Μολιέρος (Molière)

«Ο κατά φαντασίαν ασθενής» (1673)

Μολιέρος (Molière)

«Ο Ταρτούφος» (1664)

Μολιέρος (Molière)

«Ο αρχοντοχωριάτης» (1670)

Ουίλλιαμ Σαίξπηρ

«Όνειρο Θερινής Νυκτός»

Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα

«Ματωμένος Γάμος»

Αντουάν Ντε Σαιντ- Εξυπερύ

«Ο μικρός πρίγκηπας»

Αντόν Τσέχωφ

«Ένας αριθμός»

Ντάριο Φο

«Ο τυχαίος θάνατος ενός Αναρχικού»

Ευγένιος Ιονέσκο

«Ρινόκερος»

Μπέρτολτ Μπρεχτ

«Αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι»

722 Ποιητές - 8.171 Ποιήματα

Επιλογή της εβδομάδας..

Οδυσσέας Ελύτης, «Το Μονόγραμμα»

Θά πενθώ πάντα -- μ’ακούς; -- γιά σένα, μόνος, στόν Παράδεισο Ι Θά γυρίσει αλλού τίς χαρακιές  Τής παλάμης, η Μοίρα, σάν κλειδούχο...

Κωστής Παλαμάς, «Ύμνος εις την Αθηνάν»

Ω μεγίστης Παλλάδος καλούμεναι
Πασών Αθήναι τιμιωτάτη πόλις!
ΣΟΦΟΚΛΗΣ

 Θα τραγουδήσω τη θεά του κόσμου τη μεγάλη,
την παρθενιά, την προκοπή, τη γνώση, τη σοφία·
στα χώματά σου τα ιερά, θεοχτισμένη Αθήνα,
τέτοιο τραγούδι αιώνια ταιριάζει να γρικιέται.
Θα τραγουδήσω τη θεά του κόσμου τη μεγάλη
και το δικό σου τ’ όνομα μαζί με το δικό της
θα πλέξω στο τραγούδι μου ζευγαρωμένο, χώρα
που βγήκες απ’ τα χέρια της κι είσαι του νου της λάμψη.
Αέρα γαλανόφτερε και μοσχοβολισμένε,
ω! που αγκαλιάζεις πατρικά την γην αυτήν και κάνεις
ολόλαμπρες τις μέρες μας κι αχνόξανθες τις νύχτες,
πάρε και το τραγούδι μου και λάμπρυνε κι εκείνο
και σκόρπισέ το σε βουνά και δάση κι ακρογιάλια.
Κάμποι, απ’ την άφταρτην ελιά λευκοπρασινισμένοι,
ταπεινοί βράχοι που καιρούς θυμίζετε ακουσμένους,
δεχτείτε το λαχταριστό κι ακούστε το με πόνο,
κι αντιλαλείτε το σκοπό, κρατάτε μου το ίσο
απ’ τις οχτιές κι απ’ τις σπηλιές, καλόβουλες νεράιδες.
 
Και δώσ’ μου δύναμη, θεά, και καλοτύχισέ με,
κι άλλα τραγούδια έχω για σε, πάντα για σε τραγούδια.

Α΄
Στον αγιασμένον Όλυμπον που έχει κορφές περίσσιες
και την αιώνια ξαστεριά κι απείραχτη γαλήνη,
ποτέ δε φανερώθηκε τέτοιο μεγάλο θάμα
ωσάν το θάμα που έλαμψε μπρος στων θεών τα μάτια
την ώρα που γεννήθηκεν η Αθηνά η παρθένα.
Εκεί που πρωτανέβηκε στου θρόνου του τα ύψη
ο Δίας, καινούριος νικητής και βασιλιάς του κόσμου,
Όλυμπε, μήτε τράνταξες μήτε σείστηκες τόσο.
Κι εκεί που πρωτοπέταξεν ίσια ψηλά σ’ εσένα
μες στων ερώτων τα φτερά απ’ τα νερά της Κύπρου
της ομορφιάς βασίλισσα η γελαστή Αφροδίτη,
εσύ δεν αναγάλλιασες και θάμπωμα δε σ’ ήβρε
σαν τότε που τινάχτηκε γεμάτη, αρματωμένη
η μεγαλόκαρδη θεά μέσ’ απ’ το θείο κεφάλι,
σαν την κατάλευκη αστραπή μέσ’ απ’ το μαύρο νέφος.
Παίζει γοργά στο χέρι της το δυνατό κοντάρι,
γρικιέται σαν τρομαχτική βροντή το ανάκρασμά της
απ’ τ’ άστρα τα χαρούμενα κι ώς το θλιμμένον Άδη
και τρέμουν γύρω τα βουνά απ’ την κορφή ώς τη ρίζα,
κι ανατριχιάζ’ η μάνα η Γη και της περνά απ’ το νου της
πως πήρε ο Δίας απόφαση τον κόσμο να χαλάσει.
Η θάλασσ’ αντρειεύεται, φουσκώνει, ξεχειλίζει,
σα να ζητά μεμιάς ψηλά στον Όλυμπο να φτάσει
κι από σιμά τη νιόφερτη θεά να καμαρώσει,
 και στα βαθιά, στ’ ανήσυχα, στα γαλανά της μάτια
νιώθει την ίδια της ορμή πιο θεριεμένη ακόμα.
Ο Ήλιος τα σταμάτησε κοντά να βασιλέψει
τ’ άλογα τ’ ανυπόταχτα για να τη χαιρετήσει,
και των πολέμων ο θεός ξαφνιάζεται που βλέπει
τη θεϊκή της παρθενιά πιο δυνατή από κείνον.
Στην πλάση την απέραντη ποτέ του δεν ξανοίχτη
ο φωτισμένος Όλυμπος έτσι λαμπρός σαν τότε.

Β΄
Κι ο Άδης ο αμίλητος ζηλεύει που τη βλέπει
και μες στα μαύρα Τάρταρα γοργά γεννοβολάει
κι από τα Τάρταρα γοργά στον κόσμο ξεπετάει
τους Γίγαντες, κακά στοιχειά, τον κόσμο ν’ αφανίσουν.
Νυχτώνει χώρα ολόκληρη του καθενός ο ίσκιος
και τα θεόρατα βουνά μοιάζουν παιδάκια εμπρός τους.
Έχουν κεφάλια αμέτρητα κι εκατοστάδες χέρια,
κι όταν τα μύρια στόματα τ’ ανοίγουν και μουγκρίζουν,
θαρρείς χιλιάδες δράκοντες, ταύροι, λιοντάρια, λύκοι,
με μύριες κράζουνε φωνές και μια φοβέρ’ αφήνουν.
Ποτέ τους δε σκορπίσανε στο νεύμα του θεού τους
μες στο βαθύν ωκεανό τέτοια φουρτούνα οι Άνεμοι,
σαν τέτοιο μαύρο σίφουνα, σαν τέτοια ανεμοζάλη.
Και τα θεριά κουρνιάζουνε δειλά σαν περιστέρια,
κερώνουν απ’ τον τρόμο τους και οι άδολες Νεράιδες·
σα να τα πάτησε βαρύ ποδάρι αντρειωμένου,
χορτάρια κι άνθη γέρνουνε ξερά· και τ’ άστρα ακόμα
μισοσβησμένα λαχταρούν σα λύχνοι δίχως λάδι.
Σεισμός ξεσπάει, τα πέλαγα χωρίζονται και φεύγουν,
άβυσσοι ανοίγονται, στεριές πετιούνται φλογισμένες,
κι ολόκληρη η ζωή, φωτιά, νερό και γη κι αέρας,
ίσαμε τότε χωριστά, σοφά συγυρισμένα
από τα χέρια των θεών στον τόπο του καθένα,
πάλι ανταμώνονται μαζί και τυφλωμένα σμίγουν,
πάλι το χάος άπλαστο κι απάντεχο προβάλλει!
Όση λαμπράδα η Αθηνά σκορπά ψηλά στα ουράνια
τόση μαυρίλα οι Γίγαντες βαθιά στη χτίση απλώνουν.
Στον Όλυμπο με μάνητα τα μάτια τους υψώνουν
και λυσσασμένοι χύνονται να φτάσουν την κορφή του.
Θαρρείς η νύχτα βάλθηκε να σβήσει την ημέρα!
Τ’ άμετρα πλήθη των θεών και του Ολύμπου ακόμα
νιώθουν για πρώτη και στερνή φορά τον κρύο το Φόβο.
 Κι όση ζωή κι αν έμεινε, βαθιά, σκιαχτά κρυμμένη
το ανάσασμά της το κρατά να ιδεί τί θ’ απογίνει.
Κουνιέται ο μέγας Όλυμπος σα δέντρο καρπισμένο
που για να ρίξει τον καρπό το σειούν απ’ τον κορμό του.
Και σαν αυτούς που θέλουνε κάτι ψηλά να φτάσουν
 και παίρνουν και σωριάζουνε πέτρες τη μια στην άλλη,
έτσι κι οι Γίγαντες βουνά στα χέρια τους αδράχνουν,
το ένα στο άλλο ορμητικά σωριάζουν, ανυψώνουν
άσωστη σκάλα, αλύγιστη πρωτακουσμένη σκάλα
ν’ ανέβουνε στον Όλυμπον, οπὄχει τη Ροδόπη,
τον Πίνδο και το Πήλιο για σκαλοπάτι του έχει.
Του κάκου ο Παντοδύναμος τ’ αστροπελέκια ρίχνει
και ντύνονται οι αθάνατοι για να τους πολεμήσουν
μ’ όλη τους την αρματωσιά και μ’ όλη τους τη δόξα.
Σαν το χαλάζ’ οι κεραυνοί πέφτουν, ξεσπούν· κι εκείνοι
χιμάνε φοβερότεροι στων κεραυνών τη λάμψη.

Ευγενικοί και δίκαιοι θεοί, χαρές του κόσμου,
φέρτε βοήθεια στους πιστούς, σώστε τη μαύρη πλάση.
Κι αν πάει ο μέγας Όλυμπος, κι αν τον πατήσει ο Άδης,
η ροδοδάχτυλη αυγή δε θα γλυκοχαράζει,
η μέρα δε θα χύνεται, χρυσάφι αναλιωμένο,
τα δειλινά λυπητερά δε θα χαμογελούνε,
η νύχτα το πολύαστρο στεφάνι της θα χάσει,
δε θα ’χουμε την άνοιξη με τα χελιδονάκια,
ούτε τα καλοκαίρια μας με τα ξανθά τα στάχυα.
 Θα φύγει το φθινόπωρο το καρποστολισμένο,
δε θα μας σμίγουν στη φωτιά τα χιόνια του χειμώνα,
θα σκάσει έξαφνα η ζωή σαν κύμα στο ακρογιάλι,
κι ο άνθρωπος μες στο άσωστο και πύρινο σκοτάδι
σαν άστρο διαβατάρικο θα κυλιστεί, θα σβήσει,
και νιάτα και γεράματα και βάσανα κι αγάπες
μ’ ένα βαθύ αναστεναγμό όλα μαζί θα πάνε…

Αλλ’ όπου ο Παντοδύναμος το θρόνο του έχει στήσει
του κάκου τρίζουνε σεισμοί και χύνονται φοβέρες.
Τα διαμαντένια, ουρανικά κι απάτητα παλάτια
δεν τα πατούν κι οι Γίγαντες κι ας φτάνουν ώς τ’ αστέρια.
Κι από τ’ αστέρια είν’ η κορφή του Ολύμπου πιο ψηλότερη. 
Ευγενικοί και δίκαιοι θεοί, χαρές του κόσμου,
βοηθήστ’ εσείς τον Όλυμπο, σώστε τη μαύρη πλάση!


                               Γ'.

Τότ' επετάχτηκες, Θεά παντοτεινή της νίκης!
Δεν είσ' εσύ κακό στοιχειό, χέρια εκατό δεν έχεις,
Έχεις τρισεύγενη θωριά κ' είσαι θεά παρθένα,
Κ' η όψι σου είναι φοβερή στην αδικία μόνο.
Σα' θάλασσα της χειμωνιάς τα μάτια σου αν σαλεύουν,
Κι' αν η φωνή σου ακούγεται σα' χαλασμός του κόσμου,
Χίλιων γιγάντων δύναμι κι' αν κρύβ' η δύναμί σου,
Έτσι μεγάλη, δυνατή, κι' ανίκητη σε κάνει
η μεγαλόχαρη αρετή, μονάκριβη εμορφιά σου,
Συ τους ανίκητους νικάς, τους Γίγαντες συντρίβεις.
Ό,τι δεν κάνει ο κεραυνός, η λόγχη σου το κάνει,
Κ' οι χτύποι της ξαφνίζουνε τον παγωμένον Άδη.
Χτυπάς, γκρεμίζεις, τιμωρείς, μνήματ' ανοίς, τους θάφτεις.
Το κάθε μνήμ' ανθρωπινή ματιά δε' σώνει να 'βρη
 Σε ποια μεριά 'χει την αρχή κ' ίσα με πού τελειώνει.
Κ' έχει βουνό από πάνω του σημάδι το καθένα.
Ανοίγονται τα Τάρταρα να τους δεχθούν και πάλι,
Και πιο ασχημότεροι γυρνούν στου Άδου την αγκάλη.
Εγλύτωσεν ο Όλυμπος κ' ελευθερώθη ο κόσμος,
 Σ' το μέτωπό του η ξαστεριά λευκή ξανασκορπιέται,
Ο ουρανός περήφανος ξεφανερώνει τάστρα,
Η μάνα η Γη τα σπλάγχνα της τ' ανοίγει στα παιδιά της,
Και συγυρίζεται η ζωή, κ' ένα τραγούδι ολούθε
Σκορπιέται: Δόξα, δόξα σοι, θεά παλληκαρίσια!

                               Δ'.

Όμως ο μέγας Όλυμπος είναι στενός για σένα!
Των ουρανών η ατέλειωτη γαλήνη σε βαραίνει,
Δε' σου χορταίνει την ευχή το νέκταρ, η αμβροσία.
Για σέναν' άξιος Όλυμπος ο κόσμος όλος είνε,
Καταφρονείς την άπονη χαρά που στεφανώνει
 Σ' ταμόλυντα 'ψηλώματα θεούς μακαρισμένους.
Για σένα τ' ωραιότερο κι' απ' όλα τα στεφάνια
Είνε του κόπου ο ίδρωτας στο μέτωπο τ' ανθρώπου .
Απ' τον μεγάλον Όλυμπον πετάς και ξεμακραίνεις,
Διαβαίνεις πέλαγα, στεριαίς, και δρασκελίζεις όρη.
Κι' όπου διαβαίνεις και περνάς της γης την όψι αλλάζεις,
Και δυναμώνεις τη ζωή, τον κόσμο μεγαλώνεις·
Φωτίζει ο ήλιος ταις ματιαίς κι' εσύ το νου φωτίζεις.
Πότε στην νίκην οδηγείς το βήμα του λεβέντη,
Και πότε απείραχτη φυλάς την παρθενιά της κόρης.
Σπρώχνεις τα χέρι' ακούραστα στης προκοπής τα έργα,
Και κάνεις άξιο το κορμί και την καρδιά ημερεύεις.
 Σ' τους αντρειωμένους δείχνεσαι κι' ακόμα πιο αντρειεύουν
Και κίνδυνος απάντεχος όταν τους φοβερίζη,
Μέσα σε σύννεφο χρυσό τους κρύβεις, τους γλυτώνεις.
Με το βαρύ του ρόπαλον ο Ηρακλής χτυπάει,
Και του το σημαδεύεις Συ το κάθε χτύπημά του.
Εσύ στον Άργο δύναμι φυσάς να μαστορέψη
Το πλοίο το πρωτοτάξειδο που σχίζοντας το κύμα
Κάνει στ' αδούλωτο στοιχειό τον άνθρωπο αφέντη.
Εσύ τον νου φανέρωσες του κόσμου κυβερνήτη
Κι' απάνου στην πλατειά στεριά και στα βαθειά πελάγη.
Και τίνος τα καμώματα ταστόχαστα δεν παύεις;
Και ποιον απ' τον παράλογο το δρόμο δεν ξεκόβεις;
 Σ' τα ύψη, τ' ανυπόταχτο πέταγμα του Πηγάσου
Με χαλινάρι ολόχρυσο το συγκρατάς, το σιάζεις,
Και κάτου, απ' τα ξανθά μαλλιά τραβάς τον Αχιλλέα
Μέσ' στων Ελλήνων το στρατό, στους κάμπους της Τρωάδος
Έτοιμον μ' άδικο σπαθί το δίκηο του να πάρη.
Ντύνεις με της υπομονής τ' ατσάλι που βαστάει
Των γυναικών ταις τρυφεραίς καρδιαίς οπ' αγαπούνε,
 Σε κάθε κόρην άπειρη που τρέμει σαν πουλάκι
Χαρίζεις γνώσι κι' αφοβιά, και κάνεις Πηνελόπη
Κάθε γυναίκα, Ναυσικά κάθε παρθένα κάνεις!


Απ' άκρη σ' άκρη σε βουνά και κάμπους κι' ακρογάλια,
Στην ήμερη πατρίδα μου, στην ξακουστήν Ελλάδα,
Κι' απ' τα νερά του Αξιού ως του Μαλέα τα βράχια
Κι' απ' το γαλάζιο Ιόνιον στο ζαφειρένιο Αιγαίον
Κι' απ' την καμμένην Αφρική και πέρα ως τη Σκυθία,
Όπου το πόδι σου πατάς και τη ματιά σου ρίχνεις,
η πλάσις όπου βρίσκεται στα πρώτα της τα νιάτα,
Και λες δεν έχει κούρασι, γεράματα δεν έχει
Κι' όλο γεννάει θεόμορφα παιδιά γιγαντεμένα,
Κάνει τους άντρες ήρωες, πεντάμορφαις ταις κόραις,
Με καλοκαίρια ολόδροσα, και ολόγλυκους χειμώνες,
Απλώνεται πιο λαμπερή, φαντάζει πιο μεγάλη.
Και στων ανθρώπων ταις καρδιαίς βαθειά ριζώνεις, θρέφεις
Μαζή το πόθο της δουλειάς, τον πόνο της πατρίδος·
Δόξα σοι, δόξ', αθάνατη κυρά παλληκαρίσια!

                               Ε'.

Των τραγουδιών οι αντίλαλοι κ' οι βρόντοι των αρμάτων
Ζευγαρωμένοι ακούγονται μεσ' στο γοργό σου διάβα.
Περνάς· τα κάστρα τα 'ψηλά τα σιδεροχτισμένα
Σωριάζονται, συντρίβονται σα' να ήτανε γυαλένια,
Αν έτυχε και τάχτισαν τα χέρια των αδίκων.
Περνάς, και χώραις ταπειναίς, ξαρμάτωταις, μονάχαις,
Θεριεύουν κ' είν' ανίκηταις, φτάνει το δίκηο νάχουν·
Απλώνεις την ασπίδα σου και ταις αποσκεπάζεις.
Κ' ενώ κρατείς φαρμακερό κι' αλάθευτο κοντάρι,
Κ' ενώ προστάζεις δούλους σου το Θάνατο, το Φόβο,
Έχεις πιστή συντρόφισσα την πλουτοδότρα Ειρήνη,
Κ' η Νίκη εσέν' ακολουθεί με τη Δικαιοσύνη.
Περνάς· συνάζοντ' οι λαοί στα καρπερά χωράφια
Κ' οι βασιλιάδες κάθονται στη μέση σαν πατέρες,
Και διαλαλούνε οι κήρυκες κι' ακούνε τη φωνή τους
Πεζοί και καβαλλάρηδες και βγαίνουν και παλεύουν,
Κ' οι νικηταί περήφανα φορούνε και τους φτάνουν
Τίμια στεφάνι' απ' τα κλαριά της δάφνης και της λεύκης·
Κ' οι μεγαλόφωνοι ποιηταί γεμάτοι από το φως σου
 Στη λύρα την εφτάχορδη τη νίκη τους παινεύουν.
Τα βώδια τα δουλευτικά της γης τα σπλάγχνα οργώνουν
Κι' ακολουθεί κατάκοπος ο ζευγολάτης· όμως
Μιαν ακριβή ενθύμησι τον κόπο του αλαφρώνει·
Τον καρτερά η γυναίκα του στην πόρτα του σπιτιού του
Να τον δροσίση με κρασί το βράδυ όταν γυρίση.
Παρέκει γάμοι γίνονται κι' αντιλαλούν φλογέραις,

Και πάν εμπρός οι νιόνυφοι και πίσω οι συμπεθέροι.
 Σ' ταμπέλια πλούσια κρέμουνται τα κόκκινα σταφύλια,
Τρυγούν με χάρι νιοι και νιαις με τα πλεχτά καλάθια,
Κι' όταν τελειώνη ο τρυγητός, χοροί, χαραίς αρχίζουν,
Και λιγερόφωνο παιδί πικρό τραγούδι λέει,
Λέει το τραγούδι το παληό του νιου που πήρε ο Χάρος
 Σα' δροσερό τριαντάφυλλο στου τρυγητού το κάμμα.
Περνάς, κι' ανθρωπινώτερο τον άνθρωπο τον κάνεις,
 Σαν αστραπή, σαν άνεμος παντού ταράζεις, λάμπεις,
Τάστρα το φως σου εζήλεψαν κ'οι αϊτοί το πέταγμά σου.


Και μόνο σαν αγνάντευες στον διάφανον αέρα
Τη χώρα τη διθάλασση που την φυλάν' στη μέση
Από την μιαν ο Υμηττός και ο Πάρνης απ' την άλλη,
 Σαν αδερφή μονάκριβη δυο αντρειωμέν' αδέρφια,
Οπώχει χάρες κ' εμορφιαίς, αλλά της λείπει ακόμα
Τ' αρμονικό σου τ' όνομα κ' η σκέπη σου κ' η δόξα,
Τότε μονάχα στάθηκες, χαμήλωσες, κατέβης
Εδώ στην μεγαλόπετρην Ακρόπολιν επάνω
Καθώς τρανή βασίλισσα στο θρόνο το 'δικό της.
Παλάτι σου είν' ο Όλυμπος, κ' είν' η Ελλάς ναός σου,
Και του ναού σου ο πιο λαμπρός βωμός είν' η Αθήνα!

                               ΣΤ'.

Αθήνα! χρυσοστέφανη και τιμημένη χώρα!
Οι μεγαλόχαροι θεοί επάνω σου αγρυπνούνε
Και φεύγουν απ' τον Όλυμπο για να ξεκουρασθούνε
 Σ' τη γη σου τη βραχόσπαρτη. Γιατ' εδώ πέρα βρίσκουν
Πώς πιο πολύ με τους θεούς ο άνθρωπος ταιριάζει.
Γιατ' εδώ πέρα η προσευχή πιο 'γκαρδιακή ανεβαίνει,
Ακούεται γλυκύτερη των ποιητών η λύρα,
Και το καθάριο το νερό και το ξανθό το μέλι
Και το χιλιάκριβο πιοτό που διώχνει ταις φροντίδες
Προσφέρονται μ' αγνότερη ψυχή στους αθανάτους,
Και ταις εικόναις των θεών σκαλίζουν οι τεχνίταις
Πλέον πιστά κι' αληθινά στο μάρμαρον επάνω
Όπου κρατάει ανάλλαγη τη φωτερή του ασπράδα.
Εδώ βροντά κι' αστράφτει ο Ζεύς και τους κακούς παιδεύει,
Ταγαπημέν' αντρόγυνα καλοτυχίζεις, Ήρα,
Κι' ο μεγαλότοξος θεός, ο Ήλιος ο Απόλλων,
Εδώ ταις έμορφαις πλανά μέσ' σταις σπηληαίς και πλάθει
Από θνηταίς βασίλισσαις ισόθεους βασιλιάδες.
Εδώ κι' ο Έρως τα φτερά διπλώνει και φωλιάζει,
Και δεν πεθαίνει ο μέγας Παν, και πλούσια σκορπάνε
Τα στάχυα της η Δήμητρα, τα ρόδα η Αφροδίτη.
Κι' ο γλυκομίλητος Ερμής άγρυπνος παραστέκει
Και κάνει άξιο το κορμί στο πάλεμμα, στο δρόμο,
Κ' η Ώραις φτάνουν πιο γοργαίς κ' αι Χάριτες πιο νέαις,
Και μέσα στον δροσόβολο και καθαρόν αέρα
Στήνουν ασύγκριτους χορούς του Παρνασσού η παρθέναις.
Τρέχει, μουγκρίζει ο Κηφισσός, ταύρος αγριεμμένος·
Χίλιαις βρυσούλαις απ' αυτόν σαν κόραις του δροσάταις
Χύνονται μέσ' στη λαγκαδιά, σκορπίζονται στον κάμπο,
Και χίλια λούλουδ' από της γης ξεθάφτουνε τα σπλάγχνα.
Κ' εδώ γυμνά αστεφάνωτα ποτέ δεν απομένουν
Ούτε οι βωμοί, ούτε ταγνά κεφάλια των παρθένων.
Ανθίζουν η τριανταφυλλιαίς, γελούν η ανεμώναις,
Κ' είν' η βιολέτταις άσωσταις, περήφανα τα κρίνα,
Και ο δροσερός υάκινθος κι' ο νάρκισσος κρατούνε
Την πρώτη ανθρωπινή ζωή μέσ' στα χλωρά των φύλλα,
Σαλεύουν δροσοστάλακτα και λες πως κρυφοκλαίνε.
Της νύχτας η φρικταίς θεαίς, του ενόχου βασανίστραις,
Με τα φειδίσια των μαλλιά, τα χάλκινα τα πόδια,
Εδώ 'χουν δάση απάτητα και μυριοκαρπισμένα
Που δεν τα δέρνει ο βορειάς κι' ο ήλιος δεν τα καίει,
Που βήμ' ανθρωπινό ποτέ δεν τάχει σημαδέψει,
Όπου λαλίτσ' ανθρωπινή ποτέ της δεν ακούσθη,
Και μόνο αθώα, φιλέρημα πικρολαλούν τ' αηδόνια.

Εδώ είν' όλα ευγενικά και θεϊκά πλασμένα!
Πέρα γυαλίζ' η θάλασσα κ' είν' απλωτή σαν κάμπος,
Κ' εδώ είν' η γη καμαρωτή  σαν κυματούσα θάλασσα.
Εδώ κανείς ίσκιος βαρύς δεν κάθεται στα μάτια,
Εδώ ψηλώματ' άφταστα, περίσσιαις πρασινάδες
Δεν κρύβουν σε καμμιά μεριά τη γη, δεν τη χαλούνε,
Απλά, σεμνά, προσεκτικά γραφτή με το κοντύλι.
Κι' ολόβαθος ο ουρανός και πλουμιστός τα βράδια
Πάντα στα μάτια είνε μπροστά που πάντα τον ζητάνε.
Ω εμορφάδ' αρχοντική και μυστικά χυμένη
Που δε θαμπώνεις τη ματιά, που την ψυχή φτερώνεις!
η Αρμονία, της Χρυσής Παφίας θυγατέρα,
η Αρμονία η ξανθή γεννήθηκ' εδώ πέρα!

                               Ζ'.

 Σ' την αγιασμένη Ακρόπολι στέκεις, θεά, κι' αράζεις.
Τόπο σου κάνουν οι θεοί, δειλά παραμερίζουν.
Όμοια την ώρα που ψηλά κι' αργά στα ουράνια πλάτια
Προβάλλει ασημοπρόσωπη βασίλισσα η Σελήνη,
Μακρύνονται μ' ευλάβεια και χάνονται ταστέρια.
Τόπο σου κάνουν οι θεοί, σκιαχτά παραμερίζουν,
Γιατί ξανοίγουν πως κρυφά, σφιχτά μια λάμψι δένει
Την εμορφιά της γης αυτής με τη δική σου χάρι.
Κ' η Ακρόπολις αγνώριστη, γυμνή, παρθέν' ακόμα,
Ακόμ' αστόλιστη κι' απλή με τους φτωχούς βωμούς της
Φαίνετ' αμέτρηταις φοραίς ψηλότερη στα μάτια
Απ' τη στιγμή που πρόβαλες απάνου στην κορφή της.
Απάνου στην Ακρόπολι το ξαγναντεύουν όλοι
Έξαφν' απάντεχα τρανό και φωτερό περίσσια
Το μυστικό το σύννεφο που κρύβει και δεν κρύβει
 Σ' το διαμαντένιο δίχτυ του τη θεϊκή θωριά σου.
Κι' απ' τον μεγάλο βασιλιά κι' ως το στερνό το δούλο
Αθέλητα μαζώνονται και κατά 'κείνο τρέχουν.
Μια δύναμις ανίκητη τα πόδια τους φτερώνει.
Έτσι όταν μπαίνουν στα νερά των μαγικών Σειρήνων
Που απλώνοντ' ολογάλανα, βαθειά αποκοιμισμένα,
Γλυστρούν ολόισα στο νησί ταδύνατα καράβια,
Και δεν ακούνε το κουπί και χάνονται στη ξέρα.
Εσύ δε σβύνεις τη ζωή, εσύ ζωαίς χαρίζεις
Κι' απ' τα παραστρατίσματα τον άνθρωπο γλυτώνεις.
Δεν έχουν φως για να σε ιδούν καθάρια μάτια ανθρώπων,
Αλλ' η θεοφοβούμεναις καρδιαίς γοργοχτυπούνε
 Σαν κάτι μέσα τους γλυκά να κρυφοψυθυρίζη
Πως ήρθεν ο αγνώριστος θεός που καρτερούνε,
Ο λυτρωτής, ο δίκαιος, ο αταίριαστος, ο ένας
Μέσα στων άλλων των θεών τα ευλογημένα πλήθη
Που θαγκαλιάση αυτή τη γη και θα τη μεγαλώση
Με τ' όνομα, τη χάρι του, και μ' όλη του τη δόξα!
[[Εκείνος]], που δεν έμαθε κανένας πώς τον λένε,
Που τον αποζητούν καιροί, γεννιαίς τον λαχταρούνε,
Κι' απ' ταις μητέραις τα παιδιά κληρονομιά τον παίρνουν,
Κ' οι γέροι κλειούν τα μάτια τους με τη γλυκειά του ελπίδα. . .

Δεν έχουν φως για να σε ιδούν καθάρια μάτια ανθρώπων,
Όμως αφίνεις μια φωνή κι' ακούνε τη φωνή σου.
Απ' την πανάρχαια στιγμή που πρόβαλ' απ' τα βάθη
Της αφρισμένης θάλασσας νιογέννητ' η Αθήνα,
Κι' αγάλια αγάλια επλάστηκε και αγάλια εσυγυρίσθη
Με τα πελεκητά βουνά και τους γραμμένους κάμπους,
Τους κρυσταλλένιους ποταμούς, τον ζωντανόν αέρα,
Με των θεών την εμορφιά και με το φως του Ολύμπου,
Τέτοια φωνή δε μάγεψε ποτέ τους Αθηναίους!

                               Η'.

«Χαρά σ' εσέ χώρα λευκή και χώρα ευτυχισμένη!
Καμμιά μεριά σ' όλη τη γη, καμμιά στην οικουμένη
Δεν ηύρε τέτοιο φυλαχτό σαν το δικό μου μάτι.
Απ' άλλαις χώραις πέρασα γοργά γοργά τρεχάτη,
Και μ' είδαν της Ελλάδος μου ταγαπημένα μέρη
Σαν άνεμο και σαν αϊτό και σύννεφο κι' αστέρι.
Όμως σ' εσέ το θρόνο μου αιώνια θεμελιώνω,
Και ρίζωσ' η αγάπη μου στα χώματά σου μόνο,
 Σαν το βαρύ Λυκαβηττό που ξαφνικά μια μέρα
Εκύλισ' απ' τα χέρια μου και ρίζωσ' εδώ πέρα.

Μέσ' στη χαρούμενη ζωή που σε περικυκλώνει,
Μέσα σ' αυτήν παντοτεινή τη δύναμί μου κρύβω,
Όπως θα κρύψουν σταις μυρτιαίς μια μέρα τα σπαθιά τους
Δυο παλληκάρια αθάνατα για να σε 'λευθερώσουν.
 Σ' του λουλουδένιου σου Υμηττού τα δροσισμένα πλάγια
Τ' αγνό το μέλ' η μέλισσαις ακούραστα δουλεύουν,
Όσο που νάρθη μια στιγμή το δρόμο να ταις δείξω
Να παν να τ' απιθώσουνε στου Πλάτωνος τα χείλη.
Προς της Πεντέλης την κορφή τα μάτια των γυρνώντας
Της Τέχνης το μυστήριο θα παίρνουν οι τεχνίταις.
 Σ' τα μάρμαρά της κρύβεται της εμορφιάς ο κόσμος!
Θε να 'βγη από τα βάθη της ο Παρθενών μια 'μέρα
Καθώς από την σκοτεινιά την άπλαστη του Χάους,
Θεός μ' ολόχρυσα φτερά γίγαντας 'βγήκε ο Έρως!

Δικός σου είν' ο πολύκαρπος της Ελευσίνος κάμπος,
Κι' ο Πάρνης με τα έλατα και τ' άγρια τα θηρία,
Κ' η άκρ' η αφροστέφανη του γαλανού Φαλήρου.
Δικός σου είν' ο λευκόφτερος κι' ο γαλανός αέρας
Που σου φυλάγει αμάραντη και δροσερή τη νιότη,
Κ' ίσα σ' εμέ γοργά το νου του καθενός υψώνει.
Δική σου είν' η θάλασσα που θα την αυλακώνουν
Μια μέρα τα καράβια σου τα κοσμοξακουσμένα
Και θα σκορπούν σ' άλλαις μεριαίς και χώραις τόνομά σου
Και τρόμος θα είνε σ' τους εχθρούς και ζήλια σ' ταις Νεράιδες!
Κ' είνε δική σου ετούτ' η γη όπου γεννάει περίσσια
Σύκα χλωρά, στάχυα ξανθά και κόκκινα σταφύλια.
Ξέρω μεριαίς οπού οι καρποί χλωρότεροι φυτρώνουν,
Μα εσ' είσαι η πλουσιώτερη, γιατί καμμιά δεν έχει
 Σαν τους δικούς σου τους καρπούς: Εσάς, ω Αθηναίοι!
Σας δίνει η Δήμητρα γλυκειά του κάμπου την αγάπη,
Κ' εγώ σας δίνω την βαθειάν αγάπη της πατρίδος·
Άσβυστη, αγνή, πρωτάκουστη αγάπη της πατρίδος,
Άνθος του δέντρου του ιερού που εδώ φυτρώνει πρώτα!
Γι' αυτήν μια 'μέρα κι' ο Θησεύς, λεβέντης βασιλιάς σας,
Θ' αφίση κάθε ανάπαυσι και κάθε μεγαλείο,
Και θα διαλέξη δρόμο του τον δρόμον όπου φέρνει
Ίσα στ' αχόρταγο θηριό της μακρυσμένης Κρήτης.
Γι' αυτήν ο Κόδρος την πλατειά βασιλική χλαμύδα
Θα τήνε κάμη σάβανο να πέση να πεθάνη.
Γι' αυτήν οι Αριστογείτονες αντρειεύονται και παίρνουν
Ενός τυράννου τη ζωή και δίνουν τη δική τους.
Γι' αυτήν γεννάει σαν κεραυνούς τους στίχους ο Αισχύλος,
Γι' αυτήν πεθαίνει άκακα στη φυλακή ο Σωκράτης,
Κι' απάνου κι' εις τον Όλυμπο φτερώνεται ο Φειδίας
Και ξαγναντεύει τους θεούς και με το σκαλιστήρι
Τους ξαναπλάθει ξάστερους και χρυσελεφαντένιους.
Γι' αυτήν θα κάμουν θαύματα και νιαις και γέροι ακόμα.
Γι' αυτήν οι νιοι θα ορκίζωνται παλληκαρίσιον όρκο
Κοντάρια, ασπίδαις και σπαθιά ορμητικά κινώντας:
Θα τα κρατώ τα όπλ' αυτά και δε θα τα 'ντροπιάσω
Και μόνος και με συντροφιά κ' εδώ κι' όπου κι' αν λάχω.
Θα πολεμήσω ακούραστα κ' αφρόντιστα θα πέσω
Και την πατρίδα μια φορά μεγάλη θα την κάμω.
Και τους δικαίους θ' αγαπώ και θα τιμώ τους νόμους,
Θα κατατρέχω τον κακό, θα σφάζω τον προδότη,
Κι' ανίσως ψέμματα 'μιλώ κολάστε με, θεοί μου!
Κι' όταν με μάτι δολερό σε ξαγναντέψη ο Φθόνος
Κι' η ακοίμητη Διχόνοια τα δόντι της σου τρίξη,
Κι' όταν βρεθούνε στόματα κακό για σε να ειπούνε
Και στοχασμοί που ν' αψηφούν τη φωτερή σου χάρι,
Χαρά σ' εσέ, χώρα λευκή και χώρα δοξασμένη,
Κ' ήρθεν η ώρα η φοβερή ν' αστράψης, να βροντήσης,
Και να θαμπώσης κάθε νου, να κλείσης κάθε στόμα,
Και τους επίβουλους θεούς να διώξης ντροπιασμένους.
Θ' ανάψω τρέλλα περισσή στα Περσικά κεφάλια,
Θα φέρω ασκέρια αμέτρητα απ' της Ασίας τα βάθη,
Με τα καράβια των εχθρών θα κρύψω τους γιαλούς σου,
Και τότε το κοντάρι μου τρομακτικά κινώντας
Και τότε την αστραφτερήν απλώνοντας ασπίδα,
Θα πολεμήσω αδελφικά στο πλάγι των παιδιών σου.
Και θα περάσουν η γεννιαίς και θα διαβούν οι αιώνες.
Και στα βαθειά σου τα νερά και στα ψηλά βουνά σου
Θ' αντιλαλιέται η νίκη σου, και θα γροικιέται ακόμα
Ο απελπισμένος ο δαρμός, το σκούξιμο του Ξέρξη,
Για να τ' ακούν οι τύραννοι, να τρεμοκοκκαλιάζουν!»

Είπες και ξάφνου εσώπασες· αλλ' όμως πέρα ως πέρα
Και στα βουνά και σταις καρδιαίς αντιλαλούν ακόμα
Τα λόγια σου προφητικά, μυστήριο γεμάτα.
Ποτέ τανθρώπινα ταυτιά δεν είχανε γροικήσει
Τέτοια βροντή που μέσα της να κλει τέτοι' αρμονία,
Και σάλπισμα που να 'μιλή και να ξεφανερώνη
Σε βάθη αγέννητου καιρού έναν καινούριο κόσμο.

                               Θ'.

Είπες και ξάφνου εσώπασες, και πάλι ξαναρχίζεις:

«Σου δίνω ακόμα χάρισμα πρωτάκουστο, μεγάλο.
Το λευκοπράσινο δεντρί που αλλού δεν ξεφυτρώνει.
Σημάδι αγνό στο μέτωπο της σπλαγχνικής Ειρήνης,
Γέρνει μπροστά του ανώφελα του Άρεως τα κοντάρια.
Κανένα χέρι ανθρωπινό δεν το 'χει φυτεμμένο,
Και δεν το γέννησεν η Γη σαν τα βλαστάρια τ' άλλα,
Απ' την πνοή μου είνε πνοή και φως από το φως μου·
Δεν το χτυπούν χιονόβολα, και δεν το καίνε λαύραις,
Και τα πελέκια τα εχθρικά δε φτάνουν να το ρίξουν.
Τέσσαρα μάτια επάνου του ακοίμητ' αγρυπνούνε,
Τα μάτια του πονετικού Διός, και τα 'δικά μου.
Ποια πίστι, ποιο αναγάλλιασμα, ποια ευτυχία, ποια νίκη
Θ' απλώνεται στην γην αυτή βαθειά θεμελιωμένη,
Χωρίς να την κηρύττουνε και να τη φανερώνουν
Της σεμνοπρόσωπης εληάς τα φύλλα τασημένια;
Ποιο δέντρο απάνου στους βωμούς θα καίη και θ' αναιβάζη
Γλυκύτερη την ευωδιά, τη φλόγα απ' τα σφαχτάρια,
Άλλο απ' το δέντρο της εληάς το πολυτιμημένο;
Και πού θα κάνη θαύματα η θεϊκή σου εικόνα,
Παρά μονάχα σκαλιστή σε ξύλο εληάς απάνου;
 Σταις πόρταις των καλότυχων σπιτιών όπου γεννιούνται
Ταρσενικά παιδιά, χαραίς κ' ελπίδαις των γονέων,
Σαν ποιο σημάδι θα ταις πη τέτοιαις χαραίς κ' ελπίδες
Άλλο απ' την πράσινην εληά πλεγμένη σε στεφάνι;
 Στα φύλλα της τα ιερά δε 'γγίζουν παρά μόνο
Χέρια παρθένας άδολης, χέρια πιστής γυναίκας.
Και σαν του φίλου τη ματιά που σας γλυκοκυττάζει
Και το γλυκό χαμόγελο στα χείλη σας γεννάει,
Την καλοσύνη θα γεννά μέσ' στην καρδιά η θωριά της.
Κ' εκεί που θ' αγωνίζωνται στους κάμπους της Ελλάδος
Τα παλληκάρια τα καλά, δόξα, όνειρό τους θα 'χουν
Τους ύμνους τους Πινδαρικούς και της εληάς τους κλάδους!

Κι' αν έρθουν χρόνια δίσεχτα, καταραμένα χρόνια
Κι' αγάλι' αγάλια αχάριστος ξεγελασμένος κόσμος
Σε σβύση απ' τη λατρεία του κι' απ' την ενθύμισί του,
Θα πέσης, θ' αποκοιμηθής βαθειά, δε θα πεθάνης.
Γιατ' είν' αθάνατ' οι θεοί και Χάρο δε φοβούνται,
Ξεχάνονται, δε χάνονται, την πλάσι πάντα ορίζουν,
Κι' αν τους αρνιούντ' οι άνθρωποι, πάντα θυμούντ' εκείνοι.
Όμοια θα να είσαι αθάνατη κ' εσύ σαν τους θεούς σου,
Ω ερωμένη των θεών πολυαγαπημένη!
Όταν της Μοίρας η βουλή που δεν ακούει κανένα,
Που δεν τη σταματάει κανείς, έρθη καιρός να στρέξη,
Και πατηθής κ' ερημωθής και μ' αρνηθής κ' εμένα,
Εγώ κι' αθώρητη από σε κι' από τον κόσμον όλον,
Πάντα σιμά σου θ' αγρυπνώ και θα σε παραστέκω.
Τότε θε να γενής κ' εσύ σαν τα ποτάμια εκείνα,
Όπου τα καταπίν' η γη, βαθειά τα καταχθόνια,
Και τρέχουν τα μουρμουριστά κι' ολάργυρα νερά τους
Κάτου απ' τον άμμο κι' απ' την γην άφαντα και κρυμμένα
Ως που τελειώση ο δρόμος των και φθάσουν σ' ένα τόπο
Και πάλι 'βγουν σ' τη λαγκαδιά, ξαναδειχθούν σ' τον ήλιο
Κι' ο ουρανός καθρεφτιστή σ' το ρέμμα τους και πάλι.
Χαρά σ' εσέν' αθάνατη και δοξασμένη Αθήνα!
Ωσάν την πάναγνην εληά όπου ποτέ δε ρίχνει
Τα φύλλα τασημένια της χειμώνα καλοκαίρι,
Και στους ελεύθερους καιρούς και στης σκλαβιάς τα χρόνια
η φωτισμένη Ακρόπολις θα 'χη τη δόξα αιώνια!»

                               Ι'.

Είπες, και το κοντάρι σου βαρειά χτυπάει το βράχο,
Κι' ο βράχος σειέται, σχίζεται, μουγκρίζει σα' θηρίο.
Κι' απ' την πλατειά τη σχισματιά που δείχνει στα πλευρά του
Έτσι απαλά και σιγαλά, σαν όνειρο δικαίου,
Και σα' ζωή χαρούμενη κ' ειρηνική και πλούσια
Μέσ' από χρόνια συμφοράς και φτώχιας και πολέμων,
Εβγήκ' η πρωτογέννητη εληά, δικό σου δέντρο.
Αδειάζει η Αυγούλα η ντροπαλή όση δροσιά κι' αν έχη
Απ' το χρυσό της το σταμνί στα φύλλα της απάνου,
Κ' οι πρωινοί κορυδαλοί με τους δειλούς ζεφύρους
Κρύβονται στα κλωνάρια της και κρυφοπαιγνιδίζουν,
Κ' η Δήμητρα τη χαίρεται κι' ο Ήλιος απιθώνει
Μέσ' στο βαθύ της τον καρπό ταις φωτεραίς του ακτίνες.

Αλλ' ω του Ολύμπου δύναμις, ω γλώσσα της σοφίας
Που δείχνεσαι με θαύματα, που δε μιλείς με λόγια!
η πρωτογέννητ' η εληά γοργά γοργά ξαπλώνει
Κορμό, κλωνιά, φύλλα, καρπούς κ' υψώνεται, θεριεύει·
Περνάει τα πεύκα του βουνού, τα έλατα περνάει,
Και ταις τραναίς βαλανιδιαίς και τα ψηλά πλατάνια.
Κ' η φοινικιαίς η άμετραις, τα ολόρθα κυπαρίσσια
Φαίνονται σα' χαμόκλαδα και χάνονται μπροστά της.
η πρωτογέννητ' η εληά φουντώνει, μεγαλώνει,
Και νά! σκεπάζει μονομιάς κι' ολούθενε αγκαλιάζει
Ο ίσκιος της, πλατύς, παχύς, ολόκληρο το βράχο·
Και στον πλατύ και στον παχύ τον ίσκιον αποκάτου
Ξανοίγουν την Ακρόπολι τα μάτια των ανθρώπων
Με μια εμορφάδ' απάντεχη και μ' αφεντιά περίσσια
Πλασμένη από μαρμάρινους ναούς που λες δεν ξέρουν
Να πλάσουν έτσι αρμονικά τα χέρια των ανθρώπων,
Κι' από μαρμάρινους θεούς που λάμπουν στους αιώνας
Γεμάτοι αλήθεια ουράνια κι' αλόγιαστη γαλήνη!

Την ώραν όπου 'θάμπωνε τα μάτια των ανθρώπων
Με της πρωτόλουβης εληάς το θεριεμμένο θαύμα
η προφητεία της άφταστης και μακρυσμένης δόξης,
Την ώρα εκείνην, ω θεά σοφή, παλληκαρίσια,
Εφανερώθηκες κ' εσύ στα θαμπωμένα μάτια.
Και με τρανόν αλαλαγμό, φωνή χαράς και νίκης,
 Σαν τη φωνή που σκόρπισες την ώρα που γεννήθης.
 Στον ουρανόν υψώθηκες κι' αστραφτερή αφανίσθης.
Κι' όταν η μέρα πέρασε και γύρισε το βράδυ
Φάνηκε σα χιλιάστερο στον ουρανό ποτάμι
Ο Γαλαξίας ο λευκός, του διάβα σου σημάδι.

                               ΙΑ'.

Κι' απ' τη στιγμή που υψώθηκες κι' αστραφτερή αφανίσθης
Ως τη στιγμή που ανάλαμψε λευκός ο Γαλαξίας,
η πλάσις απ' την άφραστην εικόνα σου γεμάτη,
η πλάσις, άνθρωποι, θεοί και πλάσματα και πλάσταις,
Ταστέρια τα τετράψηλα κ' η χαμηλαίς βιολέτταις,
Άνεμοι, θάλασσαις, στεριαίς, βουνά, ποτάμια, λόγγοι,
Ό,τι έχει χρώμα και ζωή και 'μίλημα και σχήμα,
Κάθε πνοή, μουρμουρητό, δροσούλα κ' ευωδία,
Ταιριάζουνε ταταίριαστα και τάσμιχτ' αποσμίγουν,
Κ' έτσι, θεά, σε υμνολογούν, έτσι σε τραγουδούνε:

«Σαν τι τραγούδι να βρεθή που να ταιριάζη εσένα;
 Σ' τ' ολόλευκό σου φόρεμα που το 'χουν υφασμένο
Τα χέρια τα σοφώτερα και τα δικά σου χέρια
Φαίνεται χρυσοκεντηστός ο ουρανός με τάστρα.
Η δίπλαις του ταράζονται στο κάθε κίνημά σου
 Σαν κύματα που τα φιλούν του φεγγαριού η ακτίνες,
Και τρέμοντας λαμποκοπούν στο κάθε φίλημά τους.
 Σ' της περικεφαλαίας σου τον ίσκιον αποκάτου
Χωρούν να βρούνε σκέπασμα χιλιάδες παλληκάρια.
 Σ' τον ίσκιο σου χαρούμενα 'μερεύουν τα λιοντάρια.
Το μέτωπό σου ασκέπαστο ξανοίγετ' από πέρα
 Σαν τ' άστρο του Ωρίωνος, πρώτο στ' αστέρια τάλλα.
Απάνου στης ασπίδας σου ταπάρθενο χρυσάφι
Εσκάλισε τους Γίγαντας ένας θεός τεχνίτης
Την ώρα που τον Όλυμπο χυμάν και φοβερίζουν,
Κ' έτσι εκεί πάνου μια ζωή εχάρισεν η Τέχνη
Αιώνια στη λύσσα τους και στη δική σου νίκη!
Στη μέση από τ' αμόλυντο και τ' αγκιχτό σου στήθος
Όπου σκορπίζει μυστική μοσκοβολιά από κρίνα,
Κ' ασάλευτο, καμαρωτό τεντώνει, ξεχωρίζει,
Το στοιχειωμένο δείχνεται κεφάλι της Γοργόνας.
Αλλοίμονο στους πονηρούς! το βλέπουν; μαρμαρώνουν.
Έτσι ό,τι 'γγίξη ο κεραυνός το κάνει μαύρη στάχτη,
Και της αλήθειας η πνοή το ψέμμ' αποστομώνει.
Γύρω στα πόδια σου γλυστρούν και σου φιλούν τα χέρια
Όρνια άλλου κόσμου και πουλιά και φείδια μαγεμμένα,
-Και των φειδιών τα στόματα λαλούνε σαν αηδόνια-
Και κρέμοντ' όλα υπήκοα μονάχ' απ' τη ματιά σου.
Κι' ο Φόβος κι' ο Κατατρεγμός κ' η Δύναμις κ' η Νίκη
Λάμπουν, μαυρίζουν, στέκονται σιμά σου καρφωμένα.
Τριγύρω σου λιγοθυμά τ' αγέρι φοβισμένο.
Το στόμα σου κι' όποιος το ιδή, και δίχως να τ' ανοίξης,
Νοιώθει πως λόγια γνωστικά, λόγια σοφά θα βγάλη.
Κ' ενώ είσαι σαν την άδολη των βράχων ανεμώνη,
Ένας σου λόγος τους λαούς γεννάει και μεγαλώνει.
Τα μάτια σου τα γαλανά 'μέρα σκορπούν στη μέρα,
Δόξα σοι, δόξα σοι, θεά παρθένα και Μητέρα!
~
 Έκδοση: Τυπογραφείο της Εστίας
Έτος έκδοσης: 1889
πηγή - κατέβασμα
 
Ο Κωστής Παλαμάς (Πάτρα, 1859 - Αθήνα, 1943) ήταν ποιητής, πεζογράφος, θεατρικός συγγραφέας, ιστορικός και κριτικός της λογοτεχνίας. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές, με σημαντική συνεισφορά στην εξέλιξη και ανανέωση της νεοελληνικής ποίησης. Αποτέλεσε κεντρική μορφή της λογοτεχνικής γενιάς του 1880, πρωτοπόρος, μαζί με τον Νίκο Καμπά και τον Γεώργιο Δροσίνη, της αποκαλούμενης Νέας Αθηναϊκής (ή Παλαμικής) σχολής. Η κηδεία του έμεινε ιστορική, καθώς μπροστά σε έκπληκτους Γερμανούς κατακτητές, χιλιάδες κόσμου τον συνόδευσαν στην τελευταία του κατοικία, στο Α΄ νεκροταφείο Αθηνών, ψάλλοντας τον εθνικό ύμνο. Η οικία του Παλαμά στην Πάτρα σώζεται ως σήμερα στην οδό Κορίνθου 241. [Βιογραφία]

Αντώνης Σαμαράκης (1919-2003)

«Το άγγελμα της ημέρας»

Μην πεις ποτέ σου: «Είναι αργά!» κι αν χαμηλά έχεις πέσει. κι αν λύπη τώρα σε τρυγά κι έχεις βαθιά πονέσει.

Κι αν όλα μοιάζουν σκοτεινά κι έρημος έχεις μείνει. μην πεις ποτέ σου: «Είναι αργά!» -τ' ακούς;- ό,τι  κι αν γίνει

Ο Μικρός Πρίγκιπας: «Αντίο», είπε η αλεπού. «Να το μυστικό μου. Είναι πολύ απλό: Μόνο με την καρδιά βλέπεις αληθινά. Την ουσία δεν τη βλέπουν τα μάτια»

𝓜πάμπης 𝓚υριακίδης