Κάποτε, σ᾿ ἕνα μακρινὸ λιμάνι τοῦ Ἰνδικοῦ,
δίνοντας μία πολύχρωμη μεταξωτὴ γραβάτα
σ᾿ ἕναν ἀράπη, μία μικρὴν ἀγόρασα μαϊμοὺ
μὲ μάτια γκρίζα, σκοτεινὰ καὶ πονηρία γεμᾶτα.
Ἕνα τσιμπούκι δάγκωνε στὸ στόμα της χοντρὸ
καὶ τό ῾βγαζε ὅταν ἤθελε μονάχα νὰ φυσήσει
ἕναν καπνὸ πολὺ βαρύ, πού, ὡς μοῦ ῾πε ὁ πουλητής,
ἦταν ὀπίου, ποὺ ἀπὸ μικρὴ τὴν εἶχε συνηθίσει.
Τὶς πρῶτες μέρες μοναχὴ στῆς πλώρης μία γωνιά,
ξερνοῦσε καὶ μὲ κοίταζε βουβὴ καὶ λυπημένη,
μὰ σὰν ἐπέρασε καιρός, ἐρχόταν μοναχὴ
κι ὧρες πολλὲς στὸν ὦμο μου ξεχνιόταν καθισμένη.
Ὅταν στὴ γέφυρα ἔκανα τὴ βάρδια τῆς νυχτὸς
κι ἡ νύστα βασανιστικὰ τὰ μάτια μου ἐτρυποῦσε,
στὸν ὦμο μου κρυώνοντας στεκόταν σκυθρωπὴ
καὶ σοβαρὰ μαζὶ μ᾿ ἐμὲ τὸν μπούσουλα ἐκοιτοῦσε.
Στὰ πόρτα τῆς ἀγόραζα μπανάνες καὶ γλυκὰ
κι ἔξω μὲ μι᾿ ἅλυσο μικρὴ τὴν ἔβγαζα δεμένη
κι ἀφοῦ σ᾿ ὅλα καθόμαστε κι ἐπίναμε τὰ μπάρ,
στὸ φορτηγὸ γυρίζαμε κι οἱ δυό μας μεθυσμένοι.
Δὲ θύμωνε καὶ μοῦ ῾δειχνε πολὺ πὼς μ᾿ ἀγαπᾶ,
οὔτε κακὰ τὴν ἄκουσα ποτὲ νὰ μοῦ γρυλίσει.
Φαινόταν πὼς συνήθισε τὶς κακουχίες κι ἐμέ,
κι ἐγὼ σὰν ἕναν ἄνθρωπο τὴν εἶχα συνηθίσει.
Κάποια φορὰ ποὺ ἐπήγαινα μαζί της σκεφτικὸς
ἐξέφυγ᾿ ἀπ᾿ τὰ χέρια μου χαρούμενη καὶ πάει.
Εἶχε προτέρημα πολὺ μεγάλο: νὰ σιωπάει.
Μὰ κάτι εἶχε ἀπ᾿ τὴν ὕπουλη καρδιὰ τῆς γυναικός.
~
Μαραμπού (1933)
δίνοντας μία πολύχρωμη μεταξωτὴ γραβάτα
σ᾿ ἕναν ἀράπη, μία μικρὴν ἀγόρασα μαϊμοὺ
μὲ μάτια γκρίζα, σκοτεινὰ καὶ πονηρία γεμᾶτα.
Ἕνα τσιμπούκι δάγκωνε στὸ στόμα της χοντρὸ
καὶ τό ῾βγαζε ὅταν ἤθελε μονάχα νὰ φυσήσει
ἕναν καπνὸ πολὺ βαρύ, πού, ὡς μοῦ ῾πε ὁ πουλητής,
ἦταν ὀπίου, ποὺ ἀπὸ μικρὴ τὴν εἶχε συνηθίσει.
Τὶς πρῶτες μέρες μοναχὴ στῆς πλώρης μία γωνιά,
ξερνοῦσε καὶ μὲ κοίταζε βουβὴ καὶ λυπημένη,
μὰ σὰν ἐπέρασε καιρός, ἐρχόταν μοναχὴ
κι ὧρες πολλὲς στὸν ὦμο μου ξεχνιόταν καθισμένη.
Ὅταν στὴ γέφυρα ἔκανα τὴ βάρδια τῆς νυχτὸς
κι ἡ νύστα βασανιστικὰ τὰ μάτια μου ἐτρυποῦσε,
στὸν ὦμο μου κρυώνοντας στεκόταν σκυθρωπὴ
καὶ σοβαρὰ μαζὶ μ᾿ ἐμὲ τὸν μπούσουλα ἐκοιτοῦσε.
Στὰ πόρτα τῆς ἀγόραζα μπανάνες καὶ γλυκὰ
κι ἔξω μὲ μι᾿ ἅλυσο μικρὴ τὴν ἔβγαζα δεμένη
κι ἀφοῦ σ᾿ ὅλα καθόμαστε κι ἐπίναμε τὰ μπάρ,
στὸ φορτηγὸ γυρίζαμε κι οἱ δυό μας μεθυσμένοι.
Δὲ θύμωνε καὶ μοῦ ῾δειχνε πολὺ πὼς μ᾿ ἀγαπᾶ,
οὔτε κακὰ τὴν ἄκουσα ποτὲ νὰ μοῦ γρυλίσει.
Φαινόταν πὼς συνήθισε τὶς κακουχίες κι ἐμέ,
κι ἐγὼ σὰν ἕναν ἄνθρωπο τὴν εἶχα συνηθίσει.
Κάποια φορὰ ποὺ ἐπήγαινα μαζί της σκεφτικὸς
ἐξέφυγ᾿ ἀπ᾿ τὰ χέρια μου χαρούμενη καὶ πάει.
Εἶχε προτέρημα πολὺ μεγάλο: νὰ σιωπάει.
Μὰ κάτι εἶχε ἀπ᾿ τὴν ὕπουλη καρδιὰ τῆς γυναικός.
~
Μαραμπού (1933)