Βαθιά, τὴ νύχτα τὰ μεσάνυχτα,
μὲ τ᾿ ἀνοιχτὰ φτερὰ τοῦ ὀνείρου,
πετᾷ ἡ ψυχή μου, σκλάβα ἐλεύθερη,
στοὺς μυστικοὺς κόσμους τοῦ Ἀπείρου,
τὴ νύχτα βλέπει ὅλα τ᾿ ἀθώρητα,
ποὺ ἀπόκρυβεν ἡ πλάνα μέρα
τὴ νύχτα ἀκούει ὅλα τ᾿ ἀκούσματα
στὸν ἀτρικύμιστον ἀέρα.
Βλέπει τῶν κάστρων τὰ φαντάσματα
μὲ τ᾿ ἀνοιχτὰ φτερὰ τοῦ ὀνείρου,
πετᾷ ἡ ψυχή μου, σκλάβα ἐλεύθερη,
στοὺς μυστικοὺς κόσμους τοῦ Ἀπείρου,
τὴ νύχτα βλέπει ὅλα τ᾿ ἀθώρητα,
ποὺ ἀπόκρυβεν ἡ πλάνα μέρα
τὴ νύχτα ἀκούει ὅλα τ᾿ ἀκούσματα
στὸν ἀτρικύμιστον ἀέρα.
Βλέπει τῶν κάστρων τὰ φαντάσματα
καὶ τὰ λευκὰ στοιχειὰ τῶν κάστρων
κι ἀκούει τῶν δέντρων τὸ μεγάλωμα
καὶ τὸ περπάτημα τῶν ἄστρων.
Ο Γεώργιος Δροσίνης (Αθήνα, 1859 - Αθήνα 1951) ήταν ποιητής, πεζογράφος
και δημοσιογράφος. Ήταν ένας από τους πρωτοπόρους της Νέας Αθηναϊκής
Σχολής στην ποίηση και της ηθογραφίας στην πεζογραφία. Η πρώτη ποιητική
του συλλογή Ιστοί Αράχνης σηματοδότησε την εμφάνιση της Νέας Αθηναϊκής
Σχολής ενώ το διήγημά του Χρυσούλα κέρδισε το πρώτο βραβείο στον πρώτο
διαγωνισμό διηγήματος του περιοδικού «Η Εστία» το 1883. [Βιογραφία]