Στα διψασμένα λούλουδα βροχούλα δροσερή
εγώ φέρνω απ’ τις θάλασσες κι από τους ποταμούς·
ίσκιο απαλό ρίχνω σε φύλλα που καταμεσήμερο
σε κόσμους ταξιδεύουνε ονείρων μαγικούς
τινάζω τις φτερούγες μου κι οι δροσοστάλες μου
ξυπνάνε τα μπουμπούκια που μ’ αγάπη κλείνει
στην αγκαλιά της, για να τα κοιμήσει η Μάνα Γη,
καθώς γύρω απ’ τον ήλιο το χορό της στήνει.
Το καμουτσί του χαλαζιού που άγρια μαστιγώνει
τινάζω και τις πράσινες πεδιάδες τις λευκαίνω
κι έπειτα το διαλυώ ξανά σε δροσερή βροχή
και βροντερό το γέλιο μου ηχεί καθώς διαβαίνω.
Σκορπάω το χιόνι στα βουνά ψιλοκοσκινισμένο
και ξαφνιασμένα τα τρανά πεύκα βαριοστενάζουν
κι είναι για μένα ολονυχτίς λευκό το προσκεφάλι,
όταν σφιχτά οι άνεμοι στον ύπνο μ’ αγκαλιάζουν.
Στους πύργους των ουράνιών μου θόλων η αστραπή,
– ο τιμονιέρης μου ο λαμπρός – ψηλά ’ναι καθισμένη·
με χειροπέδες η Βροντή, σε μια σπηλιά κάτω από ’κεί,
τινάζεται παλεύοντας και ρυάζει μανιασμένη.
Πάνω από Γη κι Ωκεανό με κίνηση απαλή
ο άξιος τιμονιέρης μου μακριά με ταξιδεύει
και κάθε Πνεύμα στο βυθό της πορφυρένιας θάλασσας
με της Αγάπης τα τρελά παιχνίδια τον γητεύει.
Πάνω από λόφους και γκρεμνούς, ρυάκια αστραφτερά
πεδιάδες ολοπράσινες και λίμνες μ’ οδηγάει·
κάτω απ’ τα τραχιά βουνά, ή και ποτάμια φιδωτά
όπου κι αν νείρεται ότι ζει το πνεύμα που αγαπάει·
κι εγώ το γέλιο χαίρομαι του γαλανού Ουρανού
όλη την ώρα που αυτός βροχή γύρω σκορπάει.
Η ματωμένη Ανατολή με τα υγρά της μάτια
και τις πυρές φτερούγες της, που με καμάρι απλώνει,
στην πουπουλένια ράχη μου πηδάει χαρωπή,
όταν τ’ αστέρι της Αυγής αρχίζει να θαμπώνει.
Όμοια στα δόντια ενός βουνού γυμνού, κομματιασμένου,
που ο χεροδύναμος Σεισμός κουνάει τα θέμελά του,
ένας αητός περήφανος καθίζει μια στιγμή,
μέσα στο φως που χύνουνε τα ολόχρυσα φτερά του.
Κι όταν από τη θάλασσα τη φωτισμένη κάτω
τη γαληνιά και το θερμό πόθο ανασαίνει η Δύση
και πριν βραδιάσει, ο ουρανός απ’ τ’ άμετρά του βάθη
θα ρίξει πέπλο ρόδινο τα πάντα να τυλίξει,
σαν περιστέρι που κλωσσά διπλώνω τα φτερά
και γέρνω να ξεκουραστώ στην αερένια μου φωλιά.
Εκείνη η κόρη η στρογγυλή, γεμάτη άσπρη φωτιά,
που οι θνητοί βαφτίσανε με τ’ όνομα ‘‘Σελήνη’’,
φεγγόβολη αργογλιστρά στο πουπουλένιο δώμα μου
που η αύρα του μεσονυχτιού στο διάβα της μού στήνει.
Και κάθε που το πόδι της τ’ αόρατο αγγίζει,
έτσι ελαφρά, που μοναχά οι Άγγελοι τ’ ακούνε,
της αραχνένιας στέγης μου, το υφάδι ξεκλωνίζει
και λάμπουνε πίσ’ απ’ αυτήν τ’ άστρα που αναβοσβηούνε·
κι όπως στριφογυρίζουνε τα βλέπω και γελάω,
γιατί σαν σμάρι μέλισσες χρυσόφτερες σβουρίζουν
κι απ’ τις σκισμάδες τις πλατιές της ανεμόχτιστης σκηνής,
θάλασσες, λίμνες, ήμερα ποτάμια λαμπυρίζουν,
λες και κορδέλες έπεσαν απ’ τα ύψη τ’ ουρανού
κι είναι λουσμένες με το φως του ασημοφεγγαριού.
Δένω με ζώνη πύρινη του ήλιου το θρονί·
μαργαριτάρια το φεγγάρι ζώνουν·
κι όταν αγέρας ξεδιπλώνει τη σημαία μου,
τ’ άστρα τρεκλάν, τα ηφαίστεια θολώνουν.
Ηλιόστεγη μια γέφυρα στ’ ακρόκορφα περνώ·
κάτω τα κύματα άγρια βογγάνε·
μα, η γέφυρά μου, κρεμαστή, στέκει εκεί ψηλά
και τα βουνά, κολόνες, την κρατάνε.
Η θριαμβευτική αυτή αψίδα που περνώ
με κεραυνούς, φωτιά, χαλάζι, χιόνι,
όταν τη δύναμη του αγέρα δένω στο άρμα μου,
είναι τ’ ουράνιου τόξου η ζώνη·
την ύφανε η πυρόσφαιρα, μυριόχρωμη κι η γη
φρεσκολουσμένη τού χαμογελούσε χαρωπή.
Είμαι τ’ ακριβοπαίδι εγώ της Γης και του Νερού
κι από τους Ουρανούς γαλουχημένο·
περνώ απ’ τους πόρους της ακτής και του ωκεανού,
αλλάζω σχήματα, μα δεν πεθαίνω·
γιατί, έπειτ’ από τη βροχή, όταν τον ουρανό,
κηλίδες σκοτεινές δεν αμαυρώνουν
κι οι άνεμοι κι οι ηλιαχτίδες με τις λάμψεις τους
αιθέριο, γαλανό θόλο υψώνουν,
εγώ γελάω για το κενοτάφι μου
κι από το άντρο βγαίνω της βροχής αγάλι,
σαν από μητρική κοιλιά, σαν από τάφου φάντασμα
κι υψώνομαι στον ουρανό και τον γκρεμίζω πάλι.
Μετάφραση: Μερόπη Οικονόμου
Μετάφραση: Κώστας Παπαδάκης
εγώ φέρνω απ’ τις θάλασσες κι από τους ποταμούς·
ίσκιο απαλό ρίχνω σε φύλλα που καταμεσήμερο
σε κόσμους ταξιδεύουνε ονείρων μαγικούς
τινάζω τις φτερούγες μου κι οι δροσοστάλες μου
ξυπνάνε τα μπουμπούκια που μ’ αγάπη κλείνει
στην αγκαλιά της, για να τα κοιμήσει η Μάνα Γη,
καθώς γύρω απ’ τον ήλιο το χορό της στήνει.
Το καμουτσί του χαλαζιού που άγρια μαστιγώνει
τινάζω και τις πράσινες πεδιάδες τις λευκαίνω
κι έπειτα το διαλυώ ξανά σε δροσερή βροχή
και βροντερό το γέλιο μου ηχεί καθώς διαβαίνω.
Σκορπάω το χιόνι στα βουνά ψιλοκοσκινισμένο
και ξαφνιασμένα τα τρανά πεύκα βαριοστενάζουν
κι είναι για μένα ολονυχτίς λευκό το προσκεφάλι,
όταν σφιχτά οι άνεμοι στον ύπνο μ’ αγκαλιάζουν.
Στους πύργους των ουράνιών μου θόλων η αστραπή,
– ο τιμονιέρης μου ο λαμπρός – ψηλά ’ναι καθισμένη·
με χειροπέδες η Βροντή, σε μια σπηλιά κάτω από ’κεί,
τινάζεται παλεύοντας και ρυάζει μανιασμένη.
Πάνω από Γη κι Ωκεανό με κίνηση απαλή
ο άξιος τιμονιέρης μου μακριά με ταξιδεύει
και κάθε Πνεύμα στο βυθό της πορφυρένιας θάλασσας
με της Αγάπης τα τρελά παιχνίδια τον γητεύει.
Πάνω από λόφους και γκρεμνούς, ρυάκια αστραφτερά
πεδιάδες ολοπράσινες και λίμνες μ’ οδηγάει·
κάτω απ’ τα τραχιά βουνά, ή και ποτάμια φιδωτά
όπου κι αν νείρεται ότι ζει το πνεύμα που αγαπάει·
κι εγώ το γέλιο χαίρομαι του γαλανού Ουρανού
όλη την ώρα που αυτός βροχή γύρω σκορπάει.
Η ματωμένη Ανατολή με τα υγρά της μάτια
και τις πυρές φτερούγες της, που με καμάρι απλώνει,
στην πουπουλένια ράχη μου πηδάει χαρωπή,
όταν τ’ αστέρι της Αυγής αρχίζει να θαμπώνει.
Όμοια στα δόντια ενός βουνού γυμνού, κομματιασμένου,
που ο χεροδύναμος Σεισμός κουνάει τα θέμελά του,
ένας αητός περήφανος καθίζει μια στιγμή,
μέσα στο φως που χύνουνε τα ολόχρυσα φτερά του.
Κι όταν από τη θάλασσα τη φωτισμένη κάτω
τη γαληνιά και το θερμό πόθο ανασαίνει η Δύση
και πριν βραδιάσει, ο ουρανός απ’ τ’ άμετρά του βάθη
θα ρίξει πέπλο ρόδινο τα πάντα να τυλίξει,
σαν περιστέρι που κλωσσά διπλώνω τα φτερά
και γέρνω να ξεκουραστώ στην αερένια μου φωλιά.
Εκείνη η κόρη η στρογγυλή, γεμάτη άσπρη φωτιά,
που οι θνητοί βαφτίσανε με τ’ όνομα ‘‘Σελήνη’’,
φεγγόβολη αργογλιστρά στο πουπουλένιο δώμα μου
που η αύρα του μεσονυχτιού στο διάβα της μού στήνει.
Και κάθε που το πόδι της τ’ αόρατο αγγίζει,
έτσι ελαφρά, που μοναχά οι Άγγελοι τ’ ακούνε,
της αραχνένιας στέγης μου, το υφάδι ξεκλωνίζει
και λάμπουνε πίσ’ απ’ αυτήν τ’ άστρα που αναβοσβηούνε·
κι όπως στριφογυρίζουνε τα βλέπω και γελάω,
γιατί σαν σμάρι μέλισσες χρυσόφτερες σβουρίζουν
κι απ’ τις σκισμάδες τις πλατιές της ανεμόχτιστης σκηνής,
θάλασσες, λίμνες, ήμερα ποτάμια λαμπυρίζουν,
λες και κορδέλες έπεσαν απ’ τα ύψη τ’ ουρανού
κι είναι λουσμένες με το φως του ασημοφεγγαριού.
Δένω με ζώνη πύρινη του ήλιου το θρονί·
μαργαριτάρια το φεγγάρι ζώνουν·
κι όταν αγέρας ξεδιπλώνει τη σημαία μου,
τ’ άστρα τρεκλάν, τα ηφαίστεια θολώνουν.
Ηλιόστεγη μια γέφυρα στ’ ακρόκορφα περνώ·
κάτω τα κύματα άγρια βογγάνε·
μα, η γέφυρά μου, κρεμαστή, στέκει εκεί ψηλά
και τα βουνά, κολόνες, την κρατάνε.
Η θριαμβευτική αυτή αψίδα που περνώ
με κεραυνούς, φωτιά, χαλάζι, χιόνι,
όταν τη δύναμη του αγέρα δένω στο άρμα μου,
είναι τ’ ουράνιου τόξου η ζώνη·
την ύφανε η πυρόσφαιρα, μυριόχρωμη κι η γη
φρεσκολουσμένη τού χαμογελούσε χαρωπή.
Είμαι τ’ ακριβοπαίδι εγώ της Γης και του Νερού
κι από τους Ουρανούς γαλουχημένο·
περνώ απ’ τους πόρους της ακτής και του ωκεανού,
αλλάζω σχήματα, μα δεν πεθαίνω·
γιατί, έπειτ’ από τη βροχή, όταν τον ουρανό,
κηλίδες σκοτεινές δεν αμαυρώνουν
κι οι άνεμοι κι οι ηλιαχτίδες με τις λάμψεις τους
αιθέριο, γαλανό θόλο υψώνουν,
εγώ γελάω για το κενοτάφι μου
κι από το άντρο βγαίνω της βροχής αγάλι,
σαν από μητρική κοιλιά, σαν από τάφου φάντασμα
κι υψώνομαι στον ουρανό και τον γκρεμίζω πάλι.
Μετάφραση: Μερόπη Οικονόμου
Μετάφραση: Κώστας Παπαδάκης