Σε βλέπω ταξιδιώτισσα ξενιτεμένη
καθώς που σ᾿ είδα μία φορά σ᾿ ένα ακρογιάλι,
κοπέλλα βεργολυγερή και χαϊδεμένη,
με μια πλεξούδα καστανή, μ᾿ αφράτα κάλλη.
Ρωτώ τα μαύρα μάτια σου και λέω πως ξέρεις
να κλεις της νιότης τον καημό στα σωθικά σου.
Ρωτώ τα χείλη σου και λες πως θε να φέρεις
χρόνια καλότυχα στο νιο της αρεσκειάς σου.
καθώς που σ᾿ είδα μία φορά σ᾿ ένα ακρογιάλι,
κοπέλλα βεργολυγερή και χαϊδεμένη,
με μια πλεξούδα καστανή, μ᾿ αφράτα κάλλη.
Ρωτώ τα μαύρα μάτια σου και λέω πως ξέρεις
να κλεις της νιότης τον καημό στα σωθικά σου.
Ρωτώ τα χείλη σου και λες πως θε να φέρεις
χρόνια καλότυχα στο νιο της αρεσκειάς σου.
Λαμπρὸ φεγγάρι να το πω το πρόσωπό σου,
δε κατεβαίνει τέτοιο φως απ᾿ το φεγγάρι.
Να σου το πω βασιλικό το στάσιμό σου,
δε στάθηκε βασίλισσα με τόση χάρη.
Η όψη σου μια αγγελική χαρά σκορπάει,
που γίνετ᾿ άγγελος κι αυτός που σε θωράει.
Το Αργύρης Εφταλιώτης ( Μήθυμνα Λέσβου, 1849 – Αντίμπ (Antibes) νότια
Γαλλία 1923) είναι το φιλολογικό ψευδώνυμο του λογοτέχνη Κλεάνθη
Μιχαηλίδη. Η πρώτη εμφάνιση του Εφταλιώτη στα γράμματα σημειώνεται με τη
συμμετοχή του στον «Φιλαδέλφειο Διαγωνισμό» του 1889, όπου η ποιητική
συλλογή του «Τραγούδια του ξενητεμένου» βραβεύθηκε και απέσπασε τον
έπαινο της κριτικής επιτροπής, αφού το πρώτο βραβείο το κέρδισε ο Κωστής
Παλαμάς με το ποίημα «Ύμνος εις την Αθηνάν».
Το ψευδώνυμο του ποιητή είναι απόρροια της νοσταλγίας του: Προέρχεται
από την Εφταλού', παραθαλάσσια τοποθεσία και σήμερα οικισμό στις
βορειότερες ακτές της Λέσβου (το όνομα προέρχεται από το «Ευθαλού» = ευ +
θάλλω, δηλαδή «πρασινίζω καλά»). Μάλιστα, στην Ευθαλού αγόρασε
αργότερα, επηρεασμένος, ένα κτήμα για να ηρεμεί ο Ηλίας Βενέζης. [Βιογραφία]