Ο.Σ.
Εσύ είσαι Αράχνη – Ψυχή
Που με ασπρόμαυρη βεντάλια
Αέρα μου κάνεις σκυμμένη πάνω μου.
Μυστικά θέλεις να μου πεις
Πως πέρασε το Καλοκαίρι
Και περιμένεις την επόμενη Άνοιξη.
Μην μου υπαγορεύεις, τ’ ακούω κι εγώ:
Μια βροχή ζεστή χτυπάει τη στέγη,
Ψίθυρους ακούω από τον κισσό.
Κάποιος μικρός αποφάσισε να ζήσει
Πρασίνισε, φούντωσε, προσπάθησε
Αύριο σε νέο αστραφτερό αντίσκηνο
Θα κοιμηθώ –
μόνη, μονάχη με τον εαυτό μου.
Εκείνο που οι άνθρωποι άνοιξη ονομάζουν,
Εγώ το λέω μοναξιά.
Κοιμάμαι –
Και ονειρεύομαι τη νιότη μας,
Εκείνη, τη στιγμή που έφυγε
Στον ξύπνιο μου,
Αν θέλεις, στην δίνω να θυμάσαι,
Σα να ’ναι φλόγα καθαρή μέσα στη λάσπη,
σα γαλανθός στου μνήματος την άκρη.
25 Μαΐου 1945, Σπίτι στη Φοντάνα
Που με ασπρόμαυρη βεντάλια
Αέρα μου κάνεις σκυμμένη πάνω μου.
Μυστικά θέλεις να μου πεις
Πως πέρασε το Καλοκαίρι
Και περιμένεις την επόμενη Άνοιξη.
Μην μου υπαγορεύεις, τ’ ακούω κι εγώ:
Μια βροχή ζεστή χτυπάει τη στέγη,
Ψίθυρους ακούω από τον κισσό.
Κάποιος μικρός αποφάσισε να ζήσει
Πρασίνισε, φούντωσε, προσπάθησε
Αύριο σε νέο αστραφτερό αντίσκηνο
Θα κοιμηθώ –
μόνη, μονάχη με τον εαυτό μου.
Εκείνο που οι άνθρωποι άνοιξη ονομάζουν,
Εγώ το λέω μοναξιά.
Κοιμάμαι –
Και ονειρεύομαι τη νιότη μας,
Εκείνη, τη στιγμή που έφυγε
Στον ξύπνιο μου,
Αν θέλεις, στην δίνω να θυμάσαι,
Σα να ’ναι φλόγα καθαρή μέσα στη λάσπη,
σα γαλανθός στου μνήματος την άκρη.
25 Μαΐου 1945, Σπίτι στη Φοντάνα