Μολιέρος (Molière)

«Ο κατά φαντασίαν ασθενής» (1673)

Μολιέρος (Molière)

«Ο Ταρτούφος» (1664)

Μολιέρος (Molière)

«Ο αρχοντοχωριάτης» (1670)

Ουίλλιαμ Σαίξπηρ

«Όνειρο Θερινής Νυκτός»

Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα

«Ματωμένος Γάμος»

Αντουάν Ντε Σαιντ- Εξυπερύ

«Ο μικρός πρίγκηπας»

Αντόν Τσέχωφ

«Ένας αριθμός»

Ντάριο Φο

«Ο τυχαίος θάνατος ενός Αναρχικού»

Ευγένιος Ιονέσκο

«Ρινόκερος»

Μπέρτολτ Μπρεχτ

«Αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι»

722 Ποιητές - 8.171 Ποιήματα

Επιλογή της εβδομάδας..

Οδυσσέας Ελύτης, «Το Μονόγραμμα»

Θά πενθώ πάντα -- μ’ακούς; -- γιά σένα, μόνος, στόν Παράδεισο Ι Θά γυρίσει αλλού τίς χαρακιές  Τής παλάμης, η Μοίρα, σάν κλειδούχο...

Ομήρου Ιλιάδα, «Ραψωδίες Α Β Γ Δ» 1ο Μέρος

1ο Μέρος 2ο Μέρος 3ο Μέρος 


ΠΕΡΙΛΗΨΗ ΤΩΝ 24  ΡΑΨΩΔΙΩΝ ΤΗΣ ΙΛΙΑΔΟΣ


Στην ύστερη ελληνιστική Αλεξάνδρεια η Ιλιάδα χωρίστηκε -πιθανόν από το Ζηνόδοτο- σε 24 ραψωδίες, που στα ελληνικά συμβολίζονται με τα κεφαλαία γράμματα του αλφαβήτου.

Α (Λοιμός. Μήνις): Βρισκόμαστε ήδη στον ένατο χρόνο του πολέμου. Μετά την επίκληση του ποιητή στη Μούσα γίνεται μία αναδρομή και μαθαίνουμε πώς ο Αγαμέμνονας αρνούμενος να επιστρέψει τη Χρυσηίδα στον πατέρα της -ιερέα του Απόλλωνα- προσέβαλε το θεό και προκάλεσε την οργή του εναντίον των Αχαιών. Ο Αγαμέμνονας βρίσκεται υποχρεωμένος από το στρατό να επιστρέψει τη Χρυσηίδα, αλλά ζητάει ως αντάλλαγμα τη Βρισηίδα που ανήκει στον Αχιλλέα. Οι
αρχηγοί φιλονικούν, επεμβαίνει η Αθηνά και  συνετίζει τον Αχιλλέα που ετοιμαζόταν να σκοτώσει τον Αγαμέμνονα. Εκείνος  οργισμένος αποφασίζει να μη συμμετέχει πλέον στις μάχες. Ζητάει από τη μητέρα του Θέτιδα να μεσολαβήσει στο Δία, για να πάρει ικανοποίηση για την προσβολή που του έγινε. Η Θέτιδα συναντά το Δία και εκείνος δίνει τη συγκατάθεσή του.


Β (Όνειρος. Διάπειρα. Βοιωτία ή κατάλογος νεών): Ο Δίας στέλνει απατηλό όνειρο στον Αγαμέμνονα για δήθεν άμεση επίθεση και νίκη. Ο Αγαμέμνονας συγκαλεί το στρατό και για να δοκιμάσει το φρόνημά του προτείνει τη διακοπή του πολέμου και την επιστροφή στην πατρίδα. Καθώς οι περισσότεροι συμφωνούν και πανηγυρίζουν χρειάζεται η σωτήρια παρέμβαση του Οδυσσέα, ο οποίος γελοιοποιεί το θορυβοποιό Θερσίτη. Ακολουθεί αναλυτικός και ακριβής κατάλογος των ελληνικών δυνάμεων και συντομότερος των Τρώων και των συμμάχων τους.


Γ (Όρκοι. Τειχοσκοπία. Αλεξάνδρου και Μενελάου μονομαχία): Οι αντίπαλοι στρατοί είναι έτοιμοι για μάχη, αλλά ο Πάρης-Αλέξανδρος προθυμοποιείται να μονομαχήσει με το Μενέλαο και να δοθεί τελική κρίση. Πίσω στην Τροία η Ελένη ανεβαίνει -με παραίνεση της Ίριδας- στα τείχη, όπου βρίσκεται ο Πρίαμος και απαντά στις ερωτήσεις του βασιλιά ονοματίζοντας τους σημαντικότερους ήρωες των Αχαιών. Στη μονομαχία που ακολουθεί, ο Μενέλαος νικά τον Πάρη και θα τον σκότωνε, αν δεν επενέβαινε η Αφροδίτη μεταφέροντάς τον στο παλάτι μέσα σε ένα σύννεφο. Με τη μορφή γριάς δούλας προσπαθεί να στείλει την Ελένη στην αγκαλιά του Πάρη, αλλά εκείνη καταλαβαίνει το τέχνασμα και συναινεί μόνο έπειτα από τις απειλές της θεάς.


Δ (Ορκίων σύγχυσις. Αγαμέμνονος επιπώλησις): Ο Δίας, για να τηρήσει την υπόσχεσή του στη Θέτιδα, στέλνει την Αθηνά να παρασύρει τον Πάνδαρο σε παραβίαση της ανακωχής. Ο Πάνδαρος ρίχνει ένα βέλος και πληγώνει επιπόλαια το Μενέλαο. Η μάχη μόλις αρχίζει και ο Αγαμέμνονας με παραινέσεις και ψόγους επιχειρεί να κεντρίσει τους αρχηγούς των Αχαιών. Μιλά άδικα και επιτιμητικά στο Διομήδη, που όμως αποδεικνύεται περισσότερο υπομονετικός σε σύγκριση με τον Αχιλλέα.


Ε (Διομήδους αριστεία): Η μάχη αυτή της πρώτης μέρας θα διαρκέσει ως τη ραψωδία Η. Τώρα στην πρώτη γραμμή μπαίνει ο Διομήδης και με τη βοήθεια της Αθηνάς επιτίθεται ακόμα και σε θεούς. Πληγώνει στο χέρι την Αφροδίτη, που προστατεύει το γιο της Αινεία, και όταν αυτή καταφεύγει στον Όλυμπο, την προστασία του Αινεία αναλαμβάνει ο Απόλλωνας. Ο Διομήδης επιτίθεται και σε αυτόν αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Οι Τρώες εμψυχώνονται από τον 'Aρη. Και αυτόν όμως τον πληγώνει ο Διομήδης χάρις στην Αθηνά, που έχει πάρει τη θέση του ηνιόχου στο άρμα του.


Ζ (Έκτορος και Ανδρομάχης ομιλία): Ο Διομήδης προκαλεί σε μονομαχία το Λύκιο Γλαύκο. Συνειδητοποιούν, όμως, ότι είναι παλιοί φίλοι και τελικά ανταλλάσσουν τις πανοπλίες τους. Ο Έκτορας και ο Αινείας επιστρέφουν στην πόλη, για να παροτρύνουν τις γυναίκες να κατευνάσουν την Αθηνά με προσφορές. Ο Έκτορας συναντά την Ανδρομάχη στα τείχη και ακολουθεί μία συνομιλία γεμάτη συζυγική τρυφερότητα και πένθιμα προαισθήματα. Στη συνέχεια, συναντάει τον Πάρη και μαζί επιστρέφουν στη μάχη.


Η (Έκτορος και Αίαντος μονομαχία. Νεκρών αναίρεσις): Με προτροπή των θεών ο Έκτορας καλεί κάποιον από τους Αχαιούς σε μονομαχία και ο κλήρος ορίζει αντίπαλό του τον Αίαντα. Η μονομαχία λήγει, εξαιτίας της νύχτας, χωρίς αποτέλεσμα. Οι Έλληνες και οι Τρώες θάβουν τους νεκρούς τους το άλλο πρωί και στη διάρκεια της μέρας οι πρώτοι κατασκευάζουν ξύλινο τείχος και ανοίγουν τάφρο γύρω από τα πλοία.


Θ (Μάχη): Την επομένη, ο Δίας απαγορεύει σε όλους τους θεούς να μετέχουν στη σύγκρουση και ο ίδιος επισκοπεί το πεδίο της μάχης από το όρος Ίδη. Από τους Έλληνες διακρίνεται ο Διομήδης και από τους Τρώες ο Έκτορας. Οι Τρώες υπερισχύουν και η Ήρα μπαίνει στον πειρασμό να παρακούσει την εντολή του Δία, αλλά αποτρέπεται από την Ίριδα.


Ι (Πρεσβεία προς Αχιλλέα. Λιταί): Ο Αγαμέμνονας ανακινεί και πάλι την πρόταση διακοπής του πολέμου

Διομήδης αντιτίθεται και ο Νέστορας συμβουλεύει να εξευμενιστεί ο Αχιλλέας. Ο Αγαμέμνονας προθυμοποιείται να δώσει πολλά δώρα και την πρότασή του μεταφέρουν στον Αχιλλέα ο Οδυσσέας, ο Φοίνικας και ο Αίαντας. Παρά τη φιλική του υποδοχή ο Αχιλλέας συνεχίζει να αρνείται και απαντά πως θα πολεμήσει, μόνον όταν οι Τρώες φτάσουν στα πλοία των Μυρμιδόνων. Οι απεσταλμένοι επιστρέφουν στους άλλους αρχηγούς απογοητευμένοι.


Κ (Δολώνεια): Αποφασίζεται να σταλούν ο Διομήδης και ο Οδυσσέας για κατασκοπία στο στρατόπεδο των Τρώων. Αλλά και ο Έκτορας έχει στείλει το Δόλωνα να κατασκοπεύσει τους Αχαιούς. Οι δύο Έλληνες τον συλλαμβάνουν και, αφού καταφέρνουν να του αποσπάσουν ό,τι ξέρει, τον θανατώνουν. Στο στρατόπεδο των Τρώων σκοτώνουν το νεοαφιχθέντα βασιλιά της Θράκης Ρήσο, κλέβουν τα θεϊκά του άλογα και επιστρέφουν στα καράβια.


Λ (Αγαμέμνονος αριστεία): Η καινούργια μέρα της μάχης θα διαρκέσει ως τη ραψωδία Σ. Στην αρχή της βρίσκεται η αριστεία του Αγαμέμνονα που ανατρέπει τα σχέδια του Δία. Ο πατέρας των θεών -μέσω της Ίριδας- παρακινεί τον Έκτορα να αποτραβηχτεί ώσπου να πληγωθούν οι Αγαμέμνονας, Διομήδης και Οδυσσέας. Στη συνέχεια, όμως, ο Έκτορας επιστρέφει στη μάχη και φέρνει τους Αχαιούς σε δύσκολη θέση. Ο Αχιλλέας παρακολουθεί από το πλοίο του τη μάχη και στέλνει τον Πάτροκλο να πάρει πληροφορίες. Ο Πάτροκλος συναντά το Νέστορα που του βάζει την ιδέα να παρακινήσει τον Αχιλλέα να συμμετάσχει, ή τουλάχιστον να πάρει ο ίδιος τα όπλα του φίλου του και να μπει στη μάχη.


Μ (Τειχομαχία): Εδώ αρχίζει ένα τμήμα της μάχης που θα διαρκέσει ως τη ραψωδία Ο. Στις ραψωδίες αυτές εναλλάσσονται και επικαλύπτονται επεισόδια με αριστοτεχνική συναρμογή. Οι Αχαιοί υποχωρούν στα πλοία και οι Τρώες επιτίθενται στο στρατόπεδό τους. Ύστερα από την αποτυχημένη επίθεση του 'Aσιου οι Τρώες εφορμούν ομαδικά, αλλά τους αποτρέπει ένας κακός οιωνός και ο Πολυδάμας συμβουλεύει να σταματήσουν την επίθεση. Όμως ο Έκτορας παρακούει και σπάζει την πύλη, ενώ ο Σαρπηδόνας γκρεμίζει ένα τμήμα της έπαλξης.


Ν (Μάχη επί ταις ναυσίν): Παρά την απαγόρευση του Δία ο Ποσειδώνας εμψυχώνει τους Έλληνες παίρνοντας τη μορφή του Κάλχαντα και του Θόαντα. Ο Ιδομενέας μάχεται πολύ σκληρά, αλλά ο Έκτορας συνεχίζει να επιτίθεται.


Ξ (Διός απάτη): Ο Αγαμέμνονας κάνει πάλι λόγο για επιστροφή στην πατρίδα, αλλά ο Οδυσσέας και ο Διομήδης αντιτίθενται. Η Ήρα δανείζεται από την Αφροδίτη τη μαγική ερωτική της ζώνη και παρασύρει το Δία σε ερωτικές περιπτύξεις, ύστερα από τις οποίες ο θεός πέφτει σε βαθύ ύπνο. Οι θεοί που συμπαθούν τους Έλληνες εκμεταλλεύονται την ευκαιρία να επέμβουν, ενώ ο Έκτορας βρίσκεται λιπόθυμος από την πέτρα που του πέταξε ο Αίαντας.

Ο (Παλίωξις παρά των νεών): Όταν ξυπνά ο Δίας, οι Τρώες έχουν διωχτεί πέρα από την τάφρο. Μόλις τότε μαθαίνει η Ήρα τη θέλησή του με όλες τις λεπτομέρειες. Ο Ποσειδώνας υποχρεώνεται να εγκαταλείψει τη μάχη, ενώ ο Απόλλωνας εμψυχώνει τον Έκτορα, που εισβάλλει εκ νέου στο στρατόπεδο των Αχαιών. Οι Τρώες απειλούν πια με φωτιά τα πρώτα καράβια και ο μόνος που ανθίσταται ακόμα είναι ο Αίαντας.

Π (Πατρόκλεια): Ο Πάτροκλος κλαίγοντας παρακαλεί το φίλο του Αχιλλέα, αλλά εκείνος παραμένει αμετάπειστος. Στέλνει, ωστόσο, τους Μυρμιδόνες στη μάχη και δίνει την πανοπλία του στον Πάτροκλο. Τον συμβουλεύει να μην προχωρήσει μακριά. Οι Τρώες βλέποντας τον Πάτροκλο πανικοβάλλονται, γιατί νομίζουν ότι είναι ο ίδιος ο Αχιλλέας. Απομακρύνονται από τα πλοία και ο Πάτροκλος τούς καταδιώκει και σκοτώνει το Σαρπηδόνα, το γιο του Δία. Μεθυσμένος από τη νίκη του ο Πάτροκλος φτάνει ως τα τείχη της Τροίας και αντιμετωπίζει τον Έκτορα σε μονομαχία. Ο Απόλλωνας, όμως, τον αφοπλίζει και τελικά σκοτώνεται από τον Έκτορα και τον Εύφορβο.

Ρ (Μενελάου αριστεία): Σφοδρή μάχη ξεσπάει γύρω από το σώμα του Πατρόκλου. Ο Μενέλαος σκοτώνει τον Εύφορβο, ενώ ο Έκτορας αφαιρεί τα όπλα του Αχιλλέα από το νεκρό Πάτροκλο και τα φοράει. Η Αθηνά και ο Απόλλωνας εμψυχώνουν τις αντίπαλες παρατάξεις και εκεί που φαίνεται ότι θα νικήσουν οι Τρώες, τελικά ο Μενέλαος και ο Μηριόνης καταφέρνουν να απομακρύνουν το νεκρό με κάλυψη από τους δύο Αίαντες. 

Σ (Οπλοποιία): Ακόμα το νεκρό του Πατρόκλου βρίσκεται σε κίνδυνο και ο Αχιλλέας -με προτροπή της Ίριδας- εμφανίζεται στα τείχη και φοβίζει τους Τρώες με κραυγές. Η Ήρα κάνει τον ήλιο να βασιλέψει νωρίτερα και η μάχη λήγει. Ο Έκτορας παρακούοντας τη συμβουλή του Πολυδάμαντα κρατά τους Τρώες στην πεδιάδα, όπου και στρατοπεδεύουν. Το φοβερό πόνο του Αχιλλέα έρχεται να απαλύνει η Θέτιδα, η οποία στη συνέχεια παρακαλεί τον Ήφαιστο να κατασκευάσει στο γιο της καινούργια πανοπλία. Η ασπίδα, που περιγράφεται αναλυτικά, είναι πλούσια διακοσμημένη με σκηνές από την ειρηνική ζωή και τον πόλεμο.

Τ (Μήνιδος απόρρησις): Το επόμενο πρωί η Θέτιδα φέρνει την καινούργια πανοπλία και ο Αχιλλέας συγκαλεί το στρατό, για να ανακοινώσει την επιστροφή του στη μάχη. Ο Αγαμέμνονας του υπόσχεται πλούσια δώρα καθώς και την επιστροφή της Βρισηίδας. Μετά βίας ο Αχιλλέας επιτρέπει στους πολεμιστές να φάνε πριν τη μάχη, ενώ λίγο πριν ξεκινήσουν, το άλογό του Ξάνθος προλέγει το θάνατό του.

Υ (Θεομαχία): Ο Δίας επιτρέπει στους θεούς να αναμειχθούν στη μάχη και έτσι αρχίζει η τελευταία και αγριότερη μάχη της Ιλιάδας. Ο Αχιλλέας εμφανίζεται σφοδρότατος και σπουδαίοι αντίπαλοι όπως ο Αινείας και ο Έκτορας γλιτώνουν μόνο χάρη στις επεμβάσεις του Ποσειδώνα και του Απόλλωνα, αντίστοιχα.

Φ (Μάχη παραποτάμιος): Ο Αχιλλέας γεμίζει τον ποταμό Σκάμανδρο με πτώματα, ο ποταμός εξεγείρεται και φέρνει τον ήρωα σε κίνδυνο. Οι θεοί επεμβαίνουν και η φωτιά του Ηφαίστου δαμάζει το Σκάμανδρο. Στον αγώνα μεταξύ των θεών υπερτερούν αυτοί που υποστηρίζουν τους Έλληνες. Η Αθηνά χτυπά τον 'Aρη και η Ήρα την 'Aρτεμη. Έπειτα όλοι επιστρέφουν στον Όλυμπο. Μπροστά στα τείχη της Τροίας ο Απόλλωνας -με τη μορφή του Αγήνορα- ανακόπτει την ορμή του Αχιλλέα, ώσπου οι Τρώες να κρυφτούν μέσα στα κάστρα.

Χ (Έκτορος αναίρεσις): Ο Έκτορας μένει έξω από τα τείχη· στη ζυγαριά του Δία όμως η μοίρα του θανάτου βαραίνει ήδη εναντίον του. Στην προσπάθειά του να σωθεί από την ορμή του Αχιλλέα τρέχει τρεις φορές γύρω από το κάστρο της Τροίας. Ο Απόλλωνας τον εγκαταλείπει και η Αθηνά τον ξεγελά με τη μορφή του Δηίφοβου. Ο Αχιλλέας τον σκοτώνει και στη συνέχεια τον σέρνει δεμένο στο πίσω μέρος από το άρμα του, ενώ στα τείχη οι γονείς του και η γυναίκα του ξεσπούν σε σπαρακτικό θρήνο.

Ψ ('Aθλα επί Πατρόκλω): Το φάντασμα του Πατρόκλου εμφανίζεται στον Αχιλλέα και ζητά ταφή. Την άλλη μέρα ετοιμάζεται η πυρά και ανάμεσα στα θύματα είναι και δώδεκα νεαροί Τρώες. Την επομένη συλλέγονται τα κόκαλα του νεκρού και λαμβάνουν χώρα αγώνες προς τιμήν του με σπουδαία έπαθλα. Σε κάποιο από τα αγωνίσματα έρχονται αντιμέτωποι ο Οδυσσέας και ο Αίαντας, προοικονομώντας ένα επεισόδιο που δεν αναφέρεται στην Ιλιάδα.


Ω (Έκτορος λύτρα): Ο Αχιλλέας με ασίγαστη μανία συνεχίζει να σέρνει το πτώμα του Έκτορα γύρω από τον τάφο του Πατρόκλου για δώδεκα μέρες. Οι θεοί δυσαρεστούνται και στέλνουν τη Θέτιδα να τον παρακινήσει να το δώσει στους Τρώες. Η Ίριδα και ο Ερμής βοηθούν τον Πρίαμο, που μεταφέρει πλούσια δώρα, να περάσει νύχτα τις γραμμές των Αχαιών. Ο Αχιλλέας θυμάται το δικό του πατέρα, η σκληρότητά του υποχωρεί μπροστά στον πόνο του Πριάμου και του παραδίδει το νεκρό, τον οποίο οι θεοί έχουν διαφυλάξει ανέπαφο. Στη δεκαήμερη ανακωχή που ακολουθεί οι Τρώες μαζεύουν ξύλα και την τελευταία μέρα ανάβουν την πυρά για τον Έκτορα.

ΙΛΙΑΔΟΣ  -  ΡΑΨΩΔΙΑ  Α'


Η φιλονικία Αγαμέμνονα - Αχιλλέα, δίπλα στα πλοία

Ψάλλε θεά, τον τρομερό θυμόν του Αχιλλέως

Πώς έγινε στους Αχαιούς αρχή πολλών δακρύων.

Που ανδράγαθες ροβόλησε πολλές ψυχές στον Άδη

ηρώων, κι έδωκεν αυτούς αρπάγματα των σκύλων

και των ορνέων – και η βουλή γενόταν του Κρονίδη,

απ’ ότ’, εφιλονίκησαν κι εχωρισθήκαν πρώτα

ο Ατρείδης, άρχος των ανδρών, και ο θείος Αχιλλέας.

Κι απ΄τους θεούς ποιός άναψε την έχθρα μεταξύ τους;



Ο Απόλλων, όπου οργίσθηκε του Ατρείδη βασιλέως

κι έφερε λώβαν στον στρατόν που εθέριζε τα πλήθη,

ότι του εκαταφρόνεσε τον Χρύσην ιερέα.

Στων Αχαιών τα γρήγορα καράβια τούτος ήρθε,

με λύτρα πλουσιοπάροχα την κόρη του να λύση.

Στο χρυσό σκήπτρο τυλικτό του  Φοίβου το στεφάνι

εκράτει, και τους Αχαιούς παρακαλούσεν όλους:



Και ιδιαίτερα τους δυο Ατρείδες, τους αρχηγούς των στρατευμάτων:


«Ω γενναιόκαρδοι Αχαιοί, ω βασιλείς, Ατρείδες,

του Ολύμπου ας κάμουν οι θεοί, την πόλη του Πριάμου

αφού πορθήσετ’, ευτυχείς να πάτε στην πατρίδα.

Αλλ’ αποδώσετε σ’ εμέ την ποθητήν μου κόρην,

δεχθήτε αυτά τα λύτρα της, αν τον υιόν του Δία

τον μακροβόλον τοξευτήν Απόλλωνα ευλαβήσθε».

Όλοι αλαλάξαν οι Αχαιοί, κι είπαν τον ιερέα

να σεβασθούν και τα λαμπρά λύτρα δεκτά να γίνουν.

Μόνος ο Αγαμέμνονας δεν το’ στεργεν ο Ατρείδης,

αλλά κακά τον έδιωχνε και βαρύν λόγον είπε:



«Μη σ’ απαντήσω, γέροντα, σιμά στα κοίλα πλοία

ή τώρα εδώ ν’ αργοπορής ή πάλιν να γυρίσης

και μη θαρρεύης στου θεού το σκήπτρο και το στέμμα.

Αυτήν δεν θ’ απολύσω εγώ. Το γήρας θα την έβρη

στο Άργος μες στο σπίτι μου μακράν απ’ την πατρίδα

να υφαίνη αυτού και σύντροφον της κλίνης να την έχω.

Μη μ’ ερεθίζης, σύρ’ ευθύς αν θέλης να μην πάθης».

Τον λόγον του εφοβήθηκε και υπάκουσεν ο γέρος.

Την άκραν πήρε σιωπηλός της ηχερής θαλάσσης

και όταν ευρέθη ανάμερα, τον γόνον της ωραίας

Λητούς μέγαν Απόλλωνα, θερμά παρακαλούσε:

«Άκουσέ με, αργυρότοξε, της Χρύσης και της θείας

Κίλλας προστάτη, κύριε στην Τένεδο, Σμινθέα,

εάν σου έκτισα ναόν να χαίρεται η καρδιά σου,

εάν ποτέ σου έκαψα μεριά καλοθρεμμένα

ταύρων κι ερίφων, τούτον μου τον πόθον τελείωσέ μου.

Τα βέλη σου στους Δαναούς τα δάκρυά μου ας πλερώσουν».



Ευχήθη και ως τον άκουσεν ο Φοίβος ο Απόλλων,

κατέβη από τας κορυφάς του Ολύμπου θυμωμένος,

με τόξον και μ’ ολόκλειστην φαρέτραν εις τους ώμους.

Εβρόντησαν επάνω του τα βέλη ως εκινήθη

ο χολωμένος και ώμοιαζε την νύκτα, ως προχωρούσε.

Των πλοίων κάθισε άντικρυ και απόλυσε το βέλος

και αχός εβγήκε τρομερός απ’ τ’ ασημένιο τόξο.

Και αφού τους σκύλους έπληξε και τα μουλάρια πρώτα,

εις τους ανθρώπους έριχνε τα πικροφόρ’ ακόντια

αδιάκοπα. Και των νεκρών παντού πυρές εκαίαν.

Τα θεία βέλη στον στρατόν πετούσαν εννιά μέρες,

και την δεκάτην τον λαόν συγκάλεσε ο Πηλείδης,

ως η θεά τον δίδαξεν η Ήρα η λευκοχέρα,

που εθλίβονταν τους Δαναούς να βλέπει πως πεθαίναν.

Κι αφού συνάχθηκε ο λαός εις ένα μέρος όλος,

ο γοργοπόδης Αχιλλεύς σηκώθη και τους είπε.



«Ατρείδη, να γυρίσουμε, θαρρώ, θ’ αναγκασθούμε

στα γονικά μας άπρακτοι, αν δεν πεθάνουμ’ όλοι,

αφού μας φθέρνει λοιμική και πόλεμος αντάμα.



Λοιπόν ας ερωτήσωμεν ή μάντιν ή ιερέα

ή ονειροκρίτην – έρχεται και τ’ όνειρο απ’ τον Δία –

να ειπή γιατί εχόλωσε τόσο σ’ εμάς ο Φοίβος.

Μη κάποιο τάμα του έλειψε, μη του ’λειψ’ εκατόμβη.

Ίσως, αν του καούν αρνιά και ερίφια διαλεμένα,

θελήση το θανατικό να διώξη από κοντά μας».

Αυτά είπε κι εκάθισε. Και τότε ο Θεστορίδης

ο Κάλχας εσηκώθηκεν, ορνεοσκόπος πρώτος

που εγνώριζ’ όλα μέλλοντα, παρόντα, περασμένα

και οδήγησε στην Ίλιον των Αχαιών τα πλοία

μ’ αυτό το πνεύμα μαντικό που του’χε δώσει ο Φοίβος.

Σ’ αυτούς καλοπροαίρτα τότε ομιλούσ’ εκείνος:

«Με προσκαλείς, διίφιλε Πηλείδη, να εξηγήσω,

πως εγεννήθηκε ο θυμός του μακροβόλου Απόλλωνα.

Θέλει το ειπώ. Μόνον εσύ στοχάσου και όμοσέ μου

να με βοηθήσης πρόθυμα με λόγον και με χέρι,

ότι θ’ ανάψω την χολήν ανδρός που των Αργείων

δεσπόζει και όλ’ οι Αχαιοί του είναι υποταγμένοι.

Όταν θυμώση στον μικρόν, νικά ο βασιλέας.

Ότι αν χωνεύση την χολήν σ’ εκείνην την ημέραν,

όμως το πάθος άσπονδο στα στήθη μέσα τρέφει

να ξεθυμάνη στο εξής. Και σκέψου αν θα με σώσης».



Και ο γοργοπόδης προς αυτόν Πηλείδης αποκρίθη:



«Άφοβα λέγε τον χρησμόν όποιον εξεύρει ο νους σου.

Ότι, μα τον Απόλλωνα, που τες ευχές ακούει,

Κάλχα, και συ των Δαναών προσφέρεις τους χρησμούς του,

όσο εγώ ζω κι εδώ στην γην βλέπω το φως του ήλιου,

βαρύ κανείς επάνω σου το χέρι δεν θα βάλη

των Δαναών όλων κανείς, και μήτε ο Αγαμέμνων

που σήμερα των Αχαιών καχάται ότ’ είναι ο πρώτος».

Και ο μάντις ακατάκριτος επήρε θάρρος κι είπε:



«Τάμα ποσώς δεν του’λειψε, μήτ’ εκατόμβη, αλλ’ είναι

ο ιερέας αφορμή, που αψήφησ’ ο Ατρείδης.

Την κόρη δεν απόλυσε, τα λύτρα δεν εδέχθη

ιδού γιατί μας έθλιψε και θα μας θλίψη ο Φοίβος.

Ουδ’ απ’ τους Δαναούς ποτέ την λοιμική θα διώξη

πριν δοθή οπίσω του πατρός η λαμπρομάτα κόρη

άλυτρη, ανεξαγόραστη και αγίαν εκατόμβην

στην Χρύσην αποστείλωμεν. Τότ’ ίσως ίλεως γίνη».

Αυτά είπε κι εκάθισε. Σηκώθη ευθύς ο ήρως

πολλών κυρίαρχος λαών, ο Ατρείδης Αγαμέμνων

φαρμακωμένος. Και η χολή τα μαύρα σωθικά του

πλημμύριζ’ όλα, και άστραφταν τα μάτια του ωσάν φλόγες.

Με βλέμμα κακοσήμαντο στον Κάλχαντα είπε πρώτα:



«Μάντι κακών, όχι, ποτέ πρόσχαρό τι δεν μού’πες,

και ο νους σου πάντοτε αγαπά κακά να προμαντεύη.

Λόγον δεν είπες συ ποτέ καλόν ούτ’ έχεις πράξει.

Και τώρα εδώ στους Δαναούς χρησμολογείς και λέγεις,

οπώς για τούτο συμφορές τους δίδει ο μακροβόλος,

ότι την πλούσια ξαγορά της θυγατρός του Χρύση

δεν δέχθηκα. Ναι, θέλω εγώ καλύτερα την κόρη

σπίτι μου, αφού την προτιμώ της νυμφευτής μου ακόμα

της Κλυταιμνήστρας και ποσώς κατώτερη δεν είναι

στην κλάση, στο ανάστημα, στη γνώμη και στα έργα.

Και όμως αν συμφέρη αυτό, θε να την αποδώσω.



Το καλό θέλω του λαού, ποτέ τον όλεθρό του.

Αλλά δώρον ετοιμάσετε σ’ εμένα ευθύς, τι μόνος

εγώ δεν πρέπει αδώρητος να μείνω των Αργείων

και όλοι το βλέπετε ότι αλλού το δώρον μου πηγαίνει».



Του αντείπεν ο φτερόποδος ισόθεος Πηλείδης:



«Ένδοξε Ατρείδη, περισσά φιλόπλουτε, τι λέγεις;

Οι μεγαλόψυχοι Αχαιοί πως θα σου δώσουν δώρον;

Μη κάπου λάφυρα κοινά γνωρίζομε αφημένα;

Όσ’ απ’ τες χώρες πήραμε εμοιρασθήκαν όλα

και να τα ξανακάμωμε σωρό δεν είναι πρέπον.

Αλλά συ τώρα στον θεόν απόλυσε την κόρη,

και τετραπλά θ’ ανταμειφθής, αν ποτέ δώση ο Δίας

κι οι Αχαιοί να πάρωμε την πυργωμένην Τροίαν».

Και προς αυτόν απάντησεν ο μέγας Αγαμέμνων:



«Αν και γενναίος, μη ζητής με απάτην να με πάρης,

θείε Πηλείδη, κι εύκολα δεν θα με καταπείσης,

να έχης συ το δώρον σου και εγώ να το στερούμαι.

Θέλεις και με παρακινείς την κόρη ν’ αποδώσω.

Αλλ’ αν δώρον ισότιμο της αρεσιάς μου λάβω

απ’ τους γενναίους Αχαιούς, αρκεί, και αν δεν μου δώσουν,

θα έλθω με το χέρι μου να πάρω ή το δικό σου

το δώρον ή του Αίαντος ή κείνο του Οδυσσέως.

Κι εις όποιον έλθω, την χολήν, θαρρώ θα του κινήσω.



Αλλ’ όλ’ αυτά μετέπειτα μαζί θα τα σκεφθούμε.

Τώρα στην θείαν θάλασσαν μαύρο ας συρθή καράβι

με κωπηλάτες διαλεκτούς, και ας θέσωμ’ εκατόμβην

μέσα και ας ανεβάσωμεν την κόρην Χρυσηίδα,

και αρχηγός του να είν’ εκεί των βουληφόρων ένας

ο Αίας, ο Ιδομενεύς ή ο θείος Οδυσσέας,

ή συ Πηλείδη, των ανδρρών ω τρομερέ και μόνε,

με τες ευχές σου τον θεόν να μας εξιλεώσης».

Άγρια το εκοίταξε και απάντησε ο Πηλείδης:



«Ωιμένα πανουργότατε, μ’ αναίδειαν ενδυμένε,

και ποιος από τους Αχαιούς θα δράμη, αν τον ζητήσης,

είτε εις ταξίδι πρόθυμος, είτε εις πολέμου αγώνα;

Εγώ δεν ήλθα εξ αφορμής των λογχοφόρων Τρώων

να πολεμήσ’, ότι ποσώς εκείνοι δεν μου πταίουν.

Τα βόδια μήτε τ’ άλογα δεν βγήκαν να μου πάρουν

μήτε στην μεγαλόσβολην, την ανδροθρέπτραν Φθίαν

ποτέ μου εβλάψαν τους καρπούς, ότ’ είναι ανάμεσόν μας

όρη κατάσκια πολλά και πέλαγ’ αγριωμένα.

Αλλά για τον Μενέλαο και, αναίσχυντε, για σένα

ήλθομεν όλοι εκδίκησιν να πάρωμε των Τρώων,

και συ, ω σκυλοπρόσωπε, λησμονημένα τά’χεις.

Και τώρ’ αυτό το δώρο μου να πάρης φοβερίζεις

που’ναι αμοιβή των κόπων μου κι οι Αχαιοί μου εδώσαν.



Κι ίσια με σε δεν έχω εγώ δώρο καλό ποτέ μου,

όταν καλά τειχόκαστρα πατούμε της Τρωάδος.

Αλλά το βάρος του σφοδρού πολέμου πρώτος έχω

εγώ και αν τύχη μοιρασμός, τρανό συ παίρνεις δώρο,

κι εγώ με δώρο μικροστό και αγαπητό γυρίζω

στες πρύμνες από τον σκληρόν αγώνα του πολέμου.

Στην Φθίαν τώρ’ αναχωρώ. Καλύτερα να γύρω

στον τόπο μου με τα κυρτά καράβια, και δεν θέλω

εδώ να μείνω ατίμητος τα πλούτη να σου αυξήσω».

Και προς αυτόν απάντησεν ο μέγας Αγαμέμνων:



«Φύγε, αν το θέλης, φύγ’ ευθύς και χάριν μου να μένης

εγώ δεν σε παρακαλώ. Κοντά μου υπάρχουν και άλλοι

να με δοξάσουν,  κι έξοχα ο πάνσοφος Κρονίδης.

Και απ’ τους διοθρέπτους βασιλείς, συ είσαι ο μισητός μου.

Ότι την έριδα διψάς, τες μάχες, τους πολέμους.

Και αν είσαι τόσο δυνατός, είναι θεού το δώρον.

Σπίτι σου με τα πλοία σου και τους συντρόφους σου άμε,

των Μυρμιδόνων δέσποζε. Κι εγώ δε σε λογιάζω

και την χολήν σου αδιαφορώ. Κι ιδού τι σου κηρύττω:

Καθώς εμένα μου αφαιρεί την Χρυσηίδα ο Φοίβος –

κι εκείνην με συντρόφους μου και με δικά μου πλοία

θα στείλω – και το δώρον σου, την κόρην του Βρισέως,

εις την σκηνήν μου θα’λθω, εγώ να πάρω, για να μάθης,

πόσο σου είμαι ανώτερος εγώ και να τρομάζη

και άλλος μ’ εμέ να συγκριθή και όμοιος να γίνει εμπρός μου».



Τα λόγια τούτα επλήγωσαν τα σπλάχνα του Αχιλλέως

κι έστρεψε δύο στοχασμούς μες στα δασιά του στήθη.

Ή θε να σύρη απ’ το πλευρό το ακονισμένο ξίφος

και αφού σκορπίση όλους εκεί, να σφάξη τον Ατρείδην,

ή να σιγάση την οργήν κρατώντας την ψυχήν του.

Και αυτά ως διαλογίζονταν στον νου και από την θήκην

το μέγα ξίφος έσερνε, κατέβηκε ουρανόθεν

η Αθηνά, την έστελνεν η Ήρα η λευκοχέρα,

οπού αγαπούσε ολόψυχα παρόμοια και τους δύο.

Του εστήθη οπίσω κι έπιασε τα ολόξανθα μαλλιά του,

σ’ εκείνον μόνον φανερή και αθώρητη στους άλλους.

Ξιπάσθη αυτός, εστράφηκε κι εγνώρισεν αμέσως

την Αθηνά που φοβερήν στα μάτια λάμψιν είχε.

Και ομίλησε προς την θεάν με λόγια φτερωμένα :

«Τ’ ήλθες και συ, ω του Διός του αιγιδοφόρου κόρη;

Του Ατρείδη Αγαμέμνονος να ιδής την αδικίαν;

Αλλά σου λέγω καθαρά και πίστευσε. Με τούτες

τες έπαρσές του γρήγορα θα χάση την ζωήν του».

Και η γλαυκόφθαλμη θεά σ’ εκείνον απεκρίθη:



«Κατέβηκ’ απ’ τον ουρανόν να παύσω την οργήν σου,

εάν μ’ ακούσης. Μ’ έστειλεν η Ήρα η λευκοχέρα,

που ολόψυχα σας αγαπά παρόμοια και τους δύο.

Έλα την μάχη άφησε, το ξίφος σου μη σύρης,

μόνον με λόγια τ’ όνειδος που αυτός θα πάθη ειπέ του.

Ότι να γίνη θέλ’ ιδής αυτό που σου προλέγω.

Τρίδιπλα δώρ’ ατίμητα θα λάβης μιαν ημέρα

γι’ αυτήν την ύβριν. Τώρα συ κρατήσου και άκουσέ μας».

Και ο φτεροπόδης προς αυτήν Πηλείδης αποκρίθη:



«Πρέπει, ω θεά, των δυο σας να σεβασθώ το λόγον,

αν κι είν’ η οργή μου φοβερή. Και όμως αυτό συμφέρει,

όπου υπακούει στους θεούς κι αυτοί τον εισακούουν».



Είπε και από την αργυρήν λαβήν με το βαρύ του

χέρι στην θήκην άμπωσε πάλι το μέγα ξίφος

πειθόμενος στην Αθηνά. Κι εκείνη πάλι ανέβη

στον Όλυμπον μες στους θεούς, στα δώματα του Δία.

Με βαρείς λόγους έπειτα και πάλιν ο Πηλείδης

προς τον Ατρείδη εστράφηκεν, ούδ’ έπαυε η χολή του:



«Ω μέθυσε, σκυλόματε, και με καρδιάν ελάφου !

μήτε ποτέ με τον λαόν ν’ αρματωθής για μάχην,

μήτε εις καρτέρι να οδηγής τους πρώτους πολεμάρχους

ετόλμησες. Σου φαίνονται τρόμος θανάτου εκείνα.

Καλύτερα στο στράτευμα των Αχαιών σ’ αρέσει

όποιος σ’ εσένα αντιλογά, να του αφαιρής τα δώρα.

Τωόντι αχρείους κυβερνάς, λαοφάγε βασιλέα !

Αλλιώς αυτό το αδίκημα θα ήταν το ύστερό σου.

Αλλ’ έναν λόγον θα σου ειπώ, και ομόνω μέγαν όρκον.

Ναι, μα το σκήπτρο τούτ’ οπού κλαδί δεν βγάζ’ ή φύλλα,

καθώς αφήκε τον κορμόν στα όρη εκεί που εκόπη,

και δεν θ’ αναχλωράνη, αφού τα φύλλα και το φλούδι

γύρω του ελέπισε ο χαλκός, και το φορούν στο χέρι

οι δικαιοκρίτες Αχαιοί τους νόμους να φυλάγουν,

όπως τους έδωκεν ο Ζευς, και θα’ναι μέγας όρκος.



Θ’ αποζητήσουν οι Αχαιοί μια μέρα τον Πηλείδη

όλοι και συ περίλυπος την δύναμιν δεν θα’χης

να τους βοηθής, όταν πολλούς θα στρώση χάμω η λόγχη

του ανθρωποφόνου Έκτορος και σε θα τρώγη ο πόνος,

που αψήφησες των Αχαιών τον πρώτον πολεμάρχον».



Είπε και χάμω επέταξε το χρυσοκαρφωμένο

σκήπτρο και πάλι εκάθισε. Και από το άλλο μέρος

του Ατρείδη έβραζε η χολή. Τότ’ εσηκώθη ο Νέστωρ,

ο γλυκολόγος, λιγυρός ομιλητής της Πύλου

που ωσάν το μέλι η λαλιά του εκύλ’ από τα χείλη.

Δυο γενεές είχαν σβησθή των πρόσκαιρων ανθρώπων,

στην Πύλον, συνομήλικοι και συνανάστροφοί του,

τώρα εις την τρίτην γενεάν βασίλευεν ο γέρος.

Αυτός τότε καλόγνωμα σ’ εκείνους ομιλούσε:

«Ωιμέ ! στην γην των Αχαιών  μεγάλη θλίψις ήλθε !

πόσην θα είχε ο Πρίαμος χαρά και τα παιδιά του

και πόσον όλος ο λαός θα ευφραίνονταν της Τροίας,

που μάχεσθε αν εμάθαιναν οι δυο σεις που είσθε

οι κορυφές των Δαναών στην γνώση και στα όπλα.

Και ακούσετέ με, ότ’ είσθε σεις κι οι δυο νεώτεροί μου,

ότι με άνδρες έσμιξα πολύ καλύτερούς σας,

σ’ άλλους καιρούς και αυτοί ποσώς δεν μ’ εκαταφρονούσαν.

Άνδρες δεν είδα ή θα ιδώ ποτέ μου ωσάν εκείνους,

Πειρίθοον και Δρύαντα, καλόν λαών ποιμένα,

Καινέα και Εξάδιον, Πολύφημον τον θείον

και ακόμα τον ισόθεον Θησέα τον Αιγείδην,

ωσάν αυτούς ανίκητοι θνητοί δεν γεννηθήκαν,

σφόδρ’ ανδρειωμένοι εμάχονταν με σφόδρ’ ανδρειωμένους,

μ’ άγρια θεριά βουνίσια, και, ω θαύμα, τ’ αφανίσαν.

Κι εγώ μ’ εκείνους έσμιγα φερμένος απ’ την Πύλον

μέσ’ από μέρη μακρινά, και αυτοί με προσκαλέσαν

κι έκαμνα εγώ το μέρος μου στες μάχες, πλην κανένας

απ’ όσους τώρα τρέφ’ η γη μ’ αυτούς δεν θα μετριώνταν.

Και όμως εκείνοι πρόθυμοι στες συμβουλές μου εκλίναν.

Αλλά και σεις ακούτε με για το καλύτερό σας.



Μήτε συ, μεγαλόψυχε, την κόρην του αφαιρέσης

που του εδωρήσαν οι Αχαιοί, και μήτε συ, Πηλείδη,

θελήσης ν’ αντιμάχεσαι στον μέγαν βασιλέα,

διότι κάτι ανώτερα τιμάται ο σκηπτροφόρος

εκείνος οπού ευδόκησε να τον δοξάση ο Δίας.

Δυνατός είσαι και θεά σ’ εγέννησε μητέρα,

αλλ’ είναι αυτός ανώτερος για τους πολλούς που ορίζει.



Και συ να σβήσεις τον θυμό, Ατρείδη, σ’ εξορκίζω.

Μη του Πηλείδη οργίζεσαι, που ασάλευτ’ είναι σ’ όλους

τους Αχαιούς προφυλακή του φθαρτικού πολέμου».

Και προς αυτόν απάντησεν ο μέγας Αγαμέμνων:



«Όλα τα είπες, γέροντα, καλά και μετρημένα.

Αλλ’ αυτός θέλει ανώτερος να είναι και όλων πρώτος

να’χη όλους αποκάτω του, να βασιλεύη σ’ όλους,

όλους να ορίζη. Αυτό κανείς δεν θα δεχθή, πιστεύω.

Κι εάν οι αθάνατοι θεοί πολεμιστήν τον κάμαν

με τούτο και τον έβαλαν ονειδισμούς να λέγη;

Εκεί τον λόγον του’κοψεν ο ισόθεος Πηλείδης:



«Αληθινά δειλόψυχον θα μ’ έλεγαν και αχρείον,

αν σ’ ό,τι ειπής θα έστεργα την κεφαλήν να κλίνω.

Αυτά στους άλλους πρόσταζε, και διαταγές εμένα

μη δίδης, ότι στο εξής ποτέ δεν θα σ’ ακούσω.

Κι έν’ άλλο ακόμα θα σου ειπώ, και ας το φυλάξη ο νους σου.

Με σε ή μ’ άλλους πόλεμον να στήσω για την κόρην

δεν θέλω, σεις την δώσατε, σεις μου την αφαιρείτε.

Αλλ’ από τ’ άλλα όσα’χω εγώ σιμά στο μαύρο πλοίον

τίποτε δεν θα δυνηθής να πάρης άβουλά μου.

Και αν αγαπάς, δοκίμασε, για να ιδούν και τούτο.

Ευθύς το μαύρο αίμα σου στην λόγχην μου θα τρέξη».

Και αφού ελογομάχησαν, εκείνοι εσηκωθήκαν

και διάλυσαν την σύνοδον στων Αχαιών τα πλοία.

Στες πρύμνες του και στες σκηνές εγύρισ’ ο Πηλείδης

και οι σύντροφοί του οπίσω του με τον Μενοιτιάδη.



Κι έριξ’ ο Ατρείδης γρήγορο στην θάλασσαν καράβι

με κωπηλάτες είκοσι κι επάνω εκατόμβην

προς τον θεόν και ανέβασε την κόρην Χρυσηίδα.

Και αρχηγός ο συνετός ανέβηκε Οδυσσέας.

Κι ενώ στα πλάτη αρμένιζαν εκείνοι της θαλάσσης,

ο Ατρείδης να καθαρισθούν παράγγειλε τα πλήθη.

Κι εκείνοι εκαθαρίζονταν και τ’ αποπλύματ’ όλα

έριχναν μες στην θάλασσαν, και τέλειες εκατόμβες

ταύρων κι ερίφων έκαιαν ακρόγιαλα του Φοίβου

και ανέβαιν’ ως τον ουρανόν καπνός ευωδιασμένος.

Τούτα ενεργούσαν στον στρατόν, και ασάλευτος ο Ατρείδης

σ’ ό,τι εφοβέρισε απ’ αρχής να κάμη του Αχιλλέως

είπε προς τον Ταλθύβιον και προς τον Ευρυβάτην,

που ήσαν αυτοί κήρυκες και ακόλουθοι δικοί του:



«Εις του Πηλείδη την σκηνήν αμέτε, του Αχιλλέως,

και από το χέρι πάρετε την κόρην Βρισηίδα,

και αν δεν την δώση, με πολλούς θα έλθω να την πάρω

εγώ. Μ’ αυτό χειρότερα θα ταραχθή η ψυχή του».

Είπε και τους ξαπόστειλε με δυνατές φοβέρες.

Άθελα εκείνοι παίρνοντας την άκραν της θαλάσσης

στων Μυρμιδόνων τες σκηνές και τα καράβια φθάσαν,

Καθήμενον εις την σκηνήν σιμά και στο καράβι

τον ήβραν και να τους ιδή δεν χάρηκε ο Πηλείδης.

Τότε από φόβον κι εντροπήν εμπρός στον βασιλέα

εκείνοι εμείναν άφωνοι και δεν τον ερωτούσαν.

Τους νόησε και «χαίρετε, ω κήρυκες», τους είπε :

«αγγελιοφόροι του Διός και των θνητών ανθρώπων.

Ελάτ’ εμπρός, δεν φταίτε σείς, ο Αγαμέμνων φταίει

πόστειλε σας να πάρετε την κόρην του Βρισέως.

Πάτροκλε διογέννητε, την κόρην έξω βγάλε

και να την πάρουν δώσε την. Και ας είναι αυτοί μαρτύροι

προς τους θεούς, προς τους θνητού και προς τον βασιλέα

εκείνον τον σκληρόψυχον, αν ποτέ φθάση ανάγκη

από αχρείον όλεθρον να σώσω εγώ τους άλλους.

Τωόντι αυτός λυσσομανεί με λογικά χαμένα

και δεν γνωρίζει τα εμπρός να ιδή και τα κατόπι.

Πώς να του μάχωντ’ οι Αχαιοί γεροί σιμά στα πλοία».

Και απ’ την σκηνήν ο Πάτροκλος την κόρην Βρισηίδα

έβγαλε και την έδωσε στα χέρια των κηρύκων,

κι ευθύς εκείνοι γύρισαν στων Αχαιών τα πλοία,

κι η ωραία κόρη εβάδιζε κατόπι λυπημένη

Τότε ο Πηλείδης έκλαιγε και στ’ ακρογιάλι μόνος

καθήμενος εκοίταζε τ’ απέραντα πελαγη

και θερμοευχήθη της μητρός απλώνοντας τα χέρια :



«Μητέρ’ , αφού ολιγόχρονον με έχεις γεννημένον,

έπρεπε καν ο βροντητής να μου χαρίση ο Δίας

τιμήν και αντίς ολότελα δεν μ’ έχει αυτός τιμήσει.

Ιδού τώρα με ατίμασεν ο μέγας Αγαμέμνων,

ότι μου άρπαξε αυτός το δώρο μου και το’χει».



Είπε με δάκρυα και η σεπτή τον άκουσε μητέρα

στα βάθη όπ’ έμενε σιμά στον γέροντα γονέα

και σαν ομίχλη ανέβηκε μεσ’ απ’ τ’ άσπρο κύμα.

Στο πλάγι αυτού που έκλαιεν εκάθισεν η θεία,

τον χάιδεψε, κατ’ όνομα τον έκραξε και του’πε:

«Τι κλαίς, παιδί μου, στην καρδιά ποια λύπη σ’ ήβρε; Ειπέ μου

ευθύς, μη το’χης μυστικό, κι εγώ να το γνωρίσω».

Κι ο Αχιλλεύς στενάζοντας της είπε: «Τα γνωρίζεις,

τι απ’ αρχής να σου το ειπώ; Την πόλιν την αγίαν

την Θήβην, που εβασίλευσεν ο μέγας Ηετίων,

πατήσαμε κι εφέραμεν εδώ τα λάφυρά της.

Κι ως έπρεπεν οι Αχαιοί τα μοιρασθήκαν όλα

και του Ατρείδη εδιάλεξαν την κόρην Χρυσηίδα.

Ο ιερέας έπειτα του μακροβόλου Φοίβου

ο Χρύσης ήλθε στα γοργά των Αχαιών καράβια

με λύτρα πλουσιοπάροχα την κόρην του να λύση,

και του θεού στο χέρι του τα στέφανα κρατώντας

στο σκήπτρον επάνω το χρυσό επρόσπεσεν εις όλους

τους Αχαιούς, αλλ’ έξοχα στους βασιλείς Ατρείδες.

Τότ’ είπαν όλοι οι Αχαιοί τον γέροντα ιερέα

να σεβασθούν και τα λαμπρά λύτρα δεκτά να γίνουν.



Αλλά τούτο δεν έστερξεν ο Ατρείδης Αγαμέμνων,

και τον απόδιωξε κακά με δυνατές φοβέρες.

Έφυγε ο γέρος με χολήν και τες ευχές του ο Φοίβος

άκουσ’ ευθύς, ότι ο θεός πολύ τον αγαπούσε.

Και στους Αργείους έριξε βέλος κακό, κι επέφταν

σωρός τα πλήθη, ως του θεού τα βέλη ολού πετούσαν

στο απέραντο στρατόπεδο των Αχαιών, και ο μάντις,

ο γνώστης μας φανέρωσεν ό,τι του είπε ο Φοίβος.

Τότε ο θεός να ιλεωθή συμβούλευσα εγώ πρώτος.

Με τούτο σφόδρα εθύμωσεν ο Ατρείδης κι εσηκώθη

και λόγον είπε φοβερόν, που είναι τελειωμένος.

Κι οι Αχαιοί προβόδησαν με γρήγορο καράβι

και προσφορές για τον θεόν την κόρην εις τον Χρύσην,

αλλ’ από τώρ’ εις την σκηνήν την κόρην του Βρισέως,

δώρο σ’ εμέ των Αχαιών, οι κήρυκες μου επήραν.

Και, αν δύνασαι, προστάτευσε συ το καλό παιδί σου.

Ανέβα ευθύς στον Όλυμπον και πρόσπεσε στον Δία,

αν χάριν του’καμες ποτέ με λόγον ή με έργον.

Συχνά στο σπίτι του πατρός σ’ άκουσα να καυχάσαι,

ότι τον μαυροσύννεφον Κρονίδην εσύ μόνη

των αθανάτων έσωσες απ’ όλεθρον αχρείον,

όταν οι άλλοι Ολύμπιοι επήγαν να τον δέσουν,

η Ήρα με την Αθηνάν και ο Ποσειδών ακόμη,

και συ, θεά, τον λύτρωσες που φώναξες αμέσως

τον μέγαν εκατόγχειρον στες κορυφές του Ολύμπου.

Απ’ τους θεούς Βριάρεως, και απ’ τους θνητούς Αιγαίων

λέγεται και στην δύναμιν περνά και τον πατέρα.



Μ’ έπαρσιν κάθισεν αυτός στο πλάγι του Κρονίδη,

και απ’ τον φόβον του οι θεοί δεν έδεσαν τον Δία.

Τα γόνατά του αγκάλιασε και τούτο ενθύμισέ του,

στους Τρώας ίσως βοηθός θελήση αυτός να γίνη,

και ακρόγιαλα τους Αχαιούς να κλείση προς τες πρύμνες

να σφάζωνται για να χαρούν τον βασιλιά τους όλοι.

Να μάθη και ο κραταιός Ατρείδης Αγαμέμνων

πόσο ετυφλώθη ν’ αψηφά των Αχαιών τον πρώτον».

Και δάκρυα χύνοντας πολλά του απάντησεν η Θέτις:

«Υιέ μου, τι σ’ ανάσταινα τον πικρογεννημένον;

Άλυπος καν και αδάκρυτος να κάθοσουν στες πρύμνες,

αφού δεν θέλ’ η μοίρα σου πολύν καιρόν να ζήσης.

Αλλ’ είσαι και ολιγόζωος και πίκρες ποτισμένος

σαν κανείς άλλος. Άμοιρα στο σπίτι σ’ εγεννούσα.

Κι εγώ τον λόγον σου να ειπώ  του βροντοφόρου Δία,

στον χιονισμένον Όλυμπον θα υπάγω, αν θα μ’ ακούση.

Συ ωστόσο από τον πόλεμον τραβήξου και στες πρύμνες

ησύχαζε, των Αχαιών να δείξης τον θυμόν σου.

Και ο Δίας στον Ωκεανόν, που τον καλούν οι θείοι

Αιθίοπες κατέβη χθες και όλ’ οι θεοί μαζί του.

Και μετά ημέρες δώδεκα  στον Όλυμπο θα γύρη,

και τότε στα χαλκόστρωτα θ’ ανέβω δώματά του

να του προσπέσω ταπεινά κι ελπίζω να μ’ ακούση».

Είπε κι εκεί τον άφησε περίσσια χολωμένον,

οπού την ομορφόζωνην του επήραν κορασίδα

δυναστικώς. Αλλ’ έφθανεν ο ισόθεος Οδυσσέας

στην Χρύσην όπου έφερνε την θείαν εκατόμβην.

Κι όταν εμπήκε στο βαθύ λιμάνι το καράβι,

μαζώξαν όλα τα πανιά και τ’ αποθέσαν κάτω,

τα ξάρτια λύσαν κι έβαλαν στην θήκη το κατάρτι,

έφεραν μέσα στ’ άρασμα με τα κουπιά το πλοίον,

και τα πρυμνόσχοιν’ έδεσαν κι ερίξαν τες αγκύρες,

και εβγήκαν έξω στη στεριά και μέσ’ απ’ το καράβι,

την εκατόμβην έβγαλαν του μακροβόλου Φοίβου,

και απ’ όλους βγήκεν ύστερη του Χρύση η θυγατέρα.

Την κόρην ο πολύγνωμος οδήγησε Οδυσσέας

εις τον βωμόν και του πατρός την έδωσε και του’πε:

«Ω Χρύση, ο μέγας μ’ έστειλεν  Ατρείδης Αγαμέμνων

την κόρην να σου φέρω εδώ και θείαν εκατόμβην,

να τον εξιλεώσωμε, του Φοίβου να προσφέρω,

πόβαλε εις πολυστέκακτες οδύνες τους Αργείους».

Είπε και του την έδωσε την ακριβή του κόρην.

Εδέχθη αυτός και χάρηκε. Κι ευθύς την εκατόμβην

εις τον καλόκτιστον βωμόν ολόγυρ’ αραδιάσαν

και αφού εχερονίφθηκαν κι επήραν το κριθάρι,

ψηλά τα χέρια σήκωσεν ο Χρύσης κι εδεήθη:

«Άκουσέ με, αργυρότοξε, της Χρύσης και της θείας

Κίλλας υπέρμαχε θεέ, ω κύριε της Τενέδου,

ως έδωκες ακρόασιν  εις τες ευχές μου πρώτα,

κι επλήγωσες τους Αχαιούς κι ετίμησες εμένα,

αυτή μου πάλι ευδόκησε να γίν’ η επιθυμία,

απ’ το κακό θανατικό τους Δαναούς ω σώσε !».



Είπε, και ο Φοίβος άκουσε, κι εδέχθη την ευχή του.

Τότε αφού κάμαν τες ευχές κι ερίξαν το κριθάρι,

των σφακτών στρέψαν τους λαιμούς, τα έσφαξαν, τα γδάραν,

τα μεριά κόψαν, με διπλό κνισάρι τα σκεπάσαν

κι επάνω τους ωμά βάλαν κομμάτια και στες σχίζες

λαμπρό κρασί τα εράντιζε και τα’καιεν ο γέρος

και τα πεντόσουβλα σιμά τ’ αγόρια του κρατούσαν.

Και αφού καήκαν τα μεριά κι εγεύθηκαν τα σπλάχνα,

ελιάνισαν τα επίλοιπα τα πέρασαν στες σούβλες,

και αφού με τέχνην τα’ψησαν, απ’ την φωτιά τα επήραν

και αμ’ απ’ τον κόπον έπαυσαν κι ετοίμασαν το γεύμα,

ετρώγαν κι όλ’ ισόμοιρα χαρήκαν το τραπέζι.

Και άμα εφάγαν κι έπιαν όσ’ ήθελε η ψυχή τους,

ξέχειλο εβάλαν το κρασί τ’ αγόρια στους κρατήρες

κι έδωκαν σ’ όλους απαρχές στα ολόγεμα ποτήρια,

κι εξιλεώναν τους θεούς με άσματα ολημέρα

καλόν παιάνα ψάλλοντας των Αχαιών τ’ αγόρια

και ο μακροβόλος άκουε κι ευφραίνετο η ψυχή του.

Και ο ήλιος άμα εβύθισε και ήλθε το σκοτάδι,

στου πλοίου τα πρυμνόσχοινα κοιμήθηκαν πλησίον.

Και άμα ερόδιζ’ η αυγή, αφήκαν το λιμάνι

στων Αχαιών το απέραντο στρατόπεδο να γύρουν.

Και πρίμον τους απόστειλε ο μακροβόλος Φοίβος.

Τότ’ άπλωσαν τα κάτασπρα πανιά τους στο κατάρτι,

κι ο άνεμος τα φούσκωνε, κι ως πήγαινε το πλοίον,

εις την καρίνα ολόγυρα το μαύρο κύμα ηχούσε

κι έκοβε δρόμον γρήγορο στο κύμα το καράβι.

Στων Αχαιών το απέραντο στρατόπεδο άμα εφθάσαν

ετράβηξαν εις την στεριά τ’ ολόμαυρο καράβι

ψηλά στην άμμον κι έβαλαν στυλώματα αποκάτω

και στες σκηνές εσκόρπισαν εκείθε και στες πρύμνες.

Ωστόσο εκείνος θύμωνε σιμά στα γοργά πλοία

ο φτεροπόδης διογενής Πηλείδης Αχιλλέας.

Δεν πήγαινε στην σύνοδον, όπου δοξάζοντ’ άνδρες,

ούτε στον πόλεμον, και αυτού βαρύλυπ’ η καρδιά του

ελαχταρούσε την βοή, την φλόγα του πολέμου.

Έφεξε η δωδεκάτη αυγή, και οι θεοί γυρίζουν

στον Όλυμπον κι εβάδιζεν εμπρός τους ο Κρονίδης

και η Θέτις το παράγγελμα δεν ξέχανε του υιού της

και της θαλάσσης έσχισε τα κύματα κι εβγήκε

και ανέβη τα χαράματα στ’ Ολύμπου τον αιθέρα.

Εύρηκε τον βροντόφωνον Κρονίδην καθισμένον

μόνον στην άκραν κορυφήν του πολυλόφου Ολύμπου,

εμπρός του εκάθισε η θεά και με τ’ αριστερό της

του έπιασε τα γόνατα, με τ’ άλλο το πηγούνι,

κι έλεγεν ικετεύοντας στον ύψιστο Κρονίδην:

«Δία, πατέρ’, αν κάποτε με λόγον ή με έργον

σ’ έχω ωφελήσει, ευδόκησε σ’ αυτό να με εισακούσης.

Τον ολιγοημερώτατον υιόν, αχ ! τίμησέ μου.

Ιδέ πως τον ατίμασεν ο μέγας Αγαμέμνων,

οπού του άρπαξεν αυτός το δώρο του και το’χει.

Δικαίωσέ τον καν εσύ, πάνσοφε Ολύμπιε Δία,

στους Τρώας νίκες δώρησε ωσότου το παιδί μου

να δικαιώσουν οι Αχαιοί, να τον υπερδοξάσουν».

Και απάντησιν δεν έδωκεν ο νεφελοσυνάκτης

κι ώραν πολλήν εσώπαινε. Και η Θέτις του κρατούσε

ως απ’ αρχής τα γόνατα και πάλιν τον ερώτα:

«Άσφαλτην δός μου υπόσχεσιν μ’ εκείνο σου το νεύμα

ή αρνήσου. Τι θα φοβηθής; Θέλω να μάθω μόνον,

αν είμαι το εξουθένωμα των αθανάτων όλων».

Με βάρος της απάντησεν ο νεφελοσυνάκτης:

«Ω ! τι κακό ! να οργισθώ της Ήρας θα με βάλης,

όταν με λόγια υβριστικά πικρά θα με κεντήση.

Και χωρίς λόγον πάντοτε μου κλαίεται και λέγει

εμπρός εις όλους τους θεούς πως βοηθώ τους Τρώας,

αλλά συ φύγε τώρα ευθύς μη σε νοήσ’ η Ήρα

και άφες σ’ εμέ την μέριμναν σ’ αυτό να δώσω τέλος.

Και ιδού για να βεβαιωθής την κεφαλήν θα σκύψω.

Σημάδι τούτο αλάθευτο στους αθανάτους έχω.

Τι ό,τι με της κεφαλής το σκύψιμο κηρύξω

δεν απατά, δεν παίρνεται οπίσω και θα γίνη».

Είπε, τα μαύρα φρύδια του χαμήλωσε ο Κρονίδης,

έκλινε από τ’ αθάνατο κεφάλι του κυρίου

η θεία κόμη και ο τρανός ο Όλυμπος εσείσθη.



Αυτά ’παν κι εχωρίσθησαν απ’ τον ακτινοβόλον

Όλυμπον κείνη επήδησε στης θάλασσας τα βάθη,

Ψάλλε θεά, τον τρομερό θυμόν του Αχιλλέως

Πώς έγινε στους Αχαιούς αρχή πολλών δακρύων.

Που ανδράγαθες ροβόλησε πολλές ψυχές στον Άδη

ηρώων, κι έδωκεν αυτούς αρπάγματα των σκύλων

και των ορνέων – και η βουλή γενόταν του Κρονίδη,

απ’ ότ’, εφιλονίκησαν κι εχωρισθήκαν πρώτα

ο Ατρείδης, άρχος των ανδρών, και ο θείος Αχιλλέας.

Κι απ΄τους θεούς ποιός άναψε την έχθρα μεταξύ τους;



Ο Απόλλων, όπου οργίσθηκε του Ατρείδη βασιλέως

κι έφερε λώβαν στον στρατόν που εθέριζε τα πλήθη,

ότι του εκαταφρόνεσε τον Χρύσην ιερέα.

Στων Αχαιών τα γρήγορα καράβια τούτος ήρθε,

με λύτρα πλουσιοπάροχα την κόρη του να λύση.

Στο χρυσό σκήπτρο τυλικτό του  Φοίβου το στεφάνι

εκράτει, και τους Αχαιούς παρακαλούσεν όλους:


Και ιδιαίτερα τους δυο Ατρείδες, τους αρχηγούς των στρατευμάτων:



«Ω γενναιόκαρδοι Αχαιοί, ω βασιλείς, Ατρείδες,

του Ολύμπου ας κάμουν οι θεοί, την πόλη του Πριάμου

αφού πορθήσετ’, ευτυχείς να πάτε στην πατρίδα.

Αλλ’ αποδώσετε σ’ εμέ την ποθητήν μου κόρην,

δεχθήτε αυτά τα λύτρα της, αν τον υιόν του Δία

τον μακροβόλον τοξευτήν Απόλλωνα ευλαβήσθε».

Όλοι αλαλάξαν οι Αχαιοί, κι είπαν τον ιερέα

να σεβασθούν και τα λαμπρά λύτρα δεκτά να γίνουν.

Μόνος ο Αγαμέμνονας δεν το’ στεργεν ο Ατρείδης,

αλλά κακά τον έδιωχνε και βαρύν λόγον είπε:



«Μη σ’ απαντήσω, γέροντα, σιμά στα κοίλα πλοία

ή τώρα εδώ ν’ αργοπορής ή πάλιν να γυρίσης

και μη θαρρεύης στου θεού το σκήπτρο και το στέμμα.

Αυτήν δεν θ’ απολύσω εγώ. Το γήρας θα την έβρη

στο Άργος μες στο σπίτι μου μακράν απ’ την πατρίδα

να υφαίνη αυτού και σύντροφον της κλίνης να την έχω.

Μη μ’ ερεθίζης, σύρ’ ευθύς αν θέλης να μην πάθης».

Τον λόγον του εφοβήθηκε και υπάκουσεν ο γέρος.

Την άκραν πήρε σιωπηλός της ηχερής θαλάσσης

και όταν ευρέθη ανάμερα, τον γόνον της ωραίας

Λητούς μέγαν Απόλλωνα, θερμά παρακαλούσε:

«Άκουσέ με, αργυρότοξε, της Χρύσης και της θείας

Κίλλας προστάτη, κύριε στην Τένεδο, Σμινθέα,

εάν σου έκτισα ναόν να χαίρεται η καρδιά σου,

εάν ποτέ σου έκαψα μεριά καλοθρεμμένα

ταύρων κι ερίφων, τούτον μου τον πόθον τελείωσέ μου.

Τα βέλη σου στους Δαναούς τα δάκρυά μου ας πλερώσουν».



Ευχήθη και ως τον άκουσεν ο Φοίβος ο Απόλλων,

κατέβη από τας κορυφάς του Ολύμπου θυμωμένος,

με τόξον και μ’ ολόκλειστην φαρέτραν εις τους ώμους.

Εβρόντησαν επάνω του τα βέλη ως εκινήθη

ο χολωμένος και ώμοιαζε την νύκτα, ως προχωρούσε.

Των πλοίων κάθισε άντικρυ και απόλυσε το βέλος

και αχός εβγήκε τρομερός απ’ τ’ ασημένιο τόξο.

Και αφού τους σκύλους έπληξε και τα μουλάρια πρώτα,

εις τους ανθρώπους έριχνε τα πικροφόρ’ ακόντια

αδιάκοπα. Και των νεκρών παντού πυρές εκαίαν.

Τα θεία βέλη στον στρατόν πετούσαν εννιά μέρες,

και την δεκάτην τον λαόν συγκάλεσε ο Πηλείδης,

ως η θεά τον δίδαξεν η Ήρα η λευκοχέρα,

που εθλίβονταν τους Δαναούς να βλέπει πως πεθαίναν.

Κι αφού συνάχθηκε ο λαός εις ένα μέρος όλος,

ο γοργοπόδης Αχιλλεύς σηκώθη και τους είπε.



«Ατρείδη, να γυρίσουμε, θαρρώ, θ’ αναγκασθούμε

στα γονικά μας άπρακτοι, αν δεν πεθάνουμ’ όλοι,

αφού μας φθέρνει λοιμική και πόλεμος αντάμα.



Λοιπόν ας ερωτήσωμεν ή μάντιν ή ιερέα

ή ονειροκρίτην – έρχεται και τ’ όνειρο απ’ τον Δία –

να ειπή γιατί εχόλωσε τόσο σ’ εμάς ο Φοίβος.

Μη κάποιο τάμα του έλειψε, μη του ’λειψ’ εκατόμβη.

Ίσως, αν του καούν αρνιά και ερίφια διαλεμένα,

θελήση το θανατικό να διώξη από κοντά μας».

Αυτά είπε κι εκάθισε. Και τότε ο Θεστορίδης

ο Κάλχας εσηκώθηκεν, ορνεοσκόπος πρώτος

που εγνώριζ’ όλα μέλλοντα, παρόντα, περασμένα

και οδήγησε στην Ίλιον των Αχαιών τα πλοία

μ’ αυτό το πνεύμα μαντικό που του’χε δώσει ο Φοίβος.

Σ’ αυτούς καλοπροαίρτα τότε ομιλούσ’ εκείνος:

«Με προσκαλείς, διίφιλε Πηλείδη, να εξηγήσω,

πως εγεννήθηκε ο θυμός του μακροβόλου Απόλλωνα.

Θέλει το ειπώ. Μόνον εσύ στοχάσου και όμοσέ μου

να με βοηθήσης πρόθυμα με λόγον και με χέρι,

ότι θ’ ανάψω την χολήν ανδρός που των Αργείων

δεσπόζει και όλ’ οι Αχαιοί του είναι υποταγμένοι.

Όταν θυμώση στον μικρόν, νικά ο βασιλέας.

Ότι αν χωνεύση την χολήν σ’ εκείνην την ημέραν,

όμως το πάθος άσπονδο στα στήθη μέσα τρέφει

να ξεθυμάνη στο εξής. Και σκέψου αν θα με σώσης».



Και ο γοργοπόδης προς αυτόν Πηλείδης αποκρίθη:



«Άφοβα λέγε τον χρησμόν όποιον εξεύρει ο νους σου.

Ότι, μα τον Απόλλωνα, που τες ευχές ακούει,

Κάλχα, και συ των Δαναών προσφέρεις τους χρησμούς του,

όσο εγώ ζω κι εδώ στην γην βλέπω το φως του ήλιου,

βαρύ κανείς επάνω σου το χέρι δεν θα βάλη

των Δαναών όλων κανείς, και μήτε ο Αγαμέμνων

που σήμερα των Αχαιών καχάται ότ’ είναι ο πρώτος».

Και ο μάντις ακατάκριτος επήρε θάρρος κι είπε:



«Τάμα ποσώς δεν του’λειψε, μήτ’ εκατόμβη, αλλ’ είναι

ο ιερέας αφορμή, που αψήφησ’ ο Ατρείδης.

Την κόρη δεν απόλυσε, τα λύτρα δεν εδέχθη

ιδού γιατί μας έθλιψε και θα μας θλίψη ο Φοίβος.

Ουδ’ απ’ τους Δαναούς ποτέ την λοιμική θα διώξη

πριν δοθή οπίσω του πατρός η λαμπρομάτα κόρη

άλυτρη, ανεξαγόραστη και αγίαν εκατόμβην

στην Χρύσην αποστείλωμεν. Τότ’ ίσως ίλεως γίνη».

Αυτά είπε κι εκάθισε. Σηκώθη ευθύς ο ήρως

πολλών κυρίαρχος λαών, ο Ατρείδης Αγαμέμνων

φαρμακωμένος. Και η χολή τα μαύρα σωθικά του

πλημμύριζ’ όλα, και άστραφταν τα μάτια του ωσάν φλόγες.

Με βλέμμα κακοσήμαντο στον Κάλχαντα είπε πρώτα:


«Μάντι κακών, όχι, ποτέ πρόσχαρό τι δεν μού’πες,

και ο νους σου πάντοτε αγαπά κακά να προμαντεύη.

Λόγον δεν είπες συ ποτέ καλόν ούτ’ έχεις πράξει.

Και τώρα εδώ στους Δαναούς χρησμολογείς και λέγεις,

οπώς για τούτο συμφορές τους δίδει ο μακροβόλος,

ότι την πλούσια ξαγορά της θυγατρός του Χρύση

δεν δέχθηκα. Ναι, θέλω εγώ καλύτερα την κόρη

σπίτι μου, αφού την προτιμώ της νυμφευτής μου ακόμα

της Κλυταιμνήστρας και ποσώς κατώτερη δεν είναι

στην κλάση, στο ανάστημα, στη γνώμη και στα έργα.

Και όμως αν συμφέρη αυτό, θε να την αποδώσω.



Το καλό θέλω του λαού, ποτέ τον όλεθρό του.

Αλλά δώρον ετοιμάσετε σ’ εμένα ευθύς, τι μόνος

εγώ δεν πρέπει αδώρητος να μείνω των Αργείων

και όλοι το βλέπετε ότι αλλού το δώρον μου πηγαίνει».

 Του αντείπεν ο φτερόποδος ισόθεος Πηλείδης:


«Ένδοξε Ατρείδη, περισσά φιλόπλουτε, τι λέγεις;

Οι μεγαλόψυχοι Αχαιοί πως θα σου δώσουν δώρον;

Μη κάπου λάφυρα κοινά γνωρίζομε αφημένα;

Όσ’ απ’ τες χώρες πήραμε εμοιρασθήκαν όλα

και να τα ξανακάμωμε σωρό δεν είναι πρέπον.

Αλλά συ τώρα στον θεόν απόλυσε την κόρη,

και τετραπλά θ’ ανταμειφθής, αν ποτέ δώση ο Δίας

κι οι Αχαιοί να πάρωμε την πυργωμένην Τροίαν».

Και προς αυτόν απάντησεν ο μέγας Αγαμέμνων:


«Αν και γενναίος, μη ζητής με απάτην να με πάρης,

θείε Πηλείδη, κι εύκολα δεν θα με καταπείσης,

να έχης συ το δώρον σου και εγώ να το στερούμαι.

Θέλεις και με παρακινείς την κόρη ν’ αποδώσω.

Αλλ’ αν δώρον ισότιμο της αρεσιάς μου λάβω

απ’ τους γενναίους Αχαιούς, αρκεί, και αν δεν μου δώσουν,

θα έλθω με το χέρι μου να πάρω ή το δικό σου

το δώρον ή του Αίαντος ή κείνο του Οδυσσέως.

Κι εις όποιον έλθω, την χολήν, θαρρώ θα του κινήσω.


Αλλ’ όλ’ αυτά μετέπειτα μαζί θα τα σκεφθούμε.

Τώρα στην θείαν θάλασσαν μαύρο ας συρθή καράβι

με κωπηλάτες διαλεκτούς, και ας θέσωμ’ εκατόμβην

μέσα και ας ανεβάσωμεν την κόρην Χρυσηίδα,

και αρχηγός του να είν’ εκεί των βουληφόρων ένας

ο Αίας, ο Ιδομενεύς ή ο θείος Οδυσσέας,

ή συ Πηλείδη, των ανδρρών ω τρομερέ και μόνε,

με τες ευχές σου τον θεόν να μας εξιλεώσης».

Άγρια το εκοίταξε και απάντησε ο Πηλείδης:


«Ωιμένα πανουργότατε, μ’ αναίδειαν ενδυμένε,

και ποιος από τους Αχαιούς θα δράμη, αν τον ζητήσης,

είτε εις ταξίδι πρόθυμος, είτε εις πολέμου αγώνα;

Εγώ δεν ήλθα εξ αφορμής των λογχοφόρων Τρώων

να πολεμήσ’, ότι ποσώς εκείνοι δεν μου πταίουν.

Τα βόδια μήτε τ’ άλογα δεν βγήκαν να μου πάρουν

μήτε στην μεγαλόσβολην, την ανδροθρέπτραν Φθίαν

ποτέ μου εβλάψαν τους καρπούς, ότ’ είναι ανάμεσόν μας

όρη κατάσκια πολλά και πέλαγ’ αγριωμένα.

Αλλά για τον Μενέλαο και, αναίσχυντε, για σένα

ήλθομεν όλοι εκδίκησιν να πάρωμε των Τρώων,

και συ, ω σκυλοπρόσωπε, λησμονημένα τά’χεις.

Και τώρ’ αυτό το δώρο μου να πάρης φοβερίζεις

που’ναι αμοιβή των κόπων μου κι οι Αχαιοί μου εδώσαν.


Κι ίσια με σε δεν έχω εγώ δώρο καλό ποτέ μου,

όταν καλά τειχόκαστρα πατούμε της Τρωάδος.

Αλλά το βάρος του σφοδρού πολέμου πρώτος έχω

εγώ και αν τύχη μοιρασμός, τρανό συ παίρνεις δώρο,

κι εγώ με δώρο μικροστό και αγαπητό γυρίζω

στες πρύμνες από τον σκληρόν αγώνα του πολέμου.

Στην Φθίαν τώρ’ αναχωρώ. Καλύτερα να γύρω

στον τόπο μου με τα κυρτά καράβια, και δεν θέλω

εδώ να μείνω ατίμητος τα πλούτη να σου αυξήσω».

Και προς αυτόν απάντησεν ο μέγας Αγαμέμνων:


«Φύγε, αν το θέλης, φύγ’ ευθύς και χάριν μου να μένης

εγώ δεν σε παρακαλώ. Κοντά μου υπάρχουν και άλλοι

να με δοξάσουν,  κι έξοχα ο πάνσοφος Κρονίδης.

Και απ’ τους διοθρέπτους βασιλείς, συ είσαι ο μισητός μου.

Ότι την έριδα διψάς, τες μάχες, τους πολέμους.

Και αν είσαι τόσο δυνατός, είναι θεού το δώρον.

Σπίτι σου με τα πλοία σου και τους συντρόφους σου άμε,

των Μυρμιδόνων δέσποζε. Κι εγώ δε σε λογιάζω

και την χολήν σου αδιαφορώ. Κι ιδού τι σου κηρύττω:

Καθώς εμένα μου αφαιρεί την Χρυσηίδα ο Φοίβος –

κι εκείνην με συντρόφους μου και με δικά μου πλοία

θα στείλω – και το δώρον σου, την κόρην του Βρισέως,

εις την σκηνήν μου θα’λθω, εγώ να πάρω, για να μάθης,

πόσο σου είμαι ανώτερος εγώ και να τρομάζη

και άλλος μ’ εμέ να συγκριθή και όμοιος να γίνει εμπρός μου».


Τα λόγια τούτα επλήγωσαν τα σπλάχνα του Αχιλλέως

κι έστρεψε δύο στοχασμούς μες στα δασιά του στήθη.

Ή θε να σύρη απ’ το πλευρό το ακονισμένο ξίφος

και αφού σκορπίση όλους εκεί, να σφάξη τον Ατρείδην,

ή να σιγάση την οργήν κρατώντας την ψυχήν του.

Και αυτά ως διαλογίζονταν στον νου και από την θήκην

το μέγα ξίφος έσερνε, κατέβηκε ουρανόθεν

η Αθηνά, την έστελνεν η Ήρα η λευκοχέρα,

οπού αγαπούσε ολόψυχα παρόμοια και τους δύο.

Του εστήθη οπίσω κι έπιασε τα ολόξανθα μαλλιά του,

σ’ εκείνον μόνον φανερή και αθώρητη στους άλλους.

Ξιπάσθη αυτός, εστράφηκε κι εγνώρισεν αμέσως

την Αθηνά που φοβερήν στα μάτια λάμψιν είχε.

Και ομίλησε προς την θεάν με λόγια φτερωμένα :

«Τ’ ήλθες και συ, ω του Διός του αιγιδοφόρου κόρη;

Του Ατρείδη Αγαμέμνονος να ιδής την αδικίαν;

Αλλά σου λέγω καθαρά και πίστευσε. Με τούτες

τες έπαρσές του γρήγορα θα χάση την ζωήν του».

Και η γλαυκόφθαλμη θεά σ’ εκείνον απεκρίθη:


«Κατέβηκ’ απ’ τον ουρανόν να παύσω την οργήν σου,

εάν μ’ ακούσης. Μ’ έστειλεν η Ήρα η λευκοχέρα,

που ολόψυχα σας αγαπά παρόμοια και τους δύο.

Έλα την μάχη άφησε, το ξίφος σου μη σύρης,

μόνον με λόγια τ’ όνειδος που αυτός θα πάθη ειπέ του.

Ότι να γίνη θέλ’ ιδής αυτό που σου προλέγω.

Τρίδιπλα δώρ’ ατίμητα θα λάβης μιαν ημέρα

γι’ αυτήν την ύβριν. Τώρα συ κρατήσου και άκουσέ μας».

Και ο φτεροπόδης προς αυτήν Πηλείδης αποκρίθη:


«Πρέπει, ω θεά, των δυο σας να σεβασθώ το λόγον,

αν κι είν’ η οργή μου φοβερή. Και όμως αυτό συμφέρει,

όπου υπακούει στους θεούς κι αυτοί τον εισακούουν».


Είπε και από την αργυρήν λαβήν με το βαρύ του

χέρι στην θήκην άμπωσε πάλι το μέγα ξίφος

πειθόμενος στην Αθηνά. Κι εκείνη πάλι ανέβη

στον Όλυμπον μες στους θεούς, στα δώματα του Δία.

Με βαρείς λόγους έπειτα και πάλιν ο Πηλείδης

προς τον Ατρείδη εστράφηκεν, ούδ’ έπαυε η χολή του:


«Ω μέθυσε, σκυλόματε, και με καρδιάν ελάφου !

μήτε ποτέ με τον λαόν ν’ αρματωθής για μάχην,

μήτε εις καρτέρι να οδηγής τους πρώτους πολεμάρχους

ετόλμησες. Σου φαίνονται τρόμος θανάτου εκείνα.

Καλύτερα στο στράτευμα των Αχαιών σ’ αρέσει

όποιος σ’ εσένα αντιλογά, να του αφαιρής τα δώρα.

Τωόντι αχρείους κυβερνάς, λαοφάγε βασιλέα !

Αλλιώς αυτό το αδίκημα θα ήταν το ύστερό σου.

Αλλ’ έναν λόγον θα σου ειπώ, και ομόνω μέγαν όρκον.

Ναι, μα το σκήπτρο τούτ’ οπού κλαδί δεν βγάζ’ ή φύλλα,

καθώς αφήκε τον κορμόν στα όρη εκεί που εκόπη,

και δεν θ’ αναχλωράνη, αφού τα φύλλα και το φλούδι

γύρω του ελέπισε ο χαλκός, και το φορούν στο χέρι

οι δικαιοκρίτες Αχαιοί τους νόμους να φυλάγουν,

όπως τους έδωκεν ο Ζευς, και θα’ναι μέγας όρκος.


Θ’ αποζητήσουν οι Αχαιοί μια μέρα τον Πηλείδη

όλοι και συ περίλυπος την δύναμιν δεν θα’χης

να τους βοηθής, όταν πολλούς θα στρώση χάμω η λόγχη

του ανθρωποφόνου Έκτορος και σε θα τρώγη ο πόνος,

που αψήφησες των Αχαιών τον πρώτον πολεμάρχον».

 Είπε και χάμω επέταξε το χρυσοκαρφωμένο

σκήπτρο και πάλι εκάθισε. Και από το άλλο μέρος

του Ατρείδη έβραζε η χολή. Τότ’ εσηκώθη ο Νέστωρ,

ο γλυκολόγος, λιγυρός ομιλητής της Πύλου

που ωσάν το μέλι η λαλιά του εκύλ’ από τα χείλη.

Δυο γενεές είχαν σβησθή των πρόσκαιρων ανθρώπων,

στην Πύλον, συνομήλικοι και συνανάστροφοί του,

τώρα εις την τρίτην γενεάν βασίλευεν ο γέρος.

Αυτός τότε καλόγνωμα σ’ εκείνους ομιλούσε:

«Ωιμέ ! στην γην των Αχαιών  μεγάλη θλίψις ήλθε !

πόσην θα είχε ο Πρίαμος χαρά και τα παιδιά του

και πόσον όλος ο λαός θα ευφραίνονταν της Τροίας,

που μάχεσθε αν εμάθαιναν οι δυο σεις που είσθε

οι κορυφές των Δαναών στην γνώση και στα όπλα.

Και ακούσετέ με, ότ’ είσθε σεις κι οι δυο νεώτεροί μου,

ότι με άνδρες έσμιξα πολύ καλύτερούς σας,

σ’ άλλους καιρούς και αυτοί ποσώς δεν μ’ εκαταφρονούσαν.

Άνδρες δεν είδα ή θα ιδώ ποτέ μου ωσάν εκείνους,

Πειρίθοον και Δρύαντα, καλόν λαών ποιμένα,

Καινέα και Εξάδιον, Πολύφημον τον θείον

και ακόμα τον ισόθεον Θησέα τον Αιγείδην,

ωσάν αυτούς ανίκητοι θνητοί δεν γεννηθήκαν,

σφόδρ’ ανδρειωμένοι εμάχονταν με σφόδρ’ ανδρειωμένους,

μ’ άγρια θεριά βουνίσια, και, ω θαύμα, τ’ αφανίσαν.

Κι εγώ μ’ εκείνους έσμιγα φερμένος απ’ την Πύλον

μέσ’ από μέρη μακρινά, και αυτοί με προσκαλέσαν

κι έκαμνα εγώ το μέρος μου στες μάχες, πλην κανένας

απ’ όσους τώρα τρέφ’ η γη μ’ αυτούς δεν θα μετριώνταν.

Και όμως εκείνοι πρόθυμοι στες συμβουλές μου εκλίναν.

Αλλά και σεις ακούτε με για το καλύτερό σας.


Μήτε συ, μεγαλόψυχε, την κόρην του αφαιρέσης

που του εδωρήσαν οι Αχαιοί, και μήτε συ, Πηλείδη,

θελήσης ν’ αντιμάχεσαι στον μέγαν βασιλέα,

διότι κάτι ανώτερα τιμάται ο σκηπτροφόρος

εκείνος οπού ευδόκησε να τον δοξάση ο Δίας.

Δυνατός είσαι και θεά σ’ εγέννησε μητέρα,

αλλ’ είναι αυτός ανώτερος για τους πολλούς που ορίζει.


Και συ να σβήσεις τον θυμό, Ατρείδη, σ’ εξορκίζω.

Μη του Πηλείδη οργίζεσαι, που ασάλευτ’ είναι σ’ όλους

τους Αχαιούς προφυλακή του φθαρτικού πολέμου».

Και προς αυτόν απάντησεν ο μέγας Αγαμέμνων:


«Όλα τα είπες, γέροντα, καλά και μετρημένα.

Αλλ’ αυτός θέλει ανώτερος να είναι και όλων πρώτος

να’χη όλους αποκάτω του, να βασιλεύη σ’ όλους,

όλους να ορίζη. Αυτό κανείς δεν θα δεχθή, πιστεύω.

Κι εάν οι αθάνατοι θεοί πολεμιστήν τον κάμαν

με τούτο και τον έβαλαν ονειδισμούς να λέγη;

Εκεί τον λόγον του’κοψεν ο ισόθεος Πηλείδης:


«Αληθινά δειλόψυχον θα μ’ έλεγαν και αχρείον,

αν σ’ ό,τι ειπής θα έστεργα την κεφαλήν να κλίνω.

Αυτά στους άλλους πρόσταζε, και διαταγές εμένα

μη δίδης, ότι στο εξής ποτέ δεν θα σ’ ακούσω.

Κι έν’ άλλο ακόμα θα σου ειπώ, και ας το φυλάξη ο νους σου.

Με σε ή μ’ άλλους πόλεμον να στήσω για την κόρην

δεν θέλω, σεις την δώσατε, σεις μου την αφαιρείτε.

Αλλ’ από τ’ άλλα όσα’χω εγώ σιμά στο μαύρο πλοίον

τίποτε δεν θα δυνηθής να πάρης άβουλά μου.

Και αν αγαπάς, δοκίμασε, για να ιδούν και τούτο.

Ευθύς το μαύρο αίμα σου στην λόγχην μου θα τρέξη».

Και αφού ελογομάχησαν, εκείνοι εσηκωθήκαν

και διάλυσαν την σύνοδον στων Αχαιών τα πλοία.

Στες πρύμνες του και στες σκηνές εγύρισ’ ο Πηλείδης

και οι σύντροφοί του οπίσω του με τον Μενοιτιάδη.


Κι έριξ’ ο Ατρείδης γρήγορο στην θάλασσαν καράβι

με κωπηλάτες είκοσι κι επάνω εκατόμβην

προς τον θεόν και ανέβασε την κόρην Χρυσηίδα.

Και αρχηγός ο συνετός ανέβηκε Οδυσσέας.

Κι ενώ στα πλάτη αρμένιζαν εκείνοι της θαλάσσης,

ο Ατρείδης να καθαρισθούν παράγγειλε τα πλήθη.

Κι εκείνοι εκαθαρίζονταν και τ’ αποπλύματ’ όλα

έριχναν μες στην θάλασσαν, και τέλειες εκατόμβες

ταύρων κι ερίφων έκαιαν ακρόγιαλα του Φοίβου

και ανέβαιν’ ως τον ουρανόν καπνός ευωδιασμένος.

Τούτα ενεργούσαν στον στρατόν, και ασάλευτος ο Ατρείδης

σ’ ό,τι εφοβέρισε απ’ αρχής να κάμη του Αχιλλέως

είπε προς τον Ταλθύβιον και προς τον Ευρυβάτην,

που ήσαν αυτοί κήρυκες και ακόλουθοι δικοί του:


«Εις του Πηλείδη την σκηνήν αμέτε, του Αχιλλέως,

και από το χέρι πάρετε την κόρην Βρισηίδα,

και αν δεν την δώση, με πολλούς θα έλθω να την πάρω

εγώ. Μ’ αυτό χειρότερα θα ταραχθή η ψυχή του».

Είπε και τους ξαπόστειλε με δυνατές φοβέρες.

Άθελα εκείνοι παίρνοντας την άκραν της θαλάσσης

στων Μυρμιδόνων τες σκηνές και τα καράβια φθάσαν,

Καθήμενον εις την σκηνήν σιμά και στο καράβι

τον ήβραν και να τους ιδή δεν χάρηκε ο Πηλείδης.

Τότε από φόβον κι εντροπήν εμπρός στον βασιλέα

εκείνοι εμείναν άφωνοι και δεν τον ερωτούσαν.

Τους νόησε και «χαίρετε, ω κήρυκες», τους είπε :

«αγγελιοφόροι του Διός και των θνητών ανθρώπων.

Ελάτ’ εμπρός, δεν φταίτε σείς, ο Αγαμέμνων φταίει

πόστειλε σας να πάρετε την κόρην του Βρισέως.

Πάτροκλε διογέννητε, την κόρην έξω βγάλε

και να την πάρουν δώσε την. Και ας είναι αυτοί μαρτύροι

προς τους θεούς, προς τους θνητού και προς τον βασιλέα

εκείνον τον σκληρόψυχον, αν ποτέ φθάση ανάγκη

από αχρείον όλεθρον να σώσω εγώ τους άλλους.

Τωόντι αυτός λυσσομανεί με λογικά χαμένα

και δεν γνωρίζει τα εμπρός να ιδή και τα κατόπι.

Πώς να του μάχωντ’ οι Αχαιοί γεροί σιμά στα πλοία».

Και απ’ την σκηνήν ο Πάτροκλος την κόρην Βρισηίδα

έβγαλε και την έδωσε στα χέρια των κηρύκων,

κι ευθύς εκείνοι γύρισαν στων Αχαιών τα πλοία,

κι η ωραία κόρη εβάδιζε κατόπι λυπημένη

Τότε ο Πηλείδης έκλαιγε και στ’ ακρογιάλι μόνος

καθήμενος εκοίταζε τ’ απέραντα πελαγη

και θερμοευχήθη της μητρός απλώνοντας τα χέρια :


«Μητέρ’ , αφού ολιγόχρονον με έχεις γεννημένον,

έπρεπε καν ο βροντητής να μου χαρίση ο Δίας

τιμήν και αντίς ολότελα δεν μ’ έχει αυτός τιμήσει.

Ιδού τώρα με ατίμασεν ο μέγας Αγαμέμνων,

ότι μου άρπαξε αυτός το δώρο μου και το’χει».

Είπε με δάκρυα και η σεπτή τον άκουσε μητέρα

στα βάθη όπ’ έμενε σιμά στον γέροντα γονέα

και σαν ομίχλη ανέβηκε μεσ’ απ’ τ’ άσπρο κύμα.

Στο πλάγι αυτού που έκλαιεν εκάθισεν η θεία,

τον χάιδεψε, κατ’ όνομα τον έκραξε και του’πε:

«Τι κλαίς, παιδί μου, στην καρδιά ποια λύπη σ’ ήβρε; Ειπέ μου

ευθύς, μη το’χης μυστικό, κι εγώ να το γνωρίσω».

Κι ο Αχιλλεύς στενάζοντας της είπε: «Τα γνωρίζεις,

τι απ’ αρχής να σου το ειπώ; Την πόλιν την αγίαν

την Θήβην, που εβασίλευσεν ο μέγας Ηετίων,

πατήσαμε κι εφέραμεν εδώ τα λάφυρά της.

Κι ως έπρεπεν οι Αχαιοί τα μοιρασθήκαν όλα

και του Ατρείδη εδιάλεξαν την κόρην Χρυσηίδα.

Ο ιερέας έπειτα του μακροβόλου Φοίβου

ο Χρύσης ήλθε στα γοργά των Αχαιών καράβια

με λύτρα πλουσιοπάροχα την κόρην του να λύση,

και του θεού στο χέρι του τα στέφανα κρατώντας

στο σκήπτρον επάνω το χρυσό επρόσπεσεν εις όλους

τους Αχαιούς, αλλ’ έξοχα στους βασιλείς Ατρείδες.

Τότ’ είπαν όλοι οι Αχαιοί τον γέροντα ιερέα

να σεβασθούν και τα λαμπρά λύτρα δεκτά να γίνουν.


Αλλά τούτο δεν έστερξεν ο Ατρείδης Αγαμέμνων,

και τον απόδιωξε κακά με δυνατές φοβέρες.

Έφυγε ο γέρος με χολήν και τες ευχές του ο Φοίβος

άκουσ’ ευθύς, ότι ο θεός πολύ τον αγαπούσε.

Και στους Αργείους έριξε βέλος κακό, κι επέφταν

σωρός τα πλήθη, ως του θεού τα βέλη ολού πετούσαν

στο απέραντο στρατόπεδο των Αχαιών, και ο μάντις,

ο γνώστης μας φανέρωσεν ό,τι του είπε ο Φοίβος.

Τότε ο θεός να ιλεωθή συμβούλευσα εγώ πρώτος.

Με τούτο σφόδρα εθύμωσεν ο Ατρείδης κι εσηκώθη

και λόγον είπε φοβερόν, που είναι τελειωμένος.

Κι οι Αχαιοί προβόδησαν με γρήγορο καράβι

και προσφορές για τον θεόν την κόρην εις τον Χρύσην,

αλλ’ από τώρ’ εις την σκηνήν την κόρην του Βρισέως,

δώρο σ’ εμέ των Αχαιών, οι κήρυκες μου επήραν.

Και, αν δύνασαι, προστάτευσε συ το καλό παιδί σου.

Ανέβα ευθύς στον Όλυμπον και πρόσπεσε στον Δία,

αν χάριν του’καμες ποτέ με λόγον ή με έργον.

Συχνά στο σπίτι του πατρός σ’ άκουσα να καυχάσαι,

ότι τον μαυροσύννεφον Κρονίδην εσύ μόνη

των αθανάτων έσωσες απ’ όλεθρον αχρείον,

όταν οι άλλοι Ολύμπιοι επήγαν να τον δέσουν,

η Ήρα με την Αθηνάν και ο Ποσειδών ακόμη,

και συ, θεά, τον λύτρωσες που φώναξες αμέσως

τον μέγαν εκατόγχειρον στες κορυφές του Ολύμπου.

Απ’ τους θεούς Βριάρεως, και απ’ τους θνητούς Αιγαίων

λέγεται και στην δύναμιν περνά και τον πατέρα.


Μ’ έπαρσιν κάθισεν αυτός στο πλάγι του Κρονίδη,

και απ’ τον φόβον του οι θεοί δεν έδεσαν τον Δία.

Τα γόνατά του αγκάλιασε και τούτο ενθύμισέ του,

στους Τρώας ίσως βοηθός θελήση αυτός να γίνη,

και ακρόγιαλα τους Αχαιούς να κλείση προς τες πρύμνες

να σφάζωνται για να χαρούν τον βασιλιά τους όλοι.

Να μάθη και ο κραταιός Ατρείδης Αγαμέμνων

πόσο ετυφλώθη ν’ αψηφά των Αχαιών τον πρώτον».

Και δάκρυα χύνοντας πολλά του απάντησεν η Θέτις:

«Υιέ μου, τι σ’ ανάσταινα τον πικρογεννημένον;

Άλυπος καν και αδάκρυτος να κάθοσουν στες πρύμνες,

αφού δεν θέλ’ η μοίρα σου πολύν καιρόν να ζήσης.

Αλλ’ είσαι και ολιγόζωος και πίκρες ποτισμένος

σαν κανείς άλλος. Άμοιρα στο σπίτι σ’ εγεννούσα.

Κι εγώ τον λόγον σου να ειπώ  του βροντοφόρου Δία,

στον χιονισμένον Όλυμπον θα υπάγω, αν θα μ’ ακούση.

Συ ωστόσο από τον πόλεμον τραβήξου και στες πρύμνες

ησύχαζε, των Αχαιών να δείξης τον θυμόν σου.

Και ο Δίας στον Ωκεανόν, που τον καλούν οι θείοι

Αιθίοπες κατέβη χθες και όλ’ οι θεοί μαζί του.

Και μετά ημέρες δώδεκα  στον Όλυμπο θα γύρη,

και τότε στα χαλκόστρωτα θ’ ανέβω δώματά του

να του προσπέσω ταπεινά κι ελπίζω να μ’ ακούση».

Είπε κι εκεί τον άφησε περίσσια χολωμένον,

οπού την ομορφόζωνην του επήραν κορασίδα

δυναστικώς. Αλλ’ έφθανεν ο ισόθεος Οδυσσέας

στην Χρύσην όπου έφερνε την θείαν εκατόμβην.

Κι όταν εμπήκε στο βαθύ λιμάνι το καράβι,

μαζώξαν όλα τα πανιά και τ’ αποθέσαν κάτω,

τα ξάρτια λύσαν κι έβαλαν στην θήκη το κατάρτι,

έφεραν μέσα στ’ άρασμα με τα κουπιά το πλοίον,

και τα πρυμνόσχοιν’ έδεσαν κι ερίξαν τες αγκύρες,

και εβγήκαν έξω στη στεριά και μέσ’ απ’ το καράβι,

την εκατόμβην έβγαλαν του μακροβόλου Φοίβου,

και απ’ όλους βγήκεν ύστερη του Χρύση η θυγατέρα.

Την κόρην ο πολύγνωμος οδήγησε Οδυσσέας

εις τον βωμόν και του πατρός την έδωσε και του’πε:

«Ω Χρύση, ο μέγας μ’ έστειλεν  Ατρείδης Αγαμέμνων

την κόρην να σου φέρω εδώ και θείαν εκατόμβην,

να τον εξιλεώσωμε, του Φοίβου να προσφέρω,

πόβαλε εις πολυστέκακτες οδύνες τους Αργείους».

Είπε και του την έδωσε την ακριβή του κόρην.

Εδέχθη αυτός και χάρηκε. Κι ευθύς την εκατόμβην

εις τον καλόκτιστον βωμόν ολόγυρ’ αραδιάσαν

και αφού εχερονίφθηκαν κι επήραν το κριθάρι,

ψηλά τα χέρια σήκωσεν ο Χρύσης κι εδεήθη:

«Άκουσέ με, αργυρότοξε, της Χρύσης και της θείας

Κίλλας υπέρμαχε θεέ, ω κύριε της Τενέδου,

ως έδωκες ακρόασιν  εις τες ευχές μου πρώτα,

κι επλήγωσες τους Αχαιούς κι ετίμησες εμένα,

αυτή μου πάλι ευδόκησε να γίν’ η επιθυμία,

απ’ το κακό θανατικό τους Δαναούς ω σώσε !».

Είπε, και ο Φοίβος άκουσε, κι εδέχθη την ευχή του.

Τότε αφού κάμαν τες ευχές κι ερίξαν το κριθάρι,

των σφακτών στρέψαν τους λαιμούς, τα έσφαξαν, τα γδάραν,

τα μεριά κόψαν, με διπλό κνισάρι τα σκεπάσαν

κι επάνω τους ωμά βάλαν κομμάτια και στες σχίζες

λαμπρό κρασί τα εράντιζε και τα’καιεν ο γέρος

και τα πεντόσουβλα σιμά τ’ αγόρια του κρατούσαν.

Και αφού καήκαν τα μεριά κι εγεύθηκαν τα σπλάχνα,

ελιάνισαν τα επίλοιπα τα πέρασαν στες σούβλες,

και αφού με τέχνην τα’ψησαν, απ’ την φωτιά τα επήραν

και αμ’ απ’ τον κόπον έπαυσαν κι ετοίμασαν το γεύμα,

ετρώγαν κι όλ’ ισόμοιρα χαρήκαν το τραπέζι.

Και άμα εφάγαν κι έπιαν όσ’ ήθελε η ψυχή τους,

ξέχειλο εβάλαν το κρασί τ’ αγόρια στους κρατήρες

κι έδωκαν σ’ όλους απαρχές στα ολόγεμα ποτήρια,

κι εξιλεώναν τους θεούς με άσματα ολημέρα

καλόν παιάνα ψάλλοντας των Αχαιών τ’ αγόρια

και ο μακροβόλος άκουε κι ευφραίνετο η ψυχή του.

Και ο ήλιος άμα εβύθισε και ήλθε το σκοτάδι,

στου πλοίου τα πρυμνόσχοινα κοιμήθηκαν πλησίον.

Και άμα ερόδιζ’ η αυγή, αφήκαν το λιμάνι

στων Αχαιών το απέραντο στρατόπεδο να γύρουν.

Και πρίμον τους απόστειλε ο μακροβόλος Φοίβος.

Τότ’ άπλωσαν τα κάτασπρα πανιά τους στο κατάρτι,

κι ο άνεμος τα φούσκωνε, κι ως πήγαινε το πλοίον,

εις την καρίνα ολόγυρα το μαύρο κύμα ηχούσε

κι έκοβε δρόμον γρήγορο στο κύμα το καράβι.

Στων Αχαιών το απέραντο στρατόπεδο άμα εφθάσαν

ετράβηξαν εις την στεριά τ’ ολόμαυρο καράβι

ψηλά στην άμμον κι έβαλαν στυλώματα αποκάτω

και στες σκηνές εσκόρπισαν εκείθε και στες πρύμνες.

Ωστόσο εκείνος θύμωνε σιμά στα γοργά πλοία

ο φτεροπόδης διογενής Πηλείδης Αχιλλέας.

Δεν πήγαινε στην σύνοδον, όπου δοξάζοντ’ άνδρες,

ούτε στον πόλεμον, και αυτού βαρύλυπ’ η καρδιά του

ελαχταρούσε την βοή, την φλόγα του πολέμου.

Έφεξε η δωδεκάτη αυγή, και οι θεοί γυρίζουν

στον Όλυμπον κι εβάδιζεν εμπρός τους ο Κρονίδης

και η Θέτις το παράγγελμα δεν ξέχανε του υιού της

και της θαλάσσης έσχισε τα κύματα κι εβγήκε

και ανέβη τα χαράματα στ’ Ολύμπου τον αιθέρα.

Εύρηκε τον βροντόφωνον Κρονίδην καθισμένον

μόνον στην άκραν κορυφήν του πολυλόφου Ολύμπου,

εμπρός του εκάθισε η θεά και με τ’ αριστερό της

του έπιασε τα γόνατα, με τ’ άλλο το πηγούνι,

κι έλεγεν ικετεύοντας στον ύψιστο Κρονίδην:

«Δία, πατέρ’, αν κάποτε με λόγον ή με έργον

σ’ έχω ωφελήσει, ευδόκησε σ’ αυτό να με εισακούσης.

Τον ολιγοημερώτατον υιόν, αχ ! τίμησέ μου.

Ιδέ πως τον ατίμασεν ο μέγας Αγαμέμνων,

οπού του άρπαξεν αυτός το δώρο του και το’χει.

Δικαίωσέ τον καν εσύ, πάνσοφε Ολύμπιε Δία,

στους Τρώας νίκες δώρησε ωσότου το παιδί μου

να δικαιώσουν οι Αχαιοί, να τον υπερδοξάσουν».

Και απάντησιν δεν έδωκεν ο νεφελοσυνάκτης

κι ώραν πολλήν εσώπαινε. Και η Θέτις του κρατούσε

ως απ’ αρχής τα γόνατα και πάλιν τον ερώτα:

«Άσφαλτην δός μου υπόσχεσιν μ’ εκείνο σου το νεύμα

ή αρνήσου. Τι θα φοβηθής; Θέλω να μάθω μόνον,

αν είμαι το εξουθένωμα των αθανάτων όλων».

Με βάρος της απάντησεν ο νεφελοσυνάκτης:

«Ω ! τι κακό ! να οργισθώ της Ήρας θα με βάλης,

όταν με λόγια υβριστικά πικρά θα με κεντήση.

Και χωρίς λόγον πάντοτε μου κλαίεται και λέγει

εμπρός εις όλους τους θεούς πως βοηθώ τους Τρώας,

αλλά συ φύγε τώρα ευθύς μη σε νοήσ’ η Ήρα

και άφες σ’ εμέ την μέριμναν σ’ αυτό να δώσω τέλος.

Και ιδού για να βεβαιωθής την κεφαλήν θα σκύψω.

Σημάδι τούτο αλάθευτο στους αθανάτους έχω.

Τι ό,τι με της κεφαλής το σκύψιμο κηρύξω

δεν απατά, δεν παίρνεται οπίσω και θα γίνη».

Είπε, τα μαύρα φρύδια του χαμήλωσε ο Κρονίδης,

έκλινε από τ’ αθάνατο κεφάλι του κυρίου

η θεία κόμη και ο τρανός ο Όλυμπος εσείσθη.

Αυτά ’παν κι εχωρίσθησαν απ’ τον ακτινοβόλον

Όλυμπον κείνη επήδησε στης θάλασσας τα βάθη,

και ο Δίας προς το δώμα του. Κι εμπρός εις τον  πατέρα

όλ’ οι θεοί σηκώθηκαν. Ουδέ να προχωρήση

κανείς επρόσμενε αλλ’ ορθοί τον προϋπαντήσαν όλοι.

Κι εκάθησε στον θρόνον του. Και ότι πρώτα η Θέτις

η κόρ’ η αργυρόποδη του γέρου της θαλάσσης,

είχε μ’ αυτόν συνακουσθή, δεν ξέφυγε της Ήρας,

και άρχισε πειραχτικά να λέγη προς τον Δία:

«Ποια θεά πάλι, ω δολερέ, με σένα εσυνακούσθη;

Σ’ αρέσει πάντοτε μακράν από εμέ να κρίνης,

ν’ αποφασίζης μυστικά. Δεν σού ’δωσε η καρδιά σου

τίποτε απ’ όσα σκέπτεσαι σ’ εμέ να φανερώσης».

Σ’ αυτήν αντείπε των θεών και ανθρώπων ο πατέρας:

«Ήρα, μη ελπίσης όλους μου τους στοχασμούς να μάθης,

δεν θα τους έβρης εύκολα, και ας είσαι ομόκλινή μου,

αλλ’ ό,τι αρμόζει ν’ ακουσθή κανείς δεν θα γνωρίση

ή των θεών ή των θνητών, πριν συ το μάθης πρώτα.

Αλλ’ ό,τι εγώ ανάμερα των αθανάτων θέλω

να στοχασθώ, μη το ερωτάς, μη θέλεις να εξετάζης».

Και η μεγαλόφθαλμη θεά του απάντησεν, η Ήρα:

«Οποίον λόγον, πρόφερες, σκληρότατε Κρονίδη;

Έχω καιρόν π’ ούτε ρωτώ, ούτ’ εξετάζω πλέον,

αλλ’ όσα θέλεις,ήσυχος ο νους σου κρίνει μόνος.

Αλλά φοβούμαι τώρα μη του γέρου της θαλάσσης

η κόρη σε ξεπλάνεσε, ότι πρωί την είδα

σιμά σου εκεί τα γόνατα κλιτή να σου αγκαλιάζη,

και αθ της έστερξες τιμήν να δώσης του Αχιλλέως

και ν’ αφανίσης Αχαιούς πολλούς εκεί στα πλοία».


Και ο Δίας της απάντησεν ο νεφελοσυνάκτης:

«Στιγμή δεν παύεις, ω κακή, να με παραμονεύης.

Αλλά δεν βγάζεις τίποτα και πλέον μισητή μου

θα γίνης και θα λυπηθής χειρότερα. Κι αν είναι

το πράγμα ως έλεγες, θα πη, που αυτό σ’ εμένα αρέσει.

Αλλά κάθου και σώπαινε, στον λόγον μου υποτάξου,

δεν θα σε σώσουν, πίστευσε, όλ’ οι θεοί του Ολύμπου,

αν τούτ’ απλώσω εγώ σ’εσέ τ’ ανίκητά μου χέρια».

Είπε και η μεγαλόφθαλμη φοβήθηκεν η Ήρα

και την καρδιά της σφίγγοντας καθήμενη εβουβάθη.

Κι όλ’ οι θεοί λυπήθηκαν στο δώμα του Κρονίδη.

Τότε βοηθός εις την γλυκιά μητέρα του την Ήραν

ο Ήφαιστος, ο ένδοξος  τεχνίτης, σ’ όλους είπε:

«Κακό θα είναι αβάστακτο τωόντι σεις οι δυο

να ερίζετε για τους θνητούς και μες στους αθανάτους

να οχλοβοήτε φοβερά. Και της καλής τραπέζης

όλ’ η ευφροσύνη εχάθηκεν, αφού νικάν τ’ αχρεία,

και της μητρός μου θα’λεγα, που το εννοεί και μόνη,

εις τον γλυκόν πατέρα μου να είναι καλή, μη πάλιν

θυμώση και την τράπεζαν μας βάλη επάνω-κάτω.

Να θέλη μας κατρακυλά απ’ το θρονί μας όλους

ο Βροντητής, στην δύναμιν περίσσι’ ανώτερός μας.

Αλλά με λόγια μαλακά να τον καταπραϋνης

κι  ο Βροντοφόρος ίλεως, θαρρώ, σ’ εμάς θα γίνη».

Είπ’, επετάχθη κι έβαλε το δίκουπο ποτήρι

στο χέρι της αγαπητής μητρός του και της είπε:

«Υπόμενε, μητέρα μου, και βάστα αν και θλιμμένη,

μήπως εμπρός στα μάτια μου δαρθής, γλυκιά μητέρα.

Και τότε δεν θα δυνηθώ ποσώς να σε βοηθήσω

ο θλιβερός. Αντίσταση δεν έχει ο Βροντοφόρος.

Άλλη φορά το ετόλμησα, και αυτός από τα πόδια

μ’ έπιασε και μ’ απόλυσε του Ολύμπου απ’ το κατώφλι.

Ολημερίς εγύριζα, και ο ήλιος είχε δύσει

όταν στην Λήμνον έπεσα κοντά να βγη η ψυχή μου.

Και άνθρωποι Σίντιες εκεί με περιποιηθήκαν».

Και χαμογέλασε η θεά, η Ήρα η λευκοχέρα

και απ’ το παιδί της έλαβε γελώντας το ποτήρι

και γλυκό νέκταρ παίρνοντας απ’ τον κρατήρα εκείνος

δεξιά κερνούσε ολόγυρα τους άλλους αθανάτους.


Τότε οι μακάριοι θεοί τα γέλια δεν κρατούσαν

να βλέπουν κει τον Ήφαιστον να υπηρετή στο δώμα.


Αυτού ετρώγαν κι έπιναν ολήμερα ως το δείλι,

κι όλες χαρήκαν οι καρδιές το ισόμοιρο τραπέζι,

του Φοίβου ακόμη την λαμπράν κιθάραν και τες Μούσες

ως έψαλναν καλόφωνα με την σειρά τους όλες.


Κι άμα του ήλιου βύθισε το φως καθείς επήγε

να κοιμηθή στο δώμα του, που ο ξακουστός τεχνίτης

του εποίησεν ο Ήφαιστος με την σοφήν του γνώση.

Εκίνησε κι ο βροντητής Ολύμπιος κι ανέβη

στην κλίνην που αναπαύονταν όσες φορές ο ύπνος

τον εκυρίευε ο γλυκός. Αυτού κοιμήθη ο Δίας

και η χρυσόθρονη θεά, η Ήρα στο πλευρό του.



ΙΛΙΑΔΟΣ  -  ΡΑΨΩΔΙΑ  Β'

Το όνειρο του Αγαμέμνονα και ο Κατάλογος των Πλοίων


Όλοι ’κοιμώντ’ ολονυκτίς θεοί και πολεμάρχοι,

αλλ’ ύπνος δεν κατέβαινε στα μάτια του Κρονίδη

κι εμεριμνούσε πώς τιμήν να δώση του Αχιλλέως

και αφανισμόν των Αχαιών να φέρη εκεί στα πλοία.

Και τούτ’ η συμφερώτερη βουλή στον νουν του εφάνη

να στείλει πλάνον Όνειρον ευθύς εις τον Ατρείδην,

κι εκείνον επροσφώνησε με λόγια φτερωμένα:

«Όνειρε πλάνε, στα γοργά των Αχαιών καράβια

κατέβα, του Αγαμέμνονος μες στην σκηνήν του Ατρείδη,

όλ’ απαράλλακτα να ειπής αυτά που σε προστάζω.

Των ανδρειωμένων Αχαιών τα πλήθη ας αρματώση

όλα, και τώρα θα’παιρνε την πόλιν του Πριάμου,

που πλέον δεν διχογνωμούν οι κάτοικοι του Ολύμπου,

αφού τους παρακάλεσεν η Ήρα κι εσυγκλίναν

και πόνου ώρα κρέμαται στην κεφαλήν των Τρώων».

Άμα τον λόγον άκουσε, στων Αχαιών τα πλοία

εχύθη ευθύς ο Όνειρος, μες στην σκηνήν του Ατρείδη

και σ’ ύπνον μέσ’ αμβρόσιον τον ήβρε βυθισμένον.

Στην κεφαλήν του εστήθηκεν επάνω και ομοιώθη

του Νηλεϊδη Νέστορος, που εκείνον ο Ατρείδης

από τους άλλους γέροντες εξαίρετα ετιμούσε.

Μ’ αυτόν ο θείος Όνειρος ομοιώθη και του είπε:



«Κοιμάσ’, υιέ του ανδράγαθου του πολεμάρχου Ατρέως;

Και να κοιμάται ολονυκτίς δεν πρέπει ο βουληφόρος,

που σ’ αυτόν κρέμονται οι λαοί κα έχει φροντίδες τόσες.

Τώρ’ άκουσέ με. Μηνυτήν σ’ εσέ με στέλνει ο Δίας

που και μακράν σε συμπονεί, πολύ και σ’ ελεείται.

Τους ανδρειωμένους Αχαιούς σου λέγει ν’ αρματώσης

όλους και τώρα θα’παιρνες την πόλιν του Πριάμου,

που πλέον δεν διχογνωμούν οι κάτοικοι του Ολύμπου,

αφού τους παρακάλεσεν η Ήρα κι εσυγκλίναν,

και ο Δίας κρέμασ’ όλεθρον  στην κεφαλήν των Τρώων.

Αυτό στον νουν σου φύλαξε, να μην το λησμονήσης

όταν ο ύπνος ο γλυκύς τα μέλη σου θ’ αφήση».



Είπε και αυτού τον άφησε να έχη μες στον νουν του

εκείνα που αληθινά δεν έμελλαν να γίνουν.

Να πάρη εθάρρευε ο τυφλός εκείνην την ημέραν

την Τροίαν και δεν γνώριζε τι μελετούσε ο Δίας,

πόμελλε ακόμη στεναγμούς και πόνους να γεννήση

των Τρώων και των Δαναών με φοβερους πολέμους.

Εξύπνησε που έπλεε τριγύρ’ ο θείος λόγος.

Εκάθισε και μαλακόν επέρασε χιτώνα,

εύμορφον, νέον, κι έβαλε μεγάλο επανωφόρι,

στα λαμπρά πόδια σάνδαλα προσέδεσεν ωραία,

ξίφος αργυροκάρφωτον εζώσθη και το σκήπτρον

προγονικό του κι άφθαρτον επήρε και μ’ εκείνο

των χαλκοφόρων Αχαιών επήγε στα καράβια.



Άμα η θεά στον Όλυμπον Ηώς ανεβασμένη

του Δία και όλων των θεών το φως επρομηνούσε,

τους ψηλοφώνους κήρυκες επρόσταζεν εκείνος

τους ανδρειωμένους Αχαιούς στην σύνοδο να κράξουν.

Εκείνοι εκράξαν και γοργά συνάζοντο τα πλήθη.

Και πρώτα εκάθισε βουλήν των σεβαστών γερόντων,

όπου της Πύλου ο βασιλιάς το πλοίον είχε ο Νέστωρ.

Κι έστρωσ’ εμπρός τους βούλημα σοφό που εβρήκε ο νους του:

«Ακούστε με, αγαπητοί. Μες στην αγίαν νύκτα

ο θείος μ’ ήβρεν Όνειρος και είχε του γενναίου

Νέστορος το ανάστημα, την πλάση και την όψη.

Στην κεφαλήν μου εστάθηκεν επάνω και μου είπε:



«Κοιμάσ’, υιέ του ανδράγαθου, του πολεμάρχου Ατρέως;

Και να κοιμάται ολονυκτίς δεν πρέπει ο βουληφόρος

που σ’ αυτόν κρέμονται οι λαοί κι έχει φροντίδες τόσες.

Τώρ’ άκουσέ με. Μηνυτήν σ’ εσέ με στέλνει ο Δίας

που και μακράν σε συμπονεί πολύ και σ’ ελεείται.

Τους ανδρειωμένους Αχαιούς σου λέγει ν’ αρματώσης

όλους και τώρα θα’παιρνες την πόλιν του Πριάμου

που πλέον δεν διχογνωμούν οι κάτοικοι του Ολύμπου,

αφού τους παρακάλεσεν η Ήρα κι εσυγκλίναν

και ο Δίας όλεθρον κρεμά στην κεφαλήν των Τρώων.

Τούτα στον νουν σου φύλαξε». Είπεν αυτά κι εχάθη,

κι έμέν’ ο ύπνος άφησε. Τώρ’ ας εβρούμε τρόπον

πώς να πεισθούν ν’ αρματωθούν και πρώτα, ως θέλ’ η ανάγκη,

για να τους δοκιμάσω εγώ θα τους ειπώ να φύγουν

με τα γοργά καράβια τους και σεις απ’ άλλο μέρος

με νουθεσίες όλοι σας θα τους κρατήτε οπίσω».





Αυτά είπε κι εκάθισε και ο Νέστωρ εσηκώθη

ο γέρος που εβασίλευεν εις την αμμώδη Πύλον.

Κι είπε καλοπροαίρετα: «Ω φίλοι πολεμάρχοι,

ώ των Αργείων αρχηγοί, αν τ’ όνειρον απ’ άλλον

των Αχαιών ακούαμεν, θα λέγαμε πως είναι

μύθος να τ’ αψηφήσωμεν. Αλλά το είπε ο πρώτος,

ο υπέρτατος των Αχαιών, κι ελάτε ας κινηθούμε,

αν γίνεται, να οπλίσωμεν των Αχαιών τα πλήθη».





Είπε κι εβγήκε απ’ την βουλήν πρώτος αυτός κι οι άλλοι

εις του ποιμένος των λαών τον λόγον υπακούσαν

οι σκηπτροφόροι βασιλείς κι ετάραξαν τα πλήθη

και ωσάν μελίσσια στριμωκτά μέσ’ από κούφιον βράχον

βλέπεις να βγαίνουν άπειρα και πάντοτε αναβρίζουν

κι εδώ πολλά κι εκεί πολλά, πετώντας τριγυρίζουν,

και στ’ άνθη τ’ ανοιξιάτικα σταφυλωτά κρεμώνται,

ομοίως από τες σκηνές τα πλήθη κι απ’ τα πλοία,

να μυρμηγκιάζουν έβλεπες στ’ απέραντι ακρογιάλι

και αφού μηνύτρα του Διός τους άναβεν η Φήμη,

όσον οπού στην σύνοδον συναθροισθήκαν όλοι.



Τάραχον είχε η σύνοδος κι εβόγγα  η γη στον κρότον

καθώς τα πλήθη εκάθιζαν και κήρυκες εννέα

βροντόφωνοι δεν πρόφθαναν να τους ειπούν να παύσουν

την χλαλοή για ν’ακουσθούν οι βασιλείς οι θείοι.



Τέλος τα πλήθ’ ησύχασαν κι εκάθισαν τριγύρω

και ο κραταιός σηκώθηκεν Ατρείδης κι εφορούσε

το σκήπτρον, έργο θαυμαστό του φιλοτέχνου Ηφαίστου.

Πρώτα το εδώρησε ο θεός στον ύψιστον Κρονίδην,

ο Δίας το’δωσε του Ερμή και ο μέγας Αργοφόνος

του ιπποδάμου Πέλοπος, και ο Πέλοψ του Ατρέα,

καλόν ποιμένα των λαών, και τούτος, πριν πεθάνη,

το’δωσε στον πολύαρνον Θυέστην, και ο Θυέστης

τ’ αφήκε του Αγαμέμνονος να το κρατή στο χέρι,

να βασιλεύη στα πολλά νησιά και στ’ Άργος όλο.

Σ’ αυτό επάνω στέκονταν ο Ατρείδης και τους είπε:



«Ήρωες φίλοι Δαναοί, θεράποντες του Άρη,

βαριά πολύ μ’ ετύφλωσε και μ’ έμπλεξε ο Κρονίδης.

Μου υποσχέθηκε ο σκληρός την πυργωμένη Τροίαν

πως θα πορθήσω κι ένδοξος θα γύρω στην πατρίδα

και δόλον τώρα εσκέφθηκε και αδόξως εις το Άργος

θέλει να γύρω, αφού πολύς λαός εδώ μου εχάθη.



Ναι, τούτο αρέσει, ως φαίνεται, του υπερηφάνου Δία,

οπού πολλών πολιτειών η άκρα δύναμίς του

τες κορυφές εξέκαμε και θα ξεκάμη ακόμα.

Είν’ εντροπή μας κι άκουσμα κακό στους απογόνους,

τόσος λαός των Αχαιών και τόσο ανδρειωμένος

πόλεμον ανωφέλευτον μ’ εχθρούς ολιγοτέρους

τόσους καιρούς να πολεμά και να μη φαίνετ’ άκρη.





Ότι τωόντι αν θέλαμεν, οι Αχαιοί και οι Τρώες,

δεμένοι μ’ όρκους ιερούς εδώ να μετρηθούμε,

εκείνοι να ξεδιαλεχθούν οι κάτοικοι της Τροίας,

και εις δεκάδες οι Αχαιοί να διαιρεθούμεν όλοι

και από τους Τρώας κεραστή να πάρ’ η καθεμία,

θα έλειπεν ο κεραστής από πολλές δεκάδες.

Τόσα ’ναι τ΄Αχαιόπαιδα πλειότερα των Τρώων,

όσοι στην πόλιν κατοικούν. Αλλ’ από χώρες άλλες

πολλές τους ήλθαν σύμμαχοι κονταροσείστες άνδρες,

εκείνοι με οπισθοδρομούν πολύ και δεν μ’ αφήνουν

την πόλιν την περίφανην των Τρώων να πατήσω.



Κι εννέα τώρα διάβηκαν χρόνια του υψίστου Δία

και τα καράβια σάπησαν, τα ξάρτια τους ελιώσαν

και κάθονται οι γυναίκες μας με τα μικρά παιδιά μας

στα σπίτια μας και καρτερούν και αυτό που εμείς με πόθον

ήλθαμ’ εδώ να κάμωμεν ποσώς δεν κατωρθώθη.



Αλλά δεχθήτε ό,τι θα ειπώ. Να φύγωμεν σας λέγω

όλοι με τα καράβια μας για την γλυκιά πατρίδα,

ότι δεν γίνεται ποτέ να πάρωμεν την Τροίαν.»



Οι λόγοι αυτοί κατάκαρδα ετάραξαν τα πλήθη

που δεν γνωρίζουν στην βουλήν ποια σκέψις είχε γίνει

κι όλ εκινήθ’ η σύνοδος σαν του Ικαρίου πόντου

τ’ αγριωμένα κύματα που ο Νότος με τον Εύρον

από τα νέφη του Διός ορμώντας τα σηκώνουν.



Ή όπως το βαθύ σπαρτό μ’ όλα τα στάχυα κλίνει,

αν έλθη ξάφνου Ζέφυρος σφοδρός να το κινήση,

όμοια κινήθ’ η σύνοδος και με βοήν στα πλοία

χύνονταν και απ’ τα πόδια των εφούντωνεν η σκόνη

ανάερα κι εσπρώχνονταν να σύρουν τα καράβια,

εις την αγίαν θάλασσαν, κι εκάθαιρναν τους λάκκους.

Κι ολοένα τα σκαριά σηκώναν κι η βοή τους

στον ουρανόν ανέβαινε για την γλυκιάν πατρίδα.

Πρόμοιρα τότ’ η επιστροφή γινόταν των Αργείων,

εάν να ειπή της Αθηνάς δεν πρόφθανεν η Ήρα:

«Τωόντι, ω κόρη αδάμαστη του αιγιδοφόρου Δία,

οι Αργείοι πίσω σχίζοντας της θάλασσας τα πλάτη

θα φύγουν τώρα στην γλυκιά πατρίδα να γυρίσουν;

Και του Πριάμου καύχημα θ’ αφήσουν και των Τρώων

την Άργισσαν Ελένην τους, αφού γι’ αυτήν χαθήκαν

τόσοι στην Τροίαν Αχαιοί μακράν απ’ την πατρίδα;

Αλλά κατέβα τώρα ευθύς στων Αχαιών τα πλήθη,

συ τον καθένα κράτησε με τα γλυκά σου λόγια,

στην θάλασσαν τα ισόπλευρα καράβια να μη σύρουν.»

Και η γλαυκόματη θεά υπάκουσε στον λόγον

και από του Ολύμπου την κορφή στα γρήγορα καράβια

κατέβηκε των Αχαιών κι εκεί τον Οδυσσέα

εύρηκε, αυτόν που εταίριαζε στην γνώση  με τον Δία.

Το χέρι του δεν άπλωνεν εις το καράβι εκείνος,

αλλ’ έστεκε περίλυπος και καταπικραμένος.

Και η γλαυκόματη Αθηνά πλησίασε και του’πε:

«Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα,

τωόντι στα καλόσκαρμα καράβια θα ριχθήτε

οπίσω να γυρίσετε στην ποθητήν πατρίδα;

Και του Πριάμου καύχημα θ’ αφήστε και των Τρώων

την Άργισσαν Ελένην σας, αφού γι’ αυτήν χαθήκαν

τόσοι στην Τροίαν Αχαιοί μακράν απ’ την πατρίδα;

Αλλ’ άμε και των Αχαιών πλησίασε τα πλήθη

με το γλυκό σου μίλημα να πιέσης τον καθέναν

στην θάλασσαν τα ισόπλευρα καράβια να μη σύρουν.»

Είπε η θεά κι εγνώρισεν εκείνος την φωνήν της,

κι εχύθη την χλαμύδα του πετώντας. Και την πήρε

ο Ιθακήσιος του οπαδός ο κήρυξ Ευρυβάτης.

Κι ήβρε τον Αγαμέμνονα ο θείος Οδυσσέας,

το σκήπτρο επήρε τ’ άφθαρτον προγονικό του Ατρείδη

και των ανδρείων Αχαιών κατέβη στα καράβια.

Κι αν απαντούσε βασιλιά κι άνδρ’ άλλον των προκρίτων,

να τον κρατήση επάσχιζε με λόγια μελωμένα:



«Άνθρωπε, να δειλιάζης συ, σαν άνανδρος δεν πρέπει,

στάσου και συ και να σταθούν παράγγειλε τους άλλους,

ότι δεν ξεύρεις καθαρά τι κρύβει  ο νους του Ατρείδη.

Μας δοκιμάζει κι ύστερα, θαρρώ, θα μας πατάξη.

Και ό,τ’ είπε μέσα στην βουλή δεν το ακούσαμ’ όλοι,

αλίμονο στους Αχαιούς εκείνος αν θυμώση,

ότι μεγάλ’ είν’ η ψυχή του θείου βασιλέως

που τον δοξάζει και αγαπά ο πάνσοφος Κρονίδης.»

Κι άνθρωπον όταν του λαού που φώναζε απαντούσε,

κακά τον εφοβέριζε και με το σκήπτρο εκτύπα:

«Σιγά, χαμένε, υπάκουσε εις τους καλύτερούς σου.

Άναντρος συ και ουτιδανός καθόλου δεν μετριέσαι

στον πόλεμον ή στην βουλήν. Μήπως θαρρείς πως όλοι

θα βασιλεύωμεν εδώ;  Πολυαρχία βλάπτει.

Ένας θα είναι ο αρχηγός, ο βασιλέας ένας,

που σ’ αυτόν έδωσ’ ο υιός του κρυπτοβούλου Κρόνου

το σκήπτρο και τα νόμιμα να βασιλεύη σ’ όλους.»

Με τούτ’ αυτός διόρθωνε τα πλήθη κι εχυνόνταν

οπίσω προς την σύνοδον από σκηνές και πλοία

με αλαλαγμόν, καθώς βροντούν σ’ απέραντο ακρογιάλι

τα κύματα κι αντιβοούν τα πλάτη της θαλάσσης.

Όλος ησύχασε ο λαός κι εκάθζαν τριγύρω.



Μόνος ακόμη ο φλύαρος Θερσίτης θορυβούσε,

που λόγια γνώριζ’ άπρεπα πολλά να εφεύρη ο νους του,

να λοιδορή τους βασιλείς, ως τύχαινε, και μόνον

να δώση κάποιαν αφορμήν στα πλήθη να γελάσουν

κι άσχημος άλλος σαν αυτόν δεν ήλθε στην Τρωάδα.

Ήταν λοξόποδος, χωλός από το ένα πόδι,

με κυρτούς ώμους οπού εμπρός του πλάκωναν το στήθος,

με κεφαλήν στενόμακρην κι επάν’ ολίγες τρίχες.

Του Αχιλλέως μισητός πολύ και του Οδυσσέως,

ότι συχνά τους ύβριζε. Και τότε τον Ατρείδη

κρώζοντας εγλωσσόδερνε και τον μισούσαν όλοι

στα στήθη τους οι Αχαιοί και τον εκατακραίναν.

Και αυτός βοώντας έλεγε κάθε κακό του Ατρείδη:

«Ατρείδη, πάλιν το ζητείς; Ειπέ μας τι σου λείπει;

Πλήθος χαλκόν εις τες σκηνές, πολλές γυναίκες έχεις

που διαλεκτές σου δίδομεν εσέν’ απ’ όλους πρώτα

κάθε φορά που του εχθρού πορθούμεν πολιτείαν.

Ή και χρυσάφι λαχταρείς, εδώ να σου το φέρη

κάποιος των Τρώων ποθητό παιδί να εξαγοράση

που εγώ ή κι άλλος Αχαιός θα εσύραμε δεμένον;

Ή για να γλυκοκοιμηθής γυναίκα θέλεις νέαν,

μόνος σου να την χαίρεσαι; Και συ που’σαι αρχηγός τους

δεν έπρεπε τους Αχαιούς να καταβασανίζης.


Ω λέρες ! Πλέον Αχαιοί δεν είσθ’ αλλ’ Αχαιάδες!



Στα σπίτια μας ας γύρωμε, κι ας μείνη εδώ στην Τροία

τα δώρα να χωνεύη αυτός, να μάθη τότε αν κάτι

τον βοηθούσαμε κι εμείς. Κι έχει ατιμάσει τώρα

άνδρ’ απ’ αυτόν καλύτερον πολύ τον Αχιλλέα,

ότι του αφαίρεσ’ άδικα των Αχαιών το δώρον.



Κι αν αυτός είχε μέσα του χολήν, αν είχεν αίμα,

θα ήταν ύστερη φορά που αδίκησες, Ατρείδη !»



Τον μέγαν Αγαμέμνονα μ’ αυτά κακολογούσε

τότε ο Θερσίτης, κι έφθασεν ο θείος Οδυσσέας

και λόγια του’πε φοβερά με ήθος αγριωμένο:



«Αν και λαμπρός ομιλητής, μωρόλαλε Θερσίτη,

βουβάσου και τους βασιλείς μη ψέγε συ και μόνος,

ότι από σε χειρότερον κανέναν δε γνωρίζω

απ’ όσους έφθασαν εδώ μαζί με τους Ατρείδες.

Παύσε λοιπόν τους βασιλείς συχνά πυκνά να σέρνης

στο στόμα σου και να τηράς του γυρισμού την ώρα

και ακόμη δεν γνωριζομεν αυτά πώς θα τελειώσουν,

αν για καλό ή για κακό θα γίνη ο γυρισμός μας.





Συ κάθεσαι και του λαού τον αρχηγόν Ατρείδην

κατηγορείς που οι Δαναοί του δίδουν πολεμάρχοι

δώρα πολλά και οι λόγοι σου φαρμάκι είναι γεμάτοι.

Άλλ’ άκουσε και πίστευσε που ό,τι θα ειπώ θα γίνη.



Αν σ’ έβρω να λυσσομανάς κι άλλην φοράν, ως τώρα,

η κεφαλή να μη σταθή στους ώμους του Οδυσσέως,

μήτε πατέρα να με ειπούν του Τηλεμάχου πλέον,

αν δεν σε πιάσω ευθύς εγώ να σε γυμνώσω απ’ όλα

όσα φορείς και ακόμ’ αυτά που τα κρυφά σκεπάζουν,

και να σε διώξω ελεεινά δαρμένον, που να κλαίης

φεύγοντας απ’ την σύνοδον ως τα γοργά καράβια.».



Και με το σκήπτρο του’πληξε την ράχιν και τους ώμους.

Κυρτώθη εκείνος και θερμό του εκύλησε το δάκρυ.

Το χρυσό σκήπτρο εσήκωσε στην ράχιν φουσκαλίδα

και πονεμένος τρέμοντας εκάθισε ο Θερσίτης,

χαμένα γύρω εκοίταξε κι εσφόγγισε το δάκρυ.

Κι όλος εγέλασ’ ο λαός αν κι ήταν πικραμένος.



Κι εστράφη κάποιος κι έλεγεν εκεί στον πλαγινόν του:

«Ω έργα πόσα εξαίσια κατόρθωσ’ ο Οδυσσέας,

σύμβουλος πρώτος, συνετός και άξιος πολεμάρχος !

Αλλά τώρα ευεργέτησε μεγάλως τους Αργείους

που την αυθάδειαν έπασε του κακογλώσσου αχρείου.

Πού θ’ αργήσ’ η απότολμη ψυχή του να τον σπρώξη

πάλι με λόγι’ αναίσχυντα τους βασιλείς να ψέγη».

Έτσι μίλησαν τα πλήθη.

Ορθός ωστόσ’ ο πορθητής κρατούσεν Οδυσσέας

το σκήπτρο, και στο πλάγι του με κήρυκος την όψιν,

η Αθηνά παράγγελνε τα πλήθη να σωπάσουν,

ώστε τον λόγον οι Αχαιοί απ’ άκρην σ’ άκρην όλοι

ν’ ακούσουν και την συμβουλήν να πάρουν εις τον νουν τους.

Και αυτός με γνώμην αγαθήν ομίλησε στα πλήθη:

«Σήμερα θέλουν οι Αχαιοί, Ατρείδη βασιλέα,

εσέ να κάμουν άτιμον εμπρός στον κόσμον όλον.

Και ιδού τον λόγον αθετούν που απ’ αρχής σου δώσαν,

όταν στην Τροίαν έρχονταν απ’ το ιπποτρόφον Άργος,

οπώς θα γύρης πορθητής των πύργων του Πριάμου.

Και τώρα ωσάν μικρά παιδιά και απόχηρες γυναίκες

τους πήρε το παράπονο να ιδούν τα γονικά τους.

Και πώς να μη το επιθυμούν με τόσα που υποφέρουν;

Ο άνθρωπος αδημονεί κι ένα φεγγάρι αν μείνη,

μακράν απ’ την γυναίκα του, στο πλοίον αν τον κείσαν

χειμώνος άνεμοι κακοί και θάλασσ’ αγριωμένη.

Κι εμάς ο χρόνος ένατος στον κύκλον του μας ήβρε

κι ακόμη εδώ να μένωμεν. Για τούτο εγώ δεν ψέγω

τους Αχαιούς που αδημονούν, αλλ’ όμως είν’ αισχύνη

πολύν να έμεινες καιρόν και άδειος να γυρίσης.



Λάβετε, ω φίλ’, υπομονήν και καρτερείτε ολίγο

να ιδούμ’ εάν του Κάλχαντος τα ρήματ’ αληθεύσουν.

Είναι στον νου μας ζωντανά και μάρτυρες είσθ’ όλοι

όσους δεν πήρε ο θάνατος, οπόταν στην Αυλίδα –

χθες ή προχθές μου φαίνεται – συνάζονταν τα πλοία

των Αχαιών καταστροφήν να φέρουν εις τους Τρώας.

Κι εμείς στους ιερούς βωμούς, όπου μια βρύση εκύλα

κάτω απ’ ωραίον πλάτανον τα όμορφα νερά της,

των αθανάτων καίαμεν εξαίσιες εκατόμβες.



Μέγα σημάδι εφάνη εκεί, μαύρος σαν αίμα δράκος,

τέρας που έβγαλε στο φως ο ίδιος ο Κρονίδης,

από το βάθος του βωμού στον πλάτανο εχύθη.

Εκεί φωλιάζαν σπούργιτες, αφτέρωτα πουλάκια

εις το υψηλότατο κλαδί κρυμμένα μές στα φύλλα

οκτώ, κι ενάτ’ η μάνα τους που τα’χε γεννημένα.

Τά ’τρωγε αυτός που έτριζαν ελεεινά και γύρω

πετούσε η μάνα κλαίοντας τα τέκνα της κι  ο δράκος

εστράφη, ετινάχθη κι έπιασεν απ’ το φτερό κι εκείνην.

Και αφού τα τέκνα όλα ’φαγε και ακόμη την μητέρα,

θαύμα τον έστησε ο θεός οπού τον είχε δείξει.

Εκεί τον πέτρωσ’ ο υιός του κρυπτοβούλου Κρόνου.

Κι εμείς όλοι απορούσαμε σ’ αυτό που εγίνη εμπρός μας.



Κι ως ήλθαν ξάφνου ανάμεσα στες θείες εκατόμβες

τέρατα τόσο φοβερά, τον λόγον πήρε ο Κάλχας:





«Πώς όλοι στέκεσθ’ άφωνοι; Το μέγ’ αυτό σημείον

ο Ζεύς μας το’δειξε ο σοφός, κι ό,τι δηλοί θα γίνη

με τους καιρούς, αλλ’ ένδοξο θα μείνη στον αιώνα.

Καθώς τα τέκνα όλα ’φαγε και την μητέρα εκείνος,

οκτώ, κι ενάτη ήταν αυτή που τα’χε γεννημένα,

κι εμείς θα πολεμήσωμεν αυτού χρόνους εννέα,

και η πόλις η πλατύδρομη στον δέκατον θα πέση.»



Αυτά μας έλεγε και ιδού που τώρα γίνοντ’ όλα.

Και, ω μεγαλόψυχοι Αχαιοί, να μείνετε σας λέγω,

ωσότου να πατήσωμε τους πύργους του Πριάμου.»

Είπε, και όλοι εφώναξαν και τρομερά τα πλοία

απ’ την βοήν των Αχαιών ως πέρα ηχολογήσαν,

τόσον εις όλους άρεσαν οι λόγοι του Οδυσσέως.

Τότ’ είπεν ο Γερήνιος ο Νέστωρ ιππηλάτης :

«Ωιμέ, να συναθροίζεσθε και να δημηγορήτε,

ως θα’καναν ανήλικα και απόλεμα παιδία !

Λοιπόν οι συμφωνίες μας κι οι όρκοι τι θα γίνουν;

Θε να καούν οι συμβουλές κι οι γνώμες των ηρωων,

οι αγνές σπονδές και των χεριών που εδώσαμεν η πίστις ;

Λογομαχούμεν μάταια και τρόπον να σωθούμε,

τόσους καιρούς που’μεθα εδώ δεν έχομ’ έβρει ακόμη.

Και συ Ατρείδη πάλι, ως πριν ασάλευτος στην γνώμην,

συ των Αργείων αρχηγός να είσαι εις τους αγώνες,

κι άφησ’ εκείνοι να χαθούν, ένας ή δυο που χώρια

βουλεύονται απ’ τους Αχαιούς, και του κακού κοπιάζουν,

στο Άργος να γυρίσωμεν πριν μάθωμ’ αν αλήθεια

ή ψέμα θα ’ν’ η υπόσχεση του αιγιδοφόρου Δία.

Ναι, λέγ’ ότι την έδωκεν ο υπέρτατος Κρονίδης

αστράφτοντας στα δεξιά με φανερά σημεία

την ώραν όπου ανέβαιναν στα γρήγορα καράβια

οι Αργείοι μαύρον θάνατον να φέρουν εις τους Τρώες.

Όθεν κανείς ας μη βιασθή να γύρη στην πατρίδα,

πριν λάβη στις αγκάλες του γυναίκ’ ανδρός της Τροίας,

και δικαιωθούν οι στεναγμοί κι οι πόνοι της Ελένης.



Κι αν κάποιος θέλη φοβερά να γύρη στην πατρίδα

το χέρι στο κακόστρωτο κρεβάτι του ας απλώση,

και πριν των άλλων γρήγορα θα κακοθανατίση.



Αλλά και αυτός σου, κύριε, σκέψου καλά και σ’ άλλον

πείθου και λόγον που θα ειπώ μη τον καταφρονήσης.



Κατά φυλές να χωρισθούν και κατά γέν’ οι άνδρες,

ώστε φυλή να βοηθή φυλήν και γένη γένος.

Και αν τούτο κάμης κι οι Αχαιοί στον λόγον σου υπακούσουν,

των αρχηγών και των λαών  θα ιδής ποιος είναι ανδρείος

κα ποιος δειλός, ως χωριστά θα πολεμά καθένας.

Θα ιδής αν είναι από θεού την πόλιν να μην πάρης

ή από δειλίαν των ανδρών και αμάθειαν του πολέμου.»

Τότε σ’ αυτόν απάντησεν ο κραταιός Ατρείδης:



«Στες συμβουλές πόσο νικάς τους Αχαιούς, ω γέρε !

πατέρα Δία και Αθηνά και Απόλλων, ω θεοί μου,

αν είχα δέκα ωσάν εσέ συμβούλους στο πλευρό μου.

Στην δύναμή σας γρήγορα η πόλις του Πριάμου

θα έσκυφτε, και χαλασμός κι ερμιά θα την πλακώναν.

Αλλά μ’ εταλαιπώρησεν ο υπέρτατος Κρονίδης,

που σ’ έχθρες αδιόρθωτες και σ’ έριδες μ’ εμπλέκει.

Ότι ελογομαχήσαμεν εγώ και ο Πηλείδης

χάριν της κόρης και βαρύς εδείχθηκα εγώ πρώτος.

Αλλ’ αν ομογνωμήσωμε και πάλ’ εμείς οι δυο,

δεν θε ν’ αργήση ουδέ στιγμήν ο όλεθρος των Τρώων.

Τώρα θα γευματίσετε, κατόπι αρματωθήτε.



Σώσετε τις ασπίδες σας τροχίσετε τες λόγχες.

Άφθονη δώσετε τροφήν στα γρήγορα πουλάρια,

τ’ αμάξια θεωρήσετε, με τούτο στην καρδιά σας,

που θα κρατούμε ολήμερα τον φονικόν αγώνα

και δεν θα έχη ο πόλεμος ξανάσασμα κανένα

ως να’λθ’ η νύκτα την ορμήν να κόψη των ανδρείων.

Στα στήθη σας και το λουρί της κυκλωτής ασπίδος

θα ιδρώση και το χέρι σας στην λόγχην θ’ αποκάμη,

και θα ιδρώσουν τ’ άλογα στ’ αμάξι τανυσμένα.



Κι αν απ’ τον πόλεμον μακράν εις τα κυρτά καράβια

μείνη κανείς και τον ιδώ, να μην ελπίση εκείνος

που δεν θα γίνη σπάραγμα των όρνεων και των σκύλων».

Είπε και όλοι εβόησαν, καθώς βοά το κύμα

από του Νότου την ορμήν επάνω σ’ ακρωτήρι,

που βγαίνει εμπρός στην θάλασσαν και πάντοτε το δέρνουν

τα κύματ’ όπως έρχονται απ’ όλους τους ανέμους.

Τα πλήθη τότ’ εσκόρπισαν τριγύρω στα καράβια,

φωτιά στες σκηνές άναψαν κι εκάθισαν να φάγουν.

Κι εις έναν από τους θεούς θυσίαζε ο καθένας

κι εύχονταν να’βγη ζωντανός απ’  απ’ τον φρικτόν αγώνα.



Αλλά βόδι πεντάχρονον ο μέγας Αγαμέμνων

παχύτατο εθυσίασε του φοβερού Κρονίδη,

και των Παναχαιών εκεί τους γέροντας καλούσε

και πρώτιστα τον Νέστορα και τον Ιδομενέα,

τους δυο κατόπιν Αίαντες, και τον Τυδείδην, κι έκτον

τον Οδυσσέα, πόμοιαζε στην γνώση με τον Δία,

και μόνος αυτοκάλεστος του ήλθεν ο γενναίος

Μενέλαος που εγνώριζε πόσες φροντίδες είχε.

Και αφού στο βόδι ολόγυρα επήραν τα κριθάρια,

άρχισ’ ο Ατρείδης την ευχήν: «Υπέρτατε Κρονίδη,

ένδοξε, μαυρονέφελε, εγκάτοικο του αιθέρος,

δώσε πριν πέση ο ήλιος και το σκοτάδι φθάση

χάμω στην γην το μέγαρον να ρίξω του Πριάμου

ασβολωτό και στη φωτιά τες πύλες του να λιώσω,

και τον Εκτόρειον θώρακα με το σπαθί να σχίσω

στα αιματωμένα στήθη του, κι επίστομα στην σκόνη

γύρω του σύντροφοι πολλοί το χώμα να δαγκάσουν.».

Είπε, αλλ’ ο Δίας την ευχήν δεν έστεργε, κι εδέχθη

την προσφοράν και δυνατόν του ετοίμαζεν αγώνα

και αφού τες ευχές έκαμαν κι ερίξαν τα κριθάρια,

τον τράχηλον του εσήκωσαν, το σφάξαν και το γδάραν,

τα σκέπασεν κι επάνω των ωμά κομμάτια θέσαν.

Και αυτά με σχίζες άφυλλες εκαίαν, και τα σπλάχνα

εσούβλισαν και στην φωτιάν επάνω τα κρατούσαν.



Και αφού καήκαν τα μεριά κι εγεύθηκαν τα σπλάχνα

ελιάνισαν τα επίλοιπα, τα επέρασαν στες σούβλες,

και αφού με τέχνην τα’ψησαν απ’ την φωτιά τα πήραν.

Κι άμ’ απ’ τον κόπον έπαυσαν, κι ετοίμασαν το γεύμα,

έτρωγαν κι όλ’ ισόμερα χαρήκαν το τραπέζι,

και άμα εφάγαν κι έπιαν όσ’ ήθελε η ψυχή τους,

ο Νέστωρ είπε προς αυτούς: «Ατρείδη βασλέα,

με ομιλίες τον καιρόν μη τρίβωμ’ εδώ πέρα,

και ανάγκη  είναι ν’ αρχίσωμε χωρίς αργοπορίαν

το έργον τούτο, που ο θεός μας έδωκε στο χέρι.



Κι οι κήρυκες των Αχαιών τα χαλκοφόρα πλήθη

ας κράξουν να συναθροισθούν απ’ όλα τα καράβια,

κι εμείς ας πάμε όλοι μαζί στο στράτευμα τριγύρω

στα στήθη των ν’ ανάψωμεν την λύσσαν του πολέμου.»



Αυτά είπεν ο γέροντας, και ο μέγας Αγαμέμνων

τους ψηλοφώνους κήρυκες παράγγειλε να κράξουν

στον πόλεμον των Αχαιών τ’ αντριωμένα πλήθη

και γρήγορα στο κήρυγμα συναθροιζόνταν όλοι.

Τους διαχωρίζαν με σπουδήν οι βασιλείς οι θείοι

με τον Ατρείδη κι η Αθηνά στην μέσ’ η γλαυκομάτα

με ατίμητην, αγέραστην, αθάνατην αιγίδα.

Που εκατόν κρόσες γύρω της ολόχρυσες κρεμόνταν,

καλοπλεγμένες κι εκατόν αξίζει βόδια η μία.

Με αυτήν περνούσε ως αστραπή των Αχαιών τα πλήθη

και τ’ άναφτε κι εγέμιζε τα στήθη τους ανδρείαν

να μάχωνται, να πολεμούν και παύσιν να μην θέλουν.



Και αγάπησαν τον πόλεμον καλύτερα ή να γύρουν

με τα βαθιά καράβια τους, στην ποθητήν πατρίδα.

Όπως κακή πυρκαϊά μεγάλο δάσος καίει,

σ’ άκρην βουνού και φαίνεται μακράν η αναλαμπή της,

ομοίως απ’ τον άπειρον χαλκόν, καθώς κινούντο,

ο αιθέρας ως τον ουρανόν λαμποκοπούσεν όλος.

Και όπως πλήθη αμέτρητα πουλιών συμμαζωμένα,

χηνών κοπάδ’ ή γερανών ή κύκνων μακρυλαίμων

στ’ Άσιο λιβάδι, στες ροές σιμά του Καϋστρίου

φτεροκοπούν περήφανα στο ’να και στ’ άλλο μέρος

κι όταν καθίζουν κλαγγηκτά και ο κάμπος αντηχάει,

τόσα τα πλήθη των ανδρών από σκηνές και πλοία

στο σιάδι το Σκαμάνδριον χυνόνταν κι απ’ τον κτύπον

ίππων και ανδρών  τρομακτικά η γη βροντοκοπούσεν.



Κι έμειναν στο Σκαμάνδριον λιβάδι το ανθοφόρο

άπειροι ωσάν της άνοιξης τα άνθη και τα φύλλα.

Κι όπως σωρεύοντ’ άπειρες οι μύγες εις την στάνην

την άνοιξιν οπού τ’ αγγειά  με γάλα ξεχειλίζουν,

ομοίως και των Αχαιών  τ’ ανδρειωμένα πλήθη

στην πεδιάδ’ αμέτρητα, πυκνότατα, εστεκόνταν

κι ελαχταρούσαν όλεθρον να φέρουν εις τους Τρώας.



Και όπως εύκολα γιδιών κοπάδια σκορπισμένα

και στην βοσκήν ανάμεικτα χωρίζουν οι ποιμένες,

ομοίως εις τον πόλεμον εσύνταζαν τα πλήθη

οι αρχηγοί και ανάμεσα ο κραταιός Ατρείδης

στα μάτια και στην κεφαλήν αστραποφόρος Δίας

στην ζώσιν Άρης έδειχνε και Ποσειδών στα στήθη.

Κι όπως σ’ αγέλην έξοχος απ’ όλους είναι ο ταύρος,

και στην βοσκήν διακρίνεται, ομοίως τον Ατρείδην

ο Βροντητής ηθέλησεν εκείνην την ημέραν

λαμπρόν να κάμη κι έξοχον στο πλήθος των ηρώων.



Μούσες, του Ολύμπου κάτοικες, διδάξετέ με τώρα –

είσθε θεές και βρίσκεσθε παντού και ηξεύρετ’ όλα,

τίποτ’ εμείς, δεν ξεύρομεν, την φήμην μόνο ακούμε –

των Δαναών οι βασιλείς και οι άρχοι τίνες ήσαν.



Του πλήθους τα ονόματα να ειπώ δεν θα ημπορούσα

εγώ κι αν δέκα στόματα κι αν δέκα γλώσσες είχα,

κι αν είχ’ ασύντριφτην φωνήν και χάλκινα τα στήθη.

Μόνον οι κόρες του Διός αιγιδοφόρου, οι Μούσες

Ολυμπιάδες θα ’λεγαν πόσοι στην Τροίαν ήλθαν.

Αλλά θα ειπώ τους αρχηγούς και όλα τα καράβια.

Των Βοιωτών οι αρχηγοί Πηνέλαος, Κλονίος,

Προθήνωρ, Αρκεσίλαος και Λήτος διοικούσαν

όσους απέστειλεν η Αυλίς πετρώδης, η Υρία,

η Σχοίνος, ο Ετεωνός πολύλοφος, η Σκώλος,

η ευρύχωρη Μυκαλησσός, η Θέσπεια κι η Γραία,

όσους το Άρμ’ απόστειλε, το Ειλέσιον, οι Ερύθρες,

ακόμη όσους ο Ελεών, ο Πετεών, η Ύλη,

ο Μεδεών πόλις καλή και όσους η Ωκαλέη,

η Θίσβ’ η πολυτρύγονη, η Εύτρησις, οι Κώπες,

κι ο χλοερός Αλίαρτος, κι όσους ακόμη εστείλαν

ο Γλίσας, η Κορώνεια, η Πλάτεια και η πόλις

ωραία των Υποθηβών, και η πόλις η αγία

η Όγχηστος, πολύδενδρο του Ποσειδώνος κτήμα,

η θεία Νίσα, η Μίδεια, η Άρνη αμπελοφόρα,

και όσοι από την έσχατην έφθασαν Ανθηδόνα.

Πενήντα ήσαν τα πλοία των κι επάνω στο καθένα

ήσαν εκατόν είκοσι των Βοιωτών αγόρια.



Του Ορχομενού των Μινυών τους άνδρες και Ασπληδόνος

εδιοικούσε ο Ιάλμενος και Ασκάλαφος, αγόρια

του Άρη και της θυγατρός του Άκτορος Αζείδη

της Αστυόχης, οπού αγνή στ’ ανώγι της ανέβη

κι ο Άρης, δυνατός θεός, με αυτήν κρυφά κοιμήθη.

Κι είχαν τριάντα βαθουλά κατόπι τους καράβια.

Με τους Φωκείς ο Επίστροφος ερχόταν και ο Σχεδίος

υιοί του μεγαλόψυχου Ιφίτου Ναυβουλίδη.

Τους έστειλε η Κυπάρισσος και η Πυθώ πετρώδης,

η θεία Κρίσσα και η Δαυλίς, ο Πανοπεύς και ακόμη

τα μέρη της Υαμπόλεως και της Ανεμωρείας

κι αυτά που ο θείος ποταμός ο Κηφισός ποτίζει,

και η Λίλαια που κτίστηκεν επάνω στες πηγές του.

Κι είχαν σαράντα ολόμαυρα κατόπι τους καράβια

και κολλητά στους Βοιωτούς, στο αριστερό τους πλάγι

οι πολεμάρχοι εσύνταζαν τα πλήθη των Φωκέων.

Των Λοκρών ήταν αρχηγός ο Οιλείδης ταχύς Αίας

πολύ πολύ μικρότερος του Τελαμωνιάδη

στο σώμα, και μικρόσωμος λινοθωρακωμένος

των Πανελλήνων και Αχαιών εις το κοντάρι πρώτος.

Ήλθαν απ’ την Καλλίερον, την Κύνον, τον Οπούντα,

απ’ τες ωραίες Αυγειές, την Βήσσαν και την Σκάρφην,

την Τάρφην και το Θρόνιον, του Βοαγρίου πόρου.

Και αυτόν σαράντα ολόμαυρα καράβι’ ακολουθούσαν

των Λοκρών που ’ναι αντίπερα της ιεράς Ευβοίας.

Και τους ανδρείους Άβαντας κατοίκους της Ευβοίας

από Χαλκίδ’ Ερέτριαν και απ’ την σταφυλοφόραν

Ιστίαιαν και Κήρινθον ακρόγιαλην και ακόμη

από το Δίον το υψηλό, την Κάρυστον και Στύρα,

τους διοικούσε ο φοβερός στην μάχην Ελεφήνωρ

Χαλκωδοντιάδης αρχηγός των ψυχερών Αβάντων.

Γοργόποδοι με τα μαλλιά στες πλάτες απλωμένα,

λογχιστές ήσαν πρόθυμοι με τα μακριά κοντάρια

στα στήθη επάνω των εχθρών τους θώρακες να σπάσουν

και αυτόν σαράντα ολόμαυρα καράβια ακολουθούσαν.

Άνδρες οι Αθήνες έστειλαν, καλοκτισμένη πόλις.

Κι ήταν η χώρα του υψηλού στο φρόνημα Ερεχθέως.

τον γέννησαν η δότρα Γη και του Διός η κόρη

η Αθηνά τον έθρεψε, και στον λαμπρόν ναόν της

τον έθεσε, και με κριούς και ταύρους κάθε χρόνο

τ’ αγόρια των Αθηνών ευφραίνουν την ψυχή του.

Ο Μενεσθεύς του Πετεού τους διοικούσε, ο μόνος

ίππους να τάξ’ εις πόλεμον και ασπιδοφόρους άνδρες,

και σ’ όλους μέσα τους θνητούς αντίπαλον δεν είχεν

άλλον παρά τον Νέστορα, τον γεροντότερόν του.

Και αυτόν πενήντα ολόμαυρα καράβια ακολουθούσαν.



Ο Αίας πρύμνες δώδεκα της Σαλαμίνας είχε,

κι εστάθηκε στες φάλαγγες σιμά των Αθηναίων.



Άνδρες το Άργος έστειλε κι η πυργωμένη Τίρυνς

απ’ το βαθύ λιμάνι τους η Ασίνη κι η Ερμιόνη,

η αμπελωμένη Επίδαυρος, τα μέρη της Τροιζήνος,

των Ηιονών, του Μάσητος, ακόμη της Αιγίνης.

Τους διοικούσαν ο καλός στην μάχην Διομήδης

κι ο Σθένελος. Του δοξαστού υιός του Καπανέως,

και τρίτος ο Ευρύαλος, ο θείος, που εγεννήθη

απ’ τον υιόν του Ταλαού τον άρχον Μηκιστέα.

Αλλ’ ήταν όλων αρχηγός ο ανδρείος Διομήδης.

Κι είχαν ογδόντα ολόμαυρα κατόπιν τους  καράβια.



Και οι Μυκήνες οι λαμπρές, η Κόρινθος πλουσία,

οι Κλεωνές καλόκτιστες, των Ορνεών  τα μέρη,

η Αραιθυρέα πάντερπνη, η πόλις Σικυώνος,

εκεί που πρώτα ο Άδραστος εγίνη βασιλέας,

η Υπερησία, και η ψηλή Γονούσσα και η Πελλήνη,

ο Αιγιαλός, το Αίγιον κι η απλωμένη Ελίκη

έστειλαν άνδρες εκατό καράβια ανεβασμένους

και αρχηγός ήτ’ ο κραταιός Ατρείδης Αγαμέμνων.

Εκείνος είχε τα πολλά και ανδρειωμένα πλήθη,

κι άστραφτεν όλος στ’ άρματα κι επαίρετο η ψυχή του

ως ήταν εις την δυναμιν ο πρώτος των ηρώων,

ότ’ είχε αυτός πλειότερον λαόν ολόγυρά του.

Έστειλεν άνδρες η κλειστή στα όρη Λακεδαίμων,

η Μέσσ’ η πολυτρύγονη, η Σπάρτη και η Φάρις,

οι Βρυσειές, οι Αιγειές οι πάντερπνες, οι Αμύκλες,

το Έλος, χώρ’ ακρόγιαλη, ο Οίτυλος και ο Λάας

και τούτους ο Μενέλαος ο ανδρείος αδελφός του

εδιοικούσε κι έφερνε μαζί του εξήντα πλοία.

Και ανάμερ’ αρματώνονταν και αυτός με προθυμίαν

στην μέση τους επρόβαινε και τους παρακινούσε

στον πόλεμον και του’καιε τα σπλάχνα μέσα ο πόθος

να εκδικηθή τους στεναγμούς, τα δάκρυα της Ελένης.

Η Πύλος άνδρες έστειλε και η πάντερπνη Αρήνη

το Θρύον, πόρος του Αλφειού, το Αιπύ λαμπρό, τα μέρη

και του Κυπαρισσήεντος και της Αμφιγενείας,

του Έλους και της Πτελεού, το Δώριον, όπου οι Μούσες

ήβραν τον Θράκα Θάμυριν και αλάλητον τον κάμαν,

ως γύριζε απ’ τον Εύρυπον τον άρχον Οιχαλίας.

Πως θα ενικούσ’ επαίρονταν αυτός και αν τραγουδούσαν

οι Μούσες κόρες του Διός κι εκείνες χολωμένες

τον τύφλωσαν. Και της ωδής το χάρισμα το θείον

και ακόμη το κιθάρισμα τον κάμαν ν’ αστοχήση

και τούτους ο Γερήνιος ο Νέστωρ διοικούσε,

κι ήσαν καράβια βαθουλά κατόπι του ενενήντα.

Η Αρκαδία κάτωθεν απ’ τ’ όρος της Κυλλήνης

που ο τάφος είν’ ο Αιπύσιος και τρέφει λογχοφόρους

ο Ορχομενός πολύαρνος, η ανεμισμένη Ενίσπη,

η Ρίπη και ο Φενεός εστείλαν κι η Στρατία

η Μαντινεία πάντερπνη, η Στύμφαλος κι ακόμη

η Παρρασία, κι έστειλεν η χώρα της Τεγέας.

Καράβια εξήντα είχε μ’ αυτούς ο γόνος του Αγκαίου

ο Αγαπήνωρ αρχηγός, και στο καθένα πλήθος

Αρκάδες  ήσαν πρακτικοί στην τέχνην του πολέμου.

Αλλ’ επειδή δεν γνώριζαν τα έργα της θαλάσσης,

τους είχε δώσει ο κραταιός Ατρείδης Αγαμέμνων

τα πλοία τα καλόστρωτα να σχίζουν τα πελάγη.

Και απ’ την θείαν Ήλιδα κι απ’ το Βουπράσιον ήλθαν

από τους τόπους όπου κλειούν η Μύρσινος, στην άκρην,

η Υρμίνη, το Αλείσιον κι η Ωλενία πέτρα.

Τέσσαρες ήσαν αρχηγοί, κι είχε ο καθένας δέκα

καράβια και τα γέμιζαν των Επειών τα πλήθη.

Ένας ο Θάλπιος υιός του Ακτορίδη Ευρύτου,

δεύτερος ο Αμφίμαχος, ο γόνος του Κτεάτου.

Ο Αμαρυγκείδης ο καλός Διώρης ήταν τρίτος,

τέταρτος ο Πολύξενος λαμπρό του Αγασθένους

του βασιλέως γέννημα και έγγονος του Αυγείου.

Και τα νησιά τα ιερά της Ήλιδος αντίκρυ

Εχίνες και Δουλίχιον, σαράντα εστείλαν πλοία

κι ο Μέγης ήταν αρχηγός ισόπαλος του Άρη,

και τον εγένησε ο Φυλεύς, αγαπητός του Δία,

που έναν καιρόν, ως έπεσε στην έχθραν του πατρός του,

εις το Δουλίχιον πέρασεν εκεί να κατοικήση.



Κατόπ’ οι μεγαλόψυχοι έρχονταν Κεφαλλήνες,

η Ιθάκη, τα σεισόφυλλα προπόδια του Νηρίτου,

τους έστειλεν η Ζάκυνθος, η Σάμος και τα μέρη

της στερεάς τ’ αντίπερα. Και είχαν αρχηγό τους

τον Οδυσσέα πόμοιαζε στην γνώση με τον Δία,

και είχαν πλοία δώδεκα με κόκκινες τις πλώρες.

Των Αιτωλών ήτο αρχηγός ο Ανδραιμονίδης Θόας.

Τους έστειλ’ η ακρόγιαλη Χαλκίς και η Πυλήνη,

η Ώλενος και η Πλευρών, και η Καλυδών πετρώδης.

Και ως είχε λείψ’ η γενεά του ανδρειωμένου Οινέως

με τον ξανθόν Μελέαγρον, γι’ αυτό κάθ’ εξουσία

εδόθηκε του Θόαντος στων Αιτωλών τα πλήθη.

Κι είχε σαράντα ολόμαυρα κατόπι του καράβια.



Και των Κρητών ήτο αρχηγός ο Ιδομενεύς ο ανδρείος,

όσους απόστειλε η Κνωσός και η πυργωμένη Γόρτυς

και η λευκόγειος Λύκαστος και  η Μίλητος και η Λύκτος.

το Ρύτιον και η Φαιστός χώρες λαμπρές και άλλοι

οπού την εκατόμπολιν εκατοικούσαν Κρήτην.

Όλων αυτών ήτο αρχηγός ο Ιδομενεύς ο ανδρείος,

και ο Μηριόνης όμοιος του ανθρωποφόνου Άρη.

Κι είχαν ογδόντα ολόμαυρα κατόπι τους καράβια.



Και ο Τληπόλεμος τρανός και ωραίος Ηρακλείδης

εννέα πρύμνες έφερνε Ροδίων περηφάνων

που εις τρεις μοιράσαν το νησί της Ρόδου χώρες όλο

της Λίνδου, της Ιαλυσού και της λευκής Καμείρου.

Και τον λαμπρόν Τληπόλεμον από τον Ηρακλέα

η Αστυόχη εγέννησε, που απ’ όπου την Εφύραν

βρέχει ο Σελλήεις ποταμός, την είχε πάρει εκείνος,

αφού πολλές ξολόθρευσε χώρες ανδρών ηρώων.

Και τούτος ο Τληπόλεμος, άμα στο σπίτι ανδρώθη,

ξάφνου τον θείον μητρικόν φονεύει του πατρός του

τον γέροντα Λικύμνιον. Κι ευθύς κατασκευάζει

καράβια και αφού σύναξε πολλά μαζί του πλήθη

εις τα πελάγη ερίχθηκεν, ότι του Ηρακλέους

οι άλλ’ υιοί και έγγονοι δεινά τον φοβερίζαν.

Και αφού πολύ παράδειραν εφθάσαν εις την Ρόδον

και τριμερώς κατοίκησαν κατά φυλές την νήσον,

και τους αγάπησε ο θεός που σ’ όλους βασιλεύει

και πλουτισμού τους έχυσε πλημμύραν, ο Κρονίδης.



Από την Σύμην ο Νιρεύς καράβια φέρνει τρία,

της Αγλαϊας ο Νιρεύς και του Χαρόπου αγόρι,

οπού στο κάλλος, ο Νιρεύς, αν έλειπε ο Πηλείδης,

θα επρώτευε των Δαναών όσ’ ήλθαν εις την Τροίαν.

Αλλά ήταν απόλεμος και ολίγους είχεν άνδρες.



Τους άνδρες απ’ την Νίσυρον, την Κάρπαθον, την Κάσον,

και απ’ τες Καλύδνες και απ’ την Κων την πόλιν του Ευρυπύλου

εδιοικούσε  ο Άντιφος και ο Φείδιππος, βλαστάρια

του βασιλέως Θεσσαλού του γόνου του Ηρακλέους.

Κι είχαν τριάντα βαθουλά κατόπι τους καράβια.

Και απ’ τ΄Άργος το Πελασγικόν όσ’ ήλθαν και απ’ την Άλον

και απ’ την Τρηχίνα πληθυσμοί και απ’ την Αλόπην όσοι

κι όσοι απ’ την καλλιγύναικα Ελλάδα και την Φθίαν,

και Μυρμιδόνες και Αχαιοί και Έλληνες λεγόνταν,

πενήντα πλοία και αρχηγός εις όλους ο Πηλείδης.

Από τον φρικτόν πόλεμον εσχόλαζαν  εκείνοι,

ότι δεν είχαν αρχηγόν να τους συνάξ’ εις μάχην,

ως έμενεν ο Αχιλλεύς στες πρύμνες χολωμένος,

αφ’ ότου την καλόκομην του επήραν Βρισηίδα,

οπού μ’ αγών’ απόκτησεν ότ’ έριξε τα τείχη

της Θήβης και της Λυρνησσού και τ’ ανδρειωμέν’ αγόρια

Επίστροφον και Μύνητα του Ευήνου βασιλέως

Σεληπιάδη ενίκησεν. Με αυτόν τον πόνον στέκει

αργός, αλλά τα άρματα να πιάση δεν θ’ αργήσει.



Άνδρες η Πύρασος χλωρή, που η Δήμητρα έχει δάσος,

η Ίτων η πολύαρνη και  η Φυλακή εστείλαν,

και της Αντρώνος οι γιαλοί και η Πτελεός χλοώδης.

Ο ανδρείος Πρωτεσίλαος ήτο αρχηγός τους πρώτα.

Τότε τον είχε η μαύρη γη, και έρμη στην Φυλάκην

τον ’μοιρολόγα η χήρα του στο άκλερό του σπίτι.

Δαρδάνου ακόντι ενέκρωσεν αυτόν κει που πηδούσε

πρώτος των άλλων Αχαιών από την πλώρη μόνος.

Και αυτόν ποθούσεν ο λαός, αν κι ήταν αρχηγός τους.

Άλλο του Άρη βλάστημα, ο ανδράγαθος Ποδάρκης,

υιός του πολυπρόβατου Ιφίκλου Φυλακίδη

και αυτάδελφος του ήρωος λαμπρού Πρωτεσιλάου.

Αλλά στα χρόνια ανώτερος, καθώς και στην ανδρείαν

ήταν ο Πρωτεσίλαος. Και αν αρχηγόν ελάβαν,

όμως εκείνον τον καλόν μες στην καρδιά τους είχαν.

Κι είχαν σαράντα ολόμαυρα κατόπιν τους καράβια.

Έστειλαν άνδρες και οι Φερές πού’ναι η Βοιβία λίμνη,

κι η Βοίβη κι η Ιαωλκός ωραία και οι Γλαφύρες.

Τους διοικούσ’ ο Εύμηλος κι ένδεκα πρύμνες είχε.

Η Άλκηστις η ασύγκριτη τον γέννησε του Αδμήτου,

η κόρ’ η ωραιότερη απ’ όλες του Πελίου.



Της Θαυμακίας στάλθηκαν και της Μηθώνης άνδρες

της Ολιζώνος πετρωτής και ομού της Μελιβοίας.

Και ο Φιλοκτήτης αρχηγός, εξαίσιος τοξότης,

μ’ επτά καράβια ολόμαυρα. Κι επάνω στο καθένα

ήσαν τοξότες θαυμαστοί πενήντα κωπηλάτες.

Αλλά εκείνος έμενε στην Λήμνον την αγίαν

που τον αφήκαν οι Αχαιοί φρικτά βασανισμένον

απ’ την πληγήν που του’φερεν ολέθρια νεροφίδα.

Εκεί θλιμμένος έμενεν. Αλλ’ έμελλαν οι Αργείοι

γρήγορα να ενθυμηθούν τον μέγαν Φιλοκτήτην.

Και αυτόν ποθούσεν ο λαός, αν κι άναρχοι δεν ήσαν.

Ήταν ο Μέδων αρχηγός, εκείνος οπού νόθον

απ’ τον Οιλέα πορθητήν εγέννησεν η Ρήνη.



Κι όσοι της Τρίκκης κάτοικοι και της τραχιάς Ιθώμης

κι όσοι της χώρας κάτοικοι του Ευρύτου Οιχαλίας,

είχαν τριάντα βαθουλά καράβια κι αρχηγοί τους

ήσαν ο Ποδαλείριος κι ο αδελφός Μαχάων

ιατροί καλοί, του Ασκληπιού δυό τέκνα δοξασμένα.

Όσοι τ’ Ορμένιον άφησαν την βρύσιν Υπερείας,

τ’ Αστέριον και τες κορυφές τες άσπρες του Τιτάνου,

τους διοικούσε ο Ευρύπυλος λαμπρός Ευαιμονίδης

κι είχε σαράντα ολόμαυρα κατόπι του καράβια.



Από Γυρτώνην, Άργισσαν, απ’ Όρθην, απ’ την πόλιν

Ηλώνην και από την λευκήν Ολοοσσόν όσ’ ήλθαν,

τους διοικούσ’ ο ατρόμητος στην μάχην Πολυποίτης,

που έγγονος ήταν του Διός κι υιός του Πειριθόου,

με τον Πειρίθοο η ξακουστή τον γέννησ’ Ιπποδάμεια,

όταν εκείνος πάταξε τα δασύτριχα θηρία

και τα’διωξε απ’ το Πήλιον στην χώραν των Αιθίκων.

Κι ήταν μ’ αυτόν συναρχηγοί ο Λεοντεύς ανδρείος

κι είχαν σαράντα ολόμαυρα κατόπι τους καράβια.

Ήλθε απ’ την Κύφον ο Γουνεύς με εικοσιδύο πρύμνες.

Είχ’ Ενιήνων πληθυσμόν και Περραιβών γενναίων,

όσοι στην κακοχείμωνη Δωδώνη κατοικήσαν,

και όσοι απ’ τον Τιταρήσιον ποτίζουν τους αγρούς των,

που χύνει μες στον Πηνειόν τα πρόσχαρα νερά του

και με τες αργυρές στροφές του Πηνειού δεν σμίγει

και καθαρός επάνωθεν ωσάν το λάδι πλέει

ότι απ’ την Στύγα εκόπηκε και αυτή’ναι μέγας όρκος.



Ο γοργοπόδης Πρόθοος, υιός του Τενθρηδόνος,

ήτο αρχηγός στους Μάγνητες, που του κινησιφύλλου

Πηλίου και του Πηνειού τα μέρη εκατοικούσαν.

Κι είχε σαράντα ολόμαυρα κατόπι του καράβια.

Ήσαν αυτοί των Δαναών οι πρώτοι πολεμάρχοι.



Τώρα ποιος άνδρας κάλλιστος, ποιος ίππος ήτο απ’ όσους

με τους Ατρείδες στράτευσαν, συ, Μούσα, δίδαξέ με.



Του Φηρητιάδη επρώτευαν οι εξαίσιες φοράδες,

τες έζεψεν ο Εύμηλος και ωσάν πουλιά πετούσαν,

ομότριχες, ομήλικες, με νώτα σταφνισμένα.

Τες έθρεψ’ ο αργυρότοξος Απόλλων στην Πηρείαν,

φυγής και τρόμου πρόξενα, δυο θηλυκά πουλάρια.

Και των ανδρών επρώτευεν ο Τελαμώνιος Αίας,

ενόσω ακόμη εθύμωνεν ο ασύγκριτος Πηλείδης.

Και σ’ όλους πάλι επρώτευαν οι ίπποι του Αχιλλέως.

Εκείνος έμενεν αργός στα ποντοπόρα πλοία

αυτού να τρέφη τον θυμόν που είχε στον Ατρείδην.

Κι επάνω στην ακρογιαλιά τα πλήθη διασκεδάζαν

με δίσκους, με ακόντια, που ρίχναν και με τόξα,

κι οι ίπποι στέκονταν σιμά στ’ αμάξι ο καθένας

κι ετρώγαν βαλτοσέλινα και τρυφερό τριφύλλι.

Κι ήσαν τ’ αμάξια στες σκηνές, ως πρέπει, σκεπασμένα.

Και οι κύριοι τον αρχηγόν ποθούσαν τον ανδρείον

και στον στρατόν εγύριαν μακράν από την μάχην.

Κι ερχόνταν ως να έβοσκε φωτιά στον τόπον όλον

κι όλη αποκάτω εβόγγα η γη, σαν όταν θυμωμένος

ο βροντητής δέρνει την γην που θλίβει τον Τυφώνα,

που λέγουν ότι κείτεται στην χώραν των Αρίμων,

τόσον απ’ τον ποδόκτυπον αυτών, ως  προχωρούσαν,

βογγούσε η γη, και με σπουδήν την πεδιάδα εσχίζαν.

Και αποσταλμένη του Διός η ανεμόποδ’ Ίρις

ήλθε το μήνυμα πικρό να φέρη εκεί στους Τρώας

κι είχαν εκείνοι σύνοδον στην θύραν του Πριάμου

συναθροισμένοι όλοι μαζί και γέροντες και νέοι.

Κι αυτούς πλησίασε η θεά, και στην φωνήν ομοιώθη

με του Πριάμου τον υιόν Πολίτην. Και των Τρώων

αυτός εκάθιζε σκοπός, ως ήταν φτεροπόδης,

ψηλά στον τάφον πόσκεπε τον γέροντ’ Αισυήτην,

κι ετήρα πότ’ οι Αχαιοί θα ορμούσαν απ’ τα πλοία.

Μ’ αυτόν ομοιώθη στην φωνήν η Ίρις και τους είπε:



«Ω γέρε, οι λόγοι περισσοί σ’ αρέσουν, σαν ακόμη

να’χαμε ειρήνην. Κι έφθασεν ώρα φρικτού πολέμου.

Μάχες ανδρών  είδαν πολλές τα μάτια μου, αλλ’ ακόμα

τόσον δεν είδα εγώ λαόν και τόσο ανδρειωμένον,

ότι ωσάν φύλλ’  αμέτρητον τωόντι ή σαν τον άμμον

τους βλέπω εδώ να χύνωνται την πόλιν να κτυπήσουν.



Ω Έκτωρ, εσύ μάλιστα τον λόγον μου ν’ ακούσης.

Ως είναι οι βοηθοί πολλοί στην πόλιν του Πριάμου

και γλώσσαν άλλην χωριστήν το κάθε γένος έχει,

να διοική κάθε αρχηγός τους ιδικούς του κάμε

και να οδηγή στον πόλεμον με τάξιν τους πολίτες».

Είπε και την θεία φωνή δεν αγνοεί ο  Έκτωρ,

κι έλυσ’ ευθύς την σύνοδον, και αρματωθήκαν όλοι.

Οι πύλες όλες άνοιξαν, κι εχύνονταν τα πλήθη

πεζοί και ιππείς και αλαλαγμός μεγάλος ακουόνταν.

Εμπρός στην πόλιν υψηλή σηκώνεται μια ράχη

στην πεδιάδ’ ανάμερα κι ελεύθερη τριγύρω

και τάφον της πολύσκιρτης Μυρίνας την ελέγαν

οι αθάνατοι και Βάτειαν οι άνθρωποι ονομάζαν.



Εκεί εξεχωρίστηκαν οι βοηθοί και οι Τρώες.



Των Τρώων ήταν αρχηγός ο λοφοσείστης Έκτωρ

ο Πριαμίδης, και λαός πλιότερος και ανδρείος

στο πλάγι του εσυνάζονταν για μάχη διψασμένος.

Των Δαρδανίων αρχηγός ήτ’ ο λαμπρός Αινείας.

του Αγχίση τον εγέννησεν η ασύγκριτη Αφροδίτη,

οπού θεά μ’ άνδρα θνητόν στην Ίδην εκοιμήθη.

Κι είχε κοντά συναρχηγούς του Αντήνορος δύο τέκνα,

Αρχέλοχον και Ακάμαντα στον πόλεμον τεχνίτες.

Από της Ίδης τες ποδιές οι Τρώες της Ζελείας,

πλούσιος λαός που το βαθύ πίνει νερό του Αισήπου,

τ’ αγόρι του Λυκάονος τους διοικούσ’ ο θείος

ο Πάνδαρος, που έλαβε το τόξο από τον Φοίβον.



Της Αδραστείας και Απαισού και της ψηλής Τηρείας

και της Πιτύας τους λαούς εδιοικούσαν δύο,

ο Άδραστος και ο Άμφιος λινοθωρακισμένος,

του Περκωσίου Μέροπος υιοί, του εξόχου μάντη.

Και να μην παν εξόρκιζε ο γέρος τα παιδιά του

στον ανδροφθόρο πόλεμον. Και αυτοί δεν τον ακούσαν,

ότ’ οι κακές τους έσερναν μαύρου θανάτου μοίρες.

Όσ’ ήλθαν από Πράκτιον, από Περκώτην άνδρες,

από Σηστόν, απ’ Άβυδον και απ’ την λαμπρήν Αρίσβην,

ο Υρτακίδης Άσιος τους διοικούσε ο μέγας.

Και αυτόν απ’ τον Σελλήεντα, ποτάμι της Αρίσβης,

ίπποι μεγάλοι αστραφτεροί εφέραν τον ανδρείον.



Τα γένη ακόμη Πελασγών καλών κονταρομάχων,

που της Λαρίσης κατοικούν στα κάρπιμα πεδία.

Ο Ιππόθοος και ο Πύλαιος τα διοικούσαν δύο

τέκνα του Λήθου Πελασγού του Τευταμίδη ανδρεία.

Ο Ακάμας και ο Πείροος τους Θράκες διοικούσαν

όσ’ είναι απ’ τον ορμητικόν Ελλήσποντον κλεισμένοι.

Ο Εύφημος ήτο αρχηγός των λογχιστών Κικόνων.

Τον γέννησε ο θεοφίλητος ο Τροίζηνος Κεάδης.



Οι τοξοφόροι Παίονες με τον Πυραίχμην ήλθαν

μακρόθε, από τον Αξιόν, πλατύροο ποτάμι

το ωραιότερο της γης, και απ’ την Αμυδώνα.

Τους Παφλαγόνας έφερεν ο ανδρείος Πυλαιμένης

από την γην των Ενετών, π’ άγρια μουλάρια τρέφει,

τους έστειλεν η Κύπωρος, η Σήσαμος που έχουν

στου Παρθενίου την ροήν λαμπρές τες κατοικίες,

η Κρώμνα  και ο Αιγιαλός κι οι απόκρημνοι Ερυθίνοι.



Τους Αλιζώνας έφεραν οι Επίστροφος και Οδίος,

όθεν μακράν ο άργυρος γεννάται, στην Αλύβην.

Ο Χρόμις είχε τους Μυσούς κι ο Έννομος ο μάντις

και μ’ όλην του την μαντικήν δεν ξέφυγε την μοίραν,

αλλά και αυτόν εφόνευσεν ο γρήγορος Πηλείδης

μες στο ποτάμι, ότ’ έσφαξε και τόσους άλλους Τρώες.



Τους Φρύγας τους πολεμικούς από την Ασκανίαν

ο θεϊκός Ασκάνιος και ο Φόρκυς διοικουσαν.

Ο Άντιφος τους Μήονας και ο Μέσθλης διοικούσαν

που ο Ταλαιμένης γέννησε και η Γυγαία λίμνη.

Τους Μήονας που κατοικούν εις τες ποδιές του Τμώλου.

Ο Νάστης πάλιν των Καρών, λαών βαρβαροφώνων,

ήτο αρχηγός που των Φθιρών τους έστειλαν τα πλάγια

πολύδενδρα και η Μίλητος και οι πέτρες της Μυκάλης.

Δυο τέκνα του Νομίονος, αγόρια παινεμένα,

ήσαν εκείνων οι αρχηγοί, Αμφίμαχος και Νάστης,

που ως κόρη χρυσοστόλιστος στον πόλεμον κινούσε.

Μωρός κι από τον θάνατον με τούτο δεν εσώθη,

αλλά νεκρόν τον έστρωσεν ο τρομερό Πηλείδης

μες στο ποτάμι κι έπειτα του επήρε το χρυσάφι.



Και τους Λυκίους έφεραν ο Σαρπηδών και ο Γλαύκος

απ’ της Λυκίας τους αγρούς οπού ποτίζει ο Ξάνθος.


ΙΛΙΑΔΟΣ  -  ΡΑΨΩΔΙΑ  Γ'

Πάρις, Μενέλαος, Ελένη


Κι αφού σιμά στους αρχηγούς εσυνταχθήκαν όλοι,

οι Τρώες αλαλάζοντας, σαν τα πτηνά κινούντο.

Καθώς διαβαίνουν γερανοί και κρώζουν στον αιθέρα,

ως φεύγουν τες νεροποντές και τον βαρύν χειμώνα

να φθάσουν στον Ωκεανόν, κι άμα χαράξη αρχίζουν

πόλεμον φονικότατον στο γένος των Πυγμαίων.


Κι οι Αχαιοί, μ’ ανδρειάς πνοήν, σιωπηλοί κινούντο,

ένας τον άλλον πρόθυμοι στην μάχην να βοηθήσουν,

κι όπως ο Νότος καταχνιά σε κορφοβούνι χύνει,

που δεν αρέσει του βοσκού, κι είναι χαρά του κλέφτη.

Και της νυκτός καλύτερη, και τόσ’ είναι η μαυρίλα

που κεί και πέτραν έριξες μόλις το μάτι φθάνει,

έτσι πυκνή σηκώνονταν απ’ την ποδοβολή τους

η σκόνη, καθώς έσχιζαν γοργά την πεδιάδα.

Και οπόταν επροχώρησαν κι εβρέθηκαν αντίκρυ,

ο θεϊκός Αλέξανδρος προμάχιζε των Τρώων.


Φορεί στους ώμους παρδαλήν, το ξίφος και το τόξο,

στα χέρια δυο κοντάρια τινάζει χαλκοφόρα

και των Αργείων προκαλεί τους πρώτους πολεμάρχους

να’λθουν μ’ αυτόν να μετρηθούν στον φονικόν αγώνα.
Κι ως έρχονταν εμπρός εμπρός με διάσκελα μεγάλα

τον νόησεν ο ψυχερός Μενέλαος κι εχάρη,

σαν πεινασμένος λέοντας μεγάλο σώμ’ αν έβρη,

ελάφ’ ή τράγον άγριον, κι ολάκερον τον τρώγει,

αν και του χύνονται σκυλιά κι ανδρειωμέν’ αγόρια,

ομοίως κι ο Μενέλαος εχάρη ως είδ’ εμπρός του

τον θεϊκόν Αλέξανδρον, θαρρώντας πού’χε φθάσει

η ώρα να εκδικηθεί τον άνομον εχθρόν του,

και από τ’ αμάξι επήδησε στην γην με τ’ άρματά του

Και ο θεϊκός Αλέξανδρος άμ’ είδε αυτόν που εφάνη

μες στους προμάχους, η καρδιά του εσπάραξε στα στήθη

και να σωθή εσύρθηκε στην μέση των συντρόφων.

Σαν άνθρωπος που απάντησε φίδι κακό στον λόγγον,

γυρίζει οπίσω, τρέμοντας εις όλα του τα μέλη

και στρέφει από τον δρόμον του στην όψη κερωμένος,

ομοίως εις τες φάλαγγες εκρύφθηκε των Τρώων

ο θεϊκός Αλέξανδρος να φύγη απ’ τον Ατρείδην.


Και ο Έκτωρ τον ονείδισε πικρώς άμα τον είδε:

«Δύσπαρι, εξαίσιε στην ειδή, γυναιμανή και πλάνε,

ποτέ να μην είχες γεννηθεί ή να ’χες αποθάνει

άγαμος, κι όχι να σε ιδώ, καθώς σε βλέπω τώρα,

να γίνεσ’ εξουθένωμα και μίσος των ανθρώπων.


Α! πόσο θα χασκογελούν των Αχαιών τα πλήθη,

που ανδρειωμένον σ’ έλεγαν απ΄την λαμπρή θωριά σου.

Και θάρρος συ και δύναμιν στα σπλάχνα σου δεν έχεις.

Τέτοιος ως είσαι ετόλμησες με ποντοπόρα πλοία

και με συντρόφους διαλεκτούς τα πέλαγα να σχίσης

και να πατήσης ξένων γην, κι από μακρινά μέρη,

να φέρης ωραιότατην νύφην ανδρών ηρώων

και του πατρός σου συμφορά και της πατρίδος όλης,

χαρά μεγάλη των εχθρών, δική σου καταισχύνη;


Γιατί δεν στέκεσ’ έμπροσθεν του ανδρείου Μενελάου,

τότε να ιδής τίνος ανδρός την νύφην αγκαλιάζεις;


Κιθάρα, ακόμη κι ομορφιά και όσες χάρες έχεις

της Αφροδίτης, θα χαθούν, αν κυλιστής στο χώμα.


Αχ! τόσα έπραξες κακά που, αν είχαν αίμα οι Τρώες,

θα εφορούσε πέτρινον χιτώνα το κορμί σου.»


Κι ο θεϊκός Αλέξανδρος του απάντησε και είπε:

«Έκτορ’, αφού με δίκαιον με ψέγεις κι όχι αδίκως –

είναι η καρδιά σου αμάλακτη σαν την σκληρήν αξίνη

που σχίζει δέντρο δυνατό στου ξυλουργού το χέρι

κι είναι στην τέχνην βοηθός και στην ορμήν του ανθρώπου.

Ομοίως είναι ατρόμητος στα στήθη μέσα ο νους σου –

τα γλυκά δώρα της χρυσής θεάς μη μου ονειδίζεις.

Ποιος θ’ αψηφήσει τα λαμπρά των αθανάτων δώρα;

Και στανικώς δεν παίρνονται, τα δίδ’ η θέλησίς των.


Και τώρα εάν επιθυμάς εγώ να πολεμήσω,

τους Τρώας και τους Αχαιούς, συ κάμε να ησυχάσουν

και βάλε τον Μενέλαον κι εμέ ν’ αγωνισθούμε

για την Ελένην κι όλους της τους θησαυρούς οι δύο.

Και αυτός που θα’βγει νικητής, στα γονικά του ας πάρη

την νέαν και τους θησαυρούς, και σεις οι άλλοι ομόστε

ειρήνην και την κάρπιμην Τρωάδα να χαρήτε.

Κι εκείνοι στην πατρίδα τους, στο ιπποτρόφον Άργος

και στην ομορφοπάρθενην ας γύρουν Αχαίαν.».


Είπε, κι ο Έκτωρ χάρηκε στον λόγον και στην μέσην

εβγήκε κι εσταμάτησε τες φάλαγγες των Τρώων

με το κοντάρι, και όλα ευθύς  εκάθισαν τα πλήθη,

και οι καλλίκομοι Αχαιοί, καθώς επροχωρούσε,

με τόξα τον σημάδευσαν, μ’ ακόντια, με λιθάρια.

Και τρανήν έσυρε φωνήν ο μέγας Αγαμέμνων:


«Σταθήτε, Αργείοι, παύσετε, των Αχαιών αγόρια,

κάτι να ειπή, θέλει σ’ εμάς ο λοφοσείστης Έκτωρ.»

Αυτά είπε κι ελούφαξαν τα πλήθη στην φωνήν του.

Τότε στην μέσην των στρατών ομίλησεν ο Έκτωρ:


«Σεις Τρώες και σεις Αχαιοί, ακούστε ό,τι προβάλλει

ο Αλέξανδρος αυτός αρχή του φοβερού πολέμου.

Οι Τρώες όλοι κι οι Αχαιοί σαν λέγει ν’ αποθέσουν

τα λαμπρά άρματα χαμαί στην γην την πολυθρέπτραν.

Κι αυτός και  ο Μενέλαος ν’ αγωνισθούν στην μέσην

για την Ελένην κι όλους της τους θησαυρούς της μόνοι,

κι όποιος φανή καλύτερος και τον δόξασ’ η νίκη,

την νέαν και τους θησαυρούς στα γονικά του αν πάρη,

οι άλλοι με όρκους στερεούς να κλείσωμεν αγάπην.».


Αυτά είπε, κι εσίγησαν, άφωνοι εμείναν όλοι.

Κι ο ψυχερός Μενέλαος τον λόγον πήρε κι είπε:


«Τώρα ν’ ακούσετε κι εμέ, που εξόχως θλίβει ο πόνος

να χωρισθήτ’ ήλθ’ ο καιρός, κι εγώ το βλέπω, Αργείοι

και Τρώες, αφού επάθετε τόσα κακά για μένα

από την έχθραν π’ άναψεν η πράξις του Αλεξάνδρου.

Και σ’ όποιον όρισε από εμάς τον θάνατον η μοίρα,

ας αποθάνη και οι λοιποί με αγάπην χωρισθήτε.


Και αρνάδα ολόμαυρην της Γης, κάτασπρο αρνί του Ηλίου

φέρετε σεις, και του Διός εμείς θα φέρωμ’ άλλο

και ας έλθη ο Πρίαμος, αυτός να κάμη την θυσίαν

των όρκων, ότ’ είναι άπιστα και αυθάδη τα παιδιά του,

μην ασεβήσουν άνομα στους όρκους του Κρονίδη.

Γνωρίζουμε που ανάερος ο νους των νέων είναι.

Και όπου είναι γέροι και τα εμπρός και τα κατόπι βλέπουν,

κι ό,τι συμφέρει προνοούν στο’να και στ’ άλλο μέρος.»


Αυτά είπε κι εχάρηκαν οι Αχαιοί και οι Τρώες,

ως έλπιζαν το ξύφασμα του οδυνηρού πολέμου.

Και αράδιασαν τ’ αμάξια τους, εκατεβήκαν όλοι,

τα άρματά τους έβγαλαν και τ’ αποθέσαν χάμου

οι δυο στρατοί και διάστημα τους χώριζεν ολίγο.

Και απόστειλε δυο κήρυκες ο Έκτωρ εις την πόλιν

κείθεν να φέρουν τα σφακτά κι αμέσως να καλέσουν

τον Πρίαμον. Και απόστειλεν ο μέγας Αγαμέμνων

στα πλοία τον Ταλθύβιον να φέρη το κριάρι.

Και υπάκουσε ο Ταλθύβιος στον κραταιόν Ατρείδην.



Μηνύτρα στην λευκόχερην Ελένην ήλθ’ η Ίρις

και ομοιώθη με την αδελφήν του ανδρός της Λαοδίκην,

που’χε τον Ελικάωνα  Αντηνορίδην άνδρα

απ’ όλες ωραιότερη τες κόρες του Πριάμου.


Την ήβρεν οπού ύφαινε διπλό μεγάλο υφάδι

πορφύρου κι επάνω του κεντούσε τους πολέμους

των χαλκοφόρων Αχαιών, των ιπποδάμων Τρώων

που εξ αφορμής της απαρχής εκείνο επολεμούσαν.


ΙΛΙΑΔΟΣ  -  ΡΑΨΩΔΙΑ  Δ'

Η σύγκρουση των στρατευμάτων

Σύνοδον  είχαν οι θεοί στο πλάγι του Κρονίδη,

στο δώμα το χρυσόστρωτον και τους κερνούσε η θεία

Ήβη το νέκταρ και φαιδροί με τα χρυσά ποτήρια

αντιπροπίναν κι έβλεπαν την πόλιν του Πριάμου

Και να πειράξ’ ηθέλησε την Ήραν ο Κρονίδης

και λόγον είπε ανάσκεπον πικρά να την κεντήση:



«Δυο θεές είναι, θαρώ, βοηθοί του Μενελάου,

η Άργισσ’ Ήρα κι η Αθηνά, η σώστρα των ανδρείων.

Αλλά κάθονται ανάμερα και τέρπονται να βλέπουν

Τον άλλον η φιλόγελη θεά τον παραστέκει

η Αφροδίτη και κακό να πάθη δεν αφήνει.

Και ιδού τώρα τον έσωσε στην ώρα του θανάτου.

Αλλ’ είναι νίκη φανερά του ανδρείου Μενελάου.

Και τώρα να σκεφθούμ’ εμείς, πώς τούτα θα τελειώσουν.

Αν πάλιν θα σηκώσουμε φρικτόν πολέμου αγώνα,

ή μεταξύ των δυο λαών θα φέρωμεν ειρήνη»;

Κι αν το δεχθήτε πρόθυμα με την καρδιά σας όλοι,

ας μείν’ η πόλις άφθαρτη του βασιλιά Πριάμου

κι ας λάβη ο Μενέλαος οπίσω την Ελένην».



Αυτά είπε κι εγόγγυσαν η Αθηνά κι  η Ήρα,

σιμά καθίζαν κι όλεθρον των Τρώων μελετούσαν.

Λόγον δεν είπε η Αθηνά και στον πατέρα Δία

από χολήν εμάνιζεν. Αλλ’ η χολή στης Ήρας

το στήθος δεν εχώρεσε, και προς εκείνον είπε:

«Τι ’πες, Κρονίδη τρομερέ; Πως ν’ αφανίσης θέλεις

τους κόπους, τον αγώνα μου, τον ίδρον πόχω ιδρώσει;

Και τ’ άλογά μου απόκαμαν, ώσπου να συναθροίσω

τόσον λαόν, στον Πρίαμον κακό και στα παιδιά του;

Κάμε το, αλλ’ όμως οι θεοί δεν συμφωνούμεν όλοι.».



Εβάρυνε. Και «ω τρομερή», της είπε ο Κρονίδης,

«τι σου’καμεν ο Πρίαμος και όλ’ η γενεά του

κακό μεγάλο να οργισθής και τόσο να μανίζης,

να εξολοθρεύσης έρριζα την πυργωμένην Τροία;

Τες πύλες της αν δεν διαβής και τα υψηλά της τείχη,

ωμόν να φας τον Πρίαμον και τα παιδιά του κι όλους

τους Τρώες, δεν γιατρεύεται το πάθος που σε καίει.



Κάμε όπως θέλεις, αλλ’ ιδέ μη τούτ’ η διαφορά μας

κάποτε ανάψη πόλεμον κακόν ανάμεσόν μας.

Κι έν’ άλλο ακόμα θα σου ειπώ, να το φυλάξη  ο νους σου.

Εάν ποτέ προθυμηθώ να εξολοθρεύσω πόλιν,

όπου τυχαίνουν άνθρωποι να ζουν αγαπητοί σου,

μη στην οργή μου αντισταθής, αλλ’ άφησε να κάμω.

Κι εγώ σου την απάφησα με πόνον της ψυχής μου.

Και από τες χώρες των θνητών ανθώπων, όσες είναι

κάτω απότ’ άστρα τ’ ουρανού και από το φως του ηλίου,

ολόψυχα επροτίμησα την Ίλιον την θείαν,

τον Πρίαμον και τον λαόν του δυνατού Πριάμου,

ότι ποτέ δεν έλειψε τραπέζι απ’ τον βωμόν μου,

σπονδή και κνίσσα, οι προσφορές που των θεών ανήκουν».



Κι η μεγαλόφθαλμη θεά του απάντησεν η Ήρα:

«Απ’ όλες υπεραγαπώ τρεις χώρες εις τον κόσμον.

Το Άργος, την πλατύδρομην Μυκήνην και την Σπάρτην.

Κατάστρεψέ τες, αν ποτέ κινήσουν την οργήν  σου.

δεν θα με ιδής να υπερμαχώ γι’ αυτές   ή να γογγύζω,

ότι δεν θα κατόρθωνα ποσώς να σ’ αντισκόψω,

όσα κι αν έκανα, επειδή πολύ’σαι ανώτερός μου.



Αλλά και συ τους κόπους μου να χάσω μη θελήσης,

ότι κι εγώ είμαι θεός κι απ’ την δική σου ρίζαν,

εγώ η σεβαστόερη του Κρόνου θυγατέρα

κι από το γένος ένδοξη και ότ’ είμαι ομόκλινή σου,

και συ’σαι πρώτος βασιλεύς των αθανάτων όλων.

Αλλ’α τώρ’ ας συγκλίνωμεν, εγώ προς σε και πάλιν

συ προς εμέ κι όλ’ οι θεοί θα μας ακολουθήσουν.

Συ στείλ’ ευθύς την Αθηνάν στων Αχαιών και Τρώων

τ’ αντίμαχα στρατεύματα, να εφεύρη εκείνη τρόπον

ώστε τους όρκους πρότερον να παραβούν οι Τρώες,

προσβάλλοντας τους Αχαιούς που επαίρονται την νίκην».



Σ’ αυτά επείσθη των θεών και ανθρώπων ο πατέρας

κι εστράφη προς την Αθηνάν: «Κατέβα ευθύς» της είπε,

«στ’ αντίμαχα στρατεύματα των Αχαιών και Τρώων,

κάμε τους όρκους πρότερον να παραβούν οι Τρώες,

προσβάλλοντας τους Αχαιούς που επαίρονται στην νίκην».

Και αυτοπροαίρετα η θεά στον λόγον του ετινάχθη

από του Ολύμπου τες κορφές κι εχύθη ωσάν τ’ αστέρι,

οπού ο Κρονίδης έριξε σημάδι στους ανθρώπους,

ή ναύτες ή στρατόπεδο λαών εκτεταμένο.

Λαμπρό αστέρι κι άπειρες οι σπίθες του πετιούνται.

Ομοίως τοτ’ η Αθηνά στην γην εροβολούσε

και μες στην μέσην πήδησε των ιπποδάμων Τρώων,

των χαλκοφόρων Αχαιών και απόρησαν  τα πλήθη,

και μεταξύ τους έλεγαν: «Ή πάλιν του πολέμου

θα ξαναρχίση το κακό, τα αίματα και οι φόνοι,

ή μεταξύ των δυο λαών αγάπην βάζει ο Δίας

που κυβερνά τον πόλεμον, ως θέλει, των ανθρώπων».

Αυτά ελέγαν οι λαοί. Κι ωστόσο μες στο πλήθος

των Τρώων γύριζε η θεά με την μορφήν ανθρώπου,

του ανδρειωμένου μαχητού Λαοδόκου Αντηνορίδη

ζητώντας του Λυκάονος το δοξασμένο αγόρι,

τον πολεμάρχον Πάνδαρον. Τον ήβρε που εστεκόταν

στες φάλαγγες τες φοβερές λαών ασπιδοφόρων,

που ήλθαν απ’ τον Αίσωπον μαζί του στην Τρωάδα.

Σιμά του εστήθη κι έλεγε με λόγια φτερωμένα:



«Θενά πεισθής, σ’ ότι θα ειπώ, Λυκαονίδη ανδρείε;

Θα ετόλμας στον Μενέλαον γοργό να σύρης βέλος;

Δόξαν απ’ όλον τον λαόν και χάριν θ’ απολαύσης

και ο βασιλέας μάλιστα θα σε τιμήση ο Πάρις.

Πρώτος αυτός με υπέρτιμα θα σε ανταμείψη δώρα,

εάν ιδή στην θλιβεράν πυράν ανεβασμένον

τον δυνατόν Μενέλαον από δικό του ακόντι.

Εμπρός, λοιπόν, ακόντισε τον ένδοξον Ατρείδην,

αφού στον φωτογέννητον Απόλλωνα τοξότην

αρνιών πρωτόγονων ταχθής να σφάξης εκατόμβην,

άμα στην θείαν Ζέλειαν, στο σπίτι σου, γυρίσης.».

Στα λόγια τούτα επείσθηκεν ο ανόητος κι επήρε

το στιλβωμένο τόξο του, κέρατο αγρίου τράγου,

που από καθίστραν είχε αυτός κτυπήσει άμα τον είδε

να βγαίνη μέσ’ από σπηλιά, και κάτω από το στήθος

τον πέτυχε και ανάσκελα τον ξάπλωσε στον βράχον.

Μακριά δεκάξι σπιθαμές τα κέρατα εφορούσε.

Αυτά εργάσθη και άρμωσε καλός κερατοξόος.

Το έξυσ’ όλο και χρυσό του πρόσθεσε κουλούρι.

Το τόξο εκείνο ετάνυσε και καταγής αγάλι

το έκλινε και οι σύντροφοι κρατούσαν τες ασπίδες

εμπρός του, μήπως πεταχθούν οι Αχαιοί γενναίοι,

πριν ακοντίση ο Πάνδαρος τον δυνατόν Ατρείδην.

Κι απ’ την φαρέτραν σήκωσε το σκέπασμακι επήρε

άριχτο βέλος φτερωτό, μαύρην φωλιά θανάτου.

Το πικρό  έλος ίσιασεν εις την χορδήν επάνω,

και προς τον φωτογέννητον Απόλλωνα τοξότην

να σφάξη αρνιών πρωτόγονων ετάχθηκε εκατόμβην,

άμα στην θείαν Ζέλειαν, στο σπίτι του γυρίση.



Και με τες κόκες την χορδήν τραβώντας την σιμώνει

στο στήθος του και απίθωσε το σίδερο στο τόξο.

Και όταν εις κύκλον τέντωσε το μέγα τόξο, ακούσθη

τριγμός του τόξου, της χορδής βοή κι εξετινάχθη

το βέλος ανυπόμονο να πέση μες στα πλήθη.



 Αλλά δε σ’ ελησμόνησαν, Μενέλαε, του Ολύμπου,

οι κάτοικοι οι μακάριοι κι η Αθηνά που εμπρός σου

ευθύς ευρέθη κι έδιωξε το πικροφόρο ακόντι

από το σώμα σου αρκετά, καθώς μητέρα διώχνει

μύγαν από το βρέφος της, ενώ γλυκά κοιμάται,

κι η ίδια σ’ οδήγησεν οπού οι χρυσές της ζώνης

θηλιές κι ο θώραξ διπλωτός εσμίγαν σ’ ένα μέρος.


Το πικρό βέλος έπεσε στην σφικτασφαλισμένην

ζώνην την πολυδαίδαλην και την διαπέρασ’ όλην.

Και μες στον λαμπρόν θώρακα προχώρησ’ ως την πλάκα

οπού στα βέλη αντίφραγμα στο σωμα του εφορούσε

κι εξόχως τον προφύλαξεν, αλλ’ έσπασε κι εκείνην.

Και του ανδρός εχάραξε το δέρμα η χάλκιν’ άκρη

κι έρρευσε από το λάβωμα ευθύς το μαύρον αίμα.


Ως Κάειρα ή Μαιονίς γυνή κοκκινοβάφει

λευκόν ελεφαντόδοντο, του αλόγου χαλινάρι,

πολλοί το ζήλευσαν ιππείς, και μένει φυλαγμένο

στον θάλαμον για βασιλείς πολύτιμο στολίδι,

και στ’ άλογο καλλώπισμα και δόξα του αναβάτη.

Ομοίως, ω Μενέλαε, εβάφηκαν τα ωραία

μεριά σου και τα κνήμια σου και οι φτέρνες εις το αίμα.

Επάγωσεν ο κραταιός Ατρείδης Αγαμέμνων,

άμ’ είδε από το λάβωμα να τρέχη μαύρον αίμα,

πάγωσε κι ο Μενέλαος ο ανδρείος, αλλ’ ως είδε

οπού της λόγχης το λουρί κι οι αγκίδες μείναν έξω,

του επανήλθεν η ψυχή. Και ο μέγας Αγαμέμνων

με στεναγμούς του έλεγε κρατώντας του το χέρι,

και οι φίλοι γύρω εστέναζαν: «Γλυκύτατε αδελφέ μου,

στους όρκους σ’ εθανάτωνα, την ώρα που σε μόνον

εμπρός των Τρώων σ’ έσταινα για μας να πολεμήσης.

Κι εκείν’ ιδού σ’ εκτύπησαν κι επάτησαν τους όρκους.

Αλά δεν θα ματαιωθούν οι όρκοι και η θυσία,

οι αγνές σπονδές και οι δεξιές που εσφίξαμε με θάρρος

κι εάν ευθύς δεν το ενεργή, στο εξής θα το ενεργήση

ο Δίας  και πολύ βαριά το κρίμα θα πληρώσουν

εκείνοι και οι γυναίκες τους και τα παιδιά τους όλα.

Ότ’ είναι τούτο φανερό στα βάθη της ψυχής μου.

Θα φθάση μέρα να χαθή κι η Ίλιος η αγία

και ο Πρίαμος ο δυνατός με όλον τον λαόν του,

όταν ο αιθεροκάτοικος Κρονίδης χολωμένος

για τούτην την απάτην τους επάνω τους τινάξη

την σκοτεινήν αιγίδα του. Και αυτά θα γίνουν όλα.

Αλλ’ ω Μενέλαε, σκληρές εμέ θα σφάζη πόνος,

αν αποθάνης και κλεισθούν οι μέρες της ζωής σου.

Στ’ άνανδρον Άργος άτιμος μου μέλλει να γυρίσω,

ότ’ οι Αχαιοί θα θυμηθούν αμέσως την πατρίδα

και του Πριάμου καύχημα θα μείνη και των Τρώων

η Άργισσα Ελένη μας, και η γη τα κόκκαλά σου,

χωρίς να γινη τίποτε θα σέπη εδώ στην Τροίαν.

Και κάποιος τότε θέλ’ ειπεί των αποτόλμων Τρώων,

ενώ στον τάφον θα σκιρτά του ενδόξου Μενελάου:

«Να χαρή πάντοτε η χολή του Ατρείδη ως τώρα εχάρη

που στρατόν έφερε Αχαιών ανώφελα εδώ πέρα

και μ’ άδεια πλοία γύρισεν εις την πατρίδα, δίχως

τον αγαθόν Μενέλαον. Αυτά θα ειπούν. Κι εμένα

χάσμ’ ας ανοίξ’ η μαύρη γη κι επάνω μου να κλείση.».

Κι είπε ο ξανθός Μενέλαος να τον εγκαρδιώση:

«Κάμε καρδιά, τους Αχαιούς ακόμη μη δειλιάζης.

Δεν ήβρε μέρος ακριβό το βέλος, ότ’ η ζώνη

η πλουμιστή μ’ εφύλαξε και κάτωθε το ζώμα

και η καλή πλάκα οπού χαλκείς κατασκευάσαν άνδρες.».


Και προς αυτόν απάντησεν ο μέγας Αγαμέμνων:

«Είθε, γλυκέ Μενέλαε, να είναι καθώς λέγεις.

Ιατρός θα ψάξη την πληγήν κι επάνω της θα βάλη

βοτάνια, τες φαρμακερές οδύνες να πραϋνη».

Κι εστράφη προς τον κήρυκα Ταλθύβιον  και του είπε:

«Ταλθύβιε, τον Μαχάονα κάλεσε ευθύς, τον γόνον

του Ασκληπιού, που ασύγκριτος ιατρός στον κόσμον ήταν,

να’λθει να ιδή τον ψυχερόν Μενέλαον Ατρείδην,

οπού τον κτύπησ’ άξιος τοξότης ή των Τρώων

ή των Λυκίων, δόξα του και σ’ εμάς όλους λύπη.».

Αυτά είπε και υπάκουσεν ο κήρυξ εις τον λόγον,

και των ανδρείων Αχαιών εγύρνα μες στα πλήθη

να έβρη τον Μαχάονα. Τον είδε που εστεκόταν

στες φάλαγγες τες φοβερές λαών ασπιδοφόρων

που από την Τρίκκην έφθασαν μαζί του στην Τρωάδα.

Σιμά του εστάθη κι είπε του: «Πετάξου, Ασκληπιάδη,

ο κραταιός σε προσκαλεί Ατρείδης Αγαμέμνων

να’λθεις να ιδής τον ψυχερόν Μενέλαον Ατρείδην,

οπού τον κτύπησ’ άξιος τοξότης ή των Τρώων

ή των Λυκίων, δόξα του και σ’ εμάς όλους λύπη.».


Είπε και του ετάραξε στα στήθη την καρδιά του.

Και μέσ’ απ’ τον πλατύν στρατόν στεκόνταν λαβωμένος

και κύκλον είχε ολόγυρα των πρώτων πολεμάρχων,

ο άνρας ο ισόθεος κι ευθύς από την ζώνην

την δυνατήν ετράβηξε το βέλος και ως τραβούσε,

γυρτές οπίσω εκόπηκαν οι μυτερές αγκίδες.

Την ζώνην έλυσ’ έπειτα, το ζώμα και την πλάκα,

που κατασκεύασαν χαλκείς. Και άμ’ είδε όπου το βέλος

φαρμακερά τον λάβωσαν, εβύζαξε το αίμα

κι έβαλ’ επάνω βότανα πραϋντικά γνωστά του,

που ο Χείρων στον πατέρα του, σαν φίλος είχε δώσει.


Εκείνοι τον ανδράγαθον Μενέλαον θεραπεύαν

κι ήλθαν ωστόσο επάνω τους οι φάλαγγες των Τρώων

κι έπιασαν τ’ άρματα και αυτοί τον πόλεμον ν’ αρχίσουν.

Οκνόν τότε δεν θα’βλεπες τον δυνατόν Ατρείδην

να δειλιά, να κρύβεται, την μάχην ν’αποφεύγη,

αλλά να ορμά στον πόλεμον, όπου δοξάζοντ’ άνδρες.

Το λαμπρό αμάξι, τ’ άλογα που φλογερά φυσούσαν,

αφήνει του Ευρυμέδοντος υιού του Πτολεμαίου

του Πειραϊδη και σιμά να τα’χει τον προστάζει

πρόχειρα, οπόταν κάματος τα μέλη του νικήση

εκεί που θα τακτοποιεί σαν αρχηγός, τα πλήθη.

Και αυτός πεζός τες φάλαγγες των μαχητών περνούσε

κι όσους θωρούσε Δαναούς στην μάχην να σπουδάζουν,

λόγια τους έλεγε καλά το θάρρος τους ν’ αυξήση:


«Αργείοι, μην αφήνετε την ανδρικήν ορμήν σας.

Δεν βοηθεί τους δολερούς ο ύψιστος πατέρας.

Και αυτών που πρώτοι αδίκησαν τους όρκους των πατώντας

τα τρυφερά τους σώματα θα καταφάγουν γύπες

Και τες γυναίκες τους εμείς και τα μικρά παιδιά τους.

Κι όσους τον φρικτόν πόλεμον θωρούσε να τρομάζουν,

«Αργείοι», τους εφώναζε, «του τόξου ανδρειωμένοι,

ουτιδανοί, τάχα εντροπή δε θα αισθανθήτε ακόμη;

Πως παγωμένοι στέκεσθε, ωσάν τα ελαφομόσχια,

που ως αποκάμαν τρέχοντας σ’ απέραντην πεδιάδα

στέκονται, και στα στήθη τους η δύναμη εκόπη;

Όμοια κι εσείς παγώσατε, ποσώς δεν πολεμείτε.

Να’λθουν οι Τρώες θέλετε σιμά κει που τα πλοία

στέκονται τα καλόπρυμνα στην άκρην της θαλάσσης

να ιδήτε αν χέρι σωστικό για σας υψώση ο Δίας;»

Κι όπως αυτός βασιλικά τες τάξεις των ανδρείων

εθεωρούσεν, εφθασε στο μέρος που ο γενναίος

Ιδομενεύς εσύνταζε τους Κρήτας εις την μάχην,

και στους προμάχους έστεκε με τόλμην χοίρου αγρίου

και τες οπίσω φάλαγγες κυβέρνα ο Μηριόνης.

Άμα τους είδ’ εχάρηκεν ο κραταιός Ατρείδης,

κι εγλυκομίλησεν ευθύς προς τον Ιδομενέα :

«Των ιππομάχων Δαναών τιμώ σε Ιδομενέα,

εξόχως και στον πόλεμον και σ’ ό,τι άλλο ακόμη.

Και στο τραπέζι που εκλεκτό κρασί και πυρωμένο

εις τον κρατήρα συγκερνούν οι πρώτοι πολεμάρχοι

οι ανδρειωμένοι Αχαιοί το πίνουν μετρημένο

καθένας, αλλά πάντοτε συ έχεις το ποτήρι

γεμάτο εμπρός ως το’χω εγώ, να πίνης όταν θέλης.

Αλλ’ όρμησε στον πόλεμον και δείξου ως ήσουν πρώτα».

Και των Κρητών ο αρχηγός ο Ιδομενεύς αντείπε:

«Αγαπητόν σου σύντροφον θα μ’ έχης εις την άκρην,

Ατρείδη, ως έστερξ΄απ’ αρχής κι υπόσχεσην επήρα.

Τους ανδρειωμένους Αχαιούς τους άλλους να κινήσης

ν’ αρχίση ευθύς ο πόλεμος. Αφού την συμφωνίαν

οι Τρώες τώρα εχάλασαν. Και ως πάτησαν τους όρκους

και πρώτοι αδίκησαν, κακό τους περιμένει τέλος.»



Αυτά είπε και ολόχαρος προχώρησ’ ο Ατρείδης

στο στράτευμα όσο πόφθασεν εκεί που εσυνταζόνταν

οι Αίαντες και σύννεφο μ’ αυτούς πεζών ανδρείων.


Ως όταν σύννεφο βοσκός από ψηλά ξανοίγη

να προχωρή στο πέλαγος με την πνοήν  του ανεμου.

Και φαίνεται στα μάτια του κατάμαυρο σαν πίσσα,

καθώς το πέλαγος περνά γεμάτο ανεμοζάλες,

τον παίρνει φόβος και οδηγεί μες στ’ άντρο το κοπάδι.

Ομοίως εις τον πόλεμον κινούνταν των Αιάντων

πυκνότατες οι φάλαγγες ανδρειωμένων νέων

μαύρες, και λόγγον έκαναν λόγχες ομού και ασπίδες.

Άμα τους είδ’ εχάρηκεν ο κραταιός Ατρείδης

κι ευθύς τους επροσφώνησε με λόγια φτερωμένα:

«Αίαντες σεις, ω αρχηγοί, των θωρηκτών Αργείων,

εσάς δεν δίδω προσταγήν ότι δεν είναι πρέπον,

αφού και μόνοι τον λαόν στον πόλεμον κινείτε.

Και, Απόλλων, είθε, και Αθηνά, και συ, πατέρα Δία,

αν είχαν όλοι την ψυχήν πόχετε σεις στα στήθη,

ευθύς εμπρός μας θα’σκυφτεν η πόλις του Πριάμου

ολόβολη απ’ τα χέρια μας να μείνη ερημασμένη.».




Είπε, τους άφησεν αυτού και πέρασε στους άλλους.

Ήβρε τον Νέστορα, γλυκόν της Πύλου δημηγόρον,

που εσύνταζε κι εγκάρδιωνε τους άνδρες εις την μάχην

με τους ανδρείους Αίμονα, Πελάγοντα, Χρομίον,

Αλάστορα και Βίαντα, ποιμένα των ανθρώπων.

Και τους ιππείς έστησ’ εμπρός με τα ζεμέν’ αμάξια,

έβαλε οπίσω τους πεζούς πολλούς και ανδρειωμένους,

πύργον πολέμου στερεόν, και τους κακούς στη μέση,

ν’ αναγκασθή να μάχεται και αυτός οπού δεν θέλει.

Και να μη σπρώχνουν τ’ άλογα στην ταραχή της μάχης

εις τους ιππείς συμβούλευε. «Κανείς ας μη θαρρέψη

στην ιππική και στην ανδρειά να ορμήση εμπρός των άλλων

μόνος ενάντια στον εχθρόν. Αλλά μήτε να γύρη

οπίσω. Και τα δυο κακά και σας αδυνατίζουν.

Κι όποιος από τ’ αμάξι του στου εχθρού τ’ αμάξι φθάση,

με το κοντάρι ας κτυπηθή, και αυτό συμφέρει πλέον.

Αυτήν την γνώμην έτρεφαν και την ψυχήν στα στήθη

οι παλαιοί μας κι έπαιρναν τες χώρες και τα τείχη.».



Αυτά πολέμων έμπειρος εδίδασκεν ο γέρος.

Άμα τον είδε χάρηκεν ο κραταιός Ατρείδης,

κι ευθύς τον επροσφώνησε με λόγια φτερωμένα:

«Άμποτε, ω γέρε, αδάμαστην ως έχεις την ψυχήν σου

να είχες και τα γόνατα κι ακέριαν την ανδρείαν

αλλά το γήρας το κοινό σε φθέρνει. Κι άμποτ’ άλλος

να το’χε και να εβρίσκοσουν συ μεταξύ των νέων.».

Και ο Νέστωρ, ο Γερήνιος ιππότης, του αποκρίθη:

«Ατρείδη, το’θελα κιε γώ να είμαι ως ήμουν πρώτα

που τον Ερευθαλίωνα εφόνευσα τον θείον.

Αλλά δεν δίδουν στους θνητούς οι αθάνατοι όλ’ αντάμα.

Αλλά και ως είμαι, στους ιππείς ανάμεσα θα μείνω

να συμβουλεύω. Κι είναι αυτό το μέρος των γερόντων.

Και με κοντάρια θα κτυπούν οι νέοι που από μένα

χρόνια ολιγότερα μετρούν και στην ανδρειά θαρρεύουν.».

Άκουσε τούτα και φαιδρός προχώρησ’ ο Ατρείδης.

Τον Μενεσθέα πλήξιππον του Πετεού τον γόνον

ήβρε στην μέση των φρικτών στες μάχες Αθηναίων.

Πλησίον ο πολύβουλος στεκόταν Οδυσσέας,

κι οι τάξεις οι ανίκητες, σιμά, των Κεφαλλήνων.

Ότι της μάχης η βοή σ’ αυτούς δεν είχε φθάσει,

ενώ μόλις οι φάλαγγες των ιπποδάμων Τρώων

κινούνταν και των Αχαιών, κι εκείνοι περιμέναν

οπόταν σώμ’ άλλο Αχαιών να φθάση και να ορμήση

στους Τρώες πρώτον, ώστε αρχή να γίνη του πολέμου.

Τους είδ’ ευθύς και ονείδησεν ο κραταιός Ατρείδης

κι εκείνους επροσφώνησε με λόγια φτερωμένα:



«Ω γόνε, συ, του Πετειού διοθρέφτου βασιλέως,

και συ, που στα σοφίσματα εξέχεις και στους δόλους,

τι κρύβεσθε, τι μένετε μακράν ως να’λθουν άλλοι;

Και να σταθήτ’ έπρεπε σεις στην πρώτη τάξιν πρώτοι

και πρώτοι ν’ απαντήσετε την φλόγα του πολέμου,

καθώς δέχεσθε κάλεσμα στην τράπεζά μου πρώτοι,

οπότε στρώνουμ’ οι Αχαιοί τραπέζι των γερόντων.


Και σας αρέσει τα ψητά να τρώγετε κι ωραίο

κρασί να πίνετ’ άφθονο και τώρα σας αρέσει

και αν δέκα σώματ’ Αχαιών εβλέπετ’ έμπροσθέν σας

με τ’ ανδροφόνο σίδερο ν’ αρχίσουν τον αγώνα.».

Μ’ άγριο βλέμμα ο πολύγνωμος του απάντησε Οδυσσέας:

«Ατρείδη, από τα χείλη σου ποίος εβγήκε λόγος !

Εμείς την μάχην φεύγομεν; όταν τον άγριον Άρη

κινήσωμ’ όλ’ οι Αχαιοί στους ιπποδάμους Τρώες,

θα ιδής, αν θέλης και αν γι’ αυτό σε μέλη, τον πατέρα

του Τηλεμάχου να ριχθή των ιπποδάμων Τρώων

εις τους προμάχους, και όλ’ αυτά που λέγεις παίρν’ ο αέρας.».


Και άμ’ είδε τον που εθύμωσε, τον λόγον πήρε οπίσω

και του’πε με γλυκόγελον ο κραταιός Ατρείδης:

«Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα,

δεν ονειδίζω υπέρμετρα εσένα ούτε προστάζω.

Γνωρίζ’ ότ’ η καρδία σου καλά για μένα τρέφει

αισθήματα κι ότι μ’ εμέ την ίδιαν έχεις γνώμη,

και θα τα καλοκάμωμε κατόπι, αν τώρα ειπώθη

λόγος κακός, κι είθε οι θεοί να τ’ αποσβήσουν όλα.».


Είπε, τους άφησεν αυτού και πέρασε στους άλλους.

Κι ήβρε τον μεγαλόψυχον Τυδείδη Διομήδη

ορθόν εις τ’ άλογα σιμά και τ’ αρμοσμέν’ αμάξια.

Ήταν σιμά του ο Σθένελος, υιός του Καπανέως.

Τον είδε ευθύς κι ονείδισεν ο μέγας Αγαμέμνων

και κείνον επροσφώνησε με λόγια φτερωμένα:

«Οϊμέν’, υιέ του συνετού Τυδέα του ιπποδάμου,

τι κρύβεσαι; Τες γέφυρες τι βλέπεις του πολέμου;

Να κρύβεται, όπως κρύβεσαι, δεν ήθελε ο Τυδέας,

και των συντρόφων πολύ εμπρός στην μάχην εκινούσε.

Εγώ δεν τον αντάμωσα και απ’ άλλους, που τον είδαν

εις τον αγώνα τόμαθα, και ότ’ είχε τα πρωτεία.

Ότ’ ήλθε αυτός  ειρηνικός ως ξένος στες Μυκήνες

και ο Πολυνείκης ο λαμπρός οπού συνάζαν άνδρες

όταν στρατεύαν στ’ άγια της Θήβας τείχη εκείνοι.

Κι επαρακάλουν εκλεκτούς συμμάχους να τους δώσουν

και πρόθυμ’ έστεργε ο λαός να δώσουν, αλλ’ ο Δίας

την γνώμην τους εγύρισε μ’ αντίστροφα σημεία.



Και ότ’ έφυγαν, άμ’ έφθασαν, ως προχωρούσε ο δρόμος,

στου Ασωπού τα χορτερές άκρες γεμάτες σχοίνον,

οι Αχαιοί για μηνυτήν εστείλαν τον Τυδέα.

Κι εκείνος επορεύθηκε και ήβρε πολλούς Καδμείους

στου δυνατού Ετεοκλή το δώμα οπού συντρώγαν.

Τότε, και αν ξένος έτυχε, ο ιππόμαχος Τυδέας

δενε εφοβείτο ανάμεσα στο πλήθος των Καδμείων,

αλλ’ εις αγώνα εκάλει αυτούς, και εις όλα τους ενίκα

εύκολα, τόσον η Αθηνά προθύμως τον βοηθούσε.

Και θυμωμέν’ οι κεντηταί  των ίππων οι Καδμείοι,

πενήντα νέους του’στησαν καρτέρι στην οδόν του

και τους οδήγα ο Μαίονας ισόθεος Αιμονίδης

με του Αυτοφόνου τον υιόν γενναίον Πολυφόντην.

Αλλ’ άσχημα εθανάτωσε κι εκείνους ο Τυδέας.

Τους φόνευσ’ όλους κι έστειλε μόν’ ένα στην πατρίδα,

τον Μαίον’, ως τον δίδαξαν τα θεϊκά σημεία.

Ιδού ποιος ήταν ο Τυδεύς από την Αιτωλίαν.

Αλλά τούτος εγέννησεν υιόν κατώτερόν του

στην μάχην, αν και ανώτερον στη γλώσσα και στους λόγους.».


Λόγον σ’ αυτά δεν πρόφερεν ο δυνατός Διομήδης.

Εντράπη τον ονειδισμόν του σεβαστού κυρίου.

Αλλά του απάντησ’ ο υιός του ενδόξου Καπανέως:


«Ενώ σωστά ξέρεις να ειπείς, μη ψεύδεσαι, Ατρείδη.

Είμασθε των πατέρων μας πλειότερ’ ανδρειωμένοι.

Τα άρεια τείχη επήραμε της επταπύλου Θήβης

εμείς, αν και ολιγότερος λαός μας ακολούθα,

θαρρώντας εις τα θεϊκά σημάδια και στον Δία.

Κι εκείνοι αντίς εχάθηκαν απ’ τ’ ασεβήματά των.

Όθεν με τους πατέρες μας ποτέ μη μας συγκρίνης.».

Μ’ άγριο βλέμμα του ομίλησεν ο δυνατός Διομήδης :

«Πατέρα, σώπα τώρ’ αυτού, και ό,τι σου λέγω στέργε.

Δεν κατακρίνω εγώ ποσώς τον αρχηγόν Ατρείδην,

αν τους ανδρείους Αχαιούς παρακινή στην μάχην.

Εκείνου η δόξα θα ’ν’, εάν οι Αχαιοί τους Τρώας

νικήσουν και την ιερά Τρωάδα ρίξουν κάτω.

Κι εκείνου πάλιν, αν χαλασθούν οι Αχαιοί, το πένθος.

Αλλ’ έλ’ αρχήν ας βάλωμε κι εμείς εις τον αγώνα.».


Είπε, απ’ τ’ αμάξι επήδησε στην γην με τ’ άρματά του.

Φοβερά εβρόντηξε ο χαλκός στα στήθη του κυρίου,

ως όρμησε, ώστε θα’παιρνεν τρομάραν και ο γενναίος.

Και όπως στην πολύβροντην ακρογιαλιά το κύμα,

ως το σηκώνει ο Ζέφυρος επανωτό κινείται,

σπώντας μουγγρίζει και κυρτόν έρχετ’ εμπρός και γύρω

στους βράχους κάμνει κορυφήν και τον αφρόν ξερνάει.

Ομοίως τότ’ επανωτές των Δαναών κινούντο

οι φάλαγγες στον πόλεμον. Και κάθε πολεμάρχος

τους ιδικούς του πρόσταζε. Κι οι επίλοιποι σωπαίναν, -

ωσάν φωνήν τόσος λαός στα στήθη να μην είχε, -

φοβούμενοι τους αρχηγούς. Επάνω των ελάμπαν

τα πλουμιστά των άρματα, καθώς επροχωρούσαν.



Και οι Τρώες, ως τα πρόβατα  σ’ αυλήν ανδρός πλουσίου

άπειρα μένουν το λευκό να τους αρμέγουν γάλα

και όλο βελάζουν ως ακούν να κράζουν τα κριάρια,

ομοίως στον πλατύν στρατόν αλάλαζαν οι Τρώες,

ότι δεν ήτο εις όλους μια λαλιά και γλώσσα μία,

αλλά μικτή, κι ήσαν λαοί και πολλαχόθεν ήλθαν.


Τούτους ο Άρης, η Αθηνά τους Αχαιούς κεντάει,

ο Δείμος και ο Φόβος κει, η λυσσασμένη Έρις,

που’ναι αδελφή και σύντροφη του ανθρωποφόνου Άρη,

όπου προβαίνει ως άφαντη, κι ενώ την γην κατόπι

διασκελά, στον ουρανόν την κεφαλήν στηρίζει,

όπου και τότ’ εγέννησεν έχθραν σ’ αυτούς ομοίαν

και μες στα πλήθη εγύριζε τους πόνους να πληθύνει.

Και ότ’ έφθασαν κι εβρέθηκαν εις ένα τόπον όλοι,

τα τόμαρα και τ’ άρματα και τ’ ανδρειωμένα στήθη

τα χαλκοθόρηκτ’ έσμιξαν, κι οι ομφαλωτές ασπίδες

απ’ τα δυο μέρη εγγίζονταν και ο κόσμος εβροντούσε.

Κι εκεί κραυγή χαράς ανδρών που φόνευαν και βόγγος

ανδρών όπου εφονεύοντο κι η γη πλημμύριζ’ αίμα.

Και ως όταν δυο χείμαρροι, που από τα όρη ρέουν,

μέσ’ από κεφαλόβρυσα τ’ ακράτητα νερά τους

σμίγουν εις ένα σύρρακο στα βάθη του βαράθρου –

μακρόθε ακούει στα βουνά τον βρόντον ο ποιμένας –

όμοιος, κι εκείνοι ως έσμιξαν, αχός και αγώνας ήταν.

Ρίχνει πρώτος ο Αντίλοχος πολεμιστήν των Τρώων

τον Θαλυσιάδη Εχέπωλον λαμπρόν μες στους προμάχους.

Της τριχοφόρου κόρυθος του κτύπησε τον κώνον,

το έμπηξε στο μέτωπον κι η χάλκιν’ άκρη μέσα

επέρασε το κόκαλο κι έχασε αυτός το φως του

και ως πέφτει πύργος έπεσε στον φοβερόν αγώνα.


Κι άμ’ έπεσε, απ’ τα πόια του τον έπιασ’ ο Ελεφήνωρ

Χαλκωδοντιάδης, αρχηγός των ψυχερών Αβάντων,

και να τον σύρη εσπούδαζε μακράν από τα βέλη

να τον γυμνώση, αλλά πολύ δεν κράτησ’ η ορμή του,

ότι ως τον είδ’ ο ψυχερός Αγήνωρ να τον σέρνη,

εις το πλευρόν που ως έσκυφτε γυμνώθη απ’ την ασπίδα,

χάλκινο βέλος του’ριξε και του’λυσε τα μέλη.

Έτσι τον άφηκε η ψυχή κι επάνω του εκροτήθη

των Τρώων και των Αχαιών έργον δεινόν. Και ως λύκοι

ορμούσαν για να χαλασθούν κι άνδρας εφόνευ’ άνδρα.

Τον Σιμοείσιον  κτύπησεν ο Τελαμώνιος Αίας

του Ανθεμίωνος λαμπρόν αγόρι, που η μητέρα

στες όχθες του Σιμόεντος εγέννησε, ως ερχόταν

από την Ίδη στες βοσκές κατόπι στους γονείς της,

όθεν του εβγάλαν τ’  όνομα. Και των γλυκών γονέων

τα θρέπτρα δεν απέδωκεν ότ’ η ζωή του εκόπη

απ’του μεγάλου Αίαντος το ανίκητο κοντάρι.

Ότι ενώ πρώτος πρόβαινε τον κτύπησε στο στήθος

σιμά στον δεξιόν μαστόν. Αντίκρυ εβγήκε η λόγχη

στον ώμον. Έπεσεν αυτός στα χώματα, ωσάν λεύκα

οπού εις μεγάλην λιβαδιά γεννήθηκε κι ανδρώθη

ομαλή όλη κι υψηλή μόνον γεννά τους κλώνους.

Την έκοψε αμαξοποιός με την λαμπρήν αξίνην

να την λυγίση για τροχόν  εις εύμορφον αμάξι.

Κείτεται αυτού και φρύγεται στου ποταμού την όχθην.

Όμοιον τον Σιμοείσιον έστρωσε κάτ’ ο Αίας.


Και αυτόν ο λαμπροθώρηκτος Άντιφος Πριαμίδης

μέσα στα στήθη ακόντισε, αλλ’ αντ’ αυτού τον Λεύκον,

του Οδυσσέως σύντροφον λαμπρόν, στο ριζομέρι

επέτυχεν εις την στιγμήν πόσερνε αλλού το πτώμα.

Και όπως σωριάσθη του’πεσε το πτώμ’ από το χέρι.

Εκείνου ο φόνος χόλωσε πολύ τον Οδυσσέα.

Εις τους προμάχους σπρώχθη ευθύς κι έλαμπε στ’ άρματ’ όλος.

Εστάθη αυτού πολύ σιμά και γύρω του κοιτώντας

ακόντισε. Τραβήχθηκαν στ’ ακόντισμά του οι Τρώες.

Το βέλος του δεν χάθηκεν, αλλ’ ήβρε του Πριάμου

τον νόθον Δημοκόωντα, που ’χ’ έλθει απ’ της Αβύδου

τα μέρη, όπου γοργόποδες ανάτρεφε φοράδες.


Εκείνον, για τον σύντροφον ως χόλωσ’ ο Οδυσσέας,

εκτύπησε στον μήλιγγα. Κι η χάλκιν’ άκρη εβγήκε

στον άλλον μήλιγγ’ αντικρύ. Το φως  του χάνει εκείνος,

με κρότον πέφτει και αντηχούν επάνω τ’ άρματά του.

Κάμνουν τα οπίσω οι πρόμαχοι και ο δοξασμένος Έκτωρ.

Εκραύγασαν οι Αχαιοί και τους νεκρούς επήραν

κι εμπρός πολύ προχώρησαν. Οργίσθη όπως τους είδε

ο Φοίβος απ’ τα Πέργαμα κι εφώναζε των Τρώων:

«Τρώες, ξυπνάτε, ιππόδαμοι, και μην υποχωρείτε

των Αχαιών, και σίδερον η σάρκα τους δεν είναι

η λίθος, ώστε του χαλκού το δάγκαμα να διώχνη.

Ούτ’ ο Αχιλλέας μάχεται, ο υιός της καλλικόμου

Θέτιδος, αλλά τον θυμόν τρέφει σιμά στα πλοία.».

Αυτά ’πε ο φοβερός θεός ψηλάθε από την πόλιν.

Αλλ’ η διογένητη θεά τους Αχαιούς κινούσε

και ανάμεσόν τους πήγαινε το θάρρος τους ν’ αυξήση.

Η μοίρα τότ’ εσπέδισε τον Διώρη Αμαρυγκείδην.

Πέτρα τον πήρε δοντερή στην δεξιάν του κνήμην

εις τ’ αστραγάλι. Ο Πείροος την έριξ’ ο Ιμβρασίδης.

των Θρακών ήταν αρχηγός και από τον Αίνον ήλθε.

Τα νεύρα και τα κόκαλα του σύντριψεν ο μέγας

λίθος και κάτω έπεσε τ’ ανάσκελα στην σκόνη.


Και ως ξεψυχούσεν άπλωσε στους ποθητούς συντρόφους

τα δυο του χέρια. Έτρεξεν ο Πείροος, που τον είχε

κτυπήσει και στον ομφαλόν τον λόγχισε και χάμου

τα έντερά του χύθηκαν, κι έχασ’ ευθύς το φως του.

Και ως έφευγε τον κτύπησαν εις τον μαστόν επάνω

ο Αιτωλός Θόας και ο χαλκός μες στο πνευμόνι εμπήχθη.

Τον σίμωσε και το βαρύ κοντάρι από το στήθος

απέσπασ’, έσυρ’ εν ταυτώ τ’ αινητό του ξίφος,

μες την κοιλιά τον κτύπησε και την ψυχήν του επήρε.

Δεν τον εγύμνωσε, ότι αυτόν οι σύντροφοί του Θράκες

οι ακρόκομοι τον φύλαγαν με τα μακριά κοντάρια,

και, αν κι ήταν μέγας και λαμπρός και ανδρειωμένος, όμως

τον έσπρωξαν. Τινάχθηκεν αυτός κι εσύρθη οπίσω.

Έτσι στο χώμα εκείτονταν πλάγι με πλάγ’ οι δύο

των χαλκοφράκτων Επειών και των Θρακών αντάμα

οι αρχηγοί. Κι άνδρες πολλοί τριγύρω εφονευόνταν.

Τότε πολύ θα εθαύμαζεν εκείνον τον αγώνα

άνθρωπος, αν ακτύπητος και αλάβωτος περνούσε

ανάμεσόν τους κι  η Αθηνά τον έπαιρνε απ’ το χέρι

και τον οδήγα κι έδιωχνε τα βέλη από σιμά του.

Ότ’ είδε Τρώες και Αχαιούς πολλούς η μέρα εκείνη

πλάγι με πλάγι επίστομα στο χώμα εξαπλωμένους.

Πηγή - Σχόλια - Αρχαίο Κείμενο ΕΔΩ
Μετάφραση Ιάκωβου Πολυλά


Αντώνης Σαμαράκης (1919-2003)

«Το άγγελμα της ημέρας»

Μην πεις ποτέ σου: «Είναι αργά!» κι αν χαμηλά έχεις πέσει. κι αν λύπη τώρα σε τρυγά κι έχεις βαθιά πονέσει.

Κι αν όλα μοιάζουν σκοτεινά κι έρημος έχεις μείνει. μην πεις ποτέ σου: «Είναι αργά!» -τ' ακούς;- ό,τι  κι αν γίνει

Ο Μικρός Πρίγκιπας: «Αντίο», είπε η αλεπού. «Να το μυστικό μου. Είναι πολύ απλό: Μόνο με την καρδιά βλέπεις αληθινά. Την ουσία δεν τη βλέπουν τα μάτια»

𝓜πάμπης 𝓚υριακίδης