Ο Μικρός Πρίγκιπας: «Αντίο», είπε η αλεπού. «Να το μυστικό μου. Είναι πολύ απλό: Μόνο με την καρδιά βλέπεις αληθινά. Την ουσία δεν τη βλέπουν τα μάτια»

Μολιέρος (Molière)

«Ο Ταρτούφος» (1664)

Μολιέρος (Molière)

«Ο κατά φαντασίαν ασθενής» (1673)

Μολιέρος (Molière)

«Ο αρχοντοχωριάτης» (1670)

Μολιέρος (Molière)

«Ντον Ζουάν» (1665)

Ουίλλιαμ Σαίξπηρ

«Όνειρο Θερινής Νυκτός»

Ουίλλιαμ Σαίξπηρ

«Ρωμαίος και Ιουλιέτα»

Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα

«Ματωμένος Γάμος»

Αντουάν Ντε Σαιντ- Εξυπερύ

«Ο μικρός πρίγκηπας»

Αντόν Τσέχωφ

«Ένας αριθμός»

Ντάριο Φο

«Ο τυχαίος θάνατος ενός Αναρχικού»

Ευγένιος Ιονέσκο

«Ρινόκερος»

Έντγκαρ Άλαν Πόε

«Ιστορίες αλλόκοτες»

Μπέρτολτ Μπρεχτ

«Αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι»

721 Ποιητές - 8.160 Ποιήματα

Επιλογή της εβδομάδας..

Οδυσσέας Ελύτης, «Το Μονόγραμμα»

Θά πενθώ πάντα -- μ’ακούς; -- γιά σένα, μόνος, στόν Παράδεισο Ι Θά γυρίσει αλλού τίς χαρακιές  Τής παλάμης, η Μοίρα, σάν κλειδούχο...

Ομήρου Οδύσσεια, «Ραψωδίες Α-Κ» 1ο Μέρος

Ομήρου Οδύσσεια
1ο Μέρος     2ο Μέρος     3οΜέρος
Τηλεμάχεια
Ραψωδία α
Θεών αγορά. Αθηνάς παραίνεσις προςΤηλέμαχον. 
Μνηστήρων ευωχία.

{Μετάφραση Αργύρη Εφταλιώτη (1849–1923)}

  Τον άντρα τον πολύπραγο τραγούδησέ μου, ω Μούσα,
που περισσά πλανήθηκε, σαν κούρσεψε τής Τροίας
το ιερό κάστρο, και πολλών ανθρώπων είδε χώρες
κι έμαθε γνώμες, και πολλά στα πέλαα βρήκε πάθια,

5 για μία ζωή παλεύοντας και γυρισμό συντρόφων.
Μα πάλε δεν τους γλύτωσε, κι αν το ποθούσε, εκείνους,
τι από δική τους χάθηκαν οι κούφιοι αμυαλωσύνη,
τού Ήλιου τού Υπερίονα σαν έφαγαν τα βόδια,
κι αυτός τους πήρε τη γλυκειά τού γυρισμού τους μέρα.

10 Απ' όπου αν τα 'χης, πές μας τα, ω θεά, τού Δία κόρη.
Όλοι που τότες τον πολύ το χαλασμό ξεφύγαν
γυρίσανε, από πόλεμο και θάλασσα σωσμένοι,
και μόνο εκειόνε, σπιτικό και ταίρι στερημένο,
η Καλυψώ η τρισέμορφη θεά τόνε κρατούσε,

15 γιατί άντρα της τον ήθελε στις βαθουλές σπηλιές της.
Μα ο γύρος σαν τελέστηκε των χρόνων, κι ήρθε η ώρα,
που τό 'χανε οι θεοί γραφτό στο Θιάκι να ξανάρθη
στο σπιτικό του, μήτ' εκεί δεν τού 'λειψαν οι αγώνες,
και σε δικούς κοντά. Κι οι θεοί τον συμπονούσαν όλοι,

20 εξόν τον Ποσειδώνα· αυτός βαριά ήταν χολωμένος
με το Δυσσέα το θεϊκό, στον τόπο του πριν φτάση.
Βρισκόταν στους Αιθίοπες ο Ποσειδώνας τότες,
που ζούνε μοιραστοί μακριά ατού κόσμου τις ακρούλες,
ατού Ηλιού το βούλημα οι μισοί, στ' ανάβλεμμά του οι άλλοι,

25 για να δεχτή εκατοβοδιά από ταύρους και κριάρια.
Εκεί γλυκοξεφάντωνε· οι θεοί ως τόσο οι άλλοι
στους πύργους μαζωχτήκανε τού Δία τού Ολυμπήσου,
κι ομπρός τους, όλων των θεών κι ανθρώπων ο πατέρας
άνοιξε λόγο, τι στο νου ξανάρθε του ο μεγάλος
ο Αίγιστος, που ο ξακουστός τον έκοψε ο Ορέστης,

30 τού Αγαμέμνου ο γιος. Εκειόν ο Δίας ανιστορώντας,
στους άλλους τους αθάνατους αυτά τα λόγια κρένει·
«Αλλοί, και πώς γυρεύουνε παντοτινά οι ανθρώποι
να ρίχτουνε το φταίξιμο σ' εμάς για τα δεινά τους,
και λένε εμείς τα φέρνουμε· μα από δική τους τύφλα

35 παθαίνουν πέρα απ' το γραφτό· να, ο Αίγιστος, που πήρε
το ταίρι τού Αγαμέμνονα, και που στο γυρισμό του
χαλνάει κι εκείνονε· από πριν το γνώριζε τι μέγα
κακό θα τού 'ρθη, γιατί εμείς μηνύσαμέ του τότες
με τον αγρυπνομάτη Ερμή, μηδέ να τόνε κόψη,

40 μηδέ το ταίρι να ζητάη· γιατί θα γδικιωθή του
σα μεγαλώση και ποθή τον τόπο του ο Ορέστης.
Καλόγνωμα τού τα 'πε ο Ερμής, Μα ο Αίγιστος ν' ακούση
δεν ήθελε, και μαζωχτά τα πλέρωσε κατόπι.»
Κι η γαλανόματη Αθηνά τού απολογιέται τότες·

45 «Πατέρα μας, τού Κρόνου γιε, των βασιλιάδων πρώτε,
βέβαια τού άξιζε εκεινού τέτοιος χαμός να τού 'ρθη·
τα ίδια ας πάθη όποιος κακά παρόμοια πράξη κι άλλος.
Εγώ 'μως για το γνωστικό Οδυσσέα χολοσκάνω,
τον άμοιρο, που από δικούς μακρόθε τυραννιέται

50 σε κυματόζωστο νησί, στης θάλασσας τ' αφάλι,
νησί δεντράτο, που θεά την κατοικιά της έχει,
η κόρη τού κακόγνωμου τού Άτλαντα, που ξέρει
τής θάλασσας τα τρίσβαθα, και με μακριές κολώνες
από τη γης τον ουρανό φυλάει ξεχωρισμένο.

55 Εκείνου η κόρη τον κρατάει το δύστυχο στα δάκρυα,
και με γλυκειές μαγεύει τον κουβέντες, να ξεχάση
τον τόπο του· μα πάλε αυτός, και τον καπνό μονάχα
να θώρειε τής πατρίδας του σαν αλαφροανεβαίνη,
κι ας πέθαινε· μα μήτ' εσύ, Ολυμπήσε, δε σπλαχνιέσαι.

60 Τάχα δε σε τιμούσε αυτός στη διάπλατη Τρωάδα,
σιμά στα πλοία των Αργιτών με περισσές θυσίες ;
τι τόσο, ω Δία, τώρα εσύ με το Δυσσέα κακιώνεις ;»
Κι ο Δίας τής αποκρένεται ο συννεφομαζώχτης·
«Τί λόγο από τ' αχείλι σου ξεστόμισες, παιδί μου ;

65 Ποιός το 'πε εγώ πως λησμονώ το θεϊκό Οδυσσέα,
που πρώτος είναι απ' τους θνητούς στο νου και στις θυσίες
προς τους αθάνατους θεούς που ορίζουνε τα ουράνια ;
Ο Ποσειδώνας είν' ο θεός, τής γης ο περιζώστης,
που πάθος του έχει ανέσβεστο, τι χάλασε το μάτι

70 τού ισόθεου τού Πολύφημου, τού πρώτου των Κυκλώπων
στη δύναμη· τής Θόωσας είναι παιδί, τής νύφης,
κόρης τού Φόρκυνα, άρχοντα τού ατρύγητου πελάγου,
που ο Ποσειδώνας σε βαθειές σπηλιές αγκάλιασέ την.
Από τα τότε ο σαλευτής τής γης ο Ποσειδώνας

75 κι α δεν τόνε θανάτωσε, Μα τον πλανάει στα ξένα
τον Οδυσσέα. Όμως καιρός εμείς να στοχαστούμε
πώς να 'ρθη στην πατρίδα του· θα πάψη την οργή του
ο Ποσειδώνας· δεν μπορεί στο πείσμα μας, κι αγνάντια
τόσων αθάνατων αυτός ν' αντισταθή μονάχος.»

80 Κι η γαλανόματη η θεά τού απολογήθη τότες·
«Πατέρα μας, τού Κρόνου γιε, των βασιλιάδων πρώτε,
στους τρισμακάριστους θεούς αυτό αν αρέση τώρα,
να ξαναρθή στο σπίτι του ο παράξιος Οδυσσέας
ο Αργοφονιάς Ερμής ας πάη μηνύτορας δικός μας,

85 στης Ωγυγίας το νησί, για να μηνύση αμέσως
τής ωριοπλέξουδης θεάς την άσφαλτη βουλή μας,
ο Οδυσσέας ο άτρομος στη γης του να γυρίση.
Εγώ στο Θιάκι πάω, καρδιά περσότερη να δώσω
τού γιου του εκεί, κι απόφαση να βάλω στην ψυχή του,

90 να πη τους μακρομάλληδες Αχαιούς να μαζωχτούνε,
και τους μνηστήρες ολονούς ν' αποκηρύξη ομπρός τους,
που σφάζουν κι όλο σφάζουνε τα βοδοπρόβατά του.
Κατόπι στην αμμουδερή την Πύλο και στη Σπάρτη
τον παίρνω, κι ίσως τού γονιού το γυρισμό εκεί μάθη,

95 κι έτσι μάς βγάλη κι όνομα λαμπρό μες στους ανθρώπους.»
Είπε, και σάνταλα έδεσε στα πόδια της πανώρια,
αχάλαστα κι ολόχρυσα, που πεταχτά τη φέρνουν
από στεριές και θάλασσες σα φύσημα τού ανέμου·
πήρε κοντάρι δυνατό με μύτη ακονισμένη,

100 βαρύ, μεγάλο και στεριό· με δαύτο ηρώους άντρες
σωρούς δαμάζει αν οργιστή τού φριχτού Δία η κόρη.
Από του Ολύμπου χύμιξε τα κορφοβούνια τότες
στο Θιάκι, κι ομπρός στάθηκε στις θύρες του Οδυσσέα,
πάς στο κατώφλι τής αυλής, κρατώντας στην παλάμη

105 το χάλκινο κοντάρι της, και μοιάζοντας με ξένο,
το Μέντορα το βασιλιά τής Τάφος. Εκεί βρήκε
και τους μνηστήρες τους τρανούς· γλεντίζανε με σκάκι
ομπρός στις θύρες σε προβιές βοδιώνε καθισμένοι,
που ίδιοι τους τα σφάξανε· κι ολόγυρά τους πλήθος
παραστεκόνταν κήρυκες και πρόθυμα κοπέλια,

110 που άλλοι με το κρασί νερό μες στα κροντήρια σμίγαν,
άλλοι τραπέζια πλένανε με τρυπητά σφουγγάρια,
και στρώνανέ τα· κι άλλοι τους τα κρέατα μοιράζαν.
Κι ο θεόμορφος Τηλέμαχος την είδε πρώτος πρώτος.
στο πλάγι τους καθότανε με σπλάχνα ταραγμένα

115 και μες στο νου του λόγιαζε τον ξέλαμπρο γονιό του,
αν θα 'ρχουνταν ποτέ μαθές να τους σκορπίση ετούτους
από τους πύργους, κι ίδιος του να βασιλεύη πάλε
με τα δικά του τα καλά. Αυτά 'χοντας στο νου του
σιμά στους άλλους, μάτιασε την Αθηνά, και πήγε
ίσια στα ξώθυρα, επειδής ντρεπότανε ν' αφήση

120 ξένο να πολυστέκεται στη θύρα· ομπρός του 'στάθη,
πιάνει το χέρι το δεξί, τού παίρνει το κοντάρι
το χάλκινο, και τού λαλεί με φτερωμένα λόγια·
  «Καλώς τον ξένο· εσύ απ' εμάς θα φιλευτής, και κάλλιο
πρώτα στο δείπνο, κι ύστερα μάς κρένεις ό,τι ορίζεις.»

125 Είπε, και πήγε αυτός ομπρός, κι η Αθηνά ακλουθούσε.
και μέσα στ' αψηλόχτιστο παλάτι σάνε μπήκαν,
παίρνει και στήνει σε μακριά κολώνα το κοντάρι,
σ' αρματοθήκη σκαλιστή, που κι άλλα εκεί κοντάρια
πολλά τού καρτερόψυχου τού Οδυσσέα στεκόνταν.
130 Σ' ένα θρονί την κάθισε πάς σ' απλωμένο τούλι,
θρονί πανώριο, πλουμιστό, κι ακουμποπόδι ομπρός της.
Πήρε κι αυτός σκαμνί λαμπρό, μακριά από τους μνηστήρες,
να μην τόνε πειράζη ο αχός τον ξένο, και δε νιώση
γλύκα φαγιού καθίζοντας με αγέρωχους ανθρώπους,

135 και για να μάθη αν ήξερε μαντάτα τού γονιού του.
και μπρίκι για το νίψιμο τους φέρνει τότε η βάγια,
ώριο, χρυσό, και χύνει τους στην αργυρή λεγένη
για να πλυθούν, και στρώνει τους το γυαλιστό τραπέζι.
Σεμνή κελάρισσα έφερε ψωμί και παραθέτει,

140 κι από τα καλοφάγια της τους έβαλε περίσσια·
μες στα πινάκια ο μοιραστής τα κρέατ' αραδιάζει,
και θέτει χρυσοπότηρα ομπροστά τους· κάθε λίγο
περνούσε ο κήρυκας κοντά και τους κρασοκερνούσε.
  Μπήκανε μέσα κι οι τρανοί μνηστήρες, και καθίσαν

145 αράδα σ' έδρες και σκαμνιά, και χύναν και σ' ετούτων
τα χέρια οι κήρυκες νερό, και σε πανέρια μέσα
οι παρακόρες σώρευαν ψωμί, και παλληκάρια
με το πιοτό στεφάνωναν τού καθενός κροντήρι.
Κι αυτοί άπλωναν τα χέρια τους στα φαγητά ομπροστά τους.

150 Κι από φαγί κι από πιοτό σα φράθηκε η καρδιά τους,
άλλα στο νου τους είχανε οι μνηστήρες· τα τραγούδια
και το χορό, χαρίσματα τού τραπεζιού σαν πού 'ναι·
λαμπρή κιθάρα ο κήρυκας παράδωσε στα χέρια
τού Φήμιου, που με το στανιό τραγούδαε στους μνηστήρες,

155 κι ώριο σκοπό τους άρχισε τις κόρδες της βαρώντας.
Λέει τότες ο Τηλέμαχος τής γαλανοματούσας
θεάς, κοντά της σκύβοντας, να μην ακούσουν οι άλλοι·
  «Τάχα θα κρίνης άπρεπο το τι θα πω, καλέ μου;
Αυτοί στο νου τους έχουνε κιθάρες και τραγούδια,

160 και τί τους μέλει; ξένο βιός απλέρωτα μασάνε,
του αντρού που τ' άσπρα κόκκαλα μες στις βροχές σαπίζουν
πάς σε στεριές, ή στ' αρμυρό κυλιούνται ίσως το κύμα.
Μιάς να τον έβλεπαν εκειόν να μπαίνη μες στο Θιάκι,
και θα παρακαλούσανε να 'ναι αλαφροί στα πόδια

165 κάλλιο, παρά στις φορεσές και στα χρυσάφια πλούσιοι.
Μα τώρα αδικοχάθηκε, και παργοριά δε φέρνει
όποιος μας λέει πως έρχεται, τι γυρισμό δεν έχει.
Ως τόσο, πές μου αληθινά, ποιός είσαι, κι αποπούθε ;

170 ποιοί 'ν' οι γονιοί σου, ο τόπος σου; με τί καράβι 'φάνης ;
οι ναύτες πώς σε φέρανε στο Θιάκι; ποιοί παινιένται
πως είναι; τι θαρρώ πεζός εδώ δε μας ορίζεις.
Πές μου και τούτο αληθινά να ξέρω· μάς πρωτόρθες,

175 ή να 'σαι φίλος πατρικός; τι κι άλλοι πολλοί ξένοι
μάς ήρθαν, όπως γύριζε κι εκειός ανάμεσό τους.»
  Τότες η γαλανόματη θεά τού απολογιέται·
«Όσα ρωτάς θα σου τα πω κι εγώ μ' αληθοσύνη.
Τού άξιου τού Αχίαλου παινιέμαι γιος πώς είμαι,

180 ο Μέντης, τώ θαλασσινών τής Τάφος βασιλέας·
με πλοίο μου στα μέρη αυτά και με συντρόφους ήρθα
τα πέλαγ' αρμενίζοντας προς τους ξενογλωσσίτες
τής Τέμεσης, με σίδερο, χαλκό απ' αυτούς να πάρω.

185 το πλοίο μένει σε ξοχή, παράοξω από την πόλη,
κάτω απ' το Νείο το σύδεντρο, ατού Ρείθρου το λιμάνι.
Εμείς δα φίλοι γονικοί λεγόμαστε απαρχήθες
ο ένας τού άλλου· πήγαινε και ρώτηξε το γέρο
ήρωα Λαέρτη· λένε αυτός πια δεν πατάει στην πόλη,

190 παρά μακριά στην εξοχή μονάχος τυραννιέται,
και γέρικη σπιτοκυρά θροφή τού παραθέτει,
η κούραση τα σκέλια του σαν πιάση, που με κόπο
τα σέρνει στον ανήφορο τού αμπελοχώραφού του.
Ήρθα, επειδής και λέχθηκε πώς στην πατρίδα του ήταν

195 ο κύρης σου· όμως οι θεοί τού κόβουνε το δρόμο.
Τι δεν απέθανε στη γης ο μέγας ο Οδυσσέας,
μόν' κάπου ακόμα ζωντανός στα πέλαγα κρατιέται,
σε κυματόζωστο νησί, που άντρες κακοί τον έχουν,
άγριοι, και με το ζόρι αυτοί τόνε βαστάνε πίσω.

200 Όμως σου προμαντεύω εγώ, καθώς στο νου μου μέσα
το βάλαν οι αθάνατοι, κι όπως θα βγει πιστεύω,
αν κι ούτε μάντης είμαι εγώ, κι ούτες απ' όρνια νιώθω,
να 'ρθη πια εκείνος στη γλυκειά πατρίδα δε θ' αργήση,
Μα και με σίδερα α δεθή· τρόπο θα βρει να φύγη,

205 γιατ' είναι πολυσόφιστος. Μα πές μου τώρα, γειά σου,
και ξήγησέ μου ξάστερα, παιδί του αν είσαι αλήθεια,
τού Οδυσσέα, τοσοδά μεγάλο παλληκάρι.
Παράξενα στην κεφαλή και στα λαμπρά τα μάτια
τού μοιάζεις· τι πολύ συχνά σμιγόμασταν οι δυό μας,

210 πριν ανεβή στην Τροία εκειός, που κι άλλοι Αργίτες τότες
από τους πρώτους κίνησαν με κουφωτά καράβια·
ένας τον άλλονα πια εμείς δεν είδαμε από τότες.»
  Κι ο γνωστικός Τηλέμαχος απολογήθη κι είπε·
«Ξένε, θα σου μιλήσω εγώ με περισσήν αλήθεια.

215 Εκείνου τέκνο η μάνα μου με λέει· εγώ τί ξέρω;
ποιός το δικό του το γονιό μπορεί να πι πώς ξέρει;
Μακάρι να 'μουνα παιδί καλότυχου πατέρα,
που τού 'ρχουνται τα γερατειά στο σπιτικό του μέσα.
Μα εμένα ο πιο κακότυχος στον κόσμο στάθη εκείνος

220 που λεν πώς είμαι τέκνο του, σαν που ρωτούσες τώρα.»
  Κι η γαλανόματη θεά γυρίζει και τού κρένει·
«δεν όρισαν αγνώριστη να μείνη η γενεά σου
οι θεοί, αφού σε γέννησε λεβέντη η Πηνελόπη.
Μα πές μου τώρα ξάστερα, και ξήγα μου κι ετούτο·

225 σαν τί τραπέζια να 'ναι αυτά; τί κόσμος; ποιά η ανάγκη;
τάχατες γάμος ή γιορτή; Βέβαια αυτά δεν είναι
συντροφικά. Με πόση δές αδιαντροπιά και θάρρος
δώ μέσα τρωγοπίνουνε. Θ' αγαναχτούσε ανίσως
ερχόταν άντρας γνωστικός κι άπρεπα τέτοια θώρειε.»

230 Κι ο γνωστικός Τηλέμαχος απολογήθη κι είπε·
«Μιάς και ρωτάς μου, ω ξένε, αυτά, και θες να τα κατέχης,
πλούσιο και τιμημένο αυτό το σπίτι πρέπει να 'ταν,
εκείνος όσο μέσα εδώ καθότανε· όμως τώρα,
αλλιώτικα οι κακόγνωμοι θεοί το βουληθήκαν,

235 που ανείδωτο τον έκαμαν όσο κανέναν άλλον·
και μήτε καν το τέλος του δε θα θρηνούσα, ανίσως
στο πλάγι των συντρόφων του χανότανε στην Τροία,
για από τον πόλεμο ύστερα, σε αγαπητές αγκάλες.
και τότες οι Παναχαιοί θα τού 'στηναν μνημούρι,

240 κι όνομα θα 'βγαζε λαμπρό ν' αφήση τού παιδιού του.
Μα τώρα οι Άρπυιες άδοξα τον έχουν αρπαγμένο·
ανάφαντος κι ανάκουστος μου γίνη, και μ' αφήκε
λύπες και δάκρυα· μήτ' αυτό μονάχα δε με δέρνει,
επειδής κι άλλα μού 'φεραν οι Ολυμπήσοι πάθια.

245 Γιατί όσοι γύρω στα νησιά πρωτοστατούν αρχόντοι,
Δουλίχι, Σάμη, Ζάκυθο με τα δασιά τα δέντρα,
κι όσοι στο βραχορίζωτο το Θιάκι εδώ αρχοντεύουν,
όλοι ζητούν τη μάνα μου και μου χαλνάν το βιός μου.
Κι εκείνη μήτε αρνιέται τους γάμο φριχτό, και μήτε

250 τέλος να δώση δύνεται· και δός του αυτοί το σπίτι
μου καταλούνε· γλήγορα και μένα θα με φάνε.»
  Τότε η Παλλάδα η Αθηνά τού λέει χολοσκασμένα·
«Αλλοίς, και πόσο χρειάζεσαι τον Οδυσσέα κοντά σου,
ετούτους τους ξεδιάντροπους μνηστήρες να βαρέση.

255 να ερχόταν τώρα να σταθή ατού παλατιού τις πόρτες,
με ασπίδα, με περίκρανο και με τα δυό κοντάρια,
τέτοιος στην όψη σαν που εγώ τον είδα πρώτα πρώτα
σαν έπινε και γλέντιζε στο σπιτικό μας μέσα,
από το γιο τού Μέρμερου γυρίζοντας, τον Ίλο,

260 τής Φύρας, που με πλοίο γοργό ξεκίνησε, βοτάνι
ζητώντας του θανατερό, ν' αλείψη τις χαλκένιες
σαΐτες του· δεν τού 'δωσε, τη μάνητα φοβώντας
εκείνος των αθάνατων· ο γέρος μου όμως τότες
τού το 'δωσε, αγαπώντας τον περίσσια· τέτοιος να 'ρθη

265 και ν' ανταμώση ετουτουνούς ο Οδυσσέας, και θα 'ναι
όλων το τέλος ξαφνικό, κι ο γάμος τους φαρμάκι.
Ως τόσο ετούτα ας μείνουνε στα χέρια των θεώνε,
καν θα γυρίση πάλε εδώ να γδικιωθή, καν όχι·
εσένα τώρα θέλω σε να στοχαστής και να 'βρης

270 το πώς από τον πύργο αυτό θα διώξης τους μνηστήρες.
Άκου λοιπόν, και πρόσεξε τα λόγια που σου κρένω.
Συγκάλεσέ τους το ταχύ τους Αχαιούς ηρώους,
και σ' όλους πές τη γνώμη σου με τους θεούς μαρτύρους.
Πρόσταξε τότες σπίτια τους να φύγουν οι μνηστήρες,

275 κι αν η καρδιά τής μάνας σου γάμο γυρεύη, ας σύρη
στ' αρχοντικό τού κύρη της, πού 'ναι τρανός αφέντης,
και γάμο αυτοί θα κάμουνε, και δώρα θα τοιμάσουν
πολλά, καθώς ταιριάζουνε σ' αγαπημένη κόρη.
Κι εσένα γνώμη φρόνιμη σου δίνω, αν θες ν' ακούσης·

280 καράβι με είκοσι κουπιά, καλό, σαν πάρης, έβγα
να μάθης για τον κύρη σου τον πολυπλανημένο·
ή κάποιος θα σου πη θνητός, ή τη φωνή θ' ακούσης
που στέλνει ο Δίας, και στη γης συχνά σκορπάει τις φήμες.
Πρώτα στην Πύλο, και ρωτάς το Νέστορα το μέγα·

285 σύρε κατόπι στον ξανθό τής Σπάρτης το Μενέλα,
τον πιο στερνό χαλκοάρματο Αχαιό που γύρσε πίσω.
Κι ά μάθης πώς ο κύρης σου και ζει και θα γυρίση,
απάντεξε, όσο κι αν πονής, ως ένα χρόνο ακόμα·
αν πάλε πώς απέθανε και πως σου χάθη ακούσης,

290 γυρίζεις πίσω στα γλυκά λημέρια τής πατρίδας,
τού στήνεις μνήμα, νεκρικά πολλά τού θέτεις δώρα,
όσα τού πρέπουν, κι ύστερα παντρεύεις και τη μάνα.
και σαν τα πράξης όλ' αυτά και τα καλοτελειώσης,
μες στο μυαλό σου γύρισε και μέσα στην ψυχή σου,

295 το πώς σ' αυτούς τους πύργους σου θα λυώσης τους μνηστήρες
είτε με δόλο, ή φανερά· τι πια δεν σου ταιριάζει
μωρό παιδί να φαίνεσαι, μικρός αφού δεν είσαι.
Ή τάχα δεν ακούς κι εσύ πώς ο λαμπρός ο Ορέστης
δοξάστηκε σ' όλη τη γης σα σκότωσε τον πλάνο

300 τον Αίγιστο, που χάλασε τον ξακουστό γονιό του;
Έτσι κι εσύ, που βλέπω σε τόσο ώριο και μεγάλο,
γίνου άντρας, φίλε, να σε υμνούν κατόπι οι απογόνοι.
και τώρα εγώ προς το γοργό καράβι κατεβαίνω,
τι στενοχώρια θα 'πιασε μεγάλη τους συντρόφους·

305 εσύ μονάχος φρόντιζε και νοιάσου τα όσα σου είπα.»
  Κι ο γνωστικός Τηλέμαχος γυρίζει και τής κρένει·
«Ξένε μου, αλήθεια, σύμπονα μου συντυχαίνεις λόγια,
καθώς γονιός σε τέκνο του, κι αξέχαστα θα τα 'χω.
Μα κάλλιο μείνε τώρα εδώ, κι ας είσαι για ταξίδι,

310 έλα και λούσου να φραθή η καρδιά σου, και κατόπι
κινάς προς το καράβι σου χαρούμενος, με δώρο
πλούσιο, λαμπρό, απέ λόγου μου να το 'χης θυμητάρι
σαν όσα φίλοι αγαπητοί χαρίζουνε σε φίλους.»
  Κι η γαλανόματη θεά τού απολογιέται τότες·

315 «Μη με κρατάς πια τώρα εδώ, τι βιάζουμαι να σύρω.
Κι όσο για δώρο, όποιο ζητάει να δώσης μου η καρδιά σου,
στο γυρισμό μου δίνεις το, στο σπίτι να το πάρω,
πανώριο δώρο, που να λες κι ανταμοιβή τού αξίζει.»
  σαν είπε αυτά ξεκίνησε η θεά η γαλανομάτα,

320 κι έγιν' αϊτός και πέταξε· μες στην καρδιά του ως τόσο
αφήκε θαρρεσιά κι αντρειά, και τού γονιού του η μνήμη
πιο ζωντανή ξανάρχουνταν· ξιππάστηκε η ψυχή του,
και θάμασε, γιατί θεός κατάλαβε πώς ήταν.
και τότες μ' όψη ισόθεη ζυγώνει τους μνηστήρες,

325 που τους τραγούδαε ο ξακουστός τραγουδιστής, κι εκείνοι
καθόντανε χωρίς μιλιά κι ακούγαν· το τραγούδι
τους έλεγε των Αχαιών το γυρισμό το μαύρο
που η Παλλάδα η Αθηνά τους πρόσταξε στην Τροία.
Κι από τ' ανώγια ακούγοντας το θείο αυτό τραγούδι
η Πηνελόπη η φρόνιμη, τού Ικάριου η θυγατέρα,

330 κατέβηκε τις αψηλές τού παλατιού τις σκάλες,
μόνη της όχι· αντάμα της δυό βάγιες κατεβήκαν.
Κι η ζουλεμένη αρχόντισσα σαν πήγε στους μνηστήρες,
πλάγι τού στύλου στάθηκε τής δουλευτής τής στέγης
σηκώνοντας στην όψη της το λιόλαμπρο φακιόλι,

335 με τις παραστεκάμενες από τα δυό πλευρά της,
και κρένει τού τραγουδιστή με μάτια δακρυσμένα·
  «Φήμιε, που κι άλλα γνώριζες μαγευτικά τραγούδια,
μ' όσα θνητούς κι αθάνατους δοξάζετε εσείς πάντα,
εν' απ' αυτά τραγούδα τους σιμά τους καθισμένος,

340 κι αυτοί ας σωπούν κι ας πίνουνε· πάψ' το τραγούδι ετούτο,
το θλιβερό, που την καρδιά μου σκίζει μες στα στήθια,
γιατί σαν άλληνα καμιά βαρύς καημός με δέρνει,
κι ολημερίς ανιστορώ και λαχταρώ τον άντρα,
που στην Ελλάδα η δόξα του και στ' Άργος όλο απλώθη.»

345 Κι ο γνωστικός Τηλέμαχος γυρίζει και τής κάνει·
«δεν τον αφήνεις το γλυκό τραγουδιστή, μανούλα,
να φέρνη γλέντι καταπώς τ' αποθυμάει ο νους του;
δε φταίγει σου ο τραγουδιστής, ο Δίας ην' η αιτία,
που κάθε σιταρόθρεφτου θνητού όπως θέλει δίνει,

350 δεν έχει κρίμα αν τραγουδάη αυτός τη μαύρη μοίρα
τω Δαναώνε· πάντα θεν οι ανθρώποι το τραγούδι
που πιο καινούργιο τους σφαντάει σαν κάθουνται κι ακούνε.
Κάνε καρδιά κι απομονή ν' ακούς, γιατί μονάχος
δεν έχασε τού γυρισμού τη γλύκα ο Οδυσσέας,

355 μόν' κι άλλα χάθηκαν πολλά στην Τροία παλληκάρια.
Έμπα, και κοίτα σπίτι σου και το νοικοκυριό σου,
την αληκάτη, τ' αργαλειό, και πρόσταζε τις δούλες
να σου δουλεύουν· κι άφηνε τα λόγια αυτά στους άντρες,
μάλιστα εμένα, πού 'μαι δα και τού σπιτιού ο αφέντης.»

360 Θάμασ' αυτή, και γύρισε στο σπίτι, γιατί μπήκαν
ως την καρδιά της τού παιδιού τα γνωστικά τα λόγια.
Κι ανέβηκε στ' ανώγια της, κι αντάμα με τις βάγιες
τον ακριβό της Οδυσσέα θρηνούσε, ωσότου ύπνο
η Αθηνά τής στάλαξε γλυκό στα ματοκλάδια.

365 Ως τόσο στα βαθιόσκιωτα παλάτια μέσα οι άλλοι
οχλαλοή σηκώνανε, κι ευκότανε ο καθένας
μες στο κρεβάτι ν' αξιωθή σιμά της να πλαγιάση.
Σ' αυτούς αρχίζει ο γνωστικός Τηλέμαχος και κρένει·
  «Ακούστε, ω παραδιάντροποι τής μάνας μου μνηστήρες·
τώρα εμείς γλέντι ας κάμουμε, κι ας λείψη τ' αχολόγι,

370 τι αξίζει αλήθεια τέτοιονα τραγουδιστή ν' ακούμε,
σαν πού 'ναι αυτός που με θεού λες κι η φωνή του μοιάζει·
μα την αυγή σε συντυχιά καθίζουμε όλοι αντάμα,
να σάς κηρύξω φανερά ν' αφήστε μου τον πύργο,
άλλα τραπέζια να 'βρετε, δικό σας βιός να τρώτε,

375 ο ένας σπίτι τ' αλλονού. Κι αν πάλε εσείς θαρρήτε
πώς είναι δίκιο κι εύλογο να καταλυούνται πλούτια
ενός ανθρώπου απλέρωτα, σκορπάτε τα· εγώ τότες
καλώ βοήθεια τους θεούς, ίσως κι ο Δίας φέρη
το γδικιωμό που αξίζει σας, κι έτσι κι εσείς κατόπι

380 πεδώθε δίχως πλερωμή μία και καλή χαθήτε.»
  Αυτά τους είπε, κι όλοι τους, δαγκάνοντας τα χείλη
θαμάζαν τού Τηλέμαχου τα θαρρετά τα λόγια.
  Κι ο Αντίνος τού Ευπείθη ο γιος τού μίλησε και τού 'πε·
«Εσένα θεοί, Τηλέμαχε, να σε διδάχνουν πρέπει

385 μεγάλα λόγια να μιλάς, και θαρρετά να κρένης·
μη σώση και σε κάμη ο γιος τού Κρόνου βασιλέα
στο Θιάκι το γυρόλουστο, σαν πού 'ναι πατρικό σου.»
  Κι ο γνωστικός Τηλέμαχος γυρίζει και τού κάνει·
«Τάχα θα σου φανή βαρύ το θα σου πω, ω Αντίνε;

390 Κι ετούτο θα το δέχουμουν αν το 'δινέ μου ο Δίας.
Ή λες δε γίνεται κακό τρανότερο στο κόσμο;
Όχι, δεν το 'χω για αχαμνό να 'ναι κανένας ρήγας·
πλούσιο το σπίτι του άξαφνα, δοξάζεται κι ατός του.
Μα κι άλλοι βρίσκουνται Αχαιοί στο Θιάκι βασιλιάδες,

395 νέοι και γέροι αρίθμητοι, κι ένας τους θα 'χη ετούτη
τη δόξα, μιάς κι απέθανε ο θείος ο Οδυσσέας·
όμως εγώ θα ορίζω αυτό το σπίτι και τους δούλους,
που για τα μένα απόχτησε με τ' άρματά του εκείνος.»
και τού Πολύβου ο Ευρύμαχος γυρνάει κι απολογιέται·

400 «Αυτά, Τηλέμαχε, στων θεών ας μείνουνε τα χέρια,
το ποιός στο θαλασσόλουστο θα βασιλέψη Θιάκι·
μακάρι εσύ να κυβερνάς και χτήματα και σπίτι,
και να μην έρθη εδώ ψυχή και θες δε θες σου αρπάξη
τα χτήματα, όσο το νησί το κατοικούν ανθρώποι.

405 Μα τώρα θέλω να μου πης, καλέ μου, για τον ξένο,
ποπούθε να 'ναι ελόγου του; ποιά χώρα λέει δική του;
ποιά να 'ναι η φύτρα του μαθές, το πατρικό του χώμα ;
μπας και μαντάτα σου 'φερε πώς έρχεται ο γονιός σου ;

410 ή να 'ρθε εδώ γυρεύοντας δικές του τάχα ανάγκες ;
Φάνηκε μόλις, κι έφυγε δεν έμεινε δα κιόλας
να γνωριστή· και πρόστυχος δεν έμοιαζε στην όψη.»
Κι ο γνωστικός Τηλέμαχος γυρίζει και τού κρένει·
«Ο κύρης μου πια γυρισμό, ω Ευρύμαχε, δεν έχει·
μήτε μαντάτα ακούγω εγώ, σα φτάνουν από κάπου,

415 μήτε μαντείες πια ψηφώ σαν προσκαλέση η μάνα
μάντη στο σπίτι και ρωτάη. Ο ξένος που είδες είναι
φίλος δικός μου πατρικός από την Τάφο, ο Μέντης·
τού φρόνιμου τού Αχίαλου παινιέται γιος πώς είναι,
και βασιλιάς των Ταφιτών, που το κουπί αγαπάνε.»

420 Αυτά είπε, κι όμως τη θεά στο νου την είχε πάντα,
Εκείνοι ως τόσο στο χορό και στο γλυκό τραγούδι
το γύρισαν, και γλέντιζαν ως που να ρθη το βράδυ.
και καθώς γλέντιζαν, τ' αχνό κατέβηκε το βράδυ·
καθένας τότες σπίτι του τραβούσε να πλαγιάση,

425 και πήγε κι ο Τηλέμαχος στον αψηλοχτισμένο
το θάλαμο που σφάνταζε μες στην αυλή την ώρια,
να μπη στην κλίνη του, πολλά στο νου του μελετώντας.
Η Ευρύκλεια τότες τού 'φερε τα φώσια τ' αναμμένα,
τού Ώπα η κόρη η μπιστευτή, τού γιου τού Πεισηνόρη,

430 π' ο Λαέρτης άλλοτες μικρή την πήρε κοπελούδα
με είκοσι βόδια πλερωμή, και μέσα στο παλάτι
το ίδιο με την άξια του γυναίκα την τιμούσε,
Μα αντάμα της δεν πλάγιαζε, να μη χολιάση εκείνη·
αυτή τα φώσια ανέβασε, που από τις άλλες δούλες

435 τον είχε αγάπη ξέχωρη, κι από μωρό τον κοίτα.
Άνοιξε αυτός το θάλαμο τον τεχνικά φτιασμένο,
στην κλίνη κάθισε, έβγαλε το μαλακό χιτώνα,
τον έθεσε στης φρόνιμης γερόντισσας τα χέρια,
κι αυτή σαν τόνε δίπλωσε καλά, σε ξυλοκάρφι

440 τον κρέμασε, παράδιπλα στο τορνευτό κλινάρι,
κι ήβγε, τής θύρας σέρνοντας την αργυρή κρικέλα,
απέξωθε με το λουρί το σύρτη της τραβώντας.
Κι αυτός με ανθό τού προβατιού για σκέπασμα όλη νύχτα
το δρόμο συλλογιότανε που η Αθηνά τού ξήγα.

Ραψωδία β 
Ιθακησίων αγορά.Τηλεμάχου αποδημία.

Έφεξ' η ροδοδάχτυλη της νύχτας κόρη Αυγούλα,
και του Οδυσσέα ο ακριβογιός σηκώθη από το στρώμα,
ντύθηκε, ζώνει το σπαθί το κοφτερό στον ώμο,
ώρια ποδένει σάνταλα στα πόδια τα λαμπρά του,

5 και βγαίνει από το θάλαμο με αθάνατο παρόμοιος.
Διαλαλητάδες πρόσταξε καλόφωνους αμέσως
τους μακρομάλληδες Αχαιούς σε συντυχιά να κράξουν.
Τούς κράξανε, και γλήγορα συνάχτηκαν εκείνοι.
Και σα συνάχτηκαν, και μιά παρέα όλοι γενήκαν,

10 κινάει εκεί με χάλκινο κοντάρι στην παλάμη,
μονάχος όχι· δυό σκυλιά γοργόποδ' ακλουθούσαν,
κι η Αθηνά με θεόλαμπρη τον περεχούσε χάρη.
Τόνε θαμάζανε όλοι τους σαν έρχουνταν. Καθίζει
στο πατρικό του το θρονί, κι οι γέροι δίνουν τόπο.

15 Τότες ο Αιγύπτιος ο ήρωας αρχίνησε το λόγο,
σκυφτός από τα γερατειά, και με πολλά στο νου του.
Τί κι εκεινού ο ακριβογιός με το θεϊκό Οδυσσέα
στο Ίλιο τότες μίσεψε με κουφωτά καράβια,
ο Άντιφος, κονταριστής, που ο Κύκλωπας ο άγριος

20 τον έκοψε, και δείπνο του τον έκαμε στο σπήλιο.
Τού 'μειναν τρείς· ο Ευρύνομος, μνηστήρας κι αυτός ένας,
κι οι άλλοι δυό νοιαζόντουσαν τα γονικά χωράφια·
μα εκειόν τον είχε αξέχαστο και τον πικροθρηνούσε.
Και δάκρυα τώρα χύνοντας ξαγόρεψέ τους κι είπε·

25      «Ακούστε με το τί θα πω, Θιακήσοι. Συντυχιά μας
δεν έγινε, ή συνέδριο μας κανένα αφότου ο μέγας
ο Οδυσσέας μίσεψε με κουφωτά καράβια.
Ποιός τώρα εδώ μάς κάλεσε; ποιός τόσην έχει ανάγκη;
από τους νέους τάχα για απ' τους παλιούς μας να 'ναι;

30 ν' άκουσε τάχα στράτεμα πως πλάκωσε, και θέλει
σαν πρώτος που τ' απείκασε να μάς το φανερώση;
ή γι άλλο τίποτις κοινό θα βγή να μάς μιλήση ;
Καλός μου φαίνεται άνθρωπος, και βλογημένος να 'ναι.
Νά του χαρίζη ο Δίας καλά, όσα ζητάει η ψυχή του.»

35      Αυτά είπε, κι ο Τηλέμαχος τα 'χε καλό σημάδι.
Και πια δεν κάθουνταν, παρά ποθώντας να μιλήση,
στάθη στη μέση· του 'βαλε στο χέρι δεκανίκι
ο κήρυκας Πεισήνορας, με νου και γνώσες άντρας.
Και τότες πρώτα γύρισε κατά το γέρο, κι είπε·

40      «Αυτός, ώ γέρο, που ρωτάς, θα δής, μακριά δεν είναι·
εγώ τον κόσμο κάλεσα, τί εμένα αγγίζει ο πόνος.
Και μήτε στράτεμα άκουσα να πλάκωσε, και θέλω
σαν πρώτος που τ' απείκασα να σάς το φανερώσω,
μήτ' άλλο τίποτις κοινό δε βγαίνω να ξηγήσω,
45 Παρά δικό μου πάθημα, που μου 'πεσε στο σπίτι
διπλό· τον άξιο μου έχασα γονιό που κυβερνούσε
εσάς εδώ όλους μιά φορά σαν ήμερος πατέρας,
κι άλλο, χειρότερο πολύ, που πάει να ξολοθρέψη
το σπιτικό μου, κι όλο μου το βιός να τ' αφανίση.

50 Μνηστήρες πλήθος πέσανε της άθελής μου μάνας,
γιοί των αντρών που βρίσκουνται προυχόντοι μες στον τόπο,
και να φανούνε τρέμουνε στου Ικάριου του γονιού της,
που αυτός τη θυγατέρα του θα προίκιζε, και σ' όποιον
πιο ταιριαστός του φαίνουνταν, την έδινε γυναίκα.

55 Μόνε σ' εμάς ολοκαιρίς χαζεύοντας εκείνοι
και βόδια σφάζοντας κι αρνιά, και τα παχιά τα γίδια,
το χαίρουνται, και πίνουνε το φλογερό κρασί μου,
του κάκου, και τα καταλούν γιατί άντρας πια δε στέκει
σαν που ο Δυσσέας ήτανε, το σπίτι να γλυτώση.

60 Κι εμείς γι' αυτούς δε σώνουμε· μα αλήθεια και κατόπι
θα 'μαστε εμπρός τους αχαμνοί κι ανήξεροι από μάχη.
Νά 'χα μαζί μου δύναμη, κι εγώ θ' αντιστεκόμουν,
τί αβάσταχτά 'ναι ετούτα πια· μου αφάνισαν το σπίτι
και πήγε· νιώστε την κι εσείς αυτή την αδικιά τους,

65 ντραπήτε εκείνους τους λαούς που γύρω γειτονεύουν,
και φοβηθήτε τους θεούς, μην οργιστούν και ρίξουν
μιά μέρα στο κεφάλι σας τα μαύρα αυτά τα έργα.
Προσπέφτω σας, για τ' όνομα του Δία και της Θέμης,
που των αντρών τις συντυχιές αυτή σκορπάει ή φέρνει,

70 πάψτε, καλοί μου, αφήστε με μες στον καημό να λυώνω
μοωάχος, άν ο δοξαστός πατέρας μου Οδυσσέας
στόυς Αχαιούς δεν έκαμε κακό από όχτρητά του,
που τώρα μ' όχτρητα κι εσείς το ξεπλερώνετέ μου,
σ' ετούτους θάρρος δίνοντας· πιο κέρδος για τα μένα

75 εσείς να καταλούσατε το βιός και τα καλά μου.
Νά 'σαστε εσείς, το δίκιο μου θα το 'βρισκα μιά μέρα·
τί μες στη χώρα θα 'βγαινα, και γκαρδιακά μιλώντας
τα πλούτια μου θα γύρευα, ως που όλα να δοθούνε.
Μα τώρα πόνο αγιάτρευτο μου βάζετε στα σπλάχνα.»

80      Αυτά τους είπε με χολή, κι ευτύς το δεκανίκι
χάμου πετάει δακρύζοντας· κι όλους τους πήρε η λύπη.
Σωπούσαν, και κανένας τους να βγάλη δεν κοτούσε
λόγο σκληρό, κι απάντηση να δώση· μόνο ο Αντίνος
σηκώθηκε απ' τους Αχαιούς, κι αυτά του απολογήθη.

85      «Μωρέ λογά, αχαλίνωτε Τηλέμαχε, τί λες μας;
μάς βρίζεις, κι αβανιάσματα να μάς κολλήσης θέλεις·
μα ξέρε το πως δε σου φταίν οι Αχαιοί οι μνηστήρες,
παρά η μανούλα σου τα φταίει, που χίλια ξέρει ο νούς της.
Τρείς χρόνοι τώρα πέρασαν, και τέταρτος κοντεύει,

90 που αυτή γελάει τους Αχαιούς. Ελπίδες δίνει σ' όλους,
και καθενού ξεχωριστά ταξίματα του στέλνει,
αυτή όμως άλλα μελετάει. Και κοίταξε κι ετούτη
την πονηριά που μπόρεσε να σοφιστή και να 'βρη.
Στήνει θεόμακρο πανί στον πύργο της να φάνη,

95 ψιλόκλωστο κι αμέτρητο, και λέει μας· «Παλληκάρια,
μνηστήρες μου, τώρα ο λαμπρός που απέθανε Οδυσσέας,
μη βιάζετε το γάμο μου, για ν' αποσώσω πρώτα
το πανικό, να μη χαθούν τα νήματα του κάκου,
που το 'χω για το σάβανο του ήρωα του Λαέρτη,

100 σαν έρθη ο κορμοτεντωτής ο χάρος και τον πάρη,
μπάς και καμιά των Αχαιών κερά με ψεγαδιάση,
άν κοίτεται ασαβάνωτος, που 'ταν και τόσο πλούσιος.»
Αυτά είπε, κι οι λεβέντικες τα δέχτηκαν ψυχές μας.
Λοιπόν, τις μέρες έφαινε το θεόμακρο πανί της,

105 τη νύχτα όμως το ξέφαινε σαν έφερναν τα φώτα.
Τρείς χρόνους μάς κρυφόπαιζε, κι έτσι μάς έπειθε όλους·
μα οι εποχές σα φέρανε τον τέταρτο το χρόνο,
μιά της γυναίκα πόξερε, μάς τα φανέρωσε όλα,
και πιάσαμέ την το λαμπρό πανί της να ξεφαίνη.

110 Και τότες πια με το στανιό το τέλειωσε απ' ανάγκη·
κι εσένα, να τί απάντηση σου δίνουν οι μνηστήρες,
κι εσύ να ξέρης, κι οι Αχαιοί να μάθουν όλοι ετούτοι.
Ξεδιάβασ' την τη μάνα σου, και πές να πάη να πάρη
όποιον καλέση ο κύρης της κι όποιον αυτή θελήση.

115 Μα ά μελετάη τους Αχαιούς να βασανίση ακόμα,
με όσα φυλάει της Αθηνάς χαρίσματα η ψυχή της,
με την πιδέξια τέχνη της, με τη λαμπρή ξυπνάδα,
τις μαριολιές, που σαν κι αυτές μήτ' οι παλιές εκείνες
ωριομαλλούσες Αχαιές δεν άκουσα άν τις είχαν,

120 η Αλκμήνη, η ωριοστεφάνωτη Μυκήνη, μήτε η Τύρω,
που μιά τους δεν της έμοιαζε στο νου της Πηνελόπης,
αυτό όμως δεν τ' απείκασε· πως θα σου τρώνε οι άλλοι
το βιός σου και τα πλούτια σου όσο πεισμώνει εκείνη
στη γνώμη που οι αθάνατοι της βάλανε στο νου της.

125 Μεγάλο απόχτησε όνομα για λόγου της, μα εσένα
αρίθμητα σε στέρησε καλα. Και γνώριζέ το,
πως εμείς μήτε σ' εξοχή μήτε κι αλλού δεν πάμε,
πρίν αυτή πάρη από τα μάς τον άντρα που διαλέξη.»

130      Κι ο γνωστικός Τηλέμαχος γυρίζει και του κρένει·
«Αντίνο, από τον πύργο μου δε γίνεται να διώξω
εκείνη που με γέννησε και μ' έθρεψε· ο γονιός μου,
ζή απέθανε, σε ξένη γης απόμεινε· άν τη στείλω
τη μάνα εγώ, στον κύρη της θα τ' ακριβοπλερώσω.

135 Κι απ' τον Ικάριο συφορές κι απ' το θεό θα μου 'ρθουν,
σα φεύγει η μάνα και ξορκάει τις μαύρες Ερινύες·
μα και του κόσμου επάνω μου την κατηγόρια θα 'χω·
ώστε ποτές μου τέτοιο εγώ δεν ξεστομίζω λόγο.
Κι ατοί σας άν το νιώθετε το κρίμ' αυτό, να σύρτε,

140 άλλα τραπέζια να 'βρετε, δικό σας βιός να τρώτε,
ο ένας σπίτι του αλλονού. Μα άν πάλε εσείς θαρρήτε
πως είναι δίκιο κι εύλογο να καταλυούνται πλούτια
ενός ανθρώπου απλέρωτα, σκορπάτε τα· εγώ τότες
καλώ βοήθεια τους θεούς, ίσως κι ο Δίας φέρη

145 το γδικιωμό που αξίζει σας, κι έτσι κι εσείς κατόπι
πεδώθε δίχως πλερωμή μιά και καλή χαθήτε.»
       Αυτά είπε, κι ο βροντόφωνος ο Δίας τότες στέλνει
απ' τ' αψηλό βουνόκορφο δυό αϊτούς και ξεκινάνε,
Πέταγαν πρώτα ανάλαφρα σα φύσημα του ανέμου,
πλευρό πλευρό διαβαίνοντας με τα φτερά απλωμένα·

150 με στης πολύβοης συντυχιάς σαν έφτασαν τη μέση,
στριφογυρνούν, και με βαρύ φτερούγιασμα κοιτώντας
πρός τα κεφάλια του λαού ματιές θανάτου ρίχτουν·
και με νυχιές σαν έσκισαν τα μούτρα, τα λαιμά τους,
δεξά κινώντας πέρασαν τις κατοικιές της χώρας.

155 Θαμάσαν όλοι βλέποντας τα όρνια σα φανήκαν,
κι ο νούς τους ανιστόραγε τα μέλλανε να γίνουν.
Ο γέρος τότε ήρωας τους μίλησε Αλιθέρσης,
του Μάστορα, που πρώτος τους κρινότανε ολονώνε
στη γνώριση της μαντικής, στην ορμηνειά των όρνιων·

160 αυτός λοιπόν καλόγνωμα ξαγόρεψέ τους κι είπε·
«Ακούστε με, ώ Θιακήσοι εσείς, και μάλιστα οι μνηστήρες,
το τί έχω τώρα να σάς πω και να σάς φανερώσω.
Βαρύ κακό τους έρχεται· δε δύνεται ο Δυσσέας
να μείνη πια πολύν καιρό μακριά από τους δικούς του·

165 σιμά εδώ κάπου θάνατο για τους μνηστήρες σπέρνει
μα κι άλλοι μας εδώ πολλοί θα πάθουμε μαζί τους,
που κατοικιά μας έχουμε το ξάστερο το Θιάκι·
το πως θα τους μποδίσουμε από τώρα άς στοχαστούμε,
ή ετούτοι πρώτοι άς πάψουνε· τί για καλό τους είναι.

170 Δέν προφητεύω ανήξερος· κατέχω τα που κρένω·
έτσι κι εκειού όσα μάντεψα εγώ τότες, όλα βγήκαν
όταν οι Αργίτες όλοι τους στου Ίλιου τη χώρα ορμούσαν,
κι αντάμα τους ο τρίξυπνος ξεκίναε Οδυσσέας.
Θά πάθη, του 'λεγα, πολλά, θα χάση τους συντρόφους,

175 και θα γυρίση αγνώριστος στα είκοσι τα χρόνια
στον τόπο του· και να, που αυτά τώρα του βγαίνουν όλα.»
       Και του Πολύβου ο Ευρύμαχος αντίσκοψε και του 'πε·
«Σπίτι σου σέρνε, γέρο εσύ, και βγάζε των παιδιώ σου
μαντείες, μπάς και πάθουνε κανέ κακό κατόπι·

180 προφήτης είμ' εγώ σ' αυτά πολύ καλύτερός σου.
Όρνια γυρίζουνε πολλά κάτω απ' το φώς του ήλιου,
μα δε μαντεύουν όλα· πάει, χάθη ο Δυσσέας στα ξένα·
μακάρι ν' αφανίζουσαν κι εσύ μαζί μ' εκείνον,
να μη μάς ψέλνης τώρα εδώ τις τόσες μαντικές σου,

185 κεντώντας αδιαφόρετα το χόλιασμα του γιού του,
μ' ελπίδα κι ίσως σπίτι σου κάποιο σου στείλη δώρο.
Σού λέω εγώ μιά και καλή, κι αυτό που πω τελειέται·
εσυ που ξέρεις τα παλιά και τα πολλά, άν ετούτου
του νέου ανάψης την οργή με πλανερά σου λόγια,

190 πρώτος αυτός χερότερα θα πάθη απ' αφορμή σου,
και μήτε απ' αυτουνούς καλό δε θενά δή, κι εσένα
με πρόστιμο θα ψήσουμε βαρύ, που σαν πλερώνης
από τον πόνο, γέρο μου, θενά λυσσάξη ο νούς σου.
Και τώρα τον Τηλέμαχο μπρός σ' όλους συβουλεύω

195 να πή της κερά μάνας του να σύρη στου γονιού της,
κι αυτοί θα την παντρέψουνε κι αρίφνητα θα βγάλουν
προικιά, σαν που ταιριάζουνε σε κόρη αγαπημένη,
Τίς βαρετές μας προξενειές αλλιώς δεν παραιτούμε,
τί στάλα δε φοβόμαστε κανέναν εδώ πέρα,

200 μα μήτε τον Τηλέμαχο με τα πολλά τα λόγια·
κι ουδέ ψηφούμε, γέροντα, τις προφητείες που βγάζεις,
τις ανωφέλευτες, που πιο σιχαμερό σε κάνουν.
Τά πλούτια του θα τρώγουνται κι αγύριστα θα μνήσκουν,
όσο αυτή παίζει τους Αχαιούς, το γάμο αργοπορώντας·

205 και πάντα θα προσμένουμε και θα λογομαχούμε
για τις περίσσιες χάρες της, και σ' άλλες δε θα πάμε,
απ' όσες ταίρια γίνουνται καλά του καθενού μας.»
       Κι ο γνωστικός Τηλέμαχος γυρίζει και του κάνει·
«Ευρύμαχε, κι οι άλλοι εσείς καμαρωτοί μνηστήρες,

210 μήτε μιλώ γι' αυτά εγώ πια, κι ουδέ παρακαλώ σας·
αυτά τώρα κι οι αθάνατοι κι οι Αχαιοί τα ξέρουν.
Παρά καράβι γλήγορο κι είκοσι δόστε μου άντρες,
από 'ναν τόπο σ' άλλονα ταξίδι να με πάρουν.
Στήν Πύλο την αμμουδερή θα σύρω και στη Σπάρτη,

215 του πλανημένου μου γονιού το γυρισμό να μάθω·
ή κάποιος θα μου πή θνητός, ή τη φωνή θ' ακούσω
που στέλνει ο Δίας και στη γής συχνά σκορπάει τις φήμες,
Κι ά μάθω πως ο κύρης μου και ζή και θα γυρίση,
ως ένα χρόνο, κι άς πονώ, θένα 'παντέξω ακόμα·

220 άν πάλε πως απέθανε και πως μου χάθη ακούσω,
γυρίζω πίσω στα γλυκά λημέρια της πατρίδας,
του στήνω μνήμα, νεκρικά πολλά του θέτω δώρα,
όσα του πρέπουν, κι ύστερα παντρεύω και τη μάνα.»
       Αυτά σαν είπε, κάθισε· κι ευτύς σηκώθη ομπρός τους

225 ο Μέντορας που σύντροφο ο λαμπρός Δυσσέας τον είχε,
και φεύγοντας στα χέρια του το σπιτικό του αφήκε,
όλοι ν' ακούν το γέροντα, και να φυλάη τα πάντα·
εκείνος με καλογνωμιά ξαγόρεψέ τους κι είπε·
       «Ακούστε με το τί θα πω, Θιακήσοι. Πιά κανένας

230 άς μη μάς έρθη βασιλιάς, καλόβουλος και δίκιος
και πρόσχαρος, παρά σκληρός και κακοπράχτης να 'ναι,
αφού το θεϊκό Οδυσσέα κανένας δε θυμάται,
μες στο λαό που σα γονιός μ' αγάπη τον κυβέρνα.

235 Και δε θαμάζουμαι ετουνούς τους άφοβους μνηστήρες,
που έργατα παράνομα με πονηριές σκαρώνουν·
άν αυτοί τρών και καταλούν του Οδυσσέα το σπίτι,
με τη ζωή τους παίζουνε, και λέν πως χάθη εκείνος.
Μα εσάς τους άλλους, που βουβοί καθόσαστε, και λόγο

240 δε βγάζετε εναντίο τους, να τους καταδαμάστε,
εσείς οι πάμπολλοι, αυτουνούς τους μετρητούς μνηστήρες.»
       Κι ο Λειώκριτος του Ευήνορα γυρίζει κι απαντάει του·
«Μέντορα εσύ, κακόμυαλε και κλούβιε, τί φωνάζεις;
Τούς λες να μάς δαμάσουνε, κι ως τόσο δύσκολό 'ναι

245 οι λίγοι να χτυπήσουνε πολλούς για φαγοπότι,
Κι άν ο Θιακήσος Οδυσσέας φανερωθή απατός του,
κι από τον πύργο σοφιστή να διώξη τους μνηστήρες,
εκεί που τρωγοπίνουνε τα παλληκάρια αντάμα,
δε θα 'χαιρε η γυναίκα του που γύρισε ο καλός της,

250 τί μαύρο τέλος θα 'βρισκε εκεί μέσα πολεμώντας
ένας αυτός με τους πολλούς· μα εσύ σωστά δεν τα 'πες.
Ελατε τώρα εσείς, παιδιά, σκορπιέστε στις δουλειές σας·
ο Αλιθέρσης τούτονε κι ο Μέντορας άς βάλουν
στο δρόμο του, σαν που 'ναι δά και γονικοί του φίλοι,

255 Μα εγώ θαρρώ πολύν καιρό θα κάθεται στο Θιάκι
ν' ακούη μαντάτα, και ποτές δε θα χαρή ταξίδι.»
       Αυτά σαν είπε, σκόρπισε τη συντυχιά με βιάση.
Και σύρανε στο σπίτι του ο καθένας, κι οι μνηστήρες
κατά τον πύργο κίνησαν του θεϊκού Οδυσσέα.

260      Τότες μακριά ο Τηλέμαχος στ' ακρόγιαλο κατέβη,
τα χέρια θαλασσόνιψε, κι έκαμε δέηση κι είπε·
       «Άκου μ', εσύ ο θεός, που εχτές στον πύργο ήρθες και μου 'πες
να πάρω πλοίο και στ' αχνά τα πέλαα ν' αρμενίσω,
να μάθω ά γύρισε ο γονιός που λείπει τόσους χρόνους,

265 κι όμως μποδίζουν οι Αχαιοί, και μάλιστα οι μνηστήρες,
που 'ναι μεγάλη η κάκια τους, περίσσια η περηφάνεια.»
       Αυτά σαν προσευκήθηκε, να, η Αθηνά προβάλλει,
με τη φωνή και το κορμί του Μέντορα αντικρύ του,
και συντυχαίνει του, και λέει με φτερωμένα λόγια·

270      «Τηλέμαχε, άναντρο ή χαζό δε θα σε λέν κατόπι,
άν του γονιού σου η λεβεντιά μέσα σου μνήσκη, κι είσαι
τέτοιος που εκείνος ήτανε και σ' έργα και σε λόγια·
και τότες το ταξίδι σου δεν πάει χαμένο, θα 'βγη.
Μ' άν εκεινού δεν είσαι εσύ γιός και της Πηνελόπης,

275 αυτά που λαχταράς θαρρώ δε θα τα δής να βγούνε.
Λίγα στον κόσμο αυτό παιδιά με τους γονιούς τους μοιάζουν,
χερότεροι είναι οι πιο πολλοί, καλύτεροί 'ναι λίγοι,
Μα αφού δε θα 'σαι εσύ άναντρος μηδέ χαζός κατόπι,
κι αφού ποτές δε σ' άφησε του Οδυσσέα η γνώση,

280 μελέτα το πως τα έργα αυτά εσύ θα τα τελέσης,
κι αψήφα τους τους άμυαλους αυτούς και τις βουλές τους,
τί γνώση αυτοί δεν έχουνε και δίκιο δε γνωρίζουν·
δεν ξέρουν πως ο θάνατος κι η μαύρη τους η μοίρα
είναι κοντά, και θα τους φάη μονήμερα ολονούς τους,

285 Και το ταξίδι που ζητάς πολύ πια δε θ' αργήση·
τέτοιος σου φίλος πατρικός εγώ 'μαι, που καράβι
θα σου τοιμάσω γλήγορο, κι ίδιος θα ρθώ μαζί σου,
Πήγαινε, σμίξε τώρα εσύ με τους μνηστήρες σπίτι,
προμήθειες μάζωξε πολλές, και σ' αγγειά μέσα κλείσ' τες·

290 μες στις λαγήνες το κρασί, τ' αλεύρι, το μεδούλι
του κάθε ανθρώπου, σε πετσιά σφιχτοραμμένα βάλ' το·
κι εγώ πηγαίνω στο λαό συντρόφους να μαζώξω
να 'ρθουν εθελοντές· πολλά καράβια εδώ στο Θιάκι,
μα θές καινούρια θές παλιά· θα βρώ και θ' αρματώσω

295 απ' όλα το πιο διαλεχτό· το ρίχτουμε στο κύμα,
και βγαίνουμε αρμενίζοντας στα διάπλατα πελάγη.»
       Αυτά σαν του είπε η Αθηνά, του Δία η κόρη, εκείνος
ασάλευτος δεν έμεινε στη θεϊκή φωνή της,
μόνε στον πύργο κίνησε με σπλάχνα ταραγμένα,
και βρήκε τους λεβέντηδες μνηστήρες στο παλάτι·

300 γδέρνανε γίδια στην αυλή και χοίρους καψαλίζαν.
Ήρθε ίσια στον Τηλέμαχο γελώντας ο Αντίνος,
και του 'πιασε το χέρι του, κι ονόμασέ τον κι είπε·
       «Μωρέ Τηλέμαχε λογά, αχαλίνωτε, μη βάζης
στο νου σου τίποτις κακό, μήτ' έργο, μήτε λόγο,

305 μόν' κάθισε να φάς να πιής σαν πρώτα. Κι όλα ετούτα
θα σου τα βρούν οι Αχαιοί, καράβι, λαμνοκόπους
καλούς, να φτάσης γλήγορα στη βλογημένη Πύλο,
και να γυρέψης άκουσμα του ξέλαμπρου γονιού σου.»
       Κι ο γνωστικός Τηλέμαχος του απολογήθη κι είπε·

310 «Αντίνο, δεν μπορώ μ' εσάς τους περηφανεμένους
σε φαγοπότια να γλεντώ χαζός και δίχως έννοια.
Τάχα δε σώνει που όλοι εσείς τ' αρίφνητα καλά μου
σκορπίστε τα σαν ήμουνα μωρό παιδί; μα τώρα
που αντρώθηκα, κι ακούγοντας απ' αλλονούς μαθαίνω,

315 κι όσο πηγαίνει μέσα μου η ψυχή μου δυναμώνει,
μοίρα κακή θ' αγωνιστώ κι εγώ σ' εσάς να φέρω,
είτε στην Πύλο τραβηχτώ, ή μείνω εδώ στο Θιάκι,
Θά πάω — κι όχι ανώφελο ταξίδι αυτό — περάτης,
αφού δικά μου πλοία εγώ, δικούς μου λαμνοκόπους

320 δεν έχω, και το κρίνατε κι εσείς ετούτο κάλλιο.»
       Είπε, και σιγοτράβηξε το χέρι από τ' Αντίνου
την απαλάμη. Στρώνοντας οι άλλοι τα τραπέζια
με λόγια τον κεντούσανε και τόνε περγελούσαν,
κι από τους ξιππασμένους νιούς ένας αυτά λαλούσε·

325      «Και βέβαια κάποιο φονικό ο Τηλέμαχος σκαρώνει,
Πηγαίνει ως την αμμουδερή την Πύλο κι ως στη Σπάρτη,
βοηθούς να φέρη· μέσα του πάθος μεγάλο βράζει·
ίσως κι ως στην παχειά τη γής της Έφυρας τραβήξη,
κι από κεί πέρα βότανα θανατερά μάς φέρη,

330 και στο κροντήρι ρίξη τα κι όλους εδώ μάς σβήση.»
       Και κάποιος άλλος πάλε εκεί τους είπε ξιππασμένος
«Ποιός ξέρει ά δε μάς βγή κι αυτός με κουφωτό καράβι
και σαν τον Οδυσσέα χαθή μακριά από κάθε φίλο;
Ο κόπος θα 'τανε για μάς σαν πιο πολύς αλήθεια,

335 γιατί θα μοιραζόμασταν το έχει του, κι η μάνα
το σπίτι θα 'χε με όποιονα την έπαιρνε γυναίκα.»
       Και στου γονιού ο Τηλέμαχος το θάλαμο κατέβη
τον αψηλό και διάπλατο, πόχε σωρούς χρυσάφι
και χάλκωμα, και σεντουκιές φορέματα και μύρα,

340 και που γλυκόπιοτο παλιό κρασί πολλά πιθάρια
στεκόντουσαν ολόγεμα με αγνό πιοτό και θείο,
στον τοίχο αράδα κολλητά, ίσως κι ερθή μιά μέρα
πάλε ο Δυσσέας στον τόπο του, τα πάθια του σαν πάψουν.
Σφιχτά δυό σανιδόφυλλα σφαλνούσανε τη θύρα,

345 και μέρα νύχτα βρίσκουνταν κελάρισσα γυναίκα,
που καθετίς νοιαζότανε με νοικοκυροσύνη,
η Ευρύκλεια, του Ώπα γέννημα, του γιού του Πεισηνόρη,
Τήν έκραξε ο Τηλέμαχος εκεί, κι αυτά της είπε·
       «Έλα, ώ γριά, κρασί γλυκό μες στις λαγήνες χύσε,

350 το νόστιμο, ύστερ' απ' αυτό που εσύ φυλάεις για κείνον
τον άμοιρο, το θεόσπαρτο Οδυσσέα, που το ελπίζει
μιά μέρα πως θα ξαναρθή, το θάνατο άν ξεφύγη.
Δώδεκα γέμισε απ' αυτές και καλοστούπωσέ τις,
βάλε και στα καλόραφτα δερμάτια μέσα αλεύρι,

355 είκοσι μέτρα κάμε τα καρπό μυλαλεσμένο,
και ξέρε τα μονάχη σου. Κι όλα μαζί να τα 'χης,
τί θα 'ρθω αποσπερής εγώ να τα σηκώσω, η μάνα
σαν ανεβή στ' ανώγι της τη νύχτα να πλαγιάση.
Στήν Πύλο την αμμουδερή θα σύρω, και στη Σπάρτη,

360 του αγαπημένου μου γονιού το γυρισμό ίσως μάθω.»
       Έτσ' είπε, και ξεφώνισε η Ευρύκλεια η παραμάνα,
και κλαίγοντας του λάλησε με φτερωμένα λόγια·
       «Πώς μπήκε τέτοιος λογισμός, παιδάκι μου, στο νου σου;
και πως θα πά να πλανηθής μαθέ στης γής την άκρη

365 εσύ τ' ακριβοπαίδι μας; Εκείνος πάει πια, χάθη,
ο κύρης σου ο διογέννητος, στα μακρινά τα ξένα.
Άμα εσύ φύγης, όλοι αυτοί θα σοφιστούνε τρόπο
να σε χαλάσουν άξαφνα, και να τα μοιραστούνε.
Στό σπίτι μέσα σύχαζε, τί δε σου πρέπει εσένα

370 στ' ατρύγητο το πέλαγο να δέρνεσαι γυρνώντας.»
       Κι ο γνωστικός Τηλέμαχος γυρίζει και της κάνει·
«Θάρρος· δεν είν' αυτά, ώ γριά, χωρίς θεού συνέργεια,
Όμως, ν' αμώσης πως εσύ λόγο δε λες της μάνας,
εντέκατη ή δωδέκατη ωσότου να 'ρθη μέρα,

375 ή πρί γυρέψη να με δή, και μάθη πια πως λείπω,
για να μην κλαίγη και χαλνάη την όμορφή της όψη.»
       Αυτα είπε της και του 'βαλε η γριά μεγάλον όρκο.
Και στους θεούς σαν άμωσε, και πήρε ο όρκος τέλος,
έβγαλε κι έχυσε κρασί στις δώδεκα λαγήνες,

380 και στα καλόραφτα έβαλε δερμάτια μέσα αλεύρι·
και τότες ο Τηλέμαχος ξανάρθε στους μνηστήρες.
       Κατόπι η γαλανόματη η θεά σοφίστηκε άλλο·
μ' όψη σαν του Τηλέμαχου γυρνώντας μες στη χώρα,
τους άγουρους αντάμωσε, και μίλαε του καθένα,

385 καλώντας τους στ' ακρόγιαλο να κατεβούν το βράδυ,
κι από του Φρόνη το παιδί ζητάει γοργό καράβι,
τον ξακουστό Νοήμονα, που το 'ταξέ του αμέσως.
       Κι ο ήλιος σα βασίλεψε κι απόσκιασαν οι δρόμοι,
το πλοίο ρίχτει στο γιαλό, και μέσα τ' άρμενά του,

390 καθώς τα καλοσκάρωτα καράβια τα 'χουν πάντα,
και στο λιμάνι τ' άραξε· γύρω οι λεβέντες νέοι
μαζώχτηκαν, κι η Αθηνά τους έδινε όλους θάρρος.
       Και πάλε η γαλανόματη η θεά σοφίστηκε άλλα·
κατά τον πύργο κίνησε του θεϊκού Οδυσσέα,

395 και τους μνηστήρες περεχάει με ύπνο γλυκό, και ζάλη
τους φέρνει εκεί που πίνουνε, και ρίχτουν τα ποτήρια,
και να πλαγιάσουν ξεκινούν εδώ κι εκεί στη χώρα·
δεν άργησαν, τί βάραινε τα βλέφαρά τους ο ύπνος.
Και του είπε του Τηλέμαχου η θεά η γαλανομάτα,

400 καλώντας τον απέξωθε του ωριοχτισμένου πύργου,
και μοιάζοντας του Μέντορα, λαλιά συνάμα κι όψη·
       «Τηλέμαχε, οι χαλκόποδοι οι συντρόφοι σου εκεί κάτου
προσμένουν όλοι στο κουπί, την προσταγή να δώσης·
πάμε κι εμείς να σμίξουμε, κι άς μην αργοπορούμε.»

405      Αυτά σαν είπε η Αθηνά, ξεκίνησε αυτή πρώτη,
γοργά, κι ακολουθούσε ο νιός στης θέϊσσας τ' αχνάρια.
Και στο γιαλό σα φτάσανε, που απάντεχε το πλοίο,
εκεί τους μακρομάλληδες συντρόφους ανταμώσαν,
κι ο δυνατός Τηλέμαχος αυτά τους συντυχαίνει·

410      «Πάμε, παιδιά, να φέρουμε εδώ κάτου τις προμήθειες·
όλες στον πύργο βρίσκουνται· η μάνα όμως δεν ξέρει
μήτ' άλλη δούλα, εξόν η μιά που τ' άκουσε από μένα.»
       Είπε, και πρώτος κίνησε, κι οι άλλοι ακολουθούσαν,
Και στο γιαλό τα φέρανε, και μες στο πλοίο τα θέσαν,

415 σαν που είπε και παράγγειλε του Οδυσσέα ο γιόκας.
Κι ανέβηκε ο Τηλέμαχος στο πλεούμενο· κυβέρνα
η Αθηνά καθούμενη στην πρύμνη του· σιμά της
κι εκείνος κάθισε· έλυσαν τα παλαμάρια οι άλλοι,
ύστερ' ανέβηκαν κι αυτοί και στα ζυγά καθίσαν,

420 Και τότες πρύμο στέλνει τους η θεά η γαλανομάτα,
το Ζέφυρο που αχολογά στα μαύρα πέλαα πάνω.
Και πρόσταξε ο Τηλέμαχος καλώντας τους συντρόφους
να πιάσουν τ' άρμενα· άκουσαν αυτοί την προσταγή του.
Κατάρτι έλατο έστησαν και μπήξανέ το μέσα

425 στο μεσοδόκι το σκαφτό, το δέσανε με ξάρτια,
και με καλόστριφτα λουριά τ' άσπρα παννιά τραβήξαν.
Φούσκωσε ο αγέρας το πανί στη μέση, και το κύμα
πάς στο κοράκι βρόνταγε καθώς γοργά σκιζόταν·
κι έκοβε δρόμο κι έτρεχε στο πέλαο το καράβι,

430 Και τ' άρμενα σα δέσανε στο μελανό σκαφί του,
κροντήρια στήσαν, και κρασί καλογεμίζοντάς τα
για τους αθάνατους θεούς και τους αιώνιους χύναν,
μα για τη γαλανόματη κόρη του Δία πρώτα.
       Κι ολονυχτίς και την αυγή έπαιρνε δρόμο εκείνο,

Ραψωδία γ 
Τα εν Πύλω
  Τήν ώρια όταν αφήνοντας τη λίμνη ανέβη ο ήλιος
πρός τον ολόχαλκο ουρανό σε αθάνατους να φέξη,
και στους ανθρώπους τους θνητούς της γής της θροφοδότρας,
σε χώρα φτάναν όμορφη, στην Πύλο του Νηλέα.

5 Κόσμος εκεί στ' ακρόγιαλα προσφέρνανε θυσίες,
ταύρους ολόμαυρους στης γής το σείστη Ποσειδώνα.
Καθόντανε παρέες εννιά, νομάτοι πεντακόσοι
στην καθεμιά, και ταύροι εννιά στην καθεμιά σφαζόνταν.
Κι ώσπου τα σπλάχνα να γευτούν και τα μεριά να κάψουν

10 για το θεό, αυτοί μπαίνανε και τα πανιά μαζώναν,
Και στάθη το καλόφτιαστο καράβι, κι όξω βγήκαν,
και βγήκε κι ο Τηλέμαχος την Αθηνά ακλουθώντας.
Πρώτη το λόγο αρχίνησε η θεά η γαλανομάτα·
       «Δέν πρέπει εσύ πια ντροπαλός, Τηλέμαχέ μου, να 'σαι

15 γι' αυτό τα πέλαα πέρασες, να μάθης, το γονιό σου
ποιό χώμα τόνε σκέπασε, ποιά μοίρα τόνε βρήκε.
Σύρε στ' αλογοδαμαστή του Νέστορα ίσια τώρα,
να δούμε σαν τί στοχασμούς μες στην καρδιά του κρύβει.
Και παρακάλειε τον εσύ με αλήθεια να μιλήση,

20 αγκαλά ψέμα δε θα πή, γιατί έχει γνώση εκείνος.»
Κι ο γνωστικός Τηλέμαχος γυρίζει και της κάνει·
«Μέντορα, πως να πάω μαθές και να του προσμιλήσω,
που ακόμα είμ' ασυνήθιστος στα σοβαρά τα λόγια;
Νέος μεγάλο να ρωτάη το 'χει ντροπής αλήθεια.»

25      Κι η γαλανόματη Αθηνά του απολογήθη κι είπε·
«Τηλέμαχε, άλλα θα τα βρής μονάχος με το νου σου,
άλλα ο θεός θα σου τα πή· τί η μάνα σου δε θα 'χη
γεννήσει κι αναθρέψει σε χωρίς θεού συμπόνια.»
       Είπε, κι ομπρός η Αθηνά ξεκίνησε με βιάση,

30 και πίσωθε στ' αχνάρια της ακολουθούσε εκείνος,
Και φτάσανε στων Πυλιωτών τα πανηγύρια μέσα,
που με τους γιούς του εκεί μαζί κι ο Νέστορας καθόταν,
κι ολόγυρα οι συντρόφοι του τοιμάζαν το γιορτάσι,
μέρος κρεάσια ψήνοντας, μέρος σουβλίζοντάς τα,

35 Κι άμα τους ξένους γνάντεψαν, αντάμα όλοι κινούνε,
και σφίγγοντας τα χέρια τους καλούν τους να καθίσουν.
Πρώτος ο γιός του Νέστορα ο Πεισίστρατος ζυγώνει,
παίρνει το χέρι των δυονών, τους φέρνει στο τραπέζι
κι απάς σε μαλακές προβιές στον άμμο τους καθίζει,

40 του Θρασυμήδη του αδελφού και του γονιού του δίπλα.
Από τα σπλάχνα δίνει τους μερίδες, τους γεμίζει
χρυσό ποτήρι με κρασί, και χαιρετώντας κράζει
στην κόρη του αιγιδόσκεπου και Δία, την Παλλάδα·
       «Ευκήσου τώρα, ώ ξένε μου, στο μέγα Ποσειδώνα,

45 που στη γιορτή του τύχατε δωπέρα να βρεθήτε.
Κι όντας του χύσης κι ευκηθής, καθώς είναι συνήθεια,
δός το ποτήρι και του νιού, γλυκό κρασί να χύση,
τί τους αθάνατους κι αυτός θα προσκυνάη· οι ανθρώποι
ανάγκη πάντα των θεών των Ολυμπήσων έχουν.
Όμως αυτός μικρότερος κι ομήλικός μου όντας,

50 εσένα πρώτα δίνω σου τ' ολόχρυσο ποτήρι.»
       Αυτά είπε, και στα χέρια του το κρασατάσι δίνει.
Κι η Αθηνά το χάρηκε που ο γνωστικός λεβέντης
εκείνης πρώτης το 'δωσε τ' ολόχρυσο ποτήρι.
Κι έκανε αμέσως προσευκή του μέγα Ποσειδώνα·

55      «Άκου μας, κοσμοζώστη θεέ, μην αρνηθής μας τα όσα
παρακαλούμε να γενούν. Και πρώτα χάριζε τους
καλοτυχιά του Νέστορα και των παιδιών του αντάμα·
δίνε ύστερα πολύχαρη στους άλλους τους Πυλιώτες
την πλερωμή για τη λαμπρή εκατοβοδιά τους τούτη.

60 Δίνε και του Τηλέμαχου κι εμένανε κατόπι
καλό πατρίδας γυρισμό, σαν τελεστούνε τα όσα
εδώ να πράξουμε ήρθαμε με το γοργό καράβι.»
       Κι αυτά που προσευκότανε μονάχη τα τελούσε·
προσφέρνει του Τηλέμαχου το δίχερο ποτήρι,

65 και του Δυσσέα ο ακριβογιός προσεύκεται κι εκείνος.
Και σάνε ψήσαν κι έσυραν τ' απόξωθε κοψίδια,
τα μοίρασαν κι αρχίσανε τ' αρχοντικό τραπέζι.
Κι από φαγί κι από πιοτό σα χόρτασε η καρδιά τους,
ο Γερηνιώτης Νέστορας ο αλογογνώστης είπε·
       «Και τώρα κάλλιο άς ρωτηθούν οι ξένοι αυτοί ποιοί να 'ναι,

70 μιάς και φραθήκανε θροφή. Πήτε μας, ποιοί είστε, ώ ξένοι;
ποπούθε ταξιδέψατε τους πελαγήσους δρόμους;
τάχα δουλειά σάς έφερε, ή εδώ κι εκεί πλανιέστε
στις θάλασσες, σαν πειρατές που τριγυρνούν και φέρνουν,
με της ζωής τους κίνδυνο, ζημιά σε ξένον κόσμο;»

75      Κι ο γνωστικός Τηλέμαχος αυτά του απολογήθη,
με θάρρος που ίδια της η θεά του το 'βαλε στο νου του,
μαντάτα του χαμένου του γονιού για να γυρέψη,
κι όνομα σύγκαιρα λαμπρό στον κόσμο για να βγάλη.
       «Νέστορα, του Νηλέα ώ γιέ, των Αχαιών καμάρι,

80 ποπούθε ερχόμαστε ρωτάς, αυτό θα σου ορμηνέψω.
Από το Θιάκι ερχόμαστε, ποκάτω από το Νείο,
για ανάγκη που όχι του λαού, παρά δική μας είναι.
Νά μάθω που 'ναι ο κύρης μου, τη φήμη του ακλουθώντας,
του καρτερόψυχου Οδυσσέα, που έναν καιρό μαζί σου

85 λέν πολεμώντας κούρσεψε τη χώρα της Τρωάδας.
Κάθε άλλος που πολέμησε τους Τρωαδίτες τότες,
τ' ακούσαμε το τέλος του και την κακή του μοίρα·
ως τόσο εκείνου το χαμό τον κρύβει ο γιός του Κρόνου,
και δεν μπορεί κανείς να πή σωστά το που αφανίστη,

90 άν έπεσε μαθέ στεριάς από εχτρικό κοντάρι,
ή τ' άγρια άν τόνε φάγανε νερά της Αμφιτρίτης.
Γι' αυτό δά τώρα πέφτω σου στα γόνατα, να μάθω
σαν ποιό 'τανε το τέλος του κι η κακοθανατιά του,
μα ή τα 'δες με τα μάτια σου, ή απ' άλλον άκουσές τα

95 τί η μάνα τόνε γέννησε για βάσανα περίσσια.
Και μη μου τα μισομιλάς από συμπόνια ή σέβας,
μόν' πές μου τα ίσια, καταπώς τα μάτια σου τον είδαν.
Παρακαλώ σε, άν ο λαμπρός γονιός μου ο Οδυσσέας
ή λόγο ή πράξη σου 'ταξε και τέλεσε στην Τροία,

100 εκεί που αρίθμητα δεινά στους Αχαιούς πλακώσαν,
θυμήσου τα την ώρα αυτή, και πές μου την αλήθεια.»
       Κι ο Γερηνιώτης Νέστορας ο αλογογνώστης του είπε·
«Φίλε μου, αφού μου θύμισες τα πάθια που εκεί τότες
τραβήξαμε των Αχαιών τ' ακράτητα εμείς τέκνα,

105 κι όσα στα πέλαγα τ' αχνά γυρνώντας με καράβια,
σα βγαίναμε στα λάφυρα τον Αχιλλέα ακλουθώντας,
και πάλε γύρω στο καστρί του Πρίαμου του ρήγα
σαν πολεμούσαμε· όλοι εκεί οι καλύτεροί μας πήγαν.
Εκεί ο λεβέντης ο Αίαντας, εκεί κι ο Αχιλλέας,

110 κι ο Πάτροκλος, που με θεούς μπόρειε να βγή στη γνώση,
εκεί κι ο γιός μου ο ακριβός, το παλληκάρι τ' άξιο,
ο Αντίλοχος, ο ξακουστός στο δρόμο και στη μάχη.
Κι άλλα πολλά παθήματα κοντά σ' αυτά μάς βρήκαν·
μα ποιός θνητός ,θα δύνονταν αυτά να τα ιστορήση;

115 Και πέντε κι έξη άν έμνησκες χρόνους εδώ ρωτώντας,
να μάθης τα όσα πόφεραν οι Αχαιοί οι λεβέντες,
βαριεστημένος κι άμαθος στον τόπο σου θα γύρνας.
Χρόνους εννιά τους πλέχναμε χαμό με μύριες τέχνες,
και μετά βίας του Κρόνου ο γιός τον έφερε σε τέλος.

120 Μέ τον τρανό Οδυσσέα κανείς στη γνώμη δε μπορούσε
να παραβγή, που πάντα αυτός έβγαιν' απ' όλους πρώτος
σε πάσα τέχνη, ο κύρης σου, άν είσαι εσύ στ' αλήθεια
παιδί του εκείνου· ξαφνισμός με παίρνει σαν κοιτώ σε.
Μοιάζει η μιλιά σας, μα το ναί, και θα 'λεγες πως νέος

125 με τόση γνώση γέρικη δεν μπόρειε να μιλήση.
Ποτές οι δυό μας, ο λαμπρός Δυσσέας κι εγώ, να βγούμε
ασύφωνοι σε συντυχιά ή βουλή δεν έτυχέ μας,
παρά μιά γνώμη δείχνοντας, με στοχασιά και σκέψη
τί τους Αργίτες σύφερνε πασκίζαμε να βρούμε.

130 Μα σαν τη διαγουμίσαμε του Πρίαμου τη χώρα,
και στα καράβια μπήκαμε, και θεός τους σκόρπιζε όλους
τους Αχαιούς, κακό ερχομό μάς μελετούσε ο Δίας,
γιατί όλοι τους δεν ήτανε στοχαστικοί και δίκιοι,
και σε πολλούς τους έπεσε σα φοβερή κατάρα

135 η οργή της γαλανόματης του Δία θυγατέρας,
που σκόρπισε διχογνωμιά στους δυό τους γιούς του Ατρέα.
Σέ σύναξη καλέσανε τα πλήθη αυτοί, του κάκου,
και ξώκαιρα, σαν έγερνε κατά το βράδυ ο ήλιος,
κι ήρθαν των Αχαιών οι γιοί κρασί βαριοπιωμένοι,

140 κι εκείνοι τους ξηγούσανε γιατί συνάξανέ τους.
Τούς έλεγε ο Μενέλαος τους Αχαιούς να σύρουν
στον τόπο τους, τις διάπλατες τις θάλασσες περνώντας·
ως τόσο ο Αγαμέμνονας μη στέργοντας, τους κράτα,
για να τελέση της θεάς ιερές θυσίες πρώτα,

145 τη μάνητά της θέλοντας μ' αυτές να μαλακώση.
Κλούβιος, και δεν το γνώριζε πως δεν τη μεταπείθει,
γιατί έτσι των αθάνατων η γνώμη δε γυρίζει.
Κι οι δυό καθώς στεκόντανε βαριά λογομαχώντας,
σηκώθηκαν οι Αχαιοί με χλαλοή μεγάλη,

150 και χωριστήκανε σε δυό ταράφια από δυό γνώμες.
Ένας τον άλλο οχτρεύοντας πλαγιάσαμε τη νύχτα,
τί ο Δίας μάς μαγείρευε κακό και μαύρο τέλος.
Μα την αυγή τραβήξαμε στη θάλασσα τα πλοία,
και μέσα κι οι βαθιόζωνες γυναίκες με τα πλούτια.

155 Ως τόσο μείνανε οι μισοί κοντά στον Αγαμέμνο,
του Ατρέα το γιό, το βασιλιά,κι οι άλλοι στα καράβια.
Και τα καράβια αρμένιζαν ολόπρυμα, τί κάποιος
τότες θεός μάς έστρωνε τα τρίσβαθα πελάγη.
Στήν Τένεδο σαν ήρθαμε, γυρνώντας στην πατρίδα,

160 σφαχτά προσφέραμε των θεών μα ο άσπλαχνος ο Δίας
δεν έστεργε να φτάσουμε, μόνε κακές διχόνοιες
πάλε μάς έσπερνε. Πολλοί γυρίσανε ξοπίσω
με τα καράβια τα γερτά, το βασιλιά ακλουθώντας
τον Οδυσσέα, το γνωστικό και τον πολυτεχνίτη,
να μη χαλάσουν την καρδιά του αφέντη του Αγαμέμνου·

165 ως τόσο μ' όσα εγώ όριζα, λίγα πολλά καράβια,
ξεκίνησα να φύγουμε, τί τα 'νιωθα τα πάθια
που ο θεός μάς κρυφοτοίμαζε στο λογισμό του μέσα.
Ετσι κι ο πολεμόχαρος γιός του Τυδέα κινούσε,
και τους συντρόφους του έπαιρνε. Και λίγο αργότερά μας
να κι ο Μενέλαος ο ξανθός προφταίνει πρός τη Λέσβο,
εκεί που μελετούσαμε το μακρινό ταξίδι,

170 άν παραπάνω από τη Χιό τη βράχινη θα βγούμε,
πρός την Ψυριά, από τα ζερβά ετούτη αφήνοντάς την,
ή κάτω, πρός το Μίμαντα τον ανεμοδαρμένο.
Και του θεού ζητήσαμε σημάδι, και μάς ήρθε·
να σκίσουμε το πέλαγο, μάς έλεγε, ως την Εύβοια,

175 γλήγορο άν θέμε γλυτωμό από βάσανα μεγάλα.
Φύσηξε πρύμος άνεμος, και τρέξαν τα καράβια
μες στα ψαράτα πέλαγα, κι αράξαμε τη νύχτα
στη Γεραιστό· πολλών εκεί του Ποσειδώνα ταύρων
μεριά του κάψαμε ύστερα από τόσου πέλαου δρόμο.
Σάν ήρθε η μέρα η τέταρτη, οι συντρόφοι του Διομήδη

180 του αλογοδαμαστή, του γιού του ηρωϊκού Τυδέα,
μες στ' Άργος φέρναν κι άραζαν τα ωραία τους καράβια·
ως τόσο για την Πύλο εγώ τραβούσα, κι ολοένα
φυσούσε ο ούριος άνεμος που ο θεός είχε σταλμένο.
Ετσι ήρθα, γιέ μου, ανήξερος, κι ακόμα δε γνωρίζω

185 ποιοί τότες γλύτωσαν, και ποιοί χαθήκανε και πήγαν.
Μα όσα μες στους πύργους μου κάθουμ' εδώ κι ακούγω,
θα τα 'χης με την τάξη τους και δε θα σου τα κρύψω.
Ήρθανε, λέν, του κονταριού οι τεχνίτες Μυρμιδόνες,
που ο γιός του μεγαλόψυχου Αχιλλέα τους οδηγούσε,

190 ήρθε κι ο δοξαστός ο γιός του Ποία ο Φιλοχτήτης.
Κι ο Ιδομενέας κατέβασε στην Κρήτη τους δικούς του,
όσοι από μάχες γλύτωσαν και κύμα δεν τους πήρε.
Γιά του Ατρέα το γιό κι εσείς θ' ακούσατε μακριάθε,
πως ήρθε, και πως ο Αίγιστος φριχτό του φύλαε τέλος.

195 Όμως κι αυτός το πλέρωσε πολύ πικρά, και βλέπεις
πόσο καλό 'ναι απόγονο ν' αφήνη όποιος πεθαίνει
σαν κείνον που γδικιώθηκε τον Αίγιστο τον πλάνο,
που το γονιό του χάλασε τον πολυδοξασμένο.
Κι εσύ, καλέ μου, που όμορφο σε βλέπω και μεγάλο,

200 να γίνης και παλληκαράς, να σε παινούν κατόπι.»
       Κι ο γνωστικός Τηλέμαχος αυτά του απολογήθη·
«Νέστορα, του Νηλέα γιέ, των Αχαιών καμάρι,
καλά τόνε γδικιώθηκε, κι οι Αχαιοί θ' απλώσουν
τη φήμη του ν' ακούγεται χρόνους πολλούς κατόπι.

205 Μακάρι τόση δύναμη κι εμένα οι θεοί να δίναν,
να γδικιωθώ τις αδικιές των άσπλαχνων μνηστήρων,
που με περίσσια αδιαντροπιά λογής κακά μου πλέχνουν.
Μα τέτοιο ριζικό οι θεοί δε δώκαν του γονιού μου
κι εμένανε, κι απομονή να κάμω πρέπει τώρα.»

210      Κι ο Γερηνιώτης Νέστορας ο αλογατάς του κάνει·
«Φίλε μου, μιάς και τέτοια εσύ μου θύμισες και μου 'πες,
λένε πως περισσοί γαμπροί τη μάνα σου ζητώντας,
μέσα στους πύργους σου δουλειές και βάσανα σκαρώνουν.
Πές μου, ήθελες και τα τραβάς, ή τάχα ο κόσμος όλος

215 σ' οχτρεύεται, κάποιου θεού κρυφή φωνή ακλουθώντας;
Ποιός ξέρει εκειός ά δεν ερθή και δεν τους τα πλερώση,
ή μοναχός του, ή και μαζί με τους Αχαιούς μιάν ώρα;
Τί η γαλανόματη Αθηνά κι εσένα άν αγαπούσε
καθώς πονούσε έναν καιρό τον ξακουστό Οδυσσέα

220 στην Τροία, εκεί που όλους μας πολλά μάς τρώγαν πάθια,
— δεν είδα, αλήθεια, αθάνατο τόση να δείχνη αγάπη
όση έδειχνέ του φανερά η Αθηνά η Παλλάδα, —
έτσι κι εσένα, άν ήθελε να σε πονή στο νου της,
πολλοί τους θα ξεχνούσανε του γάμου τη λαχτάρα.»

225      Κι ο γνωστικός Τηλέμαχος απολογήθη κι είπε.
«Δέν το πιστεύω, γέροντα, να τελεστή το μου 'πες·
μεγάλος λόγος, που το νου σαστίζει· δεν το 'λπίζω
τέτοιο 'να πράμα να γενή κι άν οι θεοι θελήσουν.»
       Κι η γαλανόματη θεά γυρίζει και του κάνει·

230 «Τί λόγια από τα χείλη σου, Τηλέμαχε, ξεφύγαν;
Θεός άν θέλη, το θνητό κι από μακριά γλυτώνει.
Κάλλια 'χα να τυραννιστώ κι αρίθμητα να πάθω,
πατρίδα ως που να ξαναδώ και γυρισμό να νιώσω,
παρά όπως ο Αγαμέμνονας να βρώ χαμό στο σπίτι,

235 που θύμα πήγε του Αίγιστου και του άπιστου ταιριού του.
Τί από παρόμοιο θάνατο μήτε οι θεοί του Ολυμπου
αγαπημένο τους θνητό δε δύνουνται να σώσουν,
του χάρου του τεντόκορμου σαν τον πλακώσ' η μοίρα.»
       Κι ο γνωστικός Τηλέμαχος γυρίζει και της κρένει·

240 «Μέντορ', αυτά άς τα πάψουμε, πολύς κι άν είναι ο πόνος·
δεν έχει εκείνος γυρισμό· οι αθάνατοι πια τώρα
το θάνατο του ορίσανε και την κακή του μοίρα.
Τώρα άλλο εγώ του Νέστορα θα πω και θα ρωτήξω,
τί κρίνει και κατέχει αυτός όσο κανένας άλλος·

245 τρείς λένε πως βασίλεψε γενεές αυτός ανθρώπων,
και σαν αθάνατος σφαντάει σαν του κοιτώ την όψη.
Νέστορα, του Νηλέα γιέ, πές μου όλη την αλήθεια·
πως πέθανε ο Αγαμέμνονας ο μέγας γιός του Ατρέα;
και που ήτανε ο Μενέλαος; σαν τί το μαύρο τέλος
που ο πονηρός ο Αίγιστος σοφίστηκε και βρήκε,

250 για να ξεκάμη αντίμαχο πολύ καλύτερό του;
ή να 'λειπε ο Μενέλαος, και κάπου αλλού πλανιόταν,
κι εκείνος ξεθαρρεύτηκε και σκότωσε το ρήγα;»
       Κι ο Γερηνιώτης Νέστορας ο αλογατάς του κρένει·
«Όλα σωστά κι αληθινά θα σου τα πω, παιδί μου.

255 Και μόνος σου φαντάζεσαι το πως αυτά θα βγαίναν,
ά ζούσε ακόμα ο Αίγιστος μες στα παλάτια εκείνα,
τότες που γύρισε ο ξανθός Μενέλαος απ' την Τροία·
ως μήτε γής δε θα 'ριχταν απάς στο λείψανο του,
παρά θα τόνε τρώγανε πετάμενα και σκύλοι,

260 μέσα στων κάμπων τις ρημιές, αλάργ' από τη χώρα,
και μήτε θα τον έκλαιγε ποτές Αχαιοπούλα
κατόπι τέτοιο κάμωμα· που εμείς εκεί με μύριους
αγώνες τυραννιόμασταν, κι ετούτος φωλιασμένος
μες στ' Άργος τ' αλογόθροφο προσπάθειε με τα λόγια
το ταίρι του Αγαμέμνονα κρυφά να ξελογιάση.

265 Ως τόσο αρνιόταν τ' άπρεπο το κάμωμα η πανώρια
η Κλυταιμνήστρα στην αρχή, τ' είχε καλή τη γνώμη.
Σιμά της κι ο τραγουδιστής αγρύπνα, που ο Ατρείδης
να τη φυλάη παράγγειλε μισεύοντας στην Τροία.
Μα τότες που οι αθάνατοι ψηφίσαν το χαμό της,

270 τον παίρνει τον τραγουδιστή σε ρημονήσι εκείνος,
κι αφήνοντάς τον να γενή ξεφάντωμα των όρνιων,
τη φέρνει σπίτι πρόθυμη καθώς κι ο ίδιος ήταν.
Αρίθμητα έψησε μεριά πάς στους βωμούς των θεώνε,
μύρια στολίδια κρέμασε, και τούλια και χρυσάφια,

275 που τέτοιο πράμα ανόλπιστο και μέγα έβγαλε πέρα.
Ως τόσο από την Τροία εμείς ερχάμενοι, του Ατρέα
ο γιός κι εγώ, οι δυό βλάμηδες, περνούσαμε το κύμα·
όμως στο Σούνι, το ιερό σα φτάσαμε ακρωτήρι
των Αθηνώνε, ολόξαφνα ο Απόλλωνας ο, Φοίβος

280 το δόλιο του Μενέλαου χτυπάει καραβοκύρη,
με τις λαμπρές του σαϊτιές, και τη ζωή του παίρνει,
εκεί που κράταε του γοργού του καραβιού το δοιάκι,
το Φρόντη του Ονήτορα, που τους ξεπέρναε όλους
σε καραβιού κυβέρνημα σα μάνιαζε ανεμούρα.
Έτσι μποδίστη ο δρόμος του, πολλή κι άν είχε βιάση,

285 σε φίλο θέλοντας νεκρό στερνές τιμές να δώση,
Μα όταν κι αυτός στα μελανά τα πέλαγα όξω βγήκε
με τα γοργά καράβια του, και στο βουνό Μαλέα
κατέβηκε αρμενίζοντας, τότες φριχτό ταξίδι
ο Δίας ο βροντόφωνος του τοίμασε, με ανέμους
που σφυριχτοί φυσούσανε, και κύματα σηκώναν

290 μέσα στην άγρια θάλασσα, πελώρια ίσαμε όρη.
Και χώρισε τα πλοία σε δυό· μέρος στην Κρήτη πέσαν,
που κατοικούν οι Κύδωνες στους όχτους του Ιαρδάνου.
Εκεί γκρεμνός πρός το γιαλό γλιστρός αψηλοστέκει
στης Γόρτυνας τα πέρατα, κι ομπρος στ' αχνά πελάγη·

295 αυτού, πρός τη Φαιστό μεριά, φυσάει Νοτιάς κι αμπώθει
μεγάλο κύμα στο ζερβό τον κάβο· πέτρα τότες
πίσω το διώχνει μικρουλή το κύμα το μεγάλο.
Εκεί τα πλοία ξέπεσαν και σπάσανε στα βράχια
και μετά βίας από χαμό γλυτώσανε οι ανθρώποι·
τα πέντε όμως μαυρόπλωρα καράβια που σωθήκαν,

300 τα τράβηξε στην Αίγυπτο της τρικυμιάς η φόρα.
Πολύ εκεί βιός συνάζοντας και μάλαμα ο Μενέλαος,
με τα καράβια γύριζε σε αλλόγλωσσους ανθρώπους·
στ' Άργος ως τόσο ο Αίγιστος φριχτούς σκοπούς τελώντας,
τον Αγαμέμνονα έσφαξε και δάμασε τη χώρα.

305 Χρόνους εφτά βασίλεψε μες στη χρυσή Μυκήνη,
μα στους οχτώ πλακώνοντας απ' την Αθήνα ο Ορέστης,
κόβει τον πονηρό φονιά του δοξαστού γονιού του,
και στους Αργίτες έδωσε το νεκρικό τραπέζι,

310 και για τον άναντρο Αίγιστο και για την έρμη μάνα.
Τήν ίδια μέρα του 'ρχεται κι ο αντρόφωνος Μενέλαος,
με πράματα όσα δύνουνταν τα πλοία του να σηκώσουν.
Φίλε, κι εσύ πολύ μακριά στα ξένα μην πλανιέσαι,
και βιός με τέτοιους άτιμους στο σπίτι μην αφήνης,

315 μη σου τα φάνε, και σου βγή του κάκου αυτός ο δρόμος.
Ως τόσο συβουλεύω σε να σύρης στου Μενέλαου,
που είναι ότ' ήρθε από λαούς που γυρισμό δε βλέπεις,

320 μιάς κι απ' ανέμους πλανηθής σ' όμοια μεγάλα κι άγρια
πελάγη, που μήτε πουλιά στο χρόνο· δε γυρνάνε.
Τράβα με το καράβι σου και με τη συντροφιά σου,
ή άν προτιμάς από στεριάς, να, αλόγατα κι αμάξι·
συνταξιδιώτες έπαρε τους γιούς μου, να σε φέρουν

325 στην ώρια Λακεδαίμονα που 'ναι ο ξανθός Μενέλαος.
Κι ατός σου παρακάλειε τον να σου πή την αλήθεια,
αγκαλά ψέμα δε θα πή, τί έχει περίσσια γνώση.»
       Είπε· με το βασίλεμα πέφτει σκοτάδι ως τόσο,

330 και τότες λέει του Νέστορα η θεά η γαλανομάτα·
       «Σωστά μάς τα 'πες, γέροντα· όμως τις γλώσσες κόψτε,
και βάλτε στο κρασί νερό, κι αφού στον Ποσειδώνα
και στους λοιπούς αθάνατους στάξουμε στάλες, τότες
άς πάμε και για πλάγιασμα, τί η ώρα του ζυγώνει.

335 Τό φώς στα σκότη χάνεται, και δεν πολυταιριάζει
να το παρατραβήξουμε σε θεϊκό τραπέζι.»
       Είπε του Δία η κόρη αυτά, κι οι άλλοι την ακούσαν,
Τότες νερό τους έχυσαν οι κήρυκες στα χέρια,
κι οι νέοι στεφανώσαντας με το κρασί κροντήρια,

340 κάθε ποτήρι γέμισαν την απαρχή αφού στάξαν·
ρίξαν τις γλώσσες στη φωτιά, κι αφού σταθήκαν όρθιοι,
κι έσταξαν στάλες κι ήπιανε όσο ήθελε η καρδιά τους,
ο θεόμορφος Τηλέμαχος κι η Αθηνά μαζί του,
κατά το πλοίο το κουφωτό κινήσανε, μα πίσω

345 ο Νέστορας τους κράτησε τους δυό, κι αυτά τους είπε·
       «Ο Δίας κι οι άλλοι αθάνατοι θεοί να μην το δώσουν
εσείς να πάτε στο γοργό καράβι από τα μένα,
σαν από κάποιονε γυμνό κι ολόφτωχο στ' αλήθεια,
που χράμια και παπλώματα στο σπίτι του δεν έχει,

350 για να κοιμάται μαλακά κι αυτός κι οι ξένοι που έρθουν,
Μα εδώ κι από παπλώματα κι απ' ώρια χράμια βρίσκει.
Ποτές ο γιός του άντρα εκεινού, του θεϊκού Οδυσσέα,
δε θα πλαγιάση ακοίταχτος σε καραβιού σανίδια,
όσο εγώ ζώ, και τέκνα μου στον πύργο μου απομνήσκουν,

355 τους ξένους να φιλεύουνε που τύχη εδώ να ρθούνε.
Κι η γαλανόματη θεά του κρένει τότε εκείνου·
       «Φρόνιμα τα 'πες, γέρο, αυτά, και πρέπει να σ' ακούση,
και να 'ρθη στα παλάτια σου ο Τηλέμαχος τη νύχτα.

360 Εγώ στο μαύρο πλοίο τραβώ να κράξω τους συντρόφους,
και το 'να τ' άλλο να τους πω σα μεγαλύτερός τους.
Όλοι απ' αγάπη οι νέοι αυτοί κι οι συνομήλικοί του
το μεγαλόψυχο ως εδώ Τηλέμαχο ακλουθήσαν.

365 Εκεί λοιπόν εγώ, σιμά στο μαύρο πλοίο πλαγιάζω,
και την αυγή στους Καύκωνες μισεύω, τους λεβέντες,
που κάποιο χρέος μου χρωστούν, κι όχι καινούργιο χρέος,
μήτε μικρό, κι ετούτονε, στους πύργους σου μιάς κι ήρθε,
μ' αμάξι ο γιός σου άς πάρη τον, κι αλόγατα του δίνεις,

370 τα πιο αλαφρά στο τρέξιμο, τα πιο γερά στο πόδι.»
       Αυτά σαν είπε η Αθηνά η γαλανοματούσα,
έγινε αϊτός και πέταξε· κι όσοι είδαν ξαφνιστήκαν.
Ίδιος ο γέρος σάστισε τηρώντας τέτοιο θάμα,
και πιάνει του Τηλέμαχου το χέρι και του κρένει·

375      «Ώ φίλε, εσύ μήτε κακός μήτ' άναντρος δε θα 'σαι,
αφού θεοί στη νιότη σου οδηγοί σε ακολουθάνε.
Και του Όλυμπου άλλος κάτοικος δεν είναι ετούτος, μόνε
η κόρη η τριτογέννητη κι η δοξαστή του Δία,
που απ' τους Αργίτες ξέχωρα τον κύρη σου τιμούσε.

380 Η χάρη σου, ώ βασίλισσα, λαμπρή άς μάς φέρνη δόξα,
κι εμένα, και στα τέκνα μου, και στο καλό μου ταίρι·
κι εγώ μιά πλατομέτωπη δαμάλα θα σου σφάξω,
χρονιάρικη, που σε ζυγό δεν μπήκε ανθρώπου ακόμα.
και θα τη σφάξω, αφού καλά τα κέρατα χρυσώσω.»

385      Αυτά είπε, και την προσευκή συνάκουσε η Παλλάδα.
Κι ο Γερηνιώτης Νέστορας ξεκίνησε ως στα ώρια
παλάτια του, με τους γαμπρούς κατόπι και τους γιούς του.
Και φτάνοντας στα ξακουστά του βασιλέα παλάτια,
αράδα σ' έδρες και θρονιά καθίσανε, κι ο γέρος

390 κροντήρι σμίγει τους κρασί γλυκόπιοτο, που χρόνους
το 'χε έντεκα η κελάρισσα, και τώρα τ' άνοιγέ τους,
Αυτό τους έσμιξε να πιούν, και στάλα έχυσε χάμου,
μ' ευκές στου αιγιδόσκεπου του Δία τη θυγατέρα.

395      Και στους θεούς σαν έσταξαν κι ήπιαν όσο αγαπούσαν,
κινήσανε για πλάγιασμα στο σπίτι του ο καθένας,
μα τον Τηλέμαχο, το γιό του θεϊκού Οδυσσέα,
ο αλογολάτης Νέστορας τον κοίμισε στου πύργου
τη σάλα την πολύβοη, σε τορνευτό κλινάρι,

400 με πλάγι τον Πεισίστρατο, το λυγερό λεβέντη,
που όντας ακόμα ανύπαντρος στου κύρη κατοικούσε.
Ίδιος ο γέρος πλάγιασε στα ολόβαθα του πύργου,
σαν έσιαξέ του η σύγκλινη στρωσίδια και κλινάρι.
       Έφεξ' η ροδοδάχτυλη της νύχτας κόρη Αυγούλα,

405 κι ο αλογολάτης Νέστορας σηκώθη από την κλίνη,
κι ήρθ' όξωθε και κάθισε στα σκαλιστά λιθάρια,
που ολόμπροστα στις αψηλές βρισκόντουσαν τις θύρες,
άσπρα, γυαλιστερά. Εκεί καθόταν κι ο Νηλέας
στα παλιά χρόνια, που ήτανε στη γνώση θεός μονάχος.

410 Όμως εκειόνε ο θάνατος τον έφερε στον Άδη,
και τώρα φύλακας εκεί των Αχαιών καθόταν
ο ρήγας Νέστορας· σιμά κι οι γιοί του μαζευτήκαν,
από την κλίνη ότ' ήρθανε· ο Εχέφρονας, ο Στράτης,
με τον Περσέα ο Άρητος, κι ο ομοιόθεος Θρασυμήδης.

415 Αδέρφι έχτο ο ήρωας Πεισίστρατος τους ήρθε,
κι αντάμα το θεόμοιαστο Τηλέμαχο σα βάλαν,
ο αλογολάτης Νέστορας αρχίζει, ο Γερηνιώτης·
       «Παιδιά μου, γλήγορα άς γενή η αποθυμιά μου ετούτη,
την Αθηνά από τους θεούς να ξιλεώσω πρώτη,

420 που μου 'ρθεν ολοφάνερη πάς στο λαμπρό τραπέζι.
Ένας να τρέξη στη βοσκή να βρή καλή δαμάλα,
που ο αγελαδάρης ως εδώ κεντώντας θα τη φέρη·
στο πλοίο του μεγαλόψυχου Τηλέμαχου άς πάη άλλος,
να φέρη τους συντρόφους του, και μόνε δυό άς αφήση·

425 τρίτος εδώ το χρυσοχό Λαέρκη να 'ρθη άς κράξη,
του δαμαλιού τα κέρατα για να μαλαματώση.
Μείνετ' οι άλλοι εσείς αυτού, και στα παλάτια μέσα
τραπέζια να τοιμάσουνε στις παρακόρες πήτε,
να φέρουν και καθίσματα, ξύλα, νερό καθάριο.»

430      Αυτά είπε, κι όλοι τρέξανε· κι ήρθε η δαμάλα απέξω,
ήρθαν του μεγαλόψυχου Τηλέμαχου οι συντρόφοι
απ' το καράβι το γερό, ήρθε ο χαλκιάς κρατώντας
στα χέρια του τα σύνεργα της χρυσικής· αμόνι,
σφυρί, καλόφτιαστη μασιά. Ν' αποδεχτή ζυγώνει

435 την προσφορά κι η Αθηνά· δίνει χρυσάφι ο γέρος·
δουλεύει το και χύνει το στα κέρατα ο τεχνίτης,
για να χαρή τηρώντας το η Αθηνά, και σέρνουν
από τα κέρατα το ζώ ο Εχέφρονας κι ο Στράτης.

440 Κι έφερνε ο Άρητος νερό σε πλουμιστό λεγένι,
τριφτό κριθάρι πανεριά κρατώντας στ' άλλο χέρι·
πελέκι κράταε κοφτερό ο λεβέντης Θρασυμήδης,
το ζώ να κόψη. Σήκωνε ο Περσέας τη γαβάθα,
κι ο γέρος με το νίψιμο και το τριφτό κριθάρι

445 έκανε αρχή και τη θεά θερμοπαρακαλούσε,
στη φλόγα απάνω ρίχνοντας του κεφαλιού τις τρίχες.
       Και σάνε προσευκήθηκαν κριθάρι πασπαλώντας,
τότες του Νέστορα μεμιάς ο γιός ο αντρειωμένος
ο Θρασυμήδης ζύγωσε και βάρεσε· τα νεύρα

450 κόβουντ' αμέσως του ζνιχιού, και παραλεί η δαμάλα·
κόρες και νύφες σκούζουνε, σκούζει κι η Ευρυδίκη,
του Κλύμενου η πρωτότοκη, του Νέστορα το ταίρι,
Κι οι άλλοι καθώς κράταγαν το ζώ ανασηκωμένο,
τους το 'σφαξε ο Πεισίστρατος, το πρώτο παλληκάρι.

455 Κι από τα κόκκαλα η ψυχή με το αίμα σαν του βγήκε,
μεμιάς το κομματιάσανε και τα μεριά λιανίσαν,
όλα σωστά· τα τύλιξαν με σκέπη, τα διπλώσαν,
ωμά κομμάτια από παντού τους θέσανε, κι ο γέρος
στις σκίζες τα 'καιε με κρασί φλογάτο ραίνοντάς τα·

460 κι οι νέοι τα πεντόσουβλα κρατούσανε σιμά του.
Και σαν καήκαν τα μεριά και γεύτηκαν τα σπλάχνα,
κόψαν και τ' άλλα, στο σουβλί τα πέρασαν, και τότες
τα ψήσανε, τα μυτερά σουβλιά 'χοντας στα χέρια.
       Και του Τηλέμαχου λουτρό του δίνει η Πολυκάστη,

465 κόρη στερνή του Νέστορα, του γόνου του Νηλέα.
Και σαν τόνε καλόλουσε, τον άλειψε με λάδι,
και μ' όμορφο τον έντυσε χιτώνα και χλαμύδα,
που βγήκε από το λούσιμο με τους θεούς παρόμοιος
και πήγε κάθισε σιμά στο Νέστορα το ρήγα.

470 Και τ' αποπάνω κρέατα σαν ψήσαν και τα βγάλαν,
στο φαγοπότι κάθισαν, και τίμια παλληκάρια
σκωθήκαν και κερνούσανε με τα χρυσά ποτήρια.
Κι από φαγί κι από πιοτό σα φράθηκε η καρδιά τους,
αυτά τα λόγια ο Νέστορας τους είπε ο αλογολάτης.

475      «Παιδιά μου, του Τηλέμαχου φέρτε μεμιάς και ζέψτε
τα ωριότριχα τ' αλόγατα, να καλοταξιδέψη.»
       Αυτά είπε, και τον άκουσαν, κι ευτύς στ' αμάξι ζέψαν
τ' αλόγατα τα γλήγορα. Κελάρισσα τους βάζει

480 ψωμί, προσφάγι και κρασί, σαν πόχουν οι ρηγάδες.
Πάς στ' ώριο αμάξι ανέβηκε ο Τηλέμαχος, και δίπλα
ο ασίκης ο Πεισίστρατος τα χαλινάρια πήρε
και τ' άλογα μαστίγωσε· πρόθυμ' αυτά πετάξαν
στους κάμπους, πίσω αφήνοντας την αψηλή την Πύλο.

485 Πάς στα λαιμά τους ο ζυγός ολημερίς κουνούσε,
μα ο ήλιος σα βασίλεψε, κι απόσκιωναν οι δρόμοι,
στις Φήρες σταματήσανε, στους πύργους του Διοκλέα,
που ήτανε γιός του Ορσίλοχου, και που τ' Αλφειού ήταν 'γγόνι.

490 Εκεί ξενύχτησαν, κι αυτός φιλόξενα τους δέχτη.
       Έφεξ' η ροδοδάχτυλη της νύχτας κόρη Αυγούλα,
ζέψανε, κι ανεβήκανε στ' ωριόφαντο τ' αμάξι,
κι αφήκανε τα ξώθυρα του βουητερού του πύργου·
δίνει βιτσιά στ' αλόγατα, κι αυτά γοργοπετάξαν,

495 κι ίσια στους κάμπους τους σπαρτούς κατέβηκαν πετώντας,
και δρόμο κόψανε πολύ με την ορμή που πήραν.
Κι έγειρ' ο ήλιος το βράδυ, κι απόσκιασαν οι δρόμοι.

Ραψωδία δ 
Τα εν Λακεδαίμονι.

Κάτου στης Λακεδαίμονας τα βραχοκάμπια φτάνουν,
και στα παλάτια ξεκινούν του δοξαστού Μενέλαου.
Βρήκαν τον κι έκανε χαρά με περισσούς δικούς του,
τί γιό και κόρη πάντρευε στο σπιτικό του μέσα.

5 Στού ατρόμητου Αχιλλέα το γιό την κόρη του προβόδα,
που από την Τροία την έταξε και λόγο του είχε δώσει,
και τώρα τέλος φέρνανε οι αθάνατοι στο γάμο.
Μέ αλόγατα και μ' άμαξες την έστελνε στη χώρα
τώ Μυρμιδόνων τη λαμπρή, που βασιλιάς τους ήταν,

10 Και για το γιό του διάλεξε του Αλέχτορα την κόρη
στη Σπάρτη· ο χαδεμένος του λεβέντης Μεγαπένθης
ήταν αυτός, κι η μάνα του σκλαβούλα, τί η Ελένη
άλλο παιδί δε γέννησε κατόπι της Ερμιόνης
της ώριας, που χρυσόλαμπε σαν ίδια η Αφροδίτη.

15      Έτσι μες στο πεντάψηλο ξεφάντωναν παλάτι
όλ' οι γειτόνοι κι οι δικοί του δοξαστού Μενέλαου,
και γλέντιζαν ο θεϊκός τραγουδιστής κοντά τους
τραγούδαε λύρα παίζοντας, και στο σκοπό του απάνω
δυό χορευτάδες πηδηχτά καταμεσίς σβουρίζαν.

20      Στά πρόθυρα ο παλληκαράς Τηλέμαχος κι ο γιόκας
του Νέστορα ο περίλαμπρος με τ' άλογα σταθήκαν.
Προβγαίνει κι αγναντεύει τους ο άξιος Ετεωνέας,
πιστός παραστεκάμενος του δοξαστού Μενέλαου,
και στο παλάτι μήνυμα του βασιλέα του φέρνει,

25 σιμά του στέκοντας, μ' αυτά τα φτερωμένα λόγια·
        «Ώ διόθρεφτε Μενέλαε, δυό ξένοι εδώ φανήκαν,
που σαν του Δία μοιάζει τους το γένος του μεγάλου.
Και πές άν θα τους λύσουμε τ' αλόγατα απ' τ' αμάξι,
ή σ' άλλους να τους στείλουμε φιλοξενιά να βρούνε.»

30      Και του ξανθού Μενέλαου του βαριοφάνη, κι είπε·
«Δέν ήσουν άλλοτες εσύ κουτός, μωρ' Ετεωνέα,
μα τώρ' αλήθεια σα μωρό παιδί μου συντυχαίνεις.
Τάχα δε φάγαμε κι εμείς σε σπίτια ανθρώπων άλλων,
πρίν να 'ρθουμε, κι από δεινά μάς λευτερώση ο Δίας;

35 Μόν' έλα λύσ' τ' αλόγατα των ξένων κι έμπασέ τους,
να κάτσουν και να καλοφάν και να χορτάσουν πρώτα.»
       Είπε κι εκείνος χύθηκε και φώναξε τους άλλους
πρόθυμους δούλους κι είπε τους κατόπι του να τρέξουν.
Και τα δρωμένα τ' άλογα ξεζέψαν απ' τ' αμάξι,

40 και στ' αλογήσα τα παχνιά τα δέσαν, και τους βάλαν
να φάνε ζειά ανακατευτή με κάτασπρο κριθάρι.
Στά ξώτοιχα το ολόλαμπρο τ' αμάξι τότες γείραν,
κι εκείνους μες στ' αρχοντικό τους φέραν· κι αυτοί ιδόντας
του διόθρεφτου του βασιλιά τους πύργους, απορούσαν,

45 τ' είχαν το φώς του φεγγαριού και του ήλιου τη λαμπράδα
τα σπίτια τ' αψηλόσκεπα του δοξαστού Μενέλαου.
Και σαν τα σεριανίσανε και χάρηκε η ψυχή τους,
μπήκανε μες στις σκαλιστές τις γούρνες και λουστήκαν.
Και σαν τους λούσαν κοπελιές κι αλείψαν τους με λάδι,

50 και τους φορέσανε κρουστές χλαμύδες και χιτώνες,
πάς σε θρονιά τους κάθισαν σιμά στο γιό του Ατρέα.
Και μπρίκι για το νίψιμο τους φέρνει τότε η βάγια,
ώριο, χρυσό, και χύνει τους στην αργυρή λεγένη,
κι ύστερα στρώνει αντίκρυ τους γυαλιστερό τραπέζι.

55 Σεμνή κελάρισσα έφερε ψωμί και παραθέτει,
κι από τα καλοφάγια της τους φίλεψε περίσσια.
Και στα πινάκια ο μοιραστής τα κρέατα αραδιάζει,
και θέτει χρυσοπότηρα ομπροστά τους. Κι ο Μενέλαος
τους χαιρετάει τους δυό μαζί, κι αυτά τους συντυχαίνει·

60       «Απλώστε χέρι στο φαγί, χαρήτε το· κατόπι
σαν καλοφάτε, σάς ρωτώ ποιοί να 'στε, κι αποπούθε.
Τό αίμα σας το γονικό δεν είναι εσάς χαμένο,
παρά θεόθρεφτων παιδιά θένα 'στε βασιλιάδων,
τί ανθρώποι δε γεννούν κοινοί παλληκαράδες τέτοιους.»

65      Είπε, κι ομπρός τους έθεσε ραχόψαχνα βοδήσα,
ψητά, που εκείνου τα 'χανε βαλμένα για τιμή του.
Κι αυτοί τα χέρια απλώνανε στα καλοφάγια ομπρός τους.
Κι από πιοτό κι από φαΐ σα φράθηκε η καρδιά τους,
στου Νέστορα ο Τηλέμαχος το τέκνο συντυχαίνει,

70 ολόσιμά του σκύβοντας, να μην ακούν οι άλλοι·
        «Γιά κοίτα, γιέ του Νέστορα, και φίλε της καρδιάς μου,
χαλκός που αστράφτει μες σ' αυτά τα βουητερά παλάτια,
το μάλαμα και το ήλεχτρο, το φίλντισί, τ' ασήμι.
Τέτοιες θένα 'ναι κι οι αυλές του Δία του Ολυμπήσου·

75 αρίφνητα καλά θωρώ, και θαμασμός με πιάνει.»
       Και τον απείκασε ο ξανθός Μενέλαος σα μιλούσε,
και τους φωνάζει και λαλεί με φτερωμένα λόγια·
        «Ποιός άνθρωπος, παιδάκια μου, μετριέται με το Δία;
αθάνατοί 'ναι οι πύργοι του και τα καλά του εκείνου·

80 θνητός μονάχα στα καλά μ' εμένανε μετριέται,
ή κι όχι· τί με πάθια μου και με πολλά ταξίδια
μες στα καράβια τα 'φερα χρόνους οχτώ γυρνώντας·
Κύπρο, Φοινίκη διάβηκα, Αίγυπτο, Αιθιοπία,
και Σιδονιώτες κι Ερεμπούς, και της Λιβύας τη χώρα,

85 εκεί που πάντοτες τ' αρνιά με κέρατα γεννιούνται,
και τρείς φορές τα πρόβατα γεννοβολούν το χρόνο.
Μήτε του νοικοκύρη εκεί και μήτε του πιστού του
δε λείπει κρεάσι και τυρί και το γλυκό το γάλα·
τί το 'χουν όσο θές εκεί το γάλα και τ' αρμέγουν.

90 Και βιός πολύ συνάζοντας εγώ καθώς πλανιόμουν,
άλλος κρυφά κι ολόξαφνα τον αδερφό μου τότες
με την απάτη σκότωνε της έρμης του γυναίκας·
και να, γιατί δε χαίρουμαι τα πλούτια αυτά που ορίζω.
Θά τα γρικήσατε κι εσείς αυτά από τους γονιούς σας,

95 όποιοι κι άν είναι, τί έπαθα πολλά, μου χάθη σπίτι
καλότυχο και με καλά περίσσια πλουτισμένο.
Μακάρι να μου μνήσκανε το τρίτο μες στους πύργους,
κι οι άντρες να γλυτώνανε που μάς χαθήκαν τότες
στην Τρωάδα την πλατύχωρη, μακριά από την πατρίδα.

100 Όλους εγώ τους κλαίω εκειούς και δέρνουμαι, κλεισμένος
σαν κάθουμαι πολλές φορές σ' αυτά μου τα παλάτια,
κι ώρες στο κλάμα χαίρουμαι, ώρες το κόβω πάλε,
τί γλήγορα χορταίνεται το κρύο το μοιρολόγι.
Μα τούτους όλους δε θρηνώ, κι άς καίγετ' η καρδιά μου,

105 όσο έναν, που ποθώντας τον όρεξη χάνω κι ύπνο·
γιατ' Αχαιός δεν τράβηξε τα όσα ο Οδυσσέας.
Μα η μοίρα το 'θελε πολλά να πάθη αυτός, κι εμένα
να τρώη ο πόνος του ο σκληρός, που τόσους χρόνους λείπει,
κι ανίσως ζή ή απέθανε κανένας δε γνωρίζει.

110 Και θα τον κλαίνε τώρ' αυτόν ο γέρος ο Λαέρτης
κι η Πηνελόπη η γνωστικιά, θα τόνε κλαίη κι ο γιός τους,
που από το σπίτι φεύγοντας μωρό τον είχε αφήσει.»
       Είπε, κι αυτός λαχτάρηξε να κλάψη το γονιό του.
Χάμου ένα δάκρυο του έχυσε γρικώντας τ' όνομά του,

115 κι ομπρός στα μάτια σήκωσε την πορφυρένια χλαίνα
με τα δυό χέρια. Τό 'νιωσε ο Μενέλαος, και μονάχος
το βαθιογύριζε στο νου και στην ψυχή του μέσα,
να τον αφήση ο ίδιος του να πή για το γονιό του,
ή πρώτος να ρωτήξη αυτός και ξέταση να κάνη;

120      Κι εκεί που αυτά μελέταγε στο νου και στην ψυχή του,
η Ελένη από τ' ανώγια της τα μοσκομυρισμένα
προβάλλει σαν την Άρτεμη τη χρυσοσαγιτούσα.
Σιμά της στήνει η Άδραστη θρονί καλοφτιασμένο,
η Αλκίππη μάλλινο απαλό φέρνει χαλί κι απλώνει,

125 και το πανέρι τ' αργυρό φέρν' η Φυλώ, που δώρο
η Αλκάντρα της το χάρισε η γυναίκα του Πολύβου,
που ζούσε και λημέριαζε στην Αίγυπτο στις Θήβες,
και που είχε πλούτια αρίφνητα στο σπιτικό του μέσα.
Έδωσ' εκείνος δυό αργυρά λουτρά του γιού του Ατρέα,
δυό τρίποδα, και μάλαμα τάλαντα δέκα χώρια·

130 δώρα η κερά του διαλεχτά χαρίζει της Ελένης,
χρυσή αληκάτη, κι αργυρό πανέρι πάς στις ρόδες,
με χρυσωμένα ολόγυρα του πανεριού τα χείλη.
Αυτό δά της παράθεσε η Φυλώ η παρακόρη,
γεμάτο νήμα δουλευτό, κι απάνω η αληκάτη

135 με το βαθιόχρωμο μαλλί, θεμένη πέρα ως πέρα.
Καθίζει απάνω στο θρονί, μ' ακουμποπόδι ομπρός της
η Ελένη, και τον άντρα της καλορωτάει να μάθη.
        «Ώ διόθρεφτε Μενέλαε, γνωρίζουμ' εμείς τάχα
ετούτοι που μάς ήρθανε σαν ποιοί παινιένται να 'ναι ;

140 Αλήθεια, ή ψέματα θα πω; δεν το βαστώ πια μέσα.
Ποτές μου δεν είδ' άνθρωπο, άντρα ή γυναίκα, τόσο
να μοιάζη ανθρώπου, όσο αυτός — θαμάζω βλέποντάς τον—
ο γιός του μεγαλόκαρδου Οδυσσέα μοιάζει να 'ναι,
ο νέος Τηλέμαχος, που εκειός μικρό τον είχε αφήσει

145 για μένα την ασύστατη σαν τρέξατε στην Τροία
στο νου σας πόλεμο έχοντας απόκοτο όλοι τότες.»
       Κι ο ξανθουλός Μενέλαος γυρίζει και της κρένει·
«Κι εγώ, γυναίκα, νιώθω τα καθώς εσύ τα κρίνεις·
τέτοια τα πόδια του εκεινού, τα χέρια κι οι ματιές του,

150 τέτοιο και το κεφάλι του κι απάνωθέ του η κόμη.
Και καθώς τώρα θύμιζα τον Οδυσσέα, δηγώντας
τα όσα εκείνος έπαθε και πόφερε για μένα,
αυτός πικρό κατέβαζε στο πρόσωπό του δάκρυο,
κι ομπρός στα μάτια σήκωνε την πορφυρένια χλαίνα.»

155      Και τότε ο γιός του Νέστορα ο Πεισίστρατος του κάνει·
«Ώ διόθρεφτε Μενέλαε κι αρχοντογιέ του Ατρέα,
εκείνου γιός είν' απεδώ στ' αλήθεια, καθώς είπες·
είναι όμως στοχαζούμενος και δεν κοτάει ο νούς του
ό,τι πρωτόηρθε, ανέπρεπα να κρένη λόγια ομπρός σου,

160 εδώ που σα φωνή θεού η φωνή σου μάς γλυκαίνει.
Μ' έστειλ' εμένα ο Νέστορας, ο αλογογνώστης ρήγας,
να τόνε συνοδέψω αυτόν, τί να σε δή ποθούσε,
ίσως και λόγο ή κάμωμα στο λογισμό του βάλης.
Γονιού που ξενικεύτηκε παιδί πολλά παθαίνει

165 στο σπίτι του, ά δεν του 'ρχεται βοήθεια από τους άλλους.
Έτσι και του Τηλέμαχου λείπει ο γονιός του, κι άλλοι
στα βάσανά του γλυτωμό δεν έρχουνται να φέρουν.»
       Κι ο ξανθουλός Μενέλαος του απολογιέται τότες·
«Αλήθεια, γιός αγαπητού μου 'ρθε στο σπίτι ανθρώπου,

170 που για τα μένα τράβηξε κόπους κι αγώνες μύριους·
κι είπα, θα τόνε φίλευα από κάθε άλλον Αργίτη
ξέχωρα, άν τότες έδινε ο Δίας ο βροντορίχτης
να ρθούμε αντάμα, στα γοργά αρμενίζοντας καράβια.
Μές στ' Άργος θένα του 'φτιανα και χώρα και παλάτι,

175 από το Θιάκι φέρνοντας μ' αυτόν και τα καλά του,
το γιό του κι όλο το λαό, κι αρπώντας του μιά χώρα
απ' όσες γύρω βρίσκουνται κι εμένα προσκυνάνε.
Εδώ συχνά θα σμίγαμε, και δε θα χώριζε άλλο
το φιλευτή του εμένανε απ' εκειόν το φιλεμένο,

180 παρά το μαύρο σύννεφο του Χάρου σαν ερχόταν.
Γραφτό όμως ήτανε ο θεός να τα φτονέση ετούτα,
και μόνο εκείνου ν' αρνηθή το γυρισμό του δόλιου.»
       Είπε, και σ' όλους έδωσε μοιρολογιού λαχτάρα.
Κλαίγ' η Ελένη η Αργίτισσα, του Δία η θυγατέρα,

185 κλαίει ο καλός Τηλέμαχος κι ο γιός του Ατρέα Μενέλαος,
και μήτε ο γιός του Νέστορα στεγνά δεν είχε μάτια·
τί τον Αρχίλοχο κι αυτός τον άσφαλτο θυμήθη,
που ο γόνος της λαμπρής Ηώς τον είχε σκοτωμένο·
αυτόν θυμώντας μίλησε με λόγια φτερωμένα·

190       «Τού Ατρέα γιέ, πιο γνωστικό μες στους ανθρώπους όλους
ο γέρος σε είπε Νέστορας μιλώντας για τα σένα
στο σπίτι, σα ρωτιούμασταν ο ένας με τον άλλον.
Και τώρα, ά γίνεται, άκου με· γιατί στο δείπνο απάνω
δεν τ' αγαπώ τα κλάματα· μα θα ξανάρθη η Αυγούλα.

195 Δέ λέω πως όποιον παίρνει μας ο Χάρος να μην κλαίμε.
Αυτό δά μόνο δώρο τους έχουν οι δόλιοι ανθρώποι,
η κομη να κουρεύεται, να τρέχουνε τα δάκρια.
Κι εμένα απέθανε αδερφός, που στους Αργίτες μέσα
δεν ήταν ο χερότερος, και που γνωστός σου θα 'ναι·

200 δεν τόνε γνώρισα κι εγώ· λένε πως πρώτος ήταν
ο Αντίλοχος στο τρέξιμο, κι αδάμαστος στη μάχη.»
       Κι ο ξανθομάλλης του απαντάει Μενέλαος και του κάνει·
«Φίλε, που φρόνιμα λαλείς, κι όσα άνθρωπος με γνώση
και πιο μεγάλος θα 'λεγε και θα 'κανε· από τέτοιον

205 όντας γονιό, δε δύνεσαι παρά σοφά να κρένης.
Εύκολ' ακούγεται η γενιά του άντρα που ο γιός του Κρόνου
καλό του φέρνει ριζικό σε γάμο και σε γέννα.
Έτσι του Νέστορα έδωκε ο Δίας μιά για πάντα,

210 κι ο ίδιος να 'χη γερατειά καλά στ' αρχοντικό του,
και γιούς να κάμη φρόνιμους και στ' άρματα μεγάλους.
Μα άς πάψουμε τα κλάματα, που αυτά γενήκαν τότες·
στο δείπνο τώρα άς έρθουμε, νερό στα χέρια άς χύσουν,
και με το χάραμα αύριο ξαναρχινούν τα λόγια,

215 που κι ο Τηλέμαχος κι εγώ θα πούμε ανάμεσα μας.»
       Είπε, κι ο Ασφάλης το νερό τους έχυσε στα χέρια,
ο σβέλτος κι άξιος παραγιός του δοξαστού Μενέλαου.
Κι απλώσαν χέρια στα έτοιμα φαγιά που 'χαν ομπρός τους.
       Τότες αυτό σοφίστηκε του Δία η κόρη Ελένη·

220 απ' όπου πίνανε κρασί τους έριξε βοτάνι,
συχαστικό κι ανέχολο, που κάθε πόνο πνίγει.
Όποιος αυτό το καταπιή σμιγμένο στο κροντήρι,
ολημερίς δε χύνεται στο μάγουλο του δάκρυο,
μα κι άξαφνα άν η μάνα του ή ο κύρης του πεθάνη,

225 ή κι ομπροστά στα μάτια του με το μαχαίρι άν κόβουν
αγαπημένο αδέρφι του, ή γιό μονάκριβό του.
Τέτοια 'χε γιατροβότανα καλά του Δία η κόρη·
τα 'χε δοσμένα η σύγκοιτη του Θώνα η Πολυδάμνα,
στην Αίγυπτο, που αρίθμητα η πλούσια η γής τα βγάζει,

230 άλλα καλά στο σμίξιμο κι άλλα φαρμακωμένα·
γιατρός καθένας είν' εκεί παράξιος μες στον κόσμο,
τί όλοι τους τον Παιήονα γνωρίζουν πρόγονό τους.
Και μέσα αυτά σαν τα 'ριξε, κι είπε να τους κεράσουν,
πάλε άρχισε το μιλητό, κι αυτά τους συντυχαίνει·

235       «Ώ διόθρεφτε Μενέλαε, κι εσείς εδώ βλαστάρια
λαμπρών αντρών, — γιατί ο θεός ο Δίας μάς χαρίζει
άλλου καλό κι άλλου κακό, και δύνεται τα πάντα,—
εδώ τώρα που κάθεστε και τρώτε στο παλάτι,
και με μιλιές γλεντίζετε, σαν κάτι που ταιριάζει

240 θα πω σας. Είναι αδύνατο να δηγηθώ σας όλους
του σιδερόκαρδου Οδυσσέα τους πάμπολλους αγώνες·
ένα θα πω όμως που έπραξε ο ατρόμητος εκείνος,
στην Τροία, που τους Αχαιούς μύρια τους πέσαν πάθια·
τότες που χάραξε κακά σημάδια στο κορμί του,

245 ντύθηκε ρούχα φτωχικά, και μοιάζοντας με δούλο
γυρνούσε στην πλατύδρομη του εχτρού τη χώρα μέσα·
έτσι αλλαγμένος, θα 'λεγες κάποιος ζητιάνος ήταν,
αυτός που αλλιώς φαινότανε στ' αχαϊκά καράβια.
Τέτοιος στην Τροία χώθηκε, κι εκείνοι τυφλωθήκαν

250 όλοι τους, και μονάχη εγώ τον ένιωσα ποιός ήταν,
και τόνε ρώτηξα, κι αυτός μου ξέφυγε με τέχνη.
Μα όταν εγώ τον έλουσα, τον άλειψα με λάδι,
και του 'δωσα φορέματα, και του 'κανα όρκο μέγα
ανάμεσά τους να μην πω πως φάνηκε ο Οδυσσέας,

255 πρίν αυτός φτάση στις σκηνές και στα γοργά καράβια,
τότες τα σκέδια των Αχαιών μου τα φανέρωσε όλα.
Κι αρίθμητους η σπάθα του σαν έκοψε Τρωαδίτες,
πρός τους Αργίτες γύρισε πολλά 'χοντας στο νου του.
Τότες οι άλλες Τρώϊσσες πικρά μοιρολογούσαν,

260 όμως εγώ χαιρόμουνα, γιατ' η καρδιά μου πίσω
στο σπίτι μου με τράβαγε, και στέναζα ολοένα
για την τυφλάδα που έβαλε στο νου μου η Αφροδίτη,
από τη γής μου τη γλυκειά σα μ' έφερε στα ξένα,
και χώρισα απ' την κόρη μου, την κλίνη μου, τον άντρα,
που άλλος στο νου και στη μορφιά κανείς δεν τον περνούσε.»

265      Κι ο ξανθουλός Μενέλαος γυρίζει και της κάνει·
«Ναί, όλα ετούτα αληθινά τα μίλησες, γυναίκα·
πολλών εγώ μελέτησα τη γνώση και τη γνώμη,
αντρών ηρώων, και πολλούς είδα του κόσμου τόπους,
μα άνθρωπο τέτοιον πουθενά τα μάτια μου δεν είδαν,

270 σαν που ήτανε ο τρανόψυχος κι ο ακριβός Δυσσέας.
Κι άλλο ένα εκείνος έπραξε με τόλμη κι αντρειοσύνη,
τότες που φόνο φέρναμε και χαλασμό στους Τρώες,
μες στ' άλογο το σκαλιστό κρυμμένοι εμείς οι πρώτοι.
Ήρθες κι εσύ τότες εκεί· θεός θα σ' είχε στείλει,

275 που να χαρίση γύρευε στους Τρωαδίτες δόξα·
σιμά σου κι ο θεόμοιαστος Δήφοβος. Και κάνεις
τρείς γύρους πασπατεύοντας τον κουφωτό κρυψώνα,
και κράζοντας τα ονόματα των Αργιτώνε μέσα,
καθένα με την ξέχωρη λαλιά της σύγκοιτής του.

280 Εγώ και του Τυδέα ο γιός κι ο μέγας ο Οδυσσέας
τ' ακούσαμε το λάλημα στη μέση καθισμένοι.
Εμάς τους δυό μάς έπιασε λαχτάρα τότες, ή όξω
να βγούμε, ή απομέσαθε ν' αποκριθούμε αμέσως·
όσο όμως κι άν το θέλαμε, μάς βάσταξ' ο Οδυσσέας.

285 Κι έτσι όλα τ' Αχαιόπουλα σωπάσαν εκεί μέσα.
Ένας μονάχα, ο Άντικλος ζητάει να σ' απαντήση,
μα ο Δυσσέας του 'σφιξε το στόμα με τις δυό του
χερούκλες, και κρατώντας τον τους Αχαιούς γλυτώνει,
ώσπου η Παλλάδα η Αθηνά σε τράβηξε αποκείθε.»

290      Κι ο γνωστικός Τηλέμαχος γυρίζει και του κάνει·
«Μενέλαε, του Ατρέα γιέ, και διόθρεφτέ μου αφέντη,
πιο κρίμας, που μήτε κι αυτό δεν του 'διωξε τη μοίρα,
μήτε και που είχε μέσα του τα στήθια σιδερένια.
Όμως στην κλίνη φέρτε μας, τί ήρθε η στιγμή να πάμε

295 να γείρουμε, και το γλυκό τον ύπνο να χαρούμε.»
       Αυτά είπε, και τις δούλες της η Ελένη ευτύς προστάζει
στρωσίδια να τοιμάσουνε, να βάλλουνε τα χράμια
τα κερμεζά και τα όμορφα, κι απάνω τους τα πεύκια,
και τις φλοκάτες τις κρουστές για ντύσιμο αποπάνω.

300 Κι οι δούλες βγήκανε με φώς στα χέρια, και τους στρώσαν·
και πήρε τότε ο κήρυκας τους ξένους στο χαγιάτι,
κι εκεί ο Τηλέμαχος κι ο γιός του Νέστορα πλαγιάσαν·
στ' απόβαθα του θάλαμου κοιμήθηκε ο Μενέλαος,
και πλάγι η λυγερόκορμη και λατρευτή του Ελένη.

305      Έφεξ' η ροδοδάχτυλη της νύχτας κόρη Αυγούλα,
κι απάνω ο μεγαλόφωνος σηκώθηκε ο Μενέλαος·
ντύνεται, σπάθα κοφτερή κρεμάζει από τον ώμο,
ώρια αμποδένει σάνταλα στα πόδια τα λαμπρά του,

310 προβάλλει από το θάλαμο μ' αθάνατο παρόμοιος,
και δίπλα στον Τηλέμαχο· καθίζει και του κρένει·
        «Ποιά ανάγκη σ' έφερ' ως εδώ, Τηλέμαχε λεβέντη,
κι ήρθες στη Λακεδαίμονα, τις θάλασσες περνώντας
δική σου, ή τάχα του λαού; Πές μου όλη την αλήθεια.»

315      Κι ο γνωστικός Τηλέμαχος γυρίζει και του κάνει·
«Γιέ του Ατρέα Μενέλαε, και διόθρεφτε μου αφέντη,
ήρθα να μάθω άν έφερες μαντάτα του γονιού μου·
τί τρών το σπίτι μου, και πάν' τα πλούσια μου χωράφια·
γεμάτα τα παλάτια μου απ' εχτρούς που νύχτα μέρα

320 μου σφάζουν κι όλο σφάζουνε τα βοδοπρόβατά μου,
εκείνοι οι παραδιάντροποι της μάνας μου μνηστήρες.
Γι' αυτό δά τώρα πέφτω σου στα γόνατα, να μάθω
σαν ποιό 'τανε το τέλος του κι η κακοθανατιά του,
μα τα ειδες με τα μάτια σου, ή απ' άλλον άκουσές τα·

325 τί η μάνα τόνε γέννησε με βάσανα περίσσια.
Και μη μου τα μισομιλάς από συμπόνια ή σέβας,
μόν' πές μου τα ίσια, καταπώς τα μάτια σου τον είδαν.
Παρακαλώ σε, άν ο λαμπρός γονιός μου ο Οδυσσέας
ή λόγο ή πράξη σου 'ταξε και τέλεσε στην Τροία,

330 εκεί που αρίθμητα δεινά τους Αχαιούς πλακώσαν,
θυμήσου τα την ώρα αυτή, και πές μου την αλήθεια.»
       Κι ο ξανθωπός Μενέλαος βαριά του απολογιέται·
«Ωχού, σε τί παλληκαρά κλινάρι να πλαγιάσουν
τους ήρθεν όρεξη αυτουνούς τους άναντρους, αλήθεια.

335 Καθώς μες σ' άγριου λιονταριού ρουμάνι η αλαφίνα
κοιμίζει βυζαστάρικα νιογέννητα λαφούλια,
και παίρνει τις βουνοπλαγιές και τα χλωρά λαγκάδια,
και βόσκει, μα άξαφνα γυρνάει μες στη μονιά του εκείνος,
και φέρνει τέλος φοβερό σε μάνα και λαφούλια,

340 έτσι κι ο Οδυσσέας φριχτά θα τους τελειώση εκείνους.
Κι, ώ Δία θεέ μου, κι Αθηνά κι Απόλλωνα, άν εκείνος,
τους πέση σαν που φάνηκε στην όμορφη τη Λέσβο,
που πρόβαλε και πάλεψε με το Φιλομηλείδη,
και μονομιάς τον έριξε, κι οι Αχαιοί χαρήκαν,

345 άν τέτοιος ο Οδυσσέας ερθή και πέση στους μνηστήρες,
γλήγορο θα 'ν' το τέλος τους, κι ο γάμος τους φαρμάκι.
Κι αυτά που τώρα με ρωτάς και που παρακαλείς με,
δε θα τα πω τριγυριστά και δε θα σε γελάσω,
παρά όσα μου 'πε ο άλαθος της θάλασσας ο γέρος,

350 ένα πρός ένα θα 'χης τα, και λόγο δε θα κρύψω.
       Στήν Αίγυπτο, σα γύρευα για εδώ να ξεκινήσω,
με κράτησαν οι αθάνατοι, τί δεν τους είχα κάνει
την ταχτική εκατοβοδιά, κι εκείνοι πάντα θέλουν
τις προσταγές που αφήνουνε να μην τις αστοχούμε.
Είναι νησί στη θάλασσα την πολυκυματούσα,

355 κατάμπροστα στην Αίγυπτο, και Φάρο τ' ονομάζουν·
μακριά να πούμε όσο μπορεί καράβι σε μιά μέρα
να φτάση, άν πρύμος άνεμος φυσάη καλά ως το τέλος·
κι έχει λιμάνι απάνεμο, που κείθε τα καράβια
ανοίγουνε στα πέλαγα, σκούρο νερό σαν πάρουν.

360 Είκοσι μέρες οι θεοί μ' είχαν εκεί κλεισμένο,
κι άνεμοι από τα πέλαγα δε μου φυσούσαν πρύμοι,
που τα καράβια σπρώχνουνε στου ωκεανού τα πλάτια.
Και πια δε θα μάς μνήσκανε μήτε θροφές μήτ' άντρες,
ά δε με σπλαχνιζότανε η θεά που γλύτωσέ με,

365 του γέρου του θαλασσινού, του θείου Πρωτέα η κόρη,
η Ειδοθέα, που άγγιξα περίσσια την καρδιά της.
Μέ βρήκε και σερνόμουνα μόνος μακριά απ' τους άλλους,
που γύριζαν και ψάρευαν με τα γυρτά τ' αγκίστρια,
τί η πείνα τους τα θέριζε σκληρά τα σωθικά τους.

370 Αυτή κοντά μου στάθηκε και μίλησέ μου κι είπε·
«Άραγες να 'σαι ανόητος κι ασύστατος, ώ ξένε,
ή πίτηδες αφήνεσαι, και θές να τυραννιέσαι ;
Καιρό κρατιέσαι στο νησί, τέλος να βρής δε σώνεις,
και τώ συντρόφω σου η καρδιά στους πόνους μέσα λυώνει.»

375 Αυτά 'πε, κι εγώ γύρισα και της απολογιέμαι·
«Όποια θεά κι άν είσαι εσύ, το που ρωτάς θα μάθης·
δε μένω πίτηδες εδώ, μόν' πρέπει να 'χω κάνει
κάποια αμαρτία στους θεούς που ορίζουνε τα ουράνια.
Ως τόσο πές μου, τί οι θεοί το καθετίς γνωρίζουν,

380 ποιός με μποδίζει αθάνατος και μου 'κλεισε το δρόμο,
και πως τις ψαροθάλασσες περνώντας θα γυρίσω;»
Αυτά της είπα, κι η θεά μου απολογιέται αμέσως·
«Θά σου μιλήσω, ξένε, εγώ σωστά για όλα ετούτα.
Γέρος αλάθευτος εδώ θαλασσινός συχνάζει,

385 ο αθάνατος Αιγυπτιανός Πρωτέας, που τα βάθια
γνωρίζει όλης της θάλασσας, του Ποσειδώνα δούλος·
λέν πως αυτός με γέννησε, και πως γονιό τον έχω.
Καρτέρι εσύ ά δυνόσουνα να στήσης να τον πιάσης,
το δρόμο αυτός θα σου 'λεγε, του ταξιδιού το μάκρος,

390 και πως τα πέλαα σκίζοντας στον τόπο σου θα φτάσης.
Κι αυτός ακόμα θα σου πή, ώ διόθρεφτε, άν θελήσης,
ό,τι καλό κι ό,τι κακό στο σπιτικό σου 'γίνη,
σαν έλειπες σε μακρινά και δύσκολα ταξίδια.»
Έτσ' είπε, κι απαντώντας της εγώ της κάνω τότες·

395 «Λέγε μου τώρα που να βρώ καρτέρι για το γέρο,
να μη μου φύγη άν τίποτις ακούση ή αγναντέψη·
τί δύσκολο 'ναι το θεό θνητός να καταφέρη.»
Αυτά της είπα, κι η θεά μου απολογήθη αμέσως·
«Θά σου μιλήσω, ξένε, εγώ μ' αλήθεια και για δαύτο.

400 Απάνω στα μεσούρανα καθώς ανέβη ο ήλιος,
έρχετ' από το πέλαγο ο αλάθευτος ο γέρος,
άμα του μπάτη ξανοιχτή το μαύρο σαγανάκι,
και βγαίνει και στις θολωτές σπηλιές γλυκοκοιμάται.
Γύρω του οι φώκιες, θρέμματα της ώριας Αμφιτρίτης,

405 πέφτουν κοπάδι βγαίνοντας από την κυματούσα,
και την πικρή τη μυρουδιά του βάθου της σκορπάνε.
Εκεί πρός τα χαράματα σε φέρνω εγώ, κι αράδα
θα σάς πλαγιάσω με τους τρείς που θα καλοδιαλέξης
συντρόφους, τους αξιώτερους που στα καράβια σου έχεις.

410 Κι όλες εγώ τις μαριολιές θα σου τις πω του γέρου·
πρώτα στις φώκιες έρχεται και τις μετράει αράδα·
κι όταν τις φώκιες καλοδή και τις καλομετρήση,
σαν πιστικός με πρόβατα στη μέση τους πλαγιάζει.
Μιάς τόνε δήτε και στρωθή, βάλτε καρδιά, κι ορμώντας

415 κρατάτε τον, κι άς πολεμάη εκείνος να ξεφύγη.
Μέ κάθε ζωντανό της γής θα σοφιστή να μοιάση,
νερό θα γίνη και φωτιά θεόφλογη ομπροστά σας,
μα εσείς γερά κρατάτε τον, και πιο βαριά ζουλάτε.

420 Όμως ο ίδιος του άξαφνα σαν κάνη να ρωτήξη,
και τόνε δήτε με μορφή σαν που ήταν πλαγιασμένος,
τραβάτε χέρι τότε εσείς, το γέρο λευτερώστε,
και ρώταγέ τον, ήρωα, ποιός θεός σε βασανίζει,
και πως τις ψαροθάλασσες περνώντας θα γυρίσης.»

425 Αυτά 'πε, και στη θάλασσα βουτάει την κυματούσα.
Κι εγώ στα πλοία ξεκίνησα που στέκανε στον άμμο,
και διάβαινα με την καρδιά περίσσια ταραγμένη
Και στο γιαλό σα ζύγωσα, και πήγα στο καράβι,
στρώνουμε δείπνο, κι ύστερα πλακώνει η θεία η νύχτα·

430 και γέρνουμε, και παίρνει μας ο ύπνος στ' ακρογιάλι.
Έφεξ' η ροδοδάχτυλη της νύχτας κόρη Αυγούλα,
και τράβηξα γιαλό γιαλό μπρός στα πλατιά πελάγη,
παρακαλώντας τους θεούς, με τρείς μαζί συντρόφους,
που ό,τι καταπιανόντουσαν τρανή τους είχα πίστη.

435      Κι απ' του πελάου τις αγκαλιές προβάλλοντας εκείνη,
φέρνει φωκήσα τέσσερα τομάρια νιογδαρμένα
στο νου της μελετώντας πως το γέρο να γελάση.
Κι αφού στους άμμους χάραξε πλαγιάσματα, καθόταν
και πρόσμενε· και σμίξαμε κι εμείς· αράδα τότες

440 μάς γέρνει, και καθένα μας σκεπάζει με τομάρι.
Φριχτό καρτέρι θα 'τανε, τί βώχα του θανάτου
από τις θαλασσόθρεφτες μάς τυραννούσε φώκιες.
Και ποιός κοιμάται με θεριά σιμά του πελαγήσα ;
Όμως μάς γλύτωσε ίδια της με σόφισμα δικό της·

445 βάζει μοσκιά μυρόβολη σε καθενός ρουθούνι,
και του θαλασσινού θεριού τη μυρουδιά αφανίζει.
Ολοπρώς προσμέναμε μ' απόφαση στο νου μας.
κι ήρθαν οι φώκιες μαζωχτές από τα βάθια αράδα
στο περιγιάλι πλάγιασαν, κι απάς στο μεσημέρι

450 κι ο γέρος ήρθε απ' τα βαθιά, και βρίσκοντας τις φώκιες
τις παχουλές, τις μέτρησε μιά μιά και τις καλόειδε.
Πρώτους εμάς λογάριασε στο μέτρημα, κι ο νούς του
δεν έβαλε την πονηριά, μόν' πλάγιασε κι εκείνος.
Τότες με βουή χουμίξαμε, και ξάφνου αδράξαμέ τον·

455 αυτός την τέχνη δεν ξεχνάει, και πρώτ' απ' όλα γίνη
λιοντάρι με τη χήτη του, κατόπι αμέσως φίδι
κι αγριόχοιρος, και πάρδαλη, τέλος νερό τρεχάτο,
και δέντρο αψηλοφύλλωτο. Κι εμείς την ώρα εκείνη
γερά τόνε κρατούσαμε μ' απόφαση στο νου μας.

460 Μα τέλος σαν απόκαμε ο παμπόνηρος ο γέρος,
άρχισε τότες να ρωτάη, κι αυτά τα λόγια μου 'πε·
«Ώ γιέ του Ατρέα, ποιός θεός κατηχημένο σ' έχει,
και με το ζόρι ξαφνικά μ' αδράχνεις ; Τί γυρεύεις ;»
Αυτά με ρώτηξε, κι εγώ γυρίζω και του κάνω·

465 «Γνωρίζεις, γέρο· τί ρωτάς να με πλανέσης τάχα ;
Τόσον καιρό μες στο νησί κρατιέμαι αυτό, και κάποιο
τέλος να βρώ δε δύνουμαι, μόνε η καρδιά μου λυώνει.
Μα πές μου εσύ, γιατ' οι θεοί το καθετίς γνωρίζουν,
ποιός με μποδίζει αθάνατος, και μου 'κλεισε το δρόμο ;

470 και πως τα ψαροπέλαγα περνώντας θα γυρίσω ;»
Είπα, κι εκείνος γύρισε και μου αποκρίθη αμέσως·
«Στό Δία και στους άλλους θεούς πρώτα έπρεπε να κάνης
καλές θυσίες, πρί να μπής στο πλοίο, για να γυρίσης
τα μαύρα πέλαα σκίζοντας, στην ποθητή πατρίδα.

475 Τί δεν το θέλει η μοίρα σου να δής δικούς και φίλους,
μήτε να ρθής στον τόπο σου και στο νοικοκυριό σου,
πρίν ξανανέβης του Αίγυπτου το διόσταλτο ποτάμι,
και κάμης εκατοβοδιών ιερές εκεί θυσίες
για τους αθάνατους θεούς που ορίζουνε τα ουράνια·

480 και τότες θα σου δώσουνε το δρόμο που γυρεύεις.»
Αυτά είπε, και σαν τ' άκουσα ραγίστηκε η καρδιά μου,
που μες στο πέλαγο τ' αχνό με πρόσταζε να σύρω
πίσω στον Αίγυπτο, μακρύ και δύσκολο ταξίδι,
Ως τόσο πάλε του άνοιξα μίλια, και του ξανάειπα·

485 «Αυτά καθώς τα πρόσταξες, ώ γέρο, θα τα κάμω,
Μα πές μου αληθινά κι αυτό· γυρίσαν τάχας όλοι
με τα καράβια οι Αχαιοί που πίσω στην Τρωάδα
ο ήρωας Νέστορας κι εγώ τους είχαμε αφησμένους,
ή του 'ρθε κανενός κακό μες στο καράβι τέλος,

490 ή και σε χέρια φίλων του, απ' τον πόλεμο κατόπι ;»
Αυτά είπα, κι εκειός γύρισε και μ' αποκρίθη αμέσως·
«Τού Ατρέα ώ γιέ, τί τα ρωτάς αυτά; Σού λέω δεν πρέπει
όσα στο νου μου εγώ κρατώ να ξέρης και να μάθης,
τί δε θα μείνης άκλαιγος πολλή ώρα, σαν τ' ακούσης.

495 Πολλοί απ' εκειούς τελειώσανε, μα και πολλοί απομείναν·
απ' αρχηγούς χαλκοάρματων Αχαιώνε δυό μονάχοι
χαθήκανε στο γυρισμό· στον πόλεμο κι εσύ 'σουν.
Ένας ακόμα ζωντανός στις θάλασσες κρατιέται.
Τέλειωσ' ο Αίαντας μαζί με τα μακρόκουπά του

500 καράβια. Πρώτα στις Γυρές τον πήρε ο Ποσειδώνας,
πέτρες θεόρατες, κι εκεί τον έσωσ' απ' το κύμα·
θα γλύτωνε, όσο η Αθηνά κι άν του κρατούσε πάθος,
λόγο ά δεν έβγαζε βαρύ στο σκοτισμό του απάνω,
πως ξέφυγε τα κύματα στο πείσμα των θεώνε,

505 Κι ο Ποσειδώνας άκουσε τ' αγέρωχά του λόγια,
κι αδράχνει το τρικράνι του στα δυνατά του χέρια,
χτυπάει το βράχο της Γυρής, και τόνε σκίζει· μέρος
έμειν' εκεί, και στο γιαλό πετάχτηκε άλλο μέρος,
που ο Αίαντας κρατιότανε μες στην πολλή του ζάλη,

510 και τόνε ρίχτει στους βυθούς του απέραντου πελάγου.
Έτσι αφανίστη ο Αίαντας αρμύρα αφού κατάπιε.
Μα ο αδερφός σου γλύτωσε στα βαθουλά του πλοία,
τί η Ήρα η πολυδόξαστη του στάθη σωτηριά του.
Όμως σαν κοντοζύγωνε τον αψηλό Μαλέα,

515 μπόρα τον παίρνει ξαφνική, και τον πετάει πελάγου,
καθώς βαριαναστέναζε, πρός ξενικό ακρογιάλι,
που ο Θυέστης είχε μιά φορά τους πύργους του και ζούσε,
και τώρα ο γιός του ο Αίγιστος τους είχε κατοικιά του.
Μα κι αποκείθε βολικός σα φάνη ο γυρισμός τους,

520 και πρύμο οι θεοί τους φύσηξαν, και στην πατρίδα φτάσαν,
χαίροντας τότες πάτησε το πατρικό το χώμα,
και το 'πιασε, και με πολλά θερμά το φίλαε δάκρια,
που πάλε την αξιώθηκε την ποθητή πατρίδα.
Κι από τη βίγλα ο φύλακας αμέσως τον ξανοίγει,

525 που ο πονηρός ο Αίγιστος τον είχε εκεί στημένο·
του 'χε ταμένη πλερωμή δυό τάλαντα χρυσάφι·
μέρα και νύχτα φύλαγε να μην κρυφοπεράση
και πέση καταπάνω τους με τ' άρματα στο χέρι.
Και τρέχει φέρνει μήνυμα του βασιλιά στον πύργο.
Κι ευτύς σοφίστη ο Αίγιστος θεοπόνηρο παιχνίδι·

530 είκοσι παίρνει διαλεχτά της χώρας παλληκάρια,
τους κρύβει, και προστάζει αλλού τραπέζι να τοιμάσουν.
Πήγε τον Αγαμέμνονα ο ίδιος να τον καλέση
με αλόγατα και μ' άμαξες, κακά στο νου γυρνώντας.
Τόν ανεβάζει ανήξερο στο δείπνο, και κατόπι

535 τον κόβει σαν που κόβουνε μες στο παχνί το βόδι.
Κανένας δεν απόμεινε του γιού του Ατρέα βλάμης,
και μήτε του Αίγιστου, παρά στους πύργους σκοτωθήκαν.
Αυτά μου 'πε, κι εμένανε ραγίστηκε η καρδιά μου·
και κάθισα στην αμμουδιά και το 'ριξα στο κλάμα,

540 και μήτε ζωή μήτε ήλιου φώς δεν ήθελε η ψυχή μου.
Και σα χαμοκυλίστηκα και χόρτασα το κλάμα,
τότες μου λέει ο αλάθευτος της θάλασσας ο γέρος.
«Μήν παρακλαίς ανέπαυα, γιέ του Ατρέα, το κλάμα
δε μάς φελά, μόν' κοίταξε πως γλήγορα να φτάσης
545 στον τόπο σου, κι ή ζωντανό θα τόνε βρής ακόμα,
ή να τον κόψη πρόλαβε ο Ορέστης, κι εσύ τότες
προφταίνεις να παραβρεθής στο νεκρικό τραπέζι.»
Αυτά μου 'πε, κι εμένανε συνέφερε η καρδιά μου,
κι η αντρειωμένη μου ψυχή, μ' όλη τη θλίψη που 'χε,

550 Τότες μ' αυτά του μίλησα τα φτερωμένα λόγια.
«Τούτους τους ξέρω πια· μα εσύ τον τρίτο λέγε μου άντρα,
που στα πλατιά τα πέλαγα ζώντας κρατιέται ακόμα,
ή και νεκρός, — μα θέλω εγώ να μάθω, κι άς λυπάμαι.»
Ετσ' είπα, κι αυτός γύρισε κι απολογιά μου κάνει·

555 «Είν' του Λαέρτη ο γιός αυτός, που κατοικεί στο Θιάκι.
Τόν είδα εγώ σ' ένα νησί δάκρυα πολλά να χύνη,
στης θέαινας της Καλυψώς, που δίχως θέληση του
κρατάει τον, και δε δύνεται να δή γλυκειά πατρίδα·
τί μήτε πλοία με τα κουπιά μήτε συντρόφους έχει,

560 που να τον πάρουν απ' εκεί στης θάλασσας τα πλάτια.
Κι εσύ, Μενέλαε διόθρεφτε, της μοίρας σου δεν είναι
στ' Άργος τ' αλογοβόσκητο να λυώσης τη ζωή σου,
παρά στα πέρατα της γής, στα Ηλύσια τα λημέρια,
που 'ναι ο ξανθός Ραδάμανθης, οι θεοί θένα σε στείλουν,

565 εκεί που οι μέρες των θνητών ανάλαφρες διαβαίνουν·
δεν έχει ούτε χειμώνα εκεί, μήτε βροχή και χιόνι,
μόνε τ' αγέρι το γλυκό του Ζέφυρου ανεβάζει
παντοτινά ο Ωκεανός, και τους θνητούς δροσίζει·
τί έχεις την Ελένη εσύ, κι είσαι γαμπρός του Δία.»

570 Αυτά είπε, και στη θάλασσα βουτάει την κυματούσα.
Και πέρα εγώ στους θεόμοιαστους συντρόφους και στα πλοία
ξεκίνησα με την καρδιά περίσσια ταραγμένη.
Και σάνε κατεβήκαμε στο πλοίο και στ' ακρογιάλι,
το δείπνο μας τοιμάσαμε, κι η θεία σαν ήρθε η νύχτα,

575 να κοιμηθούμε πέσαμε πάς του γιαλού την άκρη.
Σά φάνη η ροδοδάχτυλη της νύχτας κόρη Αυγούλα,
πρώτα στη λαμπροθάλασσα τραβάμε τα καράβια,
και τα κατάρτια στήνουμε μ' απάνω τα πανιά τους.
Μπήκαν κι εκείνοι, κάθισαν αράδα στα σανίδια,

580 και τον αστραφτερό γιαλό με τα κουπιά βαρούσαν.
Στόν ουρανόχυτο Αίγυπτο μπήκαν τα πλοία κι αράξαν,
και τέλεσα εκατοβοδιών καλές εκεί θυσίες·
και των θεών τη μάνητα σαν έπαψα, μνημούρι
του Αγαμέμνονα έστησα, να ζήση τ' όνομά του.

585 Και σαν τα τέλειωσα, έφυγα· μου στείλαν πρύμο αγέρα
οι αθάνατοι, και στη γλυκειά με φέρανε πατρίδα.
Ως τόσο, δέξου τώρα εσύ στους πύργους μου να μείνης,
ωσότου μέρες έντεκα ή και δώδεκα να γίνουν
πρεπούμενα σε προβοδώ εγώ τότε, και σου δίνω

590 δώρα λαμπρά, τρία άλογα κι αμάξι σκαλισμένο,
και κρασοπότηρο όμορφο, να στάζης των θεώνε,
και βλέποντας το ολοζωής εμένα να θυμάσαι.»
       Κι ο γνωστικός Τηλέμαχος γυρίζει και του κάνει·
«Τού Ατρέα γιέ, να με κρατάς μη θές εδώ σε μάκρος.

595 Εγώ και χρόνο δέχουμαι να κάθουμαι κοντά σου,
χωρίς να λαχταράη γονιούς και σπιτικό η ψυχή μου,
γιατί με γλύκα σ' αγρικώ να λες και να δηγέσαι.
Μα θα 'χουν οι συντρόφοι μου στην Πύλο στενοχώρια,
κι εσύ πολύν καιρό ζητάς εδώ να με κρατησης.

600 Δώρο ό,τι δώσης μου, τιμή θα το 'χω και καμάρι·
τ' αλόγατα όμως δεν μπορώ στο Θιάκι να τα φέρω,
μόνε θα σου τ' αφήσω εδώ, να τα χαρής, που ορίζεις
μεγάλη ολόγυρα απλωσιά, με περισσό τριφύλλι,
με κύπερη, με στάρι, ζειά, και φουντωτό κριθάρι.

605 Στό Θιάκι εμείς δεν έχουμε δρόμους πλατιούς, λιβάδια·
γιδότοπος, πιο νόστιμος απ' αλογήσες χώρες.
Μήτ' άλογα δε βρίσκουνται, μήτε λιβάδια απάνω
στα θαλασσόζωστα νησιά, κι απ' όλα δά στο Θιάκι.»
       Αυτά ειπε· χαμογέλασε ο τρανόφωνος Μενέλαος,

610 και τόνε λαφροχάδεψε κι ονόμασέ τον κι είπε·
        «Αίμα καλό, παιδάκι μου, τα λόγια σου μου δείχνουν·
σου αλλάζω τ' άλογα, μπορώ κι αλλιώς να σε φιλέψω·
απ' όσα δώρα σπίτι μου φυλάω θησαυρισμένα,
σου δίνω τ' ομορφότερο, το πιο βαριότιμό μου.

615 Σού δίνω ψιλοδούλευτο κροντήρι, όλο ασήμι,
κι απάνωθε τα χείλη του με μάλαμα σμιγμένα·
δουλειά του Ηφαίστου· ο Φαίδιμος ο ήρωας το 'χε δώσει,
ο ρήγας των Σιδονιτών, τότες που εδώ γυρνώντας
στ' αρχοντικά του κόνεψα· δικό σου να 'ναι θέλω.»

620      Τέτοιες κουβέντες έκαναν εκείνοι ανάμεσό τους·
κι οι καλεσμένοι μπαίνανε στου βασιλιά τους πύργους,
και φέρναν, άλλοι πρόβατα, κι άλλοι κρασί για ηρώους·
τα σιταρόψωμα έστελναν οι λυγερές κυράδες,
και μες τους βασιλόπυργους τοιμάζαν το τραπέζι.
     
625 Και στου Οδυσσέα κατάμπροστα οι μνηστήρες τα παλάτια
δισκοβολώντας γλέντιζαν και ρίχνοντας κοντάρια
σε γής στρωτή, που αδιάντροπα εκεί πάντα μαζεύονταν.
Μα οι αρχηγοί κι οι πρώτοι τους στην παλληκαροσύνη,
ο Αντίνος κι ο θεόμοιαστος Ευρύμαχος, καθόνταν.

630 Σ' ετούτους ο Νοήμονας, ο γιός του Φρόνιου ήρθε,
και στον Αντίνο μίλησε, και ρώτηξέ τον κι είπε·
        «Αντίνο, τάχα ξέρουμε, για ο νούς μας δεν κατέχει,
τους άμμους ο Τηλέμαχος της Πύλος πότε αφήνει ;
Μέ το καράβι μου έφυγε, και το 'χω ανάγκη τώρα,

635 πέρα να πάω, στην Ήλιδα, που δώδεκα φοράδες
μου θρέφουνε δουλευτικά μα αδάμαστα μουλάρια,
που ήθελα εδώ κανένα τους να φέρω να δαμάσω.»
       Είπε, κι εκείνοι θάμασαν· τί στου Νηλέα την Πύλο
δεν έλεγαν πως μίσεψε, μόν' κάπου στην ξοχή του,

640 για με τα πρόβατα έμνησκε, για στου χοιροβοσκού του.
       Κι ο Αντίνος, του Ευπείθη ο γιός, του μίλησε και του είπε·
«Πές μου σωστά, πότ' έφυγε, και ποιούς μαζί του πήρε ;
τάχα Θιακήσους διαλεχτούς, για πλερωτούς και δούλους;
Γιατί κι αυτό θα το 'κανε. Πές μου ανοιχτά κι ετούτο,

645 να ξέρω· το καράβι σου, στο πήρε με το ζόρι,
ή τάχα σε καλόπιασε, και το 'δωσες μονάχος ;»
       Και γύρισε ο Νοήμονας του Φρόνιου ο γιός και του είπε·
«Τού το 'δωσα από λόγου μου· τί τάχα θα 'κανε άλλος,

650 άν τέτοιος άντρας, έχοντας έννοιες πολλές στο νου του,
παρακαλούσε ; Δύσκολο να του αρνηθής τη χάρη.
Πήρε μαζί του του Θιακιού τα πρώτα παλληκάρια,
κι είδα αρχηγό το Μέντορα να μπαίνη στο καράβι,
ίσως και να 'τανε θεός που του 'μοιαζε περίσσια.

655 Μα αυτό απορώ· που εχτές ταχύ το Μέντορα εδώ είδα,
κι ως τόσο μπήκε τότε αυτός στο πλοίο να πάη στην Πύλο.»
       Άμα είπε τούτα, κίνησε στο σπίτι του γονιού του·
μα οι δυό εκείνοι που άκουγαν ταράχτηκε η ψυχή τους,
και τους μνηστήρες κάθισαν, και πάψαν τους αγώνες.

660 Κι ο Αντίνος, του Ευπείθη ο γιός, τους μίλησε με πίκρα,
τί λύσσα τα συνέπαιρνε τα μαύρα σωθικά του,
και μοιάζανε τα μάτια του σα λαμπερές δυό φλόγες·
        «Γιά δές μεγάλο κάμωμα, ταξίδι να τολμήση,
που λέγαμε ο Τηλέμαχος πως δεν τα βγάζει πέρα.

665 Σέ τόσων πείσμα ένα παιδί να πάρη πλοίο να φύγη,
αφού του τόπου διάλεξε τα πρώτα παλληκάρια.
Αρχίζει κι απ' τα πρώτα του χερότερα που ο Δίας
να τόνε σπάση πρίν ερθή και βάσανα μάς φέρη.
Μα πλοίο δόστε μου γοργό και εικοσαριά συντρόφους

670 καρτέρι να του στήσω εγώ και να παραμονέψω
μες στα στενά εκεί του Θιακιού και των βροχιών της Σάμης,
να το καή που αρμένισε για χάρη του γονιού του.»
       Είπε, κι οι άλλοι στέργανε και θαρρεσιά του δίναν·
κατόπι σηκωθήκανε και στο παλάτι μπήαν.

675      Όμως πολύ δεν άργησε να μάθη η Πηνελόπη
όσα οι μνηστήρες μυστικά στο νου τους μαγειρεύαν,
τί ο κήρυκας ο Νέδοντας της τα 'πε, που άκουσέ τα,
όντας παρόξω της αυλής, που εκεί τα κρυφοπλέχναν,
και μπήκε να τα μπιστευτή της Πηνελόπης μέσα.

680 Και στο κατώφλι που είδε τον η Πηνελόπη, αρχίζει·
        «Τί σ' έστειλαν, ώ κήρυκα, εδώ οι τρανοί μνηστήρες;
τάχα τις δούλες του θεϊκού Οδυσσέα να προστάξης
να πάψουν τις σπιτοδουλειές και δείπνο να τους στρώσουν;
Νά μην το σώσουν άλλα πια να δούνε γάμου γλέντια,

685 μόνε να φάνε εδώ άς έρθουν το δείπνο το στερνό τους.
Πού εδώ μαζεύεστε και βιός μεγάλο καταλείτε,
τα πλούτια του Τηλέμαχου, και τάχα απ' τους γονιούς σας,
σαν ήσαστε μωρά παιδιά, δεν το 'χετε ακουσμένο
το τί τους στάθηκε εκεινούς ο θείος ο Οδυσσέας,

690 που κανενός τους άδικο μήτ' έκαμε μήτε είπε,
σαν που στον κόσμο συνηθούν οι θεϊκοί οι ρηγάδες,
κι άλλο άξαφνα θνητό μισούν, άλλο θνητό αγαπάνε.
Εκείνος σε άντρα υβριστικά δε φέρθηκε ποτές του,
μα εσάς κι ο νούς σας φανερός και τ' άπρεπά σας έργα,

695 και χάρη, ά σάς γενή καλό, κατόπι δεν κρατάτε.»
       Και τότε ο πολυστόχαστος ο Μέδοντας της είπε·
«Νά 'ταν αυτό, βασίλισσα, το πιο βαρύ κακό μας·
μα έν' άλλο ακόμα πιο βαρύ και φοβερό οι μνηστήρες
την ώρα αυτή σκαρώνουνε, που ο Δίας να το χαλάση.

700 Πασκίζουν τον Τηλέμαχο στο γυρισμό να κόψουν,
που να ζητήση μίσεψε μαντάτα του γονιού του,
στη θεία τη Λακεδαίμονα και στην καλή την Πύλο.»
       Είπε, κι εκείνης κόπηκαν τα γόνατα, η καρδιά της·
ώρα πολλή τη γλώσσα της αμιλησιά κρατούσε,

705 τα μάτια δάκρυα γέμισαν, και πιάστηκε η φωνή της.
Τέλος αυτά του μίλησε τα λόγια· «Κήρυκά μου,
τί μου 'φυγε τ' αγόρι μου ; Δέν είχε αυτός ανάγκη
να μπή στα πλοία τα γοργά, που για τους άντρες είναι
σαν άλογα της θάλασσας, να τους πελαγοφέρνουν.

710 Ή τάχατες μήτε όνομα στη γής να μην του μείνη ;»
       Κι ο γνωστικός ο Μέδοντας απολογήθη κι είπε.
«Δέν ξέρω άν θεός τον κίνησε, για του 'ρθε από βουλή του,
να πάη στην Πύλο, του γονιού το γυρισμό να μάθη,
ή άν τελείωσε, ποιό στάθηκε το τέλος του ν' ακουση.»

715      Αυτά σαν είπε, γύρισε μες στου Οδυσσέα τους πύργους.
Κι εκείνη την ψυχόδερνε και τη βαρούσε ο πόνος,
και μήτε σ' ένα απ' τα θρονιά δεν μπόρειε να καθίση,
παρά στου καλοκάμωτου θαλάμου το κατώφλι
κάθισε δάκρυα χύνοντας πικρά, κι οι παρακόρες,

720 γριές και νιές του παλατιού, μαζί της σιγοκλαίγαν.
       Κι εκείνη βαριοκλαίγοντας τους είπε· «Αγαπημένες,
ακούτε· πιότερα δεινά μου 'δωσ' εμένα ο Δίας
απ' όλες που γεννήθηκαν και ζήσανε μαζί μου.
Λαμπρό και λιονταρόψυχο πρώτα στερήθηκα άντρα,

725 με μύρια μες στους Δαναούς καμάρια στολισμένο,
που στην Ελλάδα η δόξα του και στ' Άργος όλο βγήκε.
Τώρ' απ' εδώ μου αρπάξανε οι ανέμοι και το γιό μου,
ανάκουστα, και μίσεψε χωρίς να τόνε νιώσω.
Απόνετες, που καμιανής δεν πέρασε απ' το νου σας

730 να με ξυπνήστε, άν και καλά τα ξέρατε εσείς όλα,
τότες που μπήκε στο βαθύ και μελανό καράβι,
Αν εγώ τ' άκουα πως αυτός ταξίδι μελετούσε,
θα 'μνησκε εδώ, κι άς ήτανε στις ξενιτειές ο νούς του·
αλλιώς, νεκρή θα μ' άφηνε σ' αυτά τα σπίτια μέσα.

735 Μα άς τρέξουν κι άς φωνάξουνε το γέρο το Δολίο,
που ο κύρης δούλο μου 'δωσε πριχού να ρθώ εδώ πέρα,
και μου φυλάει το σύδεντρο περβόλι· αυτός να σύρη
και να καθίση να τα πή ένα ένα του Λαέρτη,
ίσως κι ο νούς του στοχαστή, και τότες βγή στον κόσμο

740 και σ' όλους παραπονεθή που βάλθηκαν κι εκείνου
και του Οδυσσέα του ισόθεου το γόνο ν' αφανίσουν.»
       Κι η Ευρύκλεια η παραμάνα της γυρνάει κι απολογιέται·
«Καλή νυφούλα μου, έπαρε μαχαίρι να με κόψης,
για μες στα σπίτια σου άσε με· δε θα σου κρύψω λόγο.

745 Τά γνώριζα όλα, κι ό,τι αυτός μου πρόσταξε, έδωκά του,
και στάρι και γλυκό κρασί· μα μέγα μου 'βαλε όρκο
δώδεκα μέρες πρί γενούν να μην το ξεστομίσω,
ή πρίν εσύ ποθήσης τον και μάθης το πως λείπει,
για να μην κλαίς και μάς χαλνάς την ώρια σου την όψη.

750 Μα σα λουστής και καθαρά σα ντύσης το κορμί σου,
και με τις βάγιες σου ανεβής στ' ανώγι, προσευκήσου
στου Δία του αιγιδόσκεπου την κόρη την Παλλάδα,
τί εκείνη κι από θάνατο μπορεί να τόνε σώση.
Τού δόλιου γέρου βάσανα καινούργια μην του δίνης·

755 θαρρώ πως δεν τ' οχτρεύουνται οι αθάνατοι το γένος
του γιού του Αρκείσιου· πάντα δά κάποιος θα μείνη να 'χη
τα σπίτια τ' αψηλόχτιστα και τα παχιά χωράφια.»
       Είπε, κι εκείνη μέρωσε, της στέγνωσαν τα μάτια,
και λούστηκε, και φόρεσε καθάρια το κορμί της,

760 κι αντάμα με τις βάγιες της ανέβηκε στ' ανώγι,
και στο πανέρι βάζοντας κριθάρι, προσευκιέται·
        «Άκου με, του αιγιδόσκεπου του Δία τρανή κόρη·
άν ο πολύβουλος ποτέ Οδυσσέας στ' αρχοντικά του
ξυγγάτα σου 'ψησε μεριά βοδιώνε και προβάτων,

765 αυτά τώρα θυμήσου τα, και σώσε τ' ακριβό μου,
και φύλαξέ τον απ' εχτρούς απόκοτους και μαύρους.»
       Αυτά είπε, και ξεφώνισε· κι η θεά τη συνακούγει.
Μα οι άλλοι στα βαθιόσκιωτα παλάτια αχλολοούσαν,
κι από τους ξεπαρμένους νιούς ένας αυτά λαλούσε·

770       «Τό γάμο η πολυγύρευτη βασίλισσα σκαρώνει,
τη μοίρα όμως του γιόκα της δεν τη φαντάστη ακόμα.»
       Αυτά είπε, και τί γίνουνταν, κι αυτοί δε φανταζόνταν.
Ο Αντίνος τότες μίλησε κι αυτά στους άλλους είπε·
        «Γιά αφήστε τα, καλότυχοι, τα λόγια τα μεγάλα,

775 μιά και καλή, μη μέσαθε κανένας τα προφτάξη.
Μόνε άς σκωθούμε σιγανά, κι άς βάλουμε σε δρόμο
αυτό που βουλευτήκαμε στο λογισμό μας μέσα.»
       Αυτά είπε, και διαλέξανε μιά εικοσαριά λεβέντες,
και στ' ακρογιάλι κίνησαν, πρός το γοργό καράβι.

780 Απ' όλα πρώτα τράβηξαν το πλοίο κατά τα βάθια,
και το κατάρτι στήσανε και τα πανιά του απάνω,
και τα κουπιά τους στους σκαρμούς με τα λουριά τροπώσαν,
όλα σωστά· τα ολόασπρα πανιά κατόπι ανοίξαν,
και τ' άρματα τους φέρανε τα πρόθυμα κοπέλια.

785 Αράζουνε πρός το γιαλό το πλοίο, κι όξω βγαίνουν
εκεί δειπνήσανε, να ρθή προσμένοντας το βράδυ.
       Ως τόσο κοίτεται η καλή στ' ανώγι η Πηνελόπη
χωρίς θροφή, χωρίς πιοτό, και μόνη συλλογιέται
ο γιός ο παινεμένος της το χάρο άν θα ξεφύγη,

790 ή θα του φάν οι απόκοτοι μνηστήρες τη ζωή του.
Κι όσο λιοντάρι σκιάζεται σε πλήθος μέσα ανθρώπων,
τριγύρω του σα μαζευτούν παγίδα να του στήσουν,
τόσο κι εκείνη σάστιζε ώσπου την πήρε ο ύπνος·
και πλαγιασμένη απόμεινε και λύθηκαν οι αρμοί της.
   
795  Τότες αυτό σοφίστηκε η θεά η γαλανομάτα·
φάντασμα φτιάνει που έμοιαζε η μορφή του με γυναίκα,
του Ικάριου του τρανόψυχου τη θυγατέρα Ιφτίμη,
που ο Εύμηλος απ' τις Φερές την είχε σύγκλινή του.
Και στέλνει το στου θεϊκού Οδυσσέα το παλάτι,


800 την Πηνελόπη που έκλαιγε και μοιρολόγα να 'βρη,
και να της πάψη τους κλαμούς, τα δάκρυα να της κόψη.
Δίπλα απ' του σύρτη το λουρί στο θάλαμό της μπαίνει,
και στέκετ' αποπάνω της κι αυτά της συντυχαίνει.
        «Κοιμάσαι, Πηνελόπη μου, με την καρδιά θλιμμένη;

805 Δέ θέν εσύ να δέρνεσαι οι θεοί που καλοζούνε,
και να καρδιοπονάς· θα ρθή στο Θιάκι πάλε ο γιός σου,
τί φταίξιμο δεν έκαμε στους θεούς ποτές εκείνος.»
       Κι η Πηνελόπη η φρόνιμη γυρνάει κι απολογιέται,
γλυκά λαφροκοιμάμενη στις θύρες των ονείρων·

810       «Τ' ήρθες εδώ, αδερφούλα μου; δε σ' έβλεπα άλλοτές μου,
τί η κατοικιά σου είναι πολύ μακριά απ' εδώ, στα ξένα·
μου λες να πάψω τους καημούς και τους πολλούς μου πόνους,
που μου ταράζουν την ψυχή και την καρδιά μου καίνε·
λαμπρό και λιονταρόκαρδο να χάσω, λέει, πρώτα άντρα

815 με μύρια μες στους Δαναούς καμάρια στολισμένο,
που στην Ελλάδα η δόξα του και στ' Άργος όλο βγήκε,
και τώρα ο γιόκας μου να βγή με κουφωτό καράβι,
που 'ναι άμαθος ο καψερός από έργατα και λόγια.
Γιά ετούτον κι εγώ πιότερο θρηνώ παρά για κείνον,

820 για ετούτονε καρδιοχτυπώ και τρέμω να μην πάθη,
για μες στους κόσμους που περνάει, για στα πελάγη μέσα·
γιατί πολλοί από έχτρητα γυρεύουνε με τέχνες
πρί να γυρίση σπίτι του να πάρουν τη ζωή του».
       Και το θαμπό το φάντασμα της απαντάει και λέει·

825 «Θάρρος, μην έχης φόβο εσύ στα σωθικά σου μέσα·
είναι μαζί του φύλακας, που κι άλλοι αποθυμούσαν
— γιατί έχει δύναμη πολλή — να παραστέκεταί τους·
είν' η Παλλάδα η Αθηνά, που νιώθει τον καημό σου,
κι ως εδώ πέρα μ' έστειλε μ' αυτό το μήνυμα της.»

830      Κι η Πηνελόπη η φρόνιμη γυρνάει κι απολογιέται.
«Αν είσαι θεός κι από θεό τα όσα λες κατέχης,
λέγε μου και για εκείνονε το βαριορίζικό μου,
άν είναι ακόμα ζωντανός, του ήλιου το φώς ά βλέπη,
ή απέθανε, και βρίσκεται μες στου Άδη τα λημέρια.»

835      Και το θαμπό το φάντασμα της απαντάει και λέει·
«Γιά εκείνονε δε γίνεται ν' ανοίξω λόγο τώρα,
ά ζή να πω ή απέθανε, γιατί του κάκου θα 'ναι.»
       Είπε, και χάθη φεύγοντας ανάμεσ' απ' το σύρτη,
και σκόρπισε στον άνεμο. Και του Ικάριου η κόρη

840 ξυπνάει μ' ανάλαφρη καρδιά, που καθαρά της ήρθε
στον ύπνο της τέτοιο όνειρο στ' αρχίνημα της νύχτας.
       Στό πλοίο ως τόσο ανέβηκαν, και σύραν οι μνηστήρες
στα πέλαα, του Τηλέμαχου το τέλος μελετώντας.
Κι είναι στης θάλασσας εκεί τη μέση πετρονήσι,

845 που πέφτει ανάμεσα Θιακιού και της ξερής της Σάμης,
όχι μεγάλο, η Αστερή, με βολικά λιμάνια,
και δυό μπασιές, που οι Αχαιοί του στήσανε καρτέρι.

Φαιακίδα 
Ραψωδία ε 
Οδυσσέως σχεδία.

Απ' του πανώριου Τιθωνού την αγκαλιά η Αυγούλα
σηκώθη, κι έφερε το φώς σε αθάνατους κι ανθρώπους.
Και συγκαθίζαν οι θεοί, και μες σ' αυτούς κι ο Δίας
ο αψηλοβρόντης, που τρανή στα ουράνια η δύναμή του.

5 Κι η Αθηνά, θυμήθηκε τα πάθια του Οδυσσέα,
πονώντας τον που η Καλυψώ τον κράταε, και τους είπε·
 
     «Πατέρα Δία, και θεοί μακαριστοί κι αιώνιοι,
κανένας βασιλιάς γλυκός, καλόβουλος και δίκιος


10 πια άς μη φανή, παρά σκληρός και κακοπράχτης να 'ναι,
αφού κανένας το θεϊκό Οδυσσέα δε θυμάται
μες στο λαό που σα γονιός με αγάπη κυβερνούσε.
Πάς σε νησί αυτός κοίτεται και δέρνεται από πόνους,
στης θέαινας της Καλυψώς, που με το ζόρι εκείθε

15 κρατάει τον, και δε δύνεται να δή γλυκειά πατρίδα·
τί μήτε πλοία με τα κουπιά μήτε συντρόφους έχει,
να τόνε ταξιδέψουνε στης θάλασσας τα πλάτια.
Και τώρα θέν το γιόκα του στο γυρισμό να κόψουν,
που να γυρέψη μίσεψε μαντάτα του γονιού του,

20 στη θεία τη Λακεδαίμονα και στην καλή την Πύλο.»
Κι ο Δίας γυρνάει και κρένει της, ο συννεφομαζώχτης·
«Τί λόγο από τα χείλη σου ξεστόμισες, παιδί μου ;
δεν είσαι εσύ που το' βαλες στο νου σου να 'ρθη πίσω
ο Οδυσσέας, και γδικιωμό σ' ολους αυτούς να φέρη;

25 Μέ τρόπο τον Τηλέμαχο, σαν που εσύ ξέρεις, στείλ' τον,
να φτάση στην πατρίδα του χωρίς κακό να του 'ρθη,
και να γυρίσουν αδειανοί οι μνηστήρες με το πλοίο.»
       Κι αυτά σαν είπε, γύρισε πρός τον Ερμή το γιό του,
και λέει· «Ερμή, που σε όλα εσύ μαντάτορας μάς είσαι,

30 πές της ωριόμαλλης θεάς την άσφαλτη βουλή μας,
πως θέμε ο καρτερόψυχος Δυσσέας στα χώματά του,
χωρίς ανθρώπου ή και θεού συνέργεια να γυρίση·
σε σάλι αυτός γερόδετο πολλά σαν κακοπάθη,
σε είκοσι μέρες της Σκεριάς την πλούσια γής θα φτάση,

35 που κατοικούνε οι Φαίακες οι θεογεννημένοι·
αυτοί με πρόθυμη καρδιά σα θεό θα τον τιμήσουν,
και στη γλυκειά πατρίδα του με πλοίο θα τόνε στείλουν,
χαλκό, χρυσάφι, φορεσές περίσσιες δίνοντάς του,
που μήτε απ' την Τρωάδα αυτός δε θα 'φερνε μαζί του,
άν πίσω ερχόταν άβλαβος με δίκιο μερτικό του.

40 Τί είναι γραφτό να ξαναδή δικούς κι αγαπημένους,
και ν' αξιωθή τον τόπο του και τ' αψηλά του σπίτια.»
       Αυτά είπε, κι ο Αργοφονιάς ακούει την προσταγή του.
Κι αμέσως σάνταλα έδεσε στα πόδια του πανώρια,

45 αχάλαστα κι ολόχρυσα, που πεταχτά τον πάνε
από στεριές και θάλασσες σα φύσημα του ανέμου.
Πήρε το μαγικό ραβδί, που όποιο θνητό θελήση
τα μάτια αποκοιμίζει του ή τον ξυπνά άν κοιμάται·
και πέταξε κρατώντας το ο Αργοφονιάς απάνω

50 στην Πιερία, κι απ' εκεί περνάει απ' τους αιθέρες,
και πέφτοντας στη θάλασσα κολύμπαγε σα γλάρος,
που μέσα στους αχνούς βυθούς του ατρύγητου πελάγου
ψάρια ζητάει, και τα φτερά συχνοβουτάει στην άρμη·
όμοιος μ' αυτόν τ' αρίθμητα τα κύματα περνούσε.

55 Και στο νησί τ' απόμακρο σαν ήρθε, απ' τη γαλάζια
προβάλλει θάλασσα στη γής, πρός τη σπηλιά που η νύφη
λημέριαζε η ωριόμαλλη, και μέσα τήνε βρίσκει.

60 Ξύλα περίσσια στη γωνιά, κέδροι και θυές σκισμένες,
που μοσκοβόλαε το νησι παντού απ' τη μυρουδιά τους.
Στόν αργαλειό της ομπροστά γλυκοτραγούδαε εκείνη,
και το πανί της έφαινε με τη χρυσή σαγίτα,
Τριγύρω δάσια φουντωτά με σκλήθρες και με λεύκες,

65 και μυρωδάτα ανάμεσα στεκόνταν κυπαρίσσια.
Λογής πυκνόφτερα πουλιά κουρνιάζανε στα δέντρα,
γκιώνηδες, και γεράκια, και φωναχτερές κουρούνες
της θάλασσας, που χαίρουνται να ζούνε στα νερά της.
Και γύρω στις βαθειές σπηλιές της νύφης απλωνόταν
ήμερο κλήμα θαλερό σταφύλια φορτωμένο·

70 αράδα βρύσες τέσσερες άσπρο νεράκι χύναν,
κοντά κοντά, μα καθεμιά κι αλλού κατρακυλούσε.
Πλάγι λιβάδια μαλακά με σέλινα και βιόλες,
που αθάνατος κι άν ήρχουνταν σε τέτοιες πρασινάδες,
με θαμασμό θα κοίταζε και θ' άνοιγε η καρδιά του.

75 Στάθηκ' εκεί και θάμαζε ο Αργοφονιάς ο μέγας.
Κι αφού όλα τα καμάρωσε με την καρδιά του, μπήκε
μες στην απλόχωρη σπηλιά· τον κοίταξε αντικρύ της
η νύφη, και δεν άργησε να τόνε δή ποιός ήταν·
τί αγνώριστοι δε μνήσκουνε οι θεοί αναμεταξύ τους,

80 κι άς κατοικάη κανένας τους αλάργα από τους άλλους.
Μέσα το μεγαλόψυχο δε βρήκεν Οδυσσέα,
τί αυτός καθόταν κι έκλαιγε στης θάλασσας την άκρη,
ψυχοπονώντας σαν προτού με στεναγμούς και θρήνους,
και βλέποντας τη θάλασσα με μάτια δακρυσμένα.

85 Και τον Ερμή τότες ρωτάει η Καλυψώ η θεούλα,
καθίζοντάς τον σε θρονί λαμπρό και γυαλισμένο·
       «Τί ήρθες εδώ, χρυσόραβδε, καλέ κι αγαπημένε
Ερμή μου ; Δέν το συνηθάς να μου 'ρχεσαι δά τόσο.
Λέγε το τί έχεις στην καρδιά, κι εγώ θα σου το κάμω,

90 άν πράμα είναι που γίνεται, κι ά μου περνά απ' το χέρι.
Μα τώρα να 'ρθης παραμπρός να σε φιλέψω πρώτα.»
       Αυτά του μίλησε η θεά, και του 'στρωσε τραπέζι·
θέτει αμβροσία και σμίγει του κοκκινωπό νεχτάρι.
Έτρωγε τότες κι έπινε ο Αργοφονιας ο μέγας,

95 κι αφού καλά ψυχόπιασε με τη θροφή του δείπνου,
κουβέντα τότες άνοιξε, και μίλησέ της κι είπε·
       «Εμένα το θεό ρωτάς εσύ η θεά γιατί ήρθα·
αλάθευτα θα σου το πω καθώς κι αποθυμείς το.
Ο Δίας εδώ με πρόσταξε να ρθώ χωρίς να θέλω·

100 και ποιός θα πέρναε θέλοντας τέτοια αρμυρά πελάγη
απέραντα ; που μήτε μιά χώρα θνητώ δε βρίσκεις
θυσίες κι εκατοβοδιές λαμπρές των θεών να κάνουν.
Μα θεός δεν μπόρεσε ποτές τη γνώμη να ξεφύγη
του Δία του αιγιδόσκεπου, και μάταιη να τη βγάλη.

105 Λέει πως κοντά σου βρίσκεται ο πιο άμοιρος απ' όλους·
τους άντρες που πολέμησαν τα κάστρα του Πριάμου·
χρόνους εννιά πολέμησαν, στους δέκα τους τα πήραν·
και πίσω καθώς γύριζαν την Αθηνά θυμώσαν,
κι αυτή τους σήκωσε κακούς ανέμους και φουρτούνες.

110 Όλ' οι λαμπροί συντρόφοι του ξολοθρευτήκαν τότες,
κι εκειόν εδώ τον έρριξαν τα κύματα κι οι ανέμοι.
Αυτόνε τώρα σου μηνάει να στείλης πίσω αμέσως,
τί δεν είναι της μοίρας του ν' αφανιστή στα ξένα,
του 'ναι γραφτό να ξαναδή δικούς κι αγαπημένους

115 και ν' αξιωθή τον τόπο του και τ' αψηλά του σπίτια.»
       Τ' άκουσ' αυτά και πάγωσε η τρισόμορφη η θεούλα,
και φώναξε τον κι είπε του με λόγια φτερωμένα·
       «Σκληροί, ζουλιάρηδες θεοί, που δε σάς έφτασε άλλος·
που με θνητό δε στέργετε θεά να συγκοιμάται

120 στο φανερό, κι άς είναι της αγαπημένο ταίρι.
Έτσι τη ροδοδάχτυλη ζουλέψτε εσείς Αυγούλα,
σαν πήρε τον Ωρίωνα, γλυκόζωοι θεοί μου,
ώσπου η χρυσόθρονη Άρτεμη, η αγνή, στην Ορτυγία
με τις ψιλές της σαϊτιές του πήρε τη ζωή του.

125 Έτσι κι η ώρια η Δήμητρα, σαν έτρεξε η καρδιά της
στον Ιάσιο, και πήρε την αυτός στην αγκαλιά του
μες στο χωράφι τ' οργωτό, μόλις τ' ακούει ο Δίας,
κι αστράφτει, και θανατερό του ρίχτει αστροπελέκι.
Μ' εμένα τώρα τα 'χετε που ζή θνητός μαζί μου,

130 που ατή μου τόνε γλύτωσα σαν ήρθε καθισμένος
πάς στην καρίνα μοναχός, τότες που ο Δίας το πλοίο
μ' αστροπελέκι του 'σκισε στα μελανά πελάγη.
Όλ' οι λαμπροί συντρόφοι του ξολοθρευτήκαν τότες,
κι αυτόν τον έρριξαν εδώ τα κύματα κι οι ανέμοι.

135 Μέ αγάπη τόνε φίλευα και γλυκομελετούσα
αθάνατο κι αγέραστο για πάντα να τον κάνω.
Μα αφού θεός δεν μπόρεσε τη γνώμη να ξεφύγη
του Δία του αιγιδόσκεπου και μάταιη να τη βγάλη,
άς σύρη, μιάς το πρόσταξε και το γυρεύει εκείνος,

140 στ' ατρύγητα τα πέλαγα. Δέ θα σταλθή από μένα,
τί μήτε πλοία με τα κουπιά, μήτε συντρόφους έχω,
που να τον ταξιδέψουνε στης θάλασσας τα πλάτια,
Όμως με γνώμη πρόθυμη θα τον καθοδηγέψω,
πως να κατέβη απείραγος στην πατρική του χώρα.»

145      Κι ο μηνυτής ο Αργοφονιάς γυρίζει και της κρένει·
«Στείλ' τονε τώρα, σαν που λες, και πρόσεχε του Δία
τη μάνητα, κανέ κακό να μη σου ερθή κατόπι.»
       Αυτά της είπε, κι έφυγε ο Αργοφονιάς ο μέγας·
και πρός το μεγαλόκαρδο Οδυσσέα κινάει η νύφη,

150 σαν άκουσε τις προσταγές του Δία του Ολυμπήσου.
Τόν είδε και καθότανε μονάχος στ' ακρογιάλι·
δε στέγνωναν τα μάτια του ποτές από τα δάκρυα,
μόν' έλυωναν οι μέρες του οι χρυσές από τον πόνο
της ξενιτειάς, κι η θέαινα δεν του 'δινε πια γλύκα.
Μόνε τις νύχτες στη σπηλιά με το στανιό κοιμόταν

155 δίχως λαχτάρα στην καρδιά, κι άς λαχταρούσε εκείνη.
Και στ' ακροβράχια του γιαλού καθόταν καθεμέρα,
ψυχοπονώντας άπαυα με στεναγμούς και θρήνους,
και βλέποντας τις θάλασσες με μάτια δακρυσμένα.
Σιμά του στάθηκε η θεά η χαριτωμένη κι είπε·

160 «Καημένε, μη μου κλαίγεσαι πια εδώ, και τη ζωή σου
του κάκου λυώνεις· πρόθυμα εγώ τώρα θα σε στείλω.
Μόν' έλα, και μακρόξυλα με το πελέκι κόψε,
και σάλι απλόχωρο μ' αυτά καλά σα συνεδέσης,
κάσαρα σκάρωσε αψηλά αποπάνωθε, και τότες

165 σέρνεις και φεύγεις μέσα του πρός τ' αχνερά πελάγη.
Ψωμί, νερό και κόκκινο κρασί εγώ θα σου βάλω,
να μην πεινάς και φορεσές θα δώσω να φορέσης,
και πρύμο αγέρα να φυσάη κατόπι σου θα στείλω,
που να γυρίσης άβλαβος στην πατρική σου χώρα,
άν θέλημα είναι των θεών που ορίζουνε τα ουράνια,

170 που 'ναι από μένα αξιώτεροι να κρίνουν και να πράξουν.»
       Αυτά είπε, κι ο πολύπαθος Δυσσέας ανετριχιάζει,
και φώναξέ την, κι είπε της με λόγια φτερωμένα·
       «Άλλα στο νου σου έχεις, θεά, κι όχι το μισεμό μου,

175 που λες με σάλι να διαβώ της θάλασσας τα πλάτια
τα φοβερά, που ούτε γοργά καράβια δεν περνάνε,
χαρούμενα αρμενίζοντας στο φύσημα του Δία.
Μα εγώ χωρίς τη γνώμη σου δε θα 'μπαινα στο σάλι,
άν όρκο δε δεχόσουνα μεγάλο να μου κάνης,
πως άλλο εσύ δε μελετάς κακό στο νου σου μέσα.»

180      Αυτά είπε, κι η μυριόχαρη θεά χαμογελώντας
με νάζι τόνε χάδεψε, κι ονόμασε τον κι είπε·
       «Μαριόλος είσαι μα το ναί, και κούφιο νου δεν έχεις,
που τέτοιο συλλογίστηκες να ξεστομίσης λόγο.
Μαρτύροι η γής κι ο ουρανός ο αμέτρητος απάνω,

185 και τα νερά που χύνουνται στον Άδη από τη Στύγα,
— των θεών βαρύς και φοβερός αυτός είν' όρκος πάντα, —
πως άλλο εγώ δε μελετώ κακό στο νου μου μέσα.
Μόνε για σένα νοιάζουμαι, και σου μιλάω το ίδιο
όπως για μένα θα 'κανα σαν τύχαινέ μου ανάγκη·

190 γιατ' έχω καλοθελησιά, και μες στα σωθικά μου
είν' η καρδιά μου μαλακιά, δεν είναι σιδερένια.»
       Αυτά είπε, και ξεκίνησε η μυριόχαρη η θεούλα
με βιάση, και στα αχνάρια της ακολουθούσε εκείνος.
Και φτάσανε στο θολωτό το σπήλιο αντάμα οι δυό τους·

195 κάθισ' εκείνος στο θρονί που ο Ερμής προτού καθόταν,
κι η νύφη του παράθεσε λογής θροφές απ' όσες
να τρώνε και να πίνουνε οι ανθρώποι συνηθάνε·
ατή της κάθισε αντικρύ του θεϊκού Οδυσσέα,
κι οι παρακόρες φέρανε αμβροσία και νεχτάρι.

200 Και τότες στα έτοιμα φαγιά τα χέρια τους απλώσαν.
Κι από φαγί κι από πιοτό καλά σάνε φρανθήκαν,
η Καλυψώ, η μυριόχαρη θεά, να λέη αρχίζει·
       «Γιέ του Λαέρτη διόθρεφτε, πολύσοφε Οδυσσέα,
λοιπόν εσύ στο σπίτι σου και στη γλυκειά πατρίδα

205 να σύρης τώρα λαχταρείς; Ετσι άς γενή, και χαίρου.
Όμως ο νούς σου άν το 'βαζε το πόσα κακοπάθια
σένα φυλάει η μοίρα σου, στον τόπο σου ως να φτάσης,
σ' αυτό το σπήλιο θα 'μνησκες αθάνατος να γίνης,
κι άς είχες το βαρύ καημό της ώριας σου γυναίκας,

210 που μέρα νύχτα να τη δής το 'χεις πολλή λαχτάρα.
Παινιέμαι δά πως απ' αυτή χειρότερη δεν είμαι
στην όψη μήτε στο κορμί, και δεν ταιριάζει κιόλας
θνητές μ' αθάνατες ποτές στα κάλλη να μετριούνται.»
       Τότ' ο πολύβουλος Δυσσέας απολογήθη κι είπε·

215 «Χαριτωμένη μου θεά, μη μου οργιστής για δαύτο·
νιώθω κι εγώ πως ταπεινή στ' ανάστημα ή στα κάλλη
η Πηνελόπη η γνωστικιά θα φαίνουνταν ομπρός σου·
αυτή θνητή, και πάντα εσύ και απέθαντη και νέα.
Όμως περίσσια λαχταρώ, και το ζητώ ολοένα,

220 να πάω στον τόπο, να χαρώ του γυρισμού τη μέρα.
Κι ά με χτυπήση οργή θεού στα μελανά πελάγη,
έχω καρδιά βασταχτερή, κι απομονή θα κάνω·
έπαθα που έπαθα πολλά και 'πόφερα άλλα τόσα
στις μάχες και στις θάλασσες· άς μου γενή και τούτο.»

225      Αυτά είπε· κι ο ήλιος βούτηξε, κι απλώθηκε σκοτάδι·
και μπήκανε στ' απόβαθα του θολωτού του σπήλιου·
κι εκεί πλαγιάσανε μαζί και κρυφαγκαλιαστήκαν.
       Σά φάνη η ροδοδάχτυλη της νύχτας κόρη Αυγούλα,
πήρε ο Δυσσέας και φόρεσε χιτώνα και χλαμύδα,

230 κι έβαλε φόρεμα η θεά περίλαμπρο, μεγάλο,
ψιλόφαντο και λιμπιστό· κατόπι ωριό ζωνάρι
ολόχρυσο στη μέση της, και σκέπη στο κεφάλι·
και τότες του τρανού Οδυσσέα νοιαζόταν το ταξίδι.
Πρώτα πελέκι του 'δωσε, καλό στις απαλάμες,

235 τρανό, χαλκένιο, δίκοπο, που μέσα του στειλιάρι
ώριο, ελατένιο του 'χανε βασταγερά μπηγμένο·
κατόπι του προμήθεψε σκεπάρνι ακονισμένο,
και πρός την άκρη πήρε τον που 'χε αψηλά τα δέντρα,
κλήθρες και λεύκες· κι έλατα που αγγίζανε τα ουράνια,

240 από καιρό κατάξερα, να 'ναι αλαφρά στο κύμα.
Κι αφού τον τόπο του 'δειξε που βρίσκουνταν τα δέντρα,
γύρισε πίσω η Καλυψώ η μυριόχαρη στο σπήλιο,
και ξύλα εκείνος έκοβε, και πρόκοβε η δουλειά του.
Ως είκοσι έρριξε δεντρά, τα πελεκάει μ' αξίνα,

245 τα ροκανίζει τεχνικά, τα σιάζει με τη στάφνη·
και με τρυπάνια που η θεά από τη σπηλιά του φέρνει,
τα τρυπανίζει, και μαζί τ' αρμολογάει αράδα,
χτυπώντας μέσα τους γερούς αρμούς και ξυλοκάρφια.
Κι όσο φαρδιά την πατωσιά σε φορτηγό καράβι

250 πιδέξιος κάνει μαραγκός, τόσο φαρδύ το σάλι
κι ο Οδυσσέας το σκάρωσε. Ορθόστησε πουντέλια
απάνω σε πυκνόβαλτα μαντάλια ταιριασμένα·
και τέλος τα συνέδεσε με μακρουλά μαδέρια,
Κατάρτι μέσα στύλωσε, το αρμάτωσε με αντένα,

255 και το τιμόνι ταίριαξε, να κυβερνάη το σάλι,
που με πλεμάτια από ιτιές το 'φραξε πέρα ως πέρα,
να μην περνούν τα κύματα· και σώριασε από μέσα
κλαριά πολλά. Και του έφερε σκουτιά η θεά φασμένα
για τα πανιά, και τα 'φτιαξε κι αυτά ο Δυσσέας με τέχνη.

260 Κατόπι σκότες έδεσε, και ξάρτια και μαντάρια,
και με λοστούς στη θάλασσα κατέβασε το σάλι.
       Όλα σε μέρες τέσσερις τα 'χε αποτελειωμένα.
Τήν πέμπτη μέρα απ' το νησί η θεά τον προβοδούσε·
τον έλουσε, τον έντυσε με ρούχα μυρισμένα,

265 του 'βαλε ασκί μαύρο κρασί, νερό σε ασκί μεγάλο,
του γέμισε σακκί θροφές και διαλεχτά προσφάγια,
και πρύμο του 'στειλε απαλό κι απείραγο, που ο μέγας
Δυσσέας αναγαλλιάζοντας απλώνει τα πανιά του.

270 Μέ το τιμόνι τεχνικά κυβέρναε καθισμένος,
κι ο ύπνος δεν κατέβαινε στα μάτια του όσο 'κοίτα
την Πούλια, το Βοδοζευγά που αργεί να βασιλέψη,
και την Αρκουδα, -- κι Άμαξα τη λέν, -- που αυτού γυρίζει
και τον Ωρίωνα τηράει, και μόνη αυτή ποτές της

275 στα πέλαγα δε λούζεται εκείνη του 'πε η νύφη,
να τη φυλάη απ' τη ζερβή μεριά σαν αρμενίζη.
Αρμένιζε έτσι δεκαφτά μερόνυχτα ο Δυσσέας,
στα δεκοχτώ φανήκανε τα όρη τα ισκιωμένα,

280 τώ Φαιάκων, που κοντύτερα στο δρόμο του βρισκόνταν,
και σαν ασπίδα μες στ' αχνά φαντάζανε πελάγη.
       Ως τόσο απ' τους Αιθίοπες κινάει ο Κοσμοσείστης.
και μακρινά ξανοίγει τον απ' τώ Σολύμων τα όρη,
και στ' ανοιχτά κοιτώντας τον, θυμός πολύς τον πιάνει·

285 βαριοκουνάει την κεφαλή και λέει στο νου του μέσα·
       «Γιά δές που οι θεοί βουλεύτηκαν ν' αποφασίσουν άλλα
για το Δυσσέα, σαν έλειπα στης Αιθιοπίας τα μέρη,
και να τος άξαφνα τη γής ζυγώνει τώ Φαιάκων,
και να ξεφύγη είναι γραφτό το μαύρο τέλος τώρα
της συφοράς που του 'πεσε. Μα κι άλλα ακόμα πάθια

290 θαρρώ θα του κατέβουνε, για να καλοχορτάση.»
       Λέει, και μαζώνει σύγνεφα και θάλασσες ταράζει,
κρατώντας το τρικράνι του, και κάθε ανέμου φούρια
σηκώνει· γής και πέλαγα με σύγνεφα σκεπάζει,

295 και νύχτα περιχύνεται αποπάνω απ' τα ουράνια.
Πέφτει ο Σορόκος κι ο Νοτιάς κι ο δυνατός Πονέντης
κι ο αιθερογέννητος Βοριάς που κύματα άγρια φέρνει,
Κοπήκανε τα γόνατα κι η ανάσα του Οδυσσέα,
και πικραμένος έλεγε μες στην τρανή ψυχή του·
«Αλλοίς μου, το φτωχό· και τί θα μου συβούνε ακόμα ;

300 Φοβάμαι πως αλάθευτα η θεά μου τα 'λεγε όλα,
σα μου 'πε πως στα πέλαγα, πρί φτάσω στην πατρίδα,
βάσανα θα 'χω περισσά, και να, που βγαίνουν όλα·
ο Δίας με τα σύγνεφα τα ουράνια στεφανώνει,
και τάραξε τις θάλασσες, κι οι ανέμοι αποπαντούθε

305 φυσομανούνε· τώρα πια σωστή η καταστροφή μου.
Μακαρισμένοι οι Δαναοί, και τρίς μακαρισμένοι,
που τότες σκοτωθήκανε στην διάπλατη Τρωάδα,
για χάρη των Ατρεόπουλων. Μακάρι τέτοιο τέλος
να ερχότανέ μου τον καιρό που χάλκινα κοντάρια

310 οι Τρώες μου 'ριχταν κοντά στου Αχιλλέα το σώμα,
Θά μ' έθαφταν οι Αχαιοί και δόξα θα μου βγάζαν·
μα τώρα θάνατο φριχτό να πάθω είναι γραμμένο.»
       Είπε, κι απάνω του ξεσπάει θεόρατο ένα κύμα,
με τέτοια φόρα, που γυρνάει το σάλι και τραντάζει.

315 Πέφτει ο Δυσσέας άξαφνα κι αυτός πέρ' απ' το σάλι,
και το τιμόνι ξεγλιστράει από τα δυό του χέρια·
από τη μέση τσάκισε κι έπεσε το κατάρτι,
κι ο σίφουνας ο φοβερός που φύσα αποπαντούθε
του 'ριξε αντένα και πανί μακριά μες στα πελάγη.

320 Πολληώρα τόνε κράταγε το μέγα κύμα κάτου,
τί του βαραίναν τα σκουτιά, της Καλυψώς τα δώρα.
Και σαν ανέβηκε, πικρή το στόμα του έφτυνε άρμη,
που γύρω του περέχυνε την κεφαλή σα βρύση.
Όμως το σάλι δεν ξεχνάει κι άν τόσο τυραννιόταν,

325 μόνε απ' το κύμα χούμιξε και πιάστηκε από δαύτο,
και κάθισε στη μέση του, το χάρο να ξεφύγη.
Κι αυτό κυλιόταν απ' εδώ κι εκεί στο κύμα απάνω.
Πώς το χινόπώρο ο Βοριάς τ' αγκάθια μες στους κάμπους
μαζώνει, κι όλα δένουνται σωρός το 'να με τ' άλλο,

330 όμοια το συνεπαίρνανε στα πέλαγα οι ανέμοι·
πότε ο Νοτιάς το πέταγε ο Βοριάς για να τ' αρπάξη,
πότε ο Σορόκος το πετάει παιχνίδι του Πονέντη.
       Κι η κόρη η λευκαστράγαλη του Κάδμου Ινώ τον είδε,
η Λευκοθέα, που θνητής λαλιά μιλούσε πρώτα,

335 μα τώρα θεάς στα πέλαγα τιμές απολαβαίνει·
και το Δυσσέα σπλαχνίστηκε που τυραννοπλανιόταν,
και μ' όφιας πεταχτής μορφή κινάει από τα βάθια·
στο σάλι το καλόδετο καθίζει και του κρένει·
       «Τί τόσο μίσος σου κρατάει μεγάλο ο Κοσμοσείστης,

340 κακόμοιρε, και βάσανα περίσσια όλο σου σπέρνει ;
Μα όσο κι ά χολιάζη αυτός, δε σ' αφανίζει εσένα.
Μόν' έλα, κάμε ό,τι σου πω, γιατί χαζός δε δείχνεις·
βγάλ' τα σκουτιά σου, κι άφησε το σάλι στους ανέμους,
και με τα χέρια πλέοντας, πολέμησε να φτάσης

345 στους Φαίακες, που 'ναι γραφτό να βρής το γλυτωμό σου.
Ζώσε τα στήθια σου μ' αυτό τ' αθάνατο μαγνάδι,
και τότες φόβο από κακό κι από χαμό δεν έχεις.
Όμως απάνω στη στεριά τα χέρια σου άμ' αγγίξης,
ξεζώσου το και πέτα το στα μελανά πελάγη,

350 αλάργα από τη γής πολύ, την όψη αλλού γυρνώντας.»
       Αυτά του μίλησε η θεά, και του 'δωσε μαγνάδι,
και πάλε ξαναβούτηξε στα κύματα σαν όφια,
και τ' αφρισμένα τα νερά τη σκέπασαν αμέσως.
Ως τόσο ο πολυβάσανος Δυσσέας συλλογιέται,

355 και λέει με στεναγμό βαθύ μες στον τρανό το νου του·
       «Αλλοίς, κι ανίσως πάλε θεός παγίδα μου σκαρώνει,
και να με πείση πολεμάει το σάλι μου ν' αφήσω·
μα δε θα τον ακουσω εγώ· τί με τα μάτια μου είδα
μακριά τη γής που μου 'λεγε πως θα 'βρω καταφύγιο.

360 Αυτό θα κάμω, που θαρρώ καλύτερό 'ναι απ' όλα.
Όσο τα ξύλα αυτά μαζί δεμένα συγκρατιούνται,
θα μείνω εδώ και θα βαστώ μ' απομονή στα πάθια·
μα τ' άγρια άν πέσουν κύματα και το σκαρί μου σπάσουν,
τότες κολύμπι, κι άλλο πια καλύτερο δε βρίσκω.»

365      Αυτά καθώς ανάδευε στο νου και στην ψυχή του,
μεγάλο κύμα σήκωσεν ο σείστης ο Ποσειδώνας,
φριχτό κι αψηλοθόλωτο, που απάνω του ξεσπάνει.
Και καθώς σίφουνας σωρό ξεράχερα τινάζει
και τα σκορπάει εδώ κι εκεί, παρόμοια σκορπιστήκαν

370 και τα δοκάρια του σκαριού· και τότες ο Οδυσσέας
σε ξύλο καβαλλίκεψε σαν που άλογο ανεβαίνουν,
και τα σκουτιά ξεγδύθηκε, της Καλυψώς τα δώρα.
Ευτύς γύρω στα στήθη του ζώνεται το μαγνάδι,
και μπρουμυτώντας στα νερά τα χέρια του τεντώνει

375 να κολυμπήση· κι ο τρανός τον είδε ο Κοσμοσείστης,
και σείνοντας την κεφαλή στο νου του μέσα κρένει·
       «Τώρα που τόσα τράβηξες, άμε στα πέλαα γύρνα,
ώσπου μ' ανθρώπους διόθρεφτους να σμίξης. Μα δε θα 'χης
θαρρώ παράπονο πια εσύ πως συφορές δε σου 'ρθαν.»

380      Και τα λαμπρότριχ' άλογα μαστίγωσε, και φτάνει
ως τις Αιγές, που τ' ώριο του βρισκότανε παλάτι.
       Και τότες άλλο η Αθηνά, του Δία η κόρη, βρήκε.
Φράζει άξαφνα και σταματάει κάθε άλλου ανέμου δρόμο,
και τους προστάζει να σταθούν και να συχάσουν όλοι.

385 Και σήκωσε γοργό Βοριά να σπάση ομπρός το κύμα,
ώσπου να ρθή στους Φαίακες, που το κουπί αγαπάνε,
ξεφεύγοντας το θάνατο ο θεόμορφος Δυσσέας.
       Εκεί θαλασσοπάλευε δυό νύχτες και δυό μέρες,
κι ανέπαυα καταστροφή προμάντευε η ψυχή του.

390 Μα η ώρια Αυγή σαν έφερε το φώς της τρίτης μέρας,
έπεσε τότες ο Βοριάς κι απλώθηκε γαλήνη·
και ρίχνοντας καλή ματιά βλέπει τη γής κοντά του,
καθώς τον ανασήκωνε θεόρατο ένα κύμα.
Κι όπως στα τέκνα φαίνεται γλυκειά η ζωή γονιού τους,

395 που αρρώστια μακρινή τον τρώει πολύν καιρό στην κλίνη,
και που σκληρά τον τυραννεί με πόνους κακή μοίρα,
μα οι θεοί απ' τα βάσανα τον ακριβό τους σώνουν,
έτσι γλυκειά φαινότανε της γής η πρασινάδα
στον Οδυσσέα· και πάσκιζε ολοένα κολυμπώντας

400 να στήση πόδι απάς στη γής. Και πιο κοντά σαν ήταν,
όσο να φτάση φωνητό, τότε άκουγε το χτύπο
της θάλασσας που δέρνουνταν στα βράχια καταπάνω·
γιατί βογκούσε στις στεριές το γιγαντένιο κύμα,
ξεσπάνοντας τρομαχτικά κι αφρούς παντού σκορπώντας

405 τί μήτε αράγματα είχε εκεί, μήτε λιμιώνες είχε,
μόνε ακρωτήρια δοντωτά, και βράχους και λιθάρια.
Και του Οδυσσέα κόπηκαν τα γόνατα κι η ανάσα,
και πικραμένος έλεγε μες στον αντρίκιο νου του·
       «Αλλοίς μου, τώρα που τη γής να δώ βουλήθη ο Δίας
ανόλπιστα, και που έφτασα να σκίσω τόσα βάθια,

410 να μην τυχαίνη πέρασμα απ' τη θάλασσα για να 'βγω,
μόνε όλο βράχια κοφτερά, και γύρω τους το κύμα
βροντάει, και πέτρα γλιστερή αποπάνωθε ορθοστέκει·
βαθιά και τα νερά κοντά, και πάτημα δε βρίσκω,
για να σταθώ κι από κακή να ξεγλυτώσω μοίρα.

415 Κι άν κάνω να 'βγω, φοβερό μπορεί να μου 'ρθη κύμα,
και να με ρίξη σύγκορμο στα κοφτερά λιθάρια,
και πάει του κάκου ο αγώνας μου. Μα άν πάλε κολυμπήσω
παρέκει το γιαλό γιαλό, τάχα να βρώ κρυμμένες
απόμερες ακρογιαλιές και θαλασσένιους κόρφους,
ποιός ξέρει ά δε μ' άρπάξουνε και πάλε ανεμοζάλες,

420 και στα ψαράτα πέλαγα με σύρουν, κι άς στενάζω.
Ή ά δε μου στείλη φοβερή θεριό θεός κανένας,
απ' όσα θρέφει στα βαθιά η ξακουστή Αμφιτρίτη·
τί ξέρω πως μ' αντιπαθάει της γής ο μέγας σείστης.»
       Αυτά καθώς ανάδευε στο νου και στην ψυχή του,

425 κύμα τρανό τον πέταξε στο πετρωτό ακρογιάλι,
και θα γδερνόταν, κι όλα του τα κόκκαλα θα σπάναν,
ά δεν του φώτιζε το νου η θεά η γαλανομάτα.
Μέ τα δυό χέρια αδράχνοντας την πέτρα, εκεί κρατιόταν,
και βόγκαε ώσπου πέρασε το φοβερό το κύμα,

430 Έτσι το ξέφυγε, μα αυτό κυλώντας ξαναπίσω,
τόνε χτυπάει, και πιο μακριά στα πέλαα τον τινάζει,
Πώς μέσ' απ' το θαλάμι του χταπόδι σαν τραβιέται,
πολλά πετράδια στα βυζιά των πλοκαμιών κολνάνε,
έτσι έμειναν τα γδάρματα στις πέτρες κολλημένα

435 από τ' αντρίκια χέρια του· και τόνε σκέπασε όλο
το μέγα κύμα. Κι εκειδά, πρί να 'ρθη το γραφτό του,
θ' αφανιζότανε μεμιάς ο δόλιος Οδυσσέας,
ά δεν τον καθοδήγευε η θεά η γαλανομάτα.
Μέσ' από κύμα που με βουή πρός τη στεριά κυλιούνταν
προβάλλοντας, κολύμπαε μπρός, τη γής κοιτώντας, ίσως

440 και βρή ακρογιάλι απόμερο και κόρφο θαλασσένιο.
Μα σε ώριου στόμα ποταμού σαν ήρθε κολυμπώντας,
λαμπρός εκεί του φάνηκε κι απάνεμος ο τόπος,
με δίχως πέτρες. Τό ' νιωσε το ρέμα που κυλούσε,
κι αμέσως προσευκήθηκε μες στην ψυχή του κι είπε·

445      «Άκου με, βασιλιά καλέ, και παρακαλεστέ μου,
όποιος κι άν είσαι· σου έρχουμαι και σου προσπέφτω εσένα
απ' τις φοβέρες φεύγοντας του Ποσειδώνα πέρα.
Ως κι οι αθάνατοι οι θεοί με σεβασμό τιμούνε
τον άντρα που πλανήθηκε και που 'ρχεται ομπροστά τους·
έτσι κι εγώ στο γόνα σου προσπέφτω αποσταμένος.

450 Σπλαχνίσου με, και ικέτης σου παινιέμαι, βασιλιά μου.»
       Κι αυτός το ρέμα κόβει ευτύς, και σταματάει το κύμα,
κι απλώνει ομπρός του σιγαλιά, και τόνε σώζει στο έβγα
του ποταμού· και λύγισε ο Δυσσέας τα γόνατά του,
και τ' αντρειωμένα χέρια του, κομμένος απ' το κύμα.
455 Είχε πρησμένο το κορμί, κι ανάβρυζαν οι άρμες
στο στόμα, στα ρουθούνια του· χωρίς μιλιά κι ανάσα
και ναρκωμένος κοίτουνταν απ' τον πολύ τον κόπο.
Μα πάλε σαν ξανάσανε και συμμαζώχτη ο νούς του,
ξέλυσε αμέσως της θεάς το μαγικό μαγνάδι,

460 και μέσα στ' αρμυρά νερά του ποταμού τ' αφήκε.
Κύμα μεγάλο το 'συρε στης θάλασσας το ρέμα,
κι η θεά Ινώ το δέχτηκε γοργά στα δυό της χέρια·
τότες αυτός αφήνει πια τον ποταμό, και πέφτει
πάνω στα βούρλα, και ,φιλάει τη γής την καρποδότρα,
και με βαρειά 'λεγε ψυχή μες στον αντρίκιο νου του·

465      «Αλλοίς μου, τί θα πάθω εδώ, και που θα καταντήσω ;
Τή νύχτα την ανήσυχη στον ποταμό άν περάσω,
η κακή πάχνη κι η ψιλή δροσιά μπορεί να σβήσουν
ολότελα το πνέμα μου τ' αχνό και θολωμένο,
τί αγέρι την αυγή ψυχρό φυσάει απ' το ποτάμι.

470 Στή ράχη πάλε άν ανεβώ, και στου δασιού τους ίσκιους,
και μέσα στα πυκνά δεντριά άν πλαγιάσω, να ξεκάμω
το σύγκρυο και την κούραση, κι ύπνος γλυκός με πάρη,
θεριά φοβάμαι μη με βρούν και θύμα τους με κάμουν.»
       Και αυτό να κάνη φάνηκε στο νου του πιο συφέρο·

475 σε δάσο γυροθώρητο που ηύρε σιμά στο ρέμα,
μπήκε και χώθηκε σε δυό χαμόδεντρ' αποκάτω,
που από μιά ρίζα βγαίνανε· ελιά 'τανε κι αγρίλι.
Μήτ' οι ανέμοι οι σύνυγροι εκεί πέρα αγριοφυσούσαν,
μήτε του ήλιου οι φωτερές αχτίδες κατεβαίναν,

480 μήτε βροχή τα πέρναγε· τόσο πυκνά πλεγμένα
το 'να με τ' άλλο βρίσκουνταν· εκεί ο Δυσσέας τραβήχτη,
και με τα χέρια στοίβαξε μεμιάς μεγάλη στρώση·
γιατ' είχε φύλλα περισσά τριγύρω σκορπισμένα,
που σώνανε και δυό και τρείς νομάτους να σκεπάσουν,

485 μα και χειμώνας να 'τανε με κρύο σα φαρμάκι.
Τά είδε ο άντρας ο πολύπαθος, και χάρηκε η ψυχή του,
και πλάγιασε στη μέση τους, κι έρριξε φύλλα πλήθος
απάνω του. Σάν που δαυλό στη μαύρη στάχτη κρύβεις,
μες σ' εξοχή παράμερη, που λείπουνε γειτόνοι,

490 και σώζεις σπόρο της φωτιάς, μην απ' αλλούθε ανάψης,
έτσι ο Δυσσέας σκεπάστηκε με φύλλα· κι η Παλλάδα
ύπνο στα μάτια του 'σταξε για να τον αλαφρώση
απ' τη βαρειά την κούραση, τα βλέφαρα του κλειώντας.

Ραψωδία ζ 
Οδυσσέως άφιξις εις Φαιάκας.

Απ' του πανώριου Τιθωνού την αγκαλιά η Αυγούλα
σηκώθη, κι έφερε το φώς σε αθάνατους κι ανθρώπους.
Και συγκαθίζαν οι θεοί, και μες σ' αυτούς κι ο Δίας
ο αψηλοβρόντης, που τρανή στα ουράνια η δύναμή του.

5 Κι η Αθηνά, θυμήθηκε τα πάθια του Οδυσσέα,
πονώντας τον που η Καλυψώ τον κράταε, και τους είπε·
 
     «Πατέρα Δία, και θεοί μακαριστοί κι αιώνιοι,
κανένας βασιλιάς γλυκός, καλόβουλος και δίκιος


10 πια άς μη φανή, παρά σκληρός και κακοπράχτης να 'ναι,
αφού κανένας το θεϊκό Οδυσσέα δε θυμάται
μες στο λαό που σα γονιός με αγάπη κυβερνούσε.
Πάς σε νησί αυτός κοίτεται και δέρνεται από πόνους,
στης θέαινας της Καλυψώς, που με το ζόρι εκείθε

15 κρατάει τον, και δε δύνεται να δή γλυκειά πατρίδα·
τί μήτε πλοία με τα κουπιά μήτε συντρόφους έχει,
να τόνε ταξιδέψουνε στης θάλασσας τα πλάτια.
Και τώρα θέν το γιόκα του στο γυρισμό να κόψουν,
που να γυρέψη μίσεψε μαντάτα του γονιού του,

20 στη θεία τη Λακεδαίμονα και στην καλή την Πύλο.»
Κι ο Δίας γυρνάει και κρένει της, ο συννεφομαζώχτης·
«Τί λόγο από τα χείλη σου ξεστόμισες, παιδί μου ;
δεν είσαι εσύ που το' βαλες στο νου σου να 'ρθη πίσω
ο Οδυσσέας, και γδικιωμό σ' ολους αυτούς να φέρη;

25 Μέ τρόπο τον Τηλέμαχο, σαν που εσύ ξέρεις, στείλ' τον,
να φτάση στην πατρίδα του χωρίς κακό να του 'ρθη,
και να γυρίσουν αδειανοί οι μνηστήρες με το πλοίο.»
       Κι αυτά σαν είπε, γύρισε πρός τον Ερμή το γιό του,
και λέει· «Ερμή, που σε όλα εσύ μαντάτορας μάς είσαι,

30 πές της ωριόμαλλης θεάς την άσφαλτη βουλή μας,
πως θέμε ο καρτερόψυχος Δυσσέας στα χώματά του,
χωρίς ανθρώπου ή και θεού συνέργεια να γυρίση·
σε σάλι αυτός γερόδετο πολλά σαν κακοπάθη,
σε είκοσι μέρες της Σκεριάς την πλούσια γής θα φτάση,

35 που κατοικούνε οι Φαίακες οι θεογεννημένοι·
αυτοί με πρόθυμη καρδιά σα θεό θα τον τιμήσουν,
και στη γλυκειά πατρίδα του με πλοίο θα τόνε στείλουν,
χαλκό, χρυσάφι, φορεσές περίσσιες δίνοντάς του,
που μήτε απ' την Τρωάδα αυτός δε θα 'φερνε μαζί του,
άν πίσω ερχόταν άβλαβος με δίκιο μερτικό του.

40 Τί είναι γραφτό να ξαναδή δικούς κι αγαπημένους,
και ν' αξιωθή τον τόπο του και τ' αψηλά του σπίτια.»
       Αυτά είπε, κι ο Αργοφονιάς ακούει την προσταγή του.
Κι αμέσως σάνταλα έδεσε στα πόδια του πανώρια,

45 αχάλαστα κι ολόχρυσα, που πεταχτά τον πάνε
από στεριές και θάλασσες σα φύσημα του ανέμου.
Πήρε το μαγικό ραβδί, που όποιο θνητό θελήση
τα μάτια αποκοιμίζει του ή τον ξυπνά άν κοιμάται·
και πέταξε κρατώντας το ο Αργοφονιάς απάνω

50 στην Πιερία, κι απ' εκεί περνάει απ' τους αιθέρες,
και πέφτοντας στη θάλασσα κολύμπαγε σα γλάρος,
που μέσα στους αχνούς βυθούς του ατρύγητου πελάγου
ψάρια ζητάει, και τα φτερά συχνοβουτάει στην άρμη·
όμοιος μ' αυτόν τ' αρίθμητα τα κύματα περνούσε.

55 Και στο νησί τ' απόμακρο σαν ήρθε, απ' τη γαλάζια
προβάλλει θάλασσα στη γής, πρός τη σπηλιά που η νύφη
λημέριαζε η ωριόμαλλη, και μέσα τήνε βρίσκει.

60 Ξύλα περίσσια στη γωνιά, κέδροι και θυές σκισμένες,
που μοσκοβόλαε το νησι παντού απ' τη μυρουδιά τους.
Στόν αργαλειό της ομπροστά γλυκοτραγούδαε εκείνη,
και το πανί της έφαινε με τη χρυσή σαγίτα,
Τριγύρω δάσια φουντωτά με σκλήθρες και με λεύκες,

65 και μυρωδάτα ανάμεσα στεκόνταν κυπαρίσσια.
Λογής πυκνόφτερα πουλιά κουρνιάζανε στα δέντρα,
γκιώνηδες, και γεράκια, και φωναχτερές κουρούνες
της θάλασσας, που χαίρουνται να ζούνε στα νερά της.
Και γύρω στις βαθειές σπηλιές της νύφης απλωνόταν
ήμερο κλήμα θαλερό σταφύλια φορτωμένο·

70 αράδα βρύσες τέσσερες άσπρο νεράκι χύναν,
κοντά κοντά, μα καθεμιά κι αλλού κατρακυλούσε.
Πλάγι λιβάδια μαλακά με σέλινα και βιόλες,
που αθάνατος κι άν ήρχουνταν σε τέτοιες πρασινάδες,
με θαμασμό θα κοίταζε και θ' άνοιγε η καρδιά του.

75 Στάθηκ' εκεί και θάμαζε ο Αργοφονιάς ο μέγας.
Κι αφού όλα τα καμάρωσε με την καρδιά του, μπήκε
μες στην απλόχωρη σπηλιά· τον κοίταξε αντικρύ της
η νύφη, και δεν άργησε να τόνε δή ποιός ήταν·
τί αγνώριστοι δε μνήσκουνε οι θεοί αναμεταξύ τους,

80 κι άς κατοικάη κανένας τους αλάργα από τους άλλους.
Μέσα το μεγαλόψυχο δε βρήκεν Οδυσσέα,
τί αυτός καθόταν κι έκλαιγε στης θάλασσας την άκρη,
ψυχοπονώντας σαν προτού με στεναγμούς και θρήνους,
και βλέποντας τη θάλασσα με μάτια δακρυσμένα.

85 Και τον Ερμή τότες ρωτάει η Καλυψώ η θεούλα,
καθίζοντάς τον σε θρονί λαμπρό και γυαλισμένο·
       «Τί ήρθες εδώ, χρυσόραβδε, καλέ κι αγαπημένε
Ερμή μου ; Δέν το συνηθάς να μου 'ρχεσαι δά τόσο.
Λέγε το τί έχεις στην καρδιά, κι εγώ θα σου το κάμω,

90 άν πράμα είναι που γίνεται, κι ά μου περνά απ' το χέρι.
Μα τώρα να 'ρθης παραμπρός να σε φιλέψω πρώτα.»
       Αυτά του μίλησε η θεά, και του 'στρωσε τραπέζι·
θέτει αμβροσία και σμίγει του κοκκινωπό νεχτάρι.
Έτρωγε τότες κι έπινε ο Αργοφονιας ο μέγας,

95 κι αφού καλά ψυχόπιασε με τη θροφή του δείπνου,
κουβέντα τότες άνοιξε, και μίλησέ της κι είπε·
       «Εμένα το θεό ρωτάς εσύ η θεά γιατί ήρθα·
αλάθευτα θα σου το πω καθώς κι αποθυμείς το.
Ο Δίας εδώ με πρόσταξε να ρθώ χωρίς να θέλω·

100 και ποιός θα πέρναε θέλοντας τέτοια αρμυρά πελάγη
απέραντα ; που μήτε μιά χώρα θνητώ δε βρίσκεις
θυσίες κι εκατοβοδιές λαμπρές των θεών να κάνουν.
Μα θεός δεν μπόρεσε ποτές τη γνώμη να ξεφύγη
του Δία του αιγιδόσκεπου, και μάταιη να τη βγάλη.

105 Λέει πως κοντά σου βρίσκεται ο πιο άμοιρος απ' όλους·
τους άντρες που πολέμησαν τα κάστρα του Πριάμου·
χρόνους εννιά πολέμησαν, στους δέκα τους τα πήραν·
και πίσω καθώς γύριζαν την Αθηνά θυμώσαν,
κι αυτή τους σήκωσε κακούς ανέμους και φουρτούνες.

110 Όλ' οι λαμπροί συντρόφοι του ξολοθρευτήκαν τότες,
κι εκειόν εδώ τον έρριξαν τα κύματα κι οι ανέμοι.
Αυτόνε τώρα σου μηνάει να στείλης πίσω αμέσως,
τί δεν είναι της μοίρας του ν' αφανιστή στα ξένα,
του 'ναι γραφτό να ξαναδή δικούς κι αγαπημένους

115 και ν' αξιωθή τον τόπο του και τ' αψηλά του σπίτια.»
       Τ' άκουσ' αυτά και πάγωσε η τρισόμορφη η θεούλα,
και φώναξε τον κι είπε του με λόγια φτερωμένα·
       «Σκληροί, ζουλιάρηδες θεοί, που δε σάς έφτασε άλλος·
που με θνητό δε στέργετε θεά να συγκοιμάται

120 στο φανερό, κι άς είναι της αγαπημένο ταίρι.
Έτσι τη ροδοδάχτυλη ζουλέψτε εσείς Αυγούλα,
σαν πήρε τον Ωρίωνα, γλυκόζωοι θεοί μου,
ώσπου η χρυσόθρονη Άρτεμη, η αγνή, στην Ορτυγία
με τις ψιλές της σαϊτιές του πήρε τη ζωή του.

125 Έτσι κι η ώρια η Δήμητρα, σαν έτρεξε η καρδιά της
στον Ιάσιο, και πήρε την αυτός στην αγκαλιά του
μες στο χωράφι τ' οργωτό, μόλις τ' ακούει ο Δίας,
κι αστράφτει, και θανατερό του ρίχτει αστροπελέκι.
Μ' εμένα τώρα τα 'χετε που ζή θνητός μαζί μου,

130 που ατή μου τόνε γλύτωσα σαν ήρθε καθισμένος
πάς στην καρίνα μοναχός, τότες που ο Δίας το πλοίο
μ' αστροπελέκι του 'σκισε στα μελανά πελάγη.
Όλ' οι λαμπροί συντρόφοι του ξολοθρευτήκαν τότες,
κι αυτόν τον έρριξαν εδώ τα κύματα κι οι ανέμοι.

135 Μέ αγάπη τόνε φίλευα και γλυκομελετούσα
αθάνατο κι αγέραστο για πάντα να τον κάνω.
Μα αφού θεός δεν μπόρεσε τη γνώμη να ξεφύγη
του Δία του αιγιδόσκεπου και μάταιη να τη βγάλη,
άς σύρη, μιάς το πρόσταξε και το γυρεύει εκείνος,

140 στ' ατρύγητα τα πέλαγα. Δέ θα σταλθή από μένα,
τί μήτε πλοία με τα κουπιά, μήτε συντρόφους έχω,
που να τον ταξιδέψουνε στης θάλασσας τα πλάτια,
Όμως με γνώμη πρόθυμη θα τον καθοδηγέψω,
πως να κατέβη απείραγος στην πατρική του χώρα.»

145      Κι ο μηνυτής ο Αργοφονιάς γυρίζει και της κρένει·
«Στείλ' τονε τώρα, σαν που λες, και πρόσεχε του Δία
τη μάνητα, κανέ κακό να μη σου ερθή κατόπι.»
       Αυτά της είπε, κι έφυγε ο Αργοφονιάς ο μέγας·
και πρός το μεγαλόκαρδο Οδυσσέα κινάει η νύφη,

150 σαν άκουσε τις προσταγές του Δία του Ολυμπήσου.
Τόν είδε και καθότανε μονάχος στ' ακρογιάλι·
δε στέγνωναν τα μάτια του ποτές από τα δάκρυα,
μόν' έλυωναν οι μέρες του οι χρυσές από τον πόνο
της ξενιτειάς, κι η θέαινα δεν του 'δινε πια γλύκα.
Μόνε τις νύχτες στη σπηλιά με το στανιό κοιμόταν

155 δίχως λαχτάρα στην καρδιά, κι άς λαχταρούσε εκείνη.
Και στ' ακροβράχια του γιαλού καθόταν καθεμέρα,
ψυχοπονώντας άπαυα με στεναγμούς και θρήνους,
και βλέποντας τις θάλασσες με μάτια δακρυσμένα.
Σιμά του στάθηκε η θεά η χαριτωμένη κι είπε·

160 «Καημένε, μη μου κλαίγεσαι πια εδώ, και τη ζωή σου
του κάκου λυώνεις· πρόθυμα εγώ τώρα θα σε στείλω.
Μόν' έλα, και μακρόξυλα με το πελέκι κόψε,
και σάλι απλόχωρο μ' αυτά καλά σα συνεδέσης,
κάσαρα σκάρωσε αψηλά αποπάνωθε, και τότες

165 σέρνεις και φεύγεις μέσα του πρός τ' αχνερά πελάγη.
Ψωμί, νερό και κόκκινο κρασί εγώ θα σου βάλω,
να μην πεινάς και φορεσές θα δώσω να φορέσης,
και πρύμο αγέρα να φυσάη κατόπι σου θα στείλω,
που να γυρίσης άβλαβος στην πατρική σου χώρα,
άν θέλημα είναι των θεών που ορίζουνε τα ουράνια,

170 που 'ναι από μένα αξιώτεροι να κρίνουν και να πράξουν.»
       Αυτά είπε, κι ο πολύπαθος Δυσσέας ανετριχιάζει,
και φώναξέ την, κι είπε της με λόγια φτερωμένα·
       «Άλλα στο νου σου έχεις, θεά, κι όχι το μισεμό μου,

175 που λες με σάλι να διαβώ της θάλασσας τα πλάτια
τα φοβερά, που ούτε γοργά καράβια δεν περνάνε,
χαρούμενα αρμενίζοντας στο φύσημα του Δία.
Μα εγώ χωρίς τη γνώμη σου δε θα 'μπαινα στο σάλι,
άν όρκο δε δεχόσουνα μεγάλο να μου κάνης,
πως άλλο εσύ δε μελετάς κακό στο νου σου μέσα.»

180      Αυτά είπε, κι η μυριόχαρη θεά χαμογελώντας
με νάζι τόνε χάδεψε, κι ονόμασε τον κι είπε·
       «Μαριόλος είσαι μα το ναί, και κούφιο νου δεν έχεις,
που τέτοιο συλλογίστηκες να ξεστομίσης λόγο.
Μαρτύροι η γής κι ο ουρανός ο αμέτρητος απάνω,

185 και τα νερά που χύνουνται στον Άδη από τη Στύγα,
— των θεών βαρύς και φοβερός αυτός είν' όρκος πάντα, —
πως άλλο εγώ δε μελετώ κακό στο νου μου μέσα.
Μόνε για σένα νοιάζουμαι, και σου μιλάω το ίδιο
όπως για μένα θα 'κανα σαν τύχαινέ μου ανάγκη·

190 γιατ' έχω καλοθελησιά, και μες στα σωθικά μου
είν' η καρδιά μου μαλακιά, δεν είναι σιδερένια.»
       Αυτά είπε, και ξεκίνησε η μυριόχαρη η θεούλα
με βιάση, και στα αχνάρια της ακολουθούσε εκείνος.
Και φτάσανε στο θολωτό το σπήλιο αντάμα οι δυό τους·

195 κάθισ' εκείνος στο θρονί που ο Ερμής προτού καθόταν,
κι η νύφη του παράθεσε λογής θροφές απ' όσες
να τρώνε και να πίνουνε οι ανθρώποι συνηθάνε·
ατή της κάθισε αντικρύ του θεϊκού Οδυσσέα,
κι οι παρακόρες φέρανε αμβροσία και νεχτάρι.

200 Και τότες στα έτοιμα φαγιά τα χέρια τους απλώσαν.
Κι από φαγί κι από πιοτό καλά σάνε φρανθήκαν,
η Καλυψώ, η μυριόχαρη θεά, να λέη αρχίζει·
       «Γιέ του Λαέρτη διόθρεφτε, πολύσοφε Οδυσσέα,
λοιπόν εσύ στο σπίτι σου και στη γλυκειά πατρίδα

205 να σύρης τώρα λαχταρείς; Ετσι άς γενή, και χαίρου.
Όμως ο νούς σου άν το 'βαζε το πόσα κακοπάθια
σένα φυλάει η μοίρα σου, στον τόπο σου ως να φτάσης,
σ' αυτό το σπήλιο θα 'μνησκες αθάνατος να γίνης,
κι άς είχες το βαρύ καημό της ώριας σου γυναίκας,

210 που μέρα νύχτα να τη δής το 'χεις πολλή λαχτάρα.
Παινιέμαι δά πως απ' αυτή χειρότερη δεν είμαι
στην όψη μήτε στο κορμί, και δεν ταιριάζει κιόλας
θνητές μ' αθάνατες ποτές στα κάλλη να μετριούνται.»
       Τότ' ο πολύβουλος Δυσσέας απολογήθη κι είπε·

215 «Χαριτωμένη μου θεά, μη μου οργιστής για δαύτο·
νιώθω κι εγώ πως ταπεινή στ' ανάστημα ή στα κάλλη
η Πηνελόπη η γνωστικιά θα φαίνουνταν ομπρός σου·
αυτή θνητή, και πάντα εσύ και απέθαντη και νέα.
Όμως περίσσια λαχταρώ, και το ζητώ ολοένα,

220 να πάω στον τόπο, να χαρώ του γυρισμού τη μέρα.
Κι ά με χτυπήση οργή θεού στα μελανά πελάγη,
έχω καρδιά βασταχτερή, κι απομονή θα κάνω·
έπαθα που έπαθα πολλά και 'πόφερα άλλα τόσα
στις μάχες και στις θάλασσες· άς μου γενή και τούτο.»

225      Αυτά είπε· κι ο ήλιος βούτηξε, κι απλώθηκε σκοτάδι·
και μπήκανε στ' απόβαθα του θολωτού του σπήλιου·
κι εκεί πλαγιάσανε μαζί και κρυφαγκαλιαστήκαν.
       Σά φάνη η ροδοδάχτυλη της νύχτας κόρη Αυγούλα,
πήρε ο Δυσσέας και φόρεσε χιτώνα και χλαμύδα,

230 κι έβαλε φόρεμα η θεά περίλαμπρο, μεγάλο,
ψιλόφαντο και λιμπιστό· κατόπι ωριό ζωνάρι
ολόχρυσο στη μέση της, και σκέπη στο κεφάλι·
και τότες του τρανού Οδυσσέα νοιαζόταν το ταξίδι.
Πρώτα πελέκι του 'δωσε, καλό στις απαλάμες,

235 τρανό, χαλκένιο, δίκοπο, που μέσα του στειλιάρι
ώριο, ελατένιο του 'χανε βασταγερά μπηγμένο·
κατόπι του προμήθεψε σκεπάρνι ακονισμένο,
και πρός την άκρη πήρε τον που 'χε αψηλά τα δέντρα,
κλήθρες και λεύκες· κι έλατα που αγγίζανε τα ουράνια,

240 από καιρό κατάξερα, να 'ναι αλαφρά στο κύμα.
Κι αφού τον τόπο του 'δειξε που βρίσκουνταν τα δέντρα,
γύρισε πίσω η Καλυψώ η μυριόχαρη στο σπήλιο,
και ξύλα εκείνος έκοβε, και πρόκοβε η δουλειά του.
Ως είκοσι έρριξε δεντρά, τα πελεκάει μ' αξίνα,

245 τα ροκανίζει τεχνικά, τα σιάζει με τη στάφνη·
και με τρυπάνια που η θεά από τη σπηλιά του φέρνει,
τα τρυπανίζει, και μαζί τ' αρμολογάει αράδα,
χτυπώντας μέσα τους γερούς αρμούς και ξυλοκάρφια.
Κι όσο φαρδιά την πατωσιά σε φορτηγό καράβι

250 πιδέξιος κάνει μαραγκός, τόσο φαρδύ το σάλι
κι ο Οδυσσέας το σκάρωσε. Ορθόστησε πουντέλια
απάνω σε πυκνόβαλτα μαντάλια ταιριασμένα·
και τέλος τα συνέδεσε με μακρουλά μαδέρια,
Κατάρτι μέσα στύλωσε, το αρμάτωσε με αντένα,

255 και το τιμόνι ταίριαξε, να κυβερνάη το σάλι,
που με πλεμάτια από ιτιές το 'φραξε πέρα ως πέρα,
να μην περνούν τα κύματα· και σώριασε από μέσα
κλαριά πολλά. Και του έφερε σκουτιά η θεά φασμένα
για τα πανιά, και τα 'φτιαξε κι αυτά ο Δυσσέας με τέχνη.

260 Κατόπι σκότες έδεσε, και ξάρτια και μαντάρια,
και με λοστούς στη θάλασσα κατέβασε το σάλι.
       Όλα σε μέρες τέσσερις τα 'χε αποτελειωμένα.
Τήν πέμπτη μέρα απ' το νησί η θεά τον προβοδούσε·
τον έλουσε, τον έντυσε με ρούχα μυρισμένα,

265 του 'βαλε ασκί μαύρο κρασί, νερό σε ασκί μεγάλο,
του γέμισε σακκί θροφές και διαλεχτά προσφάγια,
και πρύμο του 'στειλε απαλό κι απείραγο, που ο μέγας
Δυσσέας αναγαλλιάζοντας απλώνει τα πανιά του.

270 Μέ το τιμόνι τεχνικά κυβέρναε καθισμένος,
κι ο ύπνος δεν κατέβαινε στα μάτια του όσο 'κοίτα
την Πούλια, το Βοδοζευγά που αργεί να βασιλέψη,
και την Αρκουδα, -- κι Άμαξα τη λέν, -- που αυτού γυρίζει
και τον Ωρίωνα τηράει, και μόνη αυτή ποτές της

275 στα πέλαγα δε λούζεται εκείνη του 'πε η νύφη,
να τη φυλάη απ' τη ζερβή μεριά σαν αρμενίζη.
Αρμένιζε έτσι δεκαφτά μερόνυχτα ο Δυσσέας,
στα δεκοχτώ φανήκανε τα όρη τα ισκιωμένα,

280 τώ Φαιάκων, που κοντύτερα στο δρόμο του βρισκόνταν,
και σαν ασπίδα μες στ' αχνά φαντάζανε πελάγη.
       Ως τόσο απ' τους Αιθίοπες κινάει ο Κοσμοσείστης.
και μακρινά ξανοίγει τον απ' τώ Σολύμων τα όρη,
και στ' ανοιχτά κοιτώντας τον, θυμός πολύς τον πιάνει·

285 βαριοκουνάει την κεφαλή και λέει στο νου του μέσα·
       «Γιά δές που οι θεοί βουλεύτηκαν ν' αποφασίσουν άλλα
για το Δυσσέα, σαν έλειπα στης Αιθιοπίας τα μέρη,
και να τος άξαφνα τη γής ζυγώνει τώ Φαιάκων,
και να ξεφύγη είναι γραφτό το μαύρο τέλος τώρα
της συφοράς που του 'πεσε. Μα κι άλλα ακόμα πάθια

290 θαρρώ θα του κατέβουνε, για να καλοχορτάση.»
       Λέει, και μαζώνει σύγνεφα και θάλασσες ταράζει,
κρατώντας το τρικράνι του, και κάθε ανέμου φούρια
σηκώνει· γής και πέλαγα με σύγνεφα σκεπάζει,

295 και νύχτα περιχύνεται αποπάνω απ' τα ουράνια.
Πέφτει ο Σορόκος κι ο Νοτιάς κι ο δυνατός Πονέντης
κι ο αιθερογέννητος Βοριάς που κύματα άγρια φέρνει,
Κοπήκανε τα γόνατα κι η ανάσα του Οδυσσέα,
και πικραμένος έλεγε μες στην τρανή ψυχή του·
«Αλλοίς μου, το φτωχό· και τί θα μου συβούνε ακόμα ;

300 Φοβάμαι πως αλάθευτα η θεά μου τα 'λεγε όλα,
σα μου 'πε πως στα πέλαγα, πρί φτάσω στην πατρίδα,
βάσανα θα 'χω περισσά, και να, που βγαίνουν όλα·
ο Δίας με τα σύγνεφα τα ουράνια στεφανώνει,
και τάραξε τις θάλασσες, κι οι ανέμοι αποπαντούθε

305 φυσομανούνε· τώρα πια σωστή η καταστροφή μου.
Μακαρισμένοι οι Δαναοί, και τρίς μακαρισμένοι,
που τότες σκοτωθήκανε στην διάπλατη Τρωάδα,
για χάρη των Ατρεόπουλων. Μακάρι τέτοιο τέλος
να ερχότανέ μου τον καιρό που χάλκινα κοντάρια

310 οι Τρώες μου 'ριχταν κοντά στου Αχιλλέα το σώμα,
Θά μ' έθαφταν οι Αχαιοί και δόξα θα μου βγάζαν·
μα τώρα θάνατο φριχτό να πάθω είναι γραμμένο.»
       Είπε, κι απάνω του ξεσπάει θεόρατο ένα κύμα,
με τέτοια φόρα, που γυρνάει το σάλι και τραντάζει.

315 Πέφτει ο Δυσσέας άξαφνα κι αυτός πέρ' απ' το σάλι,
και το τιμόνι ξεγλιστράει από τα δυό του χέρια·
από τη μέση τσάκισε κι έπεσε το κατάρτι,
κι ο σίφουνας ο φοβερός που φύσα αποπαντούθε
του 'ριξε αντένα και πανί μακριά μες στα πελάγη.

320 Πολληώρα τόνε κράταγε το μέγα κύμα κάτου,
τί του βαραίναν τα σκουτιά, της Καλυψώς τα δώρα.
Και σαν ανέβηκε, πικρή το στόμα του έφτυνε άρμη,
που γύρω του περέχυνε την κεφαλή σα βρύση.
Όμως το σάλι δεν ξεχνάει κι άν τόσο τυραννιόταν,

325 μόνε απ' το κύμα χούμιξε και πιάστηκε από δαύτο,
και κάθισε στη μέση του, το χάρο να ξεφύγη.
Κι αυτό κυλιόταν απ' εδώ κι εκεί στο κύμα απάνω.
Πώς το χινόπώρο ο Βοριάς τ' αγκάθια μες στους κάμπους
μαζώνει, κι όλα δένουνται σωρός το 'να με τ' άλλο,

330 όμοια το συνεπαίρνανε στα πέλαγα οι ανέμοι·
πότε ο Νοτιάς το πέταγε ο Βοριάς για να τ' αρπάξη,
πότε ο Σορόκος το πετάει παιχνίδι του Πονέντη.
       Κι η κόρη η λευκαστράγαλη του Κάδμου Ινώ τον είδε,
η Λευκοθέα, που θνητής λαλιά μιλούσε πρώτα,

335 μα τώρα θεάς στα πέλαγα τιμές απολαβαίνει·
και το Δυσσέα σπλαχνίστηκε που τυραννοπλανιόταν,
και μ' όφιας πεταχτής μορφή κινάει από τα βάθια·
στο σάλι το καλόδετο καθίζει και του κρένει·
       «Τί τόσο μίσος σου κρατάει μεγάλο ο Κοσμοσείστης,

340 κακόμοιρε, και βάσανα περίσσια όλο σου σπέρνει ;
Μα όσο κι ά χολιάζη αυτός, δε σ' αφανίζει εσένα.
Μόν' έλα, κάμε ό,τι σου πω, γιατί χαζός δε δείχνεις·
βγάλ' τα σκουτιά σου, κι άφησε το σάλι στους ανέμους,
και με τα χέρια πλέοντας, πολέμησε να φτάσης

345 στους Φαίακες, που 'ναι γραφτό να βρής το γλυτωμό σου.
Ζώσε τα στήθια σου μ' αυτό τ' αθάνατο μαγνάδι,
και τότες φόβο από κακό κι από χαμό δεν έχεις.
Όμως απάνω στη στεριά τα χέρια σου άμ' αγγίξης,
ξεζώσου το και πέτα το στα μελανά πελάγη,

350 αλάργα από τη γής πολύ, την όψη αλλού γυρνώντας.»
       Αυτά του μίλησε η θεά, και του 'δωσε μαγνάδι,
και πάλε ξαναβούτηξε στα κύματα σαν όφια,
και τ' αφρισμένα τα νερά τη σκέπασαν αμέσως.
Ως τόσο ο πολυβάσανος Δυσσέας συλλογιέται,

355 και λέει με στεναγμό βαθύ μες στον τρανό το νου του·
       «Αλλοίς, κι ανίσως πάλε θεός παγίδα μου σκαρώνει,
και να με πείση πολεμάει το σάλι μου ν' αφήσω·
μα δε θα τον ακουσω εγώ· τί με τα μάτια μου είδα
μακριά τη γής που μου 'λεγε πως θα 'βρω καταφύγιο.

360 Αυτό θα κάμω, που θαρρώ καλύτερό 'ναι απ' όλα.
Όσο τα ξύλα αυτά μαζί δεμένα συγκρατιούνται,
θα μείνω εδώ και θα βαστώ μ' απομονή στα πάθια·
μα τ' άγρια άν πέσουν κύματα και το σκαρί μου σπάσουν,
τότες κολύμπι, κι άλλο πια καλύτερο δε βρίσκω.»

365      Αυτά καθώς ανάδευε στο νου και στην ψυχή του,
μεγάλο κύμα σήκωσεν ο σείστης ο Ποσειδώνας,
φριχτό κι αψηλοθόλωτο, που απάνω του ξεσπάνει.
Και καθώς σίφουνας σωρό ξεράχερα τινάζει
και τα σκορπάει εδώ κι εκεί, παρόμοια σκορπιστήκαν

370 και τα δοκάρια του σκαριού· και τότες ο Οδυσσέας
σε ξύλο καβαλλίκεψε σαν που άλογο ανεβαίνουν,
και τα σκουτιά ξεγδύθηκε, της Καλυψώς τα δώρα.
Ευτύς γύρω στα στήθη του ζώνεται το μαγνάδι,
και μπρουμυτώντας στα νερά τα χέρια του τεντώνει

375 να κολυμπήση· κι ο τρανός τον είδε ο Κοσμοσείστης,
και σείνοντας την κεφαλή στο νου του μέσα κρένει·
       «Τώρα που τόσα τράβηξες, άμε στα πέλαα γύρνα,
ώσπου μ' ανθρώπους διόθρεφτους να σμίξης. Μα δε θα 'χης
θαρρώ παράπονο πια εσύ πως συφορές δε σου 'ρθαν.»

380      Και τα λαμπρότριχ' άλογα μαστίγωσε, και φτάνει
ως τις Αιγές, που τ' ώριο του βρισκότανε παλάτι.
       Και τότες άλλο η Αθηνά, του Δία η κόρη, βρήκε.
Φράζει άξαφνα και σταματάει κάθε άλλου ανέμου δρόμο,
και τους προστάζει να σταθούν και να συχάσουν όλοι.

385 Και σήκωσε γοργό Βοριά να σπάση ομπρός το κύμα,
ώσπου να ρθή στους Φαίακες, που το κουπί αγαπάνε,
ξεφεύγοντας το θάνατο ο θεόμορφος Δυσσέας.
       Εκεί θαλασσοπάλευε δυό νύχτες και δυό μέρες,
κι ανέπαυα καταστροφή προμάντευε η ψυχή του.

390 Μα η ώρια Αυγή σαν έφερε το φώς της τρίτης μέρας,
έπεσε τότες ο Βοριάς κι απλώθηκε γαλήνη·
και ρίχνοντας καλή ματιά βλέπει τη γής κοντά του,
καθώς τον ανασήκωνε θεόρατο ένα κύμα.
Κι όπως στα τέκνα φαίνεται γλυκειά η ζωή γονιού τους,

395 που αρρώστια μακρινή τον τρώει πολύν καιρό στην κλίνη,
και που σκληρά τον τυραννεί με πόνους κακή μοίρα,
μα οι θεοί απ' τα βάσανα τον ακριβό τους σώνουν,
έτσι γλυκειά φαινότανε της γής η πρασινάδα
στον Οδυσσέα· και πάσκιζε ολοένα κολυμπώντας

400 να στήση πόδι απάς στη γής. Και πιο κοντά σαν ήταν,
όσο να φτάση φωνητό, τότε άκουγε το χτύπο
της θάλασσας που δέρνουνταν στα βράχια καταπάνω·
γιατί βογκούσε στις στεριές το γιγαντένιο κύμα,
ξεσπάνοντας τρομαχτικά κι αφρούς παντού σκορπώντας

405 τί μήτε αράγματα είχε εκεί, μήτε λιμιώνες είχε,
μόνε ακρωτήρια δοντωτά, και βράχους και λιθάρια.
Και του Οδυσσέα κόπηκαν τα γόνατα κι η ανάσα,
και πικραμένος έλεγε μες στον αντρίκιο νου του·
       «Αλλοίς μου, τώρα που τη γής να δώ βουλήθη ο Δίας
ανόλπιστα, και που έφτασα να σκίσω τόσα βάθια,

410 να μην τυχαίνη πέρασμα απ' τη θάλασσα για να 'βγω,
μόνε όλο βράχια κοφτερά, και γύρω τους το κύμα
βροντάει, και πέτρα γλιστερή αποπάνωθε ορθοστέκει·
βαθιά και τα νερά κοντά, και πάτημα δε βρίσκω,
για να σταθώ κι από κακή να ξεγλυτώσω μοίρα.

415 Κι άν κάνω να 'βγω, φοβερό μπορεί να μου 'ρθη κύμα,
και να με ρίξη σύγκορμο στα κοφτερά λιθάρια,
και πάει του κάκου ο αγώνας μου. Μα άν πάλε κολυμπήσω
παρέκει το γιαλό γιαλό, τάχα να βρώ κρυμμένες
απόμερες ακρογιαλιές και θαλασσένιους κόρφους,
ποιός ξέρει ά δε μ' άρπάξουνε και πάλε ανεμοζάλες,

420 και στα ψαράτα πέλαγα με σύρουν, κι άς στενάζω.
Ή ά δε μου στείλη φοβερή θεριό θεός κανένας,
απ' όσα θρέφει στα βαθιά η ξακουστή Αμφιτρίτη·
τί ξέρω πως μ' αντιπαθάει της γής ο μέγας σείστης.»
       Αυτά καθώς ανάδευε στο νου και στην ψυχή του,

425 κύμα τρανό τον πέταξε στο πετρωτό ακρογιάλι,
και θα γδερνόταν, κι όλα του τα κόκκαλα θα σπάναν,
ά δεν του φώτιζε το νου η θεά η γαλανομάτα.
Μέ τα δυό χέρια αδράχνοντας την πέτρα, εκεί κρατιόταν,
και βόγκαε ώσπου πέρασε το φοβερό το κύμα,

430 Έτσι το ξέφυγε, μα αυτό κυλώντας ξαναπίσω,
τόνε χτυπάει, και πιο μακριά στα πέλαα τον τινάζει,
Πώς μέσ' απ' το θαλάμι του χταπόδι σαν τραβιέται,
πολλά πετράδια στα βυζιά των πλοκαμιών κολνάνε,
έτσι έμειναν τα γδάρματα στις πέτρες κολλημένα

435 από τ' αντρίκια χέρια του· και τόνε σκέπασε όλο
το μέγα κύμα. Κι εκειδά, πρί να 'ρθη το γραφτό του,
θ' αφανιζότανε μεμιάς ο δόλιος Οδυσσέας,
ά δεν τον καθοδήγευε η θεά η γαλανομάτα.
Μέσ' από κύμα που με βουή πρός τη στεριά κυλιούνταν
προβάλλοντας, κολύμπαε μπρός, τη γής κοιτώντας, ίσως

440 και βρή ακρογιάλι απόμερο και κόρφο θαλασσένιο.
Μα σε ώριου στόμα ποταμού σαν ήρθε κολυμπώντας,
λαμπρός εκεί του φάνηκε κι απάνεμος ο τόπος,
με δίχως πέτρες. Τό ' νιωσε το ρέμα που κυλούσε,
κι αμέσως προσευκήθηκε μες στην ψυχή του κι είπε·

445      «Άκου με, βασιλιά καλέ, και παρακαλεστέ μου,
όποιος κι άν είσαι· σου έρχουμαι και σου προσπέφτω εσένα
απ' τις φοβέρες φεύγοντας του Ποσειδώνα πέρα.
Ως κι οι αθάνατοι οι θεοί με σεβασμό τιμούνε
τον άντρα που πλανήθηκε και που 'ρχεται ομπροστά τους·
έτσι κι εγώ στο γόνα σου προσπέφτω αποσταμένος.

450 Σπλαχνίσου με, και ικέτης σου παινιέμαι, βασιλιά μου.»
       Κι αυτός το ρέμα κόβει ευτύς, και σταματάει το κύμα,
κι απλώνει ομπρός του σιγαλιά, και τόνε σώζει στο έβγα
του ποταμού· και λύγισε ο Δυσσέας τα γόνατά του,
και τ' αντρειωμένα χέρια του, κομμένος απ' το κύμα.

455 Είχε πρησμένο το κορμί, κι ανάβρυζαν οι άρμες
στο στόμα, στα ρουθούνια του· χωρίς μιλιά κι ανάσα
και ναρκωμένος κοίτουνταν απ' τον πολύ τον κόπο.
Μα πάλε σαν ξανάσανε και συμμαζώχτη ο νούς του,
ξέλυσε αμέσως της θεάς το μαγικό μαγνάδι,

460 και μέσα στ' αρμυρά νερά του ποταμού τ' αφήκε.
Κύμα μεγάλο το 'συρε στης θάλασσας το ρέμα,
κι η θεά Ινώ το δέχτηκε γοργά στα δυό της χέρια·
τότες αυτός αφήνει πια τον ποταμό, και πέφτει
πάνω στα βούρλα, και ,φιλάει τη γής την καρποδότρα,
και με βαρειά 'λεγε ψυχή μες στον αντρίκιο νου του·

465      «Αλλοίς μου, τί θα πάθω εδώ, και που θα καταντήσω ;
Τή νύχτα την ανήσυχη στον ποταμό άν περάσω,
η κακή πάχνη κι η ψιλή δροσιά μπορεί να σβήσουν
ολότελα το πνέμα μου τ' αχνό και θολωμένο,
τί αγέρι την αυγή ψυχρό φυσάει απ' το ποτάμι.

470 Στή ράχη πάλε άν ανεβώ, και στου δασιού τους ίσκιους,
και μέσα στα πυκνά δεντριά άν πλαγιάσω, να ξεκάμω
το σύγκρυο και την κούραση, κι ύπνος γλυκός με πάρη,
θεριά φοβάμαι μη με βρούν και θύμα τους με κάμουν.»
       Και αυτό να κάνη φάνηκε στο νου του πιο συφέρο·

475 σε δάσο γυροθώρητο που ηύρε σιμά στο ρέμα,
μπήκε και χώθηκε σε δυό χαμόδεντρ' αποκάτω,
που από μιά ρίζα βγαίνανε· ελιά 'τανε κι αγρίλι.
Μήτ' οι ανέμοι οι σύνυγροι εκεί πέρα αγριοφυσούσαν,
μήτε του ήλιου οι φωτερές αχτίδες κατεβαίναν,

480 μήτε βροχή τα πέρναγε· τόσο πυκνά πλεγμένα
το 'να με τ' άλλο βρίσκουνταν· εκεί ο Δυσσέας τραβήχτη,
και με τα χέρια στοίβαξε μεμιάς μεγάλη στρώση·
γιατ' είχε φύλλα περισσά τριγύρω σκορπισμένα,
που σώνανε και δυό και τρείς νομάτους να σκεπάσουν,

485 μα και χειμώνας να 'τανε με κρύο σα φαρμάκι.
Τά είδε ο άντρας ο πολύπαθος, και χάρηκε η ψυχή του,
και πλάγιασε στη μέση τους, κι έρριξε φύλλα πλήθος
απάνω του. Σάν που δαυλό στη μαύρη στάχτη κρύβεις,
μες σ' εξοχή παράμερη, που λείπουνε γειτόνοι,

490 και σώζεις σπόρο της φωτιάς, μην απ' αλλούθε ανάψης,
έτσι ο Δυσσέας σκεπάστηκε με φύλλα· κι η Παλλάδα
ύπνο στα μάτια του 'σταξε για να τον αλαφρώση
απ' τη βαρειά την κούραση, τα βλέφαρα του κλειώντας.

Ραψωδία η 
Οδυσσέως είσοδος προς Αλκίνουν.

Απ' του πανώριου Τιθωνού την αγκαλιά η Αυγούλα
σηκώθη, κι έφερε το φώς σε αθάνατους κι ανθρώπους.
Και συγκαθίζαν οι θεοί, και μες σ' αυτούς κι ο Δίας
ο αψηλοβρόντης, που τρανή στα ουράνια η δύναμή του.

5 Κι η Αθηνά, θυμήθηκε τα πάθια του Οδυσσέα,
πονώντας τον που η Καλυψώ τον κράταε, και τους είπε·
 
     «Πατέρα Δία, και θεοί μακαριστοί κι αιώνιοι,
κανένας βασιλιάς γλυκός, καλόβουλος και δίκιος

10 πια άς μη φανή, παρά σκληρός και κακοπράχτης να 'ναι,
αφού κανένας το θεϊκό Οδυσσέα δε θυμάται
μες στο λαό που σα γονιός με αγάπη κυβερνούσε.
Πάς σε νησί αυτός κοίτεται και δέρνεται από πόνους,
στης θέαινας της Καλυψώς, που με το ζόρι εκείθε

15 κρατάει τον, και δε δύνεται να δή γλυκειά πατρίδα·
τί μήτε πλοία με τα κουπιά μήτε συντρόφους έχει,
να τόνε ταξιδέψουνε στης θάλασσας τα πλάτια.
Και τώρα θέν το γιόκα του στο γυρισμό να κόψουν,
που να γυρέψη μίσεψε μαντάτα του γονιού του,

20 στη θεία τη Λακεδαίμονα και στην καλή την Πύλο.»
Κι ο Δίας γυρνάει και κρένει της, ο συννεφομαζώχτης·
«Τί λόγο από τα χείλη σου ξεστόμισες, παιδί μου ;
δεν είσαι εσύ που το' βαλες στο νου σου να 'ρθη πίσω
ο Οδυσσέας, και γδικιωμό σ' ολους αυτούς να φέρη;

25 Μέ τρόπο τον Τηλέμαχο, σαν που εσύ ξέρεις, στείλ' τον,
να φτάση στην πατρίδα του χωρίς κακό να του 'ρθη,
και να γυρίσουν αδειανοί οι μνηστήρες με το πλοίο.»
       Κι αυτά σαν είπε, γύρισε πρός τον Ερμή το γιό του,
και λέει· «Ερμή, που σε όλα εσύ μαντάτορας μάς είσαι,

30 πές της ωριόμαλλης θεάς την άσφαλτη βουλή μας,
πως θέμε ο καρτερόψυχος Δυσσέας στα χώματά του,
χωρίς ανθρώπου ή και θεού συνέργεια να γυρίση·
σε σάλι αυτός γερόδετο πολλά σαν κακοπάθη,
σε είκοσι μέρες της Σκεριάς την πλούσια γής θα φτάση,

35 που κατοικούνε οι Φαίακες οι θεογεννημένοι·
αυτοί με πρόθυμη καρδιά σα θεό θα τον τιμήσουν,
και στη γλυκειά πατρίδα του με πλοίο θα τόνε στείλουν,
χαλκό, χρυσάφι, φορεσές περίσσιες δίνοντάς του,
που μήτε απ' την Τρωάδα αυτός δε θα 'φερνε μαζί του,
άν πίσω ερχόταν άβλαβος με δίκιο μερτικό του.

40 Τί είναι γραφτό να ξαναδή δικούς κι αγαπημένους,
και ν' αξιωθή τον τόπο του και τ' αψηλά του σπίτια.»
       Αυτά είπε, κι ο Αργοφονιάς ακούει την προσταγή του.
Κι αμέσως σάνταλα έδεσε στα πόδια του πανώρια,

45 αχάλαστα κι ολόχρυσα, που πεταχτά τον πάνε
από στεριές και θάλασσες σα φύσημα του ανέμου.
Πήρε το μαγικό ραβδί, που όποιο θνητό θελήση
τα μάτια αποκοιμίζει του ή τον ξυπνά άν κοιμάται·
και πέταξε κρατώντας το ο Αργοφονιάς απάνω

50 στην Πιερία, κι απ' εκεί περνάει απ' τους αιθέρες,
και πέφτοντας στη θάλασσα κολύμπαγε σα γλάρος,
που μέσα στους αχνούς βυθούς του ατρύγητου πελάγου
ψάρια ζητάει, και τα φτερά συχνοβουτάει στην άρμη·
όμοιος μ' αυτόν τ' αρίθμητα τα κύματα περνούσε.

55 Και στο νησί τ' απόμακρο σαν ήρθε, απ' τη γαλάζια
προβάλλει θάλασσα στη γής, πρός τη σπηλιά που η νύφη
λημέριαζε η ωριόμαλλη, και μέσα τήνε βρίσκει.

60 Ξύλα περίσσια στη γωνιά, κέδροι και θυές σκισμένες,
που μοσκοβόλαε το νησι παντού απ' τη μυρουδιά τους.
Στόν αργαλειό της ομπροστά γλυκοτραγούδαε εκείνη,
και το πανί της έφαινε με τη χρυσή σαγίτα,
Τριγύρω δάσια φουντωτά με σκλήθρες και με λεύκες,

65 και μυρωδάτα ανάμεσα στεκόνταν κυπαρίσσια.
Λογής πυκνόφτερα πουλιά κουρνιάζανε στα δέντρα,
γκιώνηδες, και γεράκια, και φωναχτερές κουρούνες
της θάλασσας, που χαίρουνται να ζούνε στα νερά της.
Και γύρω στις βαθειές σπηλιές της νύφης απλωνόταν
ήμερο κλήμα θαλερό σταφύλια φορτωμένο·

70 αράδα βρύσες τέσσερες άσπρο νεράκι χύναν,
κοντά κοντά, μα καθεμιά κι αλλού κατρακυλούσε.
Πλάγι λιβάδια μαλακά με σέλινα και βιόλες,
που αθάνατος κι άν ήρχουνταν σε τέτοιες πρασινάδες,
με θαμασμό θα κοίταζε και θ' άνοιγε η καρδιά του.

75 Στάθηκ' εκεί και θάμαζε ο Αργοφονιάς ο μέγας.
Κι αφού όλα τα καμάρωσε με την καρδιά του, μπήκε
μες στην απλόχωρη σπηλιά· τον κοίταξε αντικρύ της
η νύφη, και δεν άργησε να τόνε δή ποιός ήταν·
τί αγνώριστοι δε μνήσκουνε οι θεοί αναμεταξύ τους,

80 κι άς κατοικάη κανένας τους αλάργα από τους άλλους.
Μέσα το μεγαλόψυχο δε βρήκεν Οδυσσέα,
τί αυτός καθόταν κι έκλαιγε στης θάλασσας την άκρη,
ψυχοπονώντας σαν προτού με στεναγμούς και θρήνους,
και βλέποντας τη θάλασσα με μάτια δακρυσμένα.

85 Και τον Ερμή τότες ρωτάει η Καλυψώ η θεούλα,
καθίζοντάς τον σε θρονί λαμπρό και γυαλισμένο·
       «Τί ήρθες εδώ, χρυσόραβδε, καλέ κι αγαπημένε
Ερμή μου ; Δέν το συνηθάς να μου 'ρχεσαι δά τόσο.
Λέγε το τί έχεις στην καρδιά, κι εγώ θα σου το κάμω,

90 άν πράμα είναι που γίνεται, κι ά μου περνά απ' το χέρι.
Μα τώρα να 'ρθης παραμπρός να σε φιλέψω πρώτα.»
       Αυτά του μίλησε η θεά, και του 'στρωσε τραπέζι·
θέτει αμβροσία και σμίγει του κοκκινωπό νεχτάρι.
Έτρωγε τότες κι έπινε ο Αργοφονιας ο μέγας,

95 κι αφού καλά ψυχόπιασε με τη θροφή του δείπνου,
κουβέντα τότες άνοιξε, και μίλησέ της κι είπε·
       «Εμένα το θεό ρωτάς εσύ η θεά γιατί ήρθα·
αλάθευτα θα σου το πω καθώς κι αποθυμείς το.
Ο Δίας εδώ με πρόσταξε να ρθώ χωρίς να θέλω·

100 και ποιός θα πέρναε θέλοντας τέτοια αρμυρά πελάγη
απέραντα ; που μήτε μιά χώρα θνητώ δε βρίσκεις
θυσίες κι εκατοβοδιές λαμπρές των θεών να κάνουν.
Μα θεός δεν μπόρεσε ποτές τη γνώμη να ξεφύγη
του Δία του αιγιδόσκεπου, και μάταιη να τη βγάλη.

105 Λέει πως κοντά σου βρίσκεται ο πιο άμοιρος απ' όλους·
τους άντρες που πολέμησαν τα κάστρα του Πριάμου·
χρόνους εννιά πολέμησαν, στους δέκα τους τα πήραν·
και πίσω καθώς γύριζαν την Αθηνά θυμώσαν,
κι αυτή τους σήκωσε κακούς ανέμους και φουρτούνες.

110 Όλ' οι λαμπροί συντρόφοι του ξολοθρευτήκαν τότες,
κι εκειόν εδώ τον έρριξαν τα κύματα κι οι ανέμοι.
Αυτόνε τώρα σου μηνάει να στείλης πίσω αμέσως,
τί δεν είναι της μοίρας του ν' αφανιστή στα ξένα,
του 'ναι γραφτό να ξαναδή δικούς κι αγαπημένους

115 και ν' αξιωθή τον τόπο του και τ' αψηλά του σπίτια.»
       Τ' άκουσ' αυτά και πάγωσε η τρισόμορφη η θεούλα,
και φώναξε τον κι είπε του με λόγια φτερωμένα·
       «Σκληροί, ζουλιάρηδες θεοί, που δε σάς έφτασε άλλος·
που με θνητό δε στέργετε θεά να συγκοιμάται

120 στο φανερό, κι άς είναι της αγαπημένο ταίρι.
Έτσι τη ροδοδάχτυλη ζουλέψτε εσείς Αυγούλα,
σαν πήρε τον Ωρίωνα, γλυκόζωοι θεοί μου,
ώσπου η χρυσόθρονη Άρτεμη, η αγνή, στην Ορτυγία
με τις ψιλές της σαϊτιές του πήρε τη ζωή του.

125 Έτσι κι η ώρια η Δήμητρα, σαν έτρεξε η καρδιά της
στον Ιάσιο, και πήρε την αυτός στην αγκαλιά του
μες στο χωράφι τ' οργωτό, μόλις τ' ακούει ο Δίας,
κι αστράφτει, και θανατερό του ρίχτει αστροπελέκι.
Μ' εμένα τώρα τα 'χετε που ζή θνητός μαζί μου,

130 που ατή μου τόνε γλύτωσα σαν ήρθε καθισμένος
πάς στην καρίνα μοναχός, τότες που ο Δίας το πλοίο
μ' αστροπελέκι του 'σκισε στα μελανά πελάγη.
Όλ' οι λαμπροί συντρόφοι του ξολοθρευτήκαν τότες,
κι αυτόν τον έρριξαν εδώ τα κύματα κι οι ανέμοι.

135 Μέ αγάπη τόνε φίλευα και γλυκομελετούσα
αθάνατο κι αγέραστο για πάντα να τον κάνω.
Μα αφού θεός δεν μπόρεσε τη γνώμη να ξεφύγη
του Δία του αιγιδόσκεπου και μάταιη να τη βγάλη,
άς σύρη, μιάς το πρόσταξε και το γυρεύει εκείνος,

140 στ' ατρύγητα τα πέλαγα. Δέ θα σταλθή από μένα,
τί μήτε πλοία με τα κουπιά, μήτε συντρόφους έχω,
που να τον ταξιδέψουνε στης θάλασσας τα πλάτια,
Όμως με γνώμη πρόθυμη θα τον καθοδηγέψω,
πως να κατέβη απείραγος στην πατρική του χώρα.»

145      Κι ο μηνυτής ο Αργοφονιάς γυρίζει και της κρένει·
«Στείλ' τονε τώρα, σαν που λες, και πρόσεχε του Δία
τη μάνητα, κανέ κακό να μη σου ερθή κατόπι.»
       Αυτά της είπε, κι έφυγε ο Αργοφονιάς ο μέγας·
και πρός το μεγαλόκαρδο Οδυσσέα κινάει η νύφη,

150 σαν άκουσε τις προσταγές του Δία του Ολυμπήσου.
Τόν είδε και καθότανε μονάχος στ' ακρογιάλι·
δε στέγνωναν τα μάτια του ποτές από τα δάκρυα,
μόν' έλυωναν οι μέρες του οι χρυσές από τον πόνο
της ξενιτειάς, κι η θέαινα δεν του 'δινε πια γλύκα.
Μόνε τις νύχτες στη σπηλιά με το στανιό κοιμόταν

155 δίχως λαχτάρα στην καρδιά, κι άς λαχταρούσε εκείνη.
Και στ' ακροβράχια του γιαλού καθόταν καθεμέρα,
ψυχοπονώντας άπαυα με στεναγμούς και θρήνους,
και βλέποντας τις θάλασσες με μάτια δακρυσμένα.
Σιμά του στάθηκε η θεά η χαριτωμένη κι είπε·

160 «Καημένε, μη μου κλαίγεσαι πια εδώ, και τη ζωή σου
του κάκου λυώνεις· πρόθυμα εγώ τώρα θα σε στείλω.
Μόν' έλα, και μακρόξυλα με το πελέκι κόψε,
και σάλι απλόχωρο μ' αυτά καλά σα συνεδέσης,
κάσαρα σκάρωσε αψηλά αποπάνωθε, και τότες

165 σέρνεις και φεύγεις μέσα του πρός τ' αχνερά πελάγη.
Ψωμί, νερό και κόκκινο κρασί εγώ θα σου βάλω,
να μην πεινάς και φορεσές θα δώσω να φορέσης,
και πρύμο αγέρα να φυσάη κατόπι σου θα στείλω,
που να γυρίσης άβλαβος στην πατρική σου χώρα,
άν θέλημα είναι των θεών που ορίζουνε τα ουράνια,

170 που 'ναι από μένα αξιώτεροι να κρίνουν και να πράξουν.»
       Αυτά είπε, κι ο πολύπαθος Δυσσέας ανετριχιάζει,
και φώναξέ την, κι είπε της με λόγια φτερωμένα·
       «Άλλα στο νου σου έχεις, θεά, κι όχι το μισεμό μου,

175 που λες με σάλι να διαβώ της θάλασσας τα πλάτια
τα φοβερά, που ούτε γοργά καράβια δεν περνάνε,
χαρούμενα αρμενίζοντας στο φύσημα του Δία.
Μα εγώ χωρίς τη γνώμη σου δε θα 'μπαινα στο σάλι,
άν όρκο δε δεχόσουνα μεγάλο να μου κάνης,
πως άλλο εσύ δε μελετάς κακό στο νου σου μέσα.»

180      Αυτά είπε, κι η μυριόχαρη θεά χαμογελώντας
με νάζι τόνε χάδεψε, κι ονόμασε τον κι είπε·
       «Μαριόλος είσαι μα το ναί, και κούφιο νου δεν έχεις,
που τέτοιο συλλογίστηκες να ξεστομίσης λόγο.
Μαρτύροι η γής κι ο ουρανός ο αμέτρητος απάνω,

185 και τα νερά που χύνουνται στον Άδη από τη Στύγα,
— των θεών βαρύς και φοβερός αυτός είν' όρκος πάντα, —
πως άλλο εγώ δε μελετώ κακό στο νου μου μέσα.
Μόνε για σένα νοιάζουμαι, και σου μιλάω το ίδιο
όπως για μένα θα 'κανα σαν τύχαινέ μου ανάγκη·

190 γιατ' έχω καλοθελησιά, και μες στα σωθικά μου
είν' η καρδιά μου μαλακιά, δεν είναι σιδερένια.»
       Αυτά είπε, και ξεκίνησε η μυριόχαρη η θεούλα
με βιάση, και στα αχνάρια της ακολουθούσε εκείνος.
Και φτάσανε στο θολωτό το σπήλιο αντάμα οι δυό τους·

195 κάθισ' εκείνος στο θρονί που ο Ερμής προτού καθόταν,
κι η νύφη του παράθεσε λογής θροφές απ' όσες
να τρώνε και να πίνουνε οι ανθρώποι συνηθάνε·
ατή της κάθισε αντικρύ του θεϊκού Οδυσσέα,
κι οι παρακόρες φέρανε αμβροσία και νεχτάρι.

200 Και τότες στα έτοιμα φαγιά τα χέρια τους απλώσαν.
Κι από φαγί κι από πιοτό καλά σάνε φρανθήκαν,
η Καλυψώ, η μυριόχαρη θεά, να λέη αρχίζει·
       «Γιέ του Λαέρτη διόθρεφτε, πολύσοφε Οδυσσέα,
λοιπόν εσύ στο σπίτι σου και στη γλυκειά πατρίδα

205 να σύρης τώρα λαχταρείς; Ετσι άς γενή, και χαίρου.
Όμως ο νούς σου άν το 'βαζε το πόσα κακοπάθια
σένα φυλάει η μοίρα σου, στον τόπο σου ως να φτάσης,
σ' αυτό το σπήλιο θα 'μνησκες αθάνατος να γίνης,
κι άς είχες το βαρύ καημό της ώριας σου γυναίκας,

210 που μέρα νύχτα να τη δής το 'χεις πολλή λαχτάρα.
Παινιέμαι δά πως απ' αυτή χειρότερη δεν είμαι
στην όψη μήτε στο κορμί, και δεν ταιριάζει κιόλας
θνητές μ' αθάνατες ποτές στα κάλλη να μετριούνται.»
       Τότ' ο πολύβουλος Δυσσέας απολογήθη κι είπε·

215 «Χαριτωμένη μου θεά, μη μου οργιστής για δαύτο·
νιώθω κι εγώ πως ταπεινή στ' ανάστημα ή στα κάλλη
η Πηνελόπη η γνωστικιά θα φαίνουνταν ομπρός σου·
αυτή θνητή, και πάντα εσύ και απέθαντη και νέα.
Όμως περίσσια λαχταρώ, και το ζητώ ολοένα,

220 να πάω στον τόπο, να χαρώ του γυρισμού τη μέρα.
Κι ά με χτυπήση οργή θεού στα μελανά πελάγη,
έχω καρδιά βασταχτερή, κι απομονή θα κάνω·
έπαθα που έπαθα πολλά και 'πόφερα άλλα τόσα
στις μάχες και στις θάλασσες· άς μου γενή και τούτο.»

225      Αυτά είπε· κι ο ήλιος βούτηξε, κι απλώθηκε σκοτάδι·
και μπήκανε στ' απόβαθα του θολωτού του σπήλιου·
κι εκεί πλαγιάσανε μαζί και κρυφαγκαλιαστήκαν.
       Σά φάνη η ροδοδάχτυλη της νύχτας κόρη Αυγούλα,
πήρε ο Δυσσέας και φόρεσε χιτώνα και χλαμύδα,

230 κι έβαλε φόρεμα η θεά περίλαμπρο, μεγάλο,
ψιλόφαντο και λιμπιστό· κατόπι ωριό ζωνάρι
ολόχρυσο στη μέση της, και σκέπη στο κεφάλι·
και τότες του τρανού Οδυσσέα νοιαζόταν το ταξίδι.
Πρώτα πελέκι του 'δωσε, καλό στις απαλάμες,

235 τρανό, χαλκένιο, δίκοπο, που μέσα του στειλιάρι
ώριο, ελατένιο του 'χανε βασταγερά μπηγμένο·
κατόπι του προμήθεψε σκεπάρνι ακονισμένο,
και πρός την άκρη πήρε τον που 'χε αψηλά τα δέντρα,
κλήθρες και λεύκες· κι έλατα που αγγίζανε τα ουράνια,

240 από καιρό κατάξερα, να 'ναι αλαφρά στο κύμα.
Κι αφού τον τόπο του 'δειξε που βρίσκουνταν τα δέντρα,
γύρισε πίσω η Καλυψώ η μυριόχαρη στο σπήλιο,
και ξύλα εκείνος έκοβε, και πρόκοβε η δουλειά του.
Ως είκοσι έρριξε δεντρά, τα πελεκάει μ' αξίνα,

245 τα ροκανίζει τεχνικά, τα σιάζει με τη στάφνη·
και με τρυπάνια που η θεά από τη σπηλιά του φέρνει,
τα τρυπανίζει, και μαζί τ' αρμολογάει αράδα,
χτυπώντας μέσα τους γερούς αρμούς και ξυλοκάρφια.
Κι όσο φαρδιά την πατωσιά σε φορτηγό καράβι

250 πιδέξιος κάνει μαραγκός, τόσο φαρδύ το σάλι
κι ο Οδυσσέας το σκάρωσε. Ορθόστησε πουντέλια
απάνω σε πυκνόβαλτα μαντάλια ταιριασμένα·
και τέλος τα συνέδεσε με μακρουλά μαδέρια,
Κατάρτι μέσα στύλωσε, το αρμάτωσε με αντένα,

255 και το τιμόνι ταίριαξε, να κυβερνάη το σάλι,
που με πλεμάτια από ιτιές το 'φραξε πέρα ως πέρα,
να μην περνούν τα κύματα· και σώριασε από μέσα
κλαριά πολλά. Και του έφερε σκουτιά η θεά φασμένα
για τα πανιά, και τα 'φτιαξε κι αυτά ο Δυσσέας με τέχνη.

260 Κατόπι σκότες έδεσε, και ξάρτια και μαντάρια,
και με λοστούς στη θάλασσα κατέβασε το σάλι.
       Όλα σε μέρες τέσσερις τα 'χε αποτελειωμένα.
Τήν πέμπτη μέρα απ' το νησί η θεά τον προβοδούσε·
τον έλουσε, τον έντυσε με ρούχα μυρισμένα,

265 του 'βαλε ασκί μαύρο κρασί, νερό σε ασκί μεγάλο,
του γέμισε σακκί θροφές και διαλεχτά προσφάγια,
και πρύμο του 'στειλε απαλό κι απείραγο, που ο μέγας
Δυσσέας αναγαλλιάζοντας απλώνει τα πανιά του.

270 Μέ το τιμόνι τεχνικά κυβέρναε καθισμένος,
κι ο ύπνος δεν κατέβαινε στα μάτια του όσο 'κοίτα
την Πούλια, το Βοδοζευγά που αργεί να βασιλέψη,
και την Αρκουδα, -- κι Άμαξα τη λέν, -- που αυτού γυρίζει
και τον Ωρίωνα τηράει, και μόνη αυτή ποτές της

275 στα πέλαγα δε λούζεται εκείνη του 'πε η νύφη,
να τη φυλάη απ' τη ζερβή μεριά σαν αρμενίζη.
Αρμένιζε έτσι δεκαφτά μερόνυχτα ο Δυσσέας,
στα δεκοχτώ φανήκανε τα όρη τα ισκιωμένα,

280 τώ Φαιάκων, που κοντύτερα στο δρόμο του βρισκόνταν,
και σαν ασπίδα μες στ' αχνά φαντάζανε πελάγη.
       Ως τόσο απ' τους Αιθίοπες κινάει ο Κοσμοσείστης.
και μακρινά ξανοίγει τον απ' τώ Σολύμων τα όρη,
και στ' ανοιχτά κοιτώντας τον, θυμός πολύς τον πιάνει·

285 βαριοκουνάει την κεφαλή και λέει στο νου του μέσα·
       «Γιά δές που οι θεοί βουλεύτηκαν ν' αποφασίσουν άλλα
για το Δυσσέα, σαν έλειπα στης Αιθιοπίας τα μέρη,
και να τος άξαφνα τη γής ζυγώνει τώ Φαιάκων,
και να ξεφύγη είναι γραφτό το μαύρο τέλος τώρα
της συφοράς που του 'πεσε. Μα κι άλλα ακόμα πάθια

290 θαρρώ θα του κατέβουνε, για να καλοχορτάση.»
       Λέει, και μαζώνει σύγνεφα και θάλασσες ταράζει,
κρατώντας το τρικράνι του, και κάθε ανέμου φούρια
σηκώνει· γής και πέλαγα με σύγνεφα σκεπάζει,

295 και νύχτα περιχύνεται αποπάνω απ' τα ουράνια.
Πέφτει ο Σορόκος κι ο Νοτιάς κι ο δυνατός Πονέντης
κι ο αιθερογέννητος Βοριάς που κύματα άγρια φέρνει,
Κοπήκανε τα γόνατα κι η ανάσα του Οδυσσέα,
και πικραμένος έλεγε μες στην τρανή ψυχή του·
«Αλλοίς μου, το φτωχό· και τί θα μου συβούνε ακόμα ;

300 Φοβάμαι πως αλάθευτα η θεά μου τα 'λεγε όλα,
σα μου 'πε πως στα πέλαγα, πρί φτάσω στην πατρίδα,
βάσανα θα 'χω περισσά, και να, που βγαίνουν όλα·
ο Δίας με τα σύγνεφα τα ουράνια στεφανώνει,
και τάραξε τις θάλασσες, κι οι ανέμοι αποπαντούθε

305 φυσομανούνε· τώρα πια σωστή η καταστροφή μου.
Μακαρισμένοι οι Δαναοί, και τρίς μακαρισμένοι,
που τότες σκοτωθήκανε στην διάπλατη Τρωάδα,
για χάρη των Ατρεόπουλων. Μακάρι τέτοιο τέλος
να ερχότανέ μου τον καιρό που χάλκινα κοντάρια

310 οι Τρώες μου 'ριχταν κοντά στου Αχιλλέα το σώμα,
Θά μ' έθαφταν οι Αχαιοί και δόξα θα μου βγάζαν·
μα τώρα θάνατο φριχτό να πάθω είναι γραμμένο.»
       Είπε, κι απάνω του ξεσπάει θεόρατο ένα κύμα,
με τέτοια φόρα, που γυρνάει το σάλι και τραντάζει.

315 Πέφτει ο Δυσσέας άξαφνα κι αυτός πέρ' απ' το σάλι,
και το τιμόνι ξεγλιστράει από τα δυό του χέρια·
από τη μέση τσάκισε κι έπεσε το κατάρτι,
κι ο σίφουνας ο φοβερός που φύσα αποπαντούθε
του 'ριξε αντένα και πανί μακριά μες στα πελάγη.

320 Πολληώρα τόνε κράταγε το μέγα κύμα κάτου,
τί του βαραίναν τα σκουτιά, της Καλυψώς τα δώρα.
Και σαν ανέβηκε, πικρή το στόμα του έφτυνε άρμη,
που γύρω του περέχυνε την κεφαλή σα βρύση.
Όμως το σάλι δεν ξεχνάει κι άν τόσο τυραννιόταν,

325 μόνε απ' το κύμα χούμιξε και πιάστηκε από δαύτο,
και κάθισε στη μέση του, το χάρο να ξεφύγη.
Κι αυτό κυλιόταν απ' εδώ κι εκεί στο κύμα απάνω.
Πώς το χινόπώρο ο Βοριάς τ' αγκάθια μες στους κάμπους
μαζώνει, κι όλα δένουνται σωρός το 'να με τ' άλλο,

330 όμοια το συνεπαίρνανε στα πέλαγα οι ανέμοι·
πότε ο Νοτιάς το πέταγε ο Βοριάς για να τ' αρπάξη,
πότε ο Σορόκος το πετάει παιχνίδι του Πονέντη.
       Κι η κόρη η λευκαστράγαλη του Κάδμου Ινώ τον είδε,
η Λευκοθέα, που θνητής λαλιά μιλούσε πρώτα,

335 μα τώρα θεάς στα πέλαγα τιμές απολαβαίνει·
και το Δυσσέα σπλαχνίστηκε που τυραννοπλανιόταν,
και μ' όφιας πεταχτής μορφή κινάει από τα βάθια·
στο σάλι το καλόδετο καθίζει και του κρένει·
       «Τί τόσο μίσος σου κρατάει μεγάλο ο Κοσμοσείστης,

340 κακόμοιρε, και βάσανα περίσσια όλο σου σπέρνει ;
Μα όσο κι ά χολιάζη αυτός, δε σ' αφανίζει εσένα.
Μόν' έλα, κάμε ό,τι σου πω, γιατί χαζός δε δείχνεις·
βγάλ' τα σκουτιά σου, κι άφησε το σάλι στους ανέμους,
και με τα χέρια πλέοντας, πολέμησε να φτάσης

345 στους Φαίακες, που 'ναι γραφτό να βρής το γλυτωμό σου.
Ζώσε τα στήθια σου μ' αυτό τ' αθάνατο μαγνάδι,
και τότες φόβο από κακό κι από χαμό δεν έχεις.
Όμως απάνω στη στεριά τα χέρια σου άμ' αγγίξης,
ξεζώσου το και πέτα το στα μελανά πελάγη,

350 αλάργα από τη γής πολύ, την όψη αλλού γυρνώντας.»
       Αυτά του μίλησε η θεά, και του 'δωσε μαγνάδι,
και πάλε ξαναβούτηξε στα κύματα σαν όφια,
και τ' αφρισμένα τα νερά τη σκέπασαν αμέσως.
Ως τόσο ο πολυβάσανος Δυσσέας συλλογιέται,

355 και λέει με στεναγμό βαθύ μες στον τρανό το νου του·
       «Αλλοίς, κι ανίσως πάλε θεός παγίδα μου σκαρώνει,
και να με πείση πολεμάει το σάλι μου ν' αφήσω·
μα δε θα τον ακουσω εγώ· τί με τα μάτια μου είδα
μακριά τη γής που μου 'λεγε πως θα 'βρω καταφύγιο.

360 Αυτό θα κάμω, που θαρρώ καλύτερό 'ναι απ' όλα.
Όσο τα ξύλα αυτά μαζί δεμένα συγκρατιούνται,
θα μείνω εδώ και θα βαστώ μ' απομονή στα πάθια·
μα τ' άγρια άν πέσουν κύματα και το σκαρί μου σπάσουν,
τότες κολύμπι, κι άλλο πια καλύτερο δε βρίσκω.»

365      Αυτά καθώς ανάδευε στο νου και στην ψυχή του,
μεγάλο κύμα σήκωσεν ο σείστης ο Ποσειδώνας,
φριχτό κι αψηλοθόλωτο, που απάνω του ξεσπάνει.
Και καθώς σίφουνας σωρό ξεράχερα τινάζει
και τα σκορπάει εδώ κι εκεί, παρόμοια σκορπιστήκαν

370 και τα δοκάρια του σκαριού· και τότες ο Οδυσσέας
σε ξύλο καβαλλίκεψε σαν που άλογο ανεβαίνουν,
και τα σκουτιά ξεγδύθηκε, της Καλυψώς τα δώρα.
Ευτύς γύρω στα στήθη του ζώνεται το μαγνάδι,
και μπρουμυτώντας στα νερά τα χέρια του τεντώνει

375 να κολυμπήση· κι ο τρανός τον είδε ο Κοσμοσείστης,
και σείνοντας την κεφαλή στο νου του μέσα κρένει·
       «Τώρα που τόσα τράβηξες, άμε στα πέλαα γύρνα,
ώσπου μ' ανθρώπους διόθρεφτους να σμίξης. Μα δε θα 'χης
θαρρώ παράπονο πια εσύ πως συφορές δε σου 'ρθαν.»

380      Και τα λαμπρότριχ' άλογα μαστίγωσε, και φτάνει
ως τις Αιγές, που τ' ώριο του βρισκότανε παλάτι.
       Και τότες άλλο η Αθηνά, του Δία η κόρη, βρήκε.
Φράζει άξαφνα και σταματάει κάθε άλλου ανέμου δρόμο,
και τους προστάζει να σταθούν και να συχάσουν όλοι.

385 Και σήκωσε γοργό Βοριά να σπάση ομπρός το κύμα,
ώσπου να ρθή στους Φαίακες, που το κουπί αγαπάνε,
ξεφεύγοντας το θάνατο ο θεόμορφος Δυσσέας.
       Εκεί θαλασσοπάλευε δυό νύχτες και δυό μέρες,
κι ανέπαυα καταστροφή προμάντευε η ψυχή του.

390 Μα η ώρια Αυγή σαν έφερε το φώς της τρίτης μέρας,
έπεσε τότες ο Βοριάς κι απλώθηκε γαλήνη·
και ρίχνοντας καλή ματιά βλέπει τη γής κοντά του,
καθώς τον ανασήκωνε θεόρατο ένα κύμα.
Κι όπως στα τέκνα φαίνεται γλυκειά η ζωή γονιού τους,

395 που αρρώστια μακρινή τον τρώει πολύν καιρό στην κλίνη,
και που σκληρά τον τυραννεί με πόνους κακή μοίρα,
μα οι θεοί απ' τα βάσανα τον ακριβό τους σώνουν,
έτσι γλυκειά φαινότανε της γής η πρασινάδα
στον Οδυσσέα· και πάσκιζε ολοένα κολυμπώντας

400 να στήση πόδι απάς στη γής. Και πιο κοντά σαν ήταν,
όσο να φτάση φωνητό, τότε άκουγε το χτύπο
της θάλασσας που δέρνουνταν στα βράχια καταπάνω·
γιατί βογκούσε στις στεριές το γιγαντένιο κύμα,
ξεσπάνοντας τρομαχτικά κι αφρούς παντού σκορπώντας

405 τί μήτε αράγματα είχε εκεί, μήτε λιμιώνες είχε,
μόνε ακρωτήρια δοντωτά, και βράχους και λιθάρια.
Και του Οδυσσέα κόπηκαν τα γόνατα κι η ανάσα,
και πικραμένος έλεγε μες στον αντρίκιο νου του·
       «Αλλοίς μου, τώρα που τη γής να δώ βουλήθη ο Δίας
ανόλπιστα, και που έφτασα να σκίσω τόσα βάθια,

410 να μην τυχαίνη πέρασμα απ' τη θάλασσα για να 'βγω,
μόνε όλο βράχια κοφτερά, και γύρω τους το κύμα
βροντάει, και πέτρα γλιστερή αποπάνωθε ορθοστέκει·
βαθιά και τα νερά κοντά, και πάτημα δε βρίσκω,
για να σταθώ κι από κακή να ξεγλυτώσω μοίρα.

415 Κι άν κάνω να 'βγω, φοβερό μπορεί να μου 'ρθη κύμα,
και να με ρίξη σύγκορμο στα κοφτερά λιθάρια,
και πάει του κάκου ο αγώνας μου. Μα άν πάλε κολυμπήσω
παρέκει το γιαλό γιαλό, τάχα να βρώ κρυμμένες
απόμερες ακρογιαλιές και θαλασσένιους κόρφους,
ποιός ξέρει ά δε μ' άρπάξουνε και πάλε ανεμοζάλες,

420 και στα ψαράτα πέλαγα με σύρουν, κι άς στενάζω.
Ή ά δε μου στείλη φοβερή θεριό θεός κανένας,
απ' όσα θρέφει στα βαθιά η ξακουστή Αμφιτρίτη·
τί ξέρω πως μ' αντιπαθάει της γής ο μέγας σείστης.»
       Αυτά καθώς ανάδευε στο νου και στην ψυχή του,

425 κύμα τρανό τον πέταξε στο πετρωτό ακρογιάλι,
και θα γδερνόταν, κι όλα του τα κόκκαλα θα σπάναν,
ά δεν του φώτιζε το νου η θεά η γαλανομάτα.
Μέ τα δυό χέρια αδράχνοντας την πέτρα, εκεί κρατιόταν,
και βόγκαε ώσπου πέρασε το φοβερό το κύμα,

430 Έτσι το ξέφυγε, μα αυτό κυλώντας ξαναπίσω,
τόνε χτυπάει, και πιο μακριά στα πέλαα τον τινάζει,
Πώς μέσ' απ' το θαλάμι του χταπόδι σαν τραβιέται,
πολλά πετράδια στα βυζιά των πλοκαμιών κολνάνε,
έτσι έμειναν τα γδάρματα στις πέτρες κολλημένα

435 από τ' αντρίκια χέρια του· και τόνε σκέπασε όλο
το μέγα κύμα. Κι εκειδά, πρί να 'ρθη το γραφτό του,
θ' αφανιζότανε μεμιάς ο δόλιος Οδυσσέας,
ά δεν τον καθοδήγευε η θεά η γαλανομάτα.
Μέσ' από κύμα που με βουή πρός τη στεριά κυλιούνταν
προβάλλοντας, κολύμπαε μπρός, τη γής κοιτώντας, ίσως

440 και βρή ακρογιάλι απόμερο και κόρφο θαλασσένιο.
Μα σε ώριου στόμα ποταμού σαν ήρθε κολυμπώντας,
λαμπρός εκεί του φάνηκε κι απάνεμος ο τόπος,
με δίχως πέτρες. Τό ' νιωσε το ρέμα που κυλούσε,
κι αμέσως προσευκήθηκε μες στην ψυχή του κι είπε·

445      «Άκου με, βασιλιά καλέ, και παρακαλεστέ μου,
όποιος κι άν είσαι· σου έρχουμαι και σου προσπέφτω εσένα
απ' τις φοβέρες φεύγοντας του Ποσειδώνα πέρα.
Ως κι οι αθάνατοι οι θεοί με σεβασμό τιμούνε
τον άντρα που πλανήθηκε και που 'ρχεται ομπροστά τους·
έτσι κι εγώ στο γόνα σου προσπέφτω αποσταμένος.

450 Σπλαχνίσου με, και ικέτης σου παινιέμαι, βασιλιά μου.»
       Κι αυτός το ρέμα κόβει ευτύς, και σταματάει το κύμα,
κι απλώνει ομπρός του σιγαλιά, και τόνε σώζει στο έβγα
του ποταμού· και λύγισε ο Δυσσέας τα γόνατά του,
και τ' αντρειωμένα χέρια του, κομμένος απ' το κύμα.

455 Είχε πρησμένο το κορμί, κι ανάβρυζαν οι άρμες
στο στόμα, στα ρουθούνια του· χωρίς μιλιά κι ανάσα
και ναρκωμένος κοίτουνταν απ' τον πολύ τον κόπο.
Μα πάλε σαν ξανάσανε και συμμαζώχτη ο νούς του,
ξέλυσε αμέσως της θεάς το μαγικό μαγνάδι,

460 και μέσα στ' αρμυρά νερά του ποταμού τ' αφήκε.
Κύμα μεγάλο το 'συρε στης θάλασσας το ρέμα,
κι η θεά Ινώ το δέχτηκε γοργά στα δυό της χέρια·
τότες αυτός αφήνει πια τον ποταμό, και πέφτει
πάνω στα βούρλα, και ,φιλάει τη γής την καρποδότρα,
και με βαρειά 'λεγε ψυχή μες στον αντρίκιο νου του·

465      «Αλλοίς μου, τί θα πάθω εδώ, και που θα καταντήσω ;
Τή νύχτα την ανήσυχη στον ποταμό άν περάσω,
η κακή πάχνη κι η ψιλή δροσιά μπορεί να σβήσουν
ολότελα το πνέμα μου τ' αχνό και θολωμένο,
τί αγέρι την αυγή ψυχρό φυσάει απ' το ποτάμι.

470 Στή ράχη πάλε άν ανεβώ, και στου δασιού τους ίσκιους,
και μέσα στα πυκνά δεντριά άν πλαγιάσω, να ξεκάμω
το σύγκρυο και την κούραση, κι ύπνος γλυκός με πάρη,
θεριά φοβάμαι μη με βρούν και θύμα τους με κάμουν.»
       Και αυτό να κάνη φάνηκε στο νου του πιο συφέρο·

475 σε δάσο γυροθώρητο που ηύρε σιμά στο ρέμα,
μπήκε και χώθηκε σε δυό χαμόδεντρ' αποκάτω,
που από μιά ρίζα βγαίνανε· ελιά 'τανε κι αγρίλι.
Μήτ' οι ανέμοι οι σύνυγροι εκεί πέρα αγριοφυσούσαν,
μήτε του ήλιου οι φωτερές αχτίδες κατεβαίναν,

480 μήτε βροχή τα πέρναγε· τόσο πυκνά πλεγμένα
το 'να με τ' άλλο βρίσκουνταν· εκεί ο Δυσσέας τραβήχτη,
και με τα χέρια στοίβαξε μεμιάς μεγάλη στρώση·
γιατ' είχε φύλλα περισσά τριγύρω σκορπισμένα,
που σώνανε και δυό και τρείς νομάτους να σκεπάσουν,

485 μα και χειμώνας να 'τανε με κρύο σα φαρμάκι.
Τά είδε ο άντρας ο πολύπαθος, και χάρηκε η ψυχή του,
και πλάγιασε στη μέση τους, κι έρριξε φύλλα πλήθος
απάνω του. Σάν που δαυλό στη μαύρη στάχτη κρύβεις,
μες σ' εξοχή παράμερη, που λείπουνε γειτόνοι,

490 και σώζεις σπόρο της φωτιάς, μην απ' αλλούθε ανάψης,
έτσι ο Δυσσέας σκεπάστηκε με φύλλα· κι η Παλλάδα
ύπνο στα μάτια του 'σταξε για να τον αλαφρώση
απ' τη βαρειά την κούραση, τα βλέφαρα του κλειώντας.


Ραψωδία θ 
Οδυσσέως σύστασις προς Φαιάκας.

Έφεξ' η ροδοδάχτυλη της νύχτας κόρη Αυγούλα,
κι ο Αλκίνος ο τρανόψυχος σηκώθη από τον ύπνο·
σηκώθη κι ο διογέννητος, ο κουρσευτής Δυσσέας·
κι ο Αλκίνος ο τρανόψυχος τον πήρε στώ Φαιάκων

5 την αγορά, που βρίσκονταν παράδιπλα των πλοίων.
Ήρθαν και κάθισαν εκεί στα σκαλιστά λιθάρια
αντάμα οι δυό· κι η Αθηνά τριγύριζε στη χώρα,
μοιασμένη με τον κήρυκα του γνωστικού του Αλκίνου,
κι από άντρα σε άντρα πήγαινε, και καθενού λαλούσε,

10 του Οδυσσέα το γυρισμό στο νου της μελετώντας·
       «Ομπρός, αμέτε, ώ αρχηγοί και προεστοί τώ Φαιάκων,
στην αγορά, ν' ακούσετε τον ξένο που ότι ήρθε
στον πύργο του περίξυπνου του Αλκίνου, από πελάγη
ριγμένος· σαν αθάνατος τ' ανάστημά του μοιάζει.

15      Αυτά είπε, καθενός καρδιά και νου παρακινώντας.
Κι ευτύς γεμίζει η αγορά και τα θρονιά από κόσμο·
και θάμαζαν πολλοί το γιό τηρώντας του Λαέρτη,
τον Οδυσσέα το γνωστικό, που η Αθηνά με χάρη
θεόσταλτη περέχα του την κεφαλή, τους ώμους,

20 και μέγας κι αψηλόκορμος τον έκανε να δείχνη,
ώστε σ' όλους τους Φαίακες να γίνη αγαπημένος,
και φοβερός και σεβαστός, και στους πολλούς αγώνες
άξιος να βγή, που οι Φαίακες του στήσανε κατόπι.
Και σα μαζώχτηκαν εκεί και κάθισαν αντάμα,

25 ο Αλκίνος τότε ο γνωστικός ξαγόρεψέ τους κι είπε·
       «Ακούστε με, εσείς αρχηγοί και πρώτοι τώ Φαιάκων,
τα όσα μέσα μου αγρικώ να σας τα φανερώσω.
Μου ήρθε ο αγνώριστος αυτός και πλανεμένος ξένος,
αν από δύση φάνηκε για ανατολή δεν ξέρω,

30 και μας ζητάει προβόδωση που βέβαιο νά 'χη τέλος.
Κι εμείς ας τόνε στείλουμε σαν τόσους άλλους πριν του,
γιατί κανένας που έρχεται στους πύργους μου δε μνήσκει
πολύν καιρό απροβόδωτος και παραπονεμένος.
Μόν' πάμε, και στη θάλασσα ας τραβήξουμε καράβι

35 καλό και πρωτοτάξιδο, κι ας διαλεχτούν λεβέντες
απ' το λαό πενηνταδυό, που νά 'ναι οι πρώτοι απ' όλους.
Σαν καλοδέστε τα κουπιά στους πάγκους ξαναβγήτε,
κι ελάτε στα παλάτια μου να βρήτε φαγοπότι,
που εγώ θα τό 'χω για όλους σας με βιάση ετοιμασμένο.

40 Αυτά στους νέους λεβέντηδες προστάζω· οι άλλοι πάλε,
οι βασιλέοι, στα όμορφα παλάτια μου να ερθήτε,
τον ξένο να φιλέψουμε· μην πη κανένας όχι·
και το λαμπρό τραγουδιστή Δημόδοκο καλέστε,
που τού 'χει δα χαρίσει ο θεός του τραγουδιού το δώρο,

45 να μας γλεντάη μ' όσα γλυκά τραγούδια βγάζει ο νους του.»
       Αυτά είπε, και σηκώθηκε, κι οι βασιλέοι κατόπι·
και πήγε τον τραγουδιστή το θείο ο κράχτης νά 'βρη,
και παλληκάρια διάλεξαν πενηνταδυό, που πήγαν,
σαν που είπε, στης ατρύγητης της θάλασσας την άκρη.

50 Και στο γιαλό σαν κίνησαν, προς το γοργό καράβι,
το τράβηξαν και τό 'ριξαν στης θάλασσας τα βάθια,
και το κατάρτι στήσανε με τα πανιά του απάνω,
και τα κουπιά τους στους σκαρμούς με τα λουριά τροπώσαν,
όλα σωστά· τα ολόασπρα πανιά κατόπι ανοίξαν,

55 κι αράξαν το πλεούμενο προς το γιαλό· και τότες
κινήσανε στ' αρχοντικό του γνωστικού του Αλκίνου.
Γέμισαν όλες οι αίθουσες, οι αυλές και τα χαγιάτια
από άντρες που μαζώχτηκαν, γέροι και νιοί περίσσοι.
Δώδεκ' αρνιά τους έσφαξε ο Αλκίνος, οχτώ χοίρους

60 ασπρόδοντους και βόδια δυό λοξόποδα τους κόβει,
που τά 'γδαραν και τά 'σφαξαν και στρώσανε τραπέζια.
       Φέρνει κι ο κράχτης τον καλό τραγουδιστή μαζί του,
που η Μούσα τον αγάπησε, και τού 'δωσε σμιγμένο
καλό μαζί με το κακό. Το φως του αυτή του πήρε,

65 μα τού 'φερε γλυκειά φωνή. Θρονί αργυροδεμένο
στους καλεστούς ανάμεσα του στήνει ο κράχτης, δίπλα
στύλου αψηλού, και σε καρφί τη λύρα του κρεμώντας
ποπάνωθέ του, τού 'δειξε προς που ν' απλοχερίση.
Και τού 'βαλε τραπέζι ομπρός μ' απάνω του πανέρι,

70 και τάσι με καλό κρασί, να πιή σαν του δοκήση.
Τα χέρια τότε όλοι άπλωναν στα καλοφάγια ομπρός τους.
Κι από πιοτό κι από φαΐ σα φράνθηκε η καρδιά τους,
τον ψάλτη η Μούσα κίνησε να ψάλη αντρώνε δόξες,
από τραγούδι που έφτανε η φήμη του στα ουράνια,

75 του Οδυσσέα το μάλωμα και του Αχιλλέα, σαν πιάσαν
μεγάλο λογομαχητό πάς σε ιερή θυσία
και μέσα του ο Αγαμέμνονας χαιρότανε ο μεγάλος
που λογοφέρνανε μαζί των Αχαιών οι πρώτοι.
Τι τέτοια του προφήτευε ο Απόλλωνας ο Φοίβος,

80 το πέτρινο σαν πέρασε κατώφλι της Πυθώνας,
να μάθη τα μελλούμενα· κι αρχίσανε οι φουρτούνες
Τρωαδιτών και Δαναών, κατά του Δία το θέλει.
       Αυτά τραγούδαε ο ξακουστός ο ψάλτης· κι ο Οδυσσέας
το πορφυρένιο φόρεμα με τα δυό χέρια σέρνει

85 στην κεφαλή, και τ' ώριο του το πρόσωπο σκεπάζει·
τι ντράπηκε τα δάκρυα οι Φαίακες να του βλέπουν.
Κι όταν ο ψάλτης ο θεϊκός σταμάταγε, ο Δυσσέας
τα δάκρυα του σφουγγίζοντας ξεσκέπαζε την όψη,
κι από διπλόχερο έσταζε καυκί στους Ολυμπήσους.

90 Μα πάλε σαν ξανάρχιζε, και τον παρακινούσαν
οι αρχόντοι, που αγαπούσανε του τραγουδιού τη γλύκα,
την κεφαλή σκεπάζοντας ξαναθρηνούσε εκείνος.
Σ' όλους τους άλλους άφαντα τα δάκρυα του κυλούσαν,
και μόνε ο Αλκίνος τά 'νιωσε και τα είδε, που σιμά του

95 καθόταν, και τον άκουγε να βαριαναστενάζη.
Κι ευτύς στους Φαίακες γυρνάει τους ναυτικούς και κρένει·
       «Ακούτε, τω Φαιάκωνε ώ προεστοί κι αρχόντοι·
τώρα που εδώ χαρήκαμε το μοιραστό τραπέζι,
και τη γλυκειά συντρόφισσα των τραπεζιών, τη λύρα,

100 ας βγούμε για να παίξουμε, και σ' όλους, τους αγώνες,
που να δηγέται ο ξένος μας στους φίλους και δικούς του,
σαν πάη στη γης του, πόσο εμείς τους άλλους ξεπερνούμε
στο πόλεμο και στη γροθιά, στο πήδημα, στα πόδια.»
       Αυτά σαν είπε, κίνησε, κι οι άλλοι ακολουθούσαν.

105 Κι ο κράχτης ξανακρέμασε τη βροντερή τη λύρα,
και το Δημόδοκο έβγαλε, κρατώντας του το χέρι,
όξω που οι άλλοι διάβαιναν, οι πρώτοι τω Φαιάκων,
να δούνε τ' αγωνίσματα και να τα σεριανίσουν.
Και πήγανε στη αγορά με πλήθος λαό κατόπι·

110 εκεί πολλοί σηκώθηκαν και διαλεχτοί λεβέντες·
πετάχτηκαν Ακρόνεος, Ωκύαλος, Ελατρέας·
Ναυτέας, Πρυμέας ύστερα κι Αχίαλος κι Ερετμέας,
Ποντέας κι Αναβησίνεος, Θόωνας και Πλωρέας
κι ο Αμφίαλος του Πολύνεου του Τεχτονίδη ο γόνος·

115 σηκώθηκε κι ο Ευρύαλος σαν αντροφόνος Άρης,
κι ο Ναυβολίδης στο κορμί και στη μορφιά περνώντας
όλους τους Φαίακες, εξόν τον ώριο Λαοδάμα.
Σηκώθηκαν κι οι τρείς οι γιοί του παινεμένου Αλκίνου,
ο ισόθεος Κλυτόνεος, ο Άλιος κι ο Λαοδάμας.

120 Και πρώτα βουληθήκανε στο τρέξιμο να βγούνε.
Από τη στήλη χούμηξαν όλοι μαζί με φούρια,
και σκόνη σήκωναν καθώς πετούσανε στο σιάδι.
Κι ο άξιος ο Κλυτόνεος στο τρέξιμο ήρθε πρώτος·
κι όσο μουλάρια οργώνουνε σ' άσπαρτους τόπους μάκρος,

125 τόσο στο πλήθος ζύγωσε, κι εκείνους πίσω αφήκε.
Κατόπι παραβγήκανε και στη βαρειά παλαίστρα,
και πρώτος φάνη ο Ευρύαλος απ' όλους τους λεβέντες.
Στο πήδημα ο Αμφίαλος ξεπέρασε τους άλλους,
στην πέτρα απ' όλους κρίθηκε παράξιος ο Ελατρέας,

130 κι ο Λαοδάμας, ο καλός του Αλκίνου ο γιός, στο γρόθο·
και σάνε καλογλέντησαν με τους αγώνες όλοι,
του Αλκίνου ο γιός τα λόγια αυτά τους είπε, ο Λαοδάμας·
       «Αδέρφια, ας τον ρωτήξουμε τον ξένο εδώ αν κατέχη
κανένα αγώνα, τι κακό κορμί θαρρώ δεν έχει·

135 τα χέρια, οι άντζες, τα μεριά, κι ο σβέρκος ο γερός του
δείχνουν περίσσια δύναμη· μηδέ του λείπει η νιότη,
μόνε που πάθια αρίθμητα τον έχουν τσακισμένο.
Τι σαν την πικροθάλασσα κακό δεν έχει κι άλλο
να καταλή τον άνθρωπο, κι ας είναι σιδερένιος.»

140      Και τότ' ο Ευρύαλος γυρνά κι αυτά του απολογιέται·
«Λαοδάμα, αυτό πολύ σωστά μας τό 'πες. Άμε τώρα,
κι ο ίδιος σου μιλώντας του σε αγώνα κάλεσέ τον.»
       Αυτό σαν άκουσε ο καλός ο γιόκας του Αλκίνου,
στη μέση πήγε στάθηκε, και μίλαε του Δυσσέα·

145      «Έλα, πατέρα ξενικέ, να βγής κι εσύ σε αγώνα,
αν ξέρης, και μου φαίνεσαι πως ξέρεις από αγώνες·
τι δόξα μεγαλύτερη στη ζωή δεν έχει ο άντρας,
απ' όση τα έργα τώ χεριών και των ποδιών του φέρνουν.
Έλα, αγωνίσου, σκόρπισε τις έννοιες απ' το νου σου,

150 τι δε θ' αργήση εσένα πια πολύ το γυρισμά σου·
και το καράβι σου έτοιμο, κι οι διαλεχτοί συντρόφοι.»
       Τότε γυρνά ο πολύβουλος Δυσσέας κι απολογιέται·
«Τί με πειράζετε μ' αυτά που λέτε, ώ Λαοδάμα;
Έννοιες περίσσιες έχω εγώ στο νου μου, κι όχι αγώνες,

155 που πάμπολλα είδα κι έπαθα, κι εδώ στη σύναξή σας
που έφτασα τώρα κάθουμαι, το βασιλιά σας κι όλους
παρακαλώντας γυρισμό πατρίδας να μου δώσουν.»
       Και τότες τον αντίσκοψε ο Ευρύαλος και του είπε·
«Πολύξερος αλήθεια εσύ δε μου σφαντάς, ώ ξένε,

160 στα τόσα τ' αγωνίσματα που συνηθίζει ο κόσμος.
Μόνε σαν κάποιος φαίνεσαι που με καράβι βγαίνει,
κι ορίζει ναύτες που καλοί περνούν πραματευτάδες,
κι ο νούς του πάντα στο φορτιό, το μάτι στην πραμάτεια,
κέρδη ζητώντας αρπαχτά· όχι, αθλητής δε μοιάζεις.»

165      Τότες λοξά κοιτώντας τον του κάνει ο Οδυσσέας·
«Άσκημα τά 'πες, φίλε, αυτά, και φαφλατάς μου μοιάζεις.
Σ' όλους τους άντρες οι θεοί κάθε καλό δε δίνουν,
ούτε όψη κι ούτε καύκαλα, κι ούτε μιλιά και γλώσσα.
Μόνε άλλος άντρας στη μορφιά αδικήθηκε, κι ως τόσο

170 ο θεός με λόγια τη μορφή στολίζει τέτοιου ανθρώπου,
και τον θωρούν και χαίρουνται που ευκολοσυντυχαίνει
γλυκά και συσταζούμενα, και λάμπει μες στους άλλους,
και τον τηράνε σα θεό απ' τη χώρα σα διαβαίνη.
Κι αλλονού πάλε το κορμί με αθάνατου λες μοιάζει,

175 όμως τα λόγια του αυτουνού δεν τα στολίζει η χάρη.
Έτσι κι εσύ λαμπρό κορμί μας δείχνεις, που δεν μπόρειε
θεός να πλάση ανώτερο, κι όμως ο νούς σου κλούβιος.
Μού τάραξες τα μέσα μου με τ' άπρεπά σου λόγια,
τι εγώ δεν είμαι ανήξερος από καλούς αγώνες,

180 σαν που μας είπες τώρα δά, μόν' ήμουν απ' τους πρώτους,
στη νιότη και στα χέρια μου σαν είχα μπιστοσύνη.
Τώρα όμως πόνοι με κρατούν σκληροί, γιατί έχω πάθει
μύρια δεινά στις θάλασσες και στους φριχτούς πολέμους.
Μα πάλε, όσα κι αν έπαθα, θα μπώ μες στον αγώνα,

185 τι ο λόγος σου ο πειραχτικός μου κέντησε τα σπλάχνα.»
       Είπε, χωρίς να γυμνωθή πετιέται, αρπάει λιθάρι
τρανό, χοντρό, βαρύτερο πολύ από τα λιθάρια
που ρίχτανε σαν παίζανε οι Φαίακες συνατοί τους.
Τό στρίβει, και το σφεντονάει με τη βαρειά του χέρα.

190 Βούϊξ' αυτό, κι οι Φαίακες στη γής απ' την ορμή του
σκύψανε, οι μακρόλαμνοι και θαλασσακουσμένοι·
Πέταξ', η πέτρα απάνωθε απ' των άλλων τα σημάδια,
γοργογυρνώντας· η Αθηνά σημάδεψε την άκρη,
με άντρα στην όψη μοιάζοντας, και φώναξέ τον κι είπε·

195      «Τέτοιο σημάδι και τυφλός ψάχνοντας θά 'βρη, ώ ξένε·
με τ' άλλα αυτό δε σμίχτηκε, μόν' είναι πρώτο πρώτο,
και μη φοβάσαι· Φαίακας κανένας δεν το φτάνει.»
       Έτσ' είπε· και ο πολύπαθος το χάρηκε Οδυσσέας,

200 που βρήκε μες στη σύναξη καλόβουλο ένα φίλο,
και μ' αλαφρότερη καρδιά τότε είπε τώ Φαιάκων·
       «Φτάστε με τώρα αυτού, παιδιά, κι ύστερα ρίχτω κι άλλο
σε τόσο μάκρος απ' εδώ, ή και ,παρέκει ακόμα.
Κι από τους άλλους όποιονα βαστάει τώρα η καρδιά του,

205 ας βγή μαζί μου, τι η χολή μου ανέβηκε στ' αλήθεια,
σε γρόθο, ή και στο πάλαιμα, στο τρέξιμο, ό,τι θέλει·
όλοι ας ερθούν οι Φαίακες μα όχι ο Λαοδάμας,
τι αυτός με φιλοξένησε· με φίλο ποιός τα βαζει;
Κλούβιος αλήθεια ο άνθρωπος και τιποτένιος είναι

210 που μ' έναν που τον φίλεψε παλέματα γυρεύει
σε ξένον τόπο, και ζαβά του βγαίνουν όλα ετούτου.
Τούς άλλους δεν αρνιούμαι τους μηδ' αψηφώ κανέναν,
μόν' να τους μάθω λαχταρώ και να τους δοκιμάσω.
Μέ ανθρώπους που αγωνίζουνται κακός εγώ δεν είμαι.

215 Ξέρω να πιάνω τεχνικά καλόφτιαστο δοξάρι,
και πρώτος ρίχνοντας χτυπώ μέσα σ' οχτρών ασκέρι
όποιον ματιάσω, δίπλα μου κι ας στέκουνται όσοι θένε
συντρόφοι, καταπάνω τους σαΐτες να τραβάνε.
Ο Φιλοχτήτης μοναχά με πέρναε στο δοξάρι,

220 σαν παραβγαίναμ' οι Αχαιοί στη χώρα της Τρωάδας.
Κι από τους άλλους λέω εγώ ανώτερος πως είμαι,
όσοι στον κόσμο ζούν θνητοί σιταροφάγοι τώρα.
Όμως δεν ήθελα να βγώ με τους παλιούς εκείνους,
τον Ηρακλή ή τον Εύρυτο, της Οίχαλίας το ρήγα,

225 που δύνονταν και με θεούς να βγούνε στο δοξάρι.
Γι' αυτό νωρίς απέθανε κι ο Εύρυτος ο μέγας,
και γερατειά δεν έφτασε· ο Απόλλωνας του οργίστη,
και τόνε σκότωσε, που αυτός στη σαΐτα τον καλούσε.
Και ρίχνω το κοντάρι εγώ όσο άλλος μηδέ σαΐτα.

230 Μόνε στα πόδια Φαίακας θα με ξεπέρναγε ίσως,
τι μ' έχουν άσκημα πολύ τα πέλαα δαμασμένο·
περνώντας δίχως νοιάσιμο χαυνώθηκα στα πλοία.»
       Μιλούσε αυτά, και σύχαζαν οι άλλοι σωπασμένοι.

235 Μονάχα ο Αλκίνος γύρισε και λάλησέ του κι είπε·
       «Εμάς αυτά δε μας λυπούν που συντυχαίνεις, ξένε·
μόνε να δείξης σε όλους μας ζητάς την λεβεντιά σου,
από θυμό, που αυτός εδώ σε πρόσβαλε ομπροστά μας,
που άλλοτες να μην μπορή θνητός να ψεγαδιάση

240 τη λεβεντιά σου, αν έχη νου σωστα να συλλογιέται.
Άκου με τώρα τί θα πω, για να τα λες και σ' άλλους
ηρώους στα παλάτια σου σαν είστε σε τραπέζι
με σύγκοιτη και με παιδιά τριγύρω, και θυμάσαι
τη λεβεντιά μας, κι όσα εμάς έχει ορισμένα ο Δίας

245 έργα να κάνουμε απ' αρχής, απ' τα προγονικά μας.
Εμείς καλοί ά δεν είμαστε στο γρόθο ή στην παλαίστρα,
στο τρέξιμο όμως πεταχτοί, και στα καράβια πρώτοι·
και μας αρέσουνε χοροί, κιθάρες, φαγοπότια,
απανωτές ρουχαλλεξιές, ζεστά λουτρά, κλινάρια.

250 Και τώρα ελάτε, οι Φαίακες οι πιο άξιοι χορευτάδες,
χορέψτε, ο ξένος για να λέη στους φίλους και δικούς του,
πίσω σαν πάη, ως πόσο εμείς τους άλλους ξεπερνάμε
στ' αρμένισμα και στο χορό, στα πόδια, στο τραγούδι.
Κι αμέσως τη γλυκόχορδη τη λύρα ας τρέξη κάποιος

255 να φέρη του Δημόδοκου, 'πομέσα απ' το παλάτι.»
       Έτσι μιλάει ο θεόμοιαστος ο Αλκίνος, και πετιέται
ο κήρυκας τη βαθουλή τη λύρα εκεί να φέρη.
Κατόπι εννιά σηκώθηκαν κριτάδες διαλεγμένοι
απ' το λαό να κυβερνούν με τάξη τους αγώνες·

260 το χοροστάσι ισιώσανε, κι ανοίξανε το γύρο,
Φέρνει του ψάλτη ο κήρυκας τη βροντερή τη λύρα,
και πήγε αυτός καταμεσίς, κι ολόγυρά του νέοι
στεκόντανε ιδρομούστακοι, τεχνίτες χορευτάδες,
κι αρχίσαν θεϊκό χορό· και κοίταγε ο Οδυσσέας

265 τα πόδια τ' αστραφτόγοργα, και θάμαζε η ψυχή του.
       Και με τη λύρα του άρχισε γλυκά τραγούδια εκείνος,
της Αφροδίτης της λαμπρής και του Άρη τις αγάπες,
κρυφά σαν πρωτοσμίξανε στου Ηφαίστου τα παλάτια,
και δώρα ο Άρης δίνοντας ατίμασε το στρώμα

270 του Ηφαίστου· και μηνύτορας ο Ήλιος του ήρθε τότες,
τι αυτός τους δυό τους μάτιασε που αγκαλιαστά φιλιόνται,
Κι ο Ήφαιστος σαν τ' άκουσε βαριά του κακοφάνη·
πηγαίνει στ' αργαστήρι του με πονηριά στο νου του,
μεγάλο αμόνι στύλωσε, και βάρεσε και κόβει

275 δεσμά άσπαστα κι αξέλυτα, για να πιαστούνε μέσα.
Και τα δεσμά σαν έφτιαξε οργισμένος με τον Άρη,
πήγε ίσια εκεί που βρίσκονταν του γάμου του το στρώμα,
και τά 'ριξε ολοτρόγυρα στου κρεβατιού τα πόδια·
έρριξε κι άλλα απ' τη σκεπή αποπάνωθε περίσσια,

280 ψιλά σαν αραχνόκλωστες, που ως και θεός δεν μπόρειε
να τα ξανοίξη, τεχνικά φτιασμένα σαν που τά 'χε.
Και σαν τα καλοτύλιξε τριγύρω στο κλινάρι,
στης Λήμνος έκανε πως πάει την όμορφη τη χώρα,
που αυτήν απ' όλες πιότερο τις χώρες αγαπούσε.

285 Κι ο Άρης δεν κοίταγε άδικα ο χρυσοχαλινάρης,
μόνε είδε τον πολύτεχνο τον Ήφαιστο να φεύγη·
και στο παλάτι κίνησε του δοξασμένου Ηφαίστου,
της Αφροδίτης της λαμπρής την αγκαλιά ποθώντας.
Κι εκείνη, ότ' ήρθε απ' του τρανού γονιού της τα παλάτια,

290 καθότανε· και μπήκε αυτός, χερόπιασέ την, κι είπε·
       «Έλα, ακριβή, να πέσουμε να γλυκοκοιμηθούμε,
τι ο Ήφαιστος δεν είν' εδώ, παρά φτασμένος θά 'ναι
στη Λήμνο, που οι αγριόφωνοι οι Σινταίοι λημεριάζουν.»

295      Είπε, κι εκείνης αρεστό της φάνη να πλαγιάσουν.
Κι άμα έπεσαν, τους κράταγαν από παντού στο στρώμα
τα ψιλοκάμωτα δεσμά του εφτάξυπνου του Ηφαίστου,
και μήτε να σαλέψουνε, και μήτε να σηκώσουν
μέρος κορμιού δε δύνονταν. Και τό 'νιωσαν πια τότες
πως τρόπο να ξεφύγουνε το δέσιμο δεν είχε.

300 Κι ήρθε σιμά τους άξαφνα ο θεός ο κουτσοπόδης,
που πίσω ξαναγύρισε, στη Λήμνο πρί να φτάση,
τι ο Ήλιος παραφύλαγε, και μήνυμα του πήγε.
Κινάει πρός το παλάτι του με την καρδιά θλιμμένη.
Στά πρόθυρα σα στάθηκε, βαρύς καημός τον πήρε,

305 και σέρνει φοβερή φωνή, και στους θεούς χουγιάζει·
       «Πατέρα Δία, και θεοί μακαριστοί κι αιώνιοι,
να δήτε ελάτε, πράματα για γέλια, ν' απορήστε,
του Δία πως με ντρόπιασε η κόρη η Αφροδίτη,
εμένα τον κουτσό, και πάει με το φονιά τον Άρη,

310 τ' είν' ώριος και γερόποδος αυτός, κι εγώ σακάτης
από γεννήσιο μου· και ποιός το φταίει παρά οι γονιοί μου,
που κάλλιο να μη μ' έσπερναν. Αμέτε τώρα, δήτε,
απάνω στο κρεβάτι μου πως κοίτουνται κι οι δυό τους·
λυσσάζω εγώ τηρώντας τους. Δέν το πιστεύω ως τόσο

315 να το γυρέψουν άλλοτες παρόμοιο γλέντι εκείνοι,
κι ας αγαπιούνται τρυφερά, μήτε για λίγην ώρα·
μα τώρα απ' τα κρυφά δεσμά, του κάκου δεν τους βγάζω
πρίν πάρω απ' τον πατέρα της όλα τα δώρα πίσω
που για μιά τέτοια αδιάντροπη του είχα παραδομένα·

320 αν όμορφη είναι η κόρη του, όμως μυαλό της λείπει.»
       Είπε, και στο χαλκόπυργο οι θεοί μαζεύουνται όλοι·
ήρθ' ο καλόβουλος Ερμής, ο σείστης Ποσειδώνας,
μαζί τους κι ο δοξαριστής ο Απόλλωνας ο ρήγας.
Όμως οι θεές ντραπήκανε, και μείνανε στα σπίτια.

325 Στά ξώθυρα σταθήκανε οι θεοί οί μεγαλοδότες,
κι άσβηστα γέλια αρχίσανε οι αθάνατοι τηρώντας
την τέχνη που σοφίστη ο νούς του εφτάξυπνου του Ηφαίστου.
Κι ένας τους τότες γύρισε και λέει του πλαγινού του·
       «Δεν έχει ο δόλος προκοπή, κι ο σιγανός προφταίνει

330 το γλήγορο· δές τον αργό τον Ήφαιστο πως πιάνει
τον Άρη, που πιο σερπετός εδώ δε βρίσκεται άλλος,
με τέχνες και με μαριολιές, και τώρα θα πλερώνη.»
       Τέτοια λαλούσαν κι έκρεναν οι θεοί αναμεταξύ τους·
και λέει του Ερμή ο Απόλλωνας, του Δία ο γιός, ο ρήγας.

335      «Ώ γιέ του Δία, μηνυτή και πλουτοδότη Ερμή μου,
σε τέτοια δίχτυα δυνατά δε θά 'στεργες να πέσης,
αν είχες την ωριόχρυση Αφροδίτη στο πλευρό σου;»
       Κι ο μηνυτής ο Αργοφονιάς, απολογήθη κι είπε·
«Δοξαριστή μου Απολλωνα, μακάρι να γινόταν.

340 Τρείς φορές τόσα ας μού 'ριχταν δεσμά γύρω τριγύρω,
κι ας με κοιτάζατε οι θεοί κι οι θεές μαζί σας όλες,
σώνει με την πανώρια εγώ να πλάγιαζα Αφροδίτη.»
       Είπε, κι οι αθάνατοι θεοί ξεσπάσανε στα γέλια.
Μα παρακάλειε αγέλαστος ο Ποσειδώνας πάντα

345 τον τεχνοξάκουστο Ήφαιστο τον Άρη να ξελύση,
και του λαλούσε κι έλεγε με φτερωμένα λόγια·
       «Λύσε τον, και σου τάζω εγώ, πως σαν που εσύ γυρεύεις,
αυτός μπρός στους αθάνατους το δίκιο θα πλερώση.»
       Κι ο ζαβοπόδης ο Ήφαιστος του απάντησε και του είπε·

350 «Αυτό μην το γυρεύης μου, γαιοκράτη Ποσειδώνα·
κακή 'ναι η τέτοια εγγύηση για τον κακό να γίνη.
Πώς στους αθάνατους ομπρός θα σε κρατώ δεμένο,
αν ο Άρης φύγη σα λυθή, χωρίς να με πλερώση;»
       Και τότε έτσι του μίλησε ο σείστης Ποσειδώνας·

355 «Κι αν τύχη ο Άρης, Ήφαιστε, και φύγη κι αστοχήση
το χρέος, ξέρε πως εγώ θένα 'μαι ο πλερωτής σου.»
       Κι ο ζαβοπόδης ο Ήφαιστος απολογήθη κι είπε·
«Στο λόγο σου δε γίνεται να πω όχι, μηδέ πρέπει.»
       Είπε, και τα δεσμά ο τρανός ο Ήφαιστος ξελύνει.

360 Κι αυτοί σα λευτερώθηκαν απ' τω δεσμών το βάρος,
πετάξανε, και κίνησε κατά τη Θράκη ο Άρης,
κι η φιλογέλαστη θεά στης Κύπρος πήε την Πάφο,
που έχει ναό της και βωμό μοσκολιβανισμένο.
Οι Χάρες τήνε λούσανε, με λάδι την αλείψαν

365 αθάνατο, που για θεών κορμιά μονάχα τό 'χουν,
και με σκουτιά την έντυσαν, που θάμαζες να βλέπης.
       Αυτά ο καλός τραγουδιστής τραγούδαε· κι ο Δυσσέας
φραινότανε αγρικώντας τα· φραινόντουσαν κι οι άλλοι
οι Φαίακες οι μακρόλαμνοι κι οι θαλασσακουσμένοι.

370      Κι ο Αλκίνος σήκωσε τους δυό, Άλιο και Λαοδάμα,
χορό να στήσουν μόνοι τους, τι δεν τους έφτανε άλλος.
Κι εκείνοι, σφαίρα παίρνοντας στα χέρια πορφυρένια
και λαμπερή, που ο Πόλυβος την έφτιαξε ο τεχνίτης,
ο ένας την έρριχτε αψηλά πρός τα ισκιερά τα νέφια,

375 γέρνοντας πίσω· από τη γής πετιόταν τότε ο άλλος,
κι ανάερα την άρπαζε το χώμα πρίν αγγίξη.
Κι αφού πηδώντας έπαιξαν εκείνοι με τη σφαίρα
χορό τότες αρχίσανε στη γή την πολυθρόφα,
συχνά ξαλλάζοντας· πολλά τα χέρια κουρταλώντας,

380 αγόρια εκεί παράστεκαν, κι ήταν ο αχός μεγάλος.
Τότε ο Οδυσσέας γύρισε και λάλησε του Αλκίνου·
       «Αλκίνο, πρώτε βασιλιά και τώ λαών καμάρι,
και το καυκιόσουν πως αυτοί λαμπροί 'ναι χορευτάδες,
κι αληθινά το δείξανε· τους βλέπω και σαστίζω.»
     
385 Αυτά είπε, και τα χάρηκε ο ήρωας ο Αλκίνος,
και στους καλούς θαλασσινούς τους Φαίακες τότε κρένει·
       «Ακούστε με όλοι, ώ προεστοί κι αρχόντοι τώ Φαιάκων,
αλήθεια γνώση περισσή μας δείχνει αυτός ο ξένος,
και δώρα ας τον φιλέψουμε που πρέπουνε σε ξένους.

390 Δώδεκα εδώ τη χώρα μας ορίζουν βασιλιάδες,
κι εγώ άλλος ένας, δεκατρείς· καθένας ας του φέρη
καθάρια και καλόπλυτη χλαμύδα με χιτώνα,
κι από 'να τάλαντο σωστό βαριότιμο χρυσάφι·
κι όλ' ας τα βάλουμε μαζί για να τα πάρη ο ξένος

395 στα χέρια του, και με χαρά στο δείπνο να καθίση.
Άς έρθη κι ο Ευρύαλος με λόγια και με δώρο
να τον γλυκάνη, τι άπρεπα τού 'χε μιλήσει πρώτα.»
       Αυτά είπε, κι όλοι πρόθυμα συφώνησαν, και στείλαν
καθένας έναν κήρυκα τα δώρα να τους φέρη.

400 Κι ο Ευρύαλος σηκώθηκε και λάλησέ του κι είπε·
     «Αλκίνο, πρώτε βασιλιά, και των λαών καμάρι,
τον ξένο θα φιλιώσω εγώ καθώς μου παραγγέλνεις.
Αυτό τ' ολόχαλκο σπαθί με τ' ασημένιο χέρι,
που έχει και νιοπριόνιστο φηκάρι φιλντισένιο,

405 θα του το δώσω, δώρο του να τό 'χη τιμημένο.»
       Είπε, και τ' αργυρόδετο σπαθί του παραδίνει,
και λάλησέ του κι είπε του με φτερωμένα λόγια·
       «Γειά σου, πατέρα ξενικέ, βαρύ κι ά σού 'πα λόγο,
οι ανέμοι να τον πάρουνε, κι οι αθάνατοι να δώσουν

410 να ξαναδής τη σύγκοιτη, στον τόπο σου να φτάσης,
που τώρα βασανίζεσαι μακριά από τους δικούς σου.»
       Κι ο Οδυσσέας ο γνωστικός γυρίζει και του κρένει·
«Γειά σου, παιδάκι μου, κι εσύ, κι οι θεοί να σου χαρίζουν
κάθε καλό· και το σπαθί ποτές να μην ποθήσης

415 ετούτο που μου χάρισες, μιλώντας μου με γλύκα.»
       Είπε, και τ' αργυρόκομπο σπαθί κρεμάει στον ώμο,
Ως τόσο ο ήλιος έγειρε, κι ήρθαν τα ωραία δώρα,
που τά 'φερναν οι κήρυκες στου Αλκίνου το παλάτι.
Οι γιοί τα παραλάβανε του δοξασμένου Αλκίνου,

420 και στο πλευρό της σεβαστής μητέρας τ' απιθώσαν.
Τότες πρός τ' αψηλά θρονιά ο ήρωας ο Αλκίνος
κίνησε πρώτος, κι ήρθανε κι οι άλλοι και καθίσαν.
Κι ο Αλκίνος τότε ο ήρωας λάλησε της Αρήτης·
       «Φέρε το πιο ξεχωριστό σεντούκι μας γυναίκα,

425 και βάλε μέσα νιόπλυτη χλαμύδα και χιτώνα.
Κατόπι βάλε χάλκωμα με το νερό να βράση,
για να λουστή, και σαν τα δή με τάξη όλα τα δώρα,
που οι Φαίακες οι διαλεχτοί του φέραν εδώ πέρα,
να κάμη κέφι τρώγοντας, κι ακούγοντας τραγούδι.

430 Κι εγώ θα του χαρίσω αυτό τ' ώριο χρυσό ποτήρι,
να με θυμάται ολοζωής στ' αρχοντικό του μέσα,
στο Δία και στους αλλονούς αθάνατους σα στάζη.»
       Είπε, και στις κοπέλες της παράγγειλε η Αρήτη,
μέσα τριπόδι ολόταχα πάς στη φωτιά να στήσουν.

435 Κι αυτές το χάλκωμα έστησαν το λουτρικό στη φλόγα,
και μέσα χύσανε νερό, και κάτου καίγαν ξύλα.
Ζώνουν οι φλόγες την κοιλιά, και βράζει το λεβέτι.
Κι η Αρήτη λαμπροκάμωτο σεντούκι για τον ξένο
φέρνει απομέσα κι έστρωσε τα ωριόπλουμα τα δώρα,

440 φορέματα και μάλαμα, που οι Φαίακες του δώκαν·
έβαλε και χλαμύδα αυτή και διαλεχτό χιτώνα,
και τότες λόγια φτερωτά του λάλησε και του είπε·
       «Ατός σου δές το σκέπασμα, δέσε γερά τον κόμπο,
να μη σου τα πειράξη αυτά κανένας στο ταξίδι,

445 στο πλοίο το μαυρόπλευρο που θα γλυκοκοιμάσαι.»
       Κι αυτά σαν άκουσε ο τρανός, πολύπαθος Δυσσέας,
ταιριάζοντας το σκέπασμα γερόδεσε τον κόμπο,
με τέχνη, όπως τον έμαθε η δοξασμένη η Κίρκη.
Τότες σεμνή κελάρισσα τον κάλεσε να σύρη

450 πρός το λουτρό, κι αυτός ζεστό νερό σαν είδε μέσα,
το χάρηκε, τι νοιάσιμο δεν είχε το κορμί του
απ' τον καιρό που της λαμπρής θεάς το σπήλιο αφήκε,
πού 'χε κάθε λογής καλά, και σα θεός περνούσε.
Κι οι κόρες σαν τον έλουσαν και λάδι τον αλείψαν,
455 του φόρεσαν ωριόπλουμη χλαμύδα και χιτώνα·
και βγαίνοντας απ' το λουτρό ξεκίναε στους λεβέντες
που πίνανε. Κι η Ναυσικά με κάλλη θεοσταλμένα,
κοντά στης καλοκάμωτης σκεπής το στύλο στάθη,
και θάμαζε κατάματα τον Οδυσσέα τηρώντας,

460 και με δυό λόγια φτερωτά του λάλησε και του είπε·
       «Γειά σου, χαρά σου, ξένε μου, και σα βρεθής στη γής σου
να με θυμάσαι, που τη ζωή χρωστάς σ' εμένα πρώτη.»
       Και γύρισε ο τετράξυπνος Δυσσέας και της είπε·
«Ώ Ναυσικά, του αντρόψυχου του Αλκίνου θυγατέρα,

465 να δώση ο Δίας ο βροντηχτής, ο σύγκλινος της Ήρας,
στη γής μου νά 'ρθω, να χαρώ του γυρισμού τη μέρα,
και τότε ολοχρονίς εγώ σα θεά θα σε δοξάζω,
που αλήθεια εσύ, παρθένα μου, τη ζωή μού 'χεις σωσμένη.»
       Αυτά είπε, και θρονιάστηκε σιμά στο ρήγα Αλκίνο.

470 Και το φαΐ εκεί μοίραζαν, και το κρασί τους σμίγαν.
Έφερε τότε ο κήρυκας και τον τραγουδιστή τους,
το λατρευτό Δημόδοκο, τον πολυτιμημένο,
καταμεσίς τον κάθισε των άλλων, και σε στύλο
ακούμπησέ τον αψηλό. Κι ο θεόξυπνος Δυσσέας

475 στον κήρυκα γυρίζοντας του μίλησε και τού 'πε,
αφού από ράχη ασπρόδοντου αγριόχοιρου κομμάτι
γεμάτο πάχος τού 'κοψε, κι έμνησκε κι άλλο ακόμα·
       «Νά, κράχτη, του Δημόδοκου να δώσης για προσφάγι,
που γκαρδιακά τον χαιρετώ, κι ας είμαι και θλιμμένος.
Σ' όλον τον κόσμο τους τιμούν τους ψάλτες οι ανθρώποι,

480 τι η θεία η Μούσα τα γλυκά τους δίδαξε τραγούδια,
αγάπη πάντα δείχνοντας ξεχωριστή σ' ετούτους.»
       Είπε, και στου Δημόδοκου τα χέρια το απιθώνει
ο κράχτης, και το δέχτηκε χαρούμενος εκείνος.
Τά χέρια τότε όλοι άπλωναν στα καλοφάγια ομπρός τους.

485 Κι από πιοτό κι από φαΐ σα φράνθηκε η καρδιά τους,
τότε είπε του Δημόδοκου ο πολύξυπνος Δυσσέας·
       «Εσένα απ' όλους τους θνητούς, Δημόδοκε, δοξάζω.
Γιά η κόρη του Δία σ' έμαθε η Μούσα, για κι ο Φοίβος,
και τα δεινά των Αχαιών με τόση τέχνη ψέλνεις,

490 τα όσα πράξαν κι έπαθαν και τράβηξαν εκείνοι·
κάν ο ίδιος εκεί βρέθηκες, κάν τ' άκουσες απ' άλλους.
Τώρα έλα, σε άλλο πέρασε, και τ' άλογο δηγήσου
το ξύλινο που ο Επειός κι η Αθηνά σκαρώσαν,
και που με δόλο τό 'φερε στο κάστρο ο Οδυσσέας,

495 άντρες γεμάτο, και μ' αυτό κουρσέψαν την Τρωάδα.
Ά μας τα δηγηθής κι αυτά σωστά με τη σειρά τους,
σ' όλο τον κόσμο τότε εγώ για πάντα θα το κρένω,
πως ο θεός σου χάρισε του τραγουδιού το μάγιο.»
Είπε, κι αυτός με το θεό αρχινώντας, τραγουδούσε

500 την ιστορία πιάνοντας εκεί που τις σκηνές τους
κάψαν, και μπήκαν, φύγανε οι Αργίτες με τα πλοία,
μ' άλλοι τους μείνανε μαζί με τον τρανό Οδυσσέα,
στη χώρα των Τρωαδιτών μες στ' άλογο κρυμμένοι,
τι οι Τρωαδίτες ίδιοι τους το τράβηξαν στο κάστρο.

505 Τ' άλογο στέκονταν εκεί, κι αυτοί πολλά λαλούσαν
τριγύρω του· κι ήτανε τρείς οι γνώμες μεταξύ τους·
το κούφιο ξύλο ή με γερό να σκίσουνε πελέκι,
ή να το σύρουν κάτακρα να πέση απάς στα βράχια,
ή να τ' αφήσουνε ιερό για τους θεούς μνημείο·

510 κι αυτό στο τέλος έγινε· γιατ' ήτανε της μοίρας,
η χώρα να ξολοθρευτή, σαν παραλάβη μέσα
μεγάλο ξύλινο άλογο που όλους τους πρώτους κλειούσε
Αργίτες, πόφερναν κακό και φόνο στους Τρωαδίτες.
Κι έψελνε πως τη ρήμαξαν οι Αχαιοί τη χώρα,

515 από τα μέσα τα βαθιά χουμίζουντας του αλόγου.
Κι έψελνε πως διαγούμιζαν άλλος αλλού τη χώρα,
πως ο Οδυσσέας ξεκίνησε στον πύργο του Δηφόβου
μαζί με τον ισόθεο Μενέλαο σαν Άρης,
κι εκεί, λέει, έπιασε βαρειά και λυσσασμένη αμάχη,

520 κι η μεγαλόκαρδη Αθηνά του χάρισε τη νίκη.
       Αυτά τραγούδαε ο ξακουστός ο ψάλτης· κι ο Οδυσσέας
έλυωνε, και τα δάκρυα στα μάγουλά του τρέχαν.
Κι όπως γυναίκα κλαίγοντας απάνω απ' τον καλό της,
που ομπρός σε χώρα και στρατό λαβώθηκε και πέφτει,

525 να σώση πόλη και στρατό από τη μαύρη μέρα,
θωρώντας τον να σπαρταράη στο ψυχομαχητό του,
τον αγκαλιάζει, και πικρά μοιρολογάει, κι οι άλλοι
τη ράχη και τους ώμους της χτυπώντας με κοντάρια,
τη σέρνουν όπου βάσανα σκλαβιάς την περιμένουν,

530 κι αυτής πικρός ψυχόπονος την όψη της μαραίνει·
έτσι πικρά κατέβαιναν τα δάκρυα του Οδυσσέα.
Στούς άλλους κι ά δε φαίνουνταν, μα τά 'νιωθε ο Αλκίνος,
που ήταν σιμά του, κι άκουγε το βαριοστέναγμα του.
Και στους καλούς θαλασσινούς τους Φαίακες τότε είπε·

535      «Ακούστε με όλοι, ώ προεστοί κι αρχόντοι τώ Φαιάκων
ας πάψη πια ο Δημόδοκος τη βροντερή τη λύρα,
τι αυτά που μας τραγούδησε δεν τα χαρήκαν όλοι.
Αφότου εδώ καθίσαμε κι άρχισ' ο θείος ο ψάλτης,

540 δεν παύει με παράπονο πικρό να κλαίγη ο ξένος·
πόνος μεγάλος την ψυχή του θλίβει δίχως άλλο.
Λοιπόν να πάψη ο ψάλτης μας για να χαιρώμαστε όλοι,
κι εμείς που τον φιλεύουμε, κι ο ξένος, είναι κάλλιο·
τι όλα για χάρη γένηκαν του σεβαστού μας ξένου,

545 που δώρα του χαρίσαμε, και που τον προβοδούμε.
Είναι σαν ίδιος αδερφός ο ξένος που προσπέφτει
στον άντρα που σταλαματιά του μνήσκει νούς ακόμα,
Όμως κι εσύ μήμ πολεμάς με τέχνες να μας κρύβης
όσα ρωτήξω· φανερά καλύτερ' ας τα λέμε.

550 Πές τ' όνομα που σ' έκραζαν εκεί κάτω οι γονιοί σου,
κι οι άλλοι μες στον τόπο σας, κι η γειτονιά τριγύρω.
Τι δίχως όνομα μαθές κανένας δεν υπάρχει·
μιά και στον κόσμο γεννηθούν, κακοί, καλοί, τους βγάζουν
και τ' όνομά τους οι γονιοί. Και την πατρίδα πές μας,

555 τη χώρα σου, το δήμο σου, να νιώσουν τα καράβια,
να βάλουν πλώρη κατακεί, ταξίδι σα σε πάρουν.
Γιατί δεν ταξιδεύουνε οι Φαίακες με ποδότες,
μηδ' έχουν τα καράβια τους τιμόνια, καθώς τ' άλλα,
παρά μονάχα τους το νου μαντεύουνε του ανθρώπου,

560 κι όλων τις χώρες ξέρουνε και τα παχιά χωράφια·
κι ολόταχα περνούν και πάν στης θάλασσας τα πλάτια,
σε αντάρα και σε σύννεφα κρυμμένα· και δεν έχουν
κανένα φόβο ή να χαθούν ή να βλαφτούν ποτές τους.
Αυτό εγώ κάποτε άκουσα και ξέρω απ' το γονιό μου

565 Ναυσίθο. πως περίσσια εμάς ζουλεύει ο Ποσειδώνας,
που όλους εμείς απείραχτοι στη γή τους προβοδάμε.
Κι είπε πως κάποιο Φαιακινό καλόφτιαστο καράβι,
που θά 'ρθη από προβόδημα στα θαμπερά πελάγη,
θα σπάση, και στη χώρα μας βουνό θα ρίξη γύρω.

570 Αυτά 'πε ο γέρος κι ο θεός ή θα μας τα τελέση,
ή ατέλεστα θα μείνουνε, καθώς αυτός βουλιέται.
Μα πές μου τώρα ξάστερα, και ξήγησέ μου κι άλλο,
τους τόπους που πλανήθηκες, τις ξενιτειες που πήγες,
τις χώρες τις καλόχτιστες, και ποιοί 'ναι οι κάτοικοί τους,

575 και ποιοί τους ήταν δύσκολοι κι άγριοι κι αδικοπράχτες,
και ποιοί ήτανε φιλόξενοι, με θεοφοβιά στο νου τους.
Πές και γιατί θρηνολογάς και κλαίς μες στην ψυχή σου,
των Αργιτών σαν ακούς τα πάθια και του Ίλιου.
Αυτά οι θεοί τα κάμανε, και κλώσαν των ανθρώπων

580 ξολοθρεμό, να τά 'χουνε οι κατοπινοί τραγούδι.
Ή τάχα στου Ίλιου νά 'πεσε τα τείχη συγγενής σου,
γαμπρός ή πεθερός; — που αυτοί πιο κοντινοί περνούνε
απ' το δικό μας ύστερα το αίμα και τη φύτρα·
ή κάποιος βλάμης γκαρδιακός και με περίσσια γνώση;

585 γιατί πιο λίγο απ' αδερφός αυτός θαρρώ δεν είναι.»

Ραψωδία ι 
Αλκίνου απόλογοι. Κυκλώπεια

Τότε γυρίζει ο τρίξυπνος Δυσσέας και του κρένει·
Αλκίνο, πρώτε βασιλιά, και τω λαών καμάρι,
καλό 'ναι αλήθεια τέτοιονε τραγουδιστή ν' ακούμε,
σαν πού 'ν' ετούτος, που θεού λες κι η φωνή του μοιάζει.


5 Τι πιο χαριτωμένη εγώ ζωή δεν ξέρω κι άλλη,
παρ' όταν όλος ο λαός τριγύρω αναγαλλιάζη,
και στα παλάτια οι σύδειπνοι αράδα καθισμένοι
ακούνε τον τραγουδιστή, με τα τραπέζια ομπρός τους
γεμάτα κρέας και ψωμί, κι ο κεραστής σαν παίρνη

10 απ' το κροντήρι το κρασί και χύνη στα ποτήρια.
Στον κόσμο τ' ομορφότερο λογιάζω αυτό πως είναι.
Όμως τα βαριοστέναχτα δεινά μου να ρωτήξης
σου 'ρθε λαχτάρα, πιο βαριά για να στενάζω ακόμα.
Τί πρώτο να σου δηγηθώ, και τί στερνό, που μύρια

15 κακά μου δώκανε οι θεοί που κατοικούν τα ουράνια.
Και πρώτα τ' όνομά μου ας πω, κι εσείς να το γνωρίστε,
κι εγώ κατόπι, το σκληρό το χάρο σαν ξεφύγω,
να μείνω πάντα φίλος σας, κι ας κατοικώ μακριά σας.
Είμ' ο Δυσσέας, του Λαέρτη ο γιός, που ξέρουν όλοι οι ανθρώποι

20 τους δόλους μου, κι η δόξα μου στον ουρανό ανεβαίνει.
Και κατοικώ στο λιόλουστο το Θιάκι, που έχει απάνω
το Νήριτο, τρανό βουνό που σειεί αψηλά τα φύλλα,
κι ολόγυρα πολλά νησιά τό 'να κοντά 'ναι στ' άλλο,
η Σάμη και το Δουλιχιό, κι η Ζάκυνθο η δεντράτη.

25 Ετούτη χάμου απλώνεται στα πέλαγα της Δύσης,
τ' άλλα νησιά 'ναι ξέχωρα, στ' ανάβλεμμα του ήλιου.
Πέτρες γεμάτο, μα καλό λεβέντες για να βγάζη.
Άλλο απ' τη γης μου πιο γλυκό δεν ξέρω εγώ στον κόσμο.
Με κράτησε κι η Καλυψώ, η θεά η χαριτωμένη,

30 μες στη σπηλιά της, κι άντρας της να γίνω λαχταρούσε·
με κράταε στα παλάτια της η Κίρκη, η θεά της Αίας,
η δολοπλέχτρα, κι άντρας της να γίνω λαχταρούσε·
όμως ποτές δε γύρισαν αυτές το νου μου εμένα.
Από πατρίδα και γονιούς γλυκότερο δεν έχει

35 τίποτ' ο άνθρωπος, κι ας ζη σε πλουτισμένο σπίτι
γης ξενικιάς κι απόμερης, μακριά από τους γονιούς του.
Μα τώρα το πολύπαθο ταξίδι ας ιστορήσω,
που ο μέγας Δίας μου όρισε σα μίσευα απ' την Τροία.
Από το Ίλιο ο άνεμος στους Κίκονες με πήρε,


40 στην Ίσμαρο· εκεί χάλασα και πολιτεία κι ανθρώπους·
κι όσες γυναίκες πήραμε και πλούτια από τη χώρα,
σωστά τα μοιραστήκαμε, το δίκιο νά 'χουν όλοι.
Τότες παρακινούσα εγώ να φύγουμε με βιάση,
μα αυτοί, μεγάλη η τρέλλα τους, δε θέλανε ν' ακούσουν,

45 μόν' πίναν άσμιχτο κρασί, και σφάζανε περίσσια
αρνιά, και λοξοπόδαρα στο περιγιάλι βόδια.
Πήγαν ως τόσο οι Κίκονες και Κίκονες φωνάξαν,
που από στεριάς γειτόνευαν και που ήταν πιότεροί τους,
και πιο παλληκαράδες τους, καλοί να πολεμούνε

50 απάνω απ' άρματα, ή πεζοί, σαν τό 'φερνε η ανάγκη.
Σαν τ' άνθια ήρθαν της άνοιξης αυτοί, και σαν τα φύλλα,
στο χάραμα. Μοίρα κακή τότ' έπεσ' απ' το Δία
σ' εμάς τους δύστυχους, πολλά για να μάς φέρη πάθια.
Στήσαν τον πόλεμο ομπροστά στα γλήγορα καράβια,

55 και πέφταν κι απ' τις δυό μεριές τα χαλκωτά κοντάρια.
Πρωΐ όσο ήταν, κι έπαιρνε το δρόμο της η μέρα,
βαστιόμασταν αγνάντια τους, κι ας ήταν πιότεροί μας,
Μα στώ βοδιών το λύσιμο σαν ήρθε ο Ήλιος, τότες
οι Κίκονες τους Αχαιούς πια τσάκισαν και σπρώξαν.

60 Έξη από κάθε πλεούμενο χαλκόποδοι συντρόφοι
σκοτώθηκαν. Οι άλλοι εμείς γλυτώσαμε απ' το χάρο.
Και σηκωθήκαμε απ' εκεί βαριόκαρδοι, μα πάλε
καλά που δε χαθήκαμε σαν τ' άλλα μας τ' αδέρφια.
Και δεν κινήσαν τα γερτά καράβια μας, ωσότου

65 φωνάξαμε από τρεις φορές καθένα απ' τους δικούς μας,
τους δύστυχους, που πέσανε απ' τους Κίκονες κομμένοι.
Κι έστειλ' απάνω μας Βοριά ο Δίας ο συννεφάρης,
κι άγρια φουρτούνα· σκέπασε τη γης και τα πελάγη
με νέφια, και κατέβηκε σκοτάδι απ' τα ουράνια.
Και τα καράβια καταμπρός χουμίζαν, και του ανέμου

70 η μάνητα ήρθε κι έσκισε κομμάτια τα πανιά μας.
Και κάτου εμείς τα ρίξαμε, χαμός να μη μάς έρθη,
και στη στεριά με τα κουπιά γοργά τραβήξαμε όξω.
Εκεί παραμονεύαμε δυό νύχτες και δυό μέρες,
και την καρδιά μάς έτρωγε το βάσανο κι ο κόπος.

75 Την τρίτη σα μάς έφερε τη μέρα η Χρυσαυγούλα,
κατάρτια στήνουμε, λευκά πανιά τραβάμε απάνω,
καθόμαστε, κι ο άνεμος μαζί με τους ποδότες
βάλαν τα πλοία στο δρόμο τους. Και τότες θ' αξιωνόμουν
στον τόπο μου άβλαβος να ρθώ, μα το Μαλέα γυρνώντας

80 κύμα και ρέμα και Βοριάς μάς βγάζουνε απ' το δρόμο,
και πέρ' από τα Κύθηρα στα πέλαα μάς πετάνε.
Μέρες εννιά μάς έδερναν οι φοβεροί οι ανέμοι
μες στα ψαράτα πέλαγα· στις δέκα στα λημέρια
τώ Λωτοφάγων ήρθαμε, που θρέφουνται με τ' άνθια.


85 Βγήκαμε τότες, και νερό σαν πήραμε από βρύση,
κοντά στα γοργοκάραβα στρώσαν φαγί οι συντρόφοι^
Σα φάγαμε, σαν ήπιαμε, και φράνθηκε η καρδιά μας,
συντρόφους τότες έστειλα να πάνε και να μάθουν
ποιοί ζούσανε σ' αυτή τη γης σιταροφάγοι ανθρώποι,

90 και διάλεξα νομάτους δυό με κήρυκα μαζί τους.
Πήγανε τότες, ζύγωσαν τους Λωτοφάγους άντρες,
και στους συντρόφους μας αυτοί κακό δε μελετούσαν
κανένα, μόν' τους έδωκαν λωτό ν' απογευτούνε.
Κι όποιος στο στόμα του έβαζε λωτού καρπό μελάτο,

95 δεν ήθελε πια μήνυμα να στείλη ή να γυρίση,
παρά να μείνουν θέλανε στη γης τώ Λωτοφάγων,
λωτό να τρώνε, γυρισμό πατρίδας λησμονώντας.
Κλαίγανε σαν τους έφερα με το στανιό στα πλοία,
και στα ζυγά αποκάτωθε τους έσυρα δεμένους.

100 Τούς άλλους τότες φώναξα συντρόφους ν' ανεβούνε
μεμιάς στα γοργοκάραβα, μην τύχη και κανένας
γευτή λωτό και γυρισμό πατρίδας λησμονήση.
Κι αυτοί έμπαιναν κι αραδιαστά καθίζανε στους πάγκους,
και τα νερά τ' αφρόασπρα με τα κουπιά βαρούσαν.

105 Βαριόκαρδοι τραβάμε εμπρός, κι ερχόμαστε στα μέρη
που οι δύστροποι κι οι άνομοι Κύκλωπες κατοικούνε·
αυτοί που στους αθάνατους θεούς τ' αφήνουν όλα,
και δε φυτεύουν, μήτε γης οργώνουνε απατοί τους,
μόν' καθετίς ανέσπαρτο κι ανόργωτο φυτρώνει,

110 στάρια, κριθάρια, κλήματα που δίνουν το κρασί τους
το σταφυλάτο, κι η βροχή του Δία τα μεγαλώνει.
Βουλές δεν έχουν, σύναξες και νόμους δε γνωρίζουν,
μόνε στων αψηλών βουνών τις άκρες λημεριάζουν,
μέσα σε σπήλια ολόβαθα, και ξέχωρα καθένας

115 κρίνει γυναίκα και παιδιά, και δεν ψηφάει τους άλλους.
Αγριονήσι απλώνεται παρόξω απ' το λιμάνι,
μήτε κοντά μήτε μακριά απ' τη χώρα των Κυκλώπων,
δεντρότοπος, κι αγριόγιδα βρίσκουντ' εκεί περίσσια,
τί ανθρώπινη πατημασιά τη ζωή δεν τους ταράζει,

120 μήτ' εκεί μπαίνουν κυνηγοί που σε ρουμάνια μέσα
με κόπους και με βάσανα σκαλώνουν κορφοβούνια.
Μήτε σκεπάζουνε τη γης κοπάδια εκεί κι αλέτρια,
μόνε άσπαρτη κι ανόργωτη κι από κατοίκους χήρα
για πάντα είναι, και χαίρουνται τα γίδια τη βοσκή της.

125 Τί πλοία κοκκινόπλωρα οι Κύκλωπες δεν έχουν,
και μαραγκούς να φτιάνουνε καλόστρωτα καράβια,
καλά για ν' αρμενίζουνε και νά 'ρχουνται σε χώρες,
και που μ' αυτά γυρίζοντας γνωρίζουνται οι ανθρώποι·

130 αν τά 'χανε, καλόχτιστο και το νησί τους θά 'ταν.
Καλό νησί, που θά 'φερνε στην ώρα τους απ' όλα·
δίπλα του αφρόασπρου γιαλού λιβάδια έχει δροσάτα
και μαλακά, που αθάνατα θα γίνουνταν αμπέλια·
ίσιος κι ο τόπος για όργωμα· το στάρι στον καιρό του

135 βαθύ θα το θερίζανε, τ' είναι παχύ το χώμα.
Και στο λιμιώνα τον καλό μήτε παράγγι θέλει,
μήτε να ρίχτης άγκουρες, κι ούτε να δένης πρύμη·
μόνε τραβούν τα πλοία στη γης οι ναύτες, κι απαντέχουν
την όρεξη του ταξιδιού, και πρύμος να φυσήξη.

140 Και τρέχει κρούσταλλο νερό στου λιμανιού την άκρη,
από πηγή βαθειάς σπηλιάς, μ' ολοτριγύρω λεύκες.
Εκεί να πιάσουμε ήρθαμε, και θεός μάς οδηγούσε,
μέσα σε νύχτα σκοτεινή, που τίποτις δε θώρειες·
τί καταχνιά μάς σκέπαζε, και μήτε το φεγγάρι

145 τα νέφια δεν το αφήνανε στον ουρανό να φέγγη.
Κανένας τότες το νησί δεν μπόρειε να ξανοίξη,
και τα μακριά τα κύματα που προς τη γης κυλιόνταν
δεν τά 'δαμε, ώσπου τα καλά καράβια σέρναμ' όξω.
Μαζώξαμε όλα τα πανιά σα σύρθηκαν τα πλοία,

150 και στ' ακρογιάλι βγήκαμε, κι εκεί μάς πήρε ο ύπνος
προσμένοντας την ώρια αυγή να ρθή και να μας φέξη.
Έφεξ' η ροδοδάχτυλη της νύχτας κόρη Αυγούλα,
και το νησί θαμάζοντας γυρνούσαμε να δούμε.
Οι νύφες τότες στα βουνά, του Δία οι θυγατέρες,

155 τα γίδια ξεκινήσανε, να βρουν φαγί οι συντρόφοι.
Γερτά δοξάρια και μακριά κοντάρια απ' τα καράβια
αμέσως φέρνουμε, και τρεις γενήκαμε παρέες·
χτυπάμε, και μάς έδωσε ο θεός λαμπρό κυνήγι.
Μ' ακολουθούσαν δώδεκα καράβια· στο καθένα

160 ως εννιά γίδια πέσανε· σ' εμένα αφήκαν δέκα.
Όλη τη μέρα, ως του ηλιού το γέρμα, καθισμένοι
με κρέας ξεφαντώναμε και με κρασί φλογάτο,
τί ακόμα βάσταε το κρασί το μαύρο στα καράβια,
που μάζωξε ο καθένας μας πολύ μες στις λαγήνες,

165 σαν πήραμε την ιερή τη χώρα των Κικόνων.
Και βλέπαμε αντικρύ καπνό στα μέρη των Κυκλώπων,
κι ακούγαμε μαζί μ' αυτούς τα γιδοπρόβατά τους.
Κι ο ήλιος σα βασίλεψε και πλάκωσε σκοτάδι,
να κοιμηθούμε γείραμε στης θάλασσας την άκρη.

170 Έφεξ' η ροδοδάχτυλη της νύχτας κόρη Αυγούλα,
και συντυχιά τους φώναξα, και σ' ολουνούς τους είπα·
Οι άλλοι εσείς να μείνετε, συντρόφοι αγαπημένοι·
εγώ με το καράβι μου και τους δικούς μου σέρνω,
να πάω να μάθω τί λογής ανθρώποι εκείθε ζούνε,

175 νά 'ναι άραγες αδιάντροποι κι άγριοι κι αδικοπράχτες,
ή τάχα είναι φιλόξενοι, με θεοφοβιά στο νου τους.»
Και στο καράβι ανέβηκα, και στους συντρόφους μου είπα
να λύσουνε τις γούμενες και στο καράβι νά 'μπουν.
Κι αυτοί έμπαιναν κι αραδιαστά καθίζανε στους πάγκους,

180 και τα νερά τ' αφρόασπρα με τα κουπιά βαρούσαν.
Στον τόπο σάνε φτάσαμε που αλάργα δε βρισκόταν,
βλέπουμε δίπλα στο γιαλό σπηλιά κατά την άκρη,
δαφνόστεγη, αψηλή, που αρνιά ξενύχτιζαν και γίδια,
κι αυλή με βαθορίζωτα λιθάρια τοιχωμένη

185 και μ' αψηλόφουντα ιδρυά και πεύκα ολοτριγύρω.
Άντρας εκεί θεόρατος λημέριαζε μονάχος,
που τα κοπάδια του έβοσκε σε απόμακρα, και μ' άλλους
δεν έσμιγε, παρά έπλεχνε αδικιές στη μοναξιά του.

190 Τέρας θεόρατο ήτανε, και με άντρα ψωμοφάγο
δεν έμοιαζε, παρά έμοιαζε δεντράτο κορφοβούνι,
που μέσα στ' αψηλά βουνά μονάχο ξεχωρίζει.
Τότες στους άλλους μου ακριβούς συντρόφους παραγγέλνω
εκεί να καρτερήσουνε, το πλοίο για να φυλάγουν,

195 και δώδεκα διαλέγοντας συντρόφους, έναν κι έναν,
ξεκίνησα με ασκί τραγιού, καλό κρασί γεμάτο.
Μου τό 'χε δώσει ο Μάρωνας, του Ευανθέα ο γόνος,
ιερέας του Απόλλωνα, της Ίσμαρος προστάτη,
που αυτόν, γυναίκα και παιδί διαφέντεψα από σέβας,

200 τ' είχε του Φοίβου Απόλλωνα το φουντωμένο δάσο
λημέρι του· και μού 'φερε μεγάλα δώρα τότες.
Μου χάρισ' εφτά τάλαντα χρυσάφι δουλεμένο,
κροντήρι, ασήμι μοναχό, και δώδεκα λαγήνες
μου γέμισε άσμιχτο κρασί, γλυκό πιοτό και θείο,

205 που δούλος δεν το γνώριζε στο σπίτι ή παρακόρη,
μόνε η γυναίκα του κι αυτός, και μιά κελάρισσά του.
Και για να πιούνε το γλυκό μαύρο κρασί, ένα μόνο
ποτήρι σε είκοσι έφτανε μέτρα νερό να χύση,

210 κι απ' το κροντήρι ανέβαινε το μοσκοβολητό του,
θάμα μονάχο· και κανείς να τ' αρνηθή δεν μπόρειε.
Γέμισ' ασκί τρανό μ' αυτό, πήρα μαζί και σάκκο
προμήθειες, τί απαρχής εγώ το μάντεψα στο νου μου
πως άντρα δύναμη πολλή ζωσμένο θ' ανταμώσω,

215 άγριο, που μήτε το σωστό μήτε το δίκιο νιώθει.
Γλήγορα πάμε στη σπηλιά, μα εκεί δε βρήκαμέ τον,
παρά έβοσκε έξω στις βοσκές τα πλούσια του κοπάδια.
Σαν μπήκαμε, κοιτάζαμε το τί 'χε μες στο σπήλιο·
τα τυροβόλια ολόγεμα, και μες στις μάντρες στοίβα

220 τ' αρνιά και γίδια, ξέχωρα κλεισμένο το κάθε είδος,
χώρια τα πρωτογέννητα, τα μεσιανά, τα τρίτα·
και αγγειά που τα πλημμύριζε τυρόγαλο· καρδάρια
και σκάφες, όλα διαλεχτά, που άρμεγε γάλα μέσα.
Τότε οι συντρόφοι μού 'κρεναν και με παρακαλούσαν,

225 τυριά και γιδοπρόβατα να πάρουμε απ' τις μάντρες,
και στο γοργό καράβι μας γυρίζοντας με βιάση,
πάς στ' αρμυρά τα κύματα να βγούμε· κι εγώ τότες
δεν άκουγα, αν και θά 'τανε πολύ καλύτερό μας,
μόνε ήθελα κι αυτόν να δω, και δώρα του να λάβω.

230 Μα αυτός δεν ήταν να φανή πρόσχαρος στους συντρόφους.
Και σαν ανάψαμε φωτιά και κάναμε θυσία,
πήραμε φάγαμε τυρί, και μέσα καθισμένοι
προσμέναμε ώσπου απ' τη βοσκή ξανάρθε· κουβαλούσε
ξύλα φορτιό τρομαχτικό, να τά 'χη για το δείπνο.

235 Σαν τά 'ριξε μες στη σπηλιά, βαρύ σηκώσαν βρόντο,
κι εμείς στα μέσα της σπηλιάς φύγαμε φοβισμένοι.
Μες στην απλόχωρη σπηλιά τα πρόβατα μαζώνει,
όσ' αυτός άρμεγε· όξωθε τ' αρσενικά του αφήκε,
τράγους, κριάρια, στριμωχτά στου αυλόγυρου τα βάθια.

240 Σήκωσε τότες κι έβαλε θυρόπετρα μεγάλη,
τόσο βαρειά, που εικοσιδυό δε θά 'σωναν αμάξια
τετράτροχα και δυνατά από χάμου να τη σύρουν.
Τέτοιο λιθάρι θεόρατο σαν έβαλε στη θύρα,
κάθισε, γίδες άρμεξε μαζί και προβατίνες,

245 με τάξη, και της καθεμιάς σιμά έβαλε τ' αρνί της.
Απ' τ' άσπρο γάλα το μισό κατόπι ξεχωρίζει,
το πήζει, και μες στα πλεχτά καλάθια το μαζώνει.
Τ' άλλο μισό το φύλαξε μέσα στ' αγγειά, να τό 'χη
για δείπνο του σαν ήθελε, να παίρνη και να πίνη.

250 Και τις δουλειές του βιαστικά σαν τέλειωσε, τη στιά του
άναψε, και, ως μάς ξάνοιξε, φωνάζει· «Ώ ξένοι, ποιοί είστε;
και πούθε ταξιδέψατε τους πελαγήσους δρόμους;
Τάχα δουλειά σας έφερε, ή εδώ κι εκεί πλανιέστε
στις θάλασσες, σαν πειρατές που τριγυρνούν και φέρνουν

255 με της ζωής τους κίντυνο ζημιά σε ξένον κόσμο;»
Είπε, κι εμάς μάς έκοψε μεμιάς τα ήπατά μας
το μουγκρητό του το βαρύ κι η όψη η γιγαντένια.
Όμως του απολογήθηκα κι αυτά τα λόγια του είπα·
Από την Τροία ερχόμαστε, Αχαιοί που μύριοι ανέμοι

260 μάς πέταξαν στης θάλασσας τα τρίσβαθα τα πλάτια.
Πατρίδα θέλαμε, κι αλλού μάς φέραν άλλοι δρόμοι·
τέτοιο του Δία στάθηκε το θέλημα κι η γνώμη.
Και λέμε απ' του Αγαμέμνονα του γιού του Ατρέα τ' ασκέρι
πως είμαστε, που ακούστηκε στα πέρατα του κόσμου

265 μεγάλη χώρα παίρνοντας, πλήθος λαό χαλνώντας.
Κι εμείς που εδώ βρεθήκαμε, προσπέφτουμέ σου τώρα,
φιλοξενιά ή και χάρισμα κανένα να μάς δώσης,
σαν που σε ξένους συνηθούν. Σεβάσου, ώ δυνατέ μου,
και τους θεούς· ικέτες σου στεκόμαστε ομπροστά σου,

270 Ξένους κι ικέτες αγαπάει ο Δίας να διαφεντεύη
ο θεός των ξένων των ιερών, που πάει μαζί τους πάντα.»
Έτσ' είπα, κι αυτός άξαφνα με κάκια μου αντισκόβει·
«Γιά κλούβιος είσαι, ώ ξένε μου, για μού 'ρθες από πέρα,
και να ψηφώ μου λες θεούς και να τους έχω φόβο·

275 το Δία τον αιγιδόσκεπο οι Κύκλωπες δεν ψηφούνε,
μήτε τους άλλους τους θεούς, τ' είμαστ' ανώτεροί τους.
Δε θα με κάνη η όχτρητα του Δία να σας αφήσω,
ή εσένα ή τους συντρόφους σου, σα δεν το θέλω ατός μου.
Λέγε μου ως τόσο, που άραξες τ' ωριόφτιαστο καράβι;

280 σε κάποιαν άκρη, ή πιο κοντά; τί αυτό να ξέρω θέλω.»
Αυτά είπε δοκιμάζοντας, μα δε με γέλαε εκείνος
εμένα τον πολύξερο, και του απαντώ με δόλο·
Ο τρανταχτής μου τσάκισε το πλοίο, ο Ποσειδώνας,
πετώντας το κατάβραχα σε κάβο εδώ της γης σας·

285 οι ανέμοι από τα πέλαγα το σπρώξανε, μα ετούτοι
μαζί μ' εμένα ξέφυγαν το φοβερό το τέλος.»
Είπα, μα από την κάκια του μιλιά δε βγάζει εκείνος·
μόν' χούμηξε, κι απλώνοντας τα χέρια στους συντρόφους,
άρπαξε δυό, και σα σκυλιά κάτου στη γης τους ρίχτει.

290 Κυλιούνταν χάμου τα μυαλά, και μούσκευαν το χώμα.
Τούς πήρε, τους κομμάτιασε, τους τοίμασε για δείπνο,
και σα λιοντάρι του βουνού τους τρώει χωρίς ν' αφήση
σπλάχνο, ψαχνό, για κόκκαλο γεμάτο από μεδούλι.
Κι εμείς στο Δία κλαίγοντας σηκώναμε τα χέρια,

295 τέτοια καμώματα φριχτά θωρώντας σαστισμένοι.
Κι ο Κύκλωπας τη διάπλατη σα γέμισε κοιλιά του,
κρέατ' ανθρώπου τρώγοντας και γάλα αγνό ρουφώντας,
μες στη σπηλιά ξαπλώθηκε σιμά στα πρόβατά του.
Τότες εγώ στοχάστηκα μες στην τρανή ψυχή μου,

300 να πάω κοντά, το κοφτερό σπαθί μου να τραβήξω,
και να το μπήξω ολόϊσα στα στήθια, εκεί που ο φράχτης
βαστάζει το συκώτι, αφού τον ψάξω με τα χέρια.
Μού 'ρθε όμως άλλος στοχασμός, κι είπα όχι· τί μαζί του
κι εμείς θένα χανόμασταν, το βράχο μη μπορώντας

305 το θεόρατο να σπρώξουμε, που έβαλε αυτός στη θύρα.
Και στεναχτά προσμέναμε τη θεία αυγή να φέξη.
Σά φάνη η ροδοδάχτυλη της νύχτας κόρη Αυγούλα,
φωτιά άναψε και τις παχειές άρμεγε προβατίνες,
με τάξη, και της καθεμιάς σιμά έβαζε τ' αρνί της.

310 Και τις δουλειές του σπήλιου του σαν τέλειωσε με βιάση
αρπάζει πάλε δυό μαζί, και γέμα του τους κάνει.
Από τη θύρα τον τρανό τότες σηκώνει βράχο,
κι όξω απ' το σπήλιο τα παχιά σαν πήρε πρόβατά του,
τον ξαναθέτει, σκέπασμα σα νά 'ταν σαϊτοθήκης.

315 Σφυρίζοντας ο Κύκλωπας ανέβαζε στα όρη
τα πρόβατα· κι εγώ στο νου σκέδιο οχτρικό ζητούσα
να γδικιωθώ, κι η Αθηνά να μου χαρίση δόξα.
Και να, ποιά γνώμη φάνηκε καλύτερη στο νου μου.
Μεγάλο χλωροκούτσουρο χάμου ήτανε στη μάντρα,

320 ελιά, που εκείνος τό 'κοψε, σαν ξεραθή να τό 'χη
ραβδί του· και μας φάνηκε, τηρώντας το, μεγάλο
όσο κατάρτι καραβιού των είκοσι κουπιώνε,
απ' τα πλατιά τα φορτηγά που στα πελάγη τρέχουν.
Τόσο τρανό φαινότανε στο μάκρος και στο πάχος.

325 Παίρνω και κόβω ως μιάν οργυιά κομμάτι από το ξύλο,
και να το πελεκήσουνε προστάζω τους συντρόφους·
κι αυτοί το σιάξαν τότ' εγώ στην άκρη το μυτώνω,
και σαν το καλοπύρωσα με της φωτιάς τη φλόγα,
το απίθωσα και τό 'κρυψα στην κοπριά αποκάτου,

330 που κοίτονταν αμέτρητη στοίβα παντού στο σπήλιο.
Και λέω στους συντρόφους μου να ρίξουν κλήρο, ποιοί τους
μαζί μου θα κοτήσουνε να πάρουν να του μπήξουν
μέσα στο μάτι το λοστό, καθώς τον πάρη ο ύπνος.
Βγήκαν εκείνοι που κι εγώ ποθούσα να διαλέξω·

335 τέσσερεις βγήκανε, κι εγώ πέμπτος μαζί τους ήμουν.
Σα βράδιασε, ήρθε φέρνοντας τ' ωριόμαλλο κοπάδι,
κι έβαλε μέσα τα παχιά τα πρόβατα στο σπήλιο,
όλα, χωρίς κανένα τους στην όξω αυλή ν' αφήση.
Ή κάτι ατός του νά 'νιωσε, ή θεός τόνε φωτούσε.

340 Σήκωσε τότες κι έβαλε την πέτρα τη μεγάλη,
και γίδες κάθισε άρμεξε μαζί και προβατίνες,
με τάξη, και της καθεμιάς σιμά έβαλε τ' αρνί της.
Και τις δουλειές του σπήλιου του σαν τέλειωσε με βιάση,
αρπάζει πάλε δυό μαζί και δείπνο του τους κάνει.

345 Τότες εγώ τον Κύκλωπα σιμώνω και του κρένω,
μ' ένα καρδάρι ολόγεμο μαύρο κρασί στα χέρια·
«Νά, πάρε, πιες, ώ Κύκλωπα, που τρως ανθρώπου κρέας,
να δής πιοτό που φύλαγα κρυμμένο στο καράβι
σου τό 'φερα για στάξιμο, ίσως και δείξης σπλάχνια,

350 και πίσω στείλης με, μα εσύ λυσσάς και δε χορταίνεις.
Και ποιός απ' τους πολλούς θνητούς, σκληρέ, θα ξαναρχόταν
εδώ, κατόπι απ' τ' άνομα καμώματά σου εδαύτα;»
Είπα, κι εκείνος με όρεξη το παίρνει και το πίνει,
και τόσο το γλυκάθηκε, που δεύτερο γυρεύει·

355
«Φέρε μου κι άλλο πρόθυμα, πες μου και τ' όνομά σου,
να σε φιλέψω δώρο εγώ, που να το καμαρώνης.
Δίνει κι εδώ στους Κύκλωπες η πλούσια γης σταφύλια
ζουμί γεμάτα, που η Βροχή του Δία τα ωριμάζει·
μα είναι της αμβροσίας αυτό και του νεχτάρου στάμα.»

360
Είπε, κι εγώ απ' το φλογερό κρασί ξανάδωσά του·
τρεις τόνε κέρασα φορές, και τρεις τό 'πιε ο χαμένος.
Και το κρασί στου Κύκλωπα τα φρένα σάνε μπήκε,
τότες με λόγια μαλακά του μίλησα και τού 'πα·
«Κύκλωπα, τ' όνομά μου θες ; Εγώ σ' το φανερώνω·

365 κι εσύ το δώρο που έταξες να με φιλέψης τώρα.
Κανένας όνομα έχω εγώ· Κανένα με φωνάζουν
κι η μάνα μου κι ο κύρης μου, κι οι άλλοι μου οι συντρόφοι.»
Έτσ' είπα, κι αυτός άξαφνα με κάκια απολογιέται·
«Και τον Κανέναν ύστερα απ' τους άλλους τους συντρόφους


370 θα φάω εγώ· μα πρώτα αυτούς· το δώρο σου αυτό θά 'ναι.»
Είπε, και στρώθη ανάσκελα πεσμένος, το χοντρό του
το σβέρκο πλάγι γέρνοντας καθώς κοιτόνταν, κι ύπνος
τον πήρε ακαταπόνετος, κι απ' το λαιμό του βγαίναν
κρασιά κι ανθρώπινες μπουκιές, που ξέρναε μεθυσμένος.


375 Έχωσα τότες το δαυλό στην αναμμένη στάχτη
να πυρωθή, και γκάρδιωνα με λόγια τους συντρόφους,
μην τύχη και κανένας τους δειλιάση και δεν έρθη.
Ότι άρχιζε το λιόξυλο να καίη, χλωρό κι αν ήταν,
και σπιθοβόλαε κόκκινο, απ' τη φωτιά το σέρνω.

380 Ολόγυρα στεκόντανε οι συντρόφοι μου, και θάρρος
μεγάλο κάποιος στην ψυχή θεός μάς είχε βάλει.
Πήραν αυτοί το σουβλερό το λιόξυλο στα χέρια,
το μπήξανε στο μάτι του, κι εγώ από πάνω τότες
το στριφογύριζα καθώς ο ξυλουργός τρυπάνι

385 στριφογυρνάει σε καραβιού δοκάρι, κι αποκάτου
τραβάν οι άλλοι από τις δυό τις άκρες το δεμένο
λουρί· και το κουνούν γοργά, και δος του αυτό γυρίζει·
παρόμοια το δαυλό κι εμείς τον πυρωμένο μέσα
στο μάτι του γυρνούσαμε, κι έτρεχε γύρω το αίμα.
Το μάτι καίγουνταν, κι ο αχνός ματόφυλλα και φρύδια

390 καψάλιζε, κι οι ρίζες τους από την πύρα τρίζαν.
Πώς όταν το σκεπάρνι του για το τρανό πελέκι
χώνει στο κρύο νερό χαλκιάς, χοχλοβουΐζει εκείνο,
σκληραίνοντας και δύναμη στο σίδερο γεννώντας,
έτσι το μάτι τσίριζε στο λιόξυλο τριγύρω.

395 Μούγκριζ' εκείνος φοβερά, κι αχολογούσε ο βράχος,
και φεύγαμ' εμείς τρέμοντας σαν έσυρε απ' το μάτι
το λιόξυλο με τα αίματα βαμμένο πέρα ως πέρα.
Το πέταξε απ' τα χέρια του τρελλός από τον πόνο,
και χούγιαξε φωνάζοντες τους Κύκλωπες να ρθούνε

400 απ' τις σπηλιές που φώλιαζαν πάς στ' άγρια κορφοβούνια.
Κι εκείνοι ακούσαν τον αχό, και δώθε κείθε ερχόνταν,
κι έξω απ' το σπήλιο στέκοντας ρωτούσαν τί παθαίνει·
«Τί κακό σού 'ρθε κι έτσι δα, Πολύφημε, φωνάζεις,
μέσα σε νύχτα αθάνατη, και μάς χαλνάς τον ύπνο;

405 Ή παίρνει σου τα πρόβατα κάποιος θνητός με ζόρι,
ή σε σκοτώνει αυτός μαθές με δύναμη ή με δόλο ;»
Κι ο δυνατός Πολύφημος μέσαθε κράζει· «Ώ φίλοι,
με δόλο, όχι με δύναμη· Κανένας ο φονιάς μου.»
Κι αυτοί του απολογήθηκαν με λόγια φτερωμένα·

410 «Κανένας σα δε σ' άγγιξε και μόνος σου σαν είσαι,
κακό που ο Δίας ο τρανός σου στέλνει, δεν ξεφεύγεις.
Μόν' κάλεσε τον κύρη σου, το ρήγα Ποσειδώνα.»
Είπανε, κι έφυγαν κι εγώ στα μέσα μου χαιρόμουν,
που τ' όνομα τους γέλασε, κι η περισσή μου γνώση.

415 Κι ο Κύκλωπας στενάζοντας απ' το βαρύ τον πόνο,
ψάχνει και πάει ως την μπασιά και το λιθάρι σέρνει·
και κάθισε στη θύρα ομπρός, απλώνοντας τα χέρια,
κάποιον να πιάση αν έβγαινε στ' αρνιά κρυμμένος μέσα.
Τόσο άμυαλος πως ήμουνα το θάρρεψε στο νου του.

420 Ως τόσο εγώ τρόπο σωστό ζητούσα για να φέρω
κακού θανάτου γλυτωμό σε μένα και στους άλλους,
και δόλους έπλεχνα πολλούς για χάρη της ζωής μας,
γιατί μεγάλη συφορά μάς τριγυρνούσε τότες.
Και να, ποιά γνώμη φάνηκε η καλύτερη στο νου μου.

425 Είχε κριάρια εκεί παχιά, πυκνόμαλλα, μεγάλα,
ωραία, και που μαύριζε η προβιά τους σα γιοφύλλι·
αυτά σιγά με λυγαριές καλοστριμμένες δένω,
που ο Κύκλωπας για στρώμα του τις είχε ο θεομπαίχτης,
όλ' από τρία· το μεσιανό μ' έν' άντρα φορτωμένο,

430 και τ' άλλα από τις δυό μεριές να τόνε διαφεντεύουν·
έτσι τα κάθε τριά αρνιά κι ένα άντρα κουβαλούσαν.
Πιάνω κι εγώ το πιο λαμπρό κριάρι από τη ράχη,
και στην κοιλιά του χαμηλά τη μαλλιαρή κρεμιέμαι,
απ' τ' ώριο του μαλλί σφιχτά και δυνατά πιασμένος.

435 Εκεί βαριαστενάζαμε προσμένοντας να φέξη.
Κι η ροδοδάχτυλη η Αυγή σα φάνηκε απ' τα σκότη,
προς τη βοσκή χουμίξανε τ' αρσενικά κοπάδι,
κι ανάρμεγα βογγούσανε τα θηλυκά στις μάντρες,

440 τί σκάζαν τα μαστάρια τους· κι αυτός τυραννισμένος
από τους πόνους, έψαχνε τις ράχες των προβάτων
ορθά καθώς στεκόντανε· μη νιώθοντας ο κλούβιος
πως όλοι στα μαλλάτα τους τα στήθια ήταν δεμένοι.
Προβάλλει απ' όλα πιο στερνό στη θύρα το κριάρι,

445 μ' εμένα τον παμπόνηρο και το μαλλί φορτιό του.
Και ψάχνοντάς το ο δυνατός Πολύφημος του κρένει·
«Κριάρι μου καλό, γιατί στερνό απ' το σπήλιο βγαίνεις,
εσύ που δεν απόμνησκες ποτές απ' τ' άλλα πίσω,
μόν' πρώτο τους χλωρούς ανθούς του γρασιδιού να κόψης

450 πηλάλαες, και στις ρεματιές ροβόλαες πάντα πρώτο,
και νά 'ρθης πρώτο το βραδύ βιαζόσουνα στη μάντρα;
και τώρα μού 'ρχεσαι στερνό· για τάχα του κυρού σου
κι εσύ το μάτι λαχταρείς, που με κακούς συντρόφους
μου τό 'βγαλε, σα ζάλισε με το κρασί το νου μου,

455 καταραμένος άνθρωπος, εκείνος ο Κανένας,
που εγώ θαρρώ από θάνατο κακό δε θα γλυτώση.
Αν είχες γνώμη όπως εγώ και μιλησιά σου 'ρχόταν,
για να μου πης που κρύβεται και δεν τον φτάνει η οργή μου,
εδώ κι εκεί θα σκόρπαγαν σκασμένα τα μυαλά του
στο σπήλιο χάμου, και μικρή θά 'χε η ψυχή μου ανάσα

460 απ' τα δεινά που ο άτιμος Κανένας μου έχει φέρει.»
Αυτά σαν είπε, τό 'σπρωξε καταόξω το κριάρι.
Κι απ' τη σπηλιά άμα βγήκαμε κι απ' της αυλής το γύρο,
ξελύθηκα, και ξέλυσα κατόπι και τους άλλους,
κι απ' τα λιγνόποδα τ' αρνιά, που ξύγγι ήταν γεμάτα,

465 πολλά στο δρόμο αρπάζοντας γυρνούμε στο καράβι.
Χαρήκαν σα μάς είδανε του καραβιού οι συντρόφοι,
εμάς που ξεγλυτώσαμε· τους άλλους τους θρηνούσαν.
Κι ευτύς εγώ τους έγνεψα ν' αφήσουνε τις κλάψες,
και πρόσταξα τα ωριόμαλλα τ' αρνιά μεμιάς να ρίξουν

470 στο πλοίο, και προς τ' αρμυρά τα πέλαα να τραβήξουν.
Και μέσα ευτύς μπήκαν αυτοί, καθίσανε στους πάγκους,
και τον αστραφτερό γιαλό με τα κουπιά βαρούσαν.
Σαν ήμασταν όσο μακριά μπόρειε η φωνή να φτάση,
τότες εγώ του Κύκλωπα πειραχτικά φωνάζω·

475 «Δέ σού 'ταν, Κύκλωπα, γραφτό, δειλού θνητού συντρόφους
να φας μες στη βαθειά σπηλιά με τόση αγριωσύνη.
Μόνε γραφτό 'ταν τα έργα σου τα μαύρα να σε βρούνε,
που δε φοβήθηκες, σκληρέ, στη στέγη σου τους ξένους
να φας, κι ο Δίας κι οι θεοί σου τα πλερώσαν τώρα.»

480 Είπα, κι εκείνου χόλιασε περσότερο η ψυχή του,
και ξεκολνώντας την κορφή τρανού βουνού, την παίρνει
κι ομπρός στο μελανόπλωρο καράβι την τινάζει·
  [και κόντεψε του τιμονιού την άκρη να βαρέση].
Κι η θάλασσα τρικύμισε σαν ήρθε κάτω η πέτρα·

485 κι ευτύς το κύμα τράβηξε στα πίσω το καράβι,
φουσκονεριά απ' το πέλαγο, κι ως τη στεριά το φέρνει,
Μα εγώ κοντάρι αρπάζοντας μακρύ τό 'σπρωξα αλάργα,
και στους συντρόφους έγνεψα με το κεφάλι αμέσως,
προστάζοντας να πιάσουνε κουπί για να σωθούμε,

490 απ' το χαμό· και στο κουπί μεμιάς αυτοί ριχτήκαν.
Στη θάλασσα όμως διάστημα σα βγήκαμε άλλο τόσο,
εγώ άλλη μιά του φώναξα του Κύκλωπα, αν κι οι άλλοι
με λόγια παρακαλεστά με μπόδιζαν και κρέναν·
«Τέτοιον αγριάνθρωπο τί θες, καημένε, κι ερεθίζεις;

495 που μιά του μοναχή πετριά μας γύρισε το πλοίο
κατά στεριάς και λέγαμε πως ήρθε πια ο χαμός μας.
Κι ανίσως τότες άκουγε λαλιά για φωνητό μας,
κομμάτια θα μας έκανε κεφάλια και καράβι,
με κάποια του χοντρόπετρα· τόσο μακριά τις ρίχτει.»

500
Είπαν, μα εγώ ο τρανόψυχος δεν ήθελα ν' ακούσω,
μόν' άλλη μιά του φώναξα με χολιασμένα σπλάχνα·

«Κύκλωπα, αν άνθρωπος θνητός κανένας σε ρωτήξη
πως έτυχε το μάτι σου κακοτυφλιά να πάθη,
τό 'χει τυφλώσει να τους πης ο κουρσευτής Δυσσέας,

505 του Λαέρτη ο γιός, που βρίσκεται στο Θιάκι η κατοικιά του.»
Αυτά είπα, και μουγκρίζοντας απολογήθη εκείνος·
«Αλλοίς, για δες πως τα παλιά μαντέματα μου βγήκαν,
Ήταν εδώ προφήτης μας παράξιος και μεγάλος,
ο Τήλεμος του Ευρύμου ο γιός, στη μαντοσύνη πρώτος,

510 που γέρασε μαντεύοντας στη χώρα των Κυκλώπων
αυτά όλα εκειός μου τά 'λεγε πως θα γενούν μιά μέρα,
και πως θα χάσω εγώ το φως απ' του Οδυσσέα τα χέρια.
Μα πάντα εγώ φαντάζομουν κάποιον τρανό λεβέντη,
πως θά 'ρθη εδώ με δύναμη μεγάλη αρματωμένος.

515 Κι άξαφνα τώρα ένας μικρός και τιποτένιος νάνος,
δαμάζοντάς με με κρασί το μάτι μου στραβώνει.
Μα έλα, Οδυσσέα, γύρνα εδώ, να σε ξενοφιλέψω,
και να σου κάμω προβοδό το θεό τον κοσμοσείστη·
γιατ' είμαι εκείνου εγώ παιδί, και κύρης μου παινιέται.

520 Και θα με γιάνη αν θέλη, αυτός, κι όχι άλλος μες στον κόσμο,
μήτε θεός μακαριστός, μήτε θνητός κανένας.»
Είπε, κι εγώ αποκρίθηκα· «Μακάρι να δυνόμουν
να σε στερήσω από ψυχή κι από ζωή, και μέσα
στα μαύρα λημεριάσματα να σε γκρεμίσω του Άδη,

525 να μην μπορή το μάτι σου ν' ανοίξη μήτε ο Σείστης.»
Είπα, κι αυτός δεήθηκε στο μέγα Ποσειδώνα,
απλώνοντας τα χέρια του στα ολόαστρα τα ουράνια·

«Ώ Ποσειδώνα, βασταχτή της γης, και μαυροχήτη,
συνάκουσέ με, αν σου είμαι γιός, και κύρης μου αν παινιέσαι·

530 κάμε ο Δυσσέας ο κουρσευτής να μη γυρίση πίσω,
[του Λαέρτη ο γιός, που βρίσκεται στο Θιάκι η κατοικιά του],
Κι αν είν' της μοίρας του γραφτό να δη τους ποθητούς του,
το σπίτι το καλόχτιστο και την πατρίδα εκείνος,
ας κακοφτάση αργά, χωρίς κανένα σύντροφό του,

535 με ξένο πλοίο, και συφορές να βρη στο σπιτικό του,»
Είπε, και τον συνάκουσε ο θεός ο μαυροχήτης.
Και τότες πιο θεόρατη ξανασηκώνει πέτρα,
στριφογυρνάει την, και με ορμή τη ρίχτει γιγαντένια,
και πίσω απ' το μαυρόπλωρο καράβι την τινάζει,

540 και κόντεψε του τιμονιού την άκρη να βαρέση.
Κι η θάλασσα τρικύμισε σαν ήρθε κάτω η πέτρα,
[κι ήρθε το κύμα κι έσπρωξε πέρ' απ' τη γης το πλοίο].
Και στο νησί σα φτάσαμε που τ' άλλα μας καράβια
τα καλοσκάρωτα έμνησκαν, και που οι συντρόφοι γύρω

545 καθόντανε και κλαίγουνταν προσμένοντας μας πάντα,
ίσια στον άμμο σύραμε και αράξαμε το πλοίο,
και τότες βγήκαμε κι εμείς απάνω στ' ακρογιάλι.
Και φέρνοντας τα πρόβατα του Κύκλωπα απ' το πλοίο,
τα μοιραστήκαμε, μη βγή κανείς αδικημένος.

550 Μα στων αρνιών το μοίρασμα μου δώσανε οι λεβέντες,
και το κριάρι ξέχωρα· και τό 'σφαξα στον άμμο,
του Δία του μαυρονέφελου, που είν' όλων βασιλέας,
και τα μεριά του πρόσφερα· μα εκείνος αψηφούσε
θυσίες, και λογάριαζε τα πλοία μας ν' αφανίση

555 τα καλοσκάρωτα, μαζί με τους καλούς συντρόφους.
Εκεί λοιπόν καθόμασταν ολήμερα ως το γέρμα,
με κρέατα και με κρασί γλυκό φαγοποτώντας.
Κι ο ήλιος σάνε βύθισε, κι απλώθηκε σκοτάδι,
να κοιμηθούμε πέσαμε στο περιγιάλι απάνω.

560
Έφεξ' η ροδοδάχτυλη της νύχτας κόρη Αυγούλα,
και τότες τους συντρόφους μου προστάζω στα καράβια,
να μπουν και τα πρυμόσκοινα να λύσουν. Κι αυτοί μπήκαν
κι απάς στους πάγκους πήγανε και κάθισαν αράδα,
και τον αστραφτερό γιαλό με τα κουπιά βαρούσαν.

565
Και πλέγαμε βαριόψυχοι, που αν κι ήμασταν σωσμένοι,
τόσους συντρόφους χάσαμε καλούς κι αγαπημένους.

Ραψωδία κ 
Τα περί Αιόλου και Λαιστρυγόνων και Κίρκης.

Στης Αιολίας το νησί τότε ήρθαμε, που ζούσε
του Ιππότη ο γιός ο Αίολος, των θεών αγαπημένος·
νησί πλεούμενο· χαλκός τειχί το περιζώνει,
γερό σε ορθά και γλιστερά θεμελιωμένο βράχια.

5 Και δώδεκα είχε αυτός παιδιά μες στ' ώριο του παλάτι,
έξη κοπέλλες, κι έξη γιούς, της ώρας παλληκάρια.
Στις έξη θυγατέρες του δίνει γαμπρούς τους γιούς του,
που ζούνε με τον κύρη τους και με την άξια μάνα,
και μύρια χαίρουνται μαζί πιοτά και καλοφάγια.

10 Ολήμερα γεμάτο αχό και τσίκνα το παλάτι,
κι ολονυχτίς πλαγιάζουνε με τα καλά τους ταίρια,
πάνω σε μαλακά χαλιά και σκαλιστά κρεβάτια.
Σ' αυτών τη χώρα φτάσαμε και τα λαμπρά παλάτια.
Μήνα με ξενοφίλευαν και καθετίς ρωτούσαν,

15 για το Ίλιο, για τους Αχαιούς, τα πλοία, το γυρισμό τους·
κι εγώ του τα δηγόμουνα με τη σειρά καθένα.
Μα σαν του ζήτησα κι εγώ να με ξεπροβοδώση,
όχι δεν είπε, μόν' καλή προβόδωση μου κάνει.
Έγδαρε βόδι εννιάχρονο, και μου 'δωσε τ' ασκί του

20 με κάθε ανέμου βουητερού φυσήματα γεμάτο·
τι ο γιός του Κρόνου φύλακα τον είχε των ανέμων,
να παύη ή να σηκώνη αυτός όποιον αγέρα θέλει.
Και μ' ασημένιο το 'δεσε μες στο καράβι νήμα,
που μήτε λίγο φύσημα απεκεί να μην ξεφεύγη·

25 και μου έβγαλε το Ζέφυρο για να καταβοδώση
κι εμάς και τα καράβια μας· μα ο δρόμος να τελειώση
δεν έμελλε· τι απ' αγνωσιά χαθήκαμε δική μας·
     Μέρες εννιά αρμενίζαμε μερονυχτίς· στις δέκα
αρχίζει πια και φαίνουνταν η γης η πατρική μου,

30 και τις φωτιές ξανοίγαμε που καίγαν αντικρύ μας.
Τότες εγώ γλυκόπεσα στον ύπνο αποσταμένος,
που κανενός δεν άφηνα του καραβιού τη σκότα,
μόνε ίδιος μου την κράταγα, πιο γλήγορα να 'ρθούμε·
κι όλοι οι συντρόφοι μου αρχινούν κι αναμεσά τους κρένουν,

35 πως τάχα μάλαμα έφερνα κι ασημικό μαζί μου,
του Αιόλου του τρανόκαρδου του γιού του Ιππότη δώρο.
Και γύρισε και μίλησε του πλαγινού του κάποιος.
     «Γιά δήτε πως τον αγαπούν παντού και τον τιμούνε,
σ' όποιους ανθρώπους έρχεται και σ' όποια χώρα βγαίνει.

40 Απ' την Τρωάδα θησαυρούς πολλούς κι ωραίους φέρνει,
κι εμείς, που το ίδιο κάναμε ταξίδι όπως εκείνος,
γυρίζουμε στον τόπο μας με τ' αδειανά τα χέρια.
Και τώρα δες τι ο Αίολος του χάρισε για αγάπη·
ας πάμε κι ας κοιτάξουμε τί να 'ναι τάχα ετούτα,

45 πόσο χρυσάφι μες στ' ασκί και πόσο ασήμι φέρνει.»
     Είπαν, και νίκησε η κακή βουλή μες στους συντρόφους.
Λύσαν τ' ασκί, και ξέσπασαν παντής λογής ανέμοι,
και στρόβιλος τους τράβηξε μακριά από την πατρίδα
στα πέλαγα, και κλαίγανε· κι εγώ ξυπνώ και βλέπω,

50 και μοναχός μου ανάδευα μέσα στον άξιο νου μου,
για από το πλοίο να ριχτώ και να χαθώ στο κύμα,
για να υποφέρω αμίλητα και ζωντανός να μείνω.
Κι είπα να μείνω ζωντανός, και στο καράβι μέσα
κοιτόμουν ολοσκέπαστος· και στο νησί του Αιόλου

55 οι ανέμοι μάς ξανάσπρωξαν, κι οι άλλοι αναστενάζαν.
     Βγήκαμε τότες, πήραμε νερό, κι η συντροφιά μου
καθίσαν κι έφαγαν κοντά στα γλήγορα καράβια.
Κι από φαγί κι από πιοτό σα χόρτασε η καρδιά μας,
πήρα μαζί μου κήρυκα, κι απ' τους συντρόφους έναν,

60 κι ως στου Αιόλου πήγαμε τα ξακουστά παλάτια·
τον ηύρα και τρωγόπινε με σύγκοιτη και τέκνα.
Άμα ήρθαμε, καθίσαμε κοντά στους παραστάτες,
πάς στο κατώφλι· απόρησαν αυτοί και με ρωτούσαν·
       «Πώς ήρθες ; τί κακοτυχιά σε βρήκε, ώ Οδυσσέα ;

65 Πρόθυμα εμείς σε στείλαμε στης γης σου τα λημέρια,
και στα παλάτια, κι όπου αλλού λαχτάραγε η καρδιά σου.»
     Είπαν κι εγώ αποκρίθηκα με την ψυχή θλιμμένη·
«Κακοί συντρόφοι μ' έβλαψαν, κι ύπνος σκληρός αντάμα·
μα εσείς που δύναμη έχετε, γλυτώστε μας, ώ φίλοι.»

70      Μέ τέτοια λόγια μαλακά τους μίλησα, μα εκείνοι
άλαλοι μείνανε όλοι τους, κι απάντησε ο πατέρας·
     «Γκρεμίσου, κακορίζικε, μεμιάς απ' το νησί μου·
καλό δεν το 'χω να δεχτώ και να ξεπροβοδώσω
άνθρωπο που οι μακαριστοί θεοί τον κατατρέχουν.

75 Γκρεμίσου, τι θεών οργή σ' έχει ως εδώ σταλμένο,»
     Είπε, και μ' έδιωξε απ' εκεί κι εγώ βαριοθλιβόμουν.
Και βγήκαμε αρμενίζοντας με την καρδιά καημένη.
Και με σκιαγμένο οι άντρες νου βαριά λαμνοκοπούσαν,
του κάκου, τι δε φαίνονταν του γυρισμού η ελπίδα.

80      Έξ μέρες αρμενίζαμε νύχτα και μέρα το ίδιο,
στις εφτά μέρες φτάνουμε στης Λάμος τ' ώριο κάστρο,
στην αψηλή Τηλέπυλο, τώ Λαιστρυγόνων χώρα,
που βοσκός μπαίνει και βοσκό που βγαίνει συντυχαίνει.
Άγρυπνος άνθρωπος μιστούς δυό εκεί μπορούσε να 'χη,

85 τον έναν βόδια βόσκοντας, κι αρνιά λευκά τον άλλον
τι οι δρόμοι βρίσκουνται κοντά της νύχτας και της μέρας.
Στ' ώριο λιμάνι μπήκαμε που βράχοι το τειχίζουν
τετράψηλοι κι από τη μιά πλευρά κι από την άλλη,
κι άκρες προβάλλουν πεταχτές αντίκρυ η μιά της άλλης

90 στη θάλασσα, κι είναι στενό του λιμανιού το έμπα·
κει μέσα φέρανε όλοι τους τα δίπλωρα καράβια.
Κοντά κοντά τα δέσανε μες στο βαθιό λιμιώνα,
τι κύμα εκεί δε φούσκωνε μικρό μήτε μεγάλο,
παρά γαλήνη απλώνονταν ολόλευκη παντούθε.

95 Εγώ μονάχος άραξα το μαύρο πλοίο μου έξω
κατά την άκρη, κι έδεσα στους βράχους τα παράγγια,
κι ανέβηκα και στάθηκα στ' αψήλου ν' αγναντέψω·
μα μήτε αντρώνε φαίνονταν μήτε βοδιών σημάδια,
μόνε καπνό αγναντεύαμε κι ανέβαινε από χάμου.

100 Τότες συντρόφους έστειλα να πάνε και να μάθουν
τί λογής ζουν σ' αυτή τη γης σιταροφάγοι ανθρώποι·
διάλεξα δυό, και κήρυκα τους έδωσα για τρίτο.
Κι αυτοί το δρόμο πήρανε τον ίσιο, που τ' αμάξια
στη χώρα απ' τ' αψηλά βουνά τα ξύλα κατεβάζαν.

105 Κόρη ανταμώνουν που έπαιρνε νερό απ' τη χώρα απόξω,
του Λαιστρυγόνα βασιλιά τη ζουλεμένη κόρη.
Στην Αρτακία κατέβαινε, την κρουσταλλένια βρύση,
που φέρνανε απ' εκεί νερό στη χώρα· αυτού σταθήκαν,
της μίλησαν, και ρώτηξαν ποιός να 'τανε του τόπου

110 ο βασιλιάς, και τάχα ποιούς όριζε αυτός ανθρώπους.
Κι εκείνη ευτύς τους έδειξε τα σπίτια του γονιού της.
Και βρήκαν τη γυναίκα του μες στα τρανά παλάτια,
σαν κορφοβούνι θεόρατη, κι η όψη της τρομάρα.
Φωνάζει αυτή απ' την αγορά μεμιάς τον Αντιφάτη,

115 τον άντρα της, κι αυτός φριχτό ξολοθρεμό ποθώντας,
αρπάζει κάνει δείπνο του τον έν' απ' τους συντρόφους.
Οι άλλοι οι δυό πετάχτηκαν και δρόμο στα καράβια.
Τότες εκείνος χούγιαξε στη χώρα, κι οι αντρειωμένοι
οι Λαιστρυγόνες χούμιξαν ολούθε σαν ακούσαν,

120 αρίθμητοι, και μοιάζανε Γίγαντες, κι όχι ανθρώποι.
Πέτρες, ενός αντρός φορτιό την καθεμιά, τινάζαν
από τα βράχια, κι έφερναν αχό στα πλοία μεγάλο,
τι οι ναύτες ξολοθρεύονταν και τα καράβια σπάζαν.
Σαν ψάρια τους καμάκιζαν κι άθλιο φαγί τους κάναν.

125 Κι όσο αφανίζονταν αυτοί μες στο βαθιό λιμιώνα,
εγώ το κοφτερό σπαθί τραβώ από το πλευρό μου,
και κόβω τα πρυμόσκοινα του μαύρου καραβιού μου.
Να πέσουν τότες στο κουπί προστάζω τους συντρόφους,
το χάρο να ξεφύγουμε· κι αυτοί καθίζουν όλοι,

130 κι αναταράζουν τα νερά με φόβο και τρομάρα.
Φεύγει απ' τους βράχους μιά χαρά τους κρεμαστούς, και βγαίνει
στη θάλασσα το πλοίο μου· τ' άλλα χαθήκαν όλα.
     Και πλέγαμε βαριόψυχοι, που αν κι ήμαστε σωσμένοι
τόσους συντρόφους χάσαμε καλούς κι αγαπημένους.

135 Στην Αία τότες ήρθαμε, νησί που κατοικούσε
η Κίρκη, η ωριόμαλλη θεά, κι η ανθρωπολαλούσα,
του Αιήτη του κακόβουλου η φοβερή αυταδέρφη.
Γονιοί τους και των δυονών ο φωτιστής ο Ήλιος
κι η Πέρση, που του Ωκεανού παινιόταν θυγατέρα.

140 Εκεί το αράξαμε σιγά στην άκρη το καράβι,
μες σε λιμάνι απάνεμο, και θεός μάς οδηγούσε.
Βγήκαμε τότες μείναμε δυό μέρες και δυό νύχτες,
τι ο αποσταμός την έτρωγε κι ο πόνος την καρδιά μας.
Την τρίτη σα μας έφερε τη μέρα η χρυσαυγούλα,

145 πήρα το κοφτερό σπαθί και το κοντάρι τότες,
κι απ' το καράβι κίνησα κι ανέβηκα τ' αψήλου,
ίσως κι ανθρώπων έργα ιδώ κι ακούσω τη λαλιά τους.
Σε βράχου στάθηκα κορφή, κι αγνάντια μου τηρώντας,
απ' την απλόχωρη τη γης καπνό θωρώ και βγαίνει,

150 μέσ' απ' τα δάση τα πυκνά, στης Κίρκης τα παλάτια.
Και τότες συλλογιόμουνα κι ανάδευα στο νου μου,
εκεί που μαύρο είδα καπνό να πάγω και να μάθω.
Κι αυτό μου φάνη πιο σωστό· να σύρω πρώτα κάτου
στο γοργό πλοίο και φαγί να δώσω τώ συντρόφων,

155 κι απέ να στείλω μέρος τους να πάνε και να μάθουν.
Ότι έφτανα προς το γυρτό καράβι, λες και κάποιος
θεός να με σπλαχνίστηκε τον έρμο, κι ένα λάφι
μου στέλνει αψηλοκέρατο, παχύ, στο δρόμο απάνω,
που από του δάσου τη βοσκή κατέβαινε στο ρέμα

160 να ξεδιψάση, που του ηλιού η πυράδα το 'χε ανάψει.
Κεί που έβγαινε, το βάρεσα στο ραχοκόκκαλο του,
κι από την άλλη πέρασε το χάλκινο κοντάρι.
Πέφτει βογγώντας καταγής, και πέταξε η πνοή του.
Το πάτησα, κι απ' την πληγή τραβώντας το κοντάρι,

165 το στρώνω χάμου, και σκοινί με λυγαριές και βούρλα
ως μιάν οργυιά σαν έστριψα, με τέχνη απ' άκρη ως άκρη,
καλόδεσα του θεότρανου του ζώου μαζί τα πόδια,
και στο καράβι το 'φερα απ' το σβέρκο φορτωμένος
με το κοντάρι ακούμπισμα, τι αλλιώς δε θα δυνόμουν

170 με το ένα χέρι να βαστώ τέτοιο θεριό στον ώμο.
Μπρος στο καράβι το 'ριξα, και σήκωσα τους φίλους,
καθένα τους σιμώνοντας και καλοπιάνοντας τους·
       «Αν και θλιβόμαστε, παιδιά, δεν κατεβαίνουμε όμως

175 στου Άδη ακόμα τους βυθούς πριν έρθη η μαύρη η ώρα.
Ελάτε, κι όσο βρίσκεται στο πλοίο μας φαγοπότι,
ας θυμηθούμε το φαΐ, κι ας μη μάς δέρνη η πείνα.»
     Είπα, κι αυτοί μ' ακούσανε, ξεσκέπασαν τα μάτια,
κι απάνου στην ακρογιαλιά θαμάζανε το λάφι,

180 κείνο το θεότρανο θεριό. Σαν το είδαν και χαρήκαν,
χερονιφτήκαν κι έστρωσαν αρχοντικό τραπέζι.
Και τότε εκεί καθόμασταν ολήμερα ως το γέρμα,
μ' άσωστο κρέας, με γλυκό κρασί φαγοποτώντας·
μα ο ήλιος σα βασίλεψε κι απλώθηκε σκοτάδι,

185 τότες κι εμείς πλαγιάσαμε στο περιγιάλι απάνω.
     Έφεξ' η ροδοδάχτυλη της νύχτας κόρη Αυγούλα,
κι όλους σε σύναξη έφερα, και μίλησά τους κι είπα·
«Όσος κι αν είναι ο πόνος σας, συντρόφοι, ακούσετέ με.

190 Πού 'ναι η αυγή δεν ξέρουμε, και που 'ναι το σκοτάδι,
και που βουτάει κάτω απ' τη γης ο φωτιστής ο Ήλιος,
και πάλε που σηκώνεται· μα ελάτε κι ας σκεφτούμε
αν κάποιος τρόπος βρίσκεται· δε βλέπω εγώ κανέναν.
Ανέβηκα στο ξάγναντο που είναι όλο βράχια και είδα,

195 νησί που ατέλειωτα κρατούν πέλαα στεφανωμένο·
νησί στρωμένο χαμηλά, μα ξάνοιγα στη μέση
καπνό που μέσ' απ' τα πυκνά τα δάσια ξεκινούσε.»
     Είπα, κι αυτούς τους κόπηκε η καρδιά, τι ανιστορούσαν
τα όσα ο Λαιστρυγόνας πριν τους έκαμε Αντιφάτης,

200 κι ο αντροφάγος Κύκλωπας με τη σκληρή τη γνώμη,
και δάκρυα αρχίσανε πικρά να χύνουν και να κλαίνε.
Μα τί όφελος τους έφερνε το τόσο μοιρολόγι ;
Τότ' εγώ χώρισα σε δυό παρέες τους συντρόφους,
και δυό τους έβαλ' αρχηγούς· εγώ στη μιά παρέα,

205 και το θεόμοιαστο όρισα Ευρύλοχο στην άλλη.
Μέσα σε κράνος χάλκινο τινάξαμε τους κλήρους,
κι ο κλήρος του τρανόψυχου του Ευρύλοχου πετιέται.
Κίνησε αυτός με εικοσιδυό συντρόφους, που όλοι κλαίγαν,
κι εμείς που πίσω μείναμε θρηνούσαμε το ίδιο.

210 Και βρήκαν σε ανοιχτοτοπιά, στης λαγκαδιάς τη μέση,
χτισμένα με το μάρμαρο της Κίρκης τα παλάτια.
Βουνήσους λύκους βλέπανε τριγύρω και λιοντάρια,
που τα 'χε η Κίρκη με κακά βοτάνια μαγεμένα·
μα απάνω τους δε χούμιζαν, μόν' τις μακριές ουρές τους

215 κουνώντας χοροπήδαγαν και τους καλοδεχόνταν.
Πώς τα σκυλιά, όταν έρχεται από τραπέζι ο αφέντης,
τον καλοδέχουνται, γλυκά λιγούδια καρτερώντας,
έτσι τα δυνατόνυχα λιοντάρια αυτά κι οι λύκοι
χαιρόνταν σειώντας την ουρά· μα εκείνοι φοβηθήκαν,
τέτοια θεριά παράξενα και τρομερά θωρώντας.

220 Στης ωριοπλέξουδης θεάς τα ξώθυρα καθίζουν,
κι ακούν την Κίρκη μέσαθε που γλυκοτραγουδούσε,
μεγάλο φαίνοντας πανί κι αχάλαστο, σαν που 'ναι
των θεών τα έργα τα ψιλά και τα λαμπρά και τα ώρια,
       Τότ' ο Πολίτης ο αρχηγός, που απ' όλους τους συντρόφους

225 μου 'τανε φίλος πιο πιστός, γυρίζει και τους κρένει·
«Παιδιά, πανί εκεί φαίνοντας κάποια θεά ή γυναίκα
με γλύκα τραγουδάει πολλή, κι αχολογάει ο πύργος.
Ας της φωνάξουμε.» Κι αυτοί της φώναξαν ν' ακούση.

230 Τρέχει στη θύρα τη λαμπρή κι ανοίγει τότε η Κίρκη,
και τους καλεί· και μπήκανε χωρίς να στοχαστούνε·
όμως δεν μπήκε ο Ευρύλοχος, φοβώντας κάποιο δόλο.
Τούς πήρε και τους κάθισε σε θρόνους και καθέδρες·
τυρί κι αλεύρια και ξανθό μέλι τους αναδεύει

235 με κρασί Πράμνειο, κι έσμιξε κακόχυμα βοτάνια,
που πίνοντας την πατρική τη γης τους να ξεχάσουν.
Και σαν τους κέρασε, κι αυτοί σαν ήπιαν, τότ' εκείνη
χτυπώντας τους με το ραβδί τους κλεί στις χοιρομάντρες·
κι άξαφνα χοίρου κάνουνε φωνή, κορμί, κεφάλι

240 και τρίχες, και μονάχα ο νους τους έμενε σαν πρώτα.
     Εκεί κλεισμένοι κλαίγανε, και για να φάνε η Κίρκη
τους έρριχνε πρινόκαρπους, ακράνια, βαλανίδια,
που οι χοίροι οι χαμοκύλητοι να τρώνε συνηθάνε.
Τότες ο Ευρύλοχος γυρνάει στο μελανό καράβι,

245 να πή την έρμη συφορά που βρήκε τους συντρόφους.
Μα ο πόνος τον συνέπνιγε, και λόγο δε δυνόταν
να βγάλη, παρά γέμιζαν τα μάτια του από δάκρυα,
κι ο νους του άλλο δεν ήξερε παρά το μοιρολόγι.
Μα εμείς τόνε ρωτούσαμε ολοένα σαστισμένοι,

250 και τότες τον ξολοθρεμό μάς ξήγησε των άλλων
     «Σάν που είπες, ώ Οδυσσέα λαμπρέ, κινήσαμε στα δάσια,
και βρήκαμε ανοιχτοτοπιά, στης λαγκαδιάς τη μέση,
που ήτανε μαρμαρόχτιστο κι αστραφτερό παλάτι.
Έφαινε κάποια εκεί πανί και γλυκοτραγουδούσε,

255 θεά ή γυναίκα· τότε αυτοί φωνάξανε ν' ακούση.
Τρέχει στη θύρα τη λαμπρή κι ανοίγει τους εκείνη
και τους καλεί· και μπήκανε χωρίς να στοχαστούνε·
όμως εγώ βαστάχτηκα φοβώντας κάποιο δόλο.
Όλοι τους χάθηκαν, και πια μήτ' ένας τους δε φάνη,

260 αν κι εγώ καθόμουν εκεί πολλή ώρα καρτερώντας.»
     Αυτά είπε, κι εγώ κρέμασα τρανό σπαθί στους ώμους
χαλκένιο, ασημοκάρφωτο, και πήρα το δοξάρι,
και πάλι να 'ρθη πρόσταξα, το δρόμο να μου δείξη.
Μα αυτός το γόνα μου έπιασε και με παρακαλούσε,

265 κι έτσι λαλούσε κλαίγοντας με λόγια φτερωμένα·
     «Άσε μ' εμένα, ώ διόθρεφτε· με το στανιό εκεί πέρα
μη με τραβάς· σου λέω εγώ πως μήτ' εσύ δε θα 'ρθης,
μήτε θα φέρης άλλονε· κι ας φύγουμ' απ' εδώθε
μ' ετούτους, όσο 'ναι καιρός ακόμα να σωθούμε.»

270      Έτσ' είπε, κι εγώ γύρισα κι απολογιά του κάνω·
«Κάθισ' εσύ, ώ Ευρύλοχε, σ' αυτόν εδώ τον τόπο,
στο κούφιο μαυροκάραβο κοντά να τρως να πίνης·
εγώ θα πάω, αβάσταχτη δύναμη εκεί με σπρώχνει.»
       Είπα, κι απ' το καράβι ευτύς κι απ' το γιαλό ανεβαίνω.

275 Κι ότι έμπαινα μες στο ιερό λαγκάδι, και να φτάσω
στους τρανούς πύργους κόντευα της μάγισσας της Κίρκης,
πηγαίνοντας μ' αντάμωσε ο Ερμής ο χρυσοράβδης,
μοιάζοντας νέο που αρχίζανε τα γένεια του να δρώνουν,
που τότες δα και φαίνεται χαριτωμένη η νιότη.

280 Κι εκείνος με χερόπιασε, και φώναξέ με κι είπε·
     «Τί πάλε μέσα στα βουνά μόνος γυρνάς, καημένε,
του τόπου ανήξερος; Εκεί, μες στους βαθιούς κρυψώνες,
της Κίρκης, οι συντρόφοι σου σα χοίροι είναι κλεισμένοι.
       Ή μήπως έρχεσαι να μπής και να τους λευτερώσης;

285 Μα δε θα ξαναβγής, θαρρώ, παρά κι εσύ θα μείνης.
Εγώ όμως θέλω από κακό να σε γλυτώσω τέτοιο.
Νά· έμπα μ' ετούτο το καλό βοτάνι στα παλάτια
της Κίρκης, κι από την κακή θα σε φυλάη την ώρα.
Όλες τις μαύρες τέχνες της θα σου τις πω εγώ τώρα.

290 Χυλό θα φτιάξη, και κακό βοτάνι θα του σμίξη,
μα το καλό βοτάνι που σου δίνω, δε θ' αφήση
να πιάσουνε τα μάγια της· τώρ' ας σου πω και τ' άλλα.
Άμα έρθη η Κίρκη με μακρύ ραβδί να σε βαρέση,
απ' το πλευρό σου τράβα εσύ το κοφτερό σπαθί σου,

295 και ρίξου της σα να ζητάς μ' αυτό να τη σπαράξης,
Θά φοβηθή, και θα σου πή μαζί της να πλαγιάσης.
Τότες εσύ μην αρνηθής με τη θεά να σμίξης,
κι έτσι να σε καλονοιαστή, να λύση και τους άλλους.
Μα πρώτα ας κάμη των θεών τον όρκο το μεγάλο,

300 πως δε θα βάλη άλλο κακό στο νου της, να μην τύχη
κι άμα σε δη γυμνό, αντρειά και δύναμη σου πάρη.»
     Είπε, και τράβηξε απ' τη γης ο Αργοφονιάς βοτάνι
και δίνοντάς το μου 'δειξε το κάθε φυσικό του.
Η ρίζα του κατάμαυρη, το λούλουδο σα γάλα,

305 μώλυ το λεν οι αθάνατοι, και δεν το ξερριζώνει
άνθρωπος εύκολα· οι θεοί μπορούν όμως τα πάντα.
     Τότες ανέβηκε ο Ερμής από το δεντρονήσι
στον αψηλόκορμο Όλυμπο, κι εγώ κατά τον πύργο
της Κίρκης με βαρειά καρδιά ξεκίνησα. Σαν ήρθα,

310 και στάθηκα στα πρόθυρα της θεάς της σγουρομάλλας,
της φώναξα, και μ' άκουσε, και τις φωτόλαμπρές της
θύρες ανοίγοντας αυτή με προσκαλούσε να 'μπω·
και πήγα εγώ κατόπι της με ταραγμένα στήθια.
Σε αργυροκάρφωτο θρονί με κάθισε άμα μπήκα,

315 ωραίο και περίτεχνο, μ' ακουμποπόδι ομπρός μου,
και μου 'δωσε χυλό να πιω μες σε χρυσό ποτήρι,
ρίχνοντας μέσα βότανα, και μαύρα μελετώντας.
Σαν πήρα κι ήπια, και της θεάς τα μάγια δεν με πιάσαν,
με βάρεσε με το ραβδί, και φώναξε με κι είπε·

320 «Στη χοιρομάντρα έλα κι εσύ, να σμίξης με τους άλλους.»
Είπε, κι εγώ το κοφτερό τραβώ σπαθί απ' τη μέση,
και χύνομαι, σα να 'θελα μ' αυτό να τη σπαράξω.
Έσκουξε αυτή, και σκύβοντας τα γόνατά μου πιάνει
και κλαίγονταν και μου 'κρενε με λόγια φτερωμένα·

325      «Ποιός είσ' εσύ, κι ο τόπος σου, και ποιά τα γονικά σου;
Παράξενο, βοτάνια μου να πιής, και να μην πιάσουν.
Άλλος θνητός δε βάσταξε κανένας ως τα τώρα,
μιάς κι ήπιε, κι απ' τα χείλη του περάσαν τα πιοτά μου.
Μα εσένα ο νους σου αμάγευτος στα σωθικά σου μνήσκει.

330 Αλήθεια ο πολυσόφιστος εσύ Οδυσσέας θα 'σαι,
που ο χρυσοράβδης πάντα Ερμής μου το 'λεγε πως θα 'ρθη,
από την Τροία γυρίζοντας με το γοργό καράβι.
Μες στο φηκάρι το σπαθί ξανάβαλέ μου, κι έλα
να πάμε στο κρεβάτι μου μαζί ν' αγκαλιαστούμε,

335 και στης αγάπης τα φιλιά να βρούμε μπιστοσύνη.»
     Αυτά σα μίλησε η θεά, γυρίζω και της κρένω·
«Ώ Κίρκη, πως ζητάς εγώ να σου φερθώ με γλύκα,
που χοίρους στα παλάτια σου τους φίλους μου έχεις κάμει,
κι εμένα εδώ κρατώντας με πονηρευτά καλείς με

340 στο θάλαμό σου, τάχα εκεί μαζί σου να πλαγιάσω,
κι έτσι, σα γυμνωθώ, αντρειά και δύναμη μου πάρης;
Μα εγώ πάς στο κρεβάτι σου δε δέχουμαι ν' ανέβω,
ά δεν θελήσης, ώ θεά, βαρύ να κάμης όρκο,
πως άλλο αγνάντια μου κακό στο νου σου δε θα βάλης.»

345      Είπα, κι αυτή μου ορκίστηκε καθώς εγώ ζητούσα.
Κι άμα τον όρκον άμωσε και πήρε ο όρκος τέλος,
τότες απάνω στ' ώριο της ανέβηκα κρεβάτι,
     Ως τόσο συγυρίζανε μες στα παλάτια οι βάγιες.
Τέσσερεις ήταν, κι είχανε των παλατιών την έννοια·

350 από βρυσούλες και δεντρά τη φύτρα τους κρατούσαν,
κι απ' τα ποτάμια τα ιερά που στους γιαλούς κυλιούνται.
Μιά σκέπαζε όλα τα θρονιά με πορφυρένιες σκέπες,
πανώριες, με αποκάτουθε λινόφαντα απλωμένα·
τραπέζια η άλλη ασημωτά μπρος στα θρονιά τραβούσε,

355 κι απάνω τους αράδιαζε χρυσόπλεχτα πανέρια·
η τρίτη μέσα στ' αργυρό ανακάτωνε κροντήρι
γλυκό κρασί, και μοίραζε μαλαματένια τάσια·
και φέρνει η τέταρτη νερό, και τις φωτιές ανάβει
κάτου από τρίποδα τρανό, και το νερό ζεσταίνει.

360 Και το νερό σαν έβρασε στ' αστραφτερό λεβέτι,
το πήρε, συχλιό το 'καμε, καλόδεχτο να γίνη,
και βάζοντάς με σε λουτρό, περνάει κεφάλι κι ώμους,
και τη βαρειά την κούραση σηκώνει απ' το κορμί μου.
Σα μ' έλουσε και μ' άλειψε με το παχύ το λάδι,

365 και μ' ώρια χλαίνα μ' έντυσε και με χιτώνα η κόρη,
με πήρε και με κάθισε σ' αργυροκάρφωτη έδρα,
περίτεχνη και πλουμιστή, μ' ακουμποπόδι ομπρός μου·
[και μπρίκι για το νίψιμο μου φέρνει τότε η βάγια,
ώριο, χρυσό και χύνει μου στην αργυρή λεγένη

370 για να πλυθώ, και στρώνει μου το γυαλιστό τραπέζι.
Σεμνή κελάρισσα έφερε ψωμί και παραθέτει,
κι από τα καλοφάγια της μου πρόσφερε περίσσια,]
και να γευτώ με κάλεσε· μα εγώ δεν μπόρουν ήταν
ο νους μου αλλού, και πρόβλεπε πολλά δεινά η ψυχή μου.

375      Τηρώντας με να κάθουμαι, και χέρι να μη βάζω
στο φαΐ, παρά να φαίνουμαι σε θλίψη βυθισμένος,
σιμώνει η Κίρκη, και μιλάει με φτερωμένα λόγια·
       «Τί κάθεσαι μαθές βουβός, και τρως τα σωθικά σου,
και δεν αγγίζεις μήτε φαΐ, μήτε πιοτό, Οδυσσέα ;

380 ή δόλους υποψιάζεσαι καινούργιους ; Μα κατόπι
απ' το βαρύ τον όρκο μου, δεν έχεις να φοβάσαι.»
     Έτσ' είπε· και γυρίζω εγώ και της απολογιέμαι·
«Ποιός άντρας, Κίρκη, γνωστικός θα 'χε καρδιά να παίρνη
φαΐ ή πιοτό πριν τους καλούς συντρόφους του γλυτώση,

385 και γλυτωμένους πριν τους δη με τα δικά του μάτια ;
Μα ολόψυχα εσύ αν ποθής να πιω εδώ και να φάγω,
λύσ' τους, να δουν τα μάτια μου τ' αγαπητά μου αδέρφια.»
     Είπε, κι απ' τα παλάτια της η θεά περνάει και βγαίνει,
ραβδί κρατώντας, κι έρχεται, τη χοιρομάντρα ανοίγει.

390 Τούς έβγαλε, και μοιάζανε θρεφτάρια εννιά χρονώνε.
Αγνάντια της σταθήκανε, κι από σιμά περνώντας
η Κίρκη, μ' άλλο βότανο τους άλειψε έναν έναν.
Απ' τα κορμιά τους χύθηκαν όλες οι τρίχες τότες,
που 'χαν φυτρώσει με της θεάς το βλαβερό βοτάνι,

395 κι άνθρωποι ξαναγένηκαν καλύτεροι απ' τα πρώτα,
στη νιότη και στ' ανάστημα, στην ομορφιά, στη χάρη,
Και με είδαν και με γνώρισαν, και μου 'πιασαν το χέρι,
και κλαίγαν με καρδιόπονο, και μέσα στα παλάτια
αχολογούσε η κλάψα τους, που ως κι η θεά λυπήθη.

400 Σιμά μου τότες στάθηκε η λαμπρή θεά και μου 'πε·
     «Διογέννητε του Λαέρτη γιέ, πολύτεχνε Οδυσσέα,
ξεκίνα τώρα στο γιαλό και στο γοργό καράβι,
Τραβήξτε πρώτα στη στεριά το πλοίο· εκεί μαζώξτε
μες στις σπηλιές τα πράματα και τ' άρμενα σας όλα,

405 κι ύστερα γύρνα φέρνοντας μαζί σου τους συντρόφους,»
     Αυτά είπε· κι η αντρίκια μου ψυχή δεν έλεγε όχι·
και πήγα κατά το γοργό καράβι στ' ακρογιάλι,
και βρήκα εκεί τους ακριβούς συντρόφους στο καράβι,
να δέρνουνται και να θρηνούν αχνοί και δακρυσμένοι.

410 Κι ως τα μοσκάρια στο μαντρί την ώρα που γυρίζουν
απ' το γρασίδι στην αυλή χορτάτες οι αγελάδες,
όλα μαζί χοροπηδούν μπροστά τους, που κι η στάνη
δεν τα χωρεί, κι ανέπαυα γύρω στις μάνες τρέχουν
μουγκρίζοντας, έτσι κι αυτοί σα μ' είδανε κοντά τους,

415 χουμίζανε δακρύζοντας· και φάνηκε στο νου τους,
σα να 'ρθανε στον τόπο τους, στο πετρωτό το Θιάκι,
εκεί που γεννηθήκανε κι εκεί που ανατραφήκαν.
Θρηνώντας τότες μου 'πανε με φτερωμένα λόγια·
       «Ο γυρισμός σου, ώ διόθρεφτε, τόση χαρά μάς δίνει,

420 όση το Θιάκι ά βλέπαμε, το ποθητό νησί μας.
Και τώρα πες μας το χαμό των άλλω μας συντρόφων.»
     Και τους απολογήθηκα με μαλακά εγώ λόγια·
«Πρώτα το πλοίο ας σύρουμε στη γης, κι ας κουβαλάμε
μες στις σπηλιές τα πράματα και τ' άρμενά μας όλα·

425 κι εσείς μαζί μου να 'ρθετε κατόπι τοιμαστήτε,
στης θεάς της Κίρκης τα ιερά παλάτια, για να δήτε
τους φίλους που φαγοποτούν, τι έχουν εκείνοι απ' όλα.»
     Είπα, κι εκείνοι ακούσανε τα λόγια μου. Ένας όμως,
ο Ευρύλοχος, μου μπόδιζε τους άλλους τους συντρόφους,

430 και φώναζέ τους, κι έλεγε με λόγια φτερωμένα·
     «Πού πάτε, ώ κακορίζικοι, τί συφορές ζητάτε,
και θέτε να μαζεύεστε στης Κίρκης τα παλάτια,
που χοίρους θα μας κάμη αυτή και λύκους και λιοντάρια,
να της φυλάμε το λαμπρό παλάτι με το ζόρι,

435 σαν που έκαμε και ο Κύκλωπας στη μάντρα του όταν μπήκαν
μέσα οι σύντρόφοι μας κι αυτός ο απόκοτος Δυσσέας,
που από την τρελά του κι αυτοί χαθήκανε και πάνε.»
     Είπε, κι εμένα μέσα μου μού 'ρθε έτσι να τραβήξω
απ' το παχύ μου το μερί την κοφτερή τη σπάθα,

440 μιά να του δώσω, και στη γης να πέση η κεφαλή του,
κι ας ήτανε και συγγενής στενός μου· μα οι συντρόφοι
με κράταγαν από παντού μιλώντας μου με γλύκα·
     «Ας τον αφήσουμε πια αυτόν, θεογέννητε, αν ορίζης,
να μείνη στο κατάγιαλο και να φιλάει το πλοίο·

445 κι εμάς στης Κίρκης τα ιερά παλάτια οδήγησέ μας.»
     Κι απ' το καράβι ανέβηκαν, κι απ' του γιαλού την άκρη,
και πίσω μήτ' ο Ευρύλοχος δεν έμεινε, μόν' πήγε
κι αυτός, γιατί φοβήθηκε τα τρομερά μου λόγια.
       Τούς άλλους πάλε φίλους μας μες στα παλάτια η Κίρκη

450 τους έλουσε, τους άλειψε με το παχύ το λάδι,
τους φόρεσε όλους με κρουστές χλαμύδες και χιτώνες·
και μέσα εκεί τους βρήκαμε που τρώγανε και πίναν.
Και βλέποντας καθένας τους και νιώθοντας τον άλλον,
στενάζανε και κλαίγανε, που αχολογούσε ο πύργος.

455      Στάθηκε ομπρός μου η τρίχαρη θεά και μου 'πε τότες·
«Διογέννητε του Λαέρτη γιέ, πολύτεχνε Οδυσσέα,
μην κλαίτε και μη δέρνεστε· κι εγώ το ξέρω πόσα
μέσα στις άγριες θάλασσες παθήματα σας ήρθαν,
και πόσα βάσανα στη γης από άδικους ανθρώπους.

460 Ελάτε τώρα στο φαΐ και στο κρασί καθίστε,
ώσπου να ψυχοπιάσουνε τα σπλάχνα σας, και να 'στε
σαν τότες που τ' αφήσατε το πετρωτό σας Θιάκι,
κι όχι σαν τώρα μισεροί και παραπονεμένοι,
που όλο θυμάστε τ' άπειρα φριχτά πλανέματά σας,

465 κι ο νους σας από τα πολλά δεινά χαρά δεν ξέρει.»
     Αυτά είπε, κι η λεβέντικη, την άκουσε η ψυχή μας.
Και μείναμε γλεντίζοντας ολάκερο ένα χρόνο
με τα περίσσια κρέατα και το γλυκό κρασί της.
Μα ο χρόνος σάνε γύρισε με τώ μηνών το διάβα,

470 κι οι μέρες μεγαλώνανε, τότε οι καλοί συντρόφοι
με πήρανε παράμερα και μίλησαν και μου 'παν·
     «Καιρός πια την πατρίδα μας να θυμηθής, καημένε,
γραφτό σου αν είναι να σωθής και ν' αξιωθής να φτάσης
στο σπίτι σου τ' ωριόχτιστο, στην πατρική σου χώρα.»

475      Αυτά είπαν, και η λεβέντικη τους άκουσε ψυχή μου,
[ Και τότε εκεί καθόμασταν ολήμερα ως το γέρμα,
μ' άσωστο κρέας, με γλυκό κρασί φαγοποτώντας·
μα ο ήλιος σα βασίλεψε κι απλώθηκε σκοτάδι,
οι άλλοι στα βαθιοΐσκιωτα πλαγιάσανε παλάτια. ]

480 Κι εγώ στης Κίρκης το λαμπρό ανεβαίνοντας κρεβάτι,
τα γόνατά της έπιασα και την παρακαλούσα,
κι άκουγε αυτή τα φτερωτά που της λαλούσα λόγια.·
     «Ώ Κίρκη, αυτό που μου 'ταξες καιρός να το τελέσης·
στείλε με πια στον τόπο μου· το λαχταρεί η ψυχή μου,
το λαχταρούν κι οι φίλοι μου, που την καρδιά μου τρώνε,

485 κι ολόγυρα μου δέρνουνται κάθε ώρα που εσύ λείπεις.»
     Αυτά είπα, κι η πανέμορφη θεά μου απολογιέται·
«Διογέννητε του Λαέρτη γιέ, πολύτεχνε Οδυσσέα,
δε θέλω πια να μένετε με το στανιό κοντά μου.
Όμως κι έν' άλλο πρώτα εσείς θα κάμετε ταξίδι·

490 στης Περσεφόνης της σκληρής και στου Άδη τα λημέρια
θα πάτε, τα μελλούμενα ν' ακούστε απ' το Θηβαίο
τον Τειρεσία, τον τυφλό μάντη που ο νους του ακόμα
κρατιέται, τι κι αν πέθανε, τη γνώση η Περσεφόνη
του φύλαξε, και δε γυρνάει σαν ίσκιος με τους άλλους.»

495      Αυτά σαν είπε, εμένανε ραγίστηκε η καρδιά μου·
και στο κλινάρι κάθισα και το 'ριξα στο κλάμα,
και μήτε ζωή μήτε ήλιου φως δεν ήθελε η ψυχή μου,
Μα σα χαμοκυλίστηκα και χόρτασα το κλάμα,
πάλε της ξαναμίλησα και ρώτηξά την κι είπα·

500      «Και ποιός το δρόμο αυτό θα ρθή και θα μάς δείξη, ώ Κίρκη ;
Δεν πήγε με πλεούμενο κανείς στον Άδη ακόμα.»
     Αυτά είπα, κι η πανέμορφη θεά μου απολογιέται·
«Διογέννητε του Λαέρτη γιέ, πολύτεχνε Οδυσσέα,
για οδηγητή μη νοιάζεσαι του μαύρου καραβιού σου·

505 στήσ' το κατάρτι, τέντωσε τ' άσπρα πανιά, και κάθου·
θα σου φυσήξη μιά ο Βοριάς, κι εκεί το πλοίο θα φέρη,
Μα το βαθύ καθώς διαβής Ωκεανό και φτάσης
στον άγριον όχτο και στ' αχνά της Περσεφόνης δάσια,
με τις ιτιές τις άκαρπες και τις ψηλές τις λεύκες,

510 άραξ' εκεί το πλοίο σου στου Ωκεανού την άκρη,
και στου Άδη κίνησε να πάς τ' αραχνιασμένο σπίτι,
Εκεί ο Πυριφλεγέθοντας στου Αχέροντα το ρέμα
κυλιέται με τον Κωκυτό που πέφτει από τη Στύγα,
κι ο βράχος που βαρύβροντα τα δυό ποτάμια σμίγουν.

515 Σα φτάσης, ώ ήρωα, κοντά στον τόπο που ιστορώ σου,
σκάψε ως μιά πήχη λάκκο εκεί του μάκρου και του πλάτου
και χύσε ολόγυρα σταλιές στους πεθαμένους όλους,
πρώτα μελόνερο, ύστερα γλυκό κρασί, και τρίτο
πάλε νερό· και με λευκό πασπάλιζέ τα αλεύρι·

520 και λέγοντας πολλές ευκές στ' αδύναμα κεφάλια
των πεθαμένων, τάξε τους πως άμα ερθής στο Θιάκι
στείρα δαμάλα διαλεχτή στον πύργο σου θα σφάξης,
και πως θ' ανάψης τους πυρά γεμάτη ωραία δώρα,
και χώρια αρνί κατάμαυρο του Τειρεσία θα κόψης,
  του κοπαδιού το πιο καλό. Και σαν παρακαλέσης

525 με προσευχές τα δοξαστά των πεθαμένων πλήθια,
σφαχτό κριάρι πρόσφερε και μαύρη προβατίνα
γυρνώντας τα προς το Έρεβος· μα γύρνα εσύ αποκείθε,
κι αντίκρυζε του ποταμού τους όχτους· τότες θα 'ρθουν
αυτού σιμά σου πάμπολλες ψυχές των πεθαμένων,

530 Βάλε και τους συντρόφους σου να γδάρουν και να κάψουν
τ' αρνιά που τα 'χει αλύπητο μαχαίρι εκεί ριγμένα,
και προσευκές να κάμουνε στους δυό θεούς, στον Άδη
το φοβερό, και στη σκληρή συνάμα Περσεφόνη·
κι εσύ, απ' τη μέση σέρνοντας το κοφτερό σπαθί σου,

535 κάθου, και διώχνε τώ νεκρών τ' αδύναμα κεφάλια
μακριά απ' το αίμα, ως ν' ακουστή του Τειρεσία ο λόγος,
Κι ευτύς ο μάντης θα φανή και θα σου πη, ώ αφέντη,
του δρόμου τα μετρήματα, και πούθε θα περάσης
τα πέλαα τα πολύψαρα στη γης σου να γυρίσης,»

540      Αυτά είπε, κι η χρυσόθρονη σαν πρόβαλε η Αυγούλα,
με πήρε και με φόρεσε χιτώνα και χλαμύδα·
κι ίδια της φόρεμα έβαλε περίλαμπρο, μεγάλο,
ψιλόφαντο και λιμπιστό· κατόπι ωριό ζουνάρι
ολόχρυσο στη μέση της, και σκέπη στο κεφάλι,

545 Τότες στους πύργους μπήκα εγώ, κι ένα ένα τους συντρόφους
παρακινούσα από κοντά με λόγια μελωμένα.
     «Μήν πια βαθιά ανεσαίνετε μες στο γλυκό τον ύπνο,
μόν' πάμε· η Κίρκη η δέσποινα μου ορμήνεψε το δρόμο.»
       Τούς είπα, κι η λεβέντικη με υπάκουσε ψυχή τους,

550 Μα κι αποκείθε απείραχτους δεν πήρα τους συντρόφους·
κάποιος, ο Ελπήνορας, μικρός, κι όχι άντρας στους πολέμους,
μήτε και στα μυαλά γερός, παράμερα απ' τους άλλους
είχε πλαγιάσει στη σκεπή των παλατιών της Κίρκης,
δροσιά να βρη με του κρασιού το βάρος ζαλισμένος.

555 Μα ακούγοντας το σάλαγο που φεύγανε οι συντρόφοι,
πετιέται απάνω· αστόχησε να κατεβή απ' τη σκάλα
ξανά την αψηλή, κι ομπρός ίσια τραβώντας πέφτει
από τη στέγη· ο σβέρκος του έσπασε απ' τα σφοντύλια,
κι αμέσως στου Άδη τους βυθούς κατέβηκε η ψυχή του.

560      Στό δρόμο που πηγαίναμε τους είπα αυτά τα λόγια·
«Θά λέτε δα στα σπίτια μας και στην καλή πατρίδα
πως πάμε· όμως μάς όρισε άλλο ταξίδι η Κίρκη,
στης Περσεφόνης της σκληρής και στου Άδη τα λημέρια,
τους λόγους για ν' ακούσουμε του μάντη Τειρεσία.»

565      Αυτά είπα, και στα λόγια μου ραγίστηκε η καρδιά τους·
και κάθισαν και κλαίγανε, μαδώντας τα μαλλιά τους,
μα τί όφελος τους έφερνε το τόσο μοιρολόγι;
     Σάν ήρθαμε στ' ακρόγιαλο και στο γοργό καράβι,
βαριοθλιμμένοι, και πικρά χύνοντας δάκρυα ακόμα,


Αντώνης Σαμαράκης (1919-2003)

«Το άγγελμα της ημέρας»

Μην πεις ποτέ σου: «Είναι αργά!» κι αν χαμηλά έχεις πέσει. κι αν λύπη τώρα σε τρυγά κι έχεις βαθιά πονέσει.

Κι αν όλα μοιάζουν σκοτεινά κι έρημος έχεις μείνει. μην πεις ποτέ σου: «Είναι αργά!» -τ' ακούς;- ό,τι  κι αν γίνει

 
 
𝓜πάμπης 𝓚υριακίδης