Ο Μικρός Πρίγκιπας: «Αντίο», είπε η αλεπού. «Να το μυστικό μου. Είναι πολύ απλό: Μόνο με την καρδιά βλέπεις αληθινά. Την ουσία δεν τη βλέπουν τα μάτια»

Μολιέρος (Molière)

«Ο Ταρτούφος» (1664)

Μολιέρος (Molière)

«Ο κατά φαντασίαν ασθενής» (1673)

Μολιέρος (Molière)

«Ο αρχοντοχωριάτης» (1670)

Μολιέρος (Molière)

«Ντον Ζουάν» (1665)

Ουίλλιαμ Σαίξπηρ

«Όνειρο Θερινής Νυκτός»

Ουίλλιαμ Σαίξπηρ

«Ρωμαίος και Ιουλιέτα»

Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα

«Ματωμένος Γάμος»

Αντουάν Ντε Σαιντ- Εξυπερύ

«Ο μικρός πρίγκηπας»

Αντόν Τσέχωφ

«Ένας αριθμός»

Ντάριο Φο

«Ο τυχαίος θάνατος ενός Αναρχικού»

Ευγένιος Ιονέσκο

«Ρινόκερος»

Έντγκαρ Άλαν Πόε

«Ιστορίες αλλόκοτες»

Μπέρτολτ Μπρεχτ

«Αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι»

721 Ποιητές - 8.160 Ποιήματα

Επιλογή της εβδομάδας..

Οδυσσέας Ελύτης, «Το Μονόγραμμα»

Θά πενθώ πάντα -- μ’ακούς; -- γιά σένα, μόνος, στόν Παράδεισο Ι Θά γυρίσει αλλού τίς χαρακιές  Τής παλάμης, η Μοίρα, σάν κλειδούχο...

Βιογραφία: Μαρία Πολυδούρη (1902-1930)

Η γέννηση και ο θάνατος της Μαρίας Πολυδούρη υπήρξαν άρρηκτα συνδεδεμένα με την εποχή της Άνοιξης. Κόρη της πιο κίβδηλης μέρας του χρόνου, γεννήθηκε την πρωταπριλιά του 1902 στην Καλαμάτα («Ήμουν το πρωτολούλουδο του Απρίλη») και άφησε την τελευταία της πνοή στην ηλικία των 28 ετών, τα ξημερώματα της 29ης Απριλίου του 1930, στην κλινική Χρηστομάνου, παραδομένη στην ασθένεια της φυματίωσης, η οποία την ταλάνιζε από το 1927. «Θα πεθάνω μιαν αυγούλα μελαγχολική τ’ Απρίλη» γράφει η Πολυδούρη –ενορατικά
ίσως- στο ποίημα της «Σαν πεθάνω».

Ποιήτρια της νεορομαντικής σχολής, η Μαρία Πολυδούρη, στα 14 της χρόνια (1916) δημοσίευσε το πρώτο της ποίημα στο περιοδικό «Οικογενειακός Αστήρ», ένα πεζοτράγουδο με τίτλο «Ο πόνος της μάνας». Μέχρι τον θάνατο της, εξέδωσε συνολικά δύο ποιητικές συλλογές με τους τίτλους «Τρίλιες Που Σβήνουν» και «Ηχώ Στο Χάος», ενώ έχουν διασωθεί και πολλά ανέκδοτα ποιήματα της όπως το «Ποιος ξέρει» και το «Εμένα τα τραγούδια μου ήταν μόνο για κείνον».

Το 1918 αποφοίτησε από το σχολείο και διορίστηκε στη Νομαρχία Μεσσηνίας ενώ το έτος 1920 υπήρξε καταλυτικό, καθώς μέσα σε διάστημα 40 ημερών έχασε τον πατέρα της και ύστερα τη μητέρα της. Σε σχέση με το γεγονός της απώλειας της μητέρας της, η ποιήτρια δεν μπόρεσε ποτέ να συμφιλιωθεί με τις τύψεις που προέρχονταν από το ότι ήταν απούσα κατά τον θάνατο της «..δεν σ ένιωσα πριν να σε χωριστώ, μα η θύμηση σου ακέρια που μου μένει, μου δείχνει εμένα, εκεί να εξιλαστώ για πάντα θλιβερή μετανοιωμένη». 

Το 1921 η Πολυδούρη μετατέθηκε στη Νομαρχία Αθηνών και γράφτηκε στη Νομική Σχολή, από την οποία δεν αποφοίτησε ποτέ. 

Τον  Γενάρη του 1922 ο δρόμος της διασταυρώθηκε με έναν από τους σημαντικότερους νεοέλληνες ποιητές, τον Κώστα Καρυωτάκη, επίσης υπάλληλο τότε στη Νομαρχία Αθηνών, όπου και γνωρίστηκαν. Η πολυκύμαντη και σύντομη σχέση της Πολυδούρη με τον Καρυωτάκη θα αποδειχτεί καθοριστική για την μετέπειτα πορεία της τόσο σε σχέση με την ποίηση της όσο και σε σχέση με την πορεία της ίδιας της της ζωής. 

Το 1925 και αφού η σχέση της με τον Καρυωτάκη είχε οδηγηθεί σε αδιέξοδο, αρραβωνιάστηκε τον νεαρό δικηγόρο Αριστοτέλη Γεωργίου ενώ παράλληλα φοίτησε στη δραματική σχολή του Εθνικού αφού πρώτα εγκατέλειψε τη Νομική. 

Το 1926 έφυγε αιφνιδιαστικά για το Παρίσι, από όπου διέλυσε τον αρραβώνα της με τον Γεωργίου. 

Το 1928 επέστρεψε στην Αθήνα προσβεβλημένη από τη νόσο της φυματίωσης και νοσηλεύτηκε στο νοσοκομείο «Σωτηρία», ενώ το ίδιο εκείνο έτος εξέδωσε τη συλλογή «Οι Τρίλιες Που Σβήνουν». 

Το 1929 και ενώ βρισκόταν ακόμα στο «Σωτηρία», εξέδωσε τη συλλογή «Ηχώ του Χάους». Πέθανε σχεδόν ένα χρόνο μετά. Κάποιοι μελετητές της υποστηρίζουν πως ο θάνατος της ήταν στην πραγματικότητα αυτοκτονία με ενέσεις μορφίνης (δύο περίπου χρόνια μετά την αυτοκτονία του Καρυωτάκη).

Η ποίηση της Πολυδούρη αφήνει να διαφανούν οι νεορομαντικές και νεοσυμβολιστικές κυρίως επιρροές της, ενώ το κύριο γνώρισμα της είναι η λυρικότητα που διαποτίζει το έργο της. Η ποιητική της φωνή διαπνέεται από υπέρογκη ευαισθησία και γνήσια μουσικότητα παρόλο που «αδυνατεί και κυρίως αδιαφορεί να υποτάξει τον χειμαρρώδη λυρισμό της σε συμμετρικά σχήματα».

Με στίχο άναρχο, άνισο και σχεδόν πάντα ανεπεξέργαστο ως προς την λεπτομέρεια, τα ποιήματα της αποτελούν φλεγόμενα δοχεία που κλείνουν μέσα τους την ιδέα του άπιαστου ιδανικού, του έρωτα, του θανάτου, της πλάνης και του διηνεκούς και σπαρακτικού ανικανοποίητου. Φαντάζει μόνο φυσιολογικό το γεγονός ότι αδυνατεί να δώσει συμμετρική μορφή στην ασίγαστη τρικυμία που υποθάλπεται και γιγαντώνεται μέσα της, «Το νεκρό που χω μέσα μου περήφανα και στοργικά μαζί μου θα τον πάρω. Θα μια χαρωπή, σα μυστικόπαθη θα μια μία αποσταλμένη από το Χάρο…. Έπειτα ένα τραγούδι θα ζητήσουνε μήπως σε μια χλωμή χαρά ελπίσουν, μα τόσο αληθινό θα ΄ν΄ το τραγούδι μου που σαστισμένοι θα σιωπήσουν». Το συγκινησιακό κρεσέντο που ανθίζει μέσα στα ποιήματα της, είναι και αυτό που καλύπτει τις τυχόν τεχνικές της αδυναμίες.  

Η ποίηση για την Πολυδούρη δεν αποτελεί απλά μέσο έκφρασης αλλά την ίδια της την ουσία, την γνήσια ταυτότητα της, την ίδια την ανάσα της.

Η κάθε εμπειρία που αποθησαυρίζει μέσα στα πλαίσια της σύντομης ζωής της μετουσιώνεται σε γραπτό λόγο. Όσα γεγονότα την στιγμάτισαν, ακατέργαστα περνούν μέσα από την εσωτερική της υψικάμινο και ρευστοποιούνται σε συναίσθημα, σε λόγια που ρέουν. Γράφει σχετικά ο κριτικός και ποιητής Ανδρέας Καραντώνης πως η ψυχή της Πολυδούρη ήταν «ένα συντριβάνι αιμάτων και δακρύων».

Το σημαντικότερο ίσως γεγονός που φαίνεται να προσδιορίζει σε μεγάλο βαθμό την ποίηση της, είναι ο έρωτας της για τον Κώστα Καρυωτάκη και η σύντομη σχέση της με τον πεισιθάνατο ποιητή. 

Τον Ιούνιο του 1922, κάποιους μήνες ύστερα από την γνωριμία τους, ο Καρυωτάκης πληροφορεί την Πολυδούρη ότι πάσχει από σύφιλη και πως κατά συνέπεια η σχέση τους δεν θα μπορούσε να συνεχιστεί. Η Πολυδούρη προτείνει στον Καρυωτάκη να παντρευτούν χωρίς να κάνουν παιδιά. Εκείνος αρνείται και εκείνη εκλαμβάνει το επιχείρημα της ασθένειας του σαν πρόφαση από μέρους του προκειμένου να την απομακρύνει από κοντά του.

Η δημοσιογράφος και συγγραφέας Λίλη Ζωγράφου γράφει σχετικά «..Ποτέ η Μαρία Πολυδούρη που αγάπησε τόσο παράφορα τον Καρυωτάκη, δεν τον αγάπησε τόσο όσο πόνεσε για τον χαμό του… Ήξερε τη ζωή γνώριζε τους ανθρώπους και τους άντρες. Κι όσο πιο πολύ γνώριζε και πλούταινε, τόσο κι ο ποιητής ανέβαινε στη συνείδησή της και γινότανε ασύγκριτος και αναντικατάστατος…». Η αυτοκτονία του Καρυωτάκη πέφτει πάνω στην εύθραυστη ψυχοσύνθεση της Πολυδούρη σαν όξινη μπογιά που βάφει με τρόπο πιο έντονο, πιο αδιάλλακτο και πιο ανυποχώρητο το εγγενές μαύρο πέπλο που καλύπτει την ποίηση της. Η μορφή του Καρυωτάκη χαράσσεται πάνω στα περισσότερα ποιήματα της Πολυδούρη μέχρι το τέλος της ζωής της «Νέε, με την άχρωμη ματιά, με το σφιγμένο στόμα, η θλίψη σου έκαμε ν ανθίσει η σκοτεινή καρδιά μου».

Το ίδιο ανυπότακτη όπως και στην ποίηση της η Πολυδούρη ήταν και σαν προσωπικότητα. Αποστρέφεται την ιδέα των συμβιβασμένων γυναικών της εποχής της, ενώ οι προκαταλήψεις της ανδροκρατούμενης τότε κοινωνίας τρέφουν και ωθούν το ενδιαφέρον της σχετικά με την γυναικεία χειραφέτηση.

Είναι εγχείρημα ακατόρθωτο το να δώσει κανείς μέσα σε λίγες λέξεις το στίγμα μιας προσωπικότητας όπως η Πολυδούρη, μιας γυναίκας που στα χέρια της το συναίσθημα γινόταν πηλός για την ειλικρίνεια και τον γνήσιο συναισθηματισμό των ποιημάτων της. Αποτελούν όμως αυτές οι λίγες λέξεις μια απόδειξη πως ποιητές όπως η Πολυδούρη και ο Καρυωτάκης, ποιητές που τόσο φιλοξένησαν τον θάνατο μέσα στα ποιήματα τους, εν τέλει μέσω του έργου τους τον αφόρισαν, τον νίκησαν, ακινητοποιώντας με έναν τρόπο την δίνη του φθοροποιού χρόνου.



Αποφθέγματα Μαρίας Πολυδούρη

Αντώνης Σαμαράκης (1919-2003)

«Το άγγελμα της ημέρας»

Μην πεις ποτέ σου: «Είναι αργά!» κι αν χαμηλά έχεις πέσει. κι αν λύπη τώρα σε τρυγά κι έχεις βαθιά πονέσει.

Κι αν όλα μοιάζουν σκοτεινά κι έρημος έχεις μείνει. μην πεις ποτέ σου: «Είναι αργά!» -τ' ακούς;- ό,τι  κι αν γίνει

 
 
𝓜πάμπης 𝓚υριακίδης