αχαιοί βραβείον,

εκείνην απ’ τα χέρια του επήρε οπίσ’ ο Ατρείδης.



Έτρωγε από τον πόνον της εκείνος την καρδιά του

και οι Τρώες εις τες πρύμνες των τους Αχαιούς εκλειούσαν.

Και δεν τους άφηναν να βγουν. Και οι γέροι των Αργείων

σ’ αυτόν προσπέφταν και λαμπρά του ονοματίζαν δώρα.



Και τότε από τον όλεθρον ο ίδιος να τους σώσει

δεν ήθελαν, αλλ’ έστειλε τα όπλα του ζωσμένον

τον Πάτροκλον στον πόλεμον και ανδρειωμένα πλήθη

γύρω εις τες Πύλες τες Σκαιές ολήμερα εμαχόνταν

και αυτού την πόλην θα’παιρναν, αλλά τον ανδρειωμένον

Πάτροκλον, οπού εθέριζε ζωές μες στους προμάχους,

φόνευσε ο Φοίβος κι έδωσε του Έκτορος την νίκην.



Γι’ αυτό σ’ εσέ προσέπεσα, αν θέλεις στο παιδί μου,

αχ! Τον ολιγοήμερον, ασπίδα να χαρίσεις,

θώρακα, κράνος και καλές θηλυκωτές κνημίδες.

Έχασε αυτός με τ’ άρματα και τον πιστόν του φίλον

και χάμου τώρα κείτεται στην λύπην βυθισμένος.».



Και ο ένδοξος χωλός θεός σ’ εκείνην απαντούσε:



«Θάρρου, ως προς τούτο παντελώς ο νους σου ας μην φροντίζει.

Έτσι απ’ τον μαύρον θάνατον να ημπόρουν να τον κρύψω,

ανάμερα, όταν  η σκληρή φθάση κοντά του η μοίρα,

καθώς άρματα υπέρλαμπρα εγώ θα του ετοιμάσω

να θαμπωθούν όσοι τα ιδούν του γένους των ανθρώπων.».





Είπε και αυτού την άφησε κι επήγε στες φυσούνες,

στο πυρ τες στρέφει και γοργά να εργάζονται προστάζει.



Φυσούνες είκοσι φυσούν στες κάψες τους και βγάζουν

ευκολοφύσητην πνοήν σφοδρήν ή μετρημένην,

πότε με βιά πότε σιγά να υπηρετούν, ως θέλει

ο Ήφαιστος, ώστ’ εύκολα το έργον να τελειώσει.

Σκληρόν χαλκόν, κασσίτερον, πολύτιμο χρυσάφι

και ασήμι βάζει στην φωτιά, κατόπιν μέγ’ αμόνι

εις τον κορμόν τοποθετεί και στο δεξί του χέρι

σφύραν αδράχει δυνατήν, και το διλάβι στ’ άλλο.



Κι έπλασε πρώτα δυνατήν ασπίδα και μεγάλην

όλην με τέχνην και τριπλόν λαμπρόν τριγύρω κύκλον.

Με πέντε δίπλες έγινεν η ασπίδα και σ’ εκείνην

λογιών εικόνες έπλαθε με την σοφήν του γνώσιν.



Την γην αυτού, τον ουρανόν, την θάλασσαν μορφώνει

τον ήλιον τον ακούραστον, γεμάτο το φεγγάρι,

τ’ αστέρια οπού τον ουρανόν ολούθε στεφανώνουν,

την δύναμιν του Ωρίωνος, Υάδες, Πληιάδες,

την Αρκτον, που και Άμαξαν καλούν, και αυτού γυρίζει

πάντοτε, τον Ωρίωνα ασάλευτα τηρώντας.

Η μόνη που τ’ Ωκεανού το λούσμα δεν γνωρίζει.



Δύο κατόπιν έκαμεν ανθρώπων πολιτείες

καλές. Στην μίαν γίνονταν του γάμου χαροκόπι.

Νυφάδες απ’ τα γονικά συνώδευαν στην πόλην

με τα δαδιά και αλαλαγμός σηκώνεται υμεναίου.

Και αγόρια κει στριφογυρνούν εις τον χορόν τεχνίτες,

καλοί, κιθάρες αντηχούν στην μέσην και οι γυναίκες

ολόρθες εις τα πρόθυρα θωρούσαν κι εθαυμάζαν.



Κι ήταν λαού συνάθροιση στην αγοράν, που δύο

φιλονικούσαν άνθρωποι για πρόστιμο ενός φόνου.

Ο ένας που όλα επλήρωσεν εκήρυττε στα πλήθη,

ο άλλος οπού τίποτε δεν έλαβε. Και οι δύο

εμπρός ηθέλαν στον κριτήν το πράγμα να τελειώσει.



Του ενός και τ’ άλλου με φωνές τα πλήθη επαίρναν μέρος.

Οι κήρυκες τα ησύχαζαν. Και μες στον άγιον κύκλον

στα σκαλισμένα μάρμαρα εκάθισαν οι γέροι,

και από τα χέρια λάμβαναν των λιγυρών κηρύκων

τα σκήπτρα κι εσηκώνονταν κι εδίκαζε  καθένας.



Βαλμένα ήσαν στην μέσην τους δυο τάλαντα χρυσάφι

γι’ αυτόν που δικαιότερα την κρίσην του προφέρει.



Την άλλην πόλην έζωναν δύο στρατοί τριγύρω

που στ’ άρματά τους έλαμπαν. Και δύο γνώμες είχαν,

να την χαλάσουν παντελώς ή τα μισά να λάβουν

απ’ όσα κτήματα η λαμπρή χωρούσε πολιτεία.

Εκείνοι δεν επείθοντο και κρύφια για καρτέρι

οπλίζονταν. Εφύλαγαν το τείχος οι γυναίκες

με όλα τ’ ανήλικα παιδιά και οι γέροντες μαζί τους.



Κι εκείνοι εβγαίναν. Η Αθηνά και ο Άρης αρχηγοί τους

Χρυσοί και οι δυο με χρυσά τα ενδύματα, μεγάλοι,

όμορφοι, ωσάν αθάνατοι, με τ’ άρματα και πέρα

ξεχωριζόνταν. Κι έβλεπες μικρά τα πλήθη κάτω.



Και ότ’έφθασαν όπου έπρεπε να στήσουν το καρτέρι,

στον ποταμόν που επότιζε καθένας το κοπάδι,

αυτού καθίσαν σκεπαστοί, με τα λαμπρά τους όπλα.

Και δυο ξέμακρα σκοποί σταθήκαν καρτερώντας

πότε να ιδούν τα πρόβατα να φθάσουν  κι οι αγελάδες.



Γρήγορα εκείνα πρόβαλαν και δυο βοσκοί κατόπιν

και τούτοι ανυποψίαστοι με σύριγγες επαίζαν.

Κι εκείνοι άμα τους ξάνοιξαν επάνω τους χυθήκαν,

μέρος των μόσχων ξέκοψαν και των λευκών προβάτων

κι έσφαξαν κει και τους βοσκούς. Κι οι άλλοι ως εννοήσαν

στα βόδια τόσην ταραχήν, σηκώθηκαν απ’ όπου

κάθονταν στο στρατόπεδο, και αμέσως ανεβήκαν

εις τ’ ανεμόποδ’ άλογα και γρήγορα τους φθάσαν.



Κι εκεί στην ακροποταμιά την μάχην αρχινήσαν

κι απ’ τα δυο μέρη ερίχνονταν τα χάλκινα κοντάρια.

Η Έρις μέσα εγύριζεν, ο Κυδοιμός και η Μοίρα,

που άλλον εκράτει αλάβωτον, και αιματωμένον άλλον,

άλλον ποδόσερνε νεκρόν στην ταραχήν της μάχης.

Κι ένδυμα εφόρει κόκκινον απ’ των ανδρών το αίμα.

Στρέφονταν κει σαν ζωντανοί θνητοί κι επολεμούσαν,

και απ’ τα δυο μέρη τους νεκρούς στο σιάδι εποδοσέρναν.



Έβαλε αλλού τριόργητο και μαλακό χωράφι

εκτεταμένον, κάρπιμον και μέσα ζευγολάτες



πολλοί με τα ζευγάρια τους το εσχίζαν άνω κάτω.

Και όταν γυρίζαν κι έφθαναν στου χωραφιού την άκρην,

άνθρωπος τους επρόσφερνε ποτήρι όλο γεμάτο

γλυκό κρασί, κι εγύριζαν στες αυλακιές εκείνοι

πρόθυμοι του μεγάλου αγρού να φθάσουν εις την άκρην.

Μαυρίζει όπισθεν  η γη και δείχνει αλετρεμένη

μ’ όλον οπού’ναι ολόχρυση, της τέχνης μέγα θάμα.



Φραγμένο κτήμα θέτει αλλού που’χε υψηλά τα στάχια

και μέσα εργάτες θέριζαν με κοφτερά δρεπάνια.

Και άλλες χεριές επανωτές στες αυλακιές επέφταν,

και άλλες με καλαμόσχοινα τες δέναν επιστάτες

τρεις διορισμένοι, ενώ παιδιά κατόπι τους σηκώναν

χερόβολα στες αγκαλιές και αδιάκοπα τα εδέναν.



Και ο κύριος στην αυλακιά με σκήπτρον εις το χέρι

σιωπηλός εστέκονταν κι εχαίρετο η ψυχή του.

Παρέκει κάτω από’να δρυ σφακτό μεγάλο βόδι

για το τραπέζι ετοίμαζαν. Και ωστόσον οι γυναίκες

πλήθος αλεύρια μούσκευαν φαγί για τους εργάτες.



Αμπέλι μέγα έβαλαν αλλού καρπόν γεμάτο,

καλό, χρυσό κι εμαύριζαν ολούθε τα σταφύλια.

Τα κλήματ’ ήσαν σ’ αργυρά σταλίκια στυλωμένα.

Και λάκκον από χάλυβα και κασσιτέρου φράκτην

έσυρε γύρω και άνοιξε στην άκρην μονοπάτι

για να περνούν, όταν τρυγάν το αμπέλι, οι καρποφόροι.

Και αγόρια, κόρες λυγερές, αμέριμνα στην γνώμην

εφέρναν τον γλυκύν καρπόν μέσα εις τα καλάθια.



Γλυκιάν κιθάραν έπαιζε στην μέσην τους αγόρι

και με την λιγερή λαλιά τον λίνον τραγουδούσε

μελωδικά, και όλοι μαζί τριγύρω του εσκιρτούσαν

και τες φωνές τους έσμιγαν με το γλυκό τραγούδι.



Αγέλην έκαμεν αλλού ταύρων ορθοκεράτων,

και οι ταύροι επλάσθηκαν χρυσού και κασσιτέρου ακόμη

και απ’ την αυλήν μουγκρίζοντας προς την βοσκήν κινούσαν

εις το ποτάμι, οπού βροντά στα τρυφερά καλάμια.

Χρυσοί βαδίζαν τέσσεροι μ’ εκείνους βοδηλάτες.

Κι εννέα σκύλοι φύλακες γοργόποδες τριγύρω.



Και από τους πρώτους της κοπής δυο τρομερά λιοντάρια

βαρβάτον ταύρον άρπαξαν που εμούγκρα ενώ τον σέρναν.

Και οι σκύλοι επάνω εχούμησαν και ομού τα παλικάρια.

Και αφού του ταύρου έκοψαν το δέρμα τα θηρία

αίμα του ερούφαν κι άντερα. Του κάκου οι βοδηλάτες

επάνω τα γοργόποδα σκυλιά παρακινούσαν.

Δεν εκοτούσαν δάγκαμα να δώσουν στα λεοντάρια,

αλύχταν μόνο από σιμά και πάλι αναμερίζαν.



Κι έναν πλατύν βοσκότοπον λευκόμαλλων προβάτων

έκαμ’ ο ένδοξος χωλός μέσα εις καλό λαγκάδι,

στάνες, καλύβες σκεπαστές, και μανδριά μεγάλα.



Κι έναν χορόν ιστόρησεν ο μέγας ζαβοπόδης,

όμοιον μ’ αυτόν που ο Δαίδαλος είχε φιλοτεχνήσει

της Αριάδνης της λαμπρής εις της Κνωσού τα μέρη.

Αγόρια εκεί, πολύπροικες παρθένες εχορεύαν

κι εγύριζαν χεροπιαστοί. Και οι κόρες εφορούσαν

λινά ενδύματα λεπτά, κι είχαν τα παλικάρια

από το λάδι λαμπερούς καλόγνεστους χιτώνες.



Λαμπρά στεφάνια είχαν αυτές, είχαν χρυσά εκείνοι

μαχαίρια που απ’ αργυρούς κρεμιόνταν τελαμώνες.

Και πότ’ ετρέχαν κυλητά με πόδια μαθημένα,

ωσάν σταμνιές, οπού τροχόν αρμόδιον στην παλάμην

τον τριγυρνά καθήμενος να δοκιμάσει αν τρέχει,

και πότε αράδα έτρεχαν αντίκρυ στην αράδα.



Και τον ασύγκριτον χορόν τριγύρω εδιασκεδάζαν

πολύς λαός και ανάμεσα ο αοιδός ο θείος

κιθάριζε. Και ως άρχιζεν εκείνος  το τραγούδι

δυο χορευτές στη μέση τους πηδούσαν κι εγυρίζαν.



Τον ποταμόν Ωκεανόν και δυνατόν και μέγαν

γύρω στον κύκλον έθεσε της στερεής ασπίδος.



Και την τρανήν ως του’καμεν ασύντριφτην ασπίδα,

θώρακα κάμνει π’ άστραφτεν όσο η φωτιά δεν λάμπει,

κράνος κατόπι στερεόν αρμόδιον στο κεφάλι,

καλότεχνο με ολόχρυσο στην κορυφήν του λόφον,

και από λεπτόν κασσίτερον μορφώνει τες κνημίδες.



Και όλα τα όπλα ως έκαμε τα σήκωσε ο τεχνίτης

και του Αχιλλέως τα’βαλεν εμπρός εις την μητέρα.

Και αυτή με τ’ όπλα π’ άστραφταν, του Ηφαίστου δώρο, εχύθη

ωσάν γεράκι απ’ την κορφήν του χιονισμένου Ολύμπου.



ΙΛΙΑΔΟΣ - ΡΑΨΩΔΙΑ T΄
Αχιλλέας και Αγαμέμνων

Άφηνε του Ωκεανού τα βάθ’ η ροδισμένη

Ηώς να φέρει των Θεών το φως και των ανθρώπων.

Κι έφερ’ η Θέτις του θεού τα δώρ’ αυτά στα πλοία.

Ήβρε σιμά στον Πάτροκλο τον ποθητόν υιόν της

πικρά να κλαίει, και πολλοί τριγύρω του εθρηνούσαν

σύντροφοι, κι η ασύγκρητη θεά σιμά τους ήλθε.

Το χέρι του’πιασε σφικτά, προσφώνησέ τον κι είπε:



«Παιδί μου, αυτόν ν’ αφήσωμε, με όλο μας τον πόνο,

να κείτεται ως τον δάμασε η βουλή των αθανάτων.

Του Ηφαίστου τώρα δέξου εσύ τ’ άρματα τα ωραία

που όμοια δεν εφόρεσε κανείς θνητός ακόμη.».



Είπε και καθώς έθεσεν εμπρός στον Αχιλλέα

τ’ άρματα τα καλόχτενα, κείν’ αντηχήσαν όλα.

Οι Μυρμιδόνες τρόμαξαν, κανείς να τ’ αντικρίσει

δεν ετολμούσε κι έφυγαν. Και άμα τα είδ’ εκείνος

μέσα του εχόχλασε η χολή βαθύτερα και αστράψαν

ωσάν φωτιά τα μάτια του. Κι ευφραίνετο να πιάνει

τα ωραία δώρα του θεού και αφού να τα θωράει

τα εξαίσια κείνα θαύματα μες στην ψυχή του ευφράνθη,

είπε προς την μητέρα του: «Τ’ άρματα, ω μητέρα,

τέτοια τα χάρισε ο θεός, καθώς να είναι αρμόζει

έργα θεών, και οπού θνητός δεν τα κατασκευάζει.



Και τώρα εγώ θ’ αρματωθώ μόνον πολύ φοβούμαι

μήπως εις τον ανδράγαθον υιόν του Μενοιτίου

στες ανοικτές λαβωματιές αισχρές βοηθήσουν μύγες,

και τα σκουλήκια γεννηθούν και τον νεκρόν να φθείρουν,

αφού τον άφησε η ψυχή, και όλο σαπή το σώμα.».



Κι η ασημόποδη θεά σ’ εκείνον αποκρίθη:

«Παιδί μου, αυτόν τον στοχασμόν ποσώς μη βάλει ο νους σου.

Από τες μύγες, άγριες σπορές που κατατρώγουν

το σκοτωμένο μαχητήν, εγώ θα τον φυλάξω.

Και αν σταθεί κειτόμενος, όσο να κλείσει ο χρόνος,

άβλαπτο και καλύτερο θα στέκεται το σώμα.



Κάλεσε ωστόσο εις σύνοδον των Αχαιών τους πρώτους

και βάλε κάτω τον θυμόν που έχεις στον Ατρείδη,

κι ευθύς ρίξου στον πόλεμον και περιζώσου ανδρείαν.».



Είπε και τον εγέμισεν ανδραγαθία και θάρρος

και στα ρουθούνια του νεκρού ρόδινο στάζει νέκταρ

και αμβροσίαν, άφθαρτο το σώμα να κρατήσει.



Και παίρνει την ακρογιαλιάν ο θείος Αχιλλέας

και με κραυγή τρομακτική σηκώνει τους Αργείους.

Και αυτοί που πάντοτ’ έμεναν στην περιοχή των πλοίων,

και όσοι τα πλοία κυβερνούν και στρέφουν το πηδάλι,

οι οικονόμοι, οι μοιρασταί του σίτου, ετρέξαν όλοι

στην σύνοδον που εφάνηκε και πάλιν ο Πηλείδης

και τόσον έλειπε καιρόν απ’ τον σκληρόν αγώνα.



Με χωλό πόδι εβάδιζαν του Άρη δυο βλαστάρια,

Τυδείδης ο ανδράγαθος και ο θείος Οδυσσέας,

και ακούμπαν στα κοντάρια τους, ως ήσαν λαβωμένοι,

και της συνόδου εκάθισαν στες έδρες που’ναι οι πρώτες.



Κατόπιν ήλθεν ύστερος ο μέγας Αγαμέμνων,

είχε κι εκείνος λάβωμα που στον σκληρόν αγώνα

με κονταριά του άνοιξεν ο Αντηνορίδης Κόων

και ως όλοι ομού συνάχθηκαν οι Αχαιοί, σηκώθη

στη μέση τους και ομίλησεν  ο θείος Αχιλλέας:



Ατρείδη, τάχα ωφέλησεν εκείνο εμάς τους δύο,

ειπέ κι εμέν’, ότ’ άναψε φαρμακερή διχόνοια

τα σωθηκά μας και ο θυμός, εξ αφορμής της κόρης;

Να’χε την σβήσ’ η Άρτεμις με βέλος την ημέρα

που επόρθησα την Λυρνησσόν, και δούλη την επήρα.

Τότε δεν θα εδάγκαναν τόσοι Αχαιοί το χώμα

κάτω απ’ τες λόγχες των εχθρών, κι ήτ’ ο θυμός μου αιτία.



Ο Έκτωρ απ’ την έχθραν μας εκέρδισε και οι Τρώες,

αλλ’ οι Αχαιοί πολύν καιρό θαρρώ να την θυμούνται.

Αλλ’ ό,τι εγίνη αφήνομεν, αν και μας έχει πλήξει

και πρέπει να δαμάσωμεν στα στήθη την ψυχήν μας.

Παύω εγώ τώρα την χολήν ότι ποσώς δεν πρέπει

θυμόν να τρέφω αιώνιον. Συ μην αργείς ωστόσο

στον πόλεμον τους Αχαιούς αμέσως να σηκώσεις.



Ότι τους Τρώας άντικρυ, θα δοκιμάσω αν θέλουν

να ξενυκτούν στα πλοία μας. Θαρρώ που όσοι προφθάσουν

να φύγουν απ’ τη λόγχη μου και απ’ τον δεινόν αγώνα

πολλή χαρά θενά αισθανθούν τα γόνατα να κλίνουν.».



Είπεν αυτά κι εχάρηκαν οι Αχαιοί γενναίοι

που άφησε ο μεγαλόψυχος Πηλείδης το θυμό του.

Και προς αυτούς ομίλησεν ο μέγας Αγαμέμνων

εκείθεν όπου εκάθονταν, χωρίς να προχωρήσει:



«Ήρωες φίλοι Δαναοί, θεράποντες του Άρη,

ν’ ακούετ’ ανεμπόδιστος όποιος τον λόγον έχει

η τάξις θέλει. Κι έμπειρον η διακοπή πειράζει.

Να ειπεί, ν’ ακούσει ποιος μπορεί στον θόρυβον που κανουν

τα πλήθη; Και ψηλόφωνος δειλιάει δικηγόρος.



Εις τον Πηλείδην τώρα εγώ θα εξηγηθώ κι οι άλλοι

Αργείοι κείνο οπού θα ειπώ καλά νοήσετ’ όλοι.

Πολλές φορές οι Αχαιοί μ’ ονείδισαν για τούτο,

αλλ’ αίτιος δεν είμ’ εγώ. Αλλά είναι ο Ζευς κι η Μοίρα

τότε μέσα στη σύνοδον εβάλαν εις τον νουν μου,

και του Αχιλλέως πήρα εγώ ο ίδιος το βραβείον.

Και τι θα έκανα; Ο θεός τα πάντα κατορθώνει.



Σεβαστή κόρη του Διός η Άτη η ολεθρία

κατάρατη αερόποδη, το χώμα δεν αγγίζει

ανάερ’ από τες κεφαλές γυρίζει των ανθρώπων

για να τους βλάψει, και άσφαλτα  έν απ’ τους δυο τους δένει.



Τον Δί’ ακόμα έβλαψε, που υπέρτατον τον λέγουν

και οι θνητοί κι οι αθάνατοι. Όμως και αυτόν η Ήρα

απάτησε αν και αδύνατη με δόλο την ημέραν

εκείνην οπού έμελλε στην πυργωμένη Θήβην

του Ηρακλή την δύναμιν η Αλκμήνη να γεννήσει.

Ότ’ είπε αυτός καυχώμενος στους αθανάτους όλους:



«Σεις όλοι αθάνατοι θεοί, θεές και σεις, ακούτε

ό,τι στα στήθη μου η ψυχή να ειπώ παρακινεί με.

Θα φέρει σήμερα στο φως η οδυνοφόρα Ειλείθυα

άνδρα που γύρω των λαών θα βασιλεύση όλων.

Κατάγεται απ’ το αίμα μου και από την γενεάν μου.».



Κι η Ήρα του’πε η σεβαστή με δόλον εις τον νουν της:



«Θα φανείς ψεύτης, δεν θα ιδείς ο λόγος σου να γίνει.

Κι όρκον, Ολύμπιε, δυνατόν, αν θέλεις όμοσέ μου

που όλων τριγύρω των λαών θα βασιλεύσει εκείνος

που μες τα πόδια γυναικός την σήμερον θα πέσει

που να’ναι από το αίμα σου και από την γενεάν σου.».



Είπε και δεν ενόησεν ο Ζευς ποσώς τον δόλον,

και όρκον μέγαν ώμοσε, και αυτό κακό του εγίνη.



Κι η Ήρ’ από την κορυφήν του Ολύμπου εχύθη στ’ Άργος

το Αχαϊκόν, που εγνώριζεν εκεί του Περσηιάδου

Σθενέλου την ασύγκριτην γυναίκα, οπού βαστούσε

μες στην γαστέρα της παιδί κι εμέτρα επτά φεγγάρια.

Και αν και λειπόμηνον στο φως τον έβγαλεν η Ήρα

και της Αλκμήνης κράτησε τη γέννα και τους πόνους

κι η ίδια το’πε του Διός: «Πατέρ’ αστραποφόρε,

άκουσε κάτι. Πρόωρα άνδρας λαμπρός γεννήθη

ο Ευρυσθεύς, και βασιλεύς θα είναι των Αργείων,

πατέρας του είναι ο Σθένελος και πάππος ο Περσέας,

γένος σου. Και του στέκεται το σκήπτρο των Αργείων.».



Είπε. Στα σπλάχνα του Διός δριμύς εμπήκε πόνος.

Την Άτην άρπαξεν ευθύς απ’ τες λαμπρές πλεξίδες

με την χολήν εις την καρδιά και ώμοσε μέγαν όρκον:

Ποτέ στ’ αστέρια τ’ ουρανού και στες κορφές του Ολύμπου

η Άτη, όλεθρος κοινός, στο εξής να μην πατήσει.



Είπε και με το χέρι του την πέταξε από τ’ άστρα

σφενδονιστά κι έφθασε αυτή στους τόπους των ανθρώπων.





Πάντοτ’ εστέναζε απ’ αυτήν όταν τον ποθητόν του

εβασανίζαν οι απρεπείς αγώνες του Ευρυσθέως.



Ομοίως κι εγώ πάντοτε όταν ο μέγας Έκτωρ

ακράτητος εθέριζε στες πρύμνες τους Αργείους,

η Άτη, που μ’ ετύφλωσε δεν έβγαινε απ’ τον νου μου.

Κι εάν τότ’ ετυφλώθηκα και ο Ζευς το νου μου επήρε

να το διορθώσω θέλω εγώ με ξαγοράν πλουσίαν.

Αλλά σήκω στον πόλεμον και σήκωσε τα πλήθη.



Κι όλα τα δώρα είν’ έτοιμα, κείνα που στη σκηνή σου

εχθές που ήλθε σου’ταξεν ο θείος Οδυσσέας.

Και, αν θέλεις, στάσου, κράτησε της μάχης την ορμή σου,

τα δώρα οι θεράποντες απ’ το δικό μου πλοίον

θενά σου φέρουν για να ιδείς που εξαίσια θα τα δώσω.».



Και ο πτεροπόδης Αχιλλεύς σ’ εκείνον αποκρίθη:






«Τα δώρα είναι στο χέρι σου να δώσεις, ως αρμόζει,

ή να κρατήσεις. Τώρα εμείς στην μάχην ας χυθούμε.

Δεν πρέπει εδώ να τρίβωμε με λόγια τον καιρόν μας.

Το μέγα έργον άπρακτον ακόμη μένει οπίσω.

Και όπως και πάλι πρόμαχον θα ιδείτε τον Πηλείδην

να κόβει με την λόγχην του τες φάλαγγες των Τρώων,

μ’ αυτό στον νουν ανδράγαθα καθείς ας πολεμήσει.».



Σ’ εκείνον ο πολύβουλος απάντησε Οδυσσέας :



«Όσο και αν είσαι ασύγκριτος, θεόμορφε Αχιλλέα,

μη προς την Ίλιον νηστικούς στον πόλεμον κινήσεις

τους Αχαιούς, ότι καιρόν δεν θα βαστάξει ολίγον

η μάχη, ευθύς που οι φάλαγγες πιασθούν των ανδρειωμένων,

και στα δυο μέρη ένας θεός φυσήσει την ανδρείαν.

Αλλά να φάγουν και να πιούν στες πρύμνες πρόσταξέ τους.

Δύναμις είναι το φαγί και το κρασί του ανθρώπου.



Άνδρας δεν δύναται κανείς ολήμερα ως το δείλι

του εχθρού αντίκρυ αφάγωτος ν’ αγωνισθεί στην μάχην.

Όσην και αν έχει προθυμιά να μάχεται η ψυχή του,

σιγά-σιγά τα μέλη του βαραίνουν και τον πιάνουν

πείνα και δίψα και δειλιά τα γόνατά του τρέμουν.

Αλλ’ όποιος πρώτ’ από φαγί κι από κρασί χορτάσει

και ολημερίς αν πολεμά με τους εχθρούς αντίκρυ

το θάρρος έχει στην ψυχήν, τα μέλη δεν του κόβει

ο κόπος κι είναι ο ύστερος τον πόλεμον ν’ αφήσει.



Σκόρπισε τώρα τον λαόν και ειπέ τους να ετοιμάσουν

το γεύμα. Ωστόσ’ ο βασιλεύς Ατρείδης ας σου φέρει

τα δώρα εδώ στην σύνοδον να τα θωρήσουν όλοι

οι Αχαιοί και να χαρείς εσύ μες στην ψυχή σου.

Και όρκον αυτός να σου ορκισθεί, στην μέσην των Αργείων,

που δεν ανάβηκε ποτέ μαζί της εις την κλίνην

όπως το θέλει των ανδρών και γυναικών ο νόμος.



Και συ ο ίδιος πράυνε στα βάθη την ψυχήν σου.

Εις την σκηνήν του με λαμπρό τραπέζι ας σε ημερώσει

το δίκαιόν σου ανέλλειπα να λάβεις όπως πρέπει.

Και δικαιότερος στο εξής και μ’ άλλους θα’σαι, Ατρείδη.

Ότι ποσώς κατάκρισιν δεν έχει βασιλέας

εάν κάποιον παραδίκησε και τον καταπραϋνει.».



Και προς αυτόν απάντησεν ο μέγας Αγαμέμνων:

«Εχάρηκα όπως άκουσα τον λόγον σου, Οδυσσέα,

τα είπες όλα ορθότατα και όπως τα θέλ’ η τάξις.

Αυτά θα ομώσω πρόθυμος, ως και η ψυχή μου θέλει.

Ουδέ θα γίνω επίορκος εμπρός των αθανάτων.

Και απ’ την ορμήν ας κρατηθεί της μάχης ο Πηλείδης

και όλοι εδώ μείνετε μαζί, όσο τα δώρα να’λθουν

απ’ την σκηνήν και κάμωμε των όρκων την θυσίαν.



Και εις σε τον ίδιον τούτο εγώ να κάμεις παραγγέλλω.

Διάλεξε των Παναχαιών τα πρώτα παλικάρια,

τα δώρα όσα ετάξαμεν εχθές στον Αχιλλέα

απ’ την σκηνήν μου φέρετε, και αντάμα τες γυναίκες.

Κι έτοιμον ο Ταλθύβιος απ’ το στρατόπεδόν μας

χοίρον ας έχει να σφαγεί στον Ήλιον και στον Δία.».



Και ο πτεροπόδης Αχιλλεύς σ’ εκείνον απαντούσε:

«Ω Αγαμέμνων αρχηγέ, τρισένδοξε Ατρείδη,

αυτά να συγυρίζετε θ’ αρμόζει σ’ άλλην ώραν

όταν συμβεί ξανάσαμα να γίνει του πολέμου

και να μη καίει τόση ορμή τ’ ανδράγαθά μας στήθη.





Σφαγμένοι από τον Έκτορα, που εδόξασεν ο Δίας,

κείτοντ’ εκείνοι καταγής, και σεις να ευφρανθούμε

στο φαγοπότι θέλετε. Καλύτερα να ηθέλαν

και ολονήστοι’ οι Αχαιοί στον πόλεμον να ορμήσουν

και άμα βυθίσ’ ο ήλιος, να ετοιμασθεί μεγάλο

συμπόσιον, αφού τ’ όνειδος εκδικηθούμεν όλο.



Όσο για με δεν γίνεται φαγί να μου περάσει,

μήτε πιοτό κατέμπροσθεν του σκοτωμένοι φίλου,

που στην σκηνήν μου κείτεται με πόδια τεντωμένα

νεκρός εκεί στα πρόθυρα και γύρω οι φίλοι κλαίουν.

Ώστε τον νουν μου δεν κινούν εκείνα, αλλά μ’ ανάφτει

φόνος και αίμα και βαρύς των σκοτωμένων βόγγος.».



Σ’ αυτόν τότε ο πολύβουλος αντείπεν Οδυσσέας:



«Των Αχαιών υπέρτατε, Πηλείδη Αχιλλέα,

εμέ στην λόγχην ξεπερνάς τωόντι και όχι ολίγο,

αλλ’ είμ’ εγώ στην νόησιν πολύ καλύτερός σου,

ως έχω χρόνια πλιότερα και πλιότερα έχω μάθει.

Ώστε συ στέρξε την καρδιά στα λόγια μου να κλίνεις.

Του ανθρώπου γρήγορ’ έρχεται ο κόρος του πολέμου,

περισσές όπου οι καλαμιές κομμένες πέφτουν χάμου

και ολίγος είναι ο θερισμός, οπόταν του πολέμου

ο οικονόμος που’ναι ο Ζευς, την πλάστιγγά του κλίνει.



Με την γαστέρ’ οι Αχαιοί να κλάψουν τους νεκρούς των

δεν γίνεται. Ότι αμέτρητοι στην μάχην κάθε ημέραν

πέφτουν. Και πότε θα’χαμε ξανάσαμα της λύπης;

Αλλ’ όσους πήρε ο θάνατος θα θαπτωμεν και δάκρυα

θα χύνωμεν αδείλιαστα ολόκληρην ημέραν.

Αλλ’ όσοι από τον πόλεμον τον μισητόν εμείναν

αυτοί θα φάγουν και θα πιούν, όπως εμψυχημένοι

προς τους εχθρούς αδιάκοπα κρατήσωμε την μάχην

με τα καλά μας άρματα. Μηδέ κανείς θα στέκει

δεύτερην άλλη προσταγή στον πόλεμον ν’ ακούσει.



Ολέθρια παρακίνησις θα είναι εις όποιον μείνει

οπίσω εις τα καράβια μας. Αλλ’ όλοι ας πεταχθούμε

ν’ ανάψωμε τον πόλεμον των ιπποδάμων Τρώων.».



Και ως είπ’ εκίνησαν μ’ αυτόν του Νέστορος τ’ αγόρια

και ο Θόας και ο Μελάνιππος και ο Μέγης ο Φιλείδης

και ο Μηριόνης και μ’ αυτούς ο Λυκομήδης, τέκνον

του Κρέοντος, και στην σκηνήν επήγαιναν του Ατρείδη.

Και όπως ειπώθη ο λόγος του το έργον ετελέσθη.



Επτά εφέρναν τρίποδες, όσους τους είχε τάξει,

είκοσι λέβητες λαμπρούς, και δώδεκα πουλάρια

κι εξαίσιες στα έργα τους κόρες επτά και ογδόην

την Βρισηίδα την καλήν. Κι εζύγισ’ ο Οδυσσέας

χρυσάφι δέκα τάλαντα, κι εκίνησε αυτός πρώτος

κι έφεραν κατόπι του τα δώρα οι πολεμάρχοι

και της συνόδου τα’θεσαν στην μέσην. Κι εσηκώθη

ο Ατρείδης. Και ο θεόφωνος Ταλθύβιος πλησίον

εις τον ποιμένα των λαών τον χοίρον εκρατούσε.



Κι έσυρ’ ο Ατρείδης μάχαιραν οπού σιμά στην θήκην

του ξίφους είχε πάντοτε, και αφού απαρχές του χοίρου

τες τρίχες έκοψε μ’ αυτήν, κι υψώνοντας τα χέρια

προς τον Κρονίδην εύχονταν, και όλοι τον βασιλέα

ήσυχοι άκουαν αυτού με τάξιν οι Αργείοι.

Και αυτός τον μέγαν ουρανόν κοιτάζοντας ευχόταν:



«Μάρτυς μου ο Δίας, των θεών ο εξαίσιος, ο πρώτος,

η Γη και ο Ήλιος και οι θεές, οπού στα καταχθόνια

τους επιόρκους τιμωρούν, οι μαύρες Ερινύες,

που χέρι εγώ δεν άπλωσα στην κόρη του Βρισέως

της κλίνης το αγκάλιασμα, είτ’ άλλο ν’ απολαύσω,

αλλ’ έμεινεν αμάλακτη κει μέσα στες σκηνές μου,

και ας ψεύδομαι, από τους θεούς να πάθ’ ό,τι παθαίνει

ο ασεβής που ψεύτικα το όνομά τους λέγει.».





Είπε, τον χοίρον έσφαξε με τη σκληρή λεπίδα

και στους αφρούς της θάλασσας, τα ψάρια να τον φάγουν,

τον έριξε ο Ταλθύβιος. Και αμέσως ο Αχιλλέας

ορθός σηκώθη κι έλεγε στη μέση των Αργείων:



«Δία πατέρα, τους θνητούς πόσο κακά τυφλώνεις.

Αλλιώς δεν θ’ αγρίευε στα βάθη την ψυχή μου

ο Ατρείδης, και στο πείσμα μου δεν θα’παιρνε την κόρη

στην θέλησήν του αμάλακτος. Αλλ’ ήθελεν ο Δίας

να μας θερίσει ο θάνατος πολλούς ανδρειωμένους.

Φάγετε τώρα κι έπειτα στη μάχη θα χυθούμεν.».



Αυτά’πε και την σύνοδον απόλυσε κι εκείνοι

εδώ κι εκεί σκορπίσθηκαν καθένας στην σκηνήν του.

Ωστόσον εσυγύριζαν τα δώρα οι Μυρμιδόνες

και εις το καράβι τα ’φεραν του θείου Αχιλλέως.

τα δώρα εθέσαν στες σκηνές κι έμπασαν τες κόρες

κι επήραν οι θεράποντες τους ίππους στην αγέλην.





Και η Βρισηίς, που της χρυσής ομοίαζε Αφροδίτης,

άμ’ είδε αυτού τον Πάτροκλον σφαγμένον του εχύθη

απάνω με ξεφωνητό, και την καλήν μορφή της,

τα λευκά στήθη ξέσχιζε, τον απαλόν λαιμόν της

κι είπε η θεόμορφη γυνή στα δάκρυα της πνιγμένη:



«Πάτροκλ’, εμέ της άμοιρης, ω πολυαγαπημένε,

σ’ άφησα ωιμένα ζωντανόν όταν αναχωρούσα,

γύριζ’, ω βασιλέα μου, να σ’  έβρω απεθαμένον.

Από κακό σ’ άλλο κακό με κατατρέχ’ η μοίρα.



Τον άνδρα οπού μου έδωκαν οι σεβαστοί γονείς μου

τον είδα  εμπρός στα τείχη μας αιματοκυλισμένον,

και της μητρός μου τρεις υιούς, αδέλφι’ αγαπητά μου,

μου επήρεν όλα ομού του ολέθρου η μαύρ’ ημέρα.

Κι ενώ τον θείον άνδρα μου, τον Μύνητα, ο Πηλείδης

μου φόνευε και πάτησε την πόλην του, συ μόνος

να κλαίω συ δεν μ’ άφηνες, και νύμφην να με κάμεις

του Αχιλλέως μου’λεγες, στην Φθίαν  να με φέρεις

να γίνουν οι χαρές αυτού, που οικούν οι Μυρμιδόνες.

Γι’ αυτήν σου την γλυκύτητα τόσο πικρά σε κλαίω.».



Είπε. Μαζί της έκλαιαν τον Πάτροκλον κι οι άλλες

και αντί εκείνου η καθεμιά θρηνούσε τους νεκρούς της.

Και ολόγυρά του οι βασιλείς τροφήν να πάρει ολίγην

τον παρακάλουν. Αλλ’ αυτός στενάζοντας αρνείτο:



«Αν μ’ αγαπάτε, φίλοι μου, μη με στενοχωρείτε

με το πιοτό, με το φαγί να ευφράνω την καρδιά μου,

ενώ ακόμη φοβερή με καταθλίβει λύπη,

και να υποφέρω είμαι καλός, ο Ήλιος ως να δύσει.».



Είπε. Τους άλλους βασιλείς απόλυσε, κι εμείναν

οι Ατρείδες, ο Ιδομενεύς και ο θείος Οδυσσέας,

ο Νέστωρ με τον Φοίνικα, και τον παρηγορούσαν

με λόγια φρόνιμα, αλλ’ αυτός παρηγοριά δεν είχε

ή μες στον λάρυγγα να μπει του αιματηρού πολέμου

Και στεναγμός βγήκε βαθύς απ’ την ψυχή του κι είπε:



«Άλλοτε, άμοιρε και συ, ω φίλε της καρδιάς μου,

εδώ το γεύμα ευτρέπιζες γρήγορος κι όπως πρέπει,

όταν εβιάζοντ’ οι Αχαιοί να ορμήσουν και να φέρουν

τον Άρη τον πολύθρηνον στους ιπποδάμους Τρώας.



Τώρα συ κείτεσαι νεκρός κι εμένα δεν μ’ αφήνει

ο πόθος σου μήτε φαγί μήτε ποτό να πάρω,

ότι κακό χειρότερο να πάθω δεν μπορούσα

και αν άκουα ν' απέθανεν ο γέρος μου πατέρας,

οπού στην Φθίαν τήκεται στα δάκρυα, που του λείπει

τέτοιος  υιός, κι εγώ μακριά, να πολεμώ τους Τρώας

μένω στα ξένα εξ αφορμής της μισητής Ελένης

ή αυτό που μου ανατρέφεται στην Σκύρον, το παιδί μου

ο θείος ο Νεοπτόλεμος, εάν μου ζη ακόμη.



Άλλην ελπίδα έτρεφα εγώ στα βάθη της ψυχής μου,

μόνος να πέσω εγώ μακράν απ’ το ιπποτρόφον Άργος

εδώ στην Τροίαν, και να πας οπίσω εσύ στη Φθίαν

και απο την Σκύρον το παιδί να βγάλεις εις το πλοίον

μαζί σου να τον οδηγείς και να του δείξεις όλα,

το είναι μου, τους δούλους μου και το υψηλό παλάτι.



Ότι φοβούμαι που ο Πηλεύς ή πεθαμένος είναι

ή εχ’ ημέρες μετρητές και λύπη τον μαραίνει

και τα κακά γεράματα, και πάντοτε αναμένει

είδησις του θανάτου μου να πλήξει την καρδιά του.».



Έλεγε κλαίγοντας, και ομού και οι βασιλείς στενάζαν,

θυμούμενος καθένας τους στο σπίτι τ’ είχε αφήσει.

Είδε και τους συμπόνεσεν ο Ζευς οπού θρηνούσαν

κι έλεγε προς την Αθηνά: «Ω τέκνον μου, τελείως

το πρόσωπόν σου έστρεψες από τον θείον άνδρα;

Τωόντι πλέον εις τον νουν δεν έχεις τον Πηλείδη;



Τον βλέπεις οπού κάθεται κατέμπροσθεν στα πλοία

και κλαίει για τον φίλον του. Κι οι άλλοι αναχωρήσαν

να γευματίσουν. Και τροφήν να πάρει αυτός δεν θέλει.

Αλλά κατέβα, την γλυκιά να στάξεις αμβροσίαν

και νέκταρ μες στα στήθη του, να μην τον πνίξ’ η πείνα.».



Και ό,τ’ είπ’ ο Ζευς η Αθηνά το επιθυμούσε πρώτη.

Και όμοια με πλατύπτερο ψιλόφωνο γεράκι

τινάζετ’ απ’ τον ουρανόν και σχίζει τον αιθέρα

κι ευρέθη εκεί που οπλίζονταν οι Αχαιοί στην μάχην.



Και μες στα στήθη την γλυκιά του έσταξε αμβροσίαν

το νέκταρ, μη τα γόνατα του κόψ’ η μαύρη πείνα,

και στου πατρός της γύρισε του μεγαλοδυνάμου

το δώμα και απ’ τες πρύμνες των εχύνονταν εκείνοι.



Και ως του Διός χιονοβολές πυκνές πυκνές πετιούνται

οπού ο αιθερογέννητος επάγωσε Βορέας,

όμοια πυκνές αστράφτοντας οι περικεφαλαίες

από τες πρύμνες χύνονταν και οι ομφαλωτές ασπίδες,

οι θώρακες οι ασύντριφτοι, τα φράξινα κοντάρια

και ο τόπος όλος άστραφτεν απ’ του χαλκού την λάμψιν

έως τα ύψη τ’ ουρανού, και των ποδιών ο κτύπος

εβρόντα, και στην μέσην τους οπλίζετ’ ο Αχιλλέας.



Τρίζαν τα δόντια του φρικτά, φωτιά τα μάτια εκαίαν,

θλίψις μεγάλη εβάρυνε τα στήθη του και, ως ήταν

να ξεθυμάνει ακράτητος το μίσος του εις τους Τρώας,

τα άρματά του εζώνονταν, δώρα του Ηφαίστου θεία.



Πρώτα τες κνήμες με λαμπρές κνημίδες περικλείει,

οπού εθηλυκώνονταν με ολάργυρες περόνες.

Τα στήθη εσκέπασ’ έπειτα με θώρακα που λάμπει

χάλκινο, αργυροκάρφωτον εκρέμασε απ’ τους ώμους

ξίφος, κι επήρε την τρανήν και στερεήν ασπίδα

που έριχνε πέρ’ αναλαμπήν ως στρογγυλό φεγγάρι.



Και ως όταν στους θαλασσινούς μακρόθεν από όρος

φέγγει φωτιά που άναψαν στην στάνην οι ποιμένες,

αλλά στο μέγα πέλαγος τους σέρν’ η ανεμοζάλη

μακράν από τους ποθητούς. Παρόμοια στον αιθέρα

έφθαν’ η λάμψη της καλής ασπίδος του Αχιλλέως.

Εσήκωσε κι εφόρεσε την περικεφαλαίαν

την στερεήν, και η χήτη της ως άστρο εσπιθοβόλα,

καθώς τριγύρω εσείονταν πυκνές χρυσές πλεξίδες,

που ο Ήφαιστος ολόγυρα στον λόφον είχε σύρει.



Κι εδοκιμάσθη στ’ άρματα ο θείος Αχιλλέας

ελεύθερ’ αν του άρμοζαν προς τα λαμπρά του μέλη.

Και αυτά σηκώναν τα φτερά τον μέγαν πολεμάρχον.

Και από την θήκη έσυρε το πατρικό κοντάρι

βαρυ, μεγάλο, στερεό, που άλλος δεν μπορούσε

να σείρει από τους Αχαιούς, ή μόνος ο Αχιλλέας,

φράξο απ’ το Πήλιο βουνό, που του πατρός του ο Χείρων

είχε χαρίσει φονικό να είναι των ηρώων.



Ο Αυτομέδων έζευε και ο Άλκιμος τους ίππους.

Τους έζωναν με όμορφα ζυγόλουρα κι εβάλαν

στα στόματα τους χαλινούς και οπίσω προς την έδραν

τα χαλινάρια τέντωσαν. Κι επάνω στο ζευγάρι

με την ωραίαν μάστιγα επήδησε ο Αυτομέδων.

Οπίσω ανέβη ολόλαμπρος ως ήλιος ο Αχιλλέας

κι εφώναξε τρομακτικά στους ίππους του πατρός του:



«Ξάνθε, Βαλίε, θρέμματα θαυμάσια της Ποδάργης,

τώρα τον κυβερνήτην σας καλύτερα σκεφθείτε

οπίσω να τον σώσετε στων Δαναών τα πλήθη

όλην αφού χορτάσωμεν την δίψαν του πολέμου,

όχι ως τον Πάτροκλον νεκρόν αυτού να τον αφήστε.».



Του αντείπε κάτω απ’ τον ζυγόν ο γοργοπόδης Ξάνθος

την κεφαλήν του κλίνοντας βαθιά και όλ’ η χαίτη

από την ζεύγην ξέπεσε και έφθανε στο χώμα.

Φωνητικόν τον έκαμεν η Ήρα η λευκοχέρα:



«Για τώρα θα σε σώσωμεν, ανδράγαθε Αχιλλέα,

αλλ’ είναι  η ώρα σου κοντά, δεν πταίμ’ εμείς αλλ’ είναι

μέγας θεός ο αίτιος κι  ανίκητ’ είναι  η μοίρα.

Και όχι από αμέλειαν ποτέ και οκνηριά δική μας

απ’ τ’  άρματα τον Πάτροκλον εγύμνωσαν οι Τρώες.



Αλλ’ ο εξαίσιος των θεών τον φόνευσεν, ο Φοίβος,

μες στους προμάχους κι έδωσε στον Έκτορα την δόξαν.

Και του Ζεφύρου την πνοήν οπού γοργότατ’ είναι,

μπορούμ’ εμείς να φθάσωμεν. Αλλά  και σένα  η μοίρα

από θεόν και από θνητόν διόρισε να πέσεις.».



Και ως είπε τούτου την φωνήν του κόψαν οι Ερινύες.

Εβάρυνεν ο Αχιλλεύς και τού’πε: «Προμαντεύεις

Ξάνθε, σ’ εμέ τον θάνατον; Και μόνος το γνωρίζω

ότι θα πέσω εδώ μακράν των ποθητών γονέων

η μοίρα μου διόρισεν. Αλλ’ όμως δεν θα παύσω,

πριν ή τους Τρώας αρκετά στην μάχην τρικυμίσω.».



Είπε κι εκίνα με κραυγήν τα δυνατά πουλάρια.



ΙΛΙΑΔΟΣ - ΡΑΨΩΔΙΑ Υ΄
Ο Αχιλλέας επιστρέφει στην μάχη



 Έτσι αρματώνοντ’ οι Αχαιοί προς τα κυρτά καράβια

ολόγυρά σου, αχόρταγε στον πόλεμον, Πηλείδη,

και οι Τρώες αρματώνονταν στον όχθον του πεδίου.

Κι είπεν ο Ζευς της Θέμιστος απ’ την κορφήν του Ολύμπου,

να συναθροίσει τους θεούς, και αυτή παντού γυρνώντας

τους εκαλούσε στου Διός να συναχθούν το δώμα.



Κανείς από τους ποταμούς δεν έλειψεν ή μόνος

ο Ωκεανός, δεν έλειψε καμιά νύμφη απ’ όσες

κρατούν τα δάση, τες πηγές και τα χλωρά λιβάδια.

Και εις το δώμα ως έφθαναν του νεφελοσυνάκτη,

εκάθιζαν στες αίθουσες τες καλοσκαλισμένες,

που ο νους του Ηφαίστου εποίησεν εις τον πατέρα Δία.



Και της θεάς υπάκουσεν ακόμη ο κοσμοσείστης.

Ήλθεν από τη θάλασσαν στη μέση της συνόδου,

εκάθισε και την βουλήν ερώτα του Κρονίδη:



«Κεραυνοβόλε, τους θεούς τι πάλι συναθροίζεις;

Μη για τους Τρώας  και Αχαιούς σκέπτεται κάτι ο νους σου;

Ότι στενά τώρ’άναψαν την μάχην μεταξύ τους.».



«Ω Ποσειδών, ενόησες», του απάντησεν ο Δίας,

«την σκέψιν πως μ’ εκίνησεν εδώ να σας καλεσω

εις σύνοδον. Πονώ γι’ αυτούς αν κι είναι αφανισμένοι.

Αλλά εγώ καθήμενος στον Όλυμπον θα μείνω

να τέρπωμαι κοιτάζοντας. Σεις κατεβήτ’ οι άλλοι

όλ’ οι θεοί στον πόλεμον των Αχαιών και Τρώων,

τούτων ή εκείνων βοηθός,  καθένας όπου κλείνει.



Ότι αν κτυπήσει ανέμποδα τους Τρώας ο Πηλείδης,

ουδέ στιγμήν την δύναμην εκείνου θα κρατήσουν

αυτοί. Και πριν τον έτρεμαν και να τον βλέπουν μόνον.

Και τώρα που του φίλου του τον αγριεύει ο φόνος,

φοβούμαι μη και πρόωρα το τείχος τους πατήσει.».



Είπε και πόλεμον φρικτόν εσήκωσε ο Κρονίδης.

Και οι θεοί διχόγνωμα στον πόλεμον εμπήκαν,

η Ήρα με την Αθηνά στ’ Αχαϊκά καράβια,

ο γεωφόρος Ποσειδών, μ’ αυτόν ο δωροδότης

Ερμής, που ο νους του πάμπολλα σοφίσματα γνωρίζει,

ο Ήφαιστος με έπαρσιν πολλήν στην δύναμήν του

και εχώλαινεν και αχαμνά τα σκέλη του εσαλεύαν.



Και με τους Τρώας πέρασεν ο λοφοσείστης Άρης

με την τοξεύτραν Άρτεμην και ο μακρομάλλης Φοίβος

και με τον Ξάνθον η Λητώ και η πρόσχαρη Αφροδίτη.



Όσο μακράν απ’ τους θνητούς οι αθάνατοι απομέναν

περηφανεύοντ’ οι Αχαιοί, διότι εξαναφάνη

ο Αχιλλεύς που άφηνε τόσον καιρόν την μάχην.

Αλλά των Τρώων έπιασε τρόμος φρικτός τα μέλη,

καθώς εμπρός τους έβλεπαν τον γρήγορον Πηλείδην

όμοιον, στα όπλα ως έλαμπε, του ανθρωποφόνου Άρη.



Και όταν στην σμίξιν των ανδρών οι Ολύμπιοι κατεβήκαν

σηκώθ’ η Έρις, δυνατή κινήτρα των ανδρείων,

και κραυγήν έσυρ’ η Αθηνά πότε στον λάκκον έξω

του τείχους, πότε οπού βροντά το κύμα στ’ ακρογιάλι.



Και απ’ τ’ άλλο μέρος σκοτεινός σαν θύελλα ο Άρης,

πότε από την ακρόπολην εκραύγαζε στους Τρώας,

και πότ’ απ’ τον Σιμόεντα εις την Καλλικολώνην.



Έτσ’ οι μακάριοι θεοί τους δυο στρατούς κινούσαν

με βαρύ πείσμα και χολήν ν’ ανοίξουν τον αγώνα.

Φρικτά εβρόντησε θεών και ανθρώπων ο πατέρας

από ψηλά και κάτωθεν της γης τ’ άπειρο πλάτος

και τα υψικόρυφα βουνά τινάζει ο κοσμοσείστης.

Της Ίδης όλες οι ποδιές κι οι κορυφές εσειόνταν

και τ’ άρμενα των Αχαιών και η πόλις του Πριάμου.



Και ο βασιλέας των νεκρών κάτω απ’ την γην φοβήθη

ο Αϊδωνεύς και με κραυγήν πετάχθη από τον θρόνον,

μη σχίσει απάνω του την γην ο μέγας κοσμοσείστης,

και ιδούν θεοί και άνθρωποι την μαύρην κατοικίαν,

οπού και οι αθάνατοι μισούν, φριχτήν και αραχνιασμένην.



Τόσην αντάραν οι θεοί σηκώσαν πολεμώντας.

Διότι ενάντια εστέκονταν στον μέγαν Ποσειδώνα

ο Απόλλων Φοίβος που κρατεί τα φτερωμένα βέλη.

Και η γλαυκόφθαλμη Αθηνά στον ανδροφόνον Άρην,

της Ήρας πάλ’ η Άρτεμις, η αδελφή του Φοίβου

που στο κυνήγι ευφραίνεται με τα χρυσά της βέλη

και της Λητούς ο κρατερός Ερμής αγαθοδότης.



Του Ηφαίστου ο μέγας ποταμός οπούτον λέγουν Ξάνθον

οι αθάνατοι, και Σκάμανδρον οι άνθρωποι ονομάζουν.



Κι ενώ θεών αντίμαχοι θεοί τότ’ εκινούσαν,

ο Αχιλλεύς τον Έκτορα στο πλήθος ν’ αντικρίσει

ελαχταρούσε, ότι η ψυχή τον έσπρωχνε μ’ εκείνου

το αίμα να ποτίσει εκεί τον πολεμάρχον Άρην.

Και τον Αινείαν σήκωσεν ενάντια στον Πηλείδην

ο Φοίβος και του εγέμισε τα στήθη ανδραγαθίαν.

Ομοιώθη του Λυκάονος εις την φωνήν ο Φοίβος,

του Πριαμίδη κι έλεγεν: «Ω βουληφόρ’ Αινεία,

τι γίναν οι φοβέρες σου με γεμιστό ποτήρι

που υποσχόσουν κατέμπροσθεν στους βασιλείς της Τροίας

πως θα’βγαινες στον πόλεμον ενάντια του Αχιλλέως;»



«Τι μ’ αναγκάζεις κι άθελαν», του απάντησε ο Αινείας,

«Πριαμίδη, τον απόκοτον Πηλείδη ν’ αντικρίσω;

Δεν θα είναι αυτή πρώτη φορά που θα στηθώ εμπρός του.

Άλλοτε μ’ εκυνήγησεν αυτός από την Ίδην,

σαν έπεσε τους μόσχους μας να λαφυραγωγήσει

και τα Λυρνήσσια πόρθησε και τα Πηδάσια τείχη;

Αλλά εμένα εφύλαξεν η δύναμις του Δία

που την καρδιά μου εθάρρεψε και τα γοργά μου σκέλη.



Αλλιώς θα με εφόνευαν τα χέρια του Αχιλλέως

κι η Αθηνά που ανοίγοντας τον δρόμον έμπροσθέν του

τον εκεντούσε Λέλεγας και Τρώας να θερίζει.

Να μάχεται δεν δύναται θνητός με τον Πηλείδη,

τ’ είναι στο πλάγι του θεός που πάντοτε τον σκέπει.

Έπειτα εκείνου ίσια πετά το βέλος ουδέ γέρνει

πριν σχίσει σάρκ’ ανθρώπινην. Και αν ο θεός το τέλος

της μάχης ίδια ετέντωσε, εμέ δεν θα νικήσει

ευκόλως, αν κι επαίρεται στα ολόχαλκ’ άρματά του.».



«Εμπρός, ω ήρως, ζήτησε», του απάντησεν ο Φοίβος,

«κι εσύ την χάρην των θεών, αφθάρτων, αιωνίων.

Σε γέννησε η διογέννητη, ως λέγουν, Αφροδίτη,

και αυτός από κατώτερον θεόν γενιοκρατιέται.

Είναι αυτή κόρη του Διός, η άλλη του Νηρέως.

Αλλ’ ίσια ρίξε τον σκληρόν χαλκόν, και μη δειλιάσεις

από τα λόγια τα πικρά και τους φοβερισμούς του.».



Είπε και ανδρείαν έβαλεν πολλήν στον βασιλέα

που ολόλαμπρος μες στ’ άρματα εβγήκε στους προμάχους.

Και του Αγχίση τον υιόν είδεν ευθύς η Ήρα

πως μες στο πλήθος πήγαινεν ενάντια του Πηλείδου.

Τους άλλους σύναξε θεούς και προς εκείνους είπε:



«Ω Ποσειδών και Αθηνά, σκεφθείτε σεις οι δύο

στον λογισμόν σας πώς αυτά τα πράγματα θα γίνουν.

Ο Αινείας ολαρμάτωτος ενάντια στον Πηλείδην

εκίνησε ως τον έσπρωξε τώρα η φωνή του Φοίβου.

Και ημείς ή θα τον κάμωμεν εκείθε να μακρύνει,

ή κάποιος θα στηθεί απ’ εμάς στο πλάγι του Αχιλλέως

να λάβει δύναμην πολλήν και στην ψυχήν του θάρρος,

να μάθει ότι των θεών τον αγαπούν οι πρώτοι

και είν’ οι άλλοι ουτιδανοί που απ’ αρχής τους Τρώας

εις τους κινδύνους βοηθούν του φοβερού πολέμου.



Και όλ’ ήρθαμε απ’ τον Όλυμπον να σμίξωμε στην μάχην

τούτην, μη πάθει τι κακόν αυτός από τους Τρώας

σήμερα, και μετέπειτα θα πάθει, ότ' η μοίρα

του έγνεσε, όταν εις το φως τον έβγαλε η μητέρα.

Και αν όλ’ αυτά θεού φωνή δεν τον πληροφορήσει

θα πάρει φόβον, αν θεός ενάντια του προβάλει

στην μάχην. Είναι φοβεροί θεοί φανερωμένοι.».



Και ο κοσμοσείστης Ποσειδών σ’ εκείνην απαντούσε:



«Ω Ήρα, χωρίς αφορμήν δεν πρέπει να θυμώνεις.

Μάχης αρχήν εις τους θεούς να δώσωμεν δεν θέλω

εμείς οι άλλοι που’μαστε ανώτεροι από εκείνους.

Αλλ’ από πάτημα μακράν, σ’ αγνάντιο καθισμένοι

τώρα θα μείνωμεν εμείς, και ας πολεμούν εκείνοι.



Αλλ’ εάν μάχης κάμη αρχήν ο Άρης ή ο Φοίβος

ή εμπόδιον εις τον πόλεμον προσφέρουν του Αχιλλέως,

τότε κι εμείς θα σμίγωμε μ’ εκείνους στον αγώνα

και πολύ γρήγορα, θαρρώ, θα φύγουν απ’ την μάχην

να έβρουν εις τον Όλυμπον τους άλλους αθανάτους

απ’ την ορμήν των δυνατών χεριών μας συντριμμένοι.».





Είπε κι επροπορεύθηκεν ο Ποσειδών να φθάσει

στο τείχος το περίχωστο του θείου Ηρακλέους,

που υψηλόν η Αθηνά του εσήκωσε και οι Τρώες,

νατο’χει καταφύγι του όσες φορές το κήτος

απ’ τ’ ακρογιάλι στην στεριά τον κατακυνηγούσε.



Κει ο Ποσειδών με τους θεούς εκάθισε τους άλλους

κι εσκέπασαν με σύγνεφο θαμπό τα σώματά τους.

Και ολόγυρά σου, ω φωτεινέ Απόλλων, και του Άρη

εκείνοι πέρα εκάθιζαν εις την Καλλικολώνην.



Συλλογισμένοι εκάθονταν και τα δυο μέρη ομοίως

και του πικρού πολέμου αρχήν να κάμουν δεν εστέργαν,

και όπου εκάθιζε ψηλά ο Ζευς εδιάβαζ’ όλα.

Έλαμπε ωστόσο απ’ τον χαλκόν κι εγέμισε η πεδιάδα

απ’ άνδρες κι ίππους και ως ομού προβαίναν τράνταζ’ όλη

από τα πόδια τους η γη. Και άνδρες εξαίσιοι δύο

ανάμεσα των δυο στρατών να κτυπηθούν ορμήσαν,

ο Αινείας του Αγχίση υιός και ο θείος Αχιλλέας.



Και πρώτος φοβεριστικά προχώρησεν ο Αινείας

το βαρύ κράνος κλίνοντας, και την ασπίδα εκράτει

εμπρός στο στήθος κι έσειε το χάλκινο κοντάρι.



Και απ’ τ’ άλλο μέρος ο Αχιλλεύς του εχύθη ωσάν λεοντάρι

κακοποιό, που άνδρες πολλοί ζητούν να το φονεύσουν,

του τόπου όλος ο λαός. Και πρώτα εμπρός προβαίνει

αψήφιστα, αλλ’ αν κανείς επάνω του ακοντίση

μαζώνεται να πεταχθεί και ως χάσκει αφρόν γεμίζουν

τα δόντια του και μέσα του βόγγ’ η ψυχή γενναία.



Τα δυο πλευρά και τα μεριά με την ουρά του πλήττει

και τον εαυτόν του μόνο του στην μάχην εμψυχώνει,

και με το βλέμμ’ αστραφτερό, εμπρός ορμά να κόψει

κανέναν ή να πέσει αυτό ανάμεσα στους πρώτους.

Όμοια κινούσε ανδράγαθη καρδιά τον Αχιλλέα

εκεί τον μεγαλόψυχον Αινείαν ν’ απαντήσει.

Και όταν όρμησαν και οι δυο εβρέθηκαν αντίκρυ.

Ο πτεροπόδης Αχιλλεύς σ’ εκίνον πρώτος είπε:



«Αινεία, τι τόσο μακράν εβγήκες απ’ το πλήθος

εμπρός μου, τάχα επιθυμείς μ’ εμέ να πολεμήσεις;

Θαρρείς θα γίνεις βασιλεύς των ιπποδάμων Τρώων

και του Πριάμου ισότιμος; Αλλά και αν με φονεύσεις

γι’ αυτό σ’ εσέ ο Πρίαμος το σκήπτρο δεν θα δώσει.



Έχει παιδιά και ακέραιον κρατεί τον νουν του ακόμη.

Οι Τρώες μη σου εχώρισαν εξαίσιο περιβόλι

να το’χεις κήπον εύμορφον και κάρπιμο χωράφι

αν με φονεύσεις; Εύκολα δεν θα το κατορθώσεις.

Και άλλοτε σ’ εκυνήγησεν η λόγχη μου πιστεύω.

Ή δεν θυμάσαι όταν μακράν από τους μόσχους μόνον

με των ποδιών μου την ορμήν της Ίδης απ’ τα όρη

σ’ έδιωξα; Και δεν έστρεψες ποσώς εις την φυγήν σου.



Μου έφυγες στην Λυρνησσόν, κι εκείνην με το χέρι

της Αθηνάς και του Διός επόρθησα κι επήρα

λάφυρα τες γυναίκες τους να ζουν εις την δουλείαν.

Και σε τότ’ έσωσεν ο Ζευς με τους θεούς τους άλλους.

Αλλά κακά στοχάζεσαι πως τώρα θα σε σώσουν.

Αλλά να μην αντιταχθείς σ’ εμέ, σε συμβουλεύω

και στρέψε οπίσω στον στρατόν πριν πάθεις απ’ εμένα.

Αφού του γίνει το κακό τότε ο μωρός μαθαίνει.».



Και είπε ο Αινείας προς αυτόν: «Πηλείδη, μην ελπίσεις

ωσάν ανήλικο παιδί με λόγια να με σκιάξεις

ότι κι εγώ ξέρω καλά παρόμοια να προφέρω

πειρακτικά πικρότατα. Κι εμείς ο ένας τ’ άλλου

την γενεάν γνωρίζομεν και τους γονείς ομοίως

από τες φήμες των θνητών, διότι τους δικούς μου

εσύ δεν είδες μήτ’ εγώ ποτ’ είδα τους δικούς σου.

Εσένα λέγουν γέννημα του σεβαστού Πηλέως

απ’ την θαλάσσιαν Θέτιδα με τες καλές πλεξίδες.



Και ότ’ είμ’ εγώ πάλιν υιός του Αγχίση του γενναίου

καυχώμαι και μητέρα μου την Αφροδίτην έχω.

Ή τούτ’ ή εκείνοι σήμερα θα κλάψουν το παιδί τους.

Ότι δεν θα χωρίσωμεν, πστεύω, εμείς οι δύο

με μόνα τα μωρόλογα και αυτού να παύσ’ η μάχη.

Και μάθ’, εάν το επιθυμείς, καλά να την γνωρίσεις

την ιδικήν μας γενεάν, αν και πολλοί την ξεύρουν.



Πρώτον ο Ζευς τον Δάρδανον εγέννησε και κτίζει

την Δαρδανίαν, πριν εκεί στην πεδιάδα κάμουν

πάλιν οι θνητοί άνθρωποι την Ίλιον την αγίαν

και στες πολύβρυσες πλαγιές της Ίδης κατοικούσαν.

Τον Εριχθόνιον γέννησεν ο Δάρδανος εκείνον

τον βασιλέα ξακουστόν για τα πολλά του πλούτη

που τρεις χιλιάδες έβοσκαν στον βάλτον του φοράδες

περήφανες στα τρυφερά πουλάρια που εγεννήσαν.



Και κει που εβόσκαν άναψεν απ’ έρωτα ο Βορέας

και, μαύρος ίππος στην μορφήν, εταίριασε μ’εκείνες.

Και δώδεκα εγέννησαν πουλάρια του Βορέα.

Και όταν σκιρτούσαν ελαφρά στην γην την σιτοδότρα

στο στάχυ επάνω έτρεχαν χωρίς να το λυγίσουν.

Και όταν εις τα διάπλατα σκιρτούσαν της θαλάσσης

στην κορυφήν του αίματος ξακρίζουν τον αφρόν της.

Και από τον Εριχθόνιον των Τρώων βασιλέας

ο Τρώς γεννήθη και απ’ αυτόν τρία λαμπρά βλαστάρια

ο Ίλος, ο Ασσάρακος και ο ισόθεος Γανυμήδης,

που εγεννήθη των θνητών ο πρώτος για το κάλλος,

που τον σηκώσαν  οι θεοί για κείνα του τα κάλλη

να ζει μ’ αυτούς αθάνατος και κεραστής του Δία.



Γεννά και ο Ίλος τον λαμπρόν Λαομέδοντα και τούτος

τον Τιθωνόν, τον Πρίαμον, τον Λάμπον, τον Κλυτίον,

ως και τον Ικετάονα κακό του Άρη θρέμμα.

Τον Κάπυν ο Ασσάρακος,  ο Κάπυς τον Αγχίσην,

τούτος εμέ και ο Πρίαμος τον Έκτορα τον θείον.

Την γενεάν, το αίμ’ αυτό καυχώμ’ εγώ πως έχω.

Ο Ζευς αυξάνει των θνητών ή κόβει την αξίαν

ως θέλει ο δυνατότατος των αθανάτων όλων.



Αλλ’ ας μη φλυαρούμ’ εμείς σαν νήπια μωρολόγα

ακίνητ’ εδώ μένοντας στην μέσην του πολέμου

κι εμείς να ειπούμε ονειδισμούς αμέτρητους μπορούμε

που πλοίον εκατόσκαρμο το βάρος δεν σηκώνει.



Στρεφή ’ναι η γλώσσα των θνητών και πλήθος ομιλίες

γεννά, κι εδώ κι εκεί πλατύς των λόγων είναι ο τόπος.

Ώστ’ όποιον λόγον και αν ειπείς, όμοιον και συ θ’ ακούσεις.

Αλλά τι ανάγκην έχομε ν’ αντιφιλονικούμεν

εμείς και να μαλλώνομεν, ως κάμνουν οι γυναίκες

όταν το πείσμα και η χολή μες στην καρδιά τους βράζει

και αντιγλωσσοδέρνονται του δρόμου μες στην μέσην,

μ’ αλήθειες και με ψέματα, ως  η χολή τα πλάθει.



Και συ την γενναιότητα με λόγια δεν θα κάμεις

να χάσω, ώσπου με τ’ άρματα μ’ εμέ θα πολεμήσεις.

Κι ευθύς με τα κοντάρια μας, τώρ’ ας δοκιμασθούμε.».



Κι έριξε μες στην φοβερήν ασπίδα το κοντάρι

το δυνατό κι εβρόντησεν εκείνη από τον κτύπον.

Και από το σώμα του μακράν τον κράτησε ο Πηλείδης

φοβούμενος μην εύκολα την σπάσει πέρα πέρα

του Αινείου το μακρόσκιον κοντάρι του ανδρειωμένου.

Και δεν εννόησε ο μωρός ότι τα δοξασμένα

των θεών δώρ’ από θνητούς ευκόλως δεν νικούνται,

μηδέ ποσώς υποχωρούν και τότε την ασπίδα

δεν έπιασε το δυνατό κοντάρι του ανδρειωμένου.



Ότι το φύλαξε ο χρυσός δώρο του Ηφαίστου θείον.

Δυο δίπλες εδιαπέρασεν και τρεις ήσαν ακόμη,

τι πέντε δίπλες ο χωλός τεχνίτης είχε στρώσει,

δυο χάλκινες και μέσαθε του κασσιτέρου δύο,

μίαν χρυσήν, που εκράτησε το φράξινο κοντάρι.

Έριξε το μακρόσκιο κοντάρι και ο Πηλείδης

και του Αινείου κτύπησε την στρογγυλήν ασπίδα,

όπου χαλκός και τόμαρο λεπτά λεπτά την άκρην

εζώναν. Τα διαπέρασε το πηλιακό κοντάρι

και την ασπίδα ετράνταξε. Ο Αινείας τρομαγμένος

την ύψωσε κι εμάζωξε το σώμα του από κάτω.



Και τους δυο κύκλους έσχισεν η λόγχη της ασπίδος,

επάνωθέν του επέταξε και μες στην γην εστάθη,

και άμα την λόγχην εξέφυγεν, ορθώθη ευθύς ο Αινείας

και αδημονία σκέπασε βαριά τους οφθαλμούς του,

από τον τρόμον πόπεσε πολύ σιμά του η λόγχη.



Τότε ο Πηλείδης έσυρε το ξίφος και του εχύθη

φωνάζοντας τρομακτικά. Κι εφούκτωσ’ ο Αινείας

λίθον τρανόν θεόρατον, που δεν τον φέρναν δυο

των τωρινών θνητών, και αυτός τον έπαιζε και μόνος.



Αυτόν στο κράνος θα’ριχνεν εκείνου ή στην ασπίδα

και απ’ όλεθρον θα εφύλαγεν η ασπίδα τον Πηλείδην

και τούτος θα του έσχιζε τα στήθη με το ξίφος,

αν να το ιδεί δεν πρόφθανεν ο μέγας κοσμοσείστης

που εστράφη ευθύς και έλεγε των άλλων αθανάτων:



«Ωιμέ, τον μεγαλόψυχον λυπούμαι τον Αινείαν

οπού ο Πηλείδης γρήγορα στον Άδην θα τον στείλει.

Ο ανόητος επείσθηκε εις ό,τι του είπε ο Φοίβος
που τώρ’από τον όλεθρον δε θα τον προφυλάξει.

Διατί τούτος ο άπταιστος θα υποφέρει τόσο

από αλλότρια βάσανα, που των επουρανίων

θεών προσφέρει πάντοτε χαριτωμένα δώρα;





Αλλ’ ας τον σώσωμεν εμείς από την κακήν ώραν,

μήπως ο Ζευς πάρει χολήν, εάν τον θανατώσει

ο Αχιλλεύς. Και να σωθεί διόρισεν η μοίρα.

Όπως μη άσπαρμο χαθεί το γένος του Δαρδάνου,

που ο Ζευς υπεραγάπησεν απ’ όλα τα παιδιά του,

όσα του εγεννήθηκαν από θνητές γυναίκες.

Ότ’ ήδη ο Ζευς εμίσησε το γένος του Πριάμου.



Και όλων των Τρώων έπειτα θα βασιλεύσ’ η ρώμη

του Αινείου, και των τέκνων του τα τέκνα στον αιώνα.».



Σ’ αυτόν η μεγαλόφθαλμη απάντησεν η Ήρα:



«Ω Ποσειδών, ο ίδιος συ σκέψου αν τον Αινείαν

θα σώσεις απ’ τον θάνατον ή αν θα τον αφήσεις

να σβήσουν την ανδρείαν του τα χέρια του Αχιλλέως.

Διότι η Αθηνά κι εγώ πολλούς ωμόσαμ’ όρκους

πολλές φορές κατέμπροσθεν των αθανάτων όλων,

ποτέ να μη φυλάξωμεν απ’ όλεθρον τους Τρώας

μήδ’ όταν σύρριζα καή και στάκτη γίν’ η Τροία

καμένη από των Αχαιών τ’ ανδρειωμένα χέρια.».



Τα λόγια τούτα ως άκουσεν ο μέγας κοσμοσείστης,

στην μάχην μέσα εκίνησε στων κονταριών τον κτύπον.

Και ως έφθασε όπου εβρίσκονταν ο Αινείας και ο Πηλείδης

άπλωσε πρώτα καταχνιά στα μάτια του Αχιλλέως,

κι έπειτα ευθύς το φράξινο κοντάρι λογχοφόρο

απ’ την ασπίδα ετράβηξε του ανδρειωμένου Αινείου.



Και αφού το’θεσεν εμπρός στα πόδια του Αχιλλέως,

από την γην ανάερα τινάζει τον Αινείαν.

Και τάξες υπερπήδησε πολλές ανδρών και ίππων

ο Αινείας καθώς όρμησεν απ’ του θεού το χέρι,

ώσπου στην άκρην έφθασε της ταραχώδους μάχης,

που αρματωμέν’ οι Καύκωνες στον πόλεμον κινούσαν.



Σ’ αυτόν τότ’ επλησίασεν ο Ποσειδών και του’πε:



«Αινεία, ποιος των θεών τα λογικά σου επήρε,

και σ’ έβαλε ν’ αντιταχθείς του φοβερού Πηλείδου;

Κι είναι από σε καλύτερος εκείνος στην ανδρείαν

και οι θεοί τον αγαπούν, όσο θνητόν κανέναν.

Αλλ’ όπου και αν απαντηθείς μ’ αυτόν οπίσω κάμε

μη κατεβείς και πρόμοιρα στην κατοικιά του Άδου.



Και οπόταν έβρη ο θάνατος και η μοίρα τον Πηλείδην,

τότε πολέμα ξέθαρρα εμπρός εις τους προμάχους,

και άλλος κανείς των Αχαιών εσέ δεν θα φονεύσει.».



Είπε και αυτού τον αφησεν, αφού του εξήγησ’ όλα.

Και από τα μάτια σκόρπισεν αμέσως του Αχιλλέως

την καταχνιά, και ως άνοιξε πλατιά τους οφθαλμούς του,

έλεγε με παράπονο στην ανδρικήν ψυχήν του:



«Μέγα το θαύμα οπού θωρούν τα μάτια τούτα εμπρός τους.

Την λόγχην βλέπω κατά γης και όχι τον άνδρα πλέον,

που επάνω του την έριξα για να τον θανατώσω.

Ήταν αλήθει’ αγαπητός εις τους θεούς ο Αινείας

κι εστοχαζόμουν ότι αυτός στα ψέματα εκαυχόνταν.

Ας πάει. Και αν απ’ τον θάνατον πρόθυμα τώρα εσώθη,

δεύτερα να δοκιμασθεί μ’ εμέ δεν θα τολμήσει.

Αλλ’ ας κινήσω τον λαόν των Δαναών ανδρείων.

Εις άλλους Τρώας δοκιμή της λόγχης μου να γίνει.».



Είπε, πηδά στα τάγματα και προσταγήν τους δίδει:

«Τους Τρώας πάρτε από σιμά, ω Αχαιοί γενναίοι,

άνδρας, προς άνδρα ορμήσετε, με πόθον του πολέμου.

Κι είναι για με πράγμα βαρύ, όσην κι αν έχω ανδρείαν

με τόσα πλήθη μόνος μου την μάχην να κρατήσω.

Μήτ’ η Αθηνά μήτε ο θεός ο αθάνατος ο Άρης

με τέτοιο στόμα φοβερό πολέμου θα παλαίαν.

Αλλ’ όσον εγώ δύναμαι, με πόδια και με χέρια

και με καρδιά, μηδέ στιγμήν θα οκνήσω στον αγώνα.

Θα διαπερνώ τες φάλαγγες, και όποιος από τους Τρώας,

εμπρός στην λόγχην μου ευρεθεί δεν θα χαρεί πιστεύω.».



Και ο Έκτωρ πάλιν με κραυγές επρόσταζε τους Τρώας,

και να σταθούν τους έλεγεν ενάντια του Αχιλλέως:



«Μη, Τρώες γενναιόψυχοι, φοβείσθε τον Πηλείδην.

Με λόγια και προς τους θεούς εγώ θα πολεμούσα.

Όχι με τ’ άρματα, ότι αυτοί πολύ’ναι ανώτεροί μας.

Ουδ’ ο Αχιλλεύς τα λόγια του θα κατορθώσει όλα

και απ’ ό,τι ελπίζει κολοβό μέρος πολύ θα μείνει.

Κι εγώ θα πέσω επάνω του και αν πύρινα’χει χέρια,

και αν έχει χέρια πύρινα κι έχει βαφήν σιδήρου.».



Και με τες λόγχες σηκωτές προχώρησαν οι Τρώες

κι έσμιξ’ η ανδρεία των δυο στρατών μ’ αλαλαγμόν και βρόντον,

και τότε ο Φοίβος σίμωσε τον Έκτορα και του’πε:

«Έκτορ, μη πλέον προμαχείς εμπρός εις τον Πηλείδην,

αλλά στο πλήθος δέξου τον και απ’ όπου βράζ’ η μάχη,

μη σ’ ακοντίσ’ ή από σιμά σε πλήξει με το ξίφος.».



Είπε και ο Έκτωρ έστρεψε στες φάλαγγες οπίσω

ότι, ως ομίλησε ο θεός, του εφόβισε τα στήθη.



Και με κραυγήν, ατρόμητος στους Τρώας ο Πηλείδης

επήδησε κι εκτύπησε τον γόνον του Οτρυντέως

εξαίσιον Ιφιτίωνα, πολλών λαών προστάτην.

Νύμφη ναϊάς τον γέννησε του πορθητού πατρός του

στην πλούσιαν Ίδην κάτωθεν του χιονισμένου Τμώλου

και ίσια ορμούσ’ ενάντια του τον λόγχισε ο Πηλείδης

στην κεφαλήν κατάμεσα κι εσχίσθη εκείν’ εις δύο.

Κι επάνω του, όπως βρόντησε, επαίρετ’ ο Πηλείδης:



«Κείτεσαι, συ που τρόμαζες τον κόσμον, Οτρυντείδη.

Έχεις εδώ τον θάνατον και στην Γυγαία λίμνη

την γενεάν σου, κι είν’ εκεί το πατρικό σου κτήμα,

που ο βαθύς Έρμος δέχεται τον ιχθυοφόρον Ύλλον.».



Είπε κι εκείνου εσκέπασε τος οφθαλμούς μαυρίλα

κι οι άμαξες των Αχαιών με τους τροχούς τον κόψαν

στην πρώτην τάξην. Και ο Αχιλλεύς κτυπά τον πολεμάρχον

ανδρείον Δημολέοντα, του Αντήνορος βλαστάρι

στον μήλιγγα, ανάμεσα στο χαλκινό του κράνος.



Το κράνος δεν εκράτησε το χαλκοφόρο ακόντι,

που εσύντριψε το κόκαλο κι εγέμισ’ όλος αίμα

ο εγκέφαλος. Κι ενέκρωσε μ’ όσην ορμήν και αν είχε.

Πάλιν τον Ιπποδάμαντα που επήδησε απ’ τ’ αμάξι

μεσόπλατα τον λόγχισε ως έφευγε εμπρός του

και ως ξεψυχούσ’ εμούγκριζεν, ως κάνει ταύρος όταν

στου Ελικωνίου τον βωμόν τον σέρνουν παλικάρια,

και όπως τους βλέπει ο Ποσειδών ευφραίνεται η καρδιά του.



Τόσο εβογγούσε ως έβγαινε η αδάμαστη ψυχή του.

Στον Πριαμίδην έπειτα Πολύδωρον εχύθη.

Τούτον από τον πόλεμον εμπόδιζε ο πατέρας,

ότ’ ήταν το υστερόγεννο και αγαπητό παιδί του,

ανεμοπόδης φοβερός και τότε απ’ αγνωσιά του

μες στους προμάχους έτρεχε να δείξει πόσο αξίζουν

τα πόδια του, ώσπου έχασε την ποθητήν ζωήν του.



Εκείνον ο πτερόποδος ακόντισε Πηλείδης

στα νώτα εμπρός του ως έφευγε, της ζώνης όπου οι κόμποι

χρυσοί τον διπλόν θώρακα κλεισμένον εκρατούσαν.

Και η λόγχη αντίκρυ σχίζοντας τον ομφαλόν του εβρήκε.

Σκούζοντας εγονάτισε, το φως δεν είδε πλέον

και με τα χέρια τ’ άντερα σκυμμένος εβαστούσε.



Άμ’ είδε τον αυτάδελφον Πολύδωραν ο Έκτωρ

χάμω στην γην να στρέφεται με τ’ άντερα στα χέρια,

θάμπωμα του’λθε και μακράν ακόμη να γυρίζει

δεν έστερξε, αλλ’ εχύθηκεν επάνω στον Πηλείδην

ωσάν φωτιά, τινάζοντας την λόγχην. Και ως τον είδε

ο Αχιλλέας εσκίρτησε και υπερηφάνως είπε:



«Κοντά’ναι αυτός που μ’ έκαψε στα σπλάχνα, οπού τον φίλον

τον ποθητόν μου εφόνευσε. Και ο ένας απ’ τον άλλον

πλέον δεν θα κρυβόμασθε στες δίπλες του πολέμου.».





Και μ’ άγριο βλέμμα εκοίταξε τον Έκτορα και του’πε:



«Πλησίασε, ταχύτερα να ιδείς τον όλεθρόν σου.».



Και ατρόμητος του απάντησεν ο λοφοσείστης Έκτωρ:



«Μη ωσάν ανήλικο παιδί με λόγια εμέ να σιάξεις,

Πηλείδη, ελπίσεις. Επειδή κι εγώ καλά γνωρίζω

πειρακτικά πικρότατα παρόμοια να προφέρω.



Ότ’ είσαι ανδρείος κι είμ’ εγώ πολύ κατώτερός σου,

το ξεύρω, αλλά στην δύναμην των αθανάτων μένει

εάν και αδυνατότερος ως είμαι, την ζωήν σου

θα σβήσει τούτ’  η λόγχη μου, ότι και αυτή πληγώνει.».



Είπε, την λόγχην τιναχτά ρίχνει, και από το στήθος

του Αχιλλέως η Αθηνά την έγυρεν οπίσω

με σιγανή φυσηματιά κι εγύρισεν η λόγχη

κι έπεσ’ εμπρός στου Έκτορος τα πόδια και ο Πηλείδης

του εχύθη επάνω ακράτητος με ορμήν να τον φονεύσει

κραυγάζοντας τρομακτικά. Αλλ’ άρπαξεν ο Φοίβος

τον Έκτορ’ εύκολα ως θεός κι εσκέπασε με ομίχλην.

Και τρεις του ετράβηξε φορες την λόγχην ο Πηλείδης

και τρεις φορές εκτύπησε τον σκοτεινόν αέρα.

Και όταν με θείαν δύναμην την τέταρτην του εχύθη

εβροντοφόνησεν σ’ αυτόν με λόγια φτερωμένα:



«Και πάλιν, σκύλ’, εξέφυγες τον θάνατον. Τον είδες

κοντά σου. Πάλιν σ’ έσωσεν ο Φοίβος και σ’ εκείνον

ευχήσου οπόταν προχωρείς κει που κροτούν τ’ ακόντια.

Θα σε απαντήσω κι ύστερα και θα σε τελειώσω,

αν κάποιος είναι των θεών κι εμέ να βοηθήσει.

Δια τώρα πάλιν θα χυθώ στους άλλους όποιον έβρω.».



Είπε κι ευθύς τον Δρύοπα στον τράχηλον λογχίζει

και αυτού τον άφησε νεκρόν. Και τον Φιλητορίδην

Δημούχον, μεγαλόσωμον, ακόντισε στο γόνα,

και την φυγήν του έκοψε, κι έπειτα με το μέγα

ξίφος του επήρε την ζωήν. Κατόπιν στα δυο τέκνα

του Βίαντος, Λαόγονον και Δάρδανον εχύθη,

και κάτω από την άμαξαν τους βρόντησε, τον έναν

με το κοντάρι και σιμά τον άλλον με το ξίφος.



Και ο Τρως υιός του Αλάστορος επρόσπεσεν εμπρός του,

ίσως τον πιάσει ζωντανόν και την ζωήν του αφήσει,

αν ήθελε να σπλαχνισθεί την όμοιαν ηλικίαν,

μωρός, και δεν εννόησε, που δεν θα τον μαλάξει.

Ότι δεν ήταν άνθρωπος γλυκός, δεν ήταν πράος,

αλλ’ ήταν σφόδρ’ αράθυμος. Και να τον ικετεύσει

τον έπιανε απ’ τα γόνατα, κι εκείνος το συκώτι

του πλήγωσε με μάχαιραν, και ως το συκώτι εχύθη

το στήθος αίμα γέμισε, και σκέπασε μαυρίλα



τα μάτια του. Και ο Αχιλλεύς τον Μούλιον λογχίζει

στ’ αυτί και μέσ’ απ’ τ’ άλλο αυτί ξεβγήκε η χάλκιν’ άκρη.



Κατόπιν ευθύς την κεφαλήν του Αγηνορίδου Εχέκλου

έσχισε με το ξίφος του, και ολόβολ’ η λεπίδα

από το αίμα επύρωσε. Και του’κλεισαν τα μάτια

η μοίρα η παντοδύναμη, και του θανάτου ο σκότος.



Κι εκεί του Δευκαλίωνος την κλείδωσιν του αγκώνος

με λόγχην εδιατρύπησε. Και αυτός με κρεμασμένο

το χέρι εστάθη κι έβλεπε τον θάνατον εμπρός του,

ώσπου τον σβέρκον του’κοψεν εκείνος με το ξίφος

που η κεφαλή ροβόλησε μακράν μ’ όλο το κράνος.

Τότ’ έξω από τον σφόνδυλα πετάχθη το μεδούλι,

και αυτός νεκρός ετέντωσε. Κατόπιν τον Πειρείδην

Ρίγμον της Θράκης, μαχητήν εξαίσιον ακοντίζει.



Εμπήχθη η λόγχη στην κοιλιά κι εβρόντησε απ’ τ’ αμάξι.

Ομοίως τον Αρήιθοον λογχίζει ακόλουθόν του,

μεσόπλατα, όπως έστρεψε τους ίππους και απ’ τ’ αμάξι

κάτω στην γην τον έσπρωξε κι οι ίπποι εταραχθήκαν.



Και όπως σ’ ηλιόκαυτο βουνό τρανή φωτιά μανίζει

και μέσα στες βαθές λακκιές τα δένδρα καίοντ’ όλα

και ο άνεμος εδώ κι εκεί την φλόγα περιστρέφει,

τόσο και αυτός ωσάν θεός ελύσσα με την λόγχην

εδώ κι εκεί φονεύοντας, και η γη πλημμύριζ’ αίμα.



Και ως όταν πλατυμέτωπα δυο βόδι’ ανδρειωμένα

ζεύουν στ’ αλώνι τ’ όμορφο, κριθάρι να πατήσουν

και κάτω από τα πόδια τους εκείνο ξεπορτίζει.

Όμοια τα στερεόποδα πουλάρια του γενναίου

Πηλείδου ασπίδες και νεκρούς πατούσαν, και τ’ αξόνι

και τα πλευρά της άμαξας μαυρίζαν  απ’ το αίμα,

ως το ραντίζαν οι τροχοί και οι οπλές των ίππων.

Και πρόθυμος να δοξασθεί με νίκην ο Πηλείδης

είχε τα χέρι’ ανίκητα μ’ αίμα πηκτό βαμμένα.

Πηγή - Σχόλια - Αρχαίο Κείμενο ΕΔΩ
Μετάφραση Ιάκωβου Πολυλά


Αντώνης Σαμαράκης (1919-2003)

«Το άγγελμα της ημέρας»

Μην πεις ποτέ σου: «Είναι αργά!» κι αν χαμηλά έχεις πέσει. κι αν λύπη τώρα σε τρυγά κι έχεις βαθιά πονέσει.

Κι αν όλα μοιάζουν σκοτεινά κι έρημος έχεις μείνει. μην πεις ποτέ σου: «Είναι αργά!» -τ' ακούς;- ό,τι  κι αν γίνει

 
 
𝓜πάμπης 𝓚υριακίδης