Η πόλη χάθηκε. Στο τελευταίο σπίτι
ένα παράθυρο σαν ζωντανό κοιτούσε…
Τελείως άγνωστος είναι αυτός ο τόπος,
φωτιά μυρίζει, ο κάμπος είναι σκοτεινός.
Μα όταν το πέπλο ξαφνικά της καταιγίδας
στα δυο αβέβαιη το έσκισε η σελήνη
είδαμε στο βουνό και προς το δάσος
που ερχόταν ένας άνθρωπος κουτσός.
Ήταν παράξενο πώς πέρασε της τρόικας
τ’ άλογα -δυνατά, καλοθρεμμένα-,
στάθηκε λίγο και ξανάρχισε κουτσαίνοντας
να κουβαλάει το φορτίο του το βαρύ.
Σχεδόν που δεν μπορέσαμε να δούμε
πώς ξαφνικά φάνηκε δίπλα στην καλύβα.
Σαν άστρα έλαμπαν τα γαλανά του μάτια
φωτίζοντας την κουρασμένη του μορφή.
Έτεινα προς εκείνον το παιδί,
το χέρι σήκωσε ψηλά το ροζιασμένο
κι ευλόγησε με δυνατή φωνή:
«Να ζήσει ο γιος σου χίλια χρόνια ευτυχισμένος!»
ένα παράθυρο σαν ζωντανό κοιτούσε…
Τελείως άγνωστος είναι αυτός ο τόπος,
φωτιά μυρίζει, ο κάμπος είναι σκοτεινός.
Μα όταν το πέπλο ξαφνικά της καταιγίδας
στα δυο αβέβαιη το έσκισε η σελήνη
είδαμε στο βουνό και προς το δάσος
που ερχόταν ένας άνθρωπος κουτσός.
Ήταν παράξενο πώς πέρασε της τρόικας
τ’ άλογα -δυνατά, καλοθρεμμένα-,
στάθηκε λίγο και ξανάρχισε κουτσαίνοντας
να κουβαλάει το φορτίο του το βαρύ.
Σχεδόν που δεν μπορέσαμε να δούμε
πώς ξαφνικά φάνηκε δίπλα στην καλύβα.
Σαν άστρα έλαμπαν τα γαλανά του μάτια
φωτίζοντας την κουρασμένη του μορφή.
Έτεινα προς εκείνον το παιδί,
το χέρι σήκωσε ψηλά το ροζιασμένο
κι ευλόγησε με δυνατή φωνή:
«Να ζήσει ο γιος σου χίλια χρόνια ευτυχισμένος!»