ΙΛΙΑΔΟΣ - ΡΑΨΩΔΙΑ Ι΄
Προσφορές ειρήνευσης στον Αχιλλέα
από τον Αγαμέμνονα
Προσφορές ειρήνευσης στον Αχιλλέα
από τον Αγαμέμνονα
Αυτού οι Τρώες φύλαγαν. Αλλά φοβερή φυγή
αδέλφι του κρύου φόβου κατέλαβε τους Αχαιούς,
κι έκρουε λύπη αβάστακτη τους πρώτους των ανδρείων.
εάν Βοριάς και Ζέφυρος ορμούν από την Θράκην
έξαφνα. Κορυφώνεται το κύμα και μαυρίζει
και φύκι χύνεται πολύ στην άκραν της θαλάσσης.
Ομοία ζάλη εχώριζε των Αχαιών τα στήθη.
Και μ’ άκρον πόνον στην ψυχήν ο Ατρείδης εγυρνούσε
τους ψιλοφώνους κήρυκες αμέσως να προστάξη
τους Αχαιούς εις σύνοδον σιγά να συναθροίσουν
καλώντας τους κατ’ όνομα. Κι εργάζετο αυτός πρώτος.
Κι εκάθιζαν περίλυποι. Και ορθός ο Αγαμέμνων
έστεκε δάκρυα χύνοντας, μαυρόνερη ωσάν βρύση
που εις βράχον χύνει απάτητον τα σκοτεινά νερά της.
Και βαριαναστενάζοντας ωμίλει των Αργείων:
«Ω αγαπημένοι μου αρχηγοί, προστάτες των Αργείων,
βαριά πολύ μ’ ετύφλωσε και μ’ έμπλεξε ο Κρονίδης.
Ο άσπλαχνος, μου έταξε την πυργωμένην Τροίαν
πως θα πορθήσω κι ένδοξος θα γύρω στην πατρίδα.
Κι ιδού κακά μ’ απάτησε και στ’ Άργος να γυρίσω
άδοξα, θέλει, αφού λαός πολύς εχάθη αδίκως.
Ναι, τούτο πρέπει ως φαίνεται του υπερηφάνου Δία,
οπού πολλών πολιτειών η άκρα δύναμίς του
τες κορυφές εξέκαμε και ακόμη θα ξεκάμη.
Αλλά δεχθήτε ό,τι θα ειπώ. Να φύγωμε σας λέγω
όλοι με τα καράβια μας για την γλυκιά πατρίδα
ότι δεν γίνεται ποτέ να πάρωμεν την Τροίαν.».
Είπεν αυτά και σώπαιναν, άφωνοι εμείναν όλοι.
Ώραν πολλήν οι Αχαιοί εσίγησαν θλιμμένοι.
Κι έκοψε τέλος την σιωπήν ο ανίκητος Τυδείδης:
«Σε πρώτα, οπού παραλογάς, θα πολεμήσω Ατρείδη.
Δεν θα θυμώσεις, Κύριε. Συνόδου τάξις είναι.
Συ πρώτα εμπρός των Δαναών μ’ ονείδισες πως είμαι
απόλεμος, δειλόψυχος, κι οι Αχαιοί γνωρίζουν
αν την αλήθειαν έλεγες, και γέροντες και νέοι.
Και από τα δώρα ο πάνσοφος Κρονίδης σού’δωκε ένα
εάν την δόξαν σού’δωκε του σκήπτρου επάνω σ’ όλους.
το υπέρτατον δεν σου’δωκε, το δώρο της ανδρείας.
Παράδοξε, τόσο άνανδρα και απόλεμα τωόντι
έκρινες τ’ Αχαιόπαιδα στα λόγια που προφέρεις;
Και πρόθυμος αν είσαι συ να γύρης στην πατρίδα,
πήγαινε, ο δρόμος έτοιμος κι αυτού στο περιγιάλι
τα τόσα πλοία πόφεραν εσέν’ απ’ την Μυκήνην.
Πλην άλλοι ανδράγαθοι Αχαιοί θα μείνουν εις το τέλος,
την Τροίαν να πορθήσωμεν. Και τούτοι πάλι ας φύγουν,
αν θέλουν, στην πατρίδα τους, και στον αγώνα μόνος
θα μείνω με τον Σθένελον, ώσπου να πέσ’ η Τροία,
όπως μας έστειλεν εδώ των αθανάτων γνώμη.».
Είπε, κι οι Αχαιόπαιδες μ’ αλαλαγμούς τον στέρξαν,
ως του Τυδείδη εθαύμασαν τον λόγον του ιπποδάμου.
Τότε σηκώθηκε ο ιππευτής ο Νέστωρ να ομιλήση:
«Τυδείδη, και στον πόλεμον εξόχως είσαι ανδρείος,
και εις την βουλήν υπερτερείς πολύ των ομηλίκων.
Και λόγον είπες, που Αχαιός κανείς δεν θέλει ψέξει
ή θα σου αντείπει. Αλλ’ άφησες το πλήρωμα των λόγων.
Και νέος είσαι, ώστε παιδί να λέγεσαι δικό μου
μπορούσες υστερόγεννο. Και όμως ορθά τα λέγεις
προς τους Αργείους βασιλείς. Αλλ’ ως ανώτερός σου
στους χρόνους, όλον φανερά θα ειπώ τον στοχασμόν μου,
και δεν θ’ αφήσω τίποτε. Ουδέ θέλει αψηφήσει
κανείς τον λόγον μου, ουδ’ αυτός ο μέγας Αγαμέμνων.
Νόμον δεν έχει ούτε φυλή, αλλ’ ούτε εστίαν έχει
που τον εμφύλιον πόλεμον, τον άγριον, αγαπάει.
Πλην τώρ’ ας υπακούσωμεν στην μαύρην νύκτα και όλοι
το δείπνο ας ετοιμάσωμεν, και φύλακες απ’ έξω
του τείχους εις τον χάνδακα σιμά να ξενυκτίσουν.
Των νέων τούτο εσύστησα. Και αρχήν, Ατρείδη, σ’ άλλα
συ κάμε, ως είσαι υπέρτατος των άλλων ηγεμόνων.
Εις δείπνον συ τους γέροντες προσκάλεσε. Σου πρέπει
είναι οι σκηνές σου από κρασιά γεμάτες, που απ’ την Θράκην
σου φέρνουν καθημερινώς των Αχαιών τα πλοία,
και όλα σου υπάρχουν τα καλά δια να φιλοξενήσης.
Όπου πολλοί θα συναχθούν, πολλές θ’ ακούσεις γνώμες.
Συ δέξου την καλύτερη. Και ανάγκην έχομ’ όλοι
γνώμης ορθής, γνώμης σοφής. Οι εχθροί μας κάνουν τόσα
πυρά σιμά στα πλοία μας. Να το χαρεί ποιος είναι;
Η νύκτα τούτη τον στρατόν θα σώσ’ ή θ’ αφανίση.».
Είπεν αυτά και υπάκουσαν εκείνοι στην φωνήν του.
Τότε τους νυκτοφύλακες με τ’ άρματά τους όλα
εκίνησαν του Νέστορος ο υιός,ο Θρασυμήδης,
Ασκάλαφος και Ιάλμενος, παιδιά και οι δυο του Άρη,
Μηριόνης και Δηίπυρος και με τον Αφαρέα
του Κρείοντος το υπέρλαμπρον αγόρι ο Λυκομήδης.
Οι πολεμάρχ’ ήσαν επτά κι είχ’ εκατόν καθένας
αγόρια, οπού με μακριά κοντάρ’ ακολουθούσαν.
Και ανάμεσα στον χάνδακα καθίσαν και στο τείχος,
φωτιάν ανάψαν κι έκαμαν το δείπνον του καθένας.
Των Αχαιών τους γέροντες συνάθροισεν ο Ατρείδης
εις την σκηνήν του κι έβαλεν ευφραντικό τραπέζι,
τα χέρι’ απλώσαν στα έτοιμα φαγιά που εμπρός τους είχαν.
Και του φαγιού και του ποσού την όρεξη αφού σβήσαν,
πρώτος ο γέρος άρχισε σκέψιν εμπρός να φέρη,
ο Νέστωρ, οπού η γνώμη του ως πρώτα επροτιμήθη.
Εκείνος τους αγόρευε καλόγνωμα και είπε:
«Ω Αγαμένον’ αρχηγέ, τρισένδοξε Ατρείδη,
από εσέ θα καμω αρχήν, σ’ εσέ θα κάμω τέλος.
Πολλών λαών είσαι αρχηγός και σου’δωκε ο Κρονίδης,
δια να βουλεύεσαι σ’ αυτούς, και νόμιμα και σκήπτρο,
όθεν εξόχως πρέπει συ να λέγης και ν’ ακούεις
και να εκτελείς ό,τι αγαθόν και του άλλου ο νους εμπνέει.
Το έργον θα κρέμεται από σε, πόδειξ’ εκείνου ο λόγος.
Και άκουσε αυτό που ορθότερον απ’ όλα εγώ νομίζω.
Ότι, θαρρώ, καλύτερα δεν θα σκεφθή κανένας
απ’ ό,τι σκέφθηκ’ απ’αρχής, αφού του χολωμένου
Πηλείδη μέσ’ απ’ την σκηνήν την κόρην Βρισηίδα
επήρες, ω διογέννητε, στην γνώμη μου εναντίον
κα αν και πολύ σ’ εμπόδιζα και σε παρακαλούσα,
μόνον την μεγαλόκαρδην υπάκουσες ψυχήν σου.
Κι εξαίσιον άνδρα αψήφησες που και οι θεοί δοξάσαν.
Και το βραβείον του κρατείς. Αλλά και τώρ’ ακόμη
πώς να τον ειρηνεύσωμεν ας στοχασθούμεν όλοι
με πολλά δώρα πρόσχαρα και λόγια μελωμένα.».
Και προς αυτόν απάντησεν ο μέγας Αγαμέμνων:
«Όλες μου είπες, γέροντα, σωστά τες αμαρτίες.
Έσφαλα, ναι, τ’ ομολογώ. Αντί πολλών αξίζει
λαών ο άνθρωπος που ο Ζευς ολόψυχ’ αγαπήσει.
Ως τώρα τούτον τίμησε, κι εμάς έχει αφανίσει,
αλλ’ αν και τόσο ελεεινά τυφλώθη τότε ο νους μου
να το διορθώσω επιθυμώ με ξαγοράν πλουσίαν.
Και ιδού τα δώρα υπέρλαμπρα, που εγώ θα του προσφέρω.
Άκαυτοι τρίποδες επτά, χρυσού τάλαντα δέκα,
είκοσι λέβητες λαμπροί και δώδεκα γενναίοι
ίπποι που εκέρδισαν πολλά τα πόδια των βραβεία.
Αγροί και πολυτίμητο χρυσάφι δεν θα ελείπαν
του ανδρός, οπού θα ελάμβανε τα πλούτη απ’ τα βραβεία,
όσ’ απ’ τες νίκες έλαβα των μονονύχων ίππων,
κι επτά Λεσβίδες άξιες σ’ έργα λαμπρά να δώσω,
που όταν την Λέσβον πόρθησεν αυτός, είχε διαλέξει
εύμορφες που των γυναικών το γένος ενικούσαν.
Τούτες θα δώσω και μ’ αυτές θα είναι η Βρισηίδα
οπού του επήρα. Κι ενταυτώ θα ομώσω μέγαν όρκον,
ότι στην κλίνην της ποτέ μαζι της δεν ανέβην
ως των ανθρώπων γυναικών και ανδρών, το θέλει ο πόθος.
Και τούτ’ αμέσως θα δοθούν και αν οι θεοί θελήσουν
την υψηλήν να ρίξωμεν την πόλιν του Πριάμου,
ας πάρη όταν οι Αχαιοί τα λάφυρα μοιράσουν,
από χρυσόν και χάλκωμα γεμάτο ένα καράβι,
κι είκοσι Τρωαδίτισσες γυναίκες ας διαλέξει
που μόν’ η Ελέν’ η Άργισσα στο κάλλος θα υπερβαίνει.
Και στ’ Άργος το Αχαϊκόν, της γης μαστάρι, ας φθάση,
γαμπρόν τον θέλω αγαπητόν, ως έχω τον Ορέστην,
που χαίρετ’ όλα τα καλά μονάκριβό μου αγόρι.
Στο στερεό μου μέγαρο τρεις έχω θυγατέρες.
Από τες τρεις αδώρητα στο σπίτι του Πηλέως
ας φέρ’ ή την Χρυσόθεμιν ή και την Λαοδίκην
ή και την Ιφιάνασσαν και θα της δώσω δώρα
όσα κανείς στην κόρη του δεν έδωκε πατέρας.
Κι οι εξής είναι οι περίφημες που θα του δώσω χώρες:
Φηρές το θείον πόλισμα, Ενόπη, Καρδαμύλη,
Ιρή χλοώδης Πήδασος αμπελοφόρος όλη,
Αίπεια λαμπρή και Άνθεια με το παχύ γρασίδι.
Όλες ακρόγιαλα σιμά, με την αμμώδη Πύλον.
Κι οι εγκάτοικοι πολύαρνοι, πολύμοσχοι με δώρα
θα τον τιμήσουν ως θεόν και αφθόνως θα του δίδουν
τα διορισμένα δίκαια, στο σκήπτρον αποκάτω.
Τούτα τα υπόσχομαι, αν αυτός απ’ τον θυμόν του παύση.
Ας πραϋνθή – απράϋντος και άσπονδος είν’ ο Άδης,
δια τούτο μόνος των θεών μισείται απ’ τους ανθρώπους –
σ’ εμέν’ ας κλίνη, ανώτερος ως είμαι βασιλέας,
και ως δια την ηλικίαν μου να προτιμώμαι αρμόζει.».
Και ο Νέστωρ ο Γερήνιος ιππότης του αποκρίθη:
«Ω Αγαμέμνον’ αρχηγέ, τρισένδοξε Ατρείδη,
τα δώρα δεν είναι μικρά που δίδεις του Πηλείδη.
Και άνδρες ας στείλουμ’ εκλεκτούς στον θείον Αχιλλέα,
και ας ξεκινήσουν γρήγορα να φθάσουν στην σκηνήν του.
Και ακούτε να τους δειξω εγώ, κι εκείνοι ας υπακούσουν.
Ο Φοίνιξ ο διίφιλος θα’ναι οδηγός και πρώτος,
ο μέγας Αίας έπειτα και ο θείος Οδυσσέας,
κατόπιν των οι κήρυκες Οδίος κι Ευρυβάτης.
Νίψιμο φέρτε και σιγήν κηρύξετ’ ευλαβείας
δια να ευχηθούμεν έλεος προς τον πατέρα Δία.».
Είπε και εις όλους αρεστός εφάνη εκείνου ο λόγος.
Και τα νερά τους έχυσαν οι κήρυκες στα χέρια,
και αφού κρατήρες με κρασί στεφάνωσαν οι νέοι
έδωκε σ’ όλους απαρχή στα γεμιστά ποτήρια,
και αφού σπονδίσαν κι έπιαν όσ’ ήθελε η ψυχή τους,
από του Ατρείδη την σκηνήν εβγήκαν κι εκινήσαν.
Και ο Νεστωρ σύσταινε σ’ αυτούς με λόγον και με νεύμα
στον Οδυσσέα μάλιστα πολύ να προσπαθήσουν
να πείσουν όπως δύνανται τον άψογον Πηλείδην.
Και ως πήγαιναν ακρόγιαλα στον Ποσειδώνα ευχόνταν
την μεγαλόκαρδην ψυχήν να πείσουν του Αχιλλέως.
Στων Μυρμιδόνων τες σκηνές εφθάσαν και στα πλοία,
κι ήβραν αυτόν το πνεύμα του να τέρπει με γλυκείαν
καλήν κιθάραν τεχνικήν μ’ ολάργυρον τον πήχυν,
που διάλεξ’ απ’ τα λάφυρα την πόλιν όταν πήρε
του Ηετίωνος. Αυτός και την ψυχήν μ’ εκείνην
ιλάρωνε, και των ανδρών τες δόξες ετραγούδα.
Και ο Πάτροκλος εκάθονταν απέναντί του μόνος
σιωπηλός κι ανάμενε να παύση το τραγούδι.
Ωστόσο αυτού προχώρησαν, και πρώτος ο Οδυσσέας,
κι εμπρός του εστάθηκαν ορθοί. Πετάχθη ξιπασμένος
απ’ το θρονί του μ’ όλην του τη φόρμιγγα ο Πηλείδης.
Ο Πάτροκος σηκώθηκε και αυτός άμα τους είδε.
«Χαιρετε, ω φίλοι μου ακριβοί, τους είπεν ο Αχιλλέας,
- θα είναι ανάγκη φοβερή – σεις είσθε αγαπητοί μου,
όσο κανείς των Αχαιών, και ας είμαι χολωμένος.».
Παράμερα τους έμπασεν ο θείος Αχιλλέας
και τους εκάθισε εις θρονιά με τάπητες ωραίους,
και του Πατρόκλου είπεν ευθύς: «Τρανότερον κρατήρα,
Μενοιτιάδη, στήσε τους, και με κρασι γενναίο
συγκέρνα τον, κι ετοίμασε του καθενός ποτήρι.
Ότ’, είναι άνδρες ακριβοί στην σκέπην μου αποκάτω.».
Υπάκουσεν ο Πάτροκλος τον ποθητόν του φίλον.
Και αυτόες εις κρεατοσάνιδα, την φωτεινή γωνία
αρνιού την πλάτην έριξε κι ερίφι σαρκωμένο
με χοίρου νώτον πόλαμπε στο πάχος κι ο Αυτομέδων
του τα εβαστούσε κι έκοφτεν ο θείος Αχιλλέας.
Και αφού τα λιάνισ’ εύμορφα, τα πέρασε στες σούβλες,
και ωστόσο φωτιάν άναφτεν ο Πάτροκλος μεγάλην
και όταν εκάηκε η φωτιά και όλη εμαράνθ’ η φλόγα
αφού τ’ ανθράκια έστρωσαν άνω στους ψήστες βάζει
τες σούβλες και στα κρέατα το άγιο ρίχνει αλάτι.
Και αφού εψηθήκαν τα ’συρεν επάνω στες σανίδες,
και ο Πάτροκλος εις κάνιστρα λαμπρά τον άρτον φέρνει
στην τράπεζαν, και ο Αχιλλεύς τα κρέατα μοιράζει.
Κι εκάθισεν απέναντι του θείου Οδυσσέως
κι επρόσταξε τον φίλον του την προσφοράν να κάμη,
και ο Πάτροκλος τες απαρχές στες φλόγες παραδίδει.
Άπλωσαν τότε τα έτοιμα καλά που εμπρός τους είχαν.
Και αφού σ’ εκείνα ευφράνθηκαν, του Φοίνικος ο Αιας
έκαμε νεύμα. Ενόησεν ο Οδυσσεύς ο θείος,
ένα ποτήρι εγέμισε κι επρόπιε του Αχιλλέως :
«Χαίρε, Αχιλλέα. Μήτ’ εδώ και μήτε στου Ατρείδη
εις την σκηνήν παράπονο δεν έχομε του δείπνου,
και άφθονα υπάρχουν τα καλά στο ισόμοιρο τραπέζι.
Τον νουν όμως δεν έχομε στο ευφραντικό τραπέζι,
αλλά μεγάλην συμφοράν με τρόμον έμπροσθέν μας
βλέπομε. Τώρα θα σωθούν ή θα χαθούν τα πλοία,
αν μη εσύ, διόθρεπτε, ζωσθής την δύναμίν σου.
Ότι εκαθίσαν μεταξύ του τείχους και των πλοίων
οι Τρώες οι απότολμοι με τους βοηθους των όλους.
Και ανάψαν μύρια πυρά, και λέγουν ότι πλέον
δεν θα σταθούν και ακράτητοι θα πέσουν στα καράβια –
σ’ αυτούς αστράφτει, φανερό καλό σημάδι, ο Δίας.
Μανίζει ο Έκτωρ μ’ έπαρσιν πολλήν στην δύναμίν του,
και στον Κρονίδην θαρρετός θνητούς δεν συλλογιέται
μήτε θεούς, και φοβερά μέσα του λύσσα εμπήκε.
Κι η θεία τότε να’λθ’ Ηώς παρακαλεί και πρώτα
να κόψη αυτός τ’ ακρόπρυμνα καυχάται και τα πλοία
με πυρ να κάψει φλογερό και ως ο καπνός θα διώχνη
εδώ κι εκεί τους Αχαιούς να τους εξολοθρεύση.
Πολύ φοβούμαι μην αυτά που φοβερίζει εκείνος
του τα εκτελέσουν οι θεοί, και η μοίρα μας στην Τροίαν
θέλει να πέσουμε, μακράν απ’ το ιπποτρόφον Άργος.
Αλλ’ άστα, αν θέλης, αν και αργά, των Αχαιών τα τέκνα
να σώσης απ’ τον τάραχον και την ορμήν των Τρώων.
Λύπην θα το’χης έπειτα και συ, και γενναμένο
καλό δεν διορθώνεται. Αλλ’ έγκαιρα στοχάσου
τους Δαναούς απ’ την κακήν ημέραν να φυλάξης.
Τι σου’λεγε ο πατέρας σου, γλυκιέ μου, την ημέραν
οπού στον Αγαμέμνονα σε έστελνε απ΄την Φθίαν;
«Τέκνον, τες νίκες η Αθηνά κι η Ήρα θα σου δώσουν
αν το θελήσουν, αλλά συ στο στήθος θα δαμάσης
την μεγαλόκαρδην ψυχήν. Προτίμα να’σαι πράος.
Άπεχε απ’ την κακόπρακτην την έριδα, ώστε πλέον
θα σε τιμήσουν οι Αχαιοί και γέροντες και νέοι.».
Αυτά και συ τα λησμονείς, που εσύσταινεν ο γέρος.
Αλλά πραϋνου. Τον θυμόν, πληγήν φαρμακωμένην,
παύσε όσο ακόμα είναι καιρός. Και ο Ατρείδης θα σου δώσει
αντάξια δώρ’ αν προτιμάς της έχθρας την φιλίαν.
Και ιδού πόσα υποσχέθηκε προτώρα στην σκηνήν του:
Άκαυτοι τρίποδες επτά, χρυσού ταλαντα δέκα,
είκοσι λέβητες λαμπροί και δώδεκα γενναίοι
ίπποι, που με τα πόδια των πήραν πολλά βραβεία
από χρυσόν βαρύτιμον και τόπον σιτοφόρον
πλούσιος θα ήτ’ ο άνθρωπος που να’χει τα βραβεία
όσα του Ατρείδη εκέρδισαν τα δυνατά πουλάρια.
Κι επτά γυναίκες άξιες σ’ έργα λαμπρά θα δώση
που, όταν την Λέσβον έριξες, εδιάλεξεν εκείνος,
κι ενίκων εις την ευμορφιάν των γυναικών τα γένη.
Τούτες θα δώση. Και μ’ αυτές θα είναι η Βρισηίδα
οπού σου επήρε κι ενταυτώ θα ομόση μέγαν όρκον
που δεν ανέβηκε ποτέ μαζί της εις την κλίνην,
ως άνδρας κάμνει και γυνή στο γένος των ανθρώπων.
Και τούτ’ αμέσως θα δοθούν. Κι οι αθάνατοι αν θελήσουν
την υψηλήν να ρίξουμε την πόλιν του Πριάμου,
να πάρης, όταν οι Αχαιοί τα λάφυρα μοιράσουν,
χρυσόν και χάλκωμ’ αρκετό καράβι να φορτώσεις.
Και είκοσι Τρωαδίτισσες γυναίκες να διαλέξης
θαυμάσιες δια το κάλλος των κατόπιν της Ελενης.
Και στ’ Άργος το Αχαϊκόν, της γης μαστάρι, αν φθάση,
γαμβρόν σε θέλει, αγαπητόν ως έχει τον Ορέστην
που χαίρεται όλα τα καλά, μονάκριβό του αγόρι.
Στο στερεό του μέγαρο τρεις έχει θυγατέρες.
Από τες τρεις αδώρητα, στο σπίτι του Πηλέως
φέρε ή την Χρυσόθεμιν, ή και την Λαοδίκην
ή και την Ιφιάνασσαν, και θα της δώση δώρα
όσα κανείς την κόρην του δεν έδωκε πατέρας.
Χώρες περίφημες επτά της δίδει, την Ενόπην,
την Αίπειαν και την Πήδασον, αμπελοφόρον όλην,
την Καρδαμύλην, την Ιρήν, χλοώδη, την αγίαν
πόλην Φηρών, την Άνθειαν με το βαθύ γρασίδι,
όλες ακρόγιαλα σιμά με την αμμώδη Πύλον.
Και οι εγκάτοικοι πολύαρνοι, πολύμοσχοι, με δώρα
θα σε τιμήσουν ως θεόν, και αφθόνως θα σου δίνουν
τα διορισμένα νόμιμα στο σκήπτρον σου αποκάτω.
Αυτά θα δώση, αν τον θυμόν αφήσεις, ο Αγαμέμνων.
Και τον Ατρείδην αν τον μισείς και όσα προσφέρνει δώρα,
λυπήσου των Παναχαιών το στράτευμα που πάσχει.
Θα σε τιμήσουν ως θεόν ότι θα λάβης δόξαν
λαμπράν απ’ όλους, επειδή συ τώρα να κτυπήσης
θα δυνηθής τον Έκτορα που εμπρός σου θα’λθη, ως είναι
από την λύσσαν του τυφλός, και λέγει ότι δεν έχουν
τον όμοιόν τους οι Δαναοί, όσ’ ήλθαμε στην Τροίαν.».
Και ο γοργοπόδης Αχιλλεύς απάντησέ του κι είπε:
«Λαερτιάδη ευρετικέ, διογέννητε Οδυσσέα,
ίσια θα ειπώ και καθαρά την ομιλίαν όλην,
καθώς φρονώ και ασάλευτη θα μείν’ η θέλησίς μου,
ώστε να μην προσκλαίεσθε καθήμενοι σιμά μου.
Ότι μου είναι μισητός, όσο του Άδ’ οι πύλες,
κείνος που κρύβει άλλο στον νουν και άλλο στο χείλος έχει.
Και ό,τι εγώ κρίν’ ορθότερον θα ειπώ. Μήτε ο Αγαμέμνων,
μήτε των άλλων Αχαιών κανείς δεν θα με πείσει.
Χάριν δεν είχε ο πόλεμος που αδιάκοπα εκρατούσα
με τους εχθρούς αφού και αυτός που απέχει από την μάχην
και αυτός που σφόδρα πολεμεί, μερίδα ομοίαν παίρνουν.
Ίσια τιμάται ο άνανδρος με τον ανδρειωμένον.
Πολλά κι αν πράξης και άνεργος αν μείνεις αποθνήσκεις.
Τι κέρδος τάχα μ’ άφησε το να ταλαιπωρούμαι
και την ζωήν μου εις κίνδυνον να βάζω πολεμώντας;
Και ως την χαψιά στ’ απτέρωτα μικρά της δίδ’ η μάνα,
άμα την έβρη, πλην αυτή ζωήν καλήν δεν έχει,
κι εγώ πολλές αγρύπνησα νυκτιές και τες ημέρες
περνούσα αιματοστάλακτες μ’ εχθρούς ανδρειωμένους
μαχόμενος, εξ αφορμής των γυναικών τους μόνον.
Και με τα πλοία δώδεκα έχω πατήσει χώρες,
και πάλιν ένδεκα πεζός στην κάρπιμην Τρωάδα.
Και απ’ όλες θησαυρούς πολλούς επήρα και του Ατρείδη
ευθύς όλα επαράδιδα, και αυτός στα κοίλα πλοία
σιμά, μένοντας ήσυχος τα εδέχετο και μέρος
ολίγο εμοίραζε, πολλά κρατούσε, και ως βραβεία
των βασιλέων έδιδε και πολεμάρχων άλλα.
Σ’ αυτούς τ’ αφήνει, και απ’ εμέ και μόνον πήρε οπίσω
την ποθητήν μου. Ας τέρπεται σιμά της ξενυκτώντας.
Τι τους Αργείους έφερε να πολεμούν τους Τρώας;
Τι τόσα πλήθη εσύναξε και ανέβασεν ο Ατρείδης
εδώ; Δεν είν’ εξ αφορμής της εύμορφης Ελένης;
Οι Ατρείδες τες γυναίκες των μόνο αγαπούν στον κόσμον;
Κάθε καλός και φρόνιμος πόνον και αγάπην έχει
εις την δικήν του σύντροφον. Και αυτήν εγώ την κόρην,
αν και πολέμου λάφυρον, ολόψυχ’ αγαπούσα.
Και τώρα απου απ’ τα χέρια μου επήρε το βραβείον
μ’ απάτην, ας μη προσπαθεί τον γνώστην του να πείσει
και με τους άλλους βασιλείς και σε, Λαερτιάδη,
τρόπον ας έβρη απ’ τη φωτιά να σώση τα καράβια.
Πολλά ’καμε χωρίς εμέ, και τείχος έχει κτίσει
και χάντακ’ άνοιξε βαθύν, με πάλους εις το βάθος.
Πλην, του ανδροφόνου Έκτορος την ρώμην να εμποδίση
δεν δύναται. Και όταν εγώ με σας συμπολεμούσα,
ποτέ δεν ήθελεν αυτός την μάχην να κινήση
μακράν από τα τείχη του, και μόνον ως τον φράξον
έφθασε των Σκαιών Πυλών. Αυτού μ’ έχει αντικρίσει
μίαν φοράν και μετά βιάς εσώθη απ’ την ορμήν μου.
Και αφού τον θείον Έκτορα να πολεμήσω πλέον
δεν θέλω, αύριον του Διός και όλων των αθανατων
θα θυσιάσω, κι έπειτα στην θάλασσαν θα σύρω
τα πλοία καλοφόρτωτα, και θα τα ιδής αν θέλης
πολύ πρωί μες στον βαθύν Ελλήσποντον να πλέουν
και μέσα να λαμνοκοπούν οι άνδρες μου με πόθον
κι εάν ταξίδι ο Ποσειδών καλό μου δώσει ο θείος,
στην καρποφόρον Φθίαν μου την τρίτην φθάνω ημέραν.
Πλούτη έχω αφήσει εκεί πολλά όταν στη Τροίαν ήλθα.
Κι εδώθε χάλκωμα, χρυσόν και σίδερο θα πάρω,
και ωραίες κόρες λάφυρα δικά μου από τον κλήρον.
Μου λείπει το βραβείον μου, που αυτός, που το’χε δώσει,
το επήρε πίσω υβριστικώς, ο κραταιός Ατρείδης.
Και όλα τούτα επιθυμώ να ειπήτε δημοσίως,
ώστε κι οι επίλοιποι Αχαιοί δι’ αυτά ν’ αγανακτήσουν,
και μη θαρρεύση στο εξής να ξεπλανήση και άλλον
ο αδιάντροπος. Αλλά σ’ εμέ δεν θα τολμήση πλέον,
όσο και είναι αναίσχυντος τα μάτια να σηκώση.
Έργο κανένα εγώ μ’ αυτόν ουδέ συμβούλια θέλω.
Μ’ απάτησε, μ’ αδίκησε. Δεν με δολώνει πλέον.
Τόσο του αρκεί. Και αμέριμνος στον όλεθρόν του ας τρέχη,
αφού τον νουν του αφαίρεσεν ο πάνσοφος Κρονίδης.
Τα δώρα του αποστρέφομαι και ουτιδανά τα κρίνω,
και αν δέκ’, αν είκοσι φορές τόσα μου δώση όσα έχει
και όσα κατόπι γίνεται να λάβη και όσα πλούτη
συρρέουν στον Ορχομενόν ή στες Αιγύπτιες Θήβες,
που ωσάν εκείνες θησαυρούς άλλη δεν έχει χώρα,
και πύλες έχουν εκατόν και από την κάθε πύλην
άνδρες περνούν διακόσιοι με τα ζεμέν’ αμάξια.
Ή όσ’ η σκόν’ είναι της γης ή η άμμος της θαλάσσης,
την πληγωμένην μου ψυχήν δεν θα πραύν’ ο Ατρείδης
πριν μου πληρώση ολόκληρον το μέγ’ αδίκημά του.
Και του Αγαμέμνονος εγώ δεν παίρνω θυγατέρα,
στο κάλλος και αν με την χρυσήν συγκρίνεται Αφροδίτην.
Και αν έχη με την Αθηνά των έργων τα πρωτεία,
δεν θα την πάρω. Ανώτερον ας έβρη βασιλέα
μέσ’ απ’ τους άλλους Αχαιούς, γαμβρόν που να του πρέπει.
Ότι αν με σώσουν οι θεοί και στην πατρίδα φθάσω,
κάπου θενά’βρη δι’ εμέ μίαν νύφην ο πατέρας.
Ότι Αχαιϊδες πάμπολλες η Ελλάς έχει κι η Φθία
κόρες προκρίτων δυνατών οπού δεσπόζουν χώρες,
και όποιαν θελήσω, σύντροφον θα κάμω ποθητήν μου.
Αυτού σφόδρα επεθύμησεν η ανδρική ψυχή μου
καλήν να πάρω σύντροφον και να χαρώ μαζί της
τα κτήματα όσ’ απόκτησεν ο γέρος μου πατέρας.
Ότι δεν κρίνω θησαυρόν αντάξιον της ψυχής μου
ούδ’ όσα η πόλις η λαμπρή κρατούσε της Ιλίου,
όταν πριν έλθουν οι Αχαιοί, καλήν ειρήνην είχε,
ούδ’ όσα κλείει μέσα του το λίθινο κατώφλι
του μακροβόλου Απόλλωνος, στην πετρωτήν Πυθώνα.
Τρίποδες, μόσχους, πρόβατα, ίππους ξανθούς αν χάσης,
πάλιν μ’ αντάλλαγμ’ αποκτάς ή λάφυρα τα παίρνεις.
Αλλ’ η ψυχή μας λάφυρο δεν γίνεται, ούτε κτήμα,
αφού περάση μια φορά το φράγμα των οδόντων.
Και ως λέγ’ η Θέτις η θεά μητέρα μου, δυο μοίρες
εμέ φέρουν διάφορες στο τέλος του θανάτου.
Αν μείνω εδώ να πολεμώ την πόλιν του Πριάμου
η επιστροφή μου εχάθηκεν, αλλ’ άφθαρτη θα μείνει
η δόξα μου. Στην ποθητήν πατρίδα μου αν γυρίσω,
μου εχάθη η δόξα, αλλ’ έπειτα πολλές θα ζήσω ημέρες,
και δεν θα μ’ έβρη γρήγορα το τέλος του θανάτου.
Και σας των άλλων θα’λεγα να στρέψτε στην πατρίδα.
Να ευρήτε μην ελπίσετε της υψηλής Ιλίου
το τέλος και δεν βλέπετε πώς ύψωσεν εμπρός της
ο Βροντητής το χέρι του κι εθάρρευσαν τα πλήθη.
Αλλά τώρα κινήσετε, κι ως πρέπει των γερόντων,
σεις φέρετε το μήνυμα στων Αχαιών τους πρώτους,
ώστ’ άλλον τρόπον να σκεφτούν καλύτερον στον νουν τους,
τα πλοία των και τον λαόν των Αχαιών να σώσουν
διότι αυτό που εσκέφθηκαν στο χέρι τους δεν είναι,
δεν κατορθώνεται, αφού εγώ θα μείνω στον θυμόν μου.
Και ας μείνει εδώ να κοιμηθεί ο Φοίνιξ και άμα φέξη
καθώς θα κάμωμε πανιά για την γλυκιάν πατρίδα,
μαζί μου ας έλθη, αν βούλεται. Κι εγώ δεν θα τον βιάσω.».
Είπε. Κι εκείνοι εσίγησαν, άφωνοι μείναν όλοι,
από την σκληρήν άρνησην, που ακούσαν ξιπασμένοι.
Όσο που ο Φοίνιξ άρχισε, δακρύζοντας ως είδε
καταστροφή να κρέμεται στων Αχαιών τα πλοία:
«Αν στην πατρίδα σου εννοείς, λαμπρότατε Αχιλλέα,
να επανέλθεις και ο δεινός θυμός σου δεν σ’ αφήνει
παντάπασι τα πλοία μας να σώσης απ’ τες φλόγες,
πως, ω παιδί μου αγαπητό, μακράν σου δω να μείνω
μόνος; Και δια σε μ’ έστελνεν ο γέρος σου πατέρας,
όταν στον Αγαμέμνονα εσ’ έστελνε απ’ την Φθίαν
νέον, ακόμη αμάθητον του φοβερού πολέμου
και των λαμπρών ομιλιών, όπου διακρίνοντ’ άνδρες
δια τούτο εμέν’ απόστειλε, σ’ αυτά να σε διδάξω
ώστε να γίνεις έξοχος στον λόγον και στην πράξιν.
Ώστε από σε να χωρισθώ δεν ήθελα, παιδί μου,
κι εάν θεός μου υπόσχονταν το γήρας ν’ αποξύση
και να με κάνει ακρόνεον, ως ήμουν ότε πρώτα
την καλλιγύναικ’ άφησα Ελλάδα, δια να φύγω
τον Ορμενίδη Αμύτορα πατέρα μου που ωργίσθη
σ’ εμέ δι’ ωραίαν παλλακήν, που αγάπα κι επροτίμα
απ’ την μητέρα μου, και αυτή θερμά μ’ επαρεκάλει
συχνά τόσο, που μ’ έπεισε να πέσω με την νέαν
πρώτος, ώστε τον γέροντα ν’ αποστραφή κατόπιν.
Το νόησε ο πατέρας μου κι επρόφερε κατάραν,
στην κεφαλήν μου τες φρικτές καλώντς Ερινύες,
στα γόνατά του, σπέρμα μου ποτέ να ην καθίση.
Κι ενέργησαν οι αθάνατοι την πατρικήν κατάραν,
ο χθόνιος Ζευς κι η άσπονδη στον Αδη Περσεφόνη.
Και στον θυμόν μου εσκέφθηκα να κόψω τον πατέρα.
Αλλά μ’ επράυνε ο θεός, αμ’ έβαλε στον νουν μου
πόσους θ’ ακούσ’ ονειδισμούς απ’ την φωνήν του κόσμου,
αν πατροφόνον οι Αχαιοί κατόπιν μ’ ονομάσουν.
Τότε να περιφέρωμαι στο σπίτι του πατρός μου
του θυμωμένου, αποστροφήν αισθάνετο η ψυχή μου.
Και ολόγυρά μου συγγενείς, εξάδελφοι και φίλοι
παρακαλούσαν με θερμώς να μην αναχωρήσω.
Κι έσφαζαν αρνιά πάμπολλα, μόσχους πολλούς, κι εβάζαν
χοίρους πολλούς, όπ’ έλαμπαν στο πάχος μες στην φλόγα
του Ηφαίστου να καψαλισθούν. Και το κρασί επίναν
άφθον’ από του γέροντος τα πήλινα πιθάρια.
Κι εννέα νύκτες έμειναν κοντά μου και αλλαζόνταν
στην φύλαξιν και την φωτιάν ακοίμητην κρατούσαν,
άλλην στης καλοτείχιστης αυλής μέσα στον γύρον
και άλλην στον πρόδρομον, εμπρός στην θύραν του θαλάμου.
Και της νυκτός ότ’ έφθασε το σκότος της δεκάτης,
τότ’ έσπασ’, αν και στερεήν, την θύραν του θαλάμου
και της αυλής επήδησα το τείχος και ούτε οι άνδρες
μ’ εννόησαν που φύλαγαν, ούτε οι γυναίκες δούλες.
Μακράν να φύγω εδιάβηκα ’πό την πλατιάν Ελλάδα
κι έφθασα στην καλόσβωλον, την αρνοθρόφον Φθίαν.
Και ο βασιλέας ο Πηλεύς μ’ εδέχθηκε εγκαρδίως,
και μ’ είχε, ως μονάκριβον υιόν έχει ο πατέρας,
που στα πολλά του υπάρχοντα θ’ αφήση κληρονόμον.
Πολύν μου έδωκε λαόν και πλούτη και στης Φθίας
την άκρην άρχον μ’ έστησε του γένους των Δολόπων.
Και ως είσ’ εγώ σ’ ανάστησα, θεόμορφε Αχιλλέα,
με πολύν πόθον, επειδή δεν ήθελες ποτέ σου
εις δείπνον έξω ή σπίτι σου χωρίς εμέ να τρώγης.
Στα γόνατά μου σ’ έπαιρνα και σου’διδα προσφάγι
κομμένο από τα χέρια μου, και το κρασί στο χείλος,
πολλές φορές μου έβρεξες στα στήθη τον χιτώνα
από κρασί, που, αδύναμο παιδάκι, εξεχειλούσες.
Εβασανίστηκα για σε, διότ’ είχα στον νουν μου,
ότι μου αρνούντ’ οι αθάνατοι παιδί της γενεάς μου,
και σε παιδί μου σ’ έκαμα, ισόθεε Πηλείδη,
ώστε από θάνατον κακόν, αν τύχη να με σώσης.
Αλλ’ ας λυγίση η αδάμαστη ψυχή σου, Αχιλλέα.
Μην είσαι ανήλεος. Κι οι θεοί συγκλίνουν, αν κι εκείνων
ανώτερ’ είναι η αρετή και η δύναμις και η δόξα.
Και όμως την γνώμην των θεών οι άνθρωποι γυρίζουν
με κνίσσαν, με θυμίαμα, με προσευχές γλυκείες
αν εις αυτούς ασέβησαν κι επράξαν ανομίαν.
Ότ’ οι Ικεσίες του Διός του υψίστου θυγατέρες,
είναι χωλές, αλλήθωρες, στην όψιν ζαρωμένες
και φροντισμένες σέρνονται οπίσω από την Άτην.
Κι η Άτη στερεόποδη, γερή πολύ, προτρέχει
σ’ όλην την γην και τους θνητούς προφθάνει ν’ αδικήση.
Και αυτές έρχονται πίσω της τ’ αδίκημα να σιάσουν.
Και όποιος με ευλάβειαν δέχεται τες κόρες του Κρονίδη,
τον βοηθούν και ακρόασιν στες προσευχές του δίδουν.
Και αν τες αρνείται αμάλακτος, παρακαλούν τον Δία
να στείλει ευθύς κατόπι του την Άτην, δια να πάθη
όμοια και αυτός και ολόκληρον το κρίμα να πλερώσει.
Και συ στες κόρες του Διός να δώσεις, ω Αχιλλέα,
το σέβας που και άλλων καλών πραϋνει την καρδίαν.
Ότι αν δώρα δεν έφερνεν και δεν εκήρυττ΄ άλλα
ο Ατρείδης, αλλά πάντοτε βαστούσε την οργήν του,
τότε δεν θα σου έλεγα ν’ αφήσεις τον θυμόν σου,
να’λθεις βοηθός των Αχαιών, όσην και αν είχαν χρείαν.
Πλην τώρα δίδει σου πολλά και υπόσχετ’ άλλα οπίσω,
και σου’στειλ’ άνδρες ταπεινά σ’ εσένα να προσπέσουν
τους εκλεκτούς των Αχαιών και οπού’ναι αγαπητοί σου.
Τους λόγους και τον δρόμον των συ μη καταφρονέσης.
Και ως τώρ’ αν εχολεύεσο κατάκρισην δεν είχες.
Και των ηρώων παλαιών αυτά μας λέγ’ η φήμη,
κι εάν βαρύς εκάθιζε θυμός εις την ψυχήν τους,
αμάλακτοι δεν έμεναν στον λόγον και στα δώρα.
Τούτο ενθυμούμαι το συμβάν εγώ καιρών αρχαίων
ως έγινε. Θα σας το ειπώ, σεις όλοι αγαπητοί μου.
Με τους ανδρείους Αιτωλούς εμάχοντο οι Κουρήτες
της Καλυδώνος έμπροσθεν κι εσφάζοντο με λύσσαν,
οι Αιτωλοί την πάντερπνην να σώσουν Καλυδώνα,
και να την πάρουν στην ορμήν της λόγχης οι Κουρήτες.
Ότ, η χρυσόθρονη Άρτεμις πληγήν τους είχε στείλει,
ότι απαρχές του θερισμού δεν πρόσφερεν εκείνης
ο Οινεύς κι εχαίροντο οι θεοί την εκατόμβην όλοι,
αλλ’ όχι η κόρη του Διός. Την είχε λησμονήσει
αυτός ή δεν το’χε σκεφθή. Κι ασέβησε μεγάλως.
Θύμωσε η θεογέννητη παρθένα τοξοφόρα
και του’στειλε δασόθρεπτον λευκόδοντ’ άγριον χοίρον,
που στου Οινέως κάθισε το κάρπιμο χωράφι
και αφάνιζ’ όλα ρίχνοντας μεγάλα δέντρα κάτω
όλα βγαλμένα σύρριζα με τ’ άνθη των καρπών τους.
Ο Οινείδης ο Μελέαγρος τον φόνευσε με πλήθος
σκύλων και ανδρών που εσύναξε τριγύρω από τες χώρες.
Ολίγοι το θεόρατο θεριό δεν θα νικούσαν,
που άνδρες ανέβασε πολλούς εις την πυράν του τάφου.
Κι επάνω του άναψε η θεά πολλήν βοήν και αγώνα,
των ανδρειωμένων Αιτωλών και των Κουρήτων μάχην
του χοίρου δια την κεφαλήν και το δασύ του δέρμα.
Και όσ’ ο δεινό Μελέαγρος τον πόλεμον βαστούσε,
πάντοτ’ ενίκων οι Αιτωλοί κι εβιάζαν τους Κουρήτες
να μείνουν, αν κι ήταν πολλοί, στα τείχη τους κλεισμένοι.
Αλλ’ όταν τον Μελέαγρον πήρε ο θυμός, που και άλλων
ανδρών των πλέον συνετών συχνά τα σπλάχνα καίει,
αφού με την μητέρα του χολώθη την Αλθαίαν,
με την Κλεοπάτραν έμενεν, ωραίαν νυμφευτήν του
που’χε γεννήσ’ η Μάρπησσα καλόφτερνη Ευηνίνη,
και ο Ίδης, ο ανδρειότερος των τότε ανδρών ηρώων,
ώστε το τόξον έπιασε τον Φοίβον να κτυπήση
γι’ αγάπην της νεόνυμφης καλόφτερνης Μαρπήσσης.
Εκείνης βγάλαν οι γονείς παράνομ’ Αλκυόνην,
ότι πικρόν παράπονον ωσάν της Αλκυόνος
θρηνολογούσε η μάνα της θλιμμένη, απ’ ότε ο Φοίβος
Απόλλων απ’ τον κόλπον της την πήρε ο μακροβόλος.
Σιμά της έτρεφεν αυτός την πίκραν της χολής του
απ’ τες κατάρες της μητρός, που έκλαιε τον φόνον
του αδελφού της κι έκραζε και τους επουρανίους
θεούς, και με τα χέρια της την θρέπτραν γην κτυπώντας
στα γόνατά της καθιστή, στα δάκρυα πνιγμένη,
τον Άδην και την φοβερήν καλούσε Περσεφόνην
να της φονεύσουν τον υιόν και στ’ άπονά της σπλάχνα
η Εριννύς στο Έρεβος εδέχθη την κατάραν.
Αλλ’ ότε ακούσθη οχλοβοή και κτύπος εις τες πύλες
των πύργων που επροσβάλλοντο, των Αιτωλών οι γέροι
τον ικετεύαν κι έστειλαν ιερείς, όσ’ ήσαν πρώτοι,
να’λθη βοηθός και υπόσχονταν μέγα να δώσουν δώρον.
Να εκλέξει από τον πρόσχαρον αγρό της Καλυδώνος
το μέρος το παχύτερο, πεντήκοντα στρεμμάτων,
εξαίσιον κτήμα, το μισό χωράφι αμπελωμένο,
τ’ άλλο μισό αφύτευτο και οργώσιμο χωράφι.
Επρόσπεσε και ο γέροντας Οινεύς εις τον υιόν του
και ανέβηκεν εις του υψηλού θαλάμου το κατώφλι
ωσάν ικέτης κι έσειε τες κολλητές σανίδες.
Του πρόσπεσαν κι οι αδελφοί και η σεβαστή μητέρα
και αυτός αρνείτο πάντοτε. Του πρόσπεσαν οι φίλοι,
απ’ όσους είχε, σεβαστοί σ’ αυτόν και αγαπημένοι,
αλλ’ ουδ’ αυτοί δεν έπεισαν, ωσπού’φθασεν ο κτύπος
στον θάλαμον και ανέβαιναν τους πύργους οι Κουρήτες
και την μεγάλην άρχιζαν να κάψουν Καλυδώνα.
Και τότε στον Μελέαγρον επρόσπεσεν η ωραία
ομίκλινή του κλαίοντας και του’δειξε όσα πάθη
στην πόλην που πατήσει εχθρός οι άνθρωποι παθαίνουν.
Σφάζουν τους άνδρες, η φωτιά την πόλιν ερημάζει,
και δούλους παίρνουν τα παιδιά και τες γυναίκες ξένοι.
Στα τόσα που άκουσε κακά κλονίσθη στην καρδίαν
κι εζώσθη τα λαμπρ’ άρματα να πεταχθή εις την μάχην.
Κι έτσι από ιδίαν θέλησιν τους έσωσεν εκείνος.
Πλην δεν του εδώσαν οι Αιτωλοί τα εξαίσια δώρα πλέον
και χάρισμ’ απ’ τον όλεθρον τους έσωσε στο τέλος.
Όμοια μη σκέπτεσαι κι εσύ παιδί μου. Μη σε σύρει
κακός θεός και είν’ άσχημο βοηθός να δράμης μόνον
όταν τα πλοία καίωνται. Πρόλαβε, αφού με δώρα
σε προσκαλούν οι Αχαιοί, που ωσάν θεόν θα σ’ έχουν.
Και αν κατεβής αδώρητος στην ανδροφθόρον μάχην
ομοίαν απ’ την νίκην σου τιμήν δεν θ’ απολαύσης.».
Και ο γοργοπόδης Αχιλλεύς σ’ εκείνον αποκρίθη:
«Ω γέροντα Φοίνιξ, της τιμής αυτής δεν έχω ανάγκην.
Αρκεί με ότι του Διός μ’ έχει τιμήσ’ η μοίρα,
που στα κυρτά καράβια μου σ εμέ θα παραστέκη
όσο αναπνέω και γερά κινώ τα γόνατά μου.
Κι έν’ άλλο πράγμα θα σου ειπώ κι ας το φυλάξη ο νους σου:
Μη μου ταράζεις την ψυχήν με δάκρυα, με θρήνους,
χάριν στον Αγαμέμνονα να κάμεις, και αν δεν θέλεις
να σε μισήσ’ ως σ’ αγαπώ, μη κείνον αγαπήσεις.
Των άνθρωπον που με λυπεί συ να λυπήσεις πρέπει.
Της βασιλείας μέτοχον σε θέλω και της δόξης.
Και αυτοί παίρνουν την είδησιν, και συ στ’ απαλό στρώμα
εδώ κοιμήσου, και πρωί θέλει σκεφθούμε αν πρέπει
να μείνωμε ή να κάμωμε πανιά δια την πατρίδαν.».
Και με το νεύμα επρόσταξε τον Πάτροκλον να στρώση
κλίνην καλήν του Φοίνικος, ώστε να μην αργήσουν
οι άλλοι ν’ αφήσουν την σκηνήν. Και τότε ανάμεσόν τους
ο ισόθεος ομίλησεν ο Τελαμώνιος Αίας:
«Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα,
πηγαίνουμε, ότι ο λόγος μας σ’ αυτό καν το ταξίδι,
θαρρώ, δεν κατορθώνεται. Κι ευθύς την αγγελίαν
να φέρωμε στους Δαναούς, αν και καλή δεν είναι,
που ανήσυχοι μας καρτερούν. Αλλ’ όμως ο Αχιλλέας
την μεγαλόκαρδην ψυχήν αγρίωσε στα στήθη.
Λησμόνησε ο άπονος τους φίλους που με τόσην
αγάπην τον δοξάζαμεν ως έξοχον των άλλων.
Και όμως πατέρας ή αδελφός στέργει από τον φονέα
του αδελφού του ή του παιδιού το πρόστιμον να λάβη.
Κι εκείνος, αφού πλέρωσε πολλά, στον τόπον μένει
και ο άλλος με την ξαγοράν που επήρε την ψυχήν του
δαμάζει. Αλλ’ άσπονδην, κακήν στα στήθη την καρδίαν
σου έκαμαν οι αθάνατοι, εξ αφορμής μιας κόρης
μόνης. Κι επτά σου δίδομεν ασύγκριτες στο κάλλος
και άλλα πολλά. Και δέξου συ το έλεος εις τα στήθη,
σέβου την κατοικίαν σου. Στην στέγην σου μας έχεις
απ’ τον λαόν των Δαναών, κι εμείς θαρρούμε απ’ όλους
τους Αχαιούς πως είμασθεν οι φίλοι της καρδιάς σου.».
Και ο γοργοπόδης Αχιλλεύς σ’ εκείνον αποκρίθη:
«Ω Αίας διογέννητε, μεγάλε πολεμάρχε,
με την καρδιά μου φαίνεται που ο λόγος σου ταιριάζει.
πλην βράζω απ’ αγανάκτησιν όταν θυμούμαι πόσον
ο Ατρείδης μ’ εξουθένωσεν εμπρός εις τους Αργείους,
ως ξένον, όπ’ οι εγκάτοικοι πολίτες ατιμάζουν.
Πηγαίνετε και φανερά κηρύξετ’ ό,τι λέγω.
Ότι απ’ το έργον φονικόν θ’ απέχω του πολέμου,
ώσπου τον θείον Έκτορα να ιδώ τον Πριαμίδην
στων Μυρμιδόνων τες σκηνές εμπρός και στα καράβια
φονεύοντας τους Αχαιούς και καίοντας τα πλοία.
Κι εμπρός εις το καράβι μου, θαρρώ, και στην σκηνήν μου
ο Έκτωρ αν και πρόθυμος θα παύση από την μάχην.».
Είπε. Και αυτοί, με δίκουπο ποτήρι αφού σπονδίσαν
καθείς, στα πλοία γύριζαν κατόπιν του Οδυσσέως.
Κι επρόσταξεν ο Πάτροκλος τους άνδρες και τις δούλες
την κλίνην αναπαυτικήν του Φοίνικος να στρώσουν.
Κι αυτές την στρώσαν με προβιές, με τάπητες και ωραίο
λινό σινδόνι επάνωθε. Και ο γέρος εις την κλίνην
επλάγιασε, την άφθαρτην Ηώ να περιμένη.
Και παραμέσα στην σκηνήν κοιμήθηκε ο Πηλείδης.
Σιμά του επλάγιασε γυνή, που επήρε από την Λέσβον,
και κόρ’ ήταν του Φόρβαντος, η όμορφη Διομήδη.
Εις μέρος άλλ’ ο Πάτροκλος. Κι είχε κι αυτός στο πλάγι
την Ίφιν την καλόζωνην που του’δωκε ο Πηλείδης,
στην Σκύρον ότε ανέβηκε, την πόλιν του Ενυέως.
Και στου Ατρείδη τες σκηνές όταν εκείνοι εφθάσαν
ορθοί σ’ αυτούς επρόπιναν των Αχαιών οι παίδες
με τα ποτήρια τα χρυσά και τους ερώτων όλοι.
Και πρώτος τους ερώτησεν ο μέγας Αγαμέμνων:
«Λέγε, Οδυσσέα θαυμαστέ, ω δόξα των Αργείων,
θέλει απ’ το πυρ το φλογερόν να σώση τα καράβια,
ή αρνείται, και η μεγάλη του καρδιά θυμώνει ακόμη;»
Του απάντησε ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας:
«Ω Αγαμέμνων αρχηγέ, τρισένδοξε, όχι μόνο
δεν σβήνει εκείνος τον θυμόν, αλλά και φλόγα παίρνει
χειρότερη, και αρνείται σε και τα δικά σου δώρα.
Και μόνος σου, είπε, να σκεφθείς εσύ με τους Αργείους
πώς τον λαόν των Αχαιών να σώσης και τα πλοία.
Και αυτός μας εφοβέρισε, πως άμα ξημερώσει
στην θάλασσαν τα ισόπλευρα καράβια του θα σύρει.
Και να στραφούμε θα’λεγε κι οι άλλοι στην πατρίδα
διότι δεν θα’βρετε ποτέ της υψηλής Ιλίου
το τέλος. Ότι επρόβαλε το χέρι του έμπροσθέν της
να την σκεπάση ο Βροντητής κι εθάρρευσαν τα πλήθη.
Και αυτά που είπεν άκουσαν και τούτ’ οι συνοδοί μου,
ο Αίας κι οι δυο κήρυκες, άνδρες κι οι δυο με γνώσιν.
Και ως είπ’ εκείνος πλάγιασεν ο Φοίνιξ στην σκηνήν του,
και στην γλυκιάν πατρίδα του θενά τον συνοδεύση
αύριον, αν θέλη. Στανικώς δεν θέλει αυτός τον πάρει.».
Είπε κι εκείνοι εσίγησαν, άφωνοι εμείναν όλοι
από τον λόγον φοβερόν πο ακούσαν ξιπασμένοι.
Κι εσώμαν εις την θλίψην τους των Αχαιών οι παίδες,
όσο που λόγον άρχισεν ο ανίκητος Διομήδης:
«Ω Αγαμέμνων αρχηγέ, τρισένδοξε Ατρείδη,
τον έξοχον Πηλειωνα να μη’χες ικετεύσει
με δώρα τόσα. Κι έπαρσιν πολλήν έχ’ η ψυχή του
και τώρα τον εμψύχωσες πολύ στην έπαρσίν του.
Αλλ’ ας αφήσωμεν αυτόν, ή αναχωρήσ’ ή μείνει.
Και πάλιν οπόταν του το ειπή στα στήθη του η καρδιά του
και τον κινήσει ένας θεός, αυτός θα πολεμήση.
Αλλ’ ό,τι τώρα εγώ θα ειπώ να το δεχθούμεν όλοι.
Πρώτα ευφρανθήτε το φαϊ, και το κρασί που είναι
δύναμις εις τον άνθρωπον. Κατόπι αναπαυθήτε.
Και όταν η ροδοδάκτυλος Ηώς την γην φωτίση,
τους ίππους και όλον τον λαόν ευθύς εμπρός στα πλοία
κίνησε και πολέμησε συ μεταξύ των πρώτων.».
Έπαυσε και όλ’ οι βασιλείς, ότ’, είπεν εδεχθήκαν
και του Διομήδη εθαύμασαν τον λόγον του ιπποδάμου.
Και αφού σπονδίσαν πήγαινε καθείς εις την σκηνήν του
κι εκεί του ύπνου εχάρηκαν το δώρον πλαγιασμένοι.
ΙΛΙΑΔΟΣ - ΡΑΨΩΔΙΑ Κ΄
Βραδυνή επιδρομή
Βραδυνή επιδρομή
Οι πρώτοι των Παναχαιών ολόνυκτα κοιμούνταν
όλοι σιμά στα πλοία τους, αλλά του Ατρείδη μόνον,
του αρχηγού, δεν έπιανε τα μέλη ο γλυκός ύπνος,
ότι πολλούς διαλογισμούς ανακινούσε ο νους του,
και ως συχναστράφτει ο σύζυγος της λαμπροκόμης Ήρας
κι είτε χαλάζι προμηνά ή μέγα νεροπόντι
ή χιόνι που όλους τους αγρούς κατάλευκο σκεπάζει
ή και τον μέγαν λάρυγγα του φθαρτικού πολέμου,
ομοίως συχνοεστέναζεν απ’ της ψυχής τα βάθη
ο Αγαμέμνων, και σφοδρώς του ελάκτιζε η καρδία.
Και στην πεδιάδα ότ’ έστρεφε τα μάτια προς την Τροίαν
με πλήξιν τα πολλά πυρά θωρούσε και τον ήχον
συρίγγων άκουε και αυλών και χλαλοήν ανθρώπων.
Και ότ’ έστρεφε στων Αχαιών τα πλήθη και στα πλοία,
της κεφαλής ξερίζωνε τες τρίχες προς τον Δία
επάνω κι η ανδράγαθη ψυχή του αδημονούσε.
Και τούτη συμφερώτερη τότε του εφάνη γνώμη,
στον Νηλιάδη Νέστορα πρώτον να υπάγει απ’ όλους
ίσως ωραίον σοφισθή τρόπον μαζί του ο γέρος
όλους από τον όλεθρον τους Δαναούς να σώση.
Σηκώθη, περιέβαλε το στήθος με χιτώνα,
στα λαμπρά πόδια πέδιλα επρόσδεσεν ωραία,
δέρμα μεγάλου λέοντος εφόρεσε στους ώμους
ξανθό μακρό κι εφούκτωσε το δυνατό κοντάρι.
Ομοίως και ο Μενέλαος – ουδέ στα βλέφαρά του
εκάθιζ’ ύπνος – τρόμαζε μη πάθουν οι Αργείοι,
που εξ αφορμής του απέραντα πελάγ’ είχαν περάσει
και πόλεμον απότολμον εκίνησαν στην Τροίαν.
Στους πλατείς ώμους φόρεσε δέρμα στικτό της πάρδου,
χάλκινο κράνος έβαλε στην κεφαλήν κι επήρε
την λόγχην εις το χέρι του κι επήγε να σηκώση
τον αδελφόν του, κι ήτο αυτός των βασιλέων πρώτος
εις τους Αργείους, και ως θεόν τον ετιμούσαν όλοι.
Τον ήβρε μ’ άρματα λαμπρά το σώμα του να ζώνη
σιμά στην πρύμνην. Και χαράν επήρε, άμα τον είδε
να φθάση. Και ο Μενέλαος σ’ εκείνον πρώτος είπε:
«Σεπτέ μου, τι αρματώνεσαι; Μη τάχα των συντρόφων
να στείλης κάποιον βουλεσαι κατάσκοπον στους Τρώες;
Πολύ φοβάμαι μη κανείς δεν ευρεθή να θέλη
μες στους εχθρούς κατάσκοπος νύκτα να υπάγη μόνος.
Θα’χει τωόντι ατρόμητην ψυχήν όποιος το κάμη.».
Και προς αυτόν απάντησεν ο μέγας Αγαμέμνων:
«Εγώ και συ Μενέλαε, πολλήν έχουμε ανάγκην
βουλής ορθής, τους Αχαιούς να σώση και τα πλοία,
αφού τωρ’ άλλαξεν ο Ζευς την γνώμην του και ο νούς του
προσέχει προθυμότερον στου Έκτορος τα δώρα.
Ότι δεν είδα εγώ ποτέ, μήτ΄άκουσ’ άνδρας ένας
εις μίαν ημέρα συμφορές τόσες να εργάσθη όσες
ο Έκτωρ ο διίφιλος εργάσθ’ εις τους Αργείους,
ενώ θεάς ούτε θεού γόνος αυτός δεν είναι.
Τόσα τους έκαμε κακά, που θα περάσουν χρόνοι
πριν τ’ αστοχήσουν οι Αχαιοί. Και τώρα συ στα πλοία
δράμε να εβρής τον Αίαντα και τον Ιδομενέα,
προσκάλεσέ τους ενώ εγώ τον Νέστορα τον θείον
θενά σηκώσω να’λθει αυτός, αν θέλη, στων φυλάκων
το θείον τάγμα προσταγές να δώση. Και στον γέρον
πρόθυμ’ αυτοί θα υπάκουαν, διότι τον υιόν του
και τον Μηριόνην, σύντροφον του Ιδομενέως, πρώτους
εμείς διορίσαμε αρχηγούς της νυκτοφυλακής μας.».
Και ο δυνατός Μενέλαος σ’ εκείνον αποκρίθη:
«Λέγε μου τώρα καθαρά και πρόσταζε τι θέλεις.
Αυτού μ’ εκείνους θα σταθώ να περιμείνω ως να’λθεις.
Ή άμα ειπώ τον λόγον σου θα τρέξω ευθυς να σ’ έβρω;»
Και ο Αγαμέμνων προς αυτόν, «αυτού να μείνης» είπε,
«μη τύχη εγώ να σε ζητώ, συ να ζητάς εμένα
στους πολλούς δρόμους του στρατού. Και όπου θα πας ειπέ τους
όλοι να μείνουν άγρυπνοι, και κάλεσε καθέναν
με του πατρός του τ’όνομα και με την γενεάν του,
τιμώντας όλους. Κι έπαρσιν μην έχεις μεγαλείου.
Ας κοπιάζομε κι εμείς, ως απ’ την γέννησήν μας
σκληρήν μας εδιόρισεν ο Ζευς ταλαιπωρίαν !»
Είπε κι εξεπροβόδησε μ’ αυτά τον αδελφόν του.
Κι επήγε αυτός στον Νέστορα. Τον ήβρε πλαγιασμένον
ως κλίνην αναπαυτικήν εις την σκηνήν πλησίον.
Στο πλάγι του είχε τ’ άρματα, την περικεφαλαίαν
ολόλαμπρην, κοντάρια δυο και την καλήν ασπίδα,
και το ζωνάρι τ’ όμορφον, οπού φορούσε ο γέρος,
όταν κινούσε τον λαόν στην ανδροφθόρον μάχην,
ότι το γήρας το κακό δεν τον νικούσε ακόμη.
Την κεφαλήν εσήκωσεν, ωρθώθη στον αγκώνα
και στον Ατρείδην έλεγε κι ερώτα: «Ποιος είσαι
συ που στα πλοί’ ανάμεσα μες στον στρατόν γυρίζεις,
μόνος στο σκότος της νυκτός, οι άλλοι ενώ κοιμώνται;
Μη σύντροφον, μη φύλακα ζητείς; Ομίλησέ μου,
μη με σιμώνεις άλαλος. Ποια σ’ έφερεν ανάγκη;»
Και ο Αγαμέμνων προς αυτόν: «Ω Νέστωρ Νηλιάδη,
ω καύχημα των Αχαιών, ακούεις τον Ατρείδην.
Ιδού τον Αγαμέμνονα, που απ’ όλους τους ανθρώπους
ο Δίας ακατάπαυστα με θλίψεις βασανίζει,
όσο αναπνέω κι ελαφρά κινώ τα γόνατά μου.
Ύπνος δεν κλεί τα μάτια μου, κι εδώ πλανώμαι ως βλέπεις,
απ’ τον καημό των Δαναών, πόχουν βαρύν αγώνα.
Δι’ αυτούς τρομάζω και η ψυχή την στάσιν της δεν έχει,
αδημονώ, κι έξω η καρδιά πετιέται από τα στήθη,
και όλοι μου τρέμουν οι αρμοί. Kαι αν να ενεργήση θέλεις,
αφού και συ μάτι δεν κλείς, ας κατεβούμε αντάμα,
κει που φρουρούν οι φύλακες, να ιδούμε μην ο κόπος
κι η αγρύπνια τους εδάμασεν, ώστ’έπεσαν στον ύπνον,
και λησμονούν την φύλαξιν. Άνδρες εχθροί πλησίον
εις τον στρατόν μας κάθονται. Και φόβος είναι μήπως
και μες στην νύκτα στοχασθούν την μάχην ν’ αρχινήσουν.».
Σ’ αυτόν τότε ο Γερήνιος ο Νέστωρ αποκρίθη:
«Ω Αγαμέμνων αρχηγέ, ω Ατρείδη δοξασμένε,
του Έκτορος τους λογισμούς και όσα ελπίζει τώρα
δεν θα εκτελέσει ο πάνσοφος Κρονίδης. Αλλ’ αγώνες
βαρύτεροι θα τον εβρούν, εάν αλλάξη γνώμην
ο Αχιλλεύς, και τον κακόν θυμόν του παραιτήση.
Πρόθυμα εγώ σ’ ακολουθώ και ας σηκωθούνε και άλλοι,
ο Διομήδης, ο ακουστός εις τ’ άρματα Οδυσσέας,
ο ταχύς Αίας και μ’ αυτούς ο Μέγης Φυλεϊδης.
Κανένα τώρα ηθέλαμε, και αυτούς να προσκαλέση
και τον ισόθεον Αίαντα και τον Ιδομενέα,
ότι έχουν τούτοι ξέμακρα τα πλοία τους στημένα.
Αλλ’ όμως τον Μενέλαον, αν κι είναι σεβαστός μου
και αγαπητός, δεν επαινώ, και αν σε θε νά λυπήσω,
ότι κοιμάται και άφησε σε μόνον να κοπιάζης.
Τώρα έπρεπε να τρέχη αυτός στους πολεμάρχους όλους,
τώρα στον άκρον κίνδυνον σ’ εκείνους να προσπέση.».
Και ο Αγαμέμνων προς αυτόν: «Άλλες φορές, ω γέρε,
πρώτος σ’ επαρακίνησα, εσύ να τον ελέγξης,
διότι αργεί πολλές φορές, να εργάζεται δεν θέλει.
Μωρός δεν είναι, ούτε οκνηρός. Όμως σ’ εμέ προσβλέπει
και περιμένει την αρχήν εγώ να κάμω πρώτος.
Αλλά τώρα μ’επρόλαβε κι ήλθε να μ’ έβρη πρώτος
και αυτός τους άνδρες που ζητείς εστάλη να καλέση.
Πηγαίνωμε. Εις τους φύλακες, όπου φρουρούν στες πύλες,
θα τους εβρούμεν, ότι αυτού να συναχθούν τους είπαν.
Και ο Νέστωρ ο Γερήνιος απάντησέ του κι είπε:
«Τότε κανείς των Αχαιών δεν θα τον παρακούση
και θα ενεργήση αγόγγυστα την κάθε προσταγήν του.».
Είπε και περιέβαλε το στήθος με χιτώνα,
στα λαμπρά πόδια πέδιλα προσέδεσεν ωραία,
επανωφόρι πορφυρό περόνησε στους ώμους
διπλό, μακρύ, με τρυφερό και φουντωμένο χνούδι,
κοντάρι επήρε δυνατό μ’ ακονισμένην λόγχην,
κι εκίνησε των Αχαιών προς τα γοργά καράβια.
Και πρώτον τον ισόπαλον στην γνώσιν προς τον Δία,
τον Οδυσσέα σήκωσεν ο Νέστωρ απ’ τον ύπνον
με την φωνήν και τον αχόν ως άκουσεν εκείνος,
πετάχθη μέσ’ απ’ την σκηνήν και προς εκείνους είπε:
«Διατί στα πλοί’ ανάμεσα και στον στρατόν γυρνάτε
την νύκτα μόνοι, τ’ είναι αυτό που τόσο σας βιάζει;»
Και ο Νέστωρ είπε προς αυτόν: «Πολύτεχνε Οδυσσέα,
μη μας ελέγχεις. Συμφορά στενοχωρεί μεγάλη
τους Αχαιούς. Στέρξε και συ να μας ακολουθήσης,
και άλλους να σηκώσουμε καλούς, να δώσουν γνώμην
εις τα συμβούλια, την φυγήν να εκλέξωμε ή την μάχην.».
Και τότ’ επήρε απ’ την σκηνήν την εύμορφήν του ασπίδα
ο Οδυσσεύς κι εκίνησε μ’ αυτούς. Κι επήγαν πρώτα
εις τον Τυδείδην κι εύρηκαν αυτόν με τ’ άρματά του
έξω στο πλάγι της σκηνής. Και γύρω οι σύντροφοί του
κοιμώνταν με προσκέφαλα τες φωτεινές ασπίδες.
Κι είχαν ολόρθα στυλωτά στο χώμα τα κοντάρια,
και πέρα οι λόγχες έλαμπαν ως αστραπή του Δία.
Επάνω εις δέρμα ταύρινον ο ήρως εκοιμόνταν
κι έκλινε επάνω εις τάπητα λαμπρόν την κεφαλήν του.
Τον σίμωσε κι εσήκωσεν ο Νέστωρ με το πόδι
κινώντας τον και φανερά τον έλεγξε και του’πε:
«Σήκ’, ω Τυδείδη. Ολονυκτίς τον ύπνον θ’ απανθίζης;
Οι Τρώες, ξεύρες, κάθονται στον όχθον του πεδίου
και από τα πλοία διάστημα μικρό τους διαχωρίζει.».
Είπε. Και κείνος γρήγορα πετάχθηκε απ’ τον ύπνον,
σ’ αυτόν εστράφη κι έλεγεν: «Είσαι σκληρός, ω γέρε.
Από τον κόπον συ ποτέ δεν παύεις. Μη δεν ήσαν
άλλοι νεώτεροι Αχαιοί, που ολόγυρα ημπορούσαν
να υπάγουν απ’ τους βασιλείς καθέναν να ξυπνήσουν;
Αλλ’ είσαι ακαταδάμαστος τωόντι, γέροντά μου.».
Και ο Νέστωρ είπε προς αυτόν: «Τα λόγια σου, παιδί μου
ευρίσκω ορθά και φρόνιμα. Κι εγώ τέκνα γενναία
έχω, και πλήθος άλλο ανδρών υπάρχει, και από τόσους
κάποιος θα επήγαινεν ευθύς τους αρχηγούς να φέρη.
Αλλά δεινή στενοχωρεί τους Αχαιούς ανάγκη.
Ότι από τρίχα κρέμεται στην ώραν που μιλούμε
όλ’ οι Αχαιοί ν’αφανισθούν ή να’βρουν σωτηρίαν.
Αλλά τον ταχύν Αίαντα και τον Φυλεϊδην άμε
να φέρεις ως νεώτερος, και αν με λυπήσαι, ως είπες.».
Και ο ήρως λεοντοτόμαρο πυρρό, μακρύ στους ώμους
έριξε, το κοντάρι του επήρε, και πηγαίνει,
και όθ’ εκοιμόνταν σήκωσε τους δύο πολεμάρχους
και όταν συναπαντήθηκαν στον λόχον των φυλάκων,
δεν εύρηκαν τους αρχηγούς εκείνων να κοιμώνται,
αλλά να κάθωντ’ άγρυπνοι με τ’ άρματά τους όλοι.
Κι ως σκύλοι οπού κακονυκτούν μέσα εις αυλήν προβάτων,
ως άκουσαν το ατρόμητο θεριό να κατεβαίνει
από τον λόγγον. Χλαλοήν τότε δι’ αυτό σηκώνουν
άνδρες και σκύλοι και απ’ αυτούς εχάθη ο γλυκύς ύπνος.
Όμοια κι εκείνοι ακοίμητοι την νύκτ’ αδημονούσαν
φυλάγοντας, κι εστρέφοντο στην άντικρυ πεδιάδα
μήπως ακούσουν κάπουθε να ορμήσουν ξάφνου οι Τρώες.
Άμα τους είδ’ εχάρηκεν ο γέρος και τους είπε
να τους θαρρύνει: «Αγαπητά παιδιά μου, να φρουρήτε,
καθώς σας βλέπω ακούραστοι. Μην από σας κανέναν
τον πάρει ο ύπνος και χαρούν κατόπιν οι εχθροί μας.».
Και διάβηκε το χάντακα. Και οι βασιλείς κατόπι
κείνοι που στο συμβούλιον καλούντο να καθίσουν.
Και ο Νεστορίδης ο λαμπρός και ο Μυριόνης ήλθαν,
ότι τους επροσκάλεσαν να βουλεθούν μαζί τους.
Και απ’ τον σκαμμένον χάντακα εις μέρος εκαθίσαν,
όπου δεν ήσαν λείψανα τον τόπον να σκεπάζουν,
κει που του Έκτορος η ορμή να σφάζη τους Αργείους
σταμάτησε, όταν έφθασε να τους χωρίσ’ η νύκτα.
Κει καθισμένοι να ομιλούν αρχίζαν μεταξύ των.
Και ο Νέστωρ πρωτομίλησε σ’ αυτούς: «Ω αγαπητοί μου,
ποιος από σας θα εθάρρευε στην τόλμην της ψυχής του
να υπάγη μέσα εις τον στρατόν των ανδρειωμένων Τρώων,
ίσως κανένα των εχθρών εις κάποιαν άκρην πιάση
πλανώμενον ή στον λαόν κάποιαν να μάθη φήμην,
τι μεταξύ των σκέπτονται, ή εδώ πέρα να μείνουν
πλησίον στα καράβια μας, ή, αφού τώρα ενικήσαν
τους Αχαιούς, στην πόλιν τους οπίσω θα γυρίσουν;
Αυτά να μάθει κι άβλαβος εκείθε να γυρίσει.
Κατω απ’ τ’ άστρα τ’ ουρανού θα έβγη τ’ άκουσμά του
στους θνητούς όλους, και λαμπρό δώρο θα λάβη ακόμη.
Ότι από τα καράβια μας οι πολεμάρχοι πρώτοι
μαύρην αμνάδα με τ’αρνιά που τρέφει θα του δώση
καθένας και παρόμοιος μ’ αυτήν δεν είναι πλούτος.
Και εις όλα τα συμπόσια θέσιν θα λάβη εκείνος.».
Είπε, και όλοι εσίγησαν, άφωνοι εμείναν όλοι.
Όσο που λόγον άρχισεν ο δυνατός Τυδείδης:
«Με σπρώχνει, Νέστορ, η καρδιά κι η ανδρική ψυχή μου
να μπω στο εχθρικό στράτευμα που’ναι σιμά των Τρώων.
Αλλά θάρρος θερμότερον θα έπαιρνα και τόλμην,
αν είχα και άλλον σύντροφον. Όταν πηγαίνουν δύο,
του ενός συμβαίν’ η νόησις να έβρη πριν του άλλου
ό,τι συμφέρει. Αλλ’ αν το βρει και άλλον σιμά δεν έχη,
η σκέψις του είναι ισχνότερη και αργότερος ο νους του.».
Αυτά ’πε, κι ήθελαν πολλοί να τον ακολουθήσουν.
Θέλαν οι Αίαντες οι δυο, του Άρη δορυφόροι,
ο Νεστορίδης το’θελε σφοδρώς και ο Μηριόνης,
ήθελεν ο Μενέλαος και ο θείος Οδυσσέας.
Να εισέλθη και αυτός ήθελε μες στον στρατόν των Τρώων,
ότ’ είχε τόλμην πάντοτε η αδάμαστη ψυχή του.
Και προς αυτούς ομίλησεν ο μέγας Αγαμέμνων:
«Τυδείδη πολυαγάπητε, συ διάλεξ’ όποιον θέλεις
σύντροφον, τον καλύτερον, και πρόθυμ’ είναι τόσοι
κι εμπρός μας φανερώθηκαν. Πρόσεξε μη το σέβας
σε κάμη τον καλύτερον ν’αφήσης, και να πάρεις
σύντροφον τον κατώτερο. Το γένος μην κοιτάζης
μήδ’ αν βασιλικότερος είναι εις αυτούς κανένας.».
Είπε και δια τον αδελφόν Μενέλαον εφοβείτο.
Και πάλιν τους ομίλησεν ο ανδρείος Διομήδης:
«Εάν αφήνετε σ’ εμέ να εκλέξω σύντροφόν μου
και πως θα ελησμονούσα εγώ τον θείον Οδυσσέα,
που τρέχει προθυμότατα η ανδράγαθη καρδιά του
εις κάθε αγώνα, κι η Αθηνά τον έχει αγαπητόν της;
Και από τες φλόγες άβλαβοι θα εβγαίναμε και οι δύο,
αν αυτός έλθη, που έχει νουν όσον κανείς δεν έχει.».
«Τυδείδη, δεν χρειάζεται», του απάντησ’ ο Οδυσσέας,
«μήτε πολύ να μ’ επαινείς και μήτε να με ψέγεις,
ότι ομιλείς των Αχαιών, που όλα αυτά γνωρίζουν.
Ας πάμε, η νύκτα σώνεται και η χαραυγή σιμώνει,
τ’ άστρα επροχώρησαν πολύ, και της νυκτός τα δύο
μέρη επεράσαν κι έμεινε μόλις το τρίτο ακόμη.».
Είπαν κι ευθύς εζώσθηκαν όπλα φρικτά και οι δύο.
Του Διομήδη, π’ άφησεν εις την σκηνήν το ξίφος,
έδωκεν άλλο δίστομον ο ανδρείος Θρασυμήδης
και ασπίδα. Και τον σκέπασε με κράνος χωρίς κώνον
και χωρίς χαίτην, ταύρινον. Καταίτυγα το λέγουν.
Τα καλ’ αγόρια το φορούν της κεφαλής των σκέπην.
Και ο Μηριόνης έδωκε φαρέτραν του Οδυσσέως
τόξον και ξίφος. Κι έπειτα την κεφαλήν με κράνος
δερμάτινο του εσκέπασε, σφικτά στερεωμένο
μέσα σε πάμπολλα λουριά, κι είχε μαλλί στο βάθος,
και χοίρου δόντια σύμπυκνα λευκά το περιδέναν.
Τούτο είχε κλέψ’ ο Αυτόλυκος στην Ελεώνα, οπόταν
του Ορμενίδη Αμύντορος ετρύπησε το δώμα.
Στην Σκάνδειαν του Αμφιδάμαντος, κατοίκου των Κυθήρων
το’στειλε αυτός κι ενθύμημα στον Μόλον της ξενίας
ο Αμφιδάμας το’δωκε. Και στον υιόν του ο Μόλος
τον Μηριόνην τ’ άφησε. Και αυτό το κράνος ήταν
πού έζωσε το μέτωπον του θείου Οδυσσέως.
Και αφού τα όπλα εζώσθηκαν τα φοβερά και οι δύο,
εξεκινήσαν και άφησαν αυτού τους πολεμάρχους.
Δεξιά του δρόμου ερωδιόν τους έστειλε σιμά τους
η Αθηνά, και το πουλί τα μάτια τους δεν είδαν
εις το σκοτάδι, αλλ’ άκουσαν τον ήχον της φωνής του.
Ο Οδυσσεύς εχάρηκε δια το πουλί κι ευχήθη:
«Άκου με, ω κόρη του Διός, που πάντοτε σιμά μου
εις κάθε αγώνα ευρίσκεσαι και, άμα κινούμαι, βλέπεις.
Θεά μου, πόσο μ’ αγαπάς εξόχως δείξε τώρα.
Ευδόκησε να γύρουμε στα πλοία δοξασμένοι
από μέγα κατόρθωμα, να το θυμούνται οι Τρώες.».
Και ο Διομήδης δεύτερος ευχήθη: «Κι εμέ τώρα
άκουε, κόρη του Διός. Έλα σιμά μου, ως ήσουν
και εις τον πατέρα μου σιμά τον ένδοξον Τυδέα
στες Θήβες, που των Αχαιών επήγε απεσταλμένος.
Στες όχθες τότε του Ασωπού σταμάτησ’ ο στρατός των,
και λόγον πράον έφερεν αυτός εις τους Καδμείους.
Αλλ’ έργα στην επιστροφήν κατόρθωσε ανδρειωμένα
με σε, θεά, που πρόθυμη του στάθηκες στο πλάγι.
Ομοίως τώρα σώζ’ εμέ και στασου εις το πλευρόν μου.
Κι εγώ μιαν πλατυμέτωπην δαμάλα θα σου σφάξω,
χρονιάρικην, που τον ζυγόν του ανθρώπου δεν γνωρίζει.
Θα σου την σφάξω, αφού πριν τα κέρατα χρυσώσω.».
Ευχήθηκαν και απ’ την θεάν η ευχή τους εισακούσθη.
Και αφού την ευχήν έκαμαν εις του Διός την κόρην
βαδίζαν, ως δυο λέοντες, την μαύρη νύκτα, επάνω
εις τες σφαγές, εις τους νεκρούς, στα όπλα και στο αίμα.
Αλλ’ ούδ’ ο Έκτωρ άφησε τους Τρώας να κοιμώνται,
και όλους εσυγκάλεσε τους πρώτους πολεμάρχους,
όσοι στους Τρώας αρχηγοί και κυβερνήτες ήσαν.
Γνώμην σχεδίαζε σοφήν ο Έκτωρ και τους είπε:
«Ποιος το έργον που θα ειπώ θα υπόσχεται να κάμη
με δώρον μέγα; Και αρκετή θα είναι η ανταμοιβή του.
Αμάξι και υψηλόλαιμα πουλάρια εγώ θα δώσω,
απ’ όσα έχουν οι Αχαιοί το εξαίρετο ζευγάρι,
σ’ όποιον τολμήσει – κι ένδοξον θα κάμει τ’ όνομά του –
σιμά στα γοργά πλοία τους να υπάγη και να μάθη
ή, αφού από τα όπλα μας επέσαν συντριμμένοι,
να φύγουν ήδη μελετούν και δεν φροντίζουν πλέον
όλην την νύκτα να φρουρούν σβησμένοι από τον κόπον.».
Αυτά ’πε και όλοι εσώπαιναν. Και μεταξύ τους ήταν
κάποιος του θείου κήρυκος υιός, του Ευμήδη, ο Δόλων.
Είχε χαλκόν αμέτρητον στο σπίτι και χρυσάφι,
άσχημην είχε την μορφήν, αλλ’ ήτο γοργοπόδης.
Και μέσα εις πέντε αυτάδελφες αυτός το μόνο αγόρι.
Εκείνος προς τον Έκτορα τότ’ είπε και στους Τρώας:
«Έκτωρ, εμέ σπρώχν’ η καρδιά κι η ανδρική ψυχή μου
στα γοργά πλοία των εχθρών να υπάγω και να μάθω.
Αλλά το σκήπτρο σήκωσε και ορκίσου να μου δώσης
τους ίππους και την άμαξαν την χαλκοστολισμένην,
που φέρνουν τον ισόθεον Πηλείδην Αχιλλέα.
Κι εμέ καλόν κατάσκοπον θα εβρής, ως περιμένεις.
Πέρα εγώ πέρα τον στρατόν θα σχίσ’ ώσπου να φθάσω
στο πλοίον του Αγαμέμνονος, εκεί που οι πολεμάρχοι
να φύγουν θα βουλεύονται ή και να πολεμήσουν.».
Είπε, κι εκείνος έλαβε το σκήπτρον και του ωρκίσθη:
«Μάρτυς μου ο Ζευς πολύβροντος ομόκλινος της Ήρας
των Τρώων άλλος από σε δεν θ’ ανεβή τους ίππους
εκείνους, και θ’ αγάλλεσαι συ μόνος να τους έχεις.».
Αυτά ’πε και ψευδόρκισε, κι εμψύχωσεν εκείνον.
Κι ευθύς το τόξο εκρέμασεν, εφόρεσε τομάρι
λύκου στακτιού, σκεπάσθηκε με κράνος της νυφίτσας,
λόγχην επήρε ακονητήν, και απ’ τον στρατόν προθύμως
προς τα καράβια εκίνησεν. Αλλά να φέρη εκείθεν
είδησιν εις τον Έκτορα δεν ήταν διορισμένο.
Αλλ’ όταν έξω απ’ τον λαόν ευρέθη και απ’ τ’ αμάξια,
έτρεχε τότ’ ελεύθερα. Και ο θείος Οδυσσέας
ερχόμενον τον νόησε και στον Διομήδην είπε:
«Αυτού κάποιος μας έρχεται, Διομήδη, απ’ το στρατόν τους.
Δεν ξεύρω αν στα καράβια μας κατάσκοπος εστάλη,
ή δια να γδύση σώματα νεκρών εβγήκε μόνος.
Ολίγο ας πάρη διάστημα πριν του χυθούμ’ επάνω
δια να τον πιάσωμε κι εάν στα πόδια μας νικήση,
συ πάντοτε στα πλοία μας, μακράν απ’ τον στρατόν του
βιάζε τον με την λόγχην σου να μην αλλάξει δρόμον,
μη μας ξεφύγη τρέχοντας οπίσω προς την πόλιν.».
Είπαν και μέσα εις τους νεκρούς έξω του δρόμου εγύραν,
και αυτός γοργά προσπέρασεν ο ανόητος. Αλλ’ όταν
απείχε όσο μονόβολα οργώνουν τα μουλάρια –
ότ’ είναι αυτά καλύτερα και από τα βόδι’ ακόμη
στο βαθύ νειάμα να τραβούν το κολλητόν αλέτρι –
εχύθηκαν κι εστάθη αυτός, ως άκουσε τον κρότον.
Πως ήσαν φίλοι απ’ τον στρατόν, επίστευε, σταλμένοι
από τον Έκτορα να ειπούν οπίσω να γυρίσει.
Και ότ’ ήσαν τόσο διάστημα όσο τ’ ακόντι φθάνει,
και τους εγνώρισεν εχθρούς, εις την φυγήν κινούσε
γοργά τα πόδια και όρμησαν αυτοί να τον προφθάσουν.
Και ως δυο σκύλοι σκληρόδοντες, εξαίσιοι στο κυνήγι,
λαγόν ή ζάρκαδον στενά ξετρέχουν μες στον λόγγον,
και αυτός φεύγει βελάζοντας. Στενά και ο Διομήδης
και ο πορθητής ο Οδυσσεύς τον Δόλωνα εκυνήγαν,
τον δρόμον αφού του’κοψαν να γύρη στον στρατόν του.
Και προς τα πλοία φεύγοντας, στους φύλακες πλησίον
έφθασε. Τότ’ η Αθηνά του Διομήδη ανδρείαν
επρόσθεσε μήπως κανείς των Αχαιών ανδρείων
να καυχηθεί πως κτύπησε τον Δόλωνα προλάβη
κι εκείνος φθάση δεύτερος. Και ορμώντας με την λόγχην
επάνω του του εφώναξε: «Ή στάσου ή σε λογχίζω.
Δεν φεύγεις απ’ τα χέρια μου.». Κι έριξε το κοντάρι
κι επίτηδες τον έσφαλε. Στην δεξιά του πλάτην
επάνω η λόγχη επέρασε και μες στην γην εμπήχθη.
Κι εκείνος εσταμάτησε κι εψέλλιζ’ από τρόμον
χλωμός και μες στα στο στόμα του τα δόντι’ αντικτυπιόνταν.
Λεχάζοντας τον πρόφθασαν εκείνοι και τον πιάσαν.
«Αχ! πάρετέ με ζωντανόν», δακρύζοντας τους είπε.
Και εξαγοράν θα λάβετε. Ότι απ’ τους θησαυρούς μου,
χάλκινα σκεύη και χρυσά και σίδερο εργασμένο,
τα λύτρα ο πατέρας μου περίσσια θα σας δώση
αν μάθη ότ’ είμαι ζωντανός στων Αχαιών τα πλοία.».
Σ’ αυτόν ο πολυμήχανος απάντησ’ Οδυσσέας:
«Θάρρου. Ποσώς τον θάνατον στον νουν σου να μην έχεις.
Και τούτο θέλω να μου ειπείς αληθινά, να μάθω
τι θέλεις και από τον στρατόν στα πλοία μας πηγαίνεις
μόνος στο σκότος της νυκτός, που όλ’ οι θνητοί κοιμώνται;
Μη δια να γδύσης σώματα νεκρών εβγήκες τώρα;
Ή προς τα πλοία σ’ έστειλεν ο Έκτωρ να ερευνήσης
ό,τι συμβαίνει; Ή και σ’ αυτό παρακινήθης μόνος;»
Κι ο Δόλων του απάντησε, κι οι αρμοί του ετρέμαν όλοι:
«Ο Έκτωρ μ’ εξεμώρανε, που εδέχθη να μου δώσει
τους ίππους και την άμαξαν την χαλκοστολισμένην,
που ανήκουν εις τον θαυμαστόν Πηλείδην Αχιλλέα,
κι επρόσταξέ με στων εχθρών το στράτευμα να υπάγω
μέσα στο βάθος της νυκτός να μάθ’ ό,τι συμβαίνει,
αν είναι τα καράβια σας ως πρώτα φρουρημένα,
ή τώρα από τα χέρια μας ως είσθε συντριμμένοι,
να φύγετ’ ήδη σκέπτεσθε και δεν σας μέλει πλέον
από τον κόπον τον βαρύν, την νύκτα να φρουρείτε.».
Και του’πε με χαμόγελον ο θείος Οδυσσέας:
«Τωόντι δώρα επόθησες μεγάλα εις την ψυχήν σου,
του Αχιλλέως τ’ άλογα. Και αυτά δεν τα δαμάζει
ούτε ανεβαίνει άλλος θνητός ή μόνος ο ανδρειωμένος
Αιακίδης οπού αθάνατη τον γέννησε μητέρα.
Αληθινά τώρα θα ειπείς, ότ’ εδώ πέρα ερχόσουν,
τον πολεμάρχον Έκτορα που άφησες; Που έχει
τ’ άρματα αυτός και τ’ άλογα; Και που των άλλων Τρώων
είναι στημένες οι φρουρές και που και ποιοι κοιμώνται;
Τι μεταξύ τους μελετούν, ή εδώ πέρα θα μείνουν
πλησίον στα καράβια μας ή σκέπτονται στην πόλιν
να γύρουν, αφού εσύντριψαν στην μάχην τους Αργείους;»
Και προς αυτόν απάντησεν ο υιός του Ευμήδη, ο Δόλων:
«Και την αλήθειαν απ’ εμέ καταλεπτώς θα μάθης.
Ο Έκτωρ με τους αρχηγούς, όσ’ είναι βουληφόροι,
έχει συμβούλιον μακράν του κρότου, προς το μνήμα
του Ίλου. Και ως προς τες φρουρές, που μ’ ερωτάς, ανδρείε,
φρουρά δεν είναι χωριστή το στράτευμα να σκέπη.
Ότι στων Τρώων τες πυρές όσ’ είναι αναγκασμένοι
άνδρες φυλάγουν άγρυπνοι και αντιπαρακινούνται.
Αλλ’ οι διάφοροι λαοί, που βοηθοί τους ήλθαν,
κοιμώνται, και την φύλαξιν αφήνουν εις τους Τρώας
ότι γυναίκες ή παιδιά πλησίον τους δεν έχουν.».
Σ’ εκείνον ο πολύβουλος απάντησε Οδυσσέας:
«Αλλά κι εκείνοι ανάμικτα με τους ανδρειωμένους
Τρώας κοιμώνται ή μακρά; Τούτο θα ειπείς να μάθω.».
Και ο Δόλων του αποκρίθηκεν: «Όλ’ απ’ εμέ θα μάθης
καταλεπτώς, όσα ερωτάς. Στο μέρος της θαλάσσης
οι τοξοφόροι Παίονες, των Πελασγών το θείον
γένος, αυτοί και οι Λέλεγες, οι Καύκωνες και οι Κάρες.
Την Θύμβραν οι περήφανοι Μυσοί κι οι Λύκιοι βλέπουν
και των Φρυγών οι ιππόμαχοι λαοί και των Μαιόνων.
Αλλά προς τι καταλεπτώς να μ’ ερωτάτε εις όλα;
Εάν θενά πατήσετε το στράτευμα των Τρώων,
ιδού οι Θράκες νιόφερτοι και ανάμεσα στην άκρην
ύστεροι απ’ όλους και μ’ αυτούς ο Ρήσος βασιλέας,
του Ηιονέως ο υιός. Και οι ίπποι του είναι ωραίοι,
μεγάλοι, ανεμόποδες, λευκότεροι απ’ το χιόνι.
Μ’ αργυροχρυσοκόλλητον ήλθεν αυτός αμάξι,
μόνον οι αθάνατοι θεοί να τα φορούν αρμόζει.
Αλλά σεις τώρα φέρτε με στα ταχυπόρα πλοία,
ή εδώ με άπονον δεσμόν να μείνω δέσετέ με,
ωσότου επανέλθετε και γνωρισθώ τωόντι
αν ψευδολόγησα εις εσάς ή την αλήθειαν είπα.».
Μ’ άγριο βλέμμα ο δυνατός του είπε Διομήδης:
«Ω Δόλων, αφού έπεσες στα χέρια μας, μη ελπίζεις
να φύγεις αν κι ευχάριστα το στόμα σου μας είπε.
Και αν τώρα σ’ απολύσωμεν ή λύτρα σου δεχθούμεν,
πάλιν θα έλθης στα γοργά των Αχαιών καράβια
κατόπιν ή κατάσκοπος ή να μας πολεμήσης.
Αλλ’ αν σου δώσω θάνατον, στο εξής δεν θα’σαι πλέον
στους Αχαιούς ολέθριος.». Και ως άπλωνε το χέρι
ο Δόλων στο πηγούνι του να τον εξιλεώσει,
όρμησε με την μάχαιραν επάνω του ο Τυδείδης,
του εχώρισε τον λάρυγγα κι εκόπηκαν τα νεύρα,
κι ενώ μιλούσ’ εκύλησε στο χώμα η κεφαλή του.
Και αυτοί το λυκοτόμαρο του επήραν και το κράνος,
το τόξ’ οπισθοτέντωτο και το μακρύ κοντάρι.
Προς την νικήτραν Αθηνά τα σήκωσ’ ο Οδυσσέας
ψηλά στο χέρι κι έκαμεν ευχήν: «Με τούτα χαίρου,
θεά, τα λάφυρα, και σε των αθανάτων πρώτην
με δώρα θα τιμήσωμεν. Και τώρα οδήγησέ μας
στους ίππους και στο στράτευμα των μαχητών της Θράκης.».
Είπε κι επάνω τα’βαλε ψηλά σ’ ένα μυρίκι.
Κι επήρε κι έκοψε τρανό σημάδι από καλάμια
δεμένα με μυρίκινα κλαδιά, να μη τα χάσουν
μέσα στο σκότος της νυκτός εις την επιστροφήν τους.
Κι εκείνοι αίμα κι άρματα πατώντας προχωρούσαν,
ώσπου στους Θράκες έφθασαν. Τους ήβραν που εκοιμόνταν
σβησμένοι από τον κάματον, με τ’ άρματα σιμά τους
στην γην με τάξιν, τρεις σειρές. Και δίζυγα πουλάρια
είχε καθείς στο πλάγι του. Στην μέσην εκοιμάτο
ο Ρήσος και οι ταχύποδες ίπποι του από την άκρην
της άμαξας εστέκονταν με τα λουριά δεμένοι.
Τους είδε πρώτος ο Οδυσσεύς και στον Τυδείδην είπε:
«Τον άνδρα και τους ίππους του, Διομήδη, εμπρός σου βλέπεις,
που ο Δόλων πριν θανατωθεί μας έχει φανερωσει.
Δείξε, όπως είσαι, ανδράγαθος. Δεν πρέπει τ’ άρματά σου
αργά να μείνουν. Ξέλυσε τους ίππους ή τους άνδρες
φόνευε συ και άφες σε με των ίππων την φροντίδα.».
Και ως η Αθηνά τον άναψεν, εφόνευε ο Τυδείδης
δεξιά ζερβά. Κι ελεεινός ανδρών, οπού εσφαζόνταν
βόγγος ακούετο κι η γη κοκκίνιζε από αίμα.
Και ως όταν πέση λέοντας πόχει στον νουν του φόνους
μέσα εις αφύλακτην κοπήν ερίφων ή προβάτων,
ομοίως τότε αφάνιζε του Θράκες ο Τυδείδης
και δώδεκα εθανάτωσε. Και όποιον βαρούσ’ εκείνος
με κτύπημα θανάσιμο, κατόπιν ο Οδυσσέας
ο συνετός ερχόμενος τον έσερνε απ’ τον πόδα,
και τον τραβούσεν έξωθεν, όπως ανοίξει δρόμον
εις τα λαμπρά τετράποδα, μήπως εάν πατούσαν
νεκρούς ακόμη αμάθητα σκιρτήσουν από τρόμο.
Δέκατον τρίτον έσφαξε τον Ρήσον βασιλέα,
που, ενώ την ποθητήν ζωήν του έπαιρνε ο Τυδείδης,
λέχαζε απ’ όνειρο κακό που επάνω του είχε στήσει
της Αθηνάς η σύνεσις, τον έγγονον του Οινέως.
Τ’ άλογα από την άμαξαν τότ’ έλυσ’ ο Οδυσσέας
και αφού μαζί τα έδεσε με τα λουριά τα οδήγα
έξω απ’ το πλήθος κι επειδή να πάρη από τ’ αμάξι
την μάστιγα ελησμόησε, τα εκτύπα με το τόξο.
Κι έπειτα εσφύριξε σιγα σημάδι του Διομήδη.
Έμενε αυτός κι εσκέπτετο το πώς να ανδραγαθήσει,
τ’ αμάξι μ’ όλα τ’ άρματα τα υπέρλαμπρα να σύρει
απ’ το τιμόν’ ή βαστακτά στους ώμους να τα πάρει,
ή των Θρακών άλλες ζωές ακόμη να θερίση.
Τούτα ενώ διαλογίζονταν ο θείος Διομήδης,
ήλθ’ η Αθηνά στο πλάγι του και, «ω τέκνον του γενναίου
Τυδέως», είπε προς αυτόν, «να γύρεις συλλογίσου
στα κοίλα πλοία, μη συμβεί με κίνδυνον να φύγεις,
αν κάποιος άλλος των θεών σηκώσει εδώ τους Τρώας.».
Και την φωνήν της Αθηνάς άκουσε αυτός και ανέβη
σ’ ένα των ίππων κι έπληκτε τους ίππους με το τόξο
ο Οδυσσεύς κι επέταξαν προς τα γοργά καράβια.
Και ο Φοίβος ο αργυρότοξος άμ’ είδε τον Τυδείδην
συμπροβοδόν την Αθηνά, ωργίσθη κι εκατέβη
στων Τρώων το στρατόπεδον κι εσήκωσε απ’ τον ύπνον
των Θρακών έναν αρχηγόν, εξάδελφον του Ρήσου,
τον μέγαν Ιπποκόωντα. Και ως εσηκώθη εκείνος
κι είδε των ίππων έρημον τον τόπον, και τους άνδρες
να σπαρταρούν στο αίμα τους, βοήν έσυρε πόνου
κι εφώναξε κατ’ όνομα τον ποθητόν του φίλον.
Και οι Τρώες όλοι με βοές και αλαλαγμόν χυθήκαν
κι εθαύμαζαν το φοβερό κατόρθωμα που επράξαν
εκείνοι, κι έπειτ’ άβλαπτοι στα πλοία τους γυρίσαν.
Κι εκείνοι οπόταν έφθασαν εκεί που’χαν φονεύσει
τον Δόλωνα, εσταμάτησε τους ίππους ο Οδυσσέας.
Πήδησ’ ο άλλος εις την γην και τα αιματοβαμμένα
λάφυρα επήρε κι έβαλε στα χέρια του Οδυσσέως.
Ανέβη πάλι, εκέντησε τα γρήγορα πουλάρια
κι αυτά πετούσαν πρόθυμα στων Αχαιών τα πλοία.
Τον κρότον πρώτος άκουσεν ο Νέστωρ και τους είπεν:
«Ω πολεμάρχοι αγαπητοί, προστάτες των Αργείων,
μαντεύω ή σφάλλω; Και η καρδιά μου λέγει να ομιλήσω.
Κρότον ακούω καθαρά των ταχυπόδων ίππων.
Να’φερναν εδώ λάφυρον απ’ τον στρατόν των Τρώων
αυτούς τους ίππους ο Οδυσσεύς και ο δυνατός Τυδείδης.
Αλλ’ όμως η καρδία μου τρομάζει μήπως πάθουν
από των Τρώων την ορμήν εκείν’ οι ανδρειωμένοι.».
Τον λόγον δεν τελείωσεν, κι ήσαν εκείνοι εμπρός τους.
Κι ευθύς επέζευσαν αυτοί και όλοι φαιδροί τριγύρω
οι Αργείοι τους ασπάζοντο και τους γλυκομιλούσαν.
Και ο Νέστωρ ο Γερήνιος ερώτησέ τους πρώτος:
«Λέγε μας πώς ελάβετε, τρισένδοξε Οδυσσέα,
τους ίππους τούτους; Λάφυρον τους πήρετε των Τρώων,
ή δώρον είν’ ενός θεού που σας εφανερώθη;
Του ηλίου, θαύμα τρομερόν, ομοιάζουν τες ακτίνες.
Πάντοτε μέσα ευρίσκομαι στες φάλαγγες των Τρώων,
ότι αν και γέρος μαχητής, θαρρώ που οκνός δεν μένω,
αλλ’ ίππους τόσο θαυμαστούς ποτέ μου εγώ δεν είδα.
Ναι, με το χέρι του θεός σας έδωκε τους ίππους,
διότι αγάπην περισσήν σας έχουν και των δύο
και η γλαυκόφθαλμη Αθηνά και ο βροντητής Κρονίδης.».
Σ’ αυτόν τότε ο πολύβουλος απάντησε Οδυσσέας.
«Νέστωρ Νηλείδη σεβαστέ, των Αχαιών ω δόξα,
εύκολα δύνανται οι θεοί, που τόσο ανώτερ’ είναι,
ίππους να δώσουν και απ’ αυτούς, αν θέλουν, καλυτέρους.
Και τούτ’ είναι νεόφερτοι από την Θράκην ίπποι.
Τον κύριόν τους φόνευσεν ο δυνατός Τυδείδης
και δώδεκα στο πλάγι του των πρώτων ανδειωμένων.
Και άλλον στα πλοία μας σιμά δέκατον τρίτον άνδρα
φονεύσαμε που έρχονταν κατάσκοπος σταλμένος
των Τρώων και του Έκτορος εις το στρατόπεδόν μας.».
Είπε κι ευθύς τον χάντακα περνούσε με τους ίππους
περήφανος και ολόχαροι κατόπ’ οι πολεμάρχοι.
Και ότ’ έφθασε στην στερεήν σκηνήν του Διομήδη,
εις το παχνί με τα λουριά προσέδεσαν τους ίππους
όπ’ ήσαν και τα γρήγορα πουλάρια του Τυδείδη
και σίτον έτρωγαν γλυκόν. Και απέθεσε στην πρύμνην
ο Οδυσσεύς του Δόλωνος τα όπλα αιματωμένα
ώσπου θυσίαν της θεάς κατόπιν ετοιμάσουν.
Και αυτοί μέσα στην θάλασσαν εμπήκαν ν’ αποπλύνουν
σκέλη, μεριά και τράχηλον απ’ τον πολύν τον ίδρο.
Και αφού τον ίδρο τον πολύν το κύμα της θαλάσσης
ένιψε απ’ το σώμα τους κι εδροσολογηθήκαν,
κατέβηκαν κι ελούσθηκαν στους σκαλιστούς λουτήρες.
Και αφού λουσθήκαν και άλειμμα το σώμα τους εχρίσαν,
εις το τραπέζι εκάθισαν και το κρασί, που ευφραίνει,
από κρατήρα ολόγεμον της Αθηνάς σπονδίζαν.
ΙΛΙΑΔΟΣ - ΡΑΨΩΔΙΑ Λ΄
Οι Αχαιοί αντιμέτωποι με την καταστροφή
Οι Αχαιοί αντιμέτωποι με την καταστροφή
Του γέρου αφήνει Τιθωνού το πλάγ’ η χρυσωμένη
Ηώς να φέρη των θεών το φως και των ανθρώπων.
Κι έστελνε ο Ζευς την Έριδα στων Αχαιών τα πλοία
κι είχε στο χέρι το φρικτό σημάδι του πολέμου.
Εστήθη στο θεόρατο καράβι του Οδυσσέως,
που ήταν στην μέσην, και η φωνή και στα δυο μερ’ ηχούσε,
και εις τες σκηνές του Αίαντος του Τελαμωνιάδη
και στου Αχιλλέως, που ακρινά τα πλοία τους εστήσαν,
θαρρώντας εις την ρώμην τους και εις την ανδραγαθίαν.
Εκείθεν έσυρε η θεά δεινήν φωνήν μεγάλην,
κι εφύσησε στων Αχαιών τα στήθη την ανδρείαν,
να πολεμούν, να μάχωνται και παύσιν να μη θέλουν.
Και αγάπησαν τον πόλεμον σφοδρότερα ή να γύρουν
με τα βαθιά καράβια τους στην ποθητήν πατρίδα.
Κι εβόησε των Αχαιών ν’ αρματωθούν ο Ατρείδης.
Και με χαλκόν αστραφτερόν ο ίδιος οπλιζόταν.
Τα σκέλη πρώτα με λαμπρές κνημίδες έζωσ’ όλα
όπου εθηλυκώνονταν με ολάργυρες περόνες.
Το στήθος σκέπασ’ έπειτα με θώρακα οπού δώρον
φιλοξενίας άλλοτε του έδωκε ο Κινύρας,
ότι το μέγα άκουσμα στην Κύπρον είχε φθάσει
που αρμένιζαν οι Αχαιοί ν’ ανέβουν εις την Τροίαν.
Όθεν εφιλοδώρησεν αυτός τον βασιλέα
και δώδεκα είχε ο θώρακας κλωστές από χρυσάφι,
δέκ’ από μαύρον χάλυβα κι είκοσι κασσιτέρου.
Και δράκοντες χαλυβικοί τρεις από κάθε μέρος
ως τον λαιμόν απλώνονταν, ως Ίριδες, που ο Δίας
σταίνει στα νέφη φοβερό σημάδι στους ανθρώπους.
Και από τους ώμους κρέμασε το ξίφος, που η λαβή του
άστραπτε χρυσοκόμπωτη κι είχε αργυρήν την θήκην,
με κρεμαστάρια ολόχρυσα καλά συναρμοσμένην.
Κι εύμορφην, πολυδαίδαλην, σκέπην ανδρών, ασπίδα
επήρε, και την έζωναν χάλκινοι κύκλοι δέκα.
Κι είκοσιν ήσαν ομφαλοί λαμπροί του κασσιτέρου
λευκοί κι ένας χαλύβδινος εμαύριζε στην μέσην.
Στον γύρον ήταν η Γοργώ με τ’ άγριο κοίταγμά της
τρομακτικόν και ολόγυρα με την Φυγήν ο Φόβος.
Τον τελαμώνα είχε αργυρόν. Και δράκοντας επάνω
εστρέφετο από χάλυβα, και τρεις από τον μόνον
λαιμόν φυτρώνουν κεφαλές αντίστροφα γυρμένες.
Με κράνος τετραφάληρον την κεφαλήν του σκέπει
και με την χήτην σείετο φρικτός επάν’ ο λόφος.
Επήρε δυο κοφτερά κοντάρια χαλκοφόρα
κι η λάμψις απ’ τες άκρες των κτυπούσε στον αιθέρα.
Τότ’ εβροντήσαν η Αθηνά κι η Ήρα να τιμήσουν
των πολυχρύσων Μυκηνών τον μέγαν βασιλέα.
Τότε τους κυβερνήτας των παράγγειλαν να στήσουν
με καλήν τάξιν έμπροσθεν του χάντακος τ’ αμάξια,
και αρματωμένοι αυτοί πεζοί με ορμήν επροχωρούσαν
και αλαλαγμός απέραντος το χάραμ’ ακουόνταν.
Και πρώτοι επαρατάχθηκαν και από σιμά κατόπιν
ακολουθούσαν οι ιππείς και τάραχον ο Δίας
ολέθριον εσήκωσε κι αιματωμένην δρόσον
απ’ τον αιθέρα εστάλαζεν, ότ’ είχε αποφασίσει
πολλές γενναίες κεφαλές να στείλει μές στον Άδη.
Αλλά τους Τρώας έστησε στον όχθον του πεδίου
ο μέγας Έκτωρ και μ’ αυτόν ο θείος Πολυδάμας,
ο Αινείας οπού εδόξαζαν ωσάν θεόν οι Τρώες
ο Αγήνωρ με τον Πόλυβον, οι τρεις Αντηνορίδες,
ο Ακάμας νέος πόμοιαζεν εις τους επουρανίους.
Και ο Έκτωρ μ’ ολοστρόγγυλην ασπίδα επρομαχούσε.
Και ως απ’ τα νέφη ολόφωτο τ’ ολέθριο αστέρι λάμπει
κι έπειτα πάλι χάνεται στα σκιοφόρα νέφη,
και ο Έκτωρ πότ’ εφαίνετο στους πρώτους να προστάζει,
και πότε εις τους υστερινούς, και στ’ άρματά του όλος
έλαμπεν ως η αστραπή του αιγιδοφόρου Δία.
Και όπως αντίκρυ θερισταί, σ’ αγρόν ανδρός πλουσίου
μέσα στην ίσιαν αυλακιά θερίζουν προχωρώντας
κριθάρ’ ή σίτον και οι χεριές πυκνές οπίσω πέφτουν,
έτσι αντιμέτωποι με ορμήν οι Δαναοί και οι Τρώες
φονεύαν και την άνανδρην φυγήν στον νουν δεν είχαν.
Η μάχ’ ήτο ισοκέφαλη. Και αυτούς που ως λύκοι αφρίζαν
η Έρις η πολύθρηνος εχαίρετο να βλέπει.
Ότι αυτή μόνη των θεών παράστεκε στην μάχην.
Άλλος δεν παρευρίσκετο θεός αλλά καθίζαν
στα μέγαρά τους ήσυχοι, κει που καθένας είχε
λαμπρήν την κατοικίαν του στες φάραγγες του Ολύμπου.
Και όλοι τον μαυρονέφελον Κρονίδη εκατακρέναν,
ότι να δώση εβούλετο την δόξαν εις τους Τρώας.
Αλλά δεν τους ελόγιαζεν ο ύψιστος πατέρας
κι εκάθιζε υπερήφανος ανάμερ’ απ’ τους άλλους,
τους Τρώας και τους Αχαιούς, την πόλιν και τα πλοία
και του χαλκού τες αστραψιές θωρώντας και τους φόνους.
Και όσο ήταν αυγή και τ’ άγιο φως αύξαινε της ημέρας,
έπεφταν και των δυο στρατών άνδρες πολλοί στην μάχην.
Αλλ’ όταν ετοιμάζεται να φάγη ο ξυλοκόπος
στα όρη αφού δείλιασα τα χέρια του να σχίζουν
δένδρα μεγάλα κι έφθασεν εις την ψυχήν του ο κόρος,
κι η όρεξις της ποθητής τροφής τον κυριεύει,
τότ’ οι ανδρειωμένοι Δαναοί τες φάλαγγες εσπασαν
αντιπαρακινούμενοι. Πρώτος τον πολεμάρχον
εφόνευσε Βιάνορα ο Ατρείδης και κατόπιν
τον Οϊλέα σύντροφον εκείνου κυβερνήτην,
που επήδησ’ απ’ την άμαξαν κι ίσια του επάνω ορμούσε,
στο μέτωπο τον κτύπησε με ακονητό κοντάρι.
Την λόγχην δεν σταμάτησε τ’ ολόχαλκο στεφάνι
ώστ’ ήβρε αυτή το κόκαλο, κι εγέμισ’ όλος αίμα
ο εγκέφαλος. Κι έπεσε αυτός, μ’ όσην ορμήν κι αν είχε.
Αυτού τα λαμπρά στήθη των τους άφησε να δείχνουν
αφού τους απογύμνωσε. Κι ευθύς εχύθη επάνω
στον Ίσον και τον Άντιφον, δυο τέκνα του Πριάμου,
νόθον και νόμιμον ομού, τα δυο σ’ ένα αμάξι.
Ο Άντιφος εμάχονταν και ο νόθος κυβερνούσε.
Αυτούς επήρεν άλλοτε με λυγαριές δεμένους
ενώ τ’ αρνιά τους έβοσκαν εις τες πλαγιές της Ίδης
ο Αχιλλεύς κι εξαγοράν εδέχθη να τους λύση.
Και αυτών τον ένα κτύπησεν ο μέγας Αγαμέμνων
με λόγχην ανω του μαστού, τον Άντιφον με ξίφος,
σιμά στ’ αυτί κι έπεσε αυτός νεκρός από τ’ αμάξι.
Και θυμωμένος τ’ άρματα τα υπέρλαμπρα τους πήρε,
ότι καλά τους γνώριζεν απ’ όταν εις τα πλοία
ο ανεμοπόδης Αχιλλεύς τους έφερε απ’ την Ίδην.
Και όπως λεοντάρι αν έπεσε στην κοίτην ελαφίνας,
με τ’ ανδρειωμένα δόντια του συντρίβει τα μικρά της
εύκολα και τες απαλές ζωούλες αφανίζει.
Και αυτή και αν τύχει αυτού σιμά να είναι, τόσος τρόμος
την πιάνει οπου δεν δύναται σ’ αυτά βοηθός να γίνει.
Πετιέται, ιδρώνει τρέχοντας στα λογγωμένα δάση
κυνηγημένη απ’ την ορμήν του δυνατού θηρίου.
Όμοια μ’ εκείνην την ζωήν δεν δύνανται να σώσουν
οι Τρώες απ’ τους Αχαιούς και αυτοί κυνηγημένοι.
Τον Πείσανδρον και Ιππόλοχον, αγόρια του Αντιμάχου
του ανδρός που απ’ τον Αλέξανδρον περίσσια επήρε δώρα
χρυσάφι και δεν άφηνε, πρώτος αυτός, να δώσουν
εις τον ξανθόν Μενέλαον οπίσω την Ελένην,
επρόφθασεν ο κραταιός Ατρείδης και τους δύο
εις έν’ αμάξι, που ήθελαν τους ίππους να κρατήσουν.
Ότι απ’ τα χέρια οι χαλινοί τους φύγαν και άνω κάτω
ήσαν οι ίπποι. Τότε αυτόν, που ωσάν λεοντάρι εχύθη,
εκείνοι από την άμαξαν ικέτευαν: «Ατρείδη,
πάρε μας» είπαν «ζωντανούς και αντάξια λάβε δώρα.
Περισσούς έχει θησαυρούς ο Αντίμαχος στο σπίτι,
έχει χρυσάφι, έχει χαλκόν και σίδερο εργασμένο
και απ’ όλα λύτρα περισσά θέλει σου δώσει, αν μάθη
που ζωντανοί κρατούμεθα στων Αχαιών τα πλοίαν.».
Κλαίοντας γλυκομίλησαν αυτοί στον βασιλέα,
αλλά πικρήν αντάκουσαν αυτού την ομιλίαν.
«Αν του Αντιμάχου γέννημα σεις είσθε του ανδρειωμένου
που άλλοτ’ εσυμβούλευε στην σύνοδον των Τρώων
να σφάξουν τον Μενέλαον, που με τον Οδυσσέα
απεσταλμένος πήγε αυτού, σεις τώρα του πατρός σας
όλο θα μου πληρώσετε τ’ ονειδισμένο κρίμα.».
Και με την λόγχην πλήγωσε, τον Πείσανδρον στο στήθος
κι έπεσεν από την άμαξαν τ’ ανάσκελα στο χώμα.
Τον άλλον, που επετάχθηκε να φύγει, ρίχνει χάμου,
τα χέρια και την κεφαλήν του κόφτει με το ξίφος
και τον αμπώθει ως κύλινδρον στο πλήθος να κυλάει.
Κι ευθύς, εκεί που φάλαγγες πυκνότερες κτυπιόνταν,
όρμησε μέσα και μ’ αυτόν άλλοι Αχαιοί γενναίοι.
Πεζοί φονεύαν τους πεζούς που βιασμένοι εφεύγαν,
ιππείς φονεύαν τους ιππείς, κι επλήθυνεν η σκόνη
που ο βροντερός εσήκωνε ποδόκτυπος των ίππων.
Κατόπιν τους ο βασιλεύς ο μέγας απ’ τον φόνον
δεν παύει και τους Αχαιούς στην μάχην εμψυχώνει.
Και ως όταν φλόγα φθαρτική ξεσπάσ’ εις μέγα δάσος,
γύρω την στρέφ’ ο άνεμος και πανταχού την φέρνει
και απ’ την ορμήν της σύρριζα πέφτουν τα δέντρα κάτω,
τόσες επέφταν κεφαλές εις την φυγήν των Τρώων
από του Ατρείδη την ορμήν, κι ίπποι πολλοί κροτούσαν
άδεια τ’ αμάξια σέρνοντας στους δρόμους του πολέμου.
Και οι ποθητοί τους οδηγοί εκείτοντο στο χώμα
τα όρνεα να τους χαρούν και όχ’ οι ομόκλινές των.
Κι έσυρ’ ο Ζευς τον Έκτορα μακράν από τα βέλη,
την ταραχήν, τα αίματα και την ανδροφονίαν.
Και οι Τρώες στην αγριοσυκιά, στον τάφον του αρχαίου
Ίλου έτρεχαν άτακτοι, στην μέσην της πεδιάδος,
πρόθυμοι προς την πόλιν τους. Κα με κραυγές ο Ατρείδης
πάντοτε με τους Δαναούς σφοδρά τους κυνηγούσε
κι είχε τα χέρι’ ανίκητα, σ’ αίμα πηκτό βαμμένα.
Και αντίκρυ των Σκαιών Πυλών φθασμένοι και στον φράξον
εστάθηκαν κι ανέμεναν οι υστερινοί να φθάσουν.
Κι εκείνοι εφεύγαν σκορπιστοί στον κάμπον ως δαμάλες,
οπού λεοντάρι εσκόρπισεν ερχόμενες το δείλι
και απ’ όλες μία φανερά τον όλεθρον γνωρίζει.
Με τα ανδρειωμένα δόντια του συντρίβει τον λαιμόν της,
και όλα τα εντόσθια της ρουφά κα πίνει το αίμα.
Όμοια και αυτούς κατάποδα πατούσεν ο Αγαμέμνων
και πάντοτετον ύστερον εφόνευε ως εφεύγαν.
Κι επίστομα και ανάσκελα επέσαν απ’ τα αμάξια
πάμπολλοι από την λόγχην του, καθώς λυσσομανούσε.
Αλλ’ όταν επλησίαζαν στην πόλιν και στον πύργον,
τότε ο πατέρας των θεών και των θνητών ανθρώπων
κατέβη από τον ουρανόν και κεραυνόν κρατώντας
στα πλάγια τα πολύβρυσα της Ίδης να καθίση.
Και προς την Ίρην έλεγε, χρυσόπτερην μηνύτραν:
«Πτερόποδ’ Ίρι, πήγαινε στον Έκτορα και ειπέ του
όσο τον Αγαμέμνονα θωρεί, τον πολεμάρχον
μες στους προμάχους λυσσερά τους άνδρες να θερίζει,
ας πάγη αυτός ανάμερα, και τον στρατόν του ας σπρώχνει
προς τους εχθρούς, τον φοβερόν αγώνα να κρατήσει.
Και όταν ή βέλος ή λογχιά τον βιάσει να πηδήσει
στ’ αμάξι, τότε δύναμιν του Έκτορος θα δώσω
να σφάζει και τους Αχαιούς να διώχνει προς τα πλοία,
ώσπου να πέσ’ ο ήλιος και τ’ άγιο σκότος φθάσει.».
Τον Δία δεν παράκουσεν η ανεμοπόδ’ Ίρις.
Και στην αγίαν Ίλιον κατέβη από την Ίδην
κι ήβρε τον θείον Έκτορα, το τέκνον του Πριάμου
να στέκη με τους ίππους του και τα λαμπρά του αμάξια.
Κι η Ίρις η πτερόποδη σιμά του εστάθη κι είπε:
«Ω Έκτορ, που συγκρίνεσαι στην γνώσιν με τον Δία,
ο Ζευς πατέρας μ’ έστειλε τα εξής να σου ομιλήσω:
Όσο τον Αγαμέμνονα θωρείς τον πολεμάρχον
μες στους προμάχους λυσσερά τους άνδρες να θερίζη,
την μάχην αναμέριζε και σπρώχνε τον στρατόν σου
προς τους εχθρούς τον φοβερόν αγώνα να κρατήσης.
Και όταν ή βέλος ή λογχιά τον βιάση να πηδήσει
στ’ αμάξι, τότε δύναμιν σ’ εσέ θα δώσει ο Δίας,
να σφάζης και τους Αχαιούς να διώχνεις ως τα πλοία,
ώσπου να πέσ’ ο ήλιος και τ’ άγιο σκότος φθάσει.».
Αυτά του είπε κι έφυγεν η ανεμόποδ’ Ίρις.
Και ο Έκτωρ μ’ όλα τ’ άρματα επήδησε απ’ τ’ αμάξι,
τις λόγχες σείει και παντού στο στράτευμα γυρίζει,
στην μάχην σπρώχνει και δεινήν πολέμου ανάφτει φλόγα.
Τινάχθηκαν και αντίκρισαν τους Αχαιούς εκείνοι.
Και απ’ τ’ άλλο μέρος έσφιξαν τες φάλαγγες οι Αργείοι
την μάχην πάλι εσύστησαν οι αντίθετοι. Και πρώτος
όρμησ’ ο Ατρείδης πρόθυμος παντού να προμαχήσει.
Μούσες του Ολύμπου εγκάτοικοι, σεις τώρα λέγετέ μου,
ποιος πρώτος τότ’ εστήθηκεν εμπρός εις τον Ατρείδην
των Τρώων ή των ξακουστών στην μάχην βοηθών των.
Ο Αντηνορίδης καλοειδής και μέγας Ιφιδάμας.
Αυτόν στην Θράκην κάρπιμην μητέρα των προβάτων
μικρόν ακόμη ανάθρεψεν ο πάππος του Κισσέως
που της ευμορφοπρόσωπης Θεανούς ήταν πατέρας.
Και ότ’ έφθασε της ζηλευτής νεότητος στο άνθος
του έδωκε την κόρην του σιμά του να τον έχει,
και απ’ τον νυμφώνα, ως άκουσε των Αχαιών την φήμην,
ξεκίνησε με δώδεκα κυρτόπρωρα καράβια.
Κι έπειτα οπίσω τ’ άφησε στην πόλιν της Περκώτης
κι ήλθε πεζός στην Ίλιον και αυτός να πολεμήσει.
Κι εκείνος τότ’ εστήθηκεν εμπρός εις τον Ατρείδην.
Και οπόταν επροχώρησαν κι εβρέθηκαν αντίκρυ,
του Ατρείδ’ η λόγχη έγυρε αλλού κι εκείνον δεν επήρε.
Και κάτω από τον θώρακα, στην ζώνην, ο Ιφιδάμας
τον κτύπησε κι εστήριξε με το βαρύ του χέρι
την λόγχην, πλην δεν έσχισε τον εύμορφον ζωστήρα,
κι η άκρη της στον άργυρον κυρτώθη ωσάν μολύβι.
Την έπιασεν ορμητικός ως λέοντας, ο Ατρείδης
και τραβηκτά την έσυρεν από το χέρι εκείνου,
και με το ξίφος έπειτα την κεφαλήν του επήρε.
Ο θλιβερός τον χάλκινον ύπνον αποκοιμήθη
στους συμπολίτες του βοηθός μακράν της νυμφευτής του,
πριν δια τα μύρια δώρα του του ανταποδώσει χάριν.
Βόδια της έδωκ’ εκατόν κι έταξε χίλι’ ακόμη
γίδια και αρνιά, που αμέτρητα του εβόσκαν οι ποιμένες.
Αυτόν τότε απογύμνωσεν ο Ατρείδης και τα ωραία
άρματα επήρε ανάμεσα στων Αχαιών το πλήθος.
Τον αδελφόν του όπ’ έπεσεν άμ’ είδ’ ο Αντηνορίδης
ο Κόων, ο πρωτότοκος, εξαίσιος πολεμάρχος,
λύπης μαυρίλα εσκέπασε το φως των οφθαλμών του.
Του θείου Αγαμέμνονος κρυφά στο πλάγι εστήθη,
και κάτω από τον άγκωνα τον κτύπησε κι η λόγχη
τον άνοιξεν η στιλβωτή κι η άκρη εβγήκε αντίκρυ.
Ρίγος αισθάνθη στην καρδιάν ο μέγας βασιλέας.
Όμως δι’ αυτό δεν έπαυσε ποσώς από την μάχην.
Του εχύθη μ’ ανεμόθρεπτο κοντάρι στην παλάμην
και από τον πόδα ως έσερνε τον αδελφόν του ο Κόων
μέσα στο πλήθος κι έκραζε τους πρώτους πολεμάρχους,
κάτω από την ασπίδα του τον λάβωσεν ο Ατρείδης
με το κοντάρι κι έλυσε τα μέλη του κι επάνω
στο σώμα του Ιφιδάμαντος την κεφαλήν του επήρε.
Και τα παιδιά του Αντήνορος, ως ήθελεν η μοίρα,
μέσα στον Άδη απέστειλεν ο Ατρείδης βασιλέας.
Και ακόμα επεριφέρετο στες τάξεις των ανδρείων
με το κοντάρι, με τρανά λιθάρια και με ξίφος.
Ωσότου από το λάβωμα ζεστόν ανάβρυζ’ αίμα.
Αλλ’ ότε εστέγνωσε η πληγή κι εστάθηκε το αίμα,
πόνοι τότ’ έσφαζαν πικροί του Ατρείδη την ανδρείαν,
και ως εις γυναίκα όταν γεννά δριμύ τοξεύουν βέλος
οι οδυνηρές Ειλείθυιες της Ήρας θυγατέρες,
όπου της γέννας τους πικρούς πόνους μαζί τους φέρουν,
παρόμοιοι πόνοι εθέριζαν του Ατρείδη την ανδρείαν.
Πηδώντας εις την άμαξαν στον κυβερνήτην είπε
να στρέψει προς τα πλοία τους, ότ’ η καρδιά του επιάσθη.
Κι εφώναξε των Δαναών: «Ω φίλοι πολεμάρχοι,
ω των Αργείων αρχηγοί, σεις τώρ’ ακολουθείτε
δια τα γοργά καράβια μας τον ιερόν αγώνα
διότι εμέ δεν άφησεν ο πάνσοφος Κρονίδης
να πολεμήσ’ ολήμερα τους αποτόλμους Τρώας.».
Είπε και αυτός εράβδισε τους ίππους προς τα πλοία,
και αυτοί πετάξαν πρόθυμοι. Τα στήθη τους αφρίζαν
και ο κονιορτός τους έραινεν ενώ τον βασιλέα
μακράν της μάχης έφερναν σκληρά βασανισμένον.
Και ο Έκτωρ άμα ενόησε που αποχωρούσ’ ο Ατρείδης,
των Τρώων μεγαλόφωνα και των Λυκίων είπε:
«Τρώες, Λύκιοι, Δάρδανοι και σεις κονταρομάχοι,
άνδρες φανείτε, μ’ όλην σας την δύναμιν, ω φίλοι.
Τους άφησ’ ο καλύτερος κι εμένα θα δοξάσει
ο Ζεύς. Αλλά κινήσετε τους ίππους σας επάνω
των ανδρειωμένων Δαναών πολύ να δοξασθείτε.».
Είπε και εις όλους άναψε το θάρρος της ανδρείας.
Και ως κυνηγός λευκόδοντα σκυλιά κινεί να πιάσουν
αγριόχοιρον ή λέοντα, παρόμοια τον γενναίον
λαόν των Τρώων έσπρωχνεν ενάντια στους Αργείους
ο μέγας Έκτωρ, και όμοιαζε τον ανδρειωμένον Άρην.
Εις τους προμάχους μ’έπαρσν αυτός επροχωρούσε
και μες στην μάχην έπεσεν, ως πέφτει η ανεμοζάλη
και τα γαλάζια κύματα σηκώνει της θαλάσση.
Αυτού ποιον πρώτον φόνευσε, ποιον ύστερον ο Έκτωρ,
που τότε ο Ζευς εδόξαζε; Και τον Ασαίον πρώτον,
κατόπιν τους πολεμιστάς Αυτόνοον, Οπίτην,
οφέλτιον, Ώρον, Αίσυμνον, Δόλοπα τον Κλυτίδην,
Αγέλαον και Ιππόνοον ακλόνητον στην μάχην.
και αφού τούτους εφόνευσε τους αρχηγούς, εχύθη
στο πλήθος. Και ως ο Ζεφυρος με στρόβιλον και κτύπον
σκορπά τα νέφη όπ’ έφερεν ορμή σφοδρή του Νότου,
κυλούν τρανά τα κύματα πυκνά και αφρός πετιέται
ψηλά του ανέμου απ’ την ροπήν, που εδώ κι εκεί μανίζει.
Ομοίως πέφταν κεφαλές πολλές απ’ την ροπήν του.
Κακό τότε θα έβρισκε μεγάλο τους Αργείους
και θα’φευγαν στα πλοία τους, εάν του Διομήδη
δεν φώναζεν ο Οδυσσεύς: «Τι επάθαμε, ω Τυδείδη,
και τόσον η πολεμική μας έλειψεν ανδρεία;
Ω φίλε, στήσου εδώ σιμά. Και όνειδος θα’ναι μέγα
αν πάρει τα καράβια μας ο λοφοσείστης Έκτωρ.».
Και προς αυτόν απάντησεν ο δυνατός Τυδείδης:
«Εγώ θα μείνω ακλόνητος στην μάχην. Αλλά ολίγο
καλό θα ιδούμεν, ότι ο Ζεύς ο νεφελοσυνάκτης
στους Τρώας νίκην βούλεται και όχι σ’ εμάς να δώση.».
Είπε και από την άμαξαν με λόγχην τον Θυμβραίον
στην γην εβρόντησε νεκρόν, και ο θείος Οδυσσέας
φονεύει τον Μολίονα λαμπρόν ηνίοχόν του.
Και αφού νεκρούς τους άφησαν, τρικύμισαν το πλήθος,
ωσάν δυο χοίροι ατρόμητοι που πέφτουν μανιωμένοι
επάνω εις σκύλους κυνηγούς. Όμοια και αυτοί στραφήκαν
και τον εχθρόν αφάνιζαν, και αναπνοήν εδώσαν
των Αχαιών που έφευγαν τον Έκτορα τον θείον.
Έπιασαν εις μιαν άμαξαν έξοχ’ αγόρια δύο
του Περκωσίου Μέροπος, που εξαίσιος ήταν μάντις,
και αυτός ποσώς δεν άφηνε τα τέκνα του να υπάγουν
στον ανδροφθόρον πόλεμον. Αλλά δεν υπακούσαν
ότι τους έφερναν αυτού μαύρες θανάτου μοίρες.
Εκείνους τότ’ εφόνευσεν ο δοξαστός Τυδείδης
κι επήρε τα λαμπρ’ άρματα. Και από του Οδυσσέως
την λόγχην ο Ιππόδαμος και ο Υπείροχος επέσαν.
Κι εζυγοστάτησεν ο Ζευς ίσην σ’ αυτούς την μάχην
και από την Ίδην έβλεπε. Και οι φόνοι ακολουθούσαν.
Τον Παιονίδην ήρωα ελόγχισε ο Τυδείδης
στον γόφον, τον Αγάστροφον, που τόσο απομωράνθη
ώστε τους ίππους δεν είχε σιμά του να προσφύγει.
Μακράν του είχε ο ακόλουθος, και αυτός επρομαχούσε
πεζός, ωσότου έχασε την ποθητήν ζωήν του.
Άμα τους είδε, με κραυγήν επάνω τους εχύθη
ο Έκτωρ και κατόπι του οι φάλαγγες των Τρώων.
Και άμα τον είδ’επάγωσεν ο δυνατός Διομήδης,
και του Οδυσσέως έλεγε που ευρίσκετο σιμά του:
«Κακό μεγάλο ροβολά σ’ εμάς ο μέγας Έκτωρ.
Αλλ’ ας μείνωμε ακλόνητοι μαζί ν’ αντισταθούμε.».
Είπε και το μακρόσκιον του ετίναξε κοντάρι,
και ως ήθελε του επέτυχε την κεφαλήν στην άκρην
της κόρυθος. Αλλ’ ο χαλκός απ’ τον χαλκόν εδιώχθη.
Τ’ ωραίον δέρμα εφύλαξεν η περικεφαλαία
η κωνική με δίπλες τρεις, δώρον λαμπρόν του Φοίβου.
Πού μακράν εσύρθηκεν ο Έκτωρ μες στο πλήθος,
γονατιστός εστάθηκε κι εστήριξε το χέρι
στην γην και σκότος σκέπασε βαθύ τους οφθαλμούς του.
Κι ώσπου ο Τυδείδης έτρεχε μακράν μες στους προμάχους
κατόπιν εις την λόγχην του στο μέρος όπου εμπήχθη
ο Έκτωρ εξανάσανε, στ’ αμάξι πάλι ανέβη
και μες στο πλήθος ξέφυγε την μοίραν του θανάτου
και ορμώντας με την λόγχην του του φώναξε ο Τυδείδης
«Και πάλιν, σκύλ’, εξέφυγες τον θάνατον. Τον είδες
κοντά σου. Πάλιν σ’ έσωσεν ο Φοίβος, και σ’ εκείνον
ευχήσου, οπόταν προχωρείς κει που κροτούν τ’ ακόντια.
Θα σ’ απαντήσω κι ύστερα και θα σε τελειώσω
αν κάποιος είναι των θεών κι εμέ να βοηθήση.
Δια τώρα πάλιν θα χυθώ στους άλλους, όποιον έβρω.».
Είπε κι εβάλθη τον λαμπρόν να γδύση Παιονίδην.
Και ο Πάρις τότε, ο σύγκλινος της εύμορφης Ελένης,
εις τον Τυδείδην τέντωνε το τόξο, στηριγμένος,
από στήλην του μνήματος, που’χε ο λαός σηκώσει
του αρχαίου δημογέροντος του Ίλου Δαρδανίδου.
Και απ’ τον λαμπρόν Αγάστροφον ως σήκωνε ο Τυδείδης
τον θώρακα, την φωτεινήν ασπίδα και το κράνος,
ο Αλέξανδρος του τόξου του το κέρατο ετραβούσε,
και όχι χαμένα επέταξε το βέλος και τον πήρε
στο κτένι του δεξιού ποδός και αντίπερα το βέλος
στην γην εμπήχθη. Επήδησεν απ’ το καρτέρι ο Πάρις,
γελώντας και καυχώμενος «λαβώθηκες» του είπε.
«Χαμένα δεν ετόξευσα. Να σ’ είχα στο λαγγόνι
μέσα επιτύχει, να’πεφτες αυτού νεκρός εμπρός μου
και τότε από την συμφοράν θ’ ανάσαιναν οι Τρώες
που τρέμουν σε ως τον λέοντα τα ερίφια που βελάζουν.».
Και ο Διομήδης άφοβα του εφώναξεν: «Αχρείε
άνδρα στο τόξον ένδοξε, δειλέ παρθενοσκόπε,
εάν μ’ εμέ δοκιμασθείς εσύ να πολεμήσεις,
θα ιδείς πόσο το τόξο σου αξίζει και τα βέλη.
Και τώρα ότι μου χάραξες το πόδι το’χεις δόξα.
Λογιάζω πως μ’ εκτύπησε γυναίκα ή και παιδάκι.
Άστοχον είναι ανδρός δειλού, μηδαμινού το βέλος.
Αλλ’ απ’ το χέρι μου πικρό πολύ φεύγει το βέλος
και θανατώνει άνθρωπον και αν ξώδερμα τον πάρη.
Η χήρα του με τα ορφανά τα μάγουλά της δέρνει,
και αυτόν που σέπεται νεκρός στο αιματωμένο χώμα
γυναίκες δεν μοιρολογούν, αλλ’ όρνια τριγυρίζουν.
Είπε, κι εμπρός του εστήθηκεν ο θείος Οδυσσέας
και οπίσω αυτός καθήμενος τραβούσε από το πόδι
το πικρό βέλος και δριμύς τον έσφαζεν ο πόνος.
Και όρμησ’ ευθύς στην άμαξαν κι είπε στον κυβερνήτην
να στρέψει προς τα πλοία τους ότ’ η καρδιά του επιάσθη.
Έμεινε μόνος ο Οδυσσεύς, ουδέ σιμά του εστάθη
κανένας απ’ τους Αχαιούς. Όλους επήρε ο φόβος.
Κι έλεγε με παράπονον στην ανδρικήν ψυχήν του:
«Αχ! τι θα γίνω; Είναι φρικτόν το πλήθος από φόβον
να φύγω, αλλά χειρότερον εάν με πιάσουν μόνον,
αφού τους άλλους Δαναούς εσκόρπισε ο Κρονίδης.
Πλην τούτα να διαλογισθή τι θέλησε η ψυχή μου;
Καλώς γνωρίζ’ ότ’ οι δειλοί τον πόλεμον αφήνουν,
αλλ’ όποιος είναι ανδράγαθος, ακλόνητος θα μείνη
τον θάνατον εις τον εχθρόν να δώσ’ ή να τον λάβη.».
Τούτα ενώ κείνος έλεγε στα βάθη της ψυχής του,
των ασπιστών του έπεσαν λόχοι πολλοί των Τρώων,
τον έζωσαν, αλλά κακό στα σπλάχνα τους εκλείσαν.
Και ως όταν αγριόχοιρον με σκύλους άνδρες νέοι
κυκλώνουν και πετιέται αυτός απ’ την καρδιά του λόγγου
το λευκό δόντι στα κυρτά σαγόνια του τροχίζει,
εκείνοι ορμούν επάνω του να τον δεχθούν, αν κι είναι
τρομακτικός και του κροτούν τα δόντι’ από την λύσσαν.
Ομοίως τον διίφιλον κυκλώναν Οδυσσέα
οι Τρώες και αυτός όρμησε με ακονισμένην λόγχην
και άνω του ώμου κτύπησε τον θείον Δηοπίτην,
τον Θώνα και τον Εύνομον εφόνευσε κατόπι.
Κι ευθύς τον Χερσιδάμαντα που εχύνετο απ’ τ’ αμάξι
ελάβωσε στον ομφαλόν απ’ την ασπίδα κάτω.
Έπεσε αυτός κι εφούκτωσε την γην με την παλάμην.
Τους άφησε κι ελόγχισε τον Χάροπα Ιππασίδην,
που ήτο του Σώκου αυτάδελφος του λαμπρογεννημένου.
Βοηθός ο Σώκος έδραμεν ευθύς ο ισόθεος άνδρας,
και από κοντά του έλεγεν: «Ω πολυεπαινεμένε,
στους δόλους και στον πόλεμον ακούραστε Οδυσσέα,
σήμερον ή θα καυχηθείς που εφόνευσες τα δύο
λαμπρά του Ιππάσου αγόρια και τ’ άρματα τους πήρες,
ή τώρ’ από την λόγχην μου θα χάσεις την ζωήν σου.».
Αυτά’πε και τον κτύπησε στην στρογγυλήν ασπίδα,
και την ασπίδα ετρύπησε το δυνατό κοντάρι
και στον τεχνικόν θώρακα εμπήχθη πέρα πέρα,
και όλην την σάρκα του’σχισεν απ’ τα πλευρά του, αλλ’ όμως
η Αθηνά δεν τ’ άφησε στα σωθικά να φθάσει.
Εννόησε που εις ακριβό δεν ελαβώθη μέρος
ο Οδυσσεύς κι εσύρθηκε και προς τον Σώκον είπε:
«Από το άκρον όλεθρον δεν θα σωθείς, χαμένε.
Κι εάν εσύ με ξέκοψες να πολεμώ τους Τρώας,
θαρρώ που σήμερον εδώ φόνος και μαύρη μοίρα
σε θ’ απαντήσει και απ’ αυτήν την λόγχην μου θα πέσεις,
να πάρω εγώ το καύχημα και ο Άδης την ψυχήν σου.».
Είπε και όπως έστρεψεν ο Σώκος δια να φύγει,
ο Οδυσσεύς του έμπηξε στην ράχην το κοντάρι.
Κι η άκρη από τους ώμους του στο στήθος πέρα εβγήκε.
Κι επάνω του εκαυχήθηκεν ο θείος Οδυσσέας:
«Ω Σώκε, γόνε αγαπητέ του ιπποδάμου Ιππάσου,
σ’ εβρήκε, δεν το ξέφυγες, το τέλος του θανάτου.
Δεν θα σου κλείσουν, δύστυχε, τα βλέφαρα ο πατέρας
ούτ’ η μητέρ’, αλλ’ όρνεα πυκνά πτεροκοπώντας
θα σε σπαράξουν. Αλλ’ εμέ στον θάνατόν μου, αν έλθει,
οι διογέννητοι Αχαιοί με τάφον θα τιμήσουν.».
Είπε και μέσ’ απ’ το πλευρό και απ’ την λαμπρήν ασπίδα
την σκληρήν λόγχην τράβηξε που του’χε ρίξει ο Σώκος.
Κι ευθύς το αίμ’ ανάβρυσε κι εδείλιασε η ψυχή του.
Το αίμα του άμα εννόησαν οι ανδρειωμένοι Τρώες
παρακινούντο με βοήν κι επάνω του εχυθήκαν.
Και υποχωρώντας έκραζεν εκείνος τους συντρόφους
και τρεις φορές τους έκραξε μ’ όσην πνοήν και αν είχε.
Και τρεις τον άκουσε φορές ο δεύτερος Ατρείδης
κι έλεγε προς τον Αίαντα, που ευρίσκετο σιμά του:
«Ω Αίας διογέννητε, μεγάλε πολεμάρχε,
στ’ αυτιά μου έφθασ’ η φωνή του αδάμαστου Οδυσσέως,
που ομοιάζει, ως να τον έπνιγαν κατάμονον οι Τρώες
αφού στης μάχης την ορμήν τον έχουν αποκλείσει.
Αλλά βοηθοί ας δράμωμεν, ως πρέπει, ότι φοβούμαι
μη πάθει, ως μόνος έμεινεν ανάμεσα εις τους Τρώας,
και θενά κλάψουν οι Αχαιοί μεγάλον πολεμάρχον.».
Είπ’ εκινήθη και σ’ αυτόν κατόπι ο μέγας ήρως.
Κι έφθασαν όπου εκύκλωναν τον θείον Οδυσσέα
οι Τρώες ως ξανθότριχοι χρυσόλυκοι στα όρη
κερατοφόρο τριγυρνούν ελάφι λαβωμένο
που ξέφυγε του κυνηγού και τρέχει όσον ακόμη
το αίμα του είναι χλωρό κι έχει ελαφρά τα πόδια.
Και όταν πέση απ’ την πληγήν μες στην σκιάν του λόγγου
τα ωμοφάγ’ αγριόσκυλα το τρώγουν, αλλά η μοίρα
κακοποιό τους στέλνει εκεί λιοντάρι και απ’ τον τρόμον
τ’ αγριόσκυλα σκορπίζονται και αυτό το κατατρώγει.
Ομοίως τον πολύβουλον ανδρείον Οδυσσέα
Τρώες πολλοί και ανδράγαθοι κτυπούσαν, και ο γενναίος
την λόγχην του έσειε μ’ ορμήν να σώσει την ζωήν του.
Σιμά του ο Τελαμώνιος με την ασπίδα ως πύργον,
εστήθη, και όλοι εδώ κι εκεί σκορπίσθηκαν οι Τρώες.
Κι εκείνον ο Μενέλαος οδήγ’ από το χέρι
έξω απ’ το πλήθος κι έφερνεν ο ακόλουθος τους ίππους.
Όρμησε ο Τελαμώνιος και, νόθον Πριαμίδην,
τον Δόρυκλον εφόνευσε, τον Πάνδοκον κατόπιν,
τον Λύσανδρον, τον Πύρασον και ακόμη τον Πυλαρτην.
και ως απ’ τα όρη ροβολά ποτάμι στην πεδιάδα,
χείμαρρος οπού του Διός νεροποντιά φουσκώνει
και ξερά δρυά σέρνουν πολλά και πεύκους τα νερά του
κι ύλην πολλήν στο πέλαγος. Όμοια την πεδιάδα
κλονίζει και άνδρες και άλογα φονεύει ο λαμπρός Αίας.
Και ο Έκτωρ δεν το γνώριζεν ακόμα, επειδή πέρα,
στης μάχης το αριστερό πλευρόν επολεμούσε,
εκεί που εξόχως κεφαλές ανδρών πολλές επέφταν
στον Ξάνθον, όπου αλαλαγμός ασίγητος βροντούσε.
Σιμά στον μέγαν Νέστορα και τον Ιδομενέα
εκεί στην λόγχην τρομερός και την ιππομαχίαν
ο Έκτωρ θρήνον έκαμνε στες φάλαγγες των νέων.
Και οι λαμπρογέννητοι Αχαιοί δεν θα οπισοποδίζαν,
αλλά ο Πάρις, σύγκλινος της εύμορφης Ελένης,
έπαυσε τον ανδράγαθον Μαχάον’ απ’ την μάχην.
Ότι με βέλος τρίγωνο τον λάβωσε στον ώμον.
Δια κείνον ελαχτάρισαν οι Αχαιοί γενναίοι,
μη πέσει, αν κλίνει ο πόλεμος, εις των εχθρών τα χέρια.
Και προς τον θείον Νέστορα τότ’ είπε ο Ιδομενέας:
«Στην άμαξάν σου ανέβα ευθύς, ω Νέστορ Νηληιάδη,
και πάρε τον Μαχάονα, και κτύπα προς τα πλοία
τα δυνατά πουλάρια σου. Πολλών αντάξιος άλλων
ανθρώπων είν’ ο ιατρός, που βέλη ν’ αποσπάσει
γνωρίζει και με βότανα λαβώματα να γιάνει.».
Είπε και ο Νέστωρ έστερξε στον λόγον του Τυδείδη.
Στην άμαξάν του ανέβη ευθύς, σιμά του και ο Μαχάων,
που γέννησ’ ο Ασκληπιός ιατρός εξακουσμένος.
Τους ίππους ράβδισεν ευθύς και αυτοί με προθυμίαν
προς τα καράβια πέταξαν, στ’ αγαπημένα μέρη.
Ο Κεβριόνης νόησε την ταραχήν των Τρώων
κι έλεγε προς τον Έκτορα, στ’ αμάξι σύντροφός του:
«Εις μίαν άκρην του κακού πολέμου εμείς οι δύο
τους Δαναούς μαχόμεθα, και ωστόσ’ οι άλλοι Τρώες
θορυβημένοι ευρίσκονται κι οι ίπποι των κι εκείνοι
από τον Τελαμώνιον. Τον γνώρισα, όπως φέρνει
αυτός ασπίδ’ απέραντην. Αλλά κι εμείς τ’ αμάξι
ευθύς ας σπρώξωμεν εκεί, όπου με τόσο πείσμα
πεζοί και ιππόμαχοι φρικτόν κροτούν πολέμου αγώνα
σφαζόμενοι και αλαλαγμός ασίγητος βροντάει.».
Είπε και με την μάστιγα ξεκίνησε τους ίππους
κι εκείνοι ως την αισθάνθηκαν γοργά το αμάξι εφέραν
των Τρώων και των Αχαιών στην μέσην κι επατούσαν
νεκρούς και ασπίδες εις την γην. Και κάτωθε το αξόνι
και της αμάξης τα πλευρά μαυρίζαν απ’ το αίμα,
που επάνω τους εράντιζαν οι οπλές των τετραπόδων
και τα στεφάνια των τροχών. Κι ελύσσ’ αυτός στο πλήθος
να ορμήσει μέσα των ανδρών. Και συντριμμόν εις όλες
τες φάλαγγες των Δαναών γυρνώντας με το ξίφος
και με την λόγχην έφερνε και με τρανά λιθάρια,
και μόνον με τον Αίαντα τον Τελαμωνιάδην
απέφευγε ν’ αγωνισθεί, διότι, αν πολεμούσε
μ’ άνδρ’ απ’ αυτόν καλύτερον, του αγανακτούσε ο Δίας.
Και στην ψυχήν του Αίαντος έβαλε ο Ζευς τον φόβον.
Στέκει, απορεί, τες πλάτες του με την ασπίδα σκέπει,
φεύγει, αφού πρώτα εκοίταξε το πλήθος, ως θηρίον
αργοκινεί τα γόνατα και στρέφεται να βλέπει.
Όμοια λεοντάρι πύρινν άνδρες του αγρού και σκύλοι
διωχνουν μακράν απ’ την αυλήν και ολόνυκτ’ αγρυπνώντας
ν’ αρπάξει δεν του συγχωρούν το άνθος των βοδιών των,
κι εκείνο, από την όρεξη σπρωγμένο των κρεάτων,
ορμά πλην ανωφέλητα, με τόσην τόλμην ρίχνουν
ακόντια επάνω του οι βοσκοί και δέματ’ αναμμένα,
που τα φοβείται αν και λυσσά. Και άμα χαράξ’ η ημέρα
κατηφιασμένο αποχωρεί. Παρόμοια τότε ο Αίας
από τους Τρώας έφευγε πολύ κατηφιασμένος
αθέλητα, φοβούμενος μη κάψουν τα καράβια.
Και ως όνος σ’ άκρην χωραφιού παιδόπουλα νικάει
απάθητος, και του’σπασαν πολλά ραβδιά στην ράχην
και στα βαθιά σπαρτά πατεί και κόβει το σιτάρι
και αν και τον δέρναν άκοπα μικρή’ναι η δύναμίς των,
και μόλις όταν χορτασθή να φύγει τον βιάζουν.
Όμοια τον μέγαν Αίαντα τον Τελαμωνιάδη,
οι Τρώες οι απότολμοι και οι βοηθοί κτυπούσαν
οπίσω του ακατάπαυστα στην μέσην της ασπίδας.
Κι εκείνος πότ’ εγύριζε την μάχην ν’ απαντήσει,
κι εκράτει αυτού τες φάλαγγες των ιπποδάμων Τρώων,
και πότε πάλι εστρέφετο να φύγει και αυτός μόνος
σ’ όλους τον δρόμον έφραζε προς τα γοργά καράβια
ολόρθος, άγριος μεταξύ των Αχαιών και Τρώων.
Και από τ’ ακόντια, που έριχναν με λύσσαν, άλλα μέσα
εις την ασπίδα εμπήγονταν με ορμήν να προχωρήσουν,
πολλά στην μέσην και πριν ή γευθούν το λευκό σώμα
στην γην στυλώνονταν ορθά, για σάρκα πεινασμένα.
Άμα τον είδε ο Ευρύπυλος λαμπρός Ευαιμονίδης
από τα βέλη τα πυκνά κακά βασανισμένον,
σιμά του εστήθη, ακόντισε με το λαμπρό κοντάρι
τον μέγαν Απισάονα Φαυσιάδην πολεμάρχον
εις το συκώτι κι έλυσε τα μέλη τ’ ανδρειωμένου.
Και όρμησ’ ευθύς και τ’ άρματα του έπαιρνε απ’ τους ώμους.
Και ο Πάρις ο θεόμορφος, άμα τον είδ’ επάνω
εις τον νεκρόν, δεν άργησε το τόξο να τραβήξει
και μέσα στο δεξιό μερί τον πέτυχε το βέλος,
και το μερί του εβάραινε ως το καλάμι εκόπη.
Εσύρθη στους συντρόφους του την μοίραν ν’ αποφύγει,
κι εφώναξε των Δαναών: «Ω φίλοι πολεμάρχοι,
ω των Αργείων αρχηγοί, γυρίσατε, σταθείτε
τον Αίαντα να σώσετε απ’ την σκληρήν ημέραν,
από τα βέλη πνίγεται και απ’ την καταραμένην
μάχην δεν θα’βγει ζωντανός, αλλ’ όλοι εδώ σταθείτε
σιμά στον μέγαν Αιαντα αντίμαχοι στους Τρώας.».
Τον λαβωμένον άκουσαν κι εστήθηκαν πλησίον
φορώντας τες ασπίδες τους, προβάλλοντες τες λόγχες.
Και ο Αίας τους απάντησεν, εγύρισε κι εστάθη,
αφού στο πλήθος έφθασε των ποθητών συντρόφων.
Ως φλόγα μ’ άσβεστην ορμήν εκείνοι επολεμούσαν,
ενώ τον Νέστορα έφερναν οι ίπποι του Νηλέως
ομού με τον Μαχάονα γοργά μακράν της μάχης.
Τον είδε και τον γνώρισεν ο θείος Αχιλλέας
ως έστεκε στο ευρύχωρο καράβι του στην πρύμνην
να βλέπει την πολύθρηνην φυγήν και τον αγώνα.
Τον σύντροφόν του Πάτροκλον εφώναξε απ’ το πλοίον.
Εις την φωνήν του εβγήκε αυτός απ’ την σκηνήν ωραίος
ωσάν ο Άρης και άρχισεν εκείθε η συμφορά του.
Πρώτος του είπ’ ο ανδράγαθος υιός του Μενοιτίου:
«Τι με φωνάζεις; Από εμέ τι θέλεις, Αχιλλέα;»
Και ο πτεροπόδης Αχιλλεύς σ’ εκείνον απαντούσε:
«Μενοιτιάδη εξαίσιε και φίλε της ψυχής μου,
τώρα θα ειδώ τους Αχαιούς στα πόδια μου να πέσουν
ότι τους ήβρε αβάστακτη της συμφοράς ανάγκη,
αλλ’ άμε, θείε Πάτροκλε, στον Νέστορα, να μάθεις
ποιον λαβωμένον φέρνει αυτός, ως βλέπω, από την μάχην.
Ομοιάζει τον Μαχάονα, του Ασκληπιού τον γόνον
όπισθεν όλος. Πλην του ανδρός τα μάτια εγώ δεν είδα
ότι έμπροσθεν μου επέρασαν γρήγορα οι φοράδες.».
Και ο Πάτροκλος υπάκουσε τον ποθητό του φίλον
και στες σκηνές των Αχαιών έδραμ’ ευθύς να φθάσει.
Και ότ’ έφθασαν εις την σκηνήν εκείνοι, από τ’ αμάξι
κατέβηκαν κι εξέζεψε τους ίππους ο Ευρυμέδων,
ακόλουθος του Νέστορος. Κι εκείνοι στ’ ακρογιάλι
εμέναν προς τον άνεμον τον ίδρον να δροσίσουν.
Κι έπειτα εμπήκαν στην σκηνήν και στα θρονιά καθίσαν.
Και μίγμα η καλοπλέξουδη τους έφτιασ’ Εκαμήδη,
η θυγατέρα του υψηλού στο φρόνημ’ Αρσινόου,
που ότ’έριξε την Τένεδον ο θείος Αχιλλέας
οι Αχαιοί του γέροντος την κόρην εδιαλέξαν
διότι στο συμβούλιον απ’όλους ήταν πρώτος.
Και αυτή τους έσυρεν εμπρός τραπέζι στιλβωμένο
μαυρόποδον και χάλκινον επάνω του κανίστρι
με το κρεμμύδι, γευστικό προσφάγι δια να πίνουν,
με χλωρό μέλι και λευκόν του αγίου σίτου αθέρα,
κι έστησε χρυσοκούμπωτο ποτήρι που είχε φέρει
ο γέρος απ’ το σπίτι του κι είχε διπλό το πόδι,
τέσσερ’ αυτιά και ολόχρυσες εις το καθένα δύο
περιστερές εφαίνονταν ως να σπυρολογούσαν.
Με κόπον απ’ την τράπεζαν καθ’ άλλος το κινούσε
γεμάτο, αλλ’ ακόπιαστα το εσήκωνεν ο γέρος.
Σ’ εκείνο τους ετοίμαζε το μίγμα η γυνή θεία,
κρασί Πράμνειο και τυρί της αίγας που με τρίφτην
χαλκινον έτριψεν αυτή, κι έραν’ επάνω αλεύρι
λευκό και αφού το ετοίμασε να το γευθούν τους είπε.
Και αφού μ’ αυτά την αναψιν της δίψας επραϋναν,
με ομιλίες έτερπαν το πνεύμ’ ανάμεσόν τους
και ο Πάτροκλος ωσάν θεός εις το κατώφλι εφάνη.
Άμα τον είδε ο γέροντας, σηκώθη απ’ το θρονί του,
τον έμπασε και του’λεγε σιμά του να καθίση.
Δεν το’στεργεν ο Πάτροκλος, και του’πε: «Σεβαστέ μου,
δεν δύναμαι, ό,τι και αν ειπείς, ως θέλεις, να καθίσω.
Φοβούμαι τον θυμόν του ανδρός που μ’έστειλε να μάθω
ποιον λαβωμένον έφερες. Αλλά και μόνος τώρα
τον αρχηγόν Μαχάονα, και βλέπω και γνωρίζω,
και αμέσως την απάντησιν θα φέρω του Αχιλλέως.
Πόσο είν’ εκείνος τρομερός, γνωρίζεις, σεβαστέ μου,
που ευκόλως και στον άπταιστον πταίσμα να εβρή συμβαίνει.».
Και ο Νέστωρ τότε απάντησε: «Πως γίνεται ο Πηλείδης
δια τους υιούς των Αχαιών, όσ’ είναι λαβωμένοι,
να οδύρεται; Και αυτός ποσώς την λύπην δεν γνωρίζει,
που κυριεύει τον στρατόν, αφ’ ότου εις τα καράβια
κείτονται από λαβωματιές οι πρώτοι πολεμάρχοι.
Κει λαβωμένοι ευρίσκονται και ο δυνατός Τυδείδης,
ο Οδυσσεύς και ο δοξαστός στην λόγχην Αγαμέμνων.
Λαβώθη και ο Ευρύπυλος εις το μερί με βέλος.
Και από την μάχην έφερα και τούτον πληγωμένον
με βέλος, όμως ο Αχιλλεύς αν και γενναίος είναι
δια μας καθόλου δεν πονεί και δεν μας ελεείται.
Ή μένει ώσπου τα πλοία μας επάνω στ’ακρογιάλι
με όλον τον αγώνα μας το πυρ να καταλύσει,
και να σφαγούμεν όλοι εκεί; Και αχ! διατί δεν έχουν
την παλαιάν τους δύναμιν τα λυγερά μου μέλη;
Ας είχα την νεότητα και ακέριαν την ανδρείαν
καθώς όταν στον πόλεμον εξ αφορμής των μόσχων
με τους Ηλείους φόνευσα τον άνδρα Ιτυμονήα,
εγκάτοικον της Ήλιδος, λαμπρόν Υπειροχίδην,
ζητώντας ανταπόδοσιν. Τον κτύπησα μ’ ακόντι
εκεί που αυτός τα βόδια του να σώσει επρομαχούσε
και ως έπεσ’ εφοβήθηκαν οι αγρότες, εσκορπίσαν.
Λάφυρα τότ’ επήραμεν απ’ το πεδίον πλήθος,
βοδιών κοπές πεντήκοντα, τόσες κοπές προβάτων
και τόσες χοίρων και γιδιών τόσα πλατιά κοπάδια,
και τρεις φορές πεντήκοντα ξανθότριχες φοράδες,
κι είχαν οι περισσότερες νεογέννητα πουλάρια.
Νύκτα μ’ εκείνα εφθάσαμε στην Πύλον του Νηλέως.
Και ο γέρος αναγάλλιασεν, ότι ως εβγήκα νέος
στον πόλεμον μου έτυχε τόσα πολλά να πάρω.
Και οι κήρυκες το χάραμα φωνάξαν να’λθουν όλοι
σ’ όσους χρεωστείτο απόδοσις μέσα στην θείαν Ήλιν.
Συνάχθηκαν κι εμοίραζαν οι γέροντες της Πύλου,
ότ’ εις πολλούς απόδοσιν οι Επειοί χρεωστούσαν
μ’ όλον που ολίγοι εμέναμεν εμείς και αφανισμένοι,
ότι μας ταλαιπώρησεν εις τους αρχαίους χρόνους
ο Ηρακλής κι εσφάγησαν όλοι οι καλοί της Πύλου.
Ότι απ’ τα δώδεκα παιδιά τα εξαίσια του Νηλέως,
εγώ μόνος του έμεινα και τ’ άλλα του απεθαναν.
Δια τούτο αυθαδιάζοντας πολύ μας αδικούσαν
των αποτόλμων Επειών τα χαλκοφόρα πλήθη.
Και απ’ όλα μιαν κοπήν βοδιών και πρόβατα τριακόσια
με τους βοσκούς των έλαβε μερίδα του ο Νηλέας,
ως είχε απόδοσιν τρανήν να λάβει απ’ τους Ηλείους
τέσσαρες ίππους μ’ όλα τους τ’ αμάξια νικηφόρους,
που έμελλαν δια τρίποδα να κάμουν τον αγώνα.
Στην Ήλιδα τους κράτησεν ο βασιλεύς Αυγείας
και πονεμένον έδιωξε σκληρά τον ιππηλάτην.
Και ο γέρος δια την ύβριν του και τ’ άνομά του έργα
λάφυρα επήρε αμέτρητα. Και τ’ άλλα εις τον λαόν του
έδωκε να τα μοιρασθούν ισόμετρα καθένας.
Τούτα ενώ κάμναμεν εμείς και των θεών θυσίες
στην πόλιν επροσφέρναμεν, τρεις πέρασαν ημέρες
κι ήλθαν εκείνοι αμέτρητοι με άρματα, με ίππους,
ο λαός όλος, κι οι αδελφοί Μολίονες μ’ εκείνους,
αγόρι’ ακόμη αμάθητα πολεμικής ανδρείας.
Πόλις Θρυούσσα ευρίσκεται κτισμέν’ εις άκρην λόφου
μακράν, αυτού στον Αλφειόν, απ’ την αμμώδη Πύλον.
Αυτήν εκύκλωσε ο στρατός με λύσσαν να την πάρουν.
Στην πεδιάδα είχαν χυθεί κι ήλθε η Αθηνά την νύκτα
μηνύτρ’ από τον Όλυμπον, να ειπεί ν’ αρματωθούμε,
και τον λαόν, που ολόγυρα τον πόλεμον ζητούσε
συνάθροισ’ εύκολα η θεά κι εμέ να πολεμήσω
δεν μ’ άφηνεν ο γέροντας και μού’κρυψε τους ίππους.
Ότ’ ήμουν, έλεγε, άπραγος στα έργα του πολέμου.
Και όμως ανδραγάθησα πεζός μες στους ιππέας,
ως εκυβέρνησ’ η Αθηνά της μάχης τον αγώνα.
Στον ποταμόν Μινύειον, που βρέχει την Αρήνην
και χύνεται στην θάλασσαν, όσο να φέξ’ η ημέρα
της Πύλου ιππείς και των πεζών συνέρρεαν τα πλήθη.
Κείθε ο στρατός μας όρμησε με όλα τ’ άρματά του
και στ’ άγιο ρεύμα του Αλφειού το μεσημέρι ευρέθη.
Θυσίαν τότ’ εκάμαμεν στον ύψιστον Κρονίδην,
ταύρον κατόπιν του Αλφειού, ταύρον του Ποσειδώνος,
και της γλαυκόματης θεάς ωραίαν αγελάδα,
και αφού στη τάξιν του κανείς εδείπνησε, στες όχθες
του ποταμού πλαγιάσαμε με τ’ άρματά μας όλοι.
Και οι μεγαλόψυχοι Επειοί την πόλιν περιζώναν,
να την χαλάσουν πρόθυμοι. Αλλά πριν να προφθάσουν,
φρικτήν σ’ αυτούς εξέσπασε πολέμου ανεμοζάλη.
Ο ήλιος μεσουράνιζε και οι δυο στρατοί κινούντο
ευχόμενοι στην Αθηνά και στον πατέρα Δία.
Αλλ’ όταν Πύλιοι κι Επειοί πιασθήκαν εις την μάχην,
τον Μούλιον πολεμιστήν εφόνευσα εγώ πρώτος
κι επήρα και τους ίππους του. Κι είχεν αυτός την πρώτη
του Αυγείου κόρην την ξανθήν, που ελέγετο Αγαμήδη,
κι εγνώριζ’ όσα βότανα της γης το πλάτος τρέφει.
Ως έρχονταν τον κτύπησα μ’ ακόντι και στο σώμα
έπεσε κι εγώ πήδησα στ’ αμάξι, και τους πρώτους
πολεμιστάς εστήθηκα. Κι ευθύς εσκορπισθήκαν
οι μεγαλόψυχοι Επειοί καθώς έπεσ’ εκείνος
που των ιππέων αρχηγός επρώτευε στην μάχην.
Και όρμησα επάνω τους ευθύς, ως μαύρη ανεμοζάλη,
πενήντα επήρ’ αμάξια τους και από καθένα δύο
άνδρες έκαμε η λόγχη μου το χώμα να δαγκάσουν.
Και ακόμα τους Μολίονας θα εφόνευ’ αλλ’ ο μέγας
ο Ποσειδών πατέρας των τους έσκεπε με ομίχλην.
Νίκην τότ’ έδωκεν ο Ζευς μεγάλην των Πυλίων.
Ότι τους κυνηγούσαμε, φονεύαμε τους άνδρες,
τα όπλα τους επαίρναμε, μέσ’ από την πεδιάδα,
όσον οπού ανεβήκαμεν εις τα Βουπράσια μέρη,
εις τον Ωλένιον κρημνόν, στον λόφον του Αλεισίου.
Εκείθεν γύρισ’ η Αθηνά τα πλήθη κι έναν άνδρα
ύστερον άφησα νεκρόν. Τότ’ οι Αχαιοί τους ίππους
απ’ τον Βουπράσιον αγρόν εστρέψαν προς την Πύλον,
και μ’ ένα στόμα ολόκληρος λαός υμνολογούσε
τον Νέστορα από τους θνητούς και απ’ τους θεούς τον Δία.
Ιδού πώς ανδραγάθιζα με τους ανδρειωμένους.
Αλλ’ ο Αχιλλεύς θα χαίρεται την αρετήν του μόνος.
Αχ! Όταν ο λαός χαθεί πολύ και αργά θα κλαύση.
Θυμήσου ό,τι ο Μενοίτιος σου πρόσταξε, ω γλυκιέ μου,
όταν στον Αγαμέμνονα σε έστελνε απ’ την Φθίαν.
Και όλα τ’ακούσαμεν εγώ και ο θείος Οδυσσέας,
στο δώμα οπότ’ εφθάσαμε το μέγα του Πηλέως,
ενώ της Αχαιίδος γης συνάζαμεν τα πλήθη.
Κει εβρήκαμε τον ήρωα Μενοίτιον και σένα.
Σιμά σας ήτ’ ο Αχιλλεύς. Και ο γέρος ο Πηλέας
του μόσχου τα παχιά μεριά στον βροντητή Κρονίδην
έκαιε μέσα εις την αυλήν, και με χρυσό ποτήρι
σπόνδιζε το γλυκό κρασί στες προσφορές που εκαίαν.
Κι ενώ εσυγυρίζατε τα κρέατα, μας είδεν
ο Αχιλλέας στα πρόθυρα. Μας πήρε από το χέρι,
μας είπε να καθίσουμε κι έβαλε αυτός εμπρός μας
το φίλεμα που δίδεται του ξένου, ως θέλ’ η τάξις.
Και την τροφήν και το πιοτόν άμ’ εχαρήκαμ’ όλοι,
τον λόγον πρώτος άρχισα και σας παρακινούσα
να μας ακολουθήσετε. Και πρόθυμοι σεις ήσθε,
και τότε οι δυο πατέρες σας πολλά σας συμβουλεύαν.
Και του Αχιλλέως σύσταινεν ο γέροντας Πηλέας
πάντοτε μεγας να φανεί και των Αργείων πρώτος
κι εσένα ιδού τι σύσταινεν ο γέρος σου πατέρας:
«Παιδί μου, αν ο Αχιλλευς στο γένος σε υπερβαίνει
και στην ανδρείαν, είσαι συ στα χρόνια ανώτερός του.
Αλλ’ ό,τι χρήσιμον σκεφθείς, συ βάλε το στον νουν του,
εύμορφα και προς το καλόν τους λόγους σου θα στέργη.».
Τούτα, και συ τα λησμονείς, που σύσταινεν ο γέρος.
Με τούτα τώρα πάσχισε να πείσεις τον Πηλείδην.
Ποιος ξέρει μην ο λόγος σου, μ’ ενός θεού την χάρν,
του συγκινήσει την ψυχήν; Καλός του φίλου ο λόγος.
Κι εάν στον νουν του έχει χρησμόν που να τον εμποδίζει,
οπού η μητέρα του η θεά του αναφερε απ’τον Δία,
ας ξαναστείλει καν εσέ και οι Μυρμιδόνες όλοι
ας έλθουν, ώστε φως εσύ των Δαναών να γίνεις.
Και να σου δώσει να φορείς στην μάχην τ’ άρματά του,
ίσως φανείς πως είσαι αυτός και αποσυθούν οι Τρώες,
απ’ τον αγών’ ανασασμόν οι Δαναοί να λάβουν,
κι είναι τ’ ανάσαμα καλόν όσον μικρόν κι αν είναι.
Κι εύκολα σεις ακούραστοι τα κουρασμένα πλήθη
θα διώξετε προς την πόλιν τους απ’ τα γοργά καράβια.».
Είπε, και τον ετάραξε στα βάθη της καρδίας,
κι εγύρ’ ευθύς σπουδακτικά οπίσω στον Πηλείδην.
Και ότ’ είχε φθάσει ο Πάτροκλος στα πλοία του Οδυσσέως
στο μέρος όπου εδίκαζαν κι έκαμναν τας συνόδους
και των θεών είχαν βωμούς ολόγυρα κτισμένους,
εμπρός του ήλθ’ ο Ευρύπυλος, λαμπρός Ευαιμονίδης
που ερχόνταν απ’ τον πόλεμον τρεκλός απ’ την πληγήν του,
που είχε λάβει εις το μερί. Κι εκείθε μαύρον αίμα
έβγαινε κι ίδρωτας πολύς του ενότιζε τες πλάτες,
αλλ’ είχε ακόμη την ψυχήν ασάλευτην στα στήθη.
Άμα τον είδ’ ο ανδράγαθος υιός του Μενοιτίου,
με πόνον τον προσφώνησεν: «Έτσι, ω δυστυχισμένοι,
των Δαναών ω αρχηγοί, και πρώτοι πολεμάρχοι,
τους σκύλους να χορτάσετε σας έμελλε στην Τροίαν,
μακράν απ’ την πατρίδα σας και από του ποθητούς σας;
Αλλά ειπέ μου, Ευρύπυλε, διόθρεπτε ήρωά μου,
οι Αχαιοί στου Έκτορος την άμετρην ανδρείαν
θ’ αντισταθούν ή θα χαθούν στην λόγχην του αποκάτω;»
Και ο συνετός Ευρύπυλος: «Ω Πάτροκλε γενναίε,
προπύργιον των Αχαιών ωιμέ δεν είναι πλέον,
αλλά στα μαύρα πλοία του γρήγορα θα πέσουν.
Κείτονται στα καράβια τους οι πρώτοι πολεμάρχοι
απ’ τα πολλά λαβώματα που επήραν εις την μάχην
και πάντοτε σφοδρότερη γίνετ’ η ορμή των Τρώων.
Αλλά στο πλοίον φέρε με να σώσεις την ζωήν μου,
τ’ ακόντι βγάλε απ’ το μερί, νίψε το μαύρο αίμα
με χλιό νερό, και χρίσε το με τα γλυκά βοτάνια,
που από τον δικαιότατον στο γένος των Κενταύρων,
τον Χείρονα έμαθ’ ο Αχιλλεύς κι εδίδαξε και σένα
ότι απ’τους δυο μας ιατρούς, λαβώθηκε ο Μαχάων,
και εις τες σκηνές μας κείτεται, κι έχει κι αυτός ανάγκην
από εξαίσιον ιατρόν, και ο άλλος με τους Τρώας
κτυπιέται, ο Ποδαλείριος, ακλόνητος στην μάχην.».
Του απάντησε ο ανδράγαθος υιός του Μενοιτίου:
«Αχ! τι θα γίνει, Ευρύπυλε; Και αν είμαι κινημένος
προς τον Πηλείδην να του ειπώ τι μού’χει παραγγείλει
ο Νέστωρ ο Γερήνιος, των Αχαιών σωτήρας,
αφού σε βλέπω εις κίνδυνον, εγώ δεν θα σ’ αφήσω.».
Είπε και μέσα στη σκηνήν αγκαλιαστά τον πήρε.
Και εις το τομάρι που άπλωσε ο ακόλουθος, τον στρώνει.
Με το μαχαίρι απ’ το μερί το πικρό βέλος βγάζει,
απ’ την πληγήν με χλιό νερό πλύνει το μαύρο αίμα,
ρίζαν του έβαλε πικρήν, που πρώτα με τα χέρια
εμάλαξε, παυσίπονη, που του έπαυσε τους πόνους
όλους, κι εστέγνωσε η πληγή, κι εστάθηκε το αίμα.
ΙΛΙΑΔΟΣ - ΡΑΨΩΔΙΑ M΄
Μάχες στα τείχη
Αυτού θεράπευε ο λαμπρός υιός του Μενοιτίου
του Ευρυπύλου την πληγήν. Ωστόσο επολεμούσαν
Τρώες και Αργείοι σύσσωμοι. Μήδ’ έμελλε το τείχος
το μέγα μηδέ ο χάντακας φραγμός δι’ αυτούς να είναι,
που έκτισαν οι Δαναοί προφυλακήν των πλοών,
χωρίς να δώσουν των θεών εξαίσιες εκατόμβες.
και τα πολλά τους λάφυρα να κλείσει και τα πλοία
το έκτισαν. Αλλ’ άβουλα των αθανάτων όλων.
Όθεν πολύν δεν έμεινεν καιρόν ορθό το κτίσμα.
Όσ’ ήτο ο Έκτωρ στην ζωήν κι εθύμωνε ο Πηλείδης
κι άπαρτη ακόμη εσώζονταν η πόλις του Πριάμου,
ολόρθο και των Αχαιών το μέγα τείχος ήταν.
Αλλ’ όταν οι καλύτεροι των Τρώων απεθάναν,
και πάμπολλοι των Δαναών επέσαν και άλλοι εμείναν,
και μες στον χρόνον δέκατον επόρθησαν την Τροίαν
οι Αργείοι και όλοι εγύρισαν στην ποθητήν πατρίδα,
ο Απόλλων και ο Ποσειδών σκεφθήκαν ν’ αφανίσουν
το τείχος, όταν έσυραν την δύναμην απ’ όσα
από την Ίδην ροβολούν στην θάλασσαν ποτάμια
Κάρησος, Ρήσος, Γρανικός, Επτάπορος, Ροδίας,
Αίσηπος, θείος Σκάμανδρος και το Σιμούντειον ρεύμα,
εκεί που κράνη πάμπολλα και ασπίδες των ημιθέων
γένος ανδρών στους άμμους του κυλούνται πεσμένα.
Αυτών ο Απόλλων έγυρε τα στόματα κι εννέα
ημέρες ρέαν όλα ομού στο τείχος, ενώ επάνω
άκοπα έβρεχεν ο Ζευς το τείχος να ποντίσει.
Και ο ίδιος με την τρίαιναν εμπρός ο κοσμοσείστης
ροβόλαε στην θάλασσαν τα θέμελ’ από πέτρες
και από κορμούς, που οι Δαναοί με κόπον είχαν θέσει.
Και στον βαθύν Ελλήσποντον εγγύς εσιάδωσ’ όλα,
και μ’ άμμον πάλι εσκέπασε το απέραντο ακρογιάλι,
το τείχος αφού αφάνισε. Κι έγυρε τα ποτάμια
όπου και πρώτα να κυλούν τα όμορφα νερά τους.
Αυτά να κάμουν έμελλαν ο Ποσειδών και ο Φοίβος
έναν καιρόν. Αλλ’ έβραζε στο στερεωμένο τείχος
η μάχη τότε κι έτριζαν των πύργων τα δοκάρια,
και αυτού καθώς τους δάμασεν η μάστιγα του Δία
οι Αργείοι προς τα πλοία τους σφικτά στενοχωρούντο
τον Έκτορα φοβούμενοι δεινόν φυγής εργάτην.
Και αυτός, ως πρώτα, εμάχονταν, ωσάν ανεμοζάλη.
Και σαν χοίρος ή λέοντας στην μέση ανδρών και σκύλων
σ’ αυτούς γυρίζει μ’ αίσθησιν της ρώμης του μεγάλην.
Φάλαγγα εκείνοι πυργωτήν αντίκρυ του μορφώνουν
και ρίχνουν βέλη αμέτρητα κι η ευγενής ψυχή του
φόβον δεν έχ’ ή δισταγμόν, αν και νεκρός θα πέσει
απ’ την ανδραγαθίαν του και των ανδρών τους λόχους
να σπάσει συχνοστρέφεται. Και όπου χουμήσει εκείνος
οι πυκνοί λόχ’ υποχωρούν. Παρόμοια μες στα πλήθη
ο Έκτωρ τους συντρόφους του παρακαλούσεν όλους
να διαβούν τον χάνδακα κι οι ίπποι του οι γενναίοι
δεν ετολμούσαν και σφοδρά χλιμίντριζαν στην άκρην
ορθοί. Καθώς τους φόβιζε φαρδύς εμπρός ο λάκκος
που δεν θα διάβαιν’ εύκολα κανείς ή θα πηδούσε.
Ότ’ υψηλές εστέκονταν και κρεμαστές οι άκρες
και απ΄τα δυο μέρη και άνωθεν ακίνητα σταλίκια
είχαν στυλώσ’ οι Αχαιοί τρανά καιστριμωμένα
προς τους εχθρούς προφυλακήν. Και αυτού δεν θα ημπορούσεν
ευκόλως ίππους σέρνοντας καλότροχον αμάξι
πόδι να στήσει και οι πεζοί διστάζαν να περάσουν.
Και στον τολμηρόν Έκτορα τότ’ είπε ο Πολυδάμας:
«Έκτορ και όλ’ οι αρχηγοί των βοηθών και Τρώων,
ανόητα στον χάντακα τους ίππους οδηγούμε.
Ότ’ είναι κακοδιάβατος, ως έχει ακονισμένα
σταλίκια κι είναι οπίσω τους των Αχαιών το τείχος.
Δεν γίνεται να κατεβούν ουδέ να πολεμήσουν
ιππείς και μες στο στένεμα θ’ αφανισθούμεν όλοι.
διότι αν τους εμίσησε και τους εξολοθρεύει
εις την οργήν του ο Βροντητής και βοηθεί τους Τρώας,
ήθελ’ αμέσως να γενεί κι εδώ μακράν απ’ τ’ Άργος
οι Αχαιοί να συντριβούν αυτοί και τ’ όνομά τους.
Αλλ’ αν στραφούν πάλιν αυτοί κι εμείς από τα πλοία
διωχθούμε και όλοι πέσωμε στου χάντακος το βάθος,
θαρρώ πως μηδέ μηνυτής την πόλιν δεν θα φθάσει
απ’ τον διωγμόν των Αχαιών να ειπεί τον όλεθρόν μας.
Κι ελάτε τώρα, ό,τι θα ειπώ να το δεχθούμεν όλοι.
Τους ίππους οι ακόλουθοι στον χάντακ’ ας κρατήσουν,
κι εμείς πεζοί τον Έκτορα με τ’ άρματά μας όλοι
θ’ ακολουθήσωμεν μ’ ορμήν, και αν είναι διορισμένο
ν’ αφανισθώμεν, οι Αχαιοί δεν θα σταθούν εμπρός μας.».
Ο Έκτωρ ήβρε ωφέλιμον ό,τι είπε ο Πολυδάμας,
και από τ’ αμάξι πήδησε χαμαί με τ’ άρματ’ όλα,
ουδ’ έμειναν στ’ αμάξια τους οι άλλοι συναγμένοι,
αλλ’ όλοι κάτω επήδησαν στον Έκτορα κατόπιν.
Και όλοι τους κυβερνήτες των παράγγειλαν να στήσουν
με καλήν τάξη έμπροσθεν του χάντακος τους ίππους.
Κι εκείν’ εις πέντε σώματα με τάξιν χωρισθήκαν,
καθένα με τους αρχηγούς. Έκτωρ και Πολυδάμας
είχαν το σώμα το εκλεκτό, πυκνό και ανδρειωμένο,
που εμάνιζε το τείχισμα να σπάσει και στα πλοία
να φέρει ευθύς τον πόλεμον. Τρίτος ο Κεβριόνης
ήταν σ’ εκείνους αρχηγός. Κι είχεν αφήσει ο Έκτωρ
άνδρ’ απ’ αυτόν κατώτερον στ’ αμάξι κυβερνήτην.
Στο δεύτερον ο Αλέξανδρος,ο Αλκάθοος και ο Αγήνωρ
ο Έλενος, ο Δηίφοβος, αγόρια του Πριάμου,
στον τρίτον σώμα και μ’ αυτούς ο Άσιος Υρτακίδης
ο ήρως, που απ’ τον ποταμόν Σελλήεντα είχαν φέρει
ίπποι φλογώδεις υψηλοί μ’εσ’ από την Αρίσβην.
Το τέταρτ’ ο καλός υιός του Αγχίση εκυβερνούσε
ο Αινείας, και μαζί μ’ αυτόν ο Αρχέλοχος και Ακάμας
δυο παιδιά του Αντήνορος. Και τους εξακουσμένους
βοηθούς οδήγα ο Σαρπηδών, και επήρε εις το πλευρόν του
τον Γλαύκον και τον φοβερόν στα όπλα Αστεροπαίον,
που, έξω απ’ αυτόν, ανώτερον απ’ όλους στην ανδρείαν
του εφάνηκαν καλύτεροι των άλλων πολεμάρχων.
Και πήκτραν αφού εμόρφωσαν στενά με τες ασπίδες
στους Δαναούς εχύθηκαν κι εθάρρουν ότι εκείνοι
δεν θα σταθούν και ακράτητοι θα πέσουν εις τα πλοία.
Κι οι άλλοι Τρώες και λαμπροί βοηθοί των υπακούσαν
σ’ ό,τ’ είπε με την άψεγην ψυχήν του ο Πολυδάμας.
Μόνος δεν το ηθέλησεν ο Άσιος Υρτακίδης,
αυτού με τον ηνίοχον τους ίππους του ν’ αφήσει,
αλλά μ’ εκείνους όρμησε προς τα γοργά καράβια,
μωρός, οπού δεν έμελλε την μοίραν να ξεφύγει
και απ’ τα καράβια νικητής να γύρει με τους ίππους
περήφαν’ ανεβαίνοντας στην ανεμώδη πόλην.
Διότι μοίρα σκοτεινή τον πήρε με την λόγχην
του υιού του Δευκαλίωνος μεγάλου Ιδομενέως.
Διότι κει που οι Δαναοί με τα ζεμέν’ αμάξια
απ’ το πεδίον γύριζαν, αριστερά των πλοίων,
έσπρωξε αυτός την άμαξαν, ουδ’ ήσαν εις τες πύλες
κλεισμένα τα θυρόφυλλα με τον μακρόν τους σύρτην,
αλλά τα’χαν ολάνοικτα δια να δεχθούν εκείνους
που εφεύγαν απ’ τον πόλεμον προς τα γοργά καράβια.
Κει με τους όρμησε και με κραυγήν κατόπιν
οι σύντροφοί του κι έλεγαν που εμπρός τους δεν θα μείνουν
οι Αχαιοί και ακράτητοι θα πέσουν στα καράβια.
Και ήβραν στες πύλες οι μωροί δυο πολεμάρχους πρώτους,
δυο τέκνα μεγαλόψυχα των Λαπιθών ηρώων
του Πειριθόου τον υιόν, ανδρείον Πολυποίτην
και τον Λεοντέα πόμοιαζε του ανθρωποφόνου Άρη.
Στες υψηλές πύλες εμπρός ήσαν στημένοι εκείνοι
ακλόνητοι, ως υψίκομα δρυά στα όρη επάνω,
οπού βροχή και άνεμος τα δέρνουν αιωνίως,
εις τες μεγάλες ρίζες των βαθιά θεμελιωμένα.
Ομοίως εις τα χέρια τους θαρρώντας και στην ρώμην
τον μέγαν Άσιον άφοβα περίμεναν εκείνοι.
Κι ίσια στο τείχος το παχύ μ’ ασπίδες σηκωμένες
οι γενναιόκαρδοι οπαδοί του πολεμάρχου Ασίου
Ιαμενός, Οινόμαος, Ορέστης, Ασιάδης
Θόων και Αδάμας με κραυγές εμπρός επροχωρήσαν.
Και ως τότ’ εκείνοι μέσαθε σφοδρά παρακινούσαν
τους Αχαιούς ν’ αγωνισθούν να σώσουν τα καράβια.
Αλλ’ άμα ενόησαν εμπρός να προωρούν οι Τρώες
στο τείχος και των Δαναών βοή φυγής ακούσθη,
τότε απ’ τες πύλες όρμησαν κι εμπρός επολεμούσαν
εκείν’ οι δύο, και όμοιαζαν αγριόχοιροι στα όρη,
που καρτερούν ατρόμητοι πλήθος ανδρών και σκύλων,
και όπως ορμούν δεξιά ζερβά τα δένδρα σπουν του δάσους
μ’ όλες τες ρίζες, και κρατούν τα δόντια των θηρίων,
ωσότου κάποιος την ζωήν μ’ ακόντι να τους πάρει.
Όμοια κρατούσεν ο χαλκός στα στήθη αυτών των δύο
ως τους κτυπούσαν άντικρυ. Κι εκείνοι επολεμούσαν
ανδρείως εις την ρώμην τους θαρρώντας και στα πλήθη,
που από τους πύργους άνωθεν ακόντιζαν λιθάρια
να σώσουν απ’ τον όλεθρον την ποθητήν ζωήν τους,
τα πλοία των και τες σκηνές. Και ως η πνοή του ανέμου,
όταν σφοδρώς ετίναξε τα σκιοφόρα νέφη,
μ’ απανωτές χιονοβολές την θρέπτραν γην σκεπάζει,
ομοίως απ’ τα χέρια των Αχαιών και Τρώων
τ’ ακόντια ρέαν άπειρα. και απ’ τες χοντρές πέτρες
ηχούσαν κούφια κόρυθες και ομφαλωτές ασπίδες.
Και τότε βαθιά στέναξεν ο Άσιος Υρτακίδης,
κι εγόγγυξε κι εφώναξε κτυπώντας τα μεριά του:
«Και συ το ψέμ’ αγάπησες, ωιμέ, πατέρα Δία.
Εγώ δεν πίστευα ποτέ ν’ αντισταθούν οι Αργείοι,
στα χέρια μας τ’ ανίκητα και στην σφοδρήν ορμήν μας.
Και, ωσάν σφήκες ή μέλισσες με ζώσιν λογισμένην
εις δρόμον κτίσαν πτερωτόν την θολωτήν οικίαν
και αν έλθουν άνδρες κυνηγοί δεν φεύγουν αλλά μένουν
και από τον βράχον πολεμούν να σώσουν τα παιδιά των,
όμοια και τούτοι μόνοι δυο τες πόλεις δεν αφήνουν
και μένουν είτε θάνατον να δώσουν ή να λάβουν.».
Είπεν αλλά δεν έπεισε την γνώμην του Κρονίδη,
που εβούλετο στον Έκτορα την δόξαν να χαρίσει.
Και ομοίως τότ’ εμάχονταν εις άλλες πύλες άλλοι
άλλ’ όλα τούτα ωσάν θεός να ειπώ φωνήν δεν έχω.
Ότι παντού πολέμου πυρ εμάνιζε στο τείχος
κι οι Αργείοι δια τα πλοία τους βιασμένοι επολεμούσαν,
αν και θλιμμένοι. Και οι θεοί που βοηθοί τους ήσαν
κατάκαρδα τους Δαναούς εσυμπονούσαν όλοι.
Και οι δυο Λαπίθες κίνησαν να συγκροτήσουν μάχην.
Και ο Πολυποίτης κραταιός υιός του Πειριθόου
τον Δάμασον εκτύπησε στο χάλκινό του κράνος.
Το κράνος δεν εκράτησε το χαλκοφόρο ακόντι
που εσύντριψε το κόκαλο κι εγέμισ’ όλος αίμα
ο εγκέφαλος. Και ως νέκρωσεν εκείνου την ανδρείαν
έπεσαν απ’ την λόγχην του ο Όρμενος και ο Πύλων
και ακόντισεν ο Λεοντεύς, καλός βλαστός του Άρη,
στην ζώνην τον Ιππόμαχον του Αντιμάχου γόνον.
Και από την θήκην έσυρε το κοφτερόν του ξίφος,
στο πλήθος όρμησε και αυτού τον Αντιφάτην πρώτον
κτύπησε και τον έστρωσε τ’ ανάσκελα στο χώμα.
Κατόπιν Μένων, Ιαμενός και Ορέστης εστρωθήκαν
απ’ το κοντάρι του όλοι ομού. Κι ενώ τους εγυμνώναν
απ’ τα λαμπρά τους άρματα, τ’ αγόρια τ’ ανδρειωμένα
ο Πολυδάμας ο λαμπρός και ο Έκτωρ οδηγούσαν,
σώμα εκλεκτό πυκνότατο, που εδίψαε να σπάσει
το τείχος και των Αχαιών να κάψει τα καράβια.
Κι εμπρός στον χάντακα έστεκαν και ακόμη εμεριμνούσαν,
ότι ενώ ήσαν πρόθυμοι τον λάκκον να περάσουν,
υψηλοπέτης αετός εφάνη δεξιά τους,
και ζωντανός στα νύχια του και κοκκινοβαμμένος
μέγας σπαρνούσε δράκοντας και πολεμούσε ακόμη.
Όσο που οπίσω γέρνοντας τον αετόν στο στήθος
έξοψε κάτω απ’ τον λαιμόν. Κι εκείνος απ’ τον πόνον
απόλυσε τον δράκοντα να πέσει μές στο πλήθος.
Και κρώζοντας επέταξε με τες πνοές του ανέμου.
Και άμα τον στικτόν δράκοντα, σημείον του Κρονίδη,
νεκρόν είδαν στο μέσον τους, επάγωσαν οι Τρώες.
Εις τον τολμηρόν Έκτορα τότ’ είπε ο Πολυδάμας:
«Έκτορ, μ’ ελέγχεις πάντοτε στην σύνοδον, αν λέγω
το αγαθόν, και του λαού τωόντι δεν αρμόζει
στον πόλεμον ή στην βουλήν παράκαιρα να λέγει,
αλλά να υψώνει πάντοτε χρωστεί την δύναμήν σου.
Και τώρα πάλιν ό,τι ορθόν νομίζω θα ομιλήσω.
Με τ’ άρματ’ ας μη πέσωμε στων Δαναών τα πλοία,
διότ’ ιδού τι προνοώ. Το πουλί τούτο αν ήλθε,
ο υψηλοπέτης αετός, στα δεξιά των Τρώων,
εις την στιγμήν που πρόθυμα τον λάκκον θα περνούσαν,
και δρακοντ’ είχε ζωντανόν στα νύχια του μεγάλον,
και τον απόλυσεν ευθύς, ώστε στα γονικά του
δεν έφθασε, στα τέκνα του τροφήν να τον προφέρει.
Όμοια κι εμείς, αν σπάσωμε τες πύλες και το τείχος
των Αχαιών ορμητικώς, και αυτοί τα οπίσω κάμουν,
στον ίδιον δρόμον άσχημα θα γύρωμε απ’ τα πλοία,
ότι θ’ αφήσωμεν αυτού πολλούς απ’ τους δικούς μας
οπού θα σφάξουν οι Αχαιοί τα πλοία τους να σώσουν.
Ιδού πώς μάντις ικανός και γνώστης των σημείων
οπού τον σέβονται οι λαοί, το πράγμα θα εξηγούσε.».
Μ’ άγριον βλέμμ’ απάντησεν ο λοφοσείστης Έκτωρ:
«Δεν μου αρέσει παντελώς ό,τ’ είπες, Πολυδάμα.
Και λόγον τούτου ορθότερον να βγάλει ξεύρει ο νους σου.
Αλλ’ αν τον λέγεις σοβαρά και μέτωρο δεν είναι,
τότ’ οι θεοί σ’ εμώραναν, αφού με συμβουλεύεις
του υψίστου Δία τες βουλές εγώ να λησμονήσω,
που με ρητήν υπόσχεσιν μου εμήνυσεν εκείνος.
Και στα πλατύπτερα πουλιά συ θέλεις να υπακούσω.
Κι εγώ δεν τα ψηφώ ποσώς, ή στου φωτός τα μέρη
δεξιά πατούν ή αριστερά στους σκότους τον αέρα.
Κι εμείς ας υπακούσωμε του Βροντητή Κρονίδη
εις την υπέρτατην βουλήν, που μόνος βασιλεύει
των αθανάτων και θνητών. Ένα σημάδι μόνον
είναι καλόν, να προμαχείς για την γλυκιάν πατρίδα.
Κι εσύ προς τι τον πόλεμον φοβείσαι και την μάχην;
Διότι αν και όλοι πέσωμεν νεκροί μες στα καράβια
εμείς οι άλλοι, να χαθείς εσύ δεν είναι φόβος.
Ότ’ η καρδιά σου είν’ άνανδρη και φεύγει από τες μάχες
αλλ’ αν από τον πόλεμον θ’ απέχεις ή τολμήσεις
με λόγια από τον πόλεμον ν’ απομακρύνεις άλλους
μάθε ότι από την λόγχην μου θα χάσεις την ζωήν σου.».
Και όρμησε πρώτος. Με βοήν οι άλλοι ακολουθούσαν
και από την Ίδην σήκωσεν ο Ζευς ανεμοζάλην,
που σκόνης ένα σύγνεφον εφύσησε στα πλοία
κι εμάργωσε των Αχαιών τον νουν ο βροντοφόρος,
την δόξαν εις τον Έκτορα να δώσει και εις τους Τρώας.
Κι εκείνοι στα σημεία του θαρρώντας και στην ρώμην
των Αχαιών το τείχισμα να σπάσουν προσπαθούσαν.
Τους προμαχώνες γκρέμιζαν, τραβούσαν τα στεφάνια,
και με λοστούς εκλόνιζαν τες στήλες, που είχαν θέσει
πρώτες στην γην οι Αχαιοί στηρίγματα των πύργων.
Και άμ’ αυτές πέσουν, έλπιζαν το τείχισμα να σπάσουν.
Όμως την θέσιν οι Αχαιοί δεν άφηναν ακόμη,
αλλ’ από ασπίδες έκαμαν φραγμόν στους προμαχώνες
κι εκείθ’ εκτύπαν τους εχθρούς του τείχους εις τον πάτον.
Στους πύργους τότ’ οι Αίαντες και οι δυο παντού γυρίζαν
κι εμψύχωναν τους Αχαιούς, με καλωσύνην άλλους,
άλλους με λόγον αυστηρόν, αν έβλεπαν να φεύγουν
ολότελ’ απ’ τον πόλεμον: «Ω φίλοι απ’ τους Αργείους
έξοχος είναι ή μέτριος, μικρότερος αν είναι –
ότι όλοι δεν είναι όμοιοι στον πόλεμον οι άνδρες –
έχει το μέρος του ο καθείς εις τούτον τον αγώνα.
Και το νοείτε μόνοι σας. Κανείς ας μη προσέχει
εις τες φοβέρες και στραφεί να φύγει προς τα πλοία
και αντιπαρακινούμενοι στα εμπρός ορμήσετ’ όλοι,
ίσως μας δώσει ο Βροντητής του Ολύμπου βασιλέας
οπίσω προς την πόλιν τους να διώξουμε τους Τρώας.».
Και με βοήν σπρώχναν αυτοί τους Αχαιούς στην μάχην.
Και ως πέφτουν οι χιονοβολές πυκνές ώρα χειμώνος,
όταν ο Ζευς ο πάνσοφος να δείξει αποφασίσει
εις τους θνητούς τα βέλη του και να χιονίσει αρχίζει.
Κοιμούνται, ως θέλ’, οι άνεμοι, και άκοπ’ αυτός το χύνει,
ως να σκεπάσει τα υψηλά βουνά, τες άκρες όλες
και τα χωράφια των θνητών και τ’ ανθηρά λιβάδια
λιμάνι’ ακόμα, ακρογιαλιές, και στης λευκής θαλάσσης
το κύμα ευρίσκει αντίστασιν. Κι επάνω εις όλα τ’ άλλα
το χιόνι πέρ’ απλώνεται, όταν ποντίσει ο Δίας.
Ομοίως, έπεφταν πυκνές οι πέτρες απ τα χέρια
των Τρώων εις τους Αχαιούς, των Αχαιών στους Τρώας,
και βρόντος εσηκώνετο στο τείχος πέρα πέρα.
Και οι Τρώες με τον Έκτορα τες πύλες και τον σύρτην
τον μέγαν δεν θα έριχναν, πλην τον υιόν του ο Δίας
έσπρωξεν ο πολύβουλος τον θείον Σαρπηδόνα
στους Αχαιούς, ως λέοντα μέσα εις βοδιών κοπάδι.
Την εύμορφην επρόβαλε και στρογγυλήν ασπίδα,
όπου τεχνίτης χάλκινην του’χε σφυροκοπήσει,
και αφού με δίπλες βοδινές την έστρωσε από μέσα,
με σύρματα ολόχρυσα τες έραψε ως τον γύρον.
Εκείνην πρόβαλεν εμπρός, και σείοντας δυο λόγες
εκίνησεν ως λέοντας, που δεν εγεύθη κρέας
πολύν καιρόν, και σπρώχνει τον η ανδράγαθη ψυχή του
και μέσα εις κτίριο στερεό στα πρόβατα να πέσει.
Και αν τους ποιμένας έβρη αυτού με σκύλους και μ’ ακόντια
τ’ αρνία να περιφρουρούν, δεν βούλεται απ’ την στάσιν
ν’ αναχωρήσει ατόλμητος, αλλ’ ή πηδώντας μέσα
κανέν’ αρπάζει πρόβατον, ή βέλος από χέρι
ανδρειωμένο τον κτυπά. Τον Σαρπηδώνα ομοίως
κινούσε η θεία του ψυχή να πεταχθεί στο τείχος
και μες στους προμαχώνες του δρόμον πλατύν να σχίσει.
Και στου Ιππολόχου τον υιόν, τον Γλαύκον ευθύς είπε:
«Γλαύκε, διατί τιμώμασθε έξοχα εμείς οι δύο
με θέσιν και με κρέατα και γεμιστά ποτήρια
εις την Λυκίαν, και ως θεούς μας βλέπει ο κόσμος όλος;
Και κτήμα μέγα ελάβαμε του Ξάνθου αυτού στες άκρες
δενδρόφυτον και κάρπιμον χωράφι σιτοφόρο;
Όθεν χρεωστούμε ανάμεσα εις τους Λυκίους πρώτοι
και τώρα ν’ απαντήσωμε τον φλογερόν αγώνα.
Ώστε να ειπεί τούτο κανείς των θωρηκτών Λυκίων:
«Όχι, καθόλου αδόξαστοι δεν είναι οι βασιλείς μας,
που την Λυκίαν κυβερνούν. Κι εάν ερίφια τρώγουν
και πίνουν διαλεκτό κρασί, τους βλέπουμε να λάμπουν
εις την ανδρείαν, πρόμαχοι στα πλήθη των Λυκίων.
Αν, ακριβέ μου, φεύγοντας απ’ τον αγώνα τούτον
αθάνατοι θα εμέναμε και αγέραστοι κατόπιν,
τότε ούδ’ εγώ θα έβγαινα να προμαχώ και σένα
δεν θα’ στελνα στον πόλεμον, όπου δοξάζονται άνδρες.
Αλλ’ αφού είναι οι θάνατοι πολλοί και να τους φύγει
κανείς δεν δύναται θνητός, ας πάμε και στην μάχην
άλλοι μ’ εμάς θα καυχηθούν ή εμείς θα καυχηθούμε.».
Το εδέχθη ο Γλαύκος πρόθυμα, και αντάμα των Λυκίων
τον μέγαν κίνησαν λαόν. Του Πετεώ το τέκνον
άμα τους είδε, ο Μενεσθεύς, επάγωσε. Ότι επάνω
ορμούσαν εις τον πύργον του τον όλεθρον να φέρουν.
Και ολόγυρά του εκύταζε να ιδεί των πολεμάρχων
κανέναν στην ανάγκην τους βοηθός αυτού να δράμει.
Κι εγγύς είδε τους Αίαντας, λεοντόκαρδο ζευγάρι,
στον πύργον και από την σκηνήν τον Τεύκρον μόλις ήλθε.
Αλλά βοήν δια ν’ ακουσθή να σύρει δεν ημπόρει
ότ’ ήταν κτύπος πόφθανεν ως τ’ ουρανού τον θόλον,
οι ασπίδες ως εκρούοντο και οι περικεφαλαίες.
Και οι πόλεις, ότ’ ήσαν κλειστές και οι Τρώες να τες σπάσουν
επροσπαθούσαν και με ορμήν κατόπιν να περάσουν.
Κι έστειλ’ ευθύς στον Αίαντα τον κήρυκα Θοώτην.
«Θοώτη, εδώ τον Αίαντα πετάξου να καλέσεις,
τους δυο μάλιστα. Ότι αυτό θα ήταν σωτηρία,
ότι φρικτός αφανισμός σ’ ολίγο εδώ θα γίνει.
Θα πέσουν μ’ όλην την ορμήν οι Λύκιοι πολεμάρχοι
οπού στην μάχην λυσσεροί κα πρώτοι εγνωρισθήκαν.
Αλλ’ αν και αυτού στον πόλεμον πολύστενοχωρούνται,
μόνον ο Τελαμώνιος ας έλθει ο μέγας Αίας,
και ο Τεύκρος εις το πλάγι του εξαίσιος τοξότης.».
Είπε και δεν παράκουσεν ο κήρυξ εις τον λόγον,
των χαλκοφράκτων Αχαιών εδιάβηκε το τείχος,
εστήθη εμπρός στους Αίαντες και προς εκείνους είπε:
«Των χαλκοφράκτων Αχαιών ανδρείοι πολεμάρχοι,
ω Αίαντες, του Πετεώ το τέκνο αγαπημένο
ολίγο καν σας θέλει εκεί να δράμετε βοηθοί του,
και οι δυο μάλιστα. Ότι αυτό θα ήταν σωτηρία.
Ότι σε λίγο αφανισμός φρικτός εκεί θα γίνει.
Θα πέσουν μ’ όλην την ορμήν οι Λύκιοι πολεμάρχοι
όπου στην μάχην λυσσεροί και πρώτα εγνωρισθήκαν.
Αλλ’ αν κι εδώ στον πόλεμον πολύ στενοχωρείσθε,
μόνος ο Τελαμώνιος ας έλθει ο μέγας Αίας
και ο Τεύκρος εις το πλάγι του εξαίσιος εις το τόξον.».
Και ο μέγας δεν αρνήθηκεν ο Τελαμώνιος Αίας,
και στον Οϊλιάδην έλεγε με λόγια φτερωμένα:
«Ω Αίας, συ και ο σύντροφος ανδρείος Λυκομήδης
μείνετ’ εδώ τους Δαναούς να σπρώχνετε στην μάχην
κι εγώ πηγαίνω κει βοηθός σ’ εκείνον τον αγώνα.
Και άμα τους φέρω ανάσασιν, ευθύς εδώ θα γύρω.».
Τους είπε και ανεχώρησεν, κατόπιν ο αδελφός του
ο Τεύκρος, και το τόξον του βαστούσεν ο Πανδίων.
Και όταν του τείχους έφθασαν από το μέσα μέρος
στον πύργον οπού ο Μενεσθεύς κρατούσεν ο γενναίος,
κι έφθασαν στην ανάγην τους, διότι των Λυκίων
οι μεγαλόψυχοι αρχηγοί κι εξαίσιοι πολεμάρχοι
στον προμαχών’ ανέβαιναν, ως μαύρη ανεμοζάλη.
Και άρχισαν αντιμέτωποι μ’ αλαλαγμόν την μάχην.
Και πρώτος άνδρα εφόνευσεν ο Τελαμώνιος Αίας
του Σαρπηδόνος σύντροφον, τον μέγαν Επικλήα.
Με τρανό μάρμαρο σκληρό που μες στο τείχος ήταν
στους προμαχώνες υψηλά και δεν θα το βαστούσε
με τα δυο χέρια τωρινός θνητός εις τα καλά του.
Και αυτός το σήκωσε υψηλά. Στην περικεφαλαίαν
το’ριξε και την άνοιξε κι εσύντριψε όλ’ αντάμα
της κεφαλής τα κόκαλα. Και απ’ τον υψηλόν πύργον
έπεσε αυτός, ως βουτηχτής κι εβγήκεν η ψυχή του.
Και ο Τεύκρος τον ανδράγαθον υιόν του Ιππολόχου
τον Γλαύκον, ως ανέβαινε το τείχος κι εγυμνώθη
το χέρι, τον ετόξευσε κι έπαυσε από την μάχην
και χάμου επήδησε κρυφά μη τους ιδεί κανένας
των Αχαιών και τες φωνές του βάλει που επληγώθη.
Σφόδρα ελυπήθη ο Σαρπηδών που είδε να φεύγει ο Γλαύκος.
Και όμως μ’ ορμήν πολεμικήν ευθύς τον Θεστορίδην
Αλκμάονα ελόγχισε και οπίσω το κοντάρι
ετράβηξε κι επίστομα κατόπιν εις την λόγχην
έπεσε αυτός κι εβρόντησαν επάνω τ’ άρματά του.
Κι έσυρε αυτός με τα βαριά του χέρια προμαχώνα
και όλον τον εκατέβασεν ώστ’ εγυμνώθη επάνω
το τείχος όλο και εις πολλούς πλατύν άνοξε δρόμον.
Και ο Τεύκρος με τον Αίαντα συγχρόνως του εχυθήκαν.
Τον τόξευσεν εις τον λαμπρόν ζωστήρα της ασπίδος
ο Τεύκρος. Αλλ’ εμάκρυνεν ο Ζευς απ’ τον υιόν του
τες μοίρες μη πέσει νεκρός αυτού σιμα στα πλοία.
Και την ασπίδα ελόγισεν ο Αίας και αν και η λόγχη
δεν βγήκε πέρα, ετάραξεν αυτόν εις την ορμήν του.
Και οπίσω λίγο εσύρθηκεν, αλλά τον προμαχώνα
δεν άφηνεν, ως έλπιζε δόξαν αυτού να λάβη.
Κι εστράφη ευθύς κι εφώναζε των θεϊκών Λυκίων:
«Ω της Λυκίας μαχηταί, που είναι η πρώτη ορμή σας;
Όσον και αν είμαι ανδράγαθος, δύσκολον είναι μόνος
δρόμον να σχίσω ανάμεσα στο τείχος προς τα πλοία.
Ακολουθείτε και οι πολλοί μεγάλα κατορθώνουν.».
Είπε κι εκείνοι απ’ την βοήν του σεβαστού κυρίου
ταράχθηκαν και πρόθυμοι σιμά του ορμήσαν όλοι.
Απ’ τ’ άλλο μέρος έσφιγγαν τες φάλαγγες οι Αργείοι
μέσ’ απ’ το τείχος. Και άρχισε μέγας σ’ αυτούς αγώνας.
Διότι μήτε οι Λύκιοι τους Δαναούς να βιάσουν
εδύνονταν και διάβασιν να σχίσουν προς τα πλοία
και μήτε οι Δαναοί ποτέ να διώξου τους Λυκίους
από τα τείχη εδύνονταν, αφού σ’ αυτά πατούσαν.
Και όπως χωράφι αμοίραστο να τερμονολογήσουν
δυο γεωργοί φιλονικούν, κι έχουν στα χέρια μέτρα
κι ερίζουν δια το ανάλογον μέρος σ’ ολίγον τόπον.
Όμοια κι αυτούς εχώριζαν οι προμαχώνες, όπου
και απ’ τα δυο μέρη εσχίζονταν στ’ ανδρειωμένα στήθη
άλλες βαριές, άλλες λεπτές, δερμάτινες ασπίδες.
Πολλών ο αλύπητος χαλκός εδάγκασε το σώμα.
Στην γυμνήν πλάτην, αν κανείς εστρέφετο εις την μάχην,
στο στήθος, κι ήσαν οι πολλοί, τρυπώντας την ασπίδα.
Και ολούθε οι πύργοι ερραίνοντο και οι προμαχώνες όλοι
από το αίμα των ανδρών και Δαναών και Τρώων,
αλλά δεν εκατόρθωναν ώστ’ οι Αχαιοί να φύγουν.
Και ως τα καυκιά της ζυγαριάς γνέστρα γυνή δικαία
ίσια κρατεί σηκώνοντας όμοια μαλλί και ζύγι
να πάρει τον μικρόν μισθόν τροφήν εις τα παιδιά της.
Όμοια κι εκείν’ ισόμετρα την μάχην εκρατούσαν,
ωσότου ο Ζευς εδόξασε τον Έκτορα μεγάλως,
και πρώτος πήδησεν αυτός στων Αχαιών το τείχος.
Και σφοδρήν έσυρε φωνήν: «Ανδρειωμένοι Τρώες,
α! σηκωθείτε, σπάσετε το τείχος των Αργείων
φλόγα να βάλτε ακοίμητην, να κάψετε τα πλοία.».
Και αυτή του η παρακίνησις εβρόντησε στ’ αυτιά τους,
και ομού στο τείχος όρμησαν κι επάνω στα στεφάνια
πατούσαν ανεβαίνοντας μ’ ακονισμένες λόγχες
κι άρπαξ’ ο Έκτωρ κι έφερνε λίθον που εμπρός στες πύλες
ήταν στην ρίζαν του παχύς και σουβλερός στην άκρην,
οπού και δύο του λαού διαλεμένοι εργάτες
δεν θα σηκώναν με λοστούς στ’ αμάξι ν’ανεβάσουν,
των τωρινών θνητών, και αυτός τον έπαλλε, και μόνος
του τον ελάφρωσεν ο υιός του κρυπτοβούλου Κρόνου.
Και ωσάν βοσκός που εύκολα βαστά κριού ποκάρι
εις την αγκάλην και δι’ αυτόν είναι μικρό το βάρος.
Όμοια τον λίθον σήκωσε κι έφερνε ο μέγας Έκτωρ
προς τα υψηλά θυρόφυλλα σφικτά, συναρμοσμένα
οπού από μέσα σταυρωτοί δυο σύρτες θα κρατούσαν
στερεωμένοι με κλειδί. Και ως έφθασε στην πύλην,
στο διάσελό του εστύλωσε το σώμα δια να δώσει
στον λίθον όλην την ορμήν. Τον έριξε στην μέσην
και τα στροφίδια σύντριψε. Κι έπεσε μέσα ο λίθος
βαρύς, και η πύλη εβρόντησεν και οι σύρτες δεν κρατήσαν
και από τον λίθον σείστηκαν και ανοίξαν οι σανίδες.
Πήδησε μέσα σκοτεινός στα βλέφαρα ως η νύκτα,
ο μέγας Έκτωρ. Και άστραφτε το σώμα του ζωσμένο
τρομακτικώς με τ’ άρματα. Κι εκράτει δυο κοντάρια.
Και όταν με μάτια φλογερά στην πύλην επηδούσε,
μόλις θεός θα εδύνοντο ν’ αντισταθεί σ’ εκείνον.
Και προς τους Τρώας φώναξε στρεφόμενος στα πλήθη,
ευθύς το τείχος να υπερβούν κι εκείνοι του υπακούσαν.
Και μέρος το υπερέβαιναν, και μέρος εχυνόνταν
στην πύλην και την διάβαιναν. Κι έφυγαν προς τα πλοία