Μολιέρος (Molière)

«Ο κατά φαντασίαν ασθενής» (1673)

Μολιέρος (Molière)

«Ο Ταρτούφος» (1664)

Μολιέρος (Molière)

«Ο αρχοντοχωριάτης» (1670)

Ουίλλιαμ Σαίξπηρ

«Όνειρο Θερινής Νυκτός»

Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα

«Ματωμένος Γάμος»

Αντουάν Ντε Σαιντ- Εξυπερύ

«Ο μικρός πρίγκηπας»

Αντόν Τσέχωφ

«Ένας αριθμός»

Ντάριο Φο

«Ο τυχαίος θάνατος ενός Αναρχικού»

Ευγένιος Ιονέσκο

«Ρινόκερος»

Μπέρτολτ Μπρεχτ

«Αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι»

722 Ποιητές - 8.171 Ποιήματα

Επιλογή της εβδομάδας..

Οδυσσέας Ελύτης, «Το Μονόγραμμα»

Θά πενθώ πάντα -- μ’ακούς; -- γιά σένα, μόνος, στόν Παράδεισο Ι Θά γυρίσει αλλού τίς χαρακιές  Τής παλάμης, η Μοίρα, σάν κλειδούχο...

Ομήρου Οδύσσεια, «Ραψωδίες Λ-Σ» 2ο Μέρος

1ο Μέρος     2ο Μέρος     3οΜέρος

Ραψωδία λ 
Νέκυια.

Και στο γιαλό σαν ήρθαμε και στο γοργό καράβι,
πρώτα απ' τη γης τα σύραμε στην ώρια κυματούσα,
και το κατάρτι στήσαμε και τα πανιά του απάνω,
και πήραμε και βάλαμε τα πρόβατα· και μέσα

5 κι εμείς θλιμμένοι μπήκαμε πικρά χύνοντας δάκρυα.
Και πίσω απ' το μαυρόπλωρο καράβι στέλνει η Κίρκη
η φοβερή κι η ωριόμαλλη κι η ανθρωπολαλούσα,
πρύμο καλό και φιλικό που τα πανιά φουσκώναν.
Και τ' άρμενα σα σιάξαμε, καθίσαμε, κι οδήγα

10 ο αγέρας το καράβι μας μαζί με τον ποδότη.
Με τεντωμένα τα πανιά αρμενίζαμε ολημέρα,
μα ο ήλιος σα βασίλεψε κι απόσκιωναν οι δρόμοι,
στου τρίσβαθου βρεθήκαμε του Ωκεανού τις άκρες,
εκεί που των Κιμμεριωτών είν' ο λαός κι η χώρα,

15 που καταχνιά και σύγνεφα για πάντα τους σκεπάζουν,
και του ήλιου του χρυσόλαμπρου δεν τους θωρούν οι αχτίδες,
μήτε προς τ' αστερόσπαρτα σαν ανεβαίνη ουράνια,
μήτ' απ' τα ύψη τ' ουρανού στη γης σαν κατεβαίνη,
μόνε τους άμοιρους φριχτή πλακώνει πάντα νύχτα.

20 Ήρθαμε αυτού κι αράξαμε, και βγάλαμε τ' αρνιά μας,
και τότες ακλουθήσαμε του Ωκεανού το ρέμα,
ώσπου στο μέρος φτάσαμε που η Κίρκη είχε ορμηνέψει.
Εκεί σφαχτά ο Ευρύλοχος κι ο Περιμήδης φέραν,
κι εγώ έσυρα το κοφτερό σπαθί από το πλευρό μου,

25 κι έσκαψα λάκκο ως πήχη μιά, του μάκρου και του πλάτου·
και χύνω ολόγυρα σταλιές στους πεθαμένους όλους,
πρώτα μελόνερο, ύστερα γλυκό κρασί, και τρίτο
πάλε νερό· και με λευκό τα πασπαλίζω αλεύρι·
και λέγοντας πολλές ευκές στ' αδύναμα κεφάλια

30 των πεθαμένων, έταξα πως άμα ερθώ στο Θιάκι
στείρα δαμάλα διαλεχτή στον πύργο μου θα σφάξω,
και πως θ' ανάψω τους πυρά γεμάτη ωραία δώρα,
και χώρια αρνί κατάμαυρο του Τειρεσία θα κόψω,
του κοπαδιού το πιο καλό. Και των νεκρών τα πλήθια
  με τάματα και προσευκές θερμοπαρακαλώντας,

35 πήρα τ' αρνιά και τα 'σφαξα στο λάκκο· και το αίμα
έτρεχε ολόμαυρο. Άρχισαν των πεθαμένων τότες
και μαζευόνταν οι ψυχές απ' το Έρεβος το μαύρο,
νύφες αντάμα κι άγουροι, τυραννισμένοι γέροι,
παρθένες κόρες τρυφερές, νεοθλιμμένες όλες,

40 κι άντρες πολλοί από χάλκινα κοντάρια λαβωμένοι,
νεκροί που είχανε τ' άρματα με το αίμα τους βαμμένα
κι εδώθε εκείθε αρίθμητοι γύρω στο λάκκο ερχόνταν,
με αχό πολύ, και μ' έπιανε χλωμός εμένα φόβος.
Τότε είπα στους συντρόφους μου να γδάρουν και να κάψουν

45 τ' αρνιά που τα 'χε αλύπητο μαχαίρι εκεί ριγμένα,
και προσευκές να κάμουνε στους δυό θεούς, στον Άδη
το φοβερό, και στη σκληρή συνάμα Περσεφόνη·
κι εγώ, απ' τη μέση σέρνοντας το κοφτερό σπαθί μου,
των πεθαμένων έδιωχνα τ' αδύναμα κεφάλια,

50 μακριά απ' το αίμα, ως ν' ακουστή του Τειρεσία ο λόγος.
Πρώτη του Ελπήνορα η ψυχή μας ήρθε, του συντρόφου,
τι ακόμα μες στη μαύρη γης δεν ήτανε θαμμένος,
που εμείς το σώμα αφήκαμε στης Κίρκης τα παλάτια,
άκλαυτο κι άθαφτο, γιατί μας έβιαζε άλλος μόχτος.

55 Τον είδα, και δακρύσανε τα μάτια μου απ' τον πόνο
και φώναξά τον, κι είπα του με φτερωμένα λόγια·
«Ελπήνορα, πως έφτασες μες στα βαθιά σκοτάδια
πεζός, κι εμένα πρόκαμες, που με καράβι ερχόμουν;»
  Είπα, και βαριοστέναξε κι απολογήθη εκείνος·

60 «Διογέννητε του Λαέρτη γιέ, πολύτεχνε Οδυσσέα,
θεού κατάρα, και πιοτό περίσσιο μ' αφανίσαν·
αστόχησα, σαν πλάγιασα στης Κίρκης τα παλάτια,
κι αντίς ξανά απ' την αψηλή να κατεβώ τη σκάλα,
εγώ μπροστά μου ολόϊσα τράβηξα κι απ' τη στέγη

65 κάτου έπεσα, κι ο σβέρκος μου έσπασε απ' τα σφοντύλια,
κι αμέσως στου Άδη τους βυθούς κατέβηκε η ψυχή μου.
Μα τώρα, στ' όνομα εκεινών που ακόμα εδώ δεν ήρθαν,
της σύγκοιτης, και του γονιού που σ' έθρεφε μικρούλη,
και του Τηλέμαχου, που εκεί μονάχο τον αφήκες,—
  γιατί ξέρω, γυρίζοντας απ' του Άδη τα λημέρια,

70 στης Αίας πάλε το νησί θ' αράξης το καράβι, —
παρακαλώ σε, ώ βασιλιά, θυμήσου με σα φτάσης,
μη φύγης κι άκλαυτο, άθαφτο μ' αφήσης εκεί πέρα,
και γίνω αιτία να οργιστή κανένας θεός μαζί σου.
Μόν' πάρε με και κάψε με μαζί με τ' άρματά μου,

75 και βάλε στον αφρόλευκο γιαλό κοντά μνημούρι,
να με πονούν τον άμοιρο κατόπι όσοι το βλέπουν
κάμε μου αυτά, και το κουπί στο μνήμα απάνω στήσε
το ίδιο που ζώντας έλαμνα μαζί με τους συντρόφους.»
  Είπε, κι εγώ του μίλησα κι απολογήθηκά του·

80 «Όλα, όσα μου 'πες, άμοιρε, σωστά θα σου τα κάμω,»
Τέτοιες κουβέντες θλιβερές κάναμε ο ένας του άλλου,
εγώ απ' τη μιά τη σπάθα μου κρατώντας στο αίμ' απάνω,
το φάντασμα του Ελπήνορα λαλώντας απ' την άλλη.
  Κι ήρθε σιμά τότε η ψυχή της πεθαμένης μάνας,

85 του αντρόψυχου του Αυτόλυκου η θυγατέρα Αντίκλεια,
που την αφήκα ζωντανή σα μίσευα στην Τροία.
Την είδα εγώ και δάκρυσα, και πόνεσε η καρδιά μου·
ως τόσο δεν την άφηνα το αίμα να ζυγώση,
όσο πολύ κι αν θλίβομουν, πρί μου μιλήση ο μάντης.

90 Και του Θηβαίου ήρθε σιμά η ψυχή του Τειρεσία,
και κράταε το χρυσό ραβδί· με γνώρισε, και μου 'πε·
«Διογέννητε του Λαέρτη γιέ, πολύτεχνε Οδυσσέα,
τι αφήκες, ώ κακόμοιρε, το φως του ήλιου κι ήρθες
να δης νεκρούς κι αυτόν εδώ, τον άχαρο τον κόσμο ;

95 Φεύγα απ' το λάκκο, μέριασε το κοφτερό σπαθί σου,
αίμα να πιώ, και να σου πω κατόπι την αλήθεια.»
Είπε, κι εγώ τραβήχτηκα, και στο φηκάρι χώνω
τ' αργυροκάρφωτο σπαθί· κι αίμα σαν ήπιε μαύρο,
ο μέγας μάντης λάλησε κι αυτά τα λόγια μου 'πε·

100 «Γλυκειά πατρίδα μελετάς, θεόλαμπρε Οδυσσέα·
όμως σε μάχεται ο θεός· θαρρώ πως δεν ξεφεύγεις
τον Κοσμοσείστη, που θυμό για σένα μέσα του έχει,
και βράζει από τη μάνητα, που τύφλωσες το γιό του.
Μα πάλε όσα κι αν πάθετε, θα φτάσετε αν θελήσης,

105 να βασταχτής, κι εσύ κι αυτοί οι συντρόφοι σου, άμα πάτε
στης Θρινακίας το νησί με το καλόφτιαστό σου
καράβι, πίσω αφήνοντας τα μενεξιά πελάγη·
θα βρήτε εκεί να βόσκουνε τα πρόβατα και βόδια
του Ήλιου, που αποπάνωθε βλέπει κι ακούει τα πάντα.

110 Αυτά αν αφήσης άβλαβα, κι αν θες το γυρισμό σου,
όσο πολλά κι αν πάθετε πάλε στο Θιάκι πάτε·
μα αν τα πειράξης, πρόσμενε ξολοθρεμό στο πλοίο
και στους συντρόφους κι ίδιος σου ά σωθής, θα κακοφτάσης
αργά, με δίχως σύντροφο, και με καράβι ξένο.

115 Και θα 'βρης μες στο σπίτι σου μεγάλα κακοπάθια·
άντρες απόκοτους θα βρης να καταλούν το βιός σου,
με δώρα τ' ώριο ταίρι σου να πάρουν πολεμώντας.
Όμως γι' αυτά θα γδικιωθής, σου λέω εγώ, σα φτάσης·
κι αφού μες στα παλάτια σου χαλάσης τους μνηστήρες,

120 με απάτη ή κι ολοφάνερα με κοφτερό λεπίδι,
θα σύρης τότε παίρνοντας το δυνατό κουπί σου,
να πάς στη χώρα των αντρών που θάλασσα δεν ξέρουν,
και που φαΐ δεν συνηθούν να τρώνε αλατισμένο,
και μήτε κοκκινόπλωρα καράβια αυτοί γνωρίζουν,

125 μήτε τα δυνατά κουπιά, που 'ναι φτερά των πλοίων.
Νά, και σημάδι ξάστερο, που δε θα σου ξεφύγη·
σαν ανταμώσης άλλονε στο δρόμο ταξιδιώτη,
και λέει δικράνι πως βαστάς στον ώριο σου τον ώμο,
τότες το δυνατό κουπί μπήξε στη γης, και κάμε

130 καλόδεχτες θυσίες εκεί στο ρήγα Ποσειδώνα,
κριάρι, ταύρο σφάζοντας, κι αγριόχοιρο βαρβάτο·
και γύρνα στην πατρίδα σου εκατοβοδιές να κάμης
ιερές για τους αθάνατους που ορίζουνε τα ουράνια,
με τη σειρά του καθενού· κι ο θάνατος θα σου 'ρθη

135 όξω από θάλασσα, αλαφρός, και θα σε γλυκοπάρη
μες στα καλά γεράματα, που ολόγυρα οι λαοί σου
θα χαίρουνται καλοτυχιά. Σού 'πα όλη την αλήθεια.»
Αυτά είπε, κι εγώ γύρισα κι απολογήθηκά του·
«Έτσι θα τα 'χουνε οι θεοί κλωσμένα, ώ Τειρεσία.

140 Μα πες μου τώρα ξάστερα κι αυτό· της πεθαμένης
μανούλας μου, να, την ψυχή εδώ βλέπω καθισμένη
σιμά στο αίμα αμίλητη, και δε γυρνάει, του γιου της
να δη την όψη αγνάντια της, και να του προσμιλήση.
Πώς άραγες θα μ' ένιωθε πως είμαι το παιδί της;»

145 Είπα, κι ο μάντης γύρισε κι απολογήθη αμέσως·
«Εύκολο πράμα θα σου πω, και κράτα το στο νου σου·
όποιον απ' τους νεκρούς να ρθή σιμά στο αίμα αφήσης,
αυτός αλήθειες θα σου πή· μα όποιονε εσύ διώχνεις,
αυτός τραβιέται μακριά και ξαναφεύγει πίσω.»

150 Σαν είπε αυτά, κι ορμήνεψε τη μοίρα ο Τειρεσίας,
στον Άδη ξαναγύρισε· ως τόσο εγώ στεκόμουν
ωσότου η μάνα ζύγωσε και μαύρο ρούφηξε αίμα·
και τότ' ευτύς με γνώρισε και μου 'κρενε θρηνώντας·

155 «Πώς ήρθες, γιέ μου, ζωντανός στα μαύρα αυτά σκοτάδια;
Δύσκολο για τους ζωντανούς να δούνε αυτά εδώ κάτω.
[ Τρανοί στη μέση ποταμοί και φοβερά ποτάμια·
και πρώτ' απ' όλα ο Ωκεανός, που να διαβή κανένας
πεζός δε δύνεται, χωρίς καλόφτιαστο καράβι.]

160 Τάχ' απ' την Τροία ξέπεσες εδώ με τους συντρόφους,
πολύ σάνε πλανήθηκες μακριά από την πατρίδα,
κι ακόμα στα παλάτια σου το ταίρι σου δεν είδες ;»
Αυτά είπε, κι εγώ μίλησα κι απολογήθηκά της.
«Μάνα μου, ανάγκη μ' έφερε στον Άδη να ρωτήξω

165 τη μοίρα μου απ' το θεϊκό Θηβαίο, τον Τειρεσία·
τι ακόμα εγώ δεν άγγιξα των Αχαιών τη χώρα,
μηδέ στη γης μου πάτησα, παρά όλο ερμοπλανιέμαι, .
αφόντας με το θεϊκό Αγαμέμνονα είχα φύγει
για το Ίλιο τ' αλογάρικο, τους Τρώες να πολεμήσω.

170 Ως τόσο, πές μου ξάστερα και ξήγησέ μου ετούτο·
πως σου 'ρθε ο κορμοτεντωτής ο Χάρος και σε πήρε ;
να 'ταν αρρώστια μακρινή, για η Άρτεμη η τοξεύτρα
με τις ψιλές σαγίτες της ήρθε να σε σκοτώση ;
Πες μου και για τον κύρη μου, και για το γιό που αφήκα,

175 αν τα πρωτάτα μου κρατούν ακόμα αυτοί, για κάποιος
άλλος τα πήρε, και θαρρούν πως πια δε θα γυρίσω.
Πες μου και της γυναίκας μου ποιά 'ναι η βουλή κι η γνώμη·
κάθεται πάντα με το γιό και κυβερνάει το σπίτι,
ή τάχα την παντρεύτηκε Αχαιός απ' τους προυχόντους ;»

180 Και τότε η κερά μάνα μου μού απολογήθη κι είπε·
«Μ' απομονή περίσσια αυτή στους πύργους μέσα κλειέται,
και μαύρες μέρες και νυχτιές περνάει και χύνει δάκρυα.
Και μήτε τα πρωτάτα σου κανείς δεν πήρε ακόμα,
παρά ήσυχα ο Τηλέμαχος φυλάει τ' αρχοντικά σου,

185 και πάντα τόνε προσκαλούν στα μοιραστά τραπέζια,
σαν που ταιριάζει σε κριτή· κι ο γέρος σου ο πατέρας
μένει και ζή στην εξοχή, και δεν πατάει ποτές του
στη χώρα, μήτε χαίρεται κλινάρια με στρωσίδια,
και με λαμπρά παπλώματα, μόν' πέφτει το χειμώνα

190 στο σπίτι με τους δούλους του πάς στης γωνιάς τη στάχτη,
κι έχει με ρούχα ταπεινά ντυμένο το κορμί του·
το θέρος και το καρπερό χινόπωρο σαν έρθη,
πηγαίνει τον ανήφορο στ' αμπελοχώραφό του,
κι έχει παντού κρεβάτι του τα σκόρπια φύλλα χάμου.

195 Κοίτετ' εκεί και χολοσκάει κι ο πόνος του πληθαίνει
ποθώντας σε, και γερατειά κακά τον βασανίζουν.
Έτσι αφανίστηκα κι εγώ, κι ήρθε με πήρε ο Χάρος·
μήτε η τοξεύτρα η Άρτεμη πόχει άσφαλτο το μάτι,
με τις ψιλές σαγίτες της δεν ήρθε να με κρούση,

200 και μήτε αρρώστια φοβερή καμιά δε μου είχε πέσει,
να μου μαράνη το κορμί και πάρη την ψυχή μου·
μόν' ο καημός σου κι η έννοια σου, μα κι η καλή σου η γνώμη
μου σβήσαν τη γλυκειά ζωή, πανάκριβε Οδυσσέα.»
  Αυτά ειπε, κι εγώ το 'θελα κι ανάδευα στο νου μου

205 να την αδράξω την ψυχή της πεθαμένης μάνας.
Τρεις φορές χύθηκα με ορμή ν' αδράξω την ποθώντας,
και τρεις φορές με ξέφυγε σαν όνειρο, σαν ίσκιος·
και μες στα σπλάχνα μου έκανε πιο κοφτερό τον πόνο,
Φώναξα τότες κι είπα της με φτερωμένα λόγια·

210 «Μάνα, γιατί δε στέκεσαι που θέλω να σ' αδράξω,
να κρατηθούμε αγκαλιαστά μέσα στον Άδη οι δυό μας
να βρούμε κάν παρηγοριά στο κρύο το μοιρολόγι ;
Για τάχα να 'σαι φάντασμα που η θεία η Περσεφόνη,
μου ' στειλε, ακόμα πιο πικρά για να βαριοστενάζω ;»

215 Είπα, κι η μάνα μου η καλή μου απολογήθη αμέσως
«Αλλοίς, παιδί μου, που άτυχος τόσο δε βρέθηκε άλλος·
όχι, του Δία δε σε γελάει η κόρη η Περσεφόνη,
μόν' είναι τέτοια του θνητού σαν αποθάνη η μοίρα·
τι οι σάρκες και τα κόκκαλα νευρόδετα δε μένουν,

220 μόν' τ' αφανίζει της φωτιάς η λυσσασμένη φλόγα,
άμα από τ' άσπρα κόκκαλα η πνοή μας φύγη πρώτα
κι ανοίξη τα φτερά και πάη σαν όνειρο η ψυχή μας,
Μα τρέξε πάλε προς το φως, και μάθε τα όλα τούτα
να τα δηγέσαι αργότερα κι εσύ της σύγκοιτής σου.»

225 Εμείς έτσι μιλούσαμε και να, ήρθαν οι γυναίκες
που η Περσεφόνη η θεϊκιά τις είχε εκεί σταλμένες,
όλες μεγάλων σύγκοιτες λεβέντηδων και κόρες.
Γύρω καθώς μαζεύουνταν αυτές στο μαύρο το αίμα,
πως να ρωτήξω καθεμιά στο νου μου αναγυρνούσα.

230 Κι αυτός ο τρόπος πιο σωστός στο λογισμό μου φάνη·
τραβώντας το μακρύ σπαθί απ' το χοντρό μερί μου,
όλες μαζί δεν άφηνα το αίμα να πιουν το μαύρο.
Κι αυτές αράδα ερχόντουσαν, και καθεμιά μου ξήγα
το γένος και τα φύτρα της καθώς την ερωτούσα.

235 Και πρώτη εκεί 'δα την Τυρώ την καλογεννημένη,
που έλεγε γόνος του λαμπρού πως ήταν Σαλμωνέα,
και πως την είχε ταίρι του του Αιόλου ο γιός Κρηθέας.
Τον Ενιπέα αγάπησε τον ποταμό το θείο,
που ήταν απ' όλους πιο όμορφος τους ποταμούς του κόσμου,

240 και στους πανώριους όχτους του συνήθαε να πλανιέται,
Μ' εκείνον μοιάζοντας της γης ο σαλευτής και ζώστης,
σιμά της στου αφροκύλιστου του ποταμού το στόμα
πλάγιασε· κύμα σκοτεινό τους έζωσε σαν όρος
γερτό, να κρύψη το θεό και τη θνητή γυναίκα.

245 Εκεί ο θεός της έλυσε της παρθενιάς τη ζώνη,
την κοίμισε, και του έρωτα σαν τέλεσε το έργο,
το χέρι της γλυκόσφιξε, και φώναξέ την κι είπε·
«Χαίρου που εγώ σ' αγκάλιασα· κι άμα γυρίση ο χρόνος,
θα 'χης πανόμορφα παιδιά, τι των θεών η αγάπη

250 δεν πάει του κάκου· νοιάζου τα και μοσκανάθρεφέ τα,
Πήγαινε τώρα σύχαζε, και μην το ξεστομίσης·
μα ο Ποσειδώνας, ξέρε το, εγώ 'μαι ο κοσμοσείστης.»
Αυτά ειπε, και στην θάλασσα βουτάει την κυματούσα.
Κι εκείνη γέννησε τους δυό, Πελία και Νηλέα,

255 που ήρωες βγήκανε πιστοί του Δία του μεγάλου·
στην Ιωλκό βασίλεψεν ο θεόπλουτος Πελίας,
στην Πύλο την αμμουδερή ο ήρωας ο Νηλέας,
Κι ακόμα η ρήγισσα Τυρώ γέννησε του Κρηθέα,
τον Αίσονα, τον αμαξά Αμυθάονα, το Φέρη.

260 Είδα κατόπι του Ασωπού την κόρη, την Αντιόπη·
κι αυτή στου Διός την αγκαλιά καυκιόταν πως κοιμήθη,
και δυό παιδιά γεννήθηκαν, ο Αμφίονας κι ο Ζήθος·
τη Θήβα την εφτάπορτη πρωτόχτισαν εκείνοι,
και την πυργώσαν, τι άπυργοι δε δύνονταν να ζήσουν

265 στη Θήβα την απλόχωρη, κι ας ήταν αντρειωμένοι.
Είδα και του Αμφιτρύωνα το ταίρι, την Αλκμήνη,
που ο Δίας την αγκάλιασε, και γέννησε μαζί του
το λιονταρόψυχο Ηρακλή, της λεβεντιάς τον πύργο·
και τη Μεγάρα, του τρανού του Κρέοντα θυγατέρα,

270 που του Αμφιτρύωνα του γιού του αδάμαστου ήταν ταίρι.
Τη μάνα είδα του Οιδίποδα, την όμορφη Επικάστη,
που ανήξερη έκαμε φριχτή παρανομιά, και δέχτη
το γιό της άντρα, που έσφαξε τον κύρη και την πήρε,
κι οι αθάνατοι φανέρωσαν την ανομιά στον κόσμο.

275 Αυτός στη Θήβα τη γλυκειά βασανισμένος ρήγας
των Καδμιτών κυβέρνησε από θεών κατάρα·
μα εκείνη στου Άδη του άσπλαχνου κατέβηκε τα βάθια·
τι στον καημό της με θηλειά κρεμάστηκε απ' τη στέγη
την αψηλή, κι αμέτρητα του αφήκε πίσω πάθια,

280 πάρα πολλά, όσα φέρνουνε της μάνας οι κατάρες.
Τη Χλώρη είδα την όμορφη που έναν καιρό ο Νηλέας
την πήρε για τα κάλλη της μ' αρίφνητά του δώρα,
κόρη στερνή του Αμφίονα, του γιού του Ιάσου, που ήταν
του Ορχομενού των Μινυών ρήγας· κι αυτή στην Πύλο

285 βασίλευε, και γέννησε λαμπρά παιδιά, το Χρόμιο,
τον άξιο Περικλύμενο, το Νέστορα, και κόρη
την λεβεντόκαρδη Πηρώ, του κόσμου το καμάρι,
που νύφη τη ζητούσανε παντούθε, μα ο Νηλέας
μόνε εκεινού την έδινε που θα 'φερνε στην Πύλο

290 του Ιφίκλου τα λοξόποδα και κουτελάτα βόδια
απ' τη Φυλάκη, τ' αγριωπά· και θείος μάντης τότες
να του τα φέρη βάλθηκε, μα οργή θεού του πέφτει,
και με δεσμά τον έζωσαν βοδοβοσκοί στους κάμπους.
Μα οι μήνες σάνε διάβηκαν κι οι μέρες σαν τελειώσαν,

295 κι έκλεινε ο χρόνος, κι έσωναν τον κύκλο τους οι ώρες,
τότε ο αντρείος ο Ίφικλος ξεδέσμεψε το μάντη,
τη μοίρα σαν προφήτεψε, κατά του Δία το θέλει.
Τη Λήδα αγνάντεψα ύστερα, το ταίρι του Τυνδάρου,
που γέννησε δυό αντρόψυχα παιδιά, τον Κάστορα έναν

300 τον αλογάρη, κι άλλονε το μέγα Πολυδεύκη,
το γροθομάχο· ζωντανούς η γης η ψυχοδότρα
τους έχει, και τους τίμησε στον κάτω κόσμο ο Δίας·
μιά μέρα ζωντανεύουνε, και μιά 'ναι πεθαμένοι,
καθένας με τη μέρα του, και σαν θεοί τιμιούνται.

305 Και είδα την Ιφιμέδεια, γυναίκα του Αλωέα,
που έλεγε πως με το θεό κοιμήθη Ποσειδώνα,
και δυό του γέννησε παιδιά, μα ζωή πολλή δεν είχαν·
τον Ώτο τον ισόθεο, και το λαμπρό Εφιάλτη,
που απ' όσους η γης έθρεψε πιο αψηλόκορμοί 'ταν,

310 και που μονάχα ο Ωρίωνας στα κάλλη τους περνούσε·
εννιά χρονών ήταν παιδιά, κι εννιά είχαν πήχες πλάτος,
κι ανέβαινε το μπόγι τους οργυιές εννιά του ύψου·
και τους αθανάτους αυτοί φοβέριξαν πως θα 'ρθουν
να φέρουνε στον Όλυμπο πολέμου αχό κι αντάρα.

315 Την Όσσα πάς στον Όλυμπο πασκίζανε να στήσουν,
το Πήλιο με τ' ανεμιστά κλωνιά στην Όσσα απάνω,
ν' ανέβουνε τον ουρανό. Κι ά ζούσανε να φτάσουν
στα χρόνια της παλληκαριάς, θα κάναν το σκοπό τους·
μα ο γιός του Δία και της Λητώς της ομορφομαλλούσας

320 τους χάλασε πρί βγάλουνε σγουρά στα μάγουλά τους,
και πριν το χνούδι τ' ανθερό τους σκιώση το πηγούνι.
Τη Φαίδρα είδα, την Πρόκριδα, την όμορφη Αριάδνη,
κόρη του Μίνωα του φριχτού, που έναν καιρό ο Θησέας
από την Κρήτη στην ιερή την πήρε Αθήνα, δίχως
να τη χαρή· τι η Άρτεμη τη σκότωσε στης Δίας

325 τ' ακρόγιαλα, τη μαρτυριά του Διόνυσου αγρικώντας.
Τη Μαίρα, την Κλυμένη εκεί, και τη φριχτή Εριφύλη,
που πρόδωσε τον άντρα της γι' ατίμητο χρυσάφι,
είδα κατόπι στη σειρά. Μα ποιά να ονοματίσω
απ' όσες είδα σύγκοιτες και κόρες των ηρώων·

330 η νύχτα όλη δε θα 'σωνε· κι είναι ώρα να πλαγιάσω,
ή με τους φίλους στο γοργό καράβι, ή εδώ πέρα·
κι οι θεοί κι εσείς πια νοιάζεστε για το προβόδωμά μου.»
Αυτά ειπε, κι όλοι σύχαζαν και σώπαιναν τριγύρω,
δεμένοι από το μάγιο του μες στο ισκερό παλάτι.

335 Τότες το λόγο αρχίνησε η Αρήτη η λευκοχέρα·
«Φαίακες, πως σάς φαίνεται του ανθρώπου, αλήθεια, ετούτου
η χάρη κι η κορμοστασιά, κι ο ίσιος νους του μέσα ;
Δικός μου ο ξένος, μα κι εσάς τούτη η τιμή στολίζει.
Να φύγη μην τον βιάζετε, και μην του λυπηθήτε

340 τα δώρα που έχει ανάγκη αυτός μεγάλη· γιατί κι άλλα
βρίσκονται στα παλάτια σας, χάρη στους θεούς, περίσσια.»
Σε τούτα ο γέρος ήρωας ο Εχένηος είπε τότες,
αυτός που μες στους Φαίακες στα χρόνια ήταν ο πρώτος·
  «Ώ φίλοι μου, όσα η φρόνιμη βασίλισσα μας είπε

345 ακούτε τα· στη γνώμη μας ενάντια αυτά δεν είναι.
Απ' τον Αλκίνο κρέμεται πράξη και λόγος τώρα.»
Κι ο Αλκίνος τότε ο βασιλιάς του απάντησε και του είπε·
«Θά γίνη ο λόγος σου όσο ζω εγώ και βασιλεύω
στη χώρα των Φαιάκωνε που τα κουπιά αγαπάνε.

350 Μα ας κάνη ο ξένος πομονή, όσο αν ποθή πατρίδα,
ως αύριο, που τα δώρα του θα τα 'χω συναγμένα,
κι όσο για το προβόδωμα, θα το νοιαστούνε οι άντρες
όλοι, κι εγώ μαζί που εδώ τον τόπο εξουσιάζω.»
  Τότε ο Δυσσέας ο τρίξυπνος του απολογήθη κι είπε·

355 «Αλκίνο, αφέντη δοξαστέ, και τώ λαών καμάρι,
και χρόνο ανίσως γύρευες εδώ να μείνω ακόμα,
και πλούσια δώρα αν δίνοντας με στέλνατε κατόπι
άλλο κι εγώ δε θα 'θελα, τι για καλό μου θα 'ταν
να φτάσω στην πατρίδα μου με πιο γεμάτα χέρια·

360 πιο σεβαστός κι αγαπητός αλήθεια θα γινόμουν
σ' εκείνους που θα μ' έβλεπαν στο Θιάκι να γυρίζω.»
Κι ο Αλκίνος πάλι γύρισε και μίλησέ του κι είπε·
«Στα μάτια μας δε φαίνεσαι πλάνος εσύ, Οδυσσέα,
και δολοπλόκος σαν πολλούς που η γης η μαύρη θρέφει,

365 σκόρπιους παντού, που ψέματα πλάθουν, και δεν τα νιώθεις.
Εσένα ο λόγος σου όμορφος και ξάστερος ο νους σου,
και σαν τραγουδιστής εσύ δηγήθηκες με τέχνη
των Αργιτών τα βάσανα μαζί με τα δικά σου.

370 Μα πες μου τώρα αληθινά και ξήγησέ μου ετούτο·
απ' τους ισόθεους φίλους σου ποιούς είδες που ήρθαν τότες
μαζί σου στο Ίλιο κι ύστερα τους πήρε ο μαύρος Χάρος ;
Η νύχτα τώρα ατέλειωτη, δεν ήρθε η ώρα του ύπνου
ακόμα, μόν' δηγήσου μας τα θαμαστά σου τα έργα.

375 Ως τα γλυκοχαράματα θα στέκομουν ν' ακούσω,
αν έστεργες τα πάθια σου να πης μες στο παλάτι.»
Τότε ο Δυσσέας ο τρίξυπνος του απολογήθη κι είπε·
«Αλκίνο, βασιλιά τρανέ και τώ λαών καμάρι,
στην ώρα της κι η συντυχιά, στην ώρα του κι ο ύπνος·

380 μα κι άλλα αν έχης όρεξη ν' ακούσης, δε σου αρνιούμαι
να δηγηθώ τα πιο φριχτά παθήματα των φίλων
που αργότερα χαθήκανε ξεφύγανε το Χάρο
στους άγριους των Τρωαδιτών πολέμους, μα κατόπι
στο γυρισμό τους έσβησε η βουλή κακής γυναίκας.

385 Εδώ κι εκεί άμα σκόρπισε η σεβάσμια Περσεφόνη
τώ γυναικώνε τις ψυχές, μου ζύγωσεν αγνάντια
και στάθη του Αγαμέμνονα η ψυχή, του γιού του Ατρέα,
βαριοθλιμμένη· γύρω του κι οι άλλοι όσοι μαζί του
βρήκανε τέλος θλιβερό στου Αιγίστου το παλάτι.

390 Κι αυτός μεμιάς με γνώρισε το μαύρο αίμα σαν ήπιε,
κι έχυνε βρύση δάκρυα, κι αψά μοιρολογούσε,
τα δυό του χέρια απλώνοντας, με πόθο να με φτάση·
μα νεύρο πια και μπόρεση καμιά δεν είχε τώρα,
σαν που είχε εκείνος μιά φορά στα λυγερά του μέλη.

395 Τον είδα εγώ, και δάκρυσα, και πόνεσε η καρδιά μου,
και φώναξά του, κι είπα του με φτερωμένα λόγια·
«Τού Ατρέα γιέ Αγαμέμνονα, και δοξασμένε ρήγα,
ποιά μοίρα του τεντόκορμου σε βάρεσε θανάτου ;
Τάχα στα πλοία σε ρήμαξε ο θεός ο Ποσειδώνας,

400 κακή φουρτούνα στέλνοντας μ' ανάποδους ανέμους ;
ή στη στεριά σε χάλασαν οχτροί σάνε ζητούσες
βόδια να σύρης και καλό μαλλί να κόψης πρόβειο,
ή χώρα σαν πολέμαγες να πάρης με τις σκλάβες ;»
  Είπα· κι αμέσως γύρισε κι απολογήθη εκείνος·

405 «Διογέννητε του Λαέρτη γιέ, πολύτεχνε Οδυσσέα,
μήτε στα πλοία με ρήμαξε ο θεός ο Ποσειδώνας,
κακή φουρτούνα στέλνοντας μ' ανάποδους ανέμους,
μήτε στη γης με χάλασαν οχτροί, παρά τη μοίρα
του Χάρου μου 'φερε ο Αίγιστος με την καταραμένη

410 γυναίκα μου, και μ' έκαψε· με κάλεσε σε δείπνο,
και μ' έσφαξε όπως σφάζουνε μες στο παχνί το βόδι.
Σε τέτοιο τέλος μ' έφερε φριχτό, κι ολόγυρά μου
σφαζόνταν κι οι συντρόφοι μου σαν κάπροι ασπροδοντάτοι,
σε ανθρώπου πλούσιου και τρανού, που σφάζουνται για γάμο,

415 ή για φαγί συντροφικό, ή αρχοντικό τραπέζι.
Είδες στον κόσμο αρίθμητοι νεκροί να πέφτουν άντρες
μονομαχώντας ή σμιχτά στης μάχης την αντάρα·
μα θα θλιβόσουν πιο πικρά να τα 'βλεπες εκείνα,
στον πύργο σαν κοιτόμασταν τριγύρω στο κροντήρι,

420 και στα τραπέζια τα λαμπρά, με λίμνη το αίμα χάμου,
Και της Κασσάντρας τη φωνή, της κόρης του Πριάμου,
φριχτή άκουσα· τη σκότωνε η πλανεύτρα η Κλυταιμνήστρα
κοντά μου· κι εγώ σήκωσα τα χέρια, ξεψυχώντας
με το σπαθί στα σπλάχνα μου, κι έπεσα πάλε χάμου.

425 Και μ' άφησε η ξαδιάντροπη στον Άδη να πάω, δίχως
να πιάση καν τα μάτια μου, το στόμα μου να κλείση.
Άλλο φριχτότερο και πιο σιχαμερό δεν είναι
από γυναίκα που έργατα κακά στο νου της βάζει·
τέτοια κι αυτή σοφίστηκε, και γένηκε του αντρός της

430 φόνισσα και θαρρούσα εγώ που μιάς εκεί γυρίσω,
θα με δεχτούν χαρούμενα και τα παιδιά κι οι δούλοι·
μα αυτή η σοφή στις πονηριές, ντροπιάστηκε κι ατή της
κι όλες τις άλλες ντρόπιασε γυναίκες, ως ακόμα
κι όσες καλόγνωμες στη γης κατόπι θα φανούνε.»

435 Και τότες εγώ γύρισα και του είπα· «Αλλοίς, και πόσο
σκληρά ο Δίας ο βροντηχτής κατάτρεξε απαρχήθες
του Ατρέα το γόνο, κι αφορμή το θέλημα γυναίκας·
για την Ελένη μύριοι μας χαθήκαμε, κι εσένα
παγίδες, που έλειπες μακριά, σου έστηνε η Κλυταιμνήστρα.»

440 Είπα, κι εκείνος γύρισε κι ευτύς μου απολογήθη·
«Λοιπόν, ποτές σου μαλακός μην είσαι στη γυναίκα·
κι όλα που ξέρεις μην της λες, παρά μονάχα μέρος,
και τ' άλλα κράτα της κρυφά. Μα ως τόσο εσύ, Οδυσσέα,
απ' τη γυναίκα σου κακό να πάθης μη φοβάσαι·

445 γιατ' είναι εκείνη γνωστικιά, κι έχει μεγάλες χάρες,
η Πηνελόπη η φρόνιμη, του Ικάριου η θυγατέρα.
Νιόνυφη, αλήθεια, τότε εμείς την είχαμε αφησμένη,
που βγήκαμε στον πόλεμο, κι είχε μωρό στη ρώγα.
Τώρα κι αυτός θα κάθεται μαζί με τους μεγάλους·

450 καλότυχος, που σαν ερθή θα τόνε δη ο γονιός του,
κι αυτός θα σφίξη το γονιό θερμά στην αγκαλιά του.
Εμένα ως και το γιόκα μου δεν άφησε η δική μου
να τον χαρούν τα μάτια μου, μόν' έσβησέ με πρώτα.
Άλλο εγώ τώρα θα σου πω, και κράτα το στο νου σου·

455 κρυφά, κι όχι ολοφάνερα στη φίλη σου πατρίδα
ν' αράξης, γιατί χάθηκε πια η πίστη απ' τις γυναίκες.
Μα τώρα πες μου ξάστερα και ξήγα μου κι ετούτο·
αν τάχα ακούτε ζωντανός πως είναι ακόμη ο γιός μου,
ή στον Ορχομενό, ή μπορεί στην αμμουδάτη Πύλο,

460 ή και στη Σπάρτη την πλατειά, κοντά στου Μενελάου,
τι ακόμα δεν τον είδε η γης νεκρό τον ώριο Ορέστη.»
Αυτά είπε· κι εγώ γύρισα κι απολογήθηκά του·
«Τού Ατρέα γιέ, τι με ρωτάς ; δεν ξέρω ά ζή ο Ορέστης,
ή αν πέθανε, κι είναι κακό τ' ανώφελα να λέμε.»

465 Με τέτοια λόγια θλιβερά μιλούσαμ' ο ένας του άλλου,
βαριόκαρδοι, και χύναμε τα δάκρυα ποτάμι.
Και τότε πρόβαλε η ψυχή του Αχιλλέα μπροστά μου,
κι ο Πάτροκλος κι ο δοξαστός Αρχίλοχος μαζί του,
κι ο Αίαντας, που στο κορμί ήταν πρώτος και στην όψη

470 από τους άλλους Δαναούς, εξόν τον Αχιλλέα.
Και του γοργόποδου η ψυχή γιού του Πηλέα που μ' είδε,
με γνώρισε, και κλαίγοντας αυτά τα λόγια μου είπε·
«Διογέννητε του Λαέρτη γιέ, πολύτεχνε Οδυσσέα,
τι κάμωμα πιο φοβερό θα σοφιστής ακόμα ;

475 Πώς κότησες να κατεβής στον Άδη που φωλιάζουν
κούφιοι νεκροί φαντάσματα θνητών αποσταμένων ;»

Αυτά είπε, κι εγώ γύρισα κι απολογήθηκά του·
«Ώ πρώτε μες στους Αχαιούς, γιέ του Πηλέα, Αχιλλέα,
τον Τειρεσία ήρθα να βρω, τη γνώμη του ν' ακούσω,

480 πως πίσω στο πετρόσπαρτο το Θιάκι θα γυρίσω·
τι ακόμα γης Αχαϊκή δε σίμωσα, και μήτε
χώμα πατρίδας πάτησα, μόνε όλο τυραννιέμαι,
Μα σαν κι εσέ μακαριστός, ώ Αχιλλέα, δε βγήκε
στα περασμένα άλλος κανείς, μήτε θα βγη κατόπι·

485 γιατί σα θεό και ζωντανό οι Αργίτες σε τιμούσαν,
και τώρα μέγας και τρανός στους πεθαμένους είσαι·
για δαύτο πως απέθανες μη θλίβεσαι, Αχιλλέα.»
Κι αυτός μου απολογήθηκε· «Περίλαμπρε Οδυσσέα,
το θάνατο μη μου ζητάς με λόγια να γλυκάνης.
Κάλλιο στη γης να βρίσκομουν, κι ας δούλευα σε ανθρώπου

490 μικρού, με δίχως βιός πολύ, παρά στον Άδη να είμαι,
και βασιλέας να λέγουμαι των πεθαμένων όλων.
Ως τόσο για τον άξιο μου το γιό δυό λόγια πες μου,
ά βγήκε αυτός στον πόλεμο πρώτος για να 'ναι, ή όχι.
Και δώσ' μου του αψεγάδιαστου Πηλέα μαντάτα, αν έχης·

495 ακόμα τάχα τον τιμάει ο λαός τώ Μυρμιδόνων,
ή καταφρόνια γίνηκε της Φτίας και της Ελλάδας,
τώρα που χεροπόδαρα τα γερατειά τον πιάσαν.
Τί πια δεν του είμαι εγώ βοηθός μέσα στο φως του ήλιου,
τέτοιος σαν που ήμουν μιά φορά στη διάπλατη Τρωάδα,

500 που έκοβα πλήθος λεβεντιά βοηθώντας τους Αργίτες.
Τέτοιος για λίγο αν πήγαινα στου κύρη το παλάτι,
τρομάρα θα τους έδιναν τα ηρωϊκά μου χέρια,
τους όσους τον οχτρεύουνται και τις τιμές του αρπάνε.»
  Αυτά ειπε, κι εγώ γύρισα κι απολογήθηκά του·

505 «Μαντάτα του αψεγάδιαστου Πηλέα δεν κατέχω·
όμως για το Νεοπτόλεμο, το γιό τον ακριβό σου,
όλη, καθώς μου γύρεψες, θα μάθης την αλήθεια.
Ίδιος μου εγώ με το γερτό τον έφερα καράβι,
από τη Σκύρο στους Αχαιούς τους καλοποδεμένους.

510 Και σύναξη σαν είχαμε στης Τροίας τη χώρα αντίκρυ,
πάντα μιλούσε πρώτα αυτός, κι αστόχαστα δε λάλει·
μόνε ο ισόθεος Νέστορας κι εγώ περνούσαμέ τον.
Και πόλεμο σα βγαίναμε στον κάμπο της Τρωάδας,
με το σωρό δεν έμνησκε και με τ' ασκέρι εκείνος,

515 μόν' έτρεχε, και στην αντρειά δεν άφηνε άλλον πρώτο·
πολλούς λεβέντες χάλναγε στη φοβερή τη μάχη.
Δε θα μπορούσα να τους πω και να τους νοματίσω,
τους όσους αυτός χάλασε βοηθώντας τους Αργίτες,
θα πω όμως τον Ευρύπυλο, το γόνο του Τηλέφου,

520 με τους Κητειώτες φίλους του που γύρω του σφαζόνταν,
κι αιτία τα δώρα στάθηκαν που μιά γυναίκα πήρε.
Δεύτερο από το Μέμνονα τόσο όμορφο δεν είδα.
Και στ' άλογο σαν μπήκαμε των Αργιτών οι πρώτοι,
που το μαστόρεψε ο Επειός, κι εγώ μονάχος είχα

525 την εξουσία ν' ανοιγοκλειώ το στέριο του κρυψώνα,
τότες οι άλλοι των Δαναών αρχόντοι και ρηγάδες
σφουγγίζανε τα δάκρυα και τρέμαν από φόβο,
μα εκείνου τ' ώριο πρόσωπο ποτές χλωμό δεν τό ειδα,
και μήτε από τα μάγουλα σφούγγισ' εκείνος δάκρυα·

530 μόνε από μέσα να ριχτή θερμά παρακαλούσε,
τη σπάθα του όλο πιάνοντας και το βαρύ κοντάρι,
και μελετώντας φοβερό κακό στους Τρωαδίτες.
Μα σάνε διαγουμίσαμε τη χώρα του Πριάμου,
μπήκε με το μερίδιο του στο πλοίο και μ' ώρια δώρα,

535 αλάβωτος, τι χάλκινο κοντάρι δεν τον πήρε,
απομακρόθε ή και κοντά, σαν που συχνά τυχαίνει
στον πόλεμο που ανάκατα λυσσομανάει ο Άρης.»
Είπα, και του γοργόποδου η ψυχή του Αχιλλέα
στον κάμπο με τ' ασφόδελα κίνησε δρασκελώντας,

540 όλη χαρά, που αγρίκησε τις δόξες του παιδιού του.
Μα οι άλλες εκεί στέκανε οι ψυχές των πεθαμένων,
θλιμμένες, και τον πόνο της η καθεμιά ρωτούσε.
Μονε η ψυχή του Αίαντα, του γιού του Τελαμώνα,
στεκότανε παράμερα, μ' εμένα χολιασμένη,

545 που νίκησα στα πλοία κοντά στην κρίση που είχε στήσει
για του Αχιλλέα τ' άρματα η σεβαστή του η μάνα,
[ κι οι Τρωαδίτες κρίνανε μαζί με την Παλλάδα ].
Μακάρι να μην κέρδιζα, τότες, τέτοιο βραβείο,
τι εκείνα τ' άρματα έχωσαν στη γης τέτοιο λεβέντη,

550 τον Αίαντα, που σ' ομορφιά και σ' έργα ξεπερνούσε
τους άλλους Δαναούς, εξόν το δοξαστό Αχιλλέα.
Σ' εκείνον τότες δυό γλυκά γύρισα κι είπα λόγια·
«Αίαντα, του μεγάλου γιέ του Τελαμώνα, αλήθεια,
μήτε νεκρός δε μου έμελλες το χόλιασμα ν' αφήσης

555 για τ' άρματα που κέρδισα, τ' αναθεματισμένα ;
Για το κακό των Αργιτών οι θεοί τα κάμαν όλα,
και τέτοιον πύργο χάσαμε· κι όλοι θρηνούμε τώρα
οι Δαναοί κι εσένανε με του Πηλέα το γόνο·
μα άλλος δεν είναι αφορμή παρά ο Δίας μονάχος,

560 που φοβερά τώ Δαναών τ' αρματωμένα ασκέρια
οχτρεύτηκε, και σου όρισε τη μοίρα του θανάτου.
Μα έλα, αφέντη, κι άκουσε τα λόγια που σου κρένω,
και δάμασε τη μάνητα της ηρωϊκιάς ψυχής σου.»
  Είπα, κι αυτός απάντηση δε μου 'δωκε, μόν' πήγε
  Έρεβος με τις ψυχές των άλλων πεθαμένων.

565 Και πάλε ίσως θα μίλειε μου, κι ας ήταν χολωμένος,
ή εγώ θα του μιλούσα, μα η καρδιά μου μες στα στήθια
να δη ποθούσε τις ψυχές κι άλλων νεκρών ακόμα.
Κι είδα το Μίνωα, το λαμπρό του Δία το γιό, που κράτα
χρυσό ραβδί, και κάθονταν κριτής των πεθαμένων·

570 άλλοι όρθιοι κι άλλοι καθιστοί μπροστά στο βασιλέα
μες στου Άδη του πλατύθυρου κρινόνταν τα παλάτια.
Κατόπι τον Ωρίωνα ξάνοιξα το γιγάντιο,
στον κάμπο των ασφόδελων τ' αγρίμια να σωριάζη
που απάνω στα έρημα βουνά τα 'χε σκοτώσει ο ίδιος,

575 ράβδα στα χέρια ολόχαλκη κι ανέσπαστη κρατώντας.
Και τον Τιτυό είδα, της Γής της δοξασμένης θρέμμα,
που απάς στο χώμα κοίτουνταν και σκέπαζε εννιά πλέθρα·
δυό αγιούπες απ' τα δυό πλευρά του τρώγαν το συκώτι,
μέσ' απ' τη σκέπη μπαίνοντας· δεν μπόρειε να τους διώξη,

580 τι είχε πειράξει τη Λητώ, την ακριβή του Δία,
τον Πανοπέα σα διάβηκε να πάη προς την Πυθώνα.
Κι ακόμα είδα τον Τάνταλο, βαριά τυραννισμένο·
ως το πηγούνι στέκονταν μες στα νερά της λίμνης,
διψούσε, και μήτε σταλιά να πάρη δε δυνόταν·

585 μόνε, άμα ο γέρος έσκυβε να πιή να ξεδιψάση,
κάτου ρουφιόταν το νερό κι έφευγε, και στα πόδια
γύρω φαινόταν μαύρη γης, ξερόκαυτη απ' τη μοίρα.
Και δέντρα αψηλοφύλλωτα κρεμούσαν τον καρπό τους,
ροϊδιές, αφράτες απιδιές, μηλιές καλοκαρπούσες,

590 συκιές μελόγλυκες, κι ελιές φουντόκλωνες κι ανθάτες·
κι άμ' άπλωνε τα χέρια του καρπό να κόψη ο γέρος,
οι ανέμοι παίρναν τα δεντρά στώ συννεφιών τους ίσκιους.
Κι ακόμα είδα το Σίσυφο φριχτά βασανισμένο·
κοτρώνα αυτός θεόρατη και με τα δυό βαστούσε,

595 και στυλωμένος έσπρωχνε, με πόδια και με χέρια,
την πέτρα απάνω στο βουνό· κι ότι έκανε να φτάση,
και να περάση απ' την κορφή, τον έπαιρνε το βάρος
και προς τον κάμπο ανήλεη κατρακυλούσε η πέτρα.
Κι αυτός πάλι έσπρωχνε βαριά, και το κορμί του ο ίδρος

600 περέχυνε, και σκέπαζε την κεφαλή του η σκόνη.
Κι είδα το δυνατό Ηρακλή, και μόνο φάντασμα ήταν,
τι ατός του ζή και χαίρεται με τους θεούς του Ολύμπου,
και τον κερνά η ωριόφτερνη στα φαγοπότια του Ήβη,
του Δία η κόρη του τρανού και της πανώριας Ήρας.

605 Όλ' οι νεκροί τριγύρω του χουγιάζανε σαν όρνια,
που τρομασμένα φεύγανε· κι αυτός σα νύχτα μαύρη
με το δοξάρι του γυμνό, στην κόρδα τη σαγίτα,
αγριοκοιτούσε κι έτοιμος φαινότανε να ρίξη.
Λουρί χρυσό και τρομερό γύρω στα στήθια του είχε,

610 κι απάνω του έργα θάματα φαντάζαν δουλεμένα,
αρκούδες, αγριογούρουνα, φλογόματα λιοντάρια,
πολέμοι, μάχες, φονικά, και χαλασμός ανθρώπων.
Όποιος εκείνο το λουρί μαστόρεψε, ας μη θέλη
λουρί άλλο με την τέχνη του παρόμοιο να δουλέψη.

615 Μόλις μ' αγνάντεψε κι ευτύς με γνώρισε ποιός ήμουν,
και κλαίγοντας μου μίλησε με λόγια φτερωμένα·
«Διογέννητε του Λαέρτη γιέ, πολύτεχνε Οδυσσέα,
κακή κι εσένα, ώ δύστυχε, σε κατατρέχει μοίρα,
αυτή που τράβηξα κι εγώ κάτω απ' το φως του ήλιου.

620 Τού Δία κι αν ήμουνα παιδί, μα αρίθμητα είχα πάθια,
γιατ' ήμουν δούλος σε άνθρωπο πολύ κατώτερό μου,
και αγώνες μου 'βαζε βαριούς, και μ' έστειλε να φέρω
το σκύλο κάποτε αποδώ, θαρρώντας πως δεν μπόρειε
άλλο βαρύτερο απ' αυτόν αγώνα να μου βάλη.

625 Τον πήρα και του ανέβασα το σκύλο από τον Άδη·
μα με βοήθησε ο Ερμής κι η Αθηνά η Παλλάδα.»
Αυτά σαν είπε, τράβηξε μες στου Άδη το λημέρι,
κι εγώ στον τόπο μου έμεινα να δω μην έρθη κι άλλος
απ' τους ηρώους που απέθαναν σε χρόνους περασμένους.

630 Και τους παλιούς θ' αντάμωνα τους άντρες που ποθούσα,
[ των θεών τα δοξαστά παιδιά, Θησέα και Πειρίθο ],
μα πλήθος άπειρο οι νεκροί συνάζονταν, και βγάζαν
άγριον αχό· κι εμένα ευτύς χλωμός με πήρε φόβος,
μην απ' τον Άδη η θεϊκιά μου στείλη η Περσεφόνη

635 της τερατόμορφης Γοργώς το φοβερό κεφάλι.
Στο πλοίο τότες κίνησα, και τώ συντρόφων είπα
ν' ανέβουν, τα πρυμόσκοινα να λύσουν κι αυτοί μέσα
μπήκαν, στους πάγκους κάθισαν, και το καράβι πήρε
του ποταμού του Ωκεανού το ρέμα κάτου, πρώτα


Ραψωδία μ 
Σειρήνες. Σκύλλα. Χάρυβδις. Βόες Ηλίου.

Του Ωκεανού τα ρέματα το πλοίο σαν αφήκε,
κι απάνω από τα κύματα του διάπλατου πελάγου
ήρθε στης Αίας το νησί, που κατοικεί η Αυγούλα,
και σε γλυκούς χορότοπους χρυσανατέλνει ο Ήλιος,

5 εκεί στον άμμο φτάσαμε κι αράξαμε το πλοίο,
και πήγαμε πλαγιάσαμε στο περιγιάλι απάνω,
προσμένοντας τη λαμπερή να γλυκοφέξη Αυγούλα.
       Κι έφεξ' η ροδοδάχτυλη της νύχτας κόρη Αυγούλα,
και στέλνω τους συντρόφους μου στης Κίρκης τα παλάτια,

10 το λείψανο του Ελπήνορα να πάρουν και να φέρουν.
Πήγαμε, κόψαμε κλαριά, στην άκρη στο περγιάλι,
τον θάψαμε βαριόκαρδοι και δάκρυα χύνοντάς του.
Και σαν καλοκαήκανε ο νεκρός και τ' άρματά του,
μνημούρι του σηκώσαμε και στήσαμε του στήλη,

15 και το ίσιο μπήξαμε κουπί πάς στην κορφή του τάφου,
       Κι εκεί που αυτά νοιαζόμασταν, δεν ξέφυγε της Κίρκης
πως απ' τον Άδη φτάσαμε, παρά ήρθε στολισμένη
κοντά μας· ήρθανε μαζί κι οι βάγιες της και φέρναν
ψωμί και κρέατα πολλά με το κρασί το μαύρο.

20      Στάθηκε τότ' η ολόλαμπρη θεά ομπροστά μας κι είπε·
     «Αθεόφοβοι, που ζωντανοί πήγατ' εσείς στον Άδη,
που δυό θανάτους θά 'χετε, οι άλλοι ξέρουν έναν
ελάτε τώρα εσείς εδώ να φάτε και να πιήτε
ολήμερα· κι η χρυσαυγή καθώς γλυκοχαράξη,

25 κινάτε. Εγώ το δρόμο σας θα δείξω, και τα πάντα
θα σας μαντέψω, μην κακή σας πέση άξαφνα ώρα,
και μύρια πάθετε δεινά στεριάς ή και πελάγου.»
       Αυτά ειπε, και κατάπεισε το νου μας τον αντρίκιο.
Ολήμερα καθόμασταν εκεί ως το γέρμα του ήλιου,

30 με τα περίσσια κρέατα, και με κρασί φλογάτο.
Κι ο ήλιος σα βασίλεψε κι απλώθηκε σκοτάδι,
οι άλλοι στα πρυμόσκοινα σιμά καλοπλαγιάσαν,
μα εμένα από το χέρι αυτή παράμερα με πήρε,
με κάθισε, και πλάγιασε κοντά μου και ρωτούσε·

35 κι ένα προς ένα τότε εγώ της στόρησα τα πάντα.
Και μίλησέ μου η σεβαστή θεά, κι αυτά μου κρένει·
       «Αυτά όπως τά 'πες έγιναν· τώρα κι εσύ ν' ακούσης
όσα σου πω· αγκαλά ο θεός θα σ' τα θυμίση ο ίδιος.
Και πρώτα ταξιδεύοντας θα φτάσης στις Σειρήνες,

40 που όλους μαγεύουν τους θνητούς που λάχουνε κοντά τους·
όποιος σιμώση απ' αγνωσιά κι ακούση τη φωνή τους,
από γυναίκα και παιδιά χαρά να μην προσμένη
μήτε πατρίδα πως θα δη, τι με γλυκά τραγούδια
αυτές τόνε μαγεύουνε μες απ' τη λιβαδιά τους.

45 Σωρός εκεί τ' ανθρωπινά τα κόκκαλα σαπίζουν
γυμνά, που είναι το δέρμα τους χυμένο ολοτριγύρω.
Προσπέρνα τις, και στούπωνε καλά τ' αυτιά των άλλων
με μελοζύμωτο κερί να μην μπορούν ν' ακούσουν.
Κι αν ποθυμήσης ίδιος σου ν' ακούσης, ας σε δέσουν

50 ολόρθο χεροπόδαρα στου καταρτιού τη ρίζα,
κι ας καλοσφίξουν τώ σκοινιών τις άκρες στο κατάρτι,
και τότες χαίροντας θ' ακούς μακρόθε τις Σειρήνες.
Μα ανίσως και παρακαλής τους άλλους να σε λύσουν,
εκείνοι ακόμα πιο σφιχτά να δένουν τα σκοινιά σου.

55      Και το καράβι σου απ' εκεί σα σώση να περάση,
δε σου ορμηνεύω πια από που το δρόμο σου να πάρης
ατός σου κρίνε· εγώ τους δυό θα σου εξηγήσω δρόμους.
Από τη μιά είναι κρεμαστές οι πέτρες που ολοένα

60 με κύματα η γλαυκόματη τις δέρνει η Αμφιτρίτη·
αυτές Πλανούμενες τις λεν οι θεοί οι μακαρισμένοι.
Κι ουδέ πουλί τις προσπερνάει, και μήτε οι περιστέρες
την αμβροσία που φέρνουνε στο Δία τον πατέρα,
μόνε κι αυτές κάθε φορά τις παίρνει η γλιστροπέτρα·

65 μα στέλνει κι άλλην ο θεός, λειψές να μην τις έχη.
Θνητού καράβι εκείθενε δεν έφυγε, κι αν ήρθε,
μόνε καραβοσάνιδα και ανθρώπινά κουφάρια
κυλιούνται από τα κύματα κι απ' της φωτιάς τη λύσσα.
Ένα μονάχο διάβηκε της θάλασσας καράβι,

70 η κοσμολάλητη η Αργώ, γυρνώντας απ' του Αιήτη-
κι αυτή σε βράχους θά 'σπανε τρανούς, χωρίς το χέρι
της Ήρας, που λυπήθηκε τον Ιάσονα απ' αγάπη.
       Από την άλλη, οι βράχοι οι δυό, που ο ένας ανεβαίνει
στους ουρανούς, κι η σουβλερή κορφή του τους αγγίζει

75 μαύρη τον ζώνει συννεφιά, που πάντα 'ναι απλωμένη,
μηδέ λαμπρύνει η ξαστεριά ποτές το μέτωπό του,
μα ας είναι θερισμού καιρός, ας είναι χινοπώρι.
Ν' ανέβη εκεί ή να κατεβή θνητός δε θα μπορούσε
ποτές κανένας, κι είκοσι χέρια και πόδια αν είχε·
γιατ' είναι ο βράχος γλιστερός, σαν πέτρα λιστρωμένη

80 Και σπήλιο ανοίγει σκοτεινό μες στην καρδιά του βράχου,
στη Δύση, και προς στο Έρεβος· και κατακεί την πλώρη
του καραβιού θα στρέψετε, περίλαμπρε Οδυσσέα,
Μηδέ πιδέξιος τοξευτής μέσ' από το καράβι
ρίχνοντας τη σαγίτα του δε θά 'φτανε στο σπήλιο.

85 Κει μέσα η Σκύλλα κατοικεί και φοβερά γαυγίζει·
έχει φωνούλα σκυλακιού νιογέννητου, κι ως τόσο
είναι κακότροπο θεριό, κι ούτε θνητός κανένας,
κι ούτε θεός θα χαίρονταν θωρώντας το αντικρύ του.
Έχει και πόδια δώδεκα, που ξέκρεμα είναι όλα,

90 κι έξι θεόμακρους λαιμούς, και στον καθένα απάνω
κεφάλι στέκει τρομερό με τρεις αράδες δόντια,
πυκνά και σφιχτοκάρφωτα και θάνατο γεμάτα.
Μες στο βαθύ το σπήλιο της ως τα μισά χωμένη,
από το μαύρο βάραθρο τ' άγρια κεφάλια βγάζει,

95 κι εκεί ψαρεύει, ψάχνοντας ολόγυρα στο βράχο,
δελφίνια και σκυλόψαρα κι άλλα θαλασσαγρίμια,
που μύρια η κυματόβροντη τα βόσκει η Αμφιτρίτη.
Ναύτης δεν το παινέθηκε πως ξέφυγε με πλοίο
από κει πέρα απείραγος· με κάθε της κεφάλι

100 αρπάει απ' το μαυρόπλωρο καράβι κι έναν άντρα.
       Τόν άλλο χαμηλότερο, Οδυσσέα, θα δης το βράχο·
κοντά 'ναι οι δυό τους, θά 'φτανε η σαγίτα σου να ρίξης.
Μεγάλος είναι ορνιός εκεί, μυριόφυλλος, και κάτου
η θεία η Χάρυβδη ρουφάει το μελανό το κύμα.

105 Τη μέρα τρεις φορές ξερνάει, και τρεις φορές ρουφάει·
να μη σου τύχη και βρεθής την ώρα που ρουφήξη,
τι δε θα σε ξεγλύτωνε μηδέ του κόσμου ο σείστης.
Μόν' ζύγωνε το πλοίο ευτύς προς τη Σπηλιά της Σκύλλας,
και πέρναε, τι καλύτερο να κλαις έξι συντρόφους

110 του καραβιού παρά όλοι τους μαζί ν' αφανιστούνε.»
       Είπε, κι εγώ αποκρίθηκα· «Πες μου, ώ θεά, εσύ τώρα,
τη φοβερή τη Χάρυβδη σαν πως να την ξεφύγω,
μα και της Σκύλλας της φριχτής ν' αντισταθώ, αν χουμίξη;»

115      Είπα, κι η σεβαστή θεά μου απολογιέται αμέσως·
«Πάλε, καημένε, βάσανα γυρεύεις και πολέμους·
μα μήτε τους αθάνατους θεούς πια δε φοβάσαι ;
Αυτή 'ναι αθάνατο κακό, θνητή δεν είναι η Σκύλλα·
άγρια, φριχτή κι αμάχητη, Διαφέντεψη δεν έχει

120 αυτή καμιά, και κάλλιο εσύ να φεύγης απ' ομπρός της.
Τί ανίσως για ν' αρματωθής κοντοσταθής στα βράχια,
φοβούμαι μην προφτάξη αυτή, και μ' ένα χούμισμά της
όσα είναι τα κεφάλια της, τόσους σου αρπάξη ανθρώπους.
Μόνε γοργά να λάμνετε, και την Κραταιή φωνάξτε,

125 τη μάνα που τη γέννησε για το κακό του κόσμου,
και θα την εμποδίση αυτή να μην ξαναχουμίξη.
       Κατόπι στο καλό νησί της Θρινακίας θα φτάσης.
Βόδια εκεί βόσκουνε πολλά κι αρνιά παχιά του Ήλιου,
εφτά κοπές βοδιών, εφτά καλών αρνιών κοπάδια,

130 πενήντα καθεμιά κοπή, κι αυτά μήτε γεννούνε,
και μήτε λιγοστεύουνε· και θεές τα κυβερνάνε,
δυό νύφες ωριοπλέξουδες, Φαέθουσα, Λαμπετία,
του Ήλιου του Υπερίονα και της Νεαίρας κόρες.
Η μάνα που τις γέννησε και γλυκοανάθρεψέ τις,

135 πάς στο νησί τις έβαλε της Θρινακίας να ζούνε,
τα γονικά τους πρόβατα και βόδια να φυλάγουν.
[ Αυτά αν τ' αφήσης άβλαβα, και θες το γυρισμό σου,
όσο πολλά κι αν πάθετε, πάλε στο Θιάκι πάτε·
μα αν τα πειράξης, πρόσμενε ξολοθρεμό στο πλοίο

140 και στους συντρόφους· ίδιος σου μπορείς να ξεγλυτώσης,
μα αργά θα φτάσης κι άσκημα, κι από συντρόφους έρμος ].»
       Αυτά ειπε· κι ευτύς πρόβαλε η χρυσόθρονη η Αυγούλα,
και στου νησιού της η θεά τραβήχτηκε τα μέσα.
Και στο καράβι πήγα εγώ, και τώ συντρόφων είπα

145 να λύσουν τα πρυμόσκοινα, κι απάνω ν' ανεβούνε.
Κι αυτοί στο πλοίο ανέβηκαν, και κάθισαν στους πάγκους,
και τον αστραφτερό γιαλό με τα κουπιά βαρούσαν.
Και πίσω απ' το μαυρόπλωρο καράβι στέλνει η Κίρκη
η φοβερή κι η ωριόμαλλη κι η ανθρωπολαλούσα,

150 πρύμο καλό και φιλικό που τα πανιά φουσκώναν.
Και τ' άρμενα σα σιάξαμε, καθίσαμε, κι οδήγα
ο αγέρας το καράβι μας μαζί με τον ποδότη.
Τότε είπα με βαρειά καρδιά στους φίλους μου συντρόφους·
       «Καλό δεν είναι, φίλοι μου, να ξέρη ένας μονάχα

155 ή δυό, τα λόγια τα ιερά που μού 'πε η θεία Κίρκη·
μόνε τα κρένω και σ' εσάς, να ξέρουμε αν θα βρούμε
ζωή, ή αν θα ξεφύγουμε τη μοίρα του θανάτου.
Πρώτα, να φεύγω απ' τη φωνή τώ φοβερώ Σειρήνων
κι από τ' ανθολιβάδια τους, παράγγειλε μου η Κίρκη.

160 Κι εγώ μονάχος, είπε μου, ν' ακούσω τη φωνή τους·
στου καταρτιού τη ρίζα εσείς δέστε με τώρα ολόρθο,
και καλοσφίξτε τώ σκοινιών τις άκρες στο κατάρτι,
γερά κρατώντας με, κι εγώ σα λέω να με ξελύστε,
εσείς ακόμα πιο σφιχτά να δένετε τους κόμπους.»

165      Εκεί που αυτά τους έλεγα και τους καλοξηγούσα,
στώ δυό Σειρήνων το νησί τ' ώριο καράβι φτάνει,
που ο πρύμος το γοργόσπρωχνε. Κι αμέσως καταπέφτει
τ' αγέρι, κι έρχεται λαμπρή στη θάλασσα γαλήνη,
σαν κάποιος ν' αποκοίμισε θεός τα κύματά της.

170 Τότες αυτοί σηκώθηκαν και τα πανιά διπλώσαν,
μες στο καράβι τά 'θεσαν, κι αράδα καθισμένοι,
με τα καλόξυστα κουπιά τις θάλασσες ασπρίζαν·
Λιανίζω εγώ τροχό κερί με κοφτερό μαχαίρι,
και με τ' αντρειωμένα μου το καλοσφίγγω χέρια.

175 Και το κερί το ζέσταινε η μεγάλη δύναμη μου,
κι ο Ήλιος ο Υπερίονας με τις θερμές του αχτίδες·
αράδα τότες έφραξα τ' αυτιά τους ολωνώνε,
κι εκείνοι χεροπόδαρα με δέσανε στο πλοίο
ολόρθο, και καλόσφιξαν τις άκρες στο κατάρτι·

180 και τον αστραφτερό γιαλό με τα κουπιά βαρούσαν.
Σαν ήρθαμε τόσο κοντά που ακούγεται αν φωνάξης,
γοργά τραβώντας, τό 'νιωσαν αυτές του καραβιού μας
το διάβα, και μας σύρανε ψιλόφωνο τραγούδι·
       «Έλα, καμάρι των Αχαιών, πολύμνητε Οδυσσέα,

185 το πλοίο σου κράτα, τη γλυκειά φωνή μας για ν' ακούσης,
Δεν πέρασε απ' εδώ κανείς με μελανό καράβι,
χωρίς ν' ακούση από κοντά το γλυκολάλημά μας,
παρά μισεύει χαίροντας που έμαθε κι άλλα ακόμα,
τι ξέρουμε όσα τράβηξαν μες στην πλατειά Τρωάδα

190 και Τρωαδίτες κι Αχαιοί, καθώς οι θεοί τα ορίσαν,
και ξέρουμε όσα γίνουνται στη γης την πολυθρόφα.»
       Αυτά μας γλυκολάλησαν κι εγώ όλο λαχταρούσα
ν' ακούσω, και τους έγνεφα τους άλλους να με λύσουν·
μα εκείνοι πέσαν στο κουπί κι ομπρός γοργοτραβούσαν.

195 Κι ο Ευρύλοχος σηκώθηκε μαζί κι ο Περιμήδης
και με δεσμά περσότερα με δέναν και με σφίγγαν.
Και σαν τις προσπεράσαμε, και πια μήτ' η λαλιά τους
και μήτε τα τραγούδια τους κοντά μας δεν ερχόνταν,
έβγαλαν τότες το κερί οι αγαπημένοι φίλοι,

200 που εγώ στ' αυτιά τους άλειψα, κι απ' τα δεσμά με λύσαν. 200
       Μα όταν εκείνο το νησί τ' αφήκαμε πια πίσω,
βλέπω ένα κύμα και καπνό, κι αχό μεγάλο ακούγω.
Τρομάξαν όλοι, τα κουπιά τους φύγαν απ' τα χέρια,
και στα νερά βροντήξανε· και στάθη το καράβι,

205 που δεν κρατούσαν πια κουπιά μακριά για να το σπρώξουν.
Κι εγώ στο πλοίο γύριζα, και κάθε σύντροφό μου
ζυγώνοντας, με μαλακά τους προσμιλούσα λόγια·
       «Αδέρφια, εμείς αμάθητοι δεν είμαστε από πάθια·
πάθημα αυτό χειρότερο δεν είναι δα απ' εκείνα

210 που η δύναμη του Κύκλωπα μας έδωκε στο σπήλιο·
όμως και τότε η γνώση μου κι ο νους κι η αντρειοσύνη
μας γλύτωσαν, και πάντα αυτά θα τα θυμάστε ελπίζω.
Ελάτε τώρα, κι ό,τι πω να το καλοδεχτούμε.
Εσείς αυτού με τα, κουπιά στους πάγκους καθισμένοι,

215 βαράτε τ' άγρια κύματα, κι ίσως το δώση ο Δίας
και πάλι του ξολοθρεμού ξεφύγουμε τη μοίρα.
Κι εσύ, ποδότη, βάλε το στο νου σου ό,τι προστάζω,
γιατί το δοιάκι εσύ κρατάς και κυβερνάς το πλοίο.
Όξω από κείνον τον καπνό κι από το κύμα βάστα,

220 και προς το βράχο ζύγωνε, το πλοίο να μη σου φύγη,
και πάρη δρόμο κατακεί, και στο χαμό μας ρίξης.»
       Αυτά τους είπα, κι άκουσαν τα λόγια μου όλοι τότες.
Μα για της Σκύλλας το κακό τ' αγιάτρευτο, ούτε λόγο
δεν είπα, μήπως φοβηθούν κι αφήσουν τα κουπιά τους,

225 και στα βαθιά του καραβιού κατέβουν και κρυφτούνε.
Και τότες δεν την ψήφησα της Κίρκης την ορμήνεια,
που μου έλεγε να μη φανώ με την αρματωσιά μου,
παρά στου πλοίου ανέβηκα την πλώρη αρματωμένος,
κρατώντας δυό στα χέρια μου θεόμακρα κοντάρια·

230 τι κατακεί περίμενα πως θα πρωτόβγη η Σκύλλα,
του βράχου το φριχτό θεριό, που μου έφαγε τους φίλους.
Μα δεν μπορούσα να τη δω· τα μάτια μου αποκάναν
κοιτώντας και ξετάζοντας του βράχου τα σκοτάδια.
       Και το στενό περνούσαμε με βόγγο και λαχτάρα·

235 εδώθε η Σκύλλα, κι αντικρύ της Χάρυβδης το τέρας
ξαναρουφούσε τ' αρμυρά νερά της κυματούσας.
Και σαν τα ξέρναε, σα βρασμός μες στο πυρό καζάνι
γουργούριζε όλη ανάκατη, κι η άχνη ξεπετιόταν
ψηλά, ως απάνω στις κορφές του ενός και του άλλου βράχου.

240 Και πάλε τ' αρμυρά νερά σαν τα ξαναρουφούσε,
ανάκατη απομέσαθε φαινόταν, και βροντούσε
ο βράχος γύρω φοβερά, και κάτου η γης φαινόταν
μαύρη απ' τον άμμο, κι έτρεμαν αυτοί, χλωμοί απ' το φόβο.
Κι εκεί καθώς κοιτάζαμε, καταστροφή φοβώντας,

245 μου αρπάζει η Σκύλλα απ' το βαθύ καράβι έξι νομάτους,
στα χέρια και στη δύναμη τα πρώτα παλληκάρια.
Κι εγώ γυρίζοντας να δω τους άλλους στο καράβι,
τα χέρια και τα πόδια τους απάνωθε αγναντεύω,
που σηκωμένοι ανάερα χουγιάζανε με πόνο,

250 και με φωνάζανε στερνή φορά με τ' όνομά μου.
Κι όπως ψαράς μ' ένα μακρύ ραβδί απ' τον κάβο ρίχνει
στα μικρά ψάρια δόλωμα, και κέρατο τινάζει
καλού βοδιού στη θάλασσα, κι άμα πιαστή το ψάρι
στη γης απάνω το πετάει κι εκείνο σπαρταρίζει,

255 κι αυτοί έτσι σπαρταρίζοντας στο βράχο κουβαλιόνταν,
και το θεριό τους έτρωγε, και ξεφωνίζαν όλοι,
σ' εμέ τα χέρια απλώνοντας στου χάρου τον αγώνα.
Άλλο πιο θλιβερό απ' αυτό τα μάτια μου δεν είδαν,
απ' όλα που δοκίμασα τις θάλασσες περνώντας.

260      Κι απ' τη φριχτή τη Χάρυβδη, τη Σκύλλα, και τους βράχους
σα φύγαμε, στο ολόχαρο νησί 'ρθαμε του Ήλιου,
που οι ώριες πλατυμέτωπες βοσκούσαν αγελάδες,
και πρόβατα μαζί παχιά που ορίζει ο θεός περίσσια.
Όντας ακόμα στ' ανοιχτά γρικούσα απ' το καράβι

265 τα βόδια που μουγκρίζανε κει που ήταν μαντρισμένα,
και των προβάτων τις φωνές. Κι ήρθε στο νου μου ο λόγος
του Τειρεσία, του τυφλού προφήτη από τη Θήβα,
μα και της Κίρκης, που πολύ μου σύσταιναν κι οι δυό τους
μακριά να φεύγω απ' το νησί του Ήλιου του φωτοδότη.

270      Και τότες με βαρειά καρδιά γυρνώ και λέω στους φίλους· 270
«Ακούστε αυτό που θα σας πω, πολύπαθοι συντρόφοι.
Να δήτε τι μου μάντεψαν ο Τειρεσίας στον Άδη
κι η θεά της Αίας, που σοβαρά μου σύστησαν κι οι δυό τους
μακριά να φεύγω απ' το νησί του φωτοδότη του Ήλιου,

275 τι φοβερή, λέει, συφορά μας περιμένει εκείθε·
μόνε τραβάτε στ' ανοιχτά το μελανό καράβι.»
       Αυτά ειπα· και ραγίστηκε η καρδιά τους σαν τ' ακούσαν.
Τότες με λόγια ο Ευρύλοχος πικρά μου απολογιέται·
       «Είσαι, Οδυσσέα, σκληρόκαρδος· με δύναμη περίσσια,

280 ακούραστο, έχεις το κορμί· κι αλήθεια σιδερένιο
πρέπει να σού 'ναι το σκαρί, που ο κόπος κι η αγρύπνια
δαμάζει τους συντρόφους σου, κι εσύ δεν τους αφήνεις
στο θαλασσόλουστο νησί να βγουν και να τοιμάσουν
δείπνο, να φάνε να χαρούν, παρά τη μαύρη νύχτα

285 μας θες να παραδέρνουμε πάνω στ' αχνά πελάγη,
πέρ' απ' εκείνο το νησί. Κι από τις νύχτες βγαίνουν
πάντα οι ανέμοι οι φοβεροί, των καραβιών ο τρόμος·
και πώς μπορής τη συφορά του χάρου να ξεφύγης,
αν άξαφνα κακή Νοτιά για δύστροπος Πονέντης

290 σηκώση ανεμοστρόβιλο και θαλασσοφουρτούνα,
που δίχως να ψηφάη θεούς τσακίζει τα καράβια ;
  Μα ας κάνουμε το θέλημα της μαύρης νύχτας τώρα,
δείπνο ας τοιμάσουμε κοντά στο βαθουλό καράβι,
και την αυγή το βγάζουμε στα διάπλατα πελάγη.»
       Αυτά μου λέει ο Ευρύλοχος, κι οι άλλοι συφωνάνε,

295 Τό 'νιωσα τότες πως θεός γυρεύει το κακό μου,
και μίλησά του κι είπα του με λόγια φτερωμένα·
       «Ευρύλοχε, είμαι μόνος μου, κι εσείς με βιάζετε όλοι·
μα ελάτε, κι όρκο αμώσετε τώρα όλοι εσείς μεγάλο,
πως αν κοπάδια τύχουμε βοδιώνε και προβάτων,

300 δε θα σας έρθη αστοχασιά να κόψτε αρνιά και βόδια,
παρά ήσυχοι θα χαίρεστε της Κίρκης τις προμήθειες.»
       Είπα, και μου τ' ορκίστηκαν εκείνο που ζητούσα.
Και στους θεούς σαν άμωσαν, και πήρε ο όρκος τέλος,

305 τ' ώριο καράβι αράξαμε μες στο βαθιό λιμιώνα,
που είχε κοντά γλυκό νερό, και βγήκαν οι συντρόφοι
έξω στη γης, και τοίμασαν το δείπνο τους πιδέξια.
Κι από φαΐ κι από πιοτό σα φράνθηκε η καρδιά τους,
θυμήθηκαν και κλάψανε τους δύσμοιρους συντρόφους,

310 που άρπαξ' η Σκύλλα κι έφαγε· κι εκεί που ακόμα κλαίγαν, 310
ήμερος ύπνος έρχεται και τους αποκοιμίζει.
       Στην τρίτη βίγλα της νυχτός, τότες που τ' άστρα γέρνουν,
ανεμοζάλη σήκωσε ο Δίας ο συννεφάρης,
κι άγρια φουρτούνα ξέσπασε, που τύλιγε με νέφια

315 στεριές μαζί και πέλαγα, και μαύριζε ο αιθέρας.
       Σα φάνη η ροδοδάχτυλη της νύχτας κόρη Αυγούλα,
στο βαθύ σπήλιο σύραμε το μελανό καράβι·
και χοροστάσια είχαν εκεί κι έδρες λαμπρές οι Νύφες.
Κι εγώ τότες τους σύναξα, και μίλησα τους κι είπα·

320      «Νά και φαγί, να και πιοτό μες στο καράβι, ώ φίλοι·
ώστε απ' τα βόδια ας λείψουμε, κακό να μη μας έρθη·
γιατί είναι φοβερού θεού τ' αρνιά κι οι αγελάδες,
του Ήλιου, που αποπάνωθε τηράει κι ακούει τα πάντα.»
       Αυτά είπα, κι η λεβέντικη τα δέχτηκε ψυχή τους.

325 Ως τόσο ανέπαυος Νοτιάς φυσούσε όλο το μήνα,
κι από Σιρόκο και Νοτιά καιρός δε φύσαγε άλλος.
Κι όσο το στάρι βρίσκονταν και το κρασί το μαύρο,
τα βόδια δεν τ' αγγίζανε, φοβώντας τη ζωή τους.
Μα σαν αρχίσαν οι θροφές να λείπουνε απ' τ' αμπάρι,

330 κυνήγι να ζητήσουνε γυρίζαν απ' ανάγκη,
πιάνοντας ψάρια και πουλιά, κι ό,τι έβρισκαν ομπρός τους,
τι η πείνα τους τα θέριζε τα σωθικά. Εγώ τότες
μες στο νησί τραβήχτηκα παράκληση να κάμω,
ίσως και μού 'δειχνε ο θεός του γυρισμού το δρόμο.

335 Σέρνω στα μέσα του νησιού, μακριά από τους συντρόφους,
σε τόπο νίβω απάνεμο τα χέρια, και κατόπι
προς όλους τους αθάνατους προσεύκουμαι του Ολύμπου·
κι εκείνοι στα ματόφυλλα γλυκά μου χύσαν ύπνο.
Τότε ο Ευρύλοχος κακή πρωτάρχισε κουβέντα·

340      «Ακούστε, ώ φίλοι, τι θα πω, πολύ κι αν τυραννιέστε
πικρός ο κάθε θάνατος των άμοιρων ανθρώπων,
μα απ' όλους είναι πιο φριχτός της πείνας να πεθάνης.
Του Ήλιου τις καλύτερες ας πάρουμε αγελάδες,
κι ας σφάξουμε εκατοβοδιές στους θεούς να μας βοηθήσουν.

345 Κι αν φτάσουμε στην ποθητή πατρίδα μας, το Θιάκι,
του Ήλιου του Υπερίονα ναό θα χτίσουμε ώριο,
και δώρα μέσα διαλεχτά θα βάλουμε περίσσια.
Κι αν πάλε τα ορθοκέρατα σα χάση βόδια ο Ήλιος
χολιάση, και να σπάση μας θελήση το καράβι,

350 κι οι άλλοι θεοί το στέργουνε, κάλλιο στο κύμα απάνω
μιά και καλή να καταπιώ νερό να ξεψυχήσω,
παρά να λυώνω σιγανά σ' αυτό το ρημονήσι.»
       Αυτά τους είπε ο Ευρύλοχος, κι εκείνοι συμφωνούσαν.
Και του Ήλιου τις καλύτερες μαζώξαν αγελάδες
εκεί σιμά,— δε βόσκανε μακριά απ' το μαύρο πλοίο

355 οι αγελάδες οι όμορφες, λοξές και κουτελάτες,—
κι ολόγυρά τους έλεγαν ευκές των αθανάτων,
από 'να ιδρύ αψηλόκλωνο χλωρά μαδώντας φύλλα,
τι ασπρουδερό δεν είχανε κριθάρι στο καράβι.
Και σαν προσευκηθήκανε, και σφάξανε και γδάραν,

360 τότες λιανίσαν τα μεριά, τα τύλιξαν με σκέπη,
τα δίπλωσαν κι από παντού κομμάτια ωμά τους θέσαν,
όμως κρασί δεν είχανε στ' άγια σφαχτά να χύσουν,
μόνε τους στάξανε νερό στη φλόγα σαν ψηνόνταν.
Και σαν καήκαν τα μεριά και γεύτηκαν τα σπλάχνα,

365 κόψανε τ' άλλα κι ύστερα τα πέρασαν στη σούβλα.
       Τότες ο ύπνος ο γλυκός τα βλέφαρά μου αφήκε,
και στ' ακρογιάλι κίνησα προς το γοργό καράβι.
Μα μόλις στο καλόφτιαστο σιμά καράβι πήγα,
ήρθε της τσίκνας ο γλυκός καπνός ολόγυρά μου.

370 Και τότες στους αθάνατους στενάζοντας φωνάζω·
       «Δία πατέρα, και θεοί μακαριστοί κι αιώνιοι,
σε ύπνο βαρύ με ρίξατε για συφορά μου αλήθεια,
κι αυτοί που μείνανε φριχτή δουλειά μου σοφιστήκαν.»
       Κι η Λαμπετή η μακρόπεπλη τρέχει μηνάει στον Ήλιο

375 πως τις καλές του πήγαμε και σφάξαμε αγελάδες.
Κι εκείνος στους αθάνατους φωνάζει χολωμένος·
       «Δία πατέρα, και θεοί μακαριστοί κι αιώνιοι,
τους φίλους γδικιωθήτε μου του Οδυσσέα, που πήγαν
και μόσφαξαν αδιάντροπα τα βόδια που χαιρόμουν

380 να τα θωρώ ανεβαίνοντας τον ουρανό με τ' άστρα,
και σα γυρνούσα προς τη γης απ' τ' ουρανού τα ύψη.
Κι αν πλερωμή πρεπούμενη δε δώσουνε, θα φύγω
κάτου στον Άδη, στους νεκρούς το φως μου να χαρίζω.»
       Κι ο Δίας του αποκρένεται ο συννεφομαζώχτης·

385      «Τό φως σου στους αθάνατους χύνε εσύ τώρα, ώ Ήλιε,
και στους θνητούς που κατοικούν τη γης την τροφοδότρα,
και με τ' αστροπελέκι μου, στη μέση του πελάγου,
θα τους το σκίσω εγώ στα δυό το γοργοκάραβο τους.»
       Τ' άκουσ' αυτά απ' την Καλυψώ την ομορφομαλλούσα,

390 που απ' τον Ερμή το μηνυτή μου είπε πως τά 'χε ακούσει.
       Και στο γιαλό σαν έφτασα και πήγα στο καράβι,
τους πήρα και τους μάλωσα χώρια καθέναν, κι όμως
γιατρειά δε βρίσκαμε καμιά· νεκρές πια οι αγελάδες.
Κατόπι μας φανέρωσαν οι αθάνατοι σημάδια·

395 πετσιά σερνόνταν, κρέατα μουγγρίζανε απ' τις σούβλες,
ψητά κι ωμά, κι ακούγαμε μουκανητά βοδιώνε.
       Έξι μερόνυχτα έτρωγαν οι βλάμηδες συντρόφοι
του Ήλιου τα πιο διαλεχτά που είχαν αρπάξει βόδια·
σαν έφερε του Κρόνου ο γιός την έβδομη τη μέρα,

400 έπεσε τότε ο άνεμος, σιγάνεψε η φουρτούνα·
κι εμείς στο πλοίο που μπήκαμε, το βγάλαμε πελάγου,
και το κατάρτι στήσαμε, μ' άσπρα πανιά απλωμένα.
       Μα το νησί άμ' αφήσαμε, κι άλλη στεριά τριγύρω
δε φαίνονταν, παρά ουρανός και θάλασσα παντούθε,

405 σύννεφο μαύρο απάνω μας του Κρόνου ο γιός απλώνει,
που θεοσκότεινα έγιναν τα πέλαγα αποκάτου.
Πολλή ώρα δεν αρμένισε από τότες το καράβι·
τ' ήρθε Πονέντης άξαφνος μ' άγρια μαζί φουρτούνα,
κι έσπασε ο σίφουνας τα δυό τα ξάρτια στο κατάρτι·

410 κι έπεσε προς τα πίσω αυτό, και τ' άρμενα στ' αμπάρι· ^
και το κατάρτι πέφτοντας στην πρύμη τον ποδότη
πάς στο κεφάλι χτύπησε· λυώμα τα καύκαλά του,
κι αυτός από το κάσαρο σα βουτηχτής γκρεμίστη,
και πέταξε απ' τα κόκκαλα η λεβέντικη ψυχή του.

415 Τότες ο Δίας βρόντηξε, και με τ' αστροπελέκι
χτυπάει το πλοίο, κι ολόβολο τ' αναποδογυρίζει,
γεμάτο θειάφι· πέφτουνε στη θάλασσα οι συντρόφοι,
γύρω στο μαυροκάραβο γυρνώντας σαν κουρούνες,
και χέρι θεού τους έκοβε του γυρισμού τη γλύκα.

420      Ως τόσο εγώ βαστιόμουνα μες στο καράβι, ωσότου
απ' την καρίνα τα πλευρά ξεκάρφωσε η φουρτούνα,
κι έτσι γυμνή την έσερνε το κύμα· το κατάρτι
σπασμένο χτύπαγε σ' αυτή· μ' απάνω του μαντάρι
φτιαγμένο από βοδόπετσο κρατούσε περασμένο.

425 Μ' αυτό συνέδεσα τα δυό, καρίνα και κατάρτι,
κάθισ' απάνω κι οι άνεμοι με πήραν οι οργισμένοι.
       Η άγρια τότες έπαψε φουρτούνα του Πονέντη,
κι ήρθε και φύσηξε Νοτιάς, σε πάθια να με ρίξη,
στην τρομερή τη Χάρυβδη και πάλε ν' αρμενίσω.
Ολονυχτίς δερνόμουνα, και σάνε φάνη ο Ήλιος

430 στη μαύρη Χάρυβδη έφτασα και στον γκρεμό της Σκύλλας.
Καθώς ρουφούσε η Χάρυβδη της θάλασσας την άρμη,
εγώ κατά τον αψηλό του βράχου ορνιό πετιέμαι,
και το κορμί μου κόλλησε σα νυχτερίδα απάνω.
Δεν είχα που το πόδι μου να βάλω να πατήσω,

435 τι οι ρίζες ήτανε μακριά, και τα τρανά κλωνιά του
απλώνονταν ανάερα τη Χάρυβδη να ισκιώσουν.
Εκεί γερά κρατιόμουνα, προσμένοντας το τέρας
να μου ξεράση στα νερά καρίνα και κατάρτι.
Αργά πολύ φανήκανε, σα μ' έφαγε η λαχτάρα·

440 μόλις την ώρα που κριτής σηκώνεται για δείπνο,
αφού τις διαφορές πολλών ανθρώπων καθαρίση,
πομέσα από τη Χάρυβδη ξεπρόβαλαν τα ξύλα.
Χέρια και πόδια λεύτερα τότες αφήνω αμέσως,
μέσα στο κύμα βρόντηξα, παρόξω από τα ξύλα,

445 καθίζω, και τα χέρια μου κάνω κουπιά και λάμνω.
Όμως τη Σκύλλα πια να δω δεν άφησε ο πατέρας
των θεών κι ανθρώπων· ειδεμή, κι εγώ θ' αφανιζόμουν.
       Μέρες εννιά πλανιόμουνα· τη δέκατη τη νύχτα
στην Ωγυγία με φέρανε οι θεοί, που λημεριάζει
η Καλυψώ η ωριόμαλλη κι η φοβερή θεούλα.

450 Μ' αγάπαε και με νοιάζονταν. Τί να τα ξαναλέγω ;
Εχτές μες στο παλάτι σου κι εσέ και της κυράς σου,
σας τα διηγήθηκα όλ' αυτά· και δε μ' αρέσει εκείνα
που καθαρά ανιστόρησα, να τα διηγέμαι πάλε.

Ραψωδία ν 
Οδυσσέως απόπλους παρά Φαιάκων.

Αυτά τους είπε, κι όλοι τους σωπαίνανε ομπροστά του,
δεμένοι από το μάγιο του μες στα ισκιερά παλάτια.
Τότες απολογιέται του ο Αλκίνος και του κρένει·
       «Μιάς κι ήρθες στα χαλκόστρωτα και στ' αψηλά μου σπίτια,

5 θαρρώ πως δε θα πλανεθής, Δυσσέα, στο γυρισμό σου,
μόνε όσα πριν κι αν έπαθες, στον τόπο σου θα φτάσης.
Και στον καθέναν από σας που μέσα στο παλάτι
το διαλεχτό μου πίνετε κρασί και το φλογάτο,
και τα τραγούδια χαίρεστε, να, τι θα πω, κι ακούτε.

10 Μέσα στο λαμπροκάμωτο σεντούκι 'ναι τα ρούχα,
το δουλεμένο μάλαμα και τα φιλέματα όλα,
που εδώ του ξένου φέρανε οι αρχόντοι τώ Φαιάκων·
τώρα μεγάλο τρίποδα ας του βρούμε και λεβέτι
καθένας μας κατόπι εμείς συνάζουμε απ' το δήμο·

15 τι είναι βαρύ απ' ελόγου του να δίνη ένας μονάχος.»
     Είπε ο Αλκίνος, κι άρεσαν τα λόγια του στους άλλους.
Καθένας τότες κίνησε στο σπίτι να πλαγιάση.
Έφεξ' η ροδοδάχτυλη της νύχτας κόρη Αυγούλα,
και με το στέριο χάλκωμα πάνε για το καράβι.

20 Ίδιος του μπήκε ο αντρόκαρδος ο Αλκίνος στο καράβι,
και μέσα τα καλόθεσε στους πάγκους αποκάτου,
να μη σκοντάβουν σαν τραβάν κουπί τα παλληκάρια.
Κι εκείνοι πήγαν να χαρούν του Αλκίνου το γιορτάσι.
       Και βόδι αυτός τους έσφαξε, θυσία στο γιό του Κρόνου,

25 το Δία το μαυρονέφελο, πού 'ναι όλων βασιλέας.
Και τα μεριά σαν έκαψαν, στο θεόλαμπρο τραπέζι
φραινόνταν· και τραγούδα τους ο κοσμοτιμημένος
και θεϊκός τραγουδιστής Δημόδοκος. Ως τόσο
συχνά στον ήλιο γύριζε την κεφαλή ο Δυσσέας,

30 το γέρμα λαχταρίζοντας, και γυρισμό ποθώντας.
Και σαν που δείπνο ορέγεται ο αργάτης που ολημέρα
τα μαύρα βόδια τού 'σερναν το αλέτρι στα χωράφια,
και βλέπει με χαρά το φως του ήλιου να βασιλεύη,
και στο φαγί πηγαίνοντας τα γόνατά του τρέμουν,

35 τέτοια χαρά 'φερε του ήλιου το γέρμα στο Δυσσέα.
Και γλήγορα στους Φαίακες που το κουπί αγαπάνε,
μα στον Αλκίνο ξέχωρα, μίλησε τότες κι είπε·
     «Αλκίνο, πρώτε βασιλιά, και τώ λαών καμάρι,
κάμετε στάξες, στείλτε με με το καλό, και γειά σας.

40 Τί τώρα πια τελέστηκαν όσα ήθελε η καρδιά μου,
ταξίδι και χαρίσματα, που οι θεοί να τα βλογάνε,
να ξαναβρώ το σπίτι μου και την καλή γυναίκα,
και να γυρίσω ανάμεσα στους ακριβούς μου φίλους.
Κι εσείς που εδώ απομνήσκετε, νά 'στε η χαρά για πάντα

45 τώ γυναικών και τέκνω σας, κι οι θεοί να σας φυλάνε,
και συφορές η χώρα σας ποτές να μη γνωρίση.»
     Αυτά είπε, και τα λόγια του καλοδεχτήκαν όλοι,
κι είπαν ο ξένος να σταλή, γιατί σωστά μιλούσε.
Και λάλησε του κήρυκα ο αντρόψυχος ο Αλκίνος·

50      «Σμίξε, Ποντόνε, το κρασί και μοίρασέ το σε όλους·
μες στο παλάτι, προσευκές να κάμουμε του Δία,
κι απέ να προβοδήσουμε τον ξένο στο νησί του.»
     Είπε, και πρόσγλυκο κρασί τους έσμιξε ο Ποντόνος,
και σ' όλους γύρω μοίρασε· κι εκείνοι από τις έδρες

55 στους τρισμακάριστους θεούς πού 'ναι στα ουράνια, στάξαν.
Τότες σηκώθηκε ο τρανός Δυσσέας, στης Αρήτης
τα χέρια το διπλόκουπο παράδωσε ποτήρι,
και λάλησε της κι είπε της με φτερωμένα λόγια·
       «Γειά σου, χαρά σου ολοζωής, βασίλισσα, ώσπου νά 'ρθουν

60 τα γερατειά κι ο θάνατος, που τους θνητούς προσμένουν·
μισεύω τώρα, κι εύκουμαι να χαίρεσαι εδώ μέσα
τα τέκνα σου και το λαό και το γενναίο Αλκίνο.»
     Είπε, και διάβηκε ο λαμπρός Δυσσέας το κατώφλι,
και κήρυκα ο αντρόκαρδος ο Αλκίνος στέλνει ομπρός του,
65 να τόνε φέρη στο γιαλό προς το γοργό καράβι·
κι η Αρήτη δούλες τού 'βαλε να τόνε συνοδέψουν.
Σκουτί καλοπλυμένο η μιά σηκώνει και χιτώνα,
άλλη σεντούκι κουβαλάει καλόφτιαστο, και τρίτη
με το κρασί το κόκκινο και με θροφή ακλουθούσε.

70      Και στο γιαλό σα φτάσανε, και στο καράβι μπήκαν,
τα παλληκάρια οι προβοδοί στο κουφωτό καράβι
πήραν και βάλαν τα πιοτά και τις προμήθειες όλες·
και του Οδυσσέα στρώσανε βελέντζα και σεντόνι
στου καραβιού το κάσαρο, για να γλυκοκοιμάται

75 στην πρύμη· αυτός ανέβηκε και πλάγιασ' εκεί τότες
σιωπώντας· κι αυτοί κάθισαν αραδιαστοί στους πάγκους,
και το παράγγι ξέλυσαν από την τρύπια δέστρα.
Και πίσω καθώς γέρνανε και τα νερά σκορπούσαν,
ύπνος βαρύς κατέβαινε πάς στα ματόφυλλά του,

80 βαθύς περίσσια και γλυκός, με θάνατο παρόμοιος.
Σαν που σε κάμπο αλόγατα τετράζυγα βαρβάτα
στου μαστιγιού το χτύπημα μαζί χουμίζουν όλα,
κι αναπηδώντας αψηλά μεγάλο δρόμο κόβουν,
έτσι κι η πλώρη ανέβαινε του ψήλου, κι αποπίσω

85 του πολυτάραχου γιαλού το κύμα αφρομανούσε.
Κι έτρεχ' εκείνο μιά χαρά, που μήτε κιρκινέζι,
το πιο γοργό πετάμενο, θα μπόρειε να το φτάξη
Με τέτοια φόρα διάβαινε στις θάλασσες απάνω,
φέρνοντας άντρα με θεούς παρόμοιο στη σοφία,

90 που αρίθμητα άλλοτες δεινά κι αν έπαθε η ψυχή του,
σε αντρών πολέμους και φριχτά ταξίδια του πελάγου,
τώρα κοιμόταν ήσυχα, τα πάθια του ξεχνώντας.
     Σαν πρόβαλε το φωτερό τ' αστέρι που στα ουράνια
της νυχτογέννητης αυγής πρωτομηνάει τη φέξη,

95 το πλοίο το πελαγόδρομο ζύγωνε πια στο Θιάκι.
     Βρίσκετ' εκεί του Φόρκυνα, του πελαγήσου γέρου,
κάποιο λιμάνι, και σ' αυτό δυό κάβοι που προβάλλουν,
βραχόσπαρτοι, προς την μπασιά του λιμανιού συγκλίνουν,
κι όξω κρατούν τα κύματα που οι τρικυμιές σηκώνουν·

100 μα μέσα τα καλόφτιαστα συχάζουνε καράβια,
δίχως δεσίματα, άμα μπουν και βρούνε αραξοβόλι.
Είναι κι ελιά μακρόφυλλη βαθιά μες στο λιμάνι·
και δίπλα της αχνόθαμπη σπηλιά χαριτωμένη,
ιερό λημέρι των Νυφών που λέγουνται Ναϊάδες.

105 Κροντήρια και διπλόχερες λαγήνες εκεί βρίσκεις,
που τα μελίσσια μέσα τους πηγαίνουν και φωλιάζουν.
Είναι και πέτρινοι αργαλειοί περίτρανοι, που οι Νύφες
φαίνουν σκουτιά πορφυρωτά που βλέπεις και θαμάζεις.
Έχει κι αστείρευτα νερά, και θύρες δυό· μιά θύρα

110 προς το Βοριά που δύνουνται ν' αυλίζουνται και ανθρώποι,
κι η άλλη, θεϊκιά, προς το Νοτιά, που ανθρώποι δεν περνάνε,
μόνε είναι των αθάνατων η θύρα εκείνη δρόμος.
     Αυτά από πριν γνωρίζοντας μπήκαν εκεί ν' αράξουν,
και το καράβι στη στεριά έξω έπεσε ως τη μέση·

115 με τέτοια ορμή το σπρώχνανε στα ομπρός οι λαμνοκόποι.
Και στη στεριά σα βγήκανε απ' το γερό καράβι,
πρώτ' απ' το πλοίο το κουφωτό τον Οδυσσέα σηκώσαν·
με το σεντόνι το λινό και το λαμπρό στρωσίδι
στην αμμουδιά τον έθεσαν καθώς βαριοκοιμόταν,

120 κι ύστερα βγάλαν τα καλά που οι Φαίακες του δώκαν
που ερχόταν με της Αθηνάς τη χάρη στη πατρίδα.
Τά 'θεσαν όλα στης ελιάς τη ρίζα σωριασμένα,
όξω απ' το δρόμο, μην τα δη περαστικός κανένας,
και πάη και τα πειράξη πριν ξυπνήση ο Οδυσσέας.

125 Κι αυτοί ξαναγυρίζανε στον τόπο τους. Μα ο Σείστης
δεν ξέχναε τις φοβέρες του στο θεϊκό Οδυσσέα,
και πήγε του Δία στον Όλυμπο τη γνώμη να ρωτήξη·
     «Δία πατέρα, εγώ τιμή δε θά 'χω πια και δόξα
μες στους θνητούς, μιάς και θνητοί δε με τιμούν εμένα,

130 οι Φαίακες δά, που λέγουνται κι απόγονοι δικοί μου.
Για το Δυσσέα το είπα εγώ πως στην πατρίδα θά 'ρθη,
πολλά σαν πάθη· γυρισμό να του αρνηθώ ποτές μου
δε θέλησα, τι τό 'ταξες εσύ πως θα γυρίση.
Και τώρα αυτοί τον πέρασαν με το γοργό καράβι

135 καθώς βαθιοκοιμότανε, τον έβγαλαν στο Θιάκι,
και τού 'δωκαν αρίφνητα χαρίσματα, χρυσάφι,
χαλκό και δουλευτά σκουτιά, που τόσα κι απ' την Τροία
δε θά 'φερνε αν ερχότανε αποκείθε δίχως βλάβη,
με το σωστό μερίδιο του από λάφυρα γυρνώντας.»
       Κι ο Δίας του αποκρένεται ο συννεφομαζώχτης·

140 «Σείστη, μεγαλοδύναμε, τι λόγο πήγες κι είπες ;
Δε σ' αψηφούν οι αθάνατοι· και πως θ' αποκοτούσαν
εσένα το μεγάλο τους και πρώτο ν' αψηφήσουν ;
Κι αν άντρας κάποιος δυνατός κι απόκοτος θελήση
να σε προσβάλη, εσύ μπορείς να γδικιωθής κατόπι.

145 Κάμε όπως θέλεις, και καθώς καλό το κρίνει ο νους σου.»
     Κι αυτά του απολογήθηκε ο σείστης Ποσειδώνας·
«Μεμιάς, ώ μαυροσύννεφε, θά 'κανα αυτό που κρένεις,
μα πάντα το θυμό σου εγώ φοβάμαι κι αποφεύγω.
Και τώρα θέλω τ' όμορφο καράβι των Φαιάκων

150 που θά 'ρθη από προβόδωμα στα θαμπερά πελάγη,
να σπάσω και στη χώρα τους βουνό να ρίξω γύρω,
να πάψουν και να μη μπορούν να προβοδούν ανθρώπους.»
     Κι ο Δίας του αποκρένεται ο συννεφομαζώχτης·
«Αυτό θαρρώ καλύτερο μέσα στο νου μου, ώ φίλε·

155 όλοι απ' τη χώρα σα θωρούν το πλοίο ν' αρμενίζη,
εσύ αποδίπλα στη στεριά βράχο να το πετρώσης,
να μοιάζη σαν πλεούμενο, και να θαυμάζουνται όλοι·
και με τρανό τη χώρα τους βουνό να τριγυρίξης. »
       Αυτό απ' το Δία σαν άκουσε του κόσμου ο μέγας σείστης

160 προς τη Σκερία ξεκίνησε, τον τόπο των Φαιάκων,
και στάθηκε· σαν πρόβαλε τ' ανάφρυδο καράβι
στο κύμα γοργολάμνοντας, ζυγώνει ο Ποσειδώνας,
με την παλάμη το βαράει, στα βάθια το ριζώνει,
πέτρα το κάνει, ξεκινάει και χάνεται αποκείθε.

165      Κι οι Φαίακες οι μακρόλαμνοι κι οι θαλασσακουσμένοι
με λόγια τότες φτερωτά μιλούσαν μεταξύ τους,
κι ένας τους γύρναε κι έλεγε του διπλανού του ετούτα·
     «Αλλοίς, και ποιός μας έδεσε στα πέλαγα το πλοίο,
στη χώρα καθώς γύριζε κι ολόβολο φαινόταν ; »
       Αυτά είπε και τι γένηκε δε γνώριζε κανείς τους.

170 Κι ο Αλκίνος τότε ο βασιλιάς ξαγόρεψέ τους κι είπε·
     «Για δήτε πως οι παλαιϊκές μας βγαίνουν προφητείες
του κύρη μου, σαν έλεγε πως μας φτονούσε ο Σείστης,
που όλους εμείς απείραχτοι στη γης τους προβοδάμε,

175 κι είπε πως κάποιο Φαιακινό καλόφτιαστο καράβι
που θά 'ρθη από προβόδημα στα θαμπερά πελάγη,
θα σπάση και στη χώρα μας βουνό θα ρίξη γύρω.
Αυτά είπε τότε ο γέροντας, και σήμερα τελιούνται.
Μα ελάτε τώρα, κι ό,τι πω να το καλοδεχτούμε·

180 μην προβοδάτε πια θνητό, σαν έρχεται κανένας
στη χώρα μας· κι ας σφάξουμε του Ποσειδώνα τώρα
δώδεκα ταύρους διαλεχτούς, ίσως και σπλαχνιστή μας,
και με τρανό τη χώρα μας βουνό δεν τριγυρίξη.»
       Είπε, κι αυτοί φοβήθηκαν, και τοίμασαν τους ταύρους.

185 Και τότες προσευκήθηκαν στο ρήγα Ποσειδώνα
οι αφέντηδες κι οι προεστοί της χώρας τώ Φαιάκων,
ολόρθοι γύρω στο βωμό. Κι ο μέγας ο Οδυσσέας
σηκώθη από τον ύπνο του στη γης την πατρική του,
και μήτε τήνε γνώρισε, καιρούς ξενιτεμένος·

190 τι η διογέννητη Αθηνά μ' αχνό τον περεχούσε,
να τον φυλάξη αγνώριστο, και να τον δασκαλέψη,
μην τόνε νιώση η σύγκοιτη κι οι φίλοι κι οι πολίτες,
πριν κάθε τους αδίκημα πλερώσουν οι μνηστήρες.
Για δαύτο και του σφάνταζαν αλλιώτικα όλα γύρω,

195 τα μονοπάτια τα μακριά, τα ολόκλειστα λιμάνια,
τα δέντρα τα ολοφούντωτα, κι οι βραχουριές παντούθε.
Πετιέται απάνω, στέκεται, κοιτάζει την πατρίδα,
και τότε θλιβερά βογγάει, και τα μεριά βαρώντας
με τις παλάμες, κλαίγεται και λέει μοιρολογώντας·

200      «Αλλοίς μου, και σε τι λογής ανθρώπων ήρθα χώρα ;
νά 'ναι άραγες ασύστατοι κι αδικοπράχτες κι άγριοι,
ή νά 'χουνε φιλοξενιά και θεοφοβιά στο νου τους ;
Πού φέρνω αυτούς τους θησαυρούς ; και που πλανιέμαι ατός μου;
Μακάρι ας έμνησκαν αυτοί στη χώρα τώ Φαιάκων,

205 και τότε σε άλλο βασιλιά θα πρόσφευγα μεγάλο,
που θα με καλοδέχουνταν και θα με προβοδούσε.
Πού τώρα να τα θέσω αυτά δεν ξέρω, μήτε πάλε
τ' αφήνω εδώ, μην έρθουνε και μου τ' αρπάξουν άλλοι.
Αλλοίς μου, σε όλα γνωστικοί δεν ήτανε και δίκιοι

210 οι αφεντάδες κι οι προεστοί τώ Φαιάκων, τι με φέραν
σε ξένη γης· μου κρένανε πως τάχα θα με πάνε
στο Θιάκι μου το ξάστερο, και δε μου το τελέσαν.
Ο Δίας ο συνακουστής γι' αυτό να τους πλερώση,
που όλους θωρεί αποπάνωθε, και τους κακούς παιδεύει.

215 Μα τώρα ας πάω, τους θησαυρούς να δω και να μετρήσω,
μην πήραν κάτι φεύγοντας με το γοργό καράβι.»
     Σαν είπε αυτά, τους τρίποδες μετρούσε τους πανώριους,
και τα λεβέτια, τα σκουτιά, και το λαμπρό χρυσάφι,
και τίποτες δεν τού 'λειπε· μα έκλαιγε για τη γης του,

220 και πικραναστενάζοντας σερνότανε στην άκρη
του πολυτάραχου γιαλού. Κι ήρθε η Αθηνά σιμά του,
μοιάζοντας νέο πιστικό που πρόβατα φυλάγει,
περίσσια τρυφερόκορμο, και σα βασιλοπαίδι.
Είχε διπλή στον ώμο της καλόφτιαση φλοκάτα,

225 στα ωραία πόδια σάνταλα, στα χέρια της κοντάρι,
Άμα την είδε χάρηκε και ζύγωσε ο Δυσσέας,
και φώναξέ την, κι είπε της με λόγια φτερωμένα·
     «Φίλε, που πρώτος έλαχες σ' αυτή τη χώρα ομπρός μου,
γειά σου, και μη μου φέρνεσαι κακόγνωμα· μόν' σώσε

230 κι ετούτα εδώ κι εμένανε· τι σα θεό μου εσένα
κοιτώντας και δοξάζοντας στα γόνατά σου πέφτω.
Και τούτο τώρα ξήγα μου με αλήθεια, να το ξέρω·
Ποιά γή 'ναι αυτή, και ποιός λαός; τι ανθρώποι εδώ γεννιούνται;
νά 'ναι νησάκι ξάστερο κι αυτό, για μήπως άκρη

235 της καρπερής είναι στεριάς προς το γιαλό απλωμένη ; »
     Τότε γυρνά και του μιλά η θεά η γαλανομάτα·
«Για κούφιος είσαι, ώ ξένε μου, για από μακριά μας ήρθες,
και με ρωτάς γι' αυτή τη γης. Δεν είναι δα και τόσο
στον κόσμο αγνώριστη· πολλοί την ξέρουν κι όσοι ζούνε

240 προς του ήλιου την ανατολή, κι όσοι στα μέρη ζούνε
που πέφτουν καταπίσωθε προς τ' αχνερά σκοτάδια.
Δεν είναι γης για αλόγατα, παρά γεμάτη πέτρα·
μα πάλε μήτε γης φτωχή, κι απλόχωρη ας μην είναι.
Στάρι περίσσιο και κρασί καλό μας δίνει ο τόπος,

245 τι πάντα πέφτει εδώ βροχή και μας δροσαίνουν πάχνες·
γίδια και βόδια βρίσκουνε καλή βοσκή εδώ πέρα,
μα και τα δέντρα με νερά ποτίζουνται περίσσια.
Κι έτσι το Θιάκι ακούστηκε κι ως την Τρωάδα ακόμα,
που λένε απ' την Αχαϊκή τη γης μακριά πως είναι.»

250      Αυτά είπε, κι αναγάλλιασε ο μέγας ο Οδυσσέας,
βλέποντας πως ο τόπος του ήταν η γης εκείνη,
απ' όσα του φανέρωσε του Δία η θυγατέρα.
Και φώναξε την κι είπε της με λόγια φτερωμένα,
αλήθεια όμως δεν έλεγε, παρά το λόγο γύρνα,

255 πάντα μεγάλες πονηριές στο νου του μελετώντας·
     «Και στην απλόχωρη άκουγα την Κρήτη για το Θιάκι,
πέρ' απ' τα πέλαγα· κι εγώ τώρα έρχουμαι απατός μου,
μ' αυτούς εδώ τους θησαυρούς· στα τέκνα μου άλλα τόσα
αφήκα, σάνε σκότωσα το γιό του Ιδομενέα,

260 το γοργοπόδη Ορσίλοχο, και ξέφυγα αποκείθε.
Κάθε άντρα σιταρόθρεφτο στο τρέξιμο νικούσε
στην Κρήτη αυτός· μα θέλησε τα τρωαδίτικα όλα
να μου κρατήση λάφυρα, που εγώ 'παθα για δαύτα,
και σε πολέμους αντρικούς και στ' άγρια τα πελάγη,

265 τι του γονιού του ακόλουθος δεν έστεργα να γίνω
στην Τροία, παρά μαχόμουν μ' άλλους δικούς μου πρώτος.
Σιμά στο δρόμο τού 'στησα με φίλο μου καρτέρι,
κι απ' τα χωράφια ερχάμενο τον πήρα με κοντάρι.
Ήτανε νύχτα σκοτερή στα ουράνια, και κανένας

270 δεν ένιωσε, μόνε κρυφά του πήρα την ψυχή του.
Και σαν τόνε θανάτωσα με σουβλερό κοντάρι,
πήγα σε πλοίο σε Φοίνικες αρχόντους να προσπέσω,
και δώρα ακριβοπόθητα τους έδινα ζητώντας
μαζί τους να με πάρουνε στην Πύλο να μ' αφήσουν,

275 ή στην ιερή την Ήλιδα που Επειώτες την ορίζουν.
Όμως του ανέμου η δύναμη τους έσπρωχνε αποκείθε
χωρίς να εν· δε ζήταγαν αυτοί να με γελάσουν.
Και τότες παραδέρνοντας φτάσαμ' εδώ τη νύχτα,
και στο λιμένα μπήκαμε βαρύ κουπί τραβώντας.

280 Δε συλλογιόμασταν φαΐ, κι ας είχαμέ του ανάγκη·
μόνε απ' το πλοίο βγήκαμε κι αυτού πλαγιάσαμε όλοι.
Στ' αποσταμένο μου κορμί γλυκός κατέβηκε ύπνος,
κι εκείνοι τότες έβγαλαν τα πράματα απ' το πλοίο,
κι απάνω εδώ στην αμμουδιά που κοίτομουν τα θέσαν.

285 Κατόπι στην ωριόχτιστη κινήσαν Σιδονία,
κι έμεινα εγώ μονάχος μου με την καρδιά θλιμμένη.»
     Είπε, και χαμογέλασε η θεά η γαλανομάτα,
κι απλώνοντας το χέρι της τον χάδεψε, και φάνη
σα δέσποινα ώρια και τρανή σ' έργα λαμπρά πιδέξια.

290 Και φώναξέ τον κι είπε του με λόγια φτερωμένα·
     «Μαριόλος και παμπόνηρος θά 'ναι όποιος σε περάση
σε κάθε απάτη, μα και θεός αν τύχη νά 'ναι ακόμα.
Σκληρέ και μυριοσόφιστε κι αχόρταγε στους δόλους,
ως και στη γης σου σα βρεθής δεν το αστοχάς το ψέμα,

295 μήτε τα λόγια τα πλαστά, που αρχήθες τ' αγαπούσες.
Μα τώρα αυτά ας τ' αφήσουμε· σοφοί είμαστε κι οι δυό μας,
πρώτος κι εσύ μες στους θνητούς στη γνώση και στα λόγια,
και πάλε εγώ μες στους θεούς για νου και για ξυπνάδα
είμ' ακουσμένη. Του Διός την κόρη την Παλλάδα,

300 την Αθηνά δε γνώρισες εσύ, που μερανύχτα
σου παραστέκω, σ' όλα σου τα πάθια φύλακάς σου,
και που έκαμα τους Φαίακες να σ' αγαπήσουν όλοι.
Και τώρα ακόμα βγήκα εδώ, για να συλλογιστούμε
πως να σου κρύψω τα καλά που οι Φαίακες σου δώκαν

305 καθώς ο νους μου τα όρισε, μαζί σου να τα φέρης.
Μα να σου πω, και τι δεινά στο σπιτικό σου η μοίρα
σου φύλαξε· κι εσύ καρδιά να κάμης ν' απομένης,
και σε κανένα μην ξηγάς ούτ' άντρα ούτε γυναίκα,
πως απ' τα ξένα γύρισες, παρά όσα κι αν παθαίνης

310 από κακόβουλους θνητούς, αμίλητα να τά 'χης.»
     Τότε ο Δυσσέας ο τρίξυπνος γυρίζει και της κρένει·
«Δύσκολα ο άνθρωπος, θεά, σε νιώθει ά σ' αγναντέψη,
όσο κι αν ξέρη· γιατί εσύ λογής μοιασίδια παίρνεις.
Τούτο γνωρίζω εγώ καλά, πως πρώτα μου ήσουν φίλη,

315 όσον καιρό μαχόμασταν οι Αχαιοί στην Τροία.
Μα αφότου εμείς κουρσέψαμε τη χώρα του Πριάμου,
και στα καράβια μπήκαμε, κι ο θεός μας σκόρπισε όλους,
δε σ' είδα μήτε σ' ένιωσα, διογέννητη, από τότες,
μες στο καράβι μου να ρθης και να με διαφεντέψης.

320 Παρά πλανιόμουν άπαυα με την καρδιά καμένη,
ωσότου από τα βάσανα οι θεοί με λευτερώσαν,
κι εσύ πια με τα λόγια σου στην πλούσια γη τώ Φαιάκων
με γκάρδιωνες, και μ' έφερνες ατή σου μες στη χώρα.
Μα στου γονιού σου τ' όνομα παρακαλώ σε τώρα,

325 τι δεν πιστεύω νά 'φτασα στο ξάστερο μου Θιάκι,
μόνε πλανιέμαι σ' άλλη γης, κι αυτά θαρρώ που μού 'πες,
με πονηριά μου τά 'πλασες, το νου μου να γελάσης·
λέγε μου, αλήθεια, βρίσκουμαι στην ποθητή πατρίδα ; »
       Κι η γαλανόματη Αθηνά του απολογήθη τότες·

330 «Με τέτοιες πάντα συλλογές το νου σου βασανίζεις·
γι' αυτό κι εγώ στα πάθια σου μονάχο δε σ' αφήνω,
πού 'σαι δα τόσο γνωστικός, καλός κι ανοιχτομάτης.
Αν ήταν άλλος κι έρχονταν στον τόπο του απ' τα ξένα,
θένα ' τρεχε, τη σύγκοιτη να δη και τα παιδιά του·

335 μα ακόμα εσύ δε λαχταρείς να μάθης και ν' ακούσης,
μόν' πρώτα τη γυναίκα σου ζητάς να δοκιμάσης,
που μες στον πύργο κάθεται και τυραννιέται η έρμη,
κι οι νύχτες της, κι οι μέρες της περνάνε με τα δάκρυα.
Ποτές δεν το φοβόμουνα, μόν' τό 'χα εγώ στο νου μου,

340 πως πίσω θένα 'ρθής χωρίς κανένα σύντροφό σου·
όμως στον Ποσειδώνα εγώ, στ' αδέρφι του γονιού μου,
δεν ήθελα ν' αντισταθώ, τι σου ήταν χολωμένος,
το μάτι αφότου τύφλωσες του αγαπημένου γιού του.
Τώρα τους τόπους του Θιακιού για να πειστής σου δείχνω.

345 Νά, του παλιού θαλασσινού του Φόρκυνα ο λιμιώνας·
να, κι η μακρόφυλλη η ελιά στου λιμανιού την άκρη,
και δίπλα της η αχνόθαμπη σπηλιά, η χαριτωμένη,
ιερό λημέρι των Νυφών που λέγουνται Ναϊάδες·
εκεί 'ναι και το θολωτό το σπήλιο που σ' εκείνες

350 πολλές εσύ εκατοβοδιές καλόδεχτες τελούσες·
να, και το Νήριτο βουνό, τ' ολόσκεπο από δάσια.»
     Είπε, και σκόρπισε ο αχνός, και φάνη η γης τριγύρω·
την είδε κι αναγάλλιασε ο πολύπαθος Δυσσέας,
και χαίροντας σα φίλησε τη γης την πλουτοδότρα,

355 στις Νύφες προσευκήθηκε σηκώνοντας τα χέρια·
     «Ώ Νύφες, κόρες του Διός, ν' αξιωθώ σας πάλε
δεν τό 'λπιζα· σας χαιρετώ με τις γλυκειές ευκές μου,
και δώρα θα σας φέρνουμε σαν πρώτα εμείς περίσσια,
αν η νικήτρια η Αθηνά, του Δία η θυγατέρα,

360 ζωή μου δώση, και αντρειά στο γιό τον ακριβό μου. »
     Κι η γαλανόματη Αθηνά του λάλησε και του είπε·
«Θάρρος· γι' αυτά ας μη νοιάζεται καθόλου τώρα ο νους σου.
Μόν' έλα, και τα πράματα στα βάθια τ' ώριου σπήλιου
ας πάμε ν' απιθώσουμε, κρυμμένα εκεί να τά 'χης·

365 κατόπι συλλογιόμαστε τί 'ναι καλό να γίνη. »
     Είπε, και μπήκε η θέαινα στο αχνόθαμπο το σπήλιο,
για νά 'βρη τους κρυψώνας του· και τότες ο Οδυσσέας
της έφερε τα χρυσικά και τα χαλκοστολίδια,
και τα καλόφτιαστα σκουτιά που οι Φαίακες του χαρίσαν.

370 Κι αφού καλά τ' απίθωσε, βάζει τρανό λιθάρι
στου σπήλιου το έμπα η Αθηνά, του Δία η θυγατέρα.
     Τότες καθίσαν στης ιερής ελιάς τη ρίζα οι δυό τους,
να δουν πως θα ξεκάμουνε τους άτιμους μνηστήρες.
Κι άρχισε πρώτη η Αθηνά, η θεά η γαλανομάτα·

375      «Διογέννητε του Λαέρτη γιέ, πολύτεχνε Οδυσσέα,
δες τώρα τους αδιάντροπους μνηστήρες πως θα σπάσης,
που τρία χρόνια κυβερνούν τον πύργο σου, ζητώντας
με δώρα ν' αποχτήσουνε το ισόθεο σου ταίρι·
κι εκείνη, πάντα κλαίγοντας, που ακόμα να γυρίσης,

380 ελπίδες και ταξίματα του καθενού τους δίνει,
και τους μηνάει μηνύματα, κι ας κλώθη ο νους της άλλα.»
     Τότε ο Δυσσέας ο τρίξυπνος γύρισε και της είπε·
«Αλλοί, με του Αγαμέμνονα του γιού του Ατρέα τη μοίρα,
θάνατο θά 'βρισκα κακό κι εγώ μες στο παλάτι,

385 αν όλα δε μου τά 'λεγες καθάρια εσύ, ώ θεά μου.
Και τώρα ορμήνεψέ με πως να πάω να τους παιδέψω·
ατή σου στέκου πλάγι μου και δίνε μου αντρειοσύνη,
σαν τότες που χαλνούσαμε τα ώρια πυργιά της Τροίας.
Αν έτσι μου παράστεκες λαμπρή, ώ γαλανομάτα,

390 και με τρακόσους θά 'βγαινα να χτυπηθώ νομάτους
σιμά σου, τι την πρόθυμη διαφέντεψη σου θά 'χα.»
     Κι η γαλανόματη θεά του απολογήθη τότες·
«Σιμά σου θά 'μαι, και πολύ, και δε θα σ' αστοχήσω
σαν έρθη η ώρα· και θαρρώ πολλοί από τους μνηστήρες

395 που τώρα κατατρώγουνε το βιός σου θα σκορπίσουν
και το αίμα τους και τα μυαλά τότε στο χώμα απάνω.
Μα πρώτα πρέπει αγνώριστο στους άλλους να σε κάνω·
θα σου ζαρώσω τ' όμορφο και λυγερό κορμί σου,
θα σου αφανίσω τα ξανθά μαλλιά της κεφαλής σου,

400 και θα ντυθής παλιόρουχο, να σε σιχαίνουνται όλοι·
τα μάτια σου τα λαμπερά, θαμπά θα σου τα κάνω,
που τιποτένιος να φανής και στους μνηστήρες όλους,
και στη γυναίκα και στο γιό που μες στο σπίτι αφήκες.
Και πρώτα το χοιροβοσκό πήγαινε ν' ανταμώσης,

405 που νοιάζεται τους χοίρους σου, και σε πονεί η καρδιά του,
μα και το γιόκα σου αγαπά, και το χρυσό σου ταίρι.
Σιμά στα ζώα θα κάθεται, που βόσκουνε στην πέτρα
του Κόρακα, που είναι κοντά κι η Αρέθουσα η βρυσούλα.
Τρών βαλανίδια νόστιμα, κι αχνό νεράκι πίνουν,

410 και καλοθρέφουνται μ' αυτά και πλήθιο πάχος πιάνουν.
Εκεί μαζί του κάθισε και ρώτηξε τον όλα,
ώσπου στην καλογύναικη να πάω εγώ τη Σπάρτη,
το γιό σου τον Τηλέμαχο, Οδυσσέα μου, να φωνάξω·
αυτός στη Λακεδαίμονα, του Μενελάου τη χώρα,

415 πήγε να μάθη αν τάχα ζης κι ακούγεσαι στον κόσμο.»
     Τότε ο Δυσσέας ο τρίξυπνος απολογήθη κι είπε·
«Τί δεν του τό 'λεγες εσύ, που όλα .τα ξέρει ο νους σου ;
ή τάχα μες στα πέλαγα κι αυτός για να πλανιέται
με βάσανα, και να του τρων οι άλλοι τα καλά του ; »

420      Κι η γαλανόματη θεά του απολογήθη τότες·
«Γι' αυτόν μην πολυνοιάζεσαι· εγώ τον οδηγούσα
που τ' όνομά του ν' ακουστή πηγαίνοντας κει κάτω.
Βάσανα αυτός δεν έχει εκεί, μόν' κάθεται στους πύργους
του γιού του Ατρέα, και χαίρεται τ' αρίφνητα καλά του.

425 Με μαύρο πλοίο οι άγουροι κι αν τού 'στησαν καρτέρι,
το χαλασμό του θέλοντας στο Θιάκι πρί γυρίση,
δεν το φοβάμαι αυτό· θαρρώ πως κάμποσους μνηστήρες
θα φάη η γης, που σήμερα το βιός σου καταλούνε.»
       Αυτά σαν είπε, με ραβδί τον άγγιξε η Παλλάδα,

430 και ζάρωσε το λυγερό και τ' όμορφο κορμί του,
και τα ξανθά του αφάνισε μαλλιά της κεφαλής του,
και σκέπασε με γέρικο πετσί τα μέλη του όλα·
τα δυό του μάτια θάμπωσε που πρώτα αστραποφέγγαν,
και μ' άσκημα παλιόρουχα τού 'ντυσε το κορμί του,
435 κουρελιασμένα και λερά και μαύρα από καπνίλα,

μ' απάνω λάφινη προβιά μακριά και μαδημένη·
του δίνει και ραβδί χοντρό, κι έναν τορβά στον ώμο
σκισμένο και με πρόστυχο σκοινί για κρεμαστήρι.
       Αυτά είπαν, και χωρίστηκαν κι εκείνη πήγε νά 'βρη

440 στη θεία τη Λακεδαίμονα τ' αγόρι του Οδυσσέα.

Μνηστηροφονία 

Ραψωδία ν 
Οδυσσέως άφιξις εις Ιθάκην.

Αυτά τους είπε, κι όλοι τους σωπαίνανε ομπροστά του,
δεμένοι από το μάγιο του μες στα ισκιερά παλάτια.
Τότες απολογιέται του ο Αλκίνος και του κρένει·
       «Μιάς κι ήρθες στα χαλκόστρωτα και στ' αψηλά μου σπίτια,

5 θαρρώ πως δε θα πλανεθής, Δυσσέα, στο γυρισμό σου,
μόνε όσα πριν κι αν έπαθες, στον τόπο σου θα φτάσης.
Και στον καθέναν από σας που μέσα στο παλάτι
το διαλεχτό μου πίνετε κρασί και το φλογάτο,
και τα τραγούδια χαίρεστε, να, τι θα πω, κι ακούτε.

10 Μέσα στο λαμπροκάμωτο σεντούκι 'ναι τα ρούχα,
το δουλεμένο μάλαμα και τα φιλέματα όλα,
που εδώ του ξένου φέρανε οι αρχόντοι τώ Φαιάκων·
τώρα μεγάλο τρίποδα ας του βρούμε και λεβέτι
καθένας μας κατόπι εμείς συνάζουμε απ' το δήμο·

15 τι είναι βαρύ απ' ελόγου του να δίνη ένας μονάχος.»
     Είπε ο Αλκίνος, κι άρεσαν τα λόγια του στους άλλους.
Καθένας τότες κίνησε στο σπίτι να πλαγιάση.
Έφεξ' η ροδοδάχτυλη της νύχτας κόρη Αυγούλα,
και με το στέριο χάλκωμα πάνε για το καράβι.

20 Ίδιος του μπήκε ο αντρόκαρδος ο Αλκίνος στο καράβι,
και μέσα τα καλόθεσε στους πάγκους αποκάτου,
να μη σκοντάβουν σαν τραβάν κουπί τα παλληκάρια.
Κι εκείνοι πήγαν να χαρούν του Αλκίνου το γιορτάσι.
       Και βόδι αυτός τους έσφαξε, θυσία στο γιό του Κρόνου,

25 το Δία το μαυρονέφελο, πού 'ναι όλων βασιλέας.
Και τα μεριά σαν έκαψαν, στο θεόλαμπρο τραπέζι
φραινόνταν· και τραγούδα τους ο κοσμοτιμημένος
και θεϊκός τραγουδιστής Δημόδοκος. Ως τόσο
συχνά στον ήλιο γύριζε την κεφαλή ο Δυσσέας,

30 το γέρμα λαχταρίζοντας, και γυρισμό ποθώντας.
Και σαν που δείπνο ορέγεται ο αργάτης που ολημέρα
τα μαύρα βόδια τού 'σερναν το αλέτρι στα χωράφια,
και βλέπει με χαρά το φως του ήλιου να βασιλεύη,
και στο φαγί πηγαίνοντας τα γόνατά του τρέμουν,

35 τέτοια χαρά 'φερε του ήλιου το γέρμα στο Δυσσέα.
Και γλήγορα στους Φαίακες που το κουπί αγαπάνε,
μα στον Αλκίνο ξέχωρα, μίλησε τότες κι είπε·
     «Αλκίνο, πρώτε βασιλιά, και τώ λαών καμάρι,
κάμετε στάξες, στείλτε με με το καλό, και γειά σας.

40 Τί τώρα πια τελέστηκαν όσα ήθελε η καρδιά μου,
ταξίδι και χαρίσματα, που οι θεοί να τα βλογάνε,
να ξαναβρώ το σπίτι μου και την καλή γυναίκα,
και να γυρίσω ανάμεσα στους ακριβούς μου φίλους.
Κι εσείς που εδώ απομνήσκετε, νά 'στε η χαρά για πάντα

45 τώ γυναικών και τέκνω σας, κι οι θεοί να σας φυλάνε,
και συφορές η χώρα σας ποτές να μη γνωρίση.»
     Αυτά είπε, και τα λόγια του καλοδεχτήκαν όλοι,
κι είπαν ο ξένος να σταλή, γιατί σωστά μιλούσε.
Και λάλησε του κήρυκα ο αντρόψυχος ο Αλκίνος·

50      «Σμίξε, Ποντόνε, το κρασί και μοίρασέ το σε όλους·
μες στο παλάτι, προσευκές να κάμουμε του Δία,
κι απέ να προβοδήσουμε τον ξένο στο νησί του.»
     Είπε, και πρόσγλυκο κρασί τους έσμιξε ο Ποντόνος,
και σ' όλους γύρω μοίρασε· κι εκείνοι από τις έδρες

55 στους τρισμακάριστους θεούς πού 'ναι στα ουράνια, στάξαν.
Τότες σηκώθηκε ο τρανός Δυσσέας, στης Αρήτης
τα χέρια το διπλόκουπο παράδωσε ποτήρι,
και λάλησε της κι είπε της με φτερωμένα λόγια·
       «Γειά σου, χαρά σου ολοζωής, βασίλισσα, ώσπου νά 'ρθουν

60 τα γερατειά κι ο θάνατος, που τους θνητούς προσμένουν·
μισεύω τώρα, κι εύκουμαι να χαίρεσαι εδώ μέσα
τα τέκνα σου και το λαό και το γενναίο Αλκίνο.»
     Είπε, και διάβηκε ο λαμπρός Δυσσέας το κατώφλι,
και κήρυκα ο αντρόκαρδος ο Αλκίνος στέλνει ομπρός του,

65 να τόνε φέρη στο γιαλό προς το γοργό καράβι·
κι η Αρήτη δούλες τού 'βαλε να τόνε συνοδέψουν.
Σκουτί καλοπλυμένο η μιά σηκώνει και χιτώνα,
άλλη σεντούκι κουβαλάει καλόφτιαστο, και τρίτη
με το κρασί το κόκκινο και με θροφή ακλουθούσε.

70      Και στο γιαλό σα φτάσανε, και στο καράβι μπήκαν,
τα παλληκάρια οι προβοδοί στο κουφωτό καράβι
πήραν και βάλαν τα πιοτά και τις προμήθειες όλες·
και του Οδυσσέα στρώσανε βελέντζα και σεντόνι
στου καραβιού το κάσαρο, για να γλυκοκοιμάται

75 στην πρύμη· αυτός ανέβηκε και πλάγιασ' εκεί τότες
σιωπώντας· κι αυτοί κάθισαν αραδιαστοί στους πάγκους,
και το παράγγι ξέλυσαν από την τρύπια δέστρα.
Και πίσω καθώς γέρνανε και τα νερά σκορπούσαν,
ύπνος βαρύς κατέβαινε πάς στα ματόφυλλά του,

80 βαθύς περίσσια και γλυκός, με θάνατο παρόμοιος.
Σαν που σε κάμπο αλόγατα τετράζυγα βαρβάτα
στου μαστιγιού το χτύπημα μαζί χουμίζουν όλα,
κι αναπηδώντας αψηλά μεγάλο δρόμο κόβουν,
έτσι κι η πλώρη ανέβαινε του ψήλου, κι αποπίσω

85 του πολυτάραχου γιαλού το κύμα αφρομανούσε.
Κι έτρεχ' εκείνο μιά χαρά, που μήτε κιρκινέζι,
το πιο γοργό πετάμενο, θα μπόρειε να το φτάξη
Με τέτοια φόρα διάβαινε στις θάλασσες απάνω,
φέρνοντας άντρα με θεούς παρόμοιο στη σοφία,

90 που αρίθμητα άλλοτες δεινά κι αν έπαθε η ψυχή του,
σε αντρών πολέμους και φριχτά ταξίδια του πελάγου,
τώρα κοιμόταν ήσυχα, τα πάθια του ξεχνώντας.
     Σαν πρόβαλε το φωτερό τ' αστέρι που στα ουράνια
της νυχτογέννητης αυγής πρωτομηνάει τη φέξη,

95 το πλοίο το πελαγόδρομο ζύγωνε πια στο Θιάκι.
     Βρίσκετ' εκεί του Φόρκυνα, του πελαγήσου γέρου,
κάποιο λιμάνι, και σ' αυτό δυό κάβοι που προβάλλουν,
βραχόσπαρτοι, προς την μπασιά του λιμανιού συγκλίνουν,
κι όξω κρατούν τα κύματα που οι τρικυμιές σηκώνουν·

100 μα μέσα τα καλόφτιαστα συχάζουνε καράβια,
δίχως δεσίματα, άμα μπουν και βρούνε αραξοβόλι.
Είναι κι ελιά μακρόφυλλη βαθιά μες στο λιμάνι·
και δίπλα της αχνόθαμπη σπηλιά χαριτωμένη,
ιερό λημέρι των Νυφών που λέγουνται Ναϊάδες.

105 Κροντήρια και διπλόχερες λαγήνες εκεί βρίσκεις,
που τα μελίσσια μέσα τους πηγαίνουν και φωλιάζουν.
Είναι και πέτρινοι αργαλειοί περίτρανοι, που οι Νύφες
φαίνουν σκουτιά πορφυρωτά που βλέπεις και θαμάζεις.
Έχει κι αστείρευτα νερά, και θύρες δυό· μιά θύρα

110 προς το Βοριά που δύνουνται ν' αυλίζουνται και ανθρώποι,
κι η άλλη, θεϊκιά, προς το Νοτιά, που ανθρώποι δεν περνάνε,
μόνε είναι των αθάνατων η θύρα εκείνη δρόμος.
     Αυτά από πριν γνωρίζοντας μπήκαν εκεί ν' αράξουν,
και το καράβι στη στεριά έξω έπεσε ως τη μέση·

115 με τέτοια ορμή το σπρώχνανε στα ομπρός οι λαμνοκόποι.
Και στη στεριά σα βγήκανε απ' το γερό καράβι,
πρώτ' απ' το πλοίο το κουφωτό τον Οδυσσέα σηκώσαν·
με το σεντόνι το λινό και το λαμπρό στρωσίδι
στην αμμουδιά τον έθεσαν καθώς βαριοκοιμόταν,

120 κι ύστερα βγάλαν τα καλά που οι Φαίακες του δώκαν
που ερχόταν με της Αθηνάς τη χάρη στη πατρίδα.
Τά 'θεσαν όλα στης ελιάς τη ρίζα σωριασμένα,
όξω απ' το δρόμο, μην τα δη περαστικός κανένας,
και πάη και τα πειράξη πριν ξυπνήση ο Οδυσσέας.

125 Κι αυτοί ξαναγυρίζανε στον τόπο τους. Μα ο Σείστης
δεν ξέχναε τις φοβέρες του στο θεϊκό Οδυσσέα,
και πήγε του Δία στον Όλυμπο τη γνώμη να ρωτήξη·
     «Δία πατέρα, εγώ τιμή δε θά 'χω πια και δόξα
μες στους θνητούς, μιάς και θνητοί δε με τιμούν εμένα,

130 οι Φαίακες δά, που λέγουνται κι απόγονοι δικοί μου.
Για το Δυσσέα το είπα εγώ πως στην πατρίδα θά 'ρθη,
πολλά σαν πάθη· γυρισμό να του αρνηθώ ποτές μου
δε θέλησα, τι τό 'ταξες εσύ πως θα γυρίση.
Και τώρα αυτοί τον πέρασαν με το γοργό καράβι

135 καθώς βαθιοκοιμότανε, τον έβγαλαν στο Θιάκι,
και τού 'δωκαν αρίφνητα χαρίσματα, χρυσάφι,
χαλκό και δουλευτά σκουτιά, που τόσα κι απ' την Τροία
δε θά 'φερνε αν ερχότανε αποκείθε δίχως βλάβη,
με το σωστό μερίδιο του από λάφυρα γυρνώντας.»
       Κι ο Δίας του αποκρένεται ο συννεφομαζώχτης·

140 «Σείστη, μεγαλοδύναμε, τι λόγο πήγες κι είπες ;
Δε σ' αψηφούν οι αθάνατοι· και πως θ' αποκοτούσαν
εσένα το μεγάλο τους και πρώτο ν' αψηφήσουν ;
Κι αν άντρας κάποιος δυνατός κι απόκοτος θελήση
να σε προσβάλη, εσύ μπορείς να γδικιωθής κατόπι.

145 Κάμε όπως θέλεις, και καθώς καλό το κρίνει ο νους σου.»
     Κι αυτά του απολογήθηκε ο σείστης Ποσειδώνας·
«Μεμιάς, ώ μαυροσύννεφε, θά 'κανα αυτό που κρένεις,
μα πάντα το θυμό σου εγώ φοβάμαι κι αποφεύγω.
Και τώρα θέλω τ' όμορφο καράβι των Φαιάκων

150 που θά 'ρθη από προβόδωμα στα θαμπερά πελάγη,
να σπάσω και στη χώρα τους βουνό να ρίξω γύρω,
να πάψουν και να μη μπορούν να προβοδούν ανθρώπους.»
     Κι ο Δίας του αποκρένεται ο συννεφομαζώχτης·
«Αυτό θαρρώ καλύτερο μέσα στο νου μου, ώ φίλε·

155 όλοι απ' τη χώρα σα θωρούν το πλοίο ν' αρμενίζη,
εσύ αποδίπλα στη στεριά βράχο να το πετρώσης,
να μοιάζη σαν πλεούμενο, και να θαυμάζουνται όλοι·
και με τρανό τη χώρα τους βουνό να τριγυρίξης. »
       Αυτό απ' το Δία σαν άκουσε του κόσμου ο μέγας σείστης

160 προς τη Σκερία ξεκίνησε, τον τόπο των Φαιάκων,
και στάθηκε· σαν πρόβαλε τ' ανάφρυδο καράβι
στο κύμα γοργολάμνοντας, ζυγώνει ο Ποσειδώνας,
με την παλάμη το βαράει, στα βάθια το ριζώνει,
πέτρα το κάνει, ξεκινάει και χάνεται αποκείθε.

165      Κι οι Φαίακες οι μακρόλαμνοι κι οι θαλασσακουσμένοι
με λόγια τότες φτερωτά μιλούσαν μεταξύ τους,
κι ένας τους γύρναε κι έλεγε του διπλανού του ετούτα·
     «Αλλοίς, και ποιός μας έδεσε στα πέλαγα το πλοίο,
στη χώρα καθώς γύριζε κι ολόβολο φαινόταν ; »
       Αυτά είπε και τι γένηκε δε γνώριζε κανείς τους.

170 Κι ο Αλκίνος τότε ο βασιλιάς ξαγόρεψέ τους κι είπε·
     «Για δήτε πως οι παλαιϊκές μας βγαίνουν προφητείες
του κύρη μου, σαν έλεγε πως μας φτονούσε ο Σείστης,
που όλους εμείς απείραχτοι στη γης τους προβοδάμε,

175 κι είπε πως κάποιο Φαιακινό καλόφτιαστο καράβι
που θά 'ρθη από προβόδημα στα θαμπερά πελάγη,
θα σπάση και στη χώρα μας βουνό θα ρίξη γύρω.
Αυτά είπε τότε ο γέροντας, και σήμερα τελιούνται.
Μα ελάτε τώρα, κι ό,τι πω να το καλοδεχτούμε·

180 μην προβοδάτε πια θνητό, σαν έρχεται κανένας
στη χώρα μας· κι ας σφάξουμε του Ποσειδώνα τώρα
δώδεκα ταύρους διαλεχτούς, ίσως και σπλαχνιστή μας,
και με τρανό τη χώρα μας βουνό δεν τριγυρίξη.»
       Είπε, κι αυτοί φοβήθηκαν, και τοίμασαν τους ταύρους.

185 Και τότες προσευκήθηκαν στο ρήγα Ποσειδώνα
οι αφέντηδες κι οι προεστοί της χώρας τώ Φαιάκων,
ολόρθοι γύρω στο βωμό. Κι ο μέγας ο Οδυσσέας
σηκώθη από τον ύπνο του στη γης την πατρική του,
και μήτε τήνε γνώρισε, καιρούς ξενιτεμένος·

190 τι η διογέννητη Αθηνά μ' αχνό τον περεχούσε,
να τον φυλάξη αγνώριστο, και να τον δασκαλέψη,
μην τόνε νιώση η σύγκοιτη κι οι φίλοι κι οι πολίτες,
πριν κάθε τους αδίκημα πλερώσουν οι μνηστήρες.
Για δαύτο και του σφάνταζαν αλλιώτικα όλα γύρω,

195 τα μονοπάτια τα μακριά, τα ολόκλειστα λιμάνια,
τα δέντρα τα ολοφούντωτα, κι οι βραχουριές παντούθε.
Πετιέται απάνω, στέκεται, κοιτάζει την πατρίδα,
και τότε θλιβερά βογγάει, και τα μεριά βαρώντας
με τις παλάμες, κλαίγεται και λέει μοιρολογώντας·

200      «Αλλοίς μου, και σε τι λογής ανθρώπων ήρθα χώρα ;
νά 'ναι άραγες ασύστατοι κι αδικοπράχτες κι άγριοι,
ή νά 'χουνε φιλοξενιά και θεοφοβιά στο νου τους ;
Πού φέρνω αυτούς τους θησαυρούς ; και που πλανιέμαι ατός μου;
Μακάρι ας έμνησκαν αυτοί στη χώρα τώ Φαιάκων,

205 και τότε σε άλλο βασιλιά θα πρόσφευγα μεγάλο,
που θα με καλοδέχουνταν και θα με προβοδούσε.
Πού τώρα να τα θέσω αυτά δεν ξέρω, μήτε πάλε
τ' αφήνω εδώ, μην έρθουνε και μου τ' αρπάξουν άλλοι.
Αλλοίς μου, σε όλα γνωστικοί δεν ήτανε και δίκιοι

210 οι αφεντάδες κι οι προεστοί τώ Φαιάκων, τι με φέραν
σε ξένη γης· μου κρένανε πως τάχα θα με πάνε
στο Θιάκι μου το ξάστερο, και δε μου το τελέσαν.
Ο Δίας ο συνακουστής γι' αυτό να τους πλερώση,
που όλους θωρεί αποπάνωθε, και τους κακούς παιδεύει.

215 Μα τώρα ας πάω, τους θησαυρούς να δω και να μετρήσω,
μην πήραν κάτι φεύγοντας με το γοργό καράβι.»
     Σαν είπε αυτά, τους τρίποδες μετρούσε τους πανώριους,
και τα λεβέτια, τα σκουτιά, και το λαμπρό χρυσάφι,
και τίποτες δεν τού 'λειπε· μα έκλαιγε για τη γης του,

220 και πικραναστενάζοντας σερνότανε στην άκρη
του πολυτάραχου γιαλού. Κι ήρθε η Αθηνά σιμά του,
μοιάζοντας νέο πιστικό που πρόβατα φυλάγει,
περίσσια τρυφερόκορμο, και σα βασιλοπαίδι.
Είχε διπλή στον ώμο της καλόφτιαση φλοκάτα,

225 στα ωραία πόδια σάνταλα, στα χέρια της κοντάρι,
Άμα την είδε χάρηκε και ζύγωσε ο Δυσσέας,
και φώναξέ την, κι είπε της με λόγια φτερωμένα·
     «Φίλε, που πρώτος έλαχες σ' αυτή τη χώρα ομπρός μου,
γειά σου, και μη μου φέρνεσαι κακόγνωμα· μόν' σώσε

230 κι ετούτα εδώ κι εμένανε· τι σα θεό μου εσένα
κοιτώντας και δοξάζοντας στα γόνατά σου πέφτω.
Και τούτο τώρα ξήγα μου με αλήθεια, να το ξέρω·
Ποιά γή 'ναι αυτή, και ποιός λαός; τι ανθρώποι εδώ γεννιούνται;
νά 'ναι νησάκι ξάστερο κι αυτό, για μήπως άκρη

235 της καρπερής είναι στεριάς προς το γιαλό απλωμένη ; »
     Τότε γυρνά και του μιλά η θεά η γαλανομάτα·
«Για κούφιος είσαι, ώ ξένε μου, για από μακριά μας ήρθες,
και με ρωτάς γι' αυτή τη γης. Δεν είναι δα και τόσο
στον κόσμο αγνώριστη· πολλοί την ξέρουν κι όσοι ζούνε

240 προς του ήλιου την ανατολή, κι όσοι στα μέρη ζούνε
που πέφτουν καταπίσωθε προς τ' αχνερά σκοτάδια.
Δεν είναι γης για αλόγατα, παρά γεμάτη πέτρα·
μα πάλε μήτε γης φτωχή, κι απλόχωρη ας μην είναι.
Στάρι περίσσιο και κρασί καλό μας δίνει ο τόπος,

245 τι πάντα πέφτει εδώ βροχή και μας δροσαίνουν πάχνες·
γίδια και βόδια βρίσκουνε καλή βοσκή εδώ πέρα,
μα και τα δέντρα με νερά ποτίζουνται περίσσια.
Κι έτσι το Θιάκι ακούστηκε κι ως την Τρωάδα ακόμα,
που λένε απ' την Αχαϊκή τη γης μακριά πως είναι.»

250      Αυτά είπε, κι αναγάλλιασε ο μέγας ο Οδυσσέας,
βλέποντας πως ο τόπος του ήταν η γης εκείνη,
απ' όσα του φανέρωσε του Δία η θυγατέρα.
Και φώναξε την κι είπε της με λόγια φτερωμένα,
αλήθεια όμως δεν έλεγε, παρά το λόγο γύρνα,

255 πάντα μεγάλες πονηριές στο νου του μελετώντας·
     «Και στην απλόχωρη άκουγα την Κρήτη για το Θιάκι,
πέρ' απ' τα πέλαγα· κι εγώ τώρα έρχουμαι απατός μου,
μ' αυτούς εδώ τους θησαυρούς· στα τέκνα μου άλλα τόσα
αφήκα, σάνε σκότωσα το γιό του Ιδομενέα,

260 το γοργοπόδη Ορσίλοχο, και ξέφυγα αποκείθε.
Κάθε άντρα σιταρόθρεφτο στο τρέξιμο νικούσε
στην Κρήτη αυτός· μα θέλησε τα τρωαδίτικα όλα
να μου κρατήση λάφυρα, που εγώ 'παθα για δαύτα,
και σε πολέμους αντρικούς και στ' άγρια τα πελάγη,

265 τι του γονιού του ακόλουθος δεν έστεργα να γίνω
στην Τροία, παρά μαχόμουν μ' άλλους δικούς μου πρώτος.
Σιμά στο δρόμο τού 'στησα με φίλο μου καρτέρι,
κι απ' τα χωράφια ερχάμενο τον πήρα με κοντάρι.
Ήτανε νύχτα σκοτερή στα ουράνια, και κανένας

270 δεν ένιωσε, μόνε κρυφά του πήρα την ψυχή του.
Και σαν τόνε θανάτωσα με σουβλερό κοντάρι,
πήγα σε πλοίο σε Φοίνικες αρχόντους να προσπέσω,
και δώρα ακριβοπόθητα τους έδινα ζητώντας
μαζί τους να με πάρουνε στην Πύλο να μ' αφήσουν,

275 ή στην ιερή την Ήλιδα που Επειώτες την ορίζουν.
Όμως του ανέμου η δύναμη τους έσπρωχνε αποκείθε
χωρίς να εν· δε ζήταγαν αυτοί να με γελάσουν.
Και τότες παραδέρνοντας φτάσαμ' εδώ τη νύχτα,
και στο λιμένα μπήκαμε βαρύ κουπί τραβώντας.

280 Δε συλλογιόμασταν φαΐ, κι ας είχαμέ του ανάγκη·
μόνε απ' το πλοίο βγήκαμε κι αυτού πλαγιάσαμε όλοι.
Στ' αποσταμένο μου κορμί γλυκός κατέβηκε ύπνος,
κι εκείνοι τότες έβγαλαν τα πράματα απ' το πλοίο,
κι απάνω εδώ στην αμμουδιά που κοίτομουν τα θέσαν.

285 Κατόπι στην ωριόχτιστη κινήσαν Σιδονία,
κι έμεινα εγώ μονάχος μου με την καρδιά θλιμμένη.»
     Είπε, και χαμογέλασε η θεά η γαλανομάτα,
κι απλώνοντας το χέρι της τον χάδεψε, και φάνη
σα δέσποινα ώρια και τρανή σ' έργα λαμπρά πιδέξια.

290 Και φώναξέ τον κι είπε του με λόγια φτερωμένα·
     «Μαριόλος και παμπόνηρος θά 'ναι όποιος σε περάση
σε κάθε απάτη, μα και θεός αν τύχη νά 'ναι ακόμα.
Σκληρέ και μυριοσόφιστε κι αχόρταγε στους δόλους,
ως και στη γης σου σα βρεθής δεν το αστοχάς το ψέμα,

295 μήτε τα λόγια τα πλαστά, που αρχήθες τ' αγαπούσες.
Μα τώρα αυτά ας τ' αφήσουμε· σοφοί είμαστε κι οι δυό μας,
πρώτος κι εσύ μες στους θνητούς στη γνώση και στα λόγια,
και πάλε εγώ μες στους θεούς για νου και για ξυπνάδα
είμ' ακουσμένη. Του Διός την κόρη την Παλλάδα,

300 την Αθηνά δε γνώρισες εσύ, που μερανύχτα
σου παραστέκω, σ' όλα σου τα πάθια φύλακάς σου,
και που έκαμα τους Φαίακες να σ' αγαπήσουν όλοι.
Και τώρα ακόμα βγήκα εδώ, για να συλλογιστούμε
πως να σου κρύψω τα καλά που οι Φαίακες σου δώκαν

305 καθώς ο νους μου τα όρισε, μαζί σου να τα φέρης.
Μα να σου πω, και τι δεινά στο σπιτικό σου η μοίρα
σου φύλαξε· κι εσύ καρδιά να κάμης ν' απομένης,
και σε κανένα μην ξηγάς ούτ' άντρα ούτε γυναίκα,
πως απ' τα ξένα γύρισες, παρά όσα κι αν παθαίνης

310 από κακόβουλους θνητούς, αμίλητα να τά 'χης.»
     Τότε ο Δυσσέας ο τρίξυπνος γυρίζει και της κρένει·
«Δύσκολα ο άνθρωπος, θεά, σε νιώθει ά σ' αγναντέψη,
όσο κι αν ξέρη· γιατί εσύ λογής μοιασίδια παίρνεις.
Τούτο γνωρίζω εγώ καλά, πως πρώτα μου ήσουν φίλη,

315 όσον καιρό μαχόμασταν οι Αχαιοί στην Τροία.
Μα αφότου εμείς κουρσέψαμε τη χώρα του Πριάμου,
και στα καράβια μπήκαμε, κι ο θεός μας σκόρπισε όλους,
δε σ' είδα μήτε σ' ένιωσα, διογέννητη, από τότες,
μες στο καράβι μου να ρθης και να με διαφεντέψης.

320 Παρά πλανιόμουν άπαυα με την καρδιά καμένη,
ωσότου από τα βάσανα οι θεοί με λευτερώσαν,
κι εσύ πια με τα λόγια σου στην πλούσια γη τώ Φαιάκων
με γκάρδιωνες, και μ' έφερνες ατή σου μες στη χώρα.
Μα στου γονιού σου τ' όνομα παρακαλώ σε τώρα,

325 τι δεν πιστεύω νά 'φτασα στο ξάστερο μου Θιάκι,
μόνε πλανιέμαι σ' άλλη γης, κι αυτά θαρρώ που μού 'πες,
με πονηριά μου τά 'πλασες, το νου μου να γελάσης·
λέγε μου, αλήθεια, βρίσκουμαι στην ποθητή πατρίδα ; »
       Κι η γαλανόματη Αθηνά του απολογήθη τότες·

330 «Με τέτοιες πάντα συλλογές το νου σου βασανίζεις·
γι' αυτό κι εγώ στα πάθια σου μονάχο δε σ' αφήνω,
πού 'σαι δα τόσο γνωστικός, καλός κι ανοιχτομάτης.
Αν ήταν άλλος κι έρχονταν στον τόπο του απ' τα ξένα,
θένα ' τρεχε, τη σύγκοιτη να δη και τα παιδιά του·

335 μα ακόμα εσύ δε λαχταρείς να μάθης και ν' ακούσης,
μόν' πρώτα τη γυναίκα σου ζητάς να δοκιμάσης,
που μες στον πύργο κάθεται και τυραννιέται η έρμη,
κι οι νύχτες της, κι οι μέρες της περνάνε με τα δάκρυα.
Ποτές δεν το φοβόμουνα, μόν' τό 'χα εγώ στο νου μου,

340 πως πίσω θένα 'ρθής χωρίς κανένα σύντροφό σου·
όμως στον Ποσειδώνα εγώ, στ' αδέρφι του γονιού μου,
δεν ήθελα ν' αντισταθώ, τι σου ήταν χολωμένος,
το μάτι αφότου τύφλωσες του αγαπημένου γιού του.
Τώρα τους τόπους του Θιακιού για να πειστής σου δείχνω.

345 Νά, του παλιού θαλασσινού του Φόρκυνα ο λιμιώνας·
να, κι η μακρόφυλλη η ελιά στου λιμανιού την άκρη,
και δίπλα της η αχνόθαμπη σπηλιά, η χαριτωμένη,
ιερό λημέρι των Νυφών που λέγουνται Ναϊάδες·
εκεί 'ναι και το θολωτό το σπήλιο που σ' εκείνες

350 πολλές εσύ εκατοβοδιές καλόδεχτες τελούσες·
να, και το Νήριτο βουνό, τ' ολόσκεπο από δάσια.»
     Είπε, και σκόρπισε ο αχνός, και φάνη η γης τριγύρω·
την είδε κι αναγάλλιασε ο πολύπαθος Δυσσέας,
και χαίροντας σα φίλησε τη γης την πλουτοδότρα,

355 στις Νύφες προσευκήθηκε σηκώνοντας τα χέρια·
     «Ώ Νύφες, κόρες του Διός, ν' αξιωθώ σας πάλε
δεν τό 'λπιζα· σας χαιρετώ με τις γλυκειές ευκές μου,
και δώρα θα σας φέρνουμε σαν πρώτα εμείς περίσσια,
αν η νικήτρια η Αθηνά, του Δία η θυγατέρα,

360 ζωή μου δώση, και αντρειά στο γιό τον ακριβό μου. »
     Κι η γαλανόματη Αθηνά του λάλησε και του είπε·
«Θάρρος· γι' αυτά ας μη νοιάζεται καθόλου τώρα ο νους σου.
Μόν' έλα, και τα πράματα στα βάθια τ' ώριου σπήλιου
ας πάμε ν' απιθώσουμε, κρυμμένα εκεί να τά 'χης·

365 κατόπι συλλογιόμαστε τί 'ναι καλό να γίνη. »
     Είπε, και μπήκε η θέαινα στο αχνόθαμπο το σπήλιο,
για νά 'βρη τους κρυψώνας του· και τότες ο Οδυσσέας
της έφερε τα χρυσικά και τα χαλκοστολίδια,
και τα καλόφτιαστα σκουτιά που οι Φαίακες του χαρίσαν.

370 Κι αφού καλά τ' απίθωσε, βάζει τρανό λιθάρι
στου σπήλιου το έμπα η Αθηνά, του Δία η θυγατέρα.
     Τότες καθίσαν στης ιερής ελιάς τη ρίζα οι δυό τους,
να δουν πως θα ξεκάμουνε τους άτιμους μνηστήρες.
Κι άρχισε πρώτη η Αθηνά, η θεά η γαλανομάτα·

375      «Διογέννητε του Λαέρτη γιέ, πολύτεχνε Οδυσσέα,
δες τώρα τους αδιάντροπους μνηστήρες πως θα σπάσης,
που τρία χρόνια κυβερνούν τον πύργο σου, ζητώντας
με δώρα ν' αποχτήσουνε το ισόθεο σου ταίρι·
κι εκείνη, πάντα κλαίγοντας, που ακόμα να γυρίσης,

380 ελπίδες και ταξίματα του καθενού τους δίνει,
και τους μηνάει μηνύματα, κι ας κλώθη ο νους της άλλα.»
     Τότε ο Δυσσέας ο τρίξυπνος γύρισε και της είπε·
«Αλλοί, με του Αγαμέμνονα του γιού του Ατρέα τη μοίρα,
θάνατο θά 'βρισκα κακό κι εγώ μες στο παλάτι,

385 αν όλα δε μου τά 'λεγες καθάρια εσύ, ώ θεά μου.
Και τώρα ορμήνεψέ με πως να πάω να τους παιδέψω·
ατή σου στέκου πλάγι μου και δίνε μου αντρειοσύνη,
σαν τότες που χαλνούσαμε τα ώρια πυργιά της Τροίας.
Αν έτσι μου παράστεκες λαμπρή, ώ γαλανομάτα,

390 και με τρακόσους θά 'βγαινα να χτυπηθώ νομάτους
σιμά σου, τι την πρόθυμη διαφέντεψη σου θά 'χα.»
     Κι η γαλανόματη θεά του απολογήθη τότες·
«Σιμά σου θά 'μαι, και πολύ, και δε θα σ' αστοχήσω
σαν έρθη η ώρα· και θαρρώ πολλοί από τους μνηστήρες

395 που τώρα κατατρώγουνε το βιός σου θα σκορπίσουν
και το αίμα τους και τα μυαλά τότε στο χώμα απάνω.
Μα πρώτα πρέπει αγνώριστο στους άλλους να σε κάνω·
θα σου ζαρώσω τ' όμορφο και λυγερό κορμί σου,
θα σου αφανίσω τα ξανθά μαλλιά της κεφαλής σου,

400 και θα ντυθής παλιόρουχο, να σε σιχαίνουνται όλοι·
τα μάτια σου τα λαμπερά, θαμπά θα σου τα κάνω,
που τιποτένιος να φανής και στους μνηστήρες όλους,
και στη γυναίκα και στο γιό που μες στο σπίτι αφήκες.
Και πρώτα το χοιροβοσκό πήγαινε ν' ανταμώσης,

405 που νοιάζεται τους χοίρους σου, και σε πονεί η καρδιά του,
μα και το γιόκα σου αγαπά, και το χρυσό σου ταίρι.
Σιμά στα ζώα θα κάθεται, που βόσκουνε στην πέτρα
του Κόρακα, που είναι κοντά κι η Αρέθουσα η βρυσούλα.
Τρών βαλανίδια νόστιμα, κι αχνό νεράκι πίνουν,

410 και καλοθρέφουνται μ' αυτά και πλήθιο πάχος πιάνουν.
Εκεί μαζί του κάθισε και ρώτηξε τον όλα,
ώσπου στην καλογύναικη να πάω εγώ τη Σπάρτη,
το γιό σου τον Τηλέμαχο, Οδυσσέα μου, να φωνάξω·
αυτός στη Λακεδαίμονα, του Μενελάου τη χώρα,

415 πήγε να μάθη αν τάχα ζης κι ακούγεσαι στον κόσμο.»
     Τότε ο Δυσσέας ο τρίξυπνος απολογήθη κι είπε·
«Τί δεν του τό 'λεγες εσύ, που όλα .τα ξέρει ο νους σου ;
ή τάχα μες στα πέλαγα κι αυτός για να πλανιέται
με βάσανα, και να του τρων οι άλλοι τα καλά του ; »

420      Κι η γαλανόματη θεά του απολογήθη τότες·
«Γι' αυτόν μην πολυνοιάζεσαι· εγώ τον οδηγούσα
που τ' όνομά του ν' ακουστή πηγαίνοντας κει κάτω.
Βάσανα αυτός δεν έχει εκεί, μόν' κάθεται στους πύργους
του γιού του Ατρέα, και χαίρεται τ' αρίφνητα καλά του.

425 Με μαύρο πλοίο οι άγουροι κι αν τού 'στησαν καρτέρι,
το χαλασμό του θέλοντας στο Θιάκι πρί γυρίση,
δεν το φοβάμαι αυτό· θαρρώ πως κάμποσους μνηστήρες
θα φάη η γης, που σήμερα το βιός σου καταλούνε.»
       Αυτά σαν είπε, με ραβδί τον άγγιξε η Παλλάδα,

430 και ζάρωσε το λυγερό και τ' όμορφο κορμί του,
και τα ξανθά του αφάνισε μαλλιά της κεφαλής του,
και σκέπασε με γέρικο πετσί τα μέλη του όλα·
τα δυό του μάτια θάμπωσε που πρώτα αστραποφέγγαν,
και μ' άσκημα παλιόρουχα τού 'ντυσε το κορμί του,

435 κουρελιασμένα και λερά και μαύρα από καπνίλα,
μ' απάνω λάφινη προβιά μακριά και μαδημένη·
του δίνει και ραβδί χοντρό, κι έναν τορβά στον ώμο
σκισμένο και με πρόστυχο σκοινί για κρεμαστήρι.
       Αυτά είπαν, και χωρίστηκαν κι εκείνη πήγε νά 'βρη

440 στη θεία τη Λακεδαίμονα τ' αγόρι του Οδυσσέα.

Ραψωδία ξ 
Οδυσσέως προς Εύμαιον ομιλία.

Κι απ' το λιμάνι πήρε αυτός βουνήσιο μονοπάτι
σε δάσια μέσα, που η θεά του τό 'χε πη πως ζούσε
ο πάγκαλος χοιροβοσκός που νοιάζουνταν το βιός του
πιότερο απ' όλους που ο τρανός Δυσσέας είχε δικούς του.

5 Τον βρήκε και καθότανε στα ξώθυρα μονάχος,
μπρος σε μεγάλο αυλόγυρο αψηλόστεκο κι ωραίο,
με δρόμο γύρω, που ίδιος του τον είχε εκεί φτιασμένο
για του ξενιτεμένου του του αφεντικού τους χοίρους,
δίχως να ξέρη η αφέντισσα κι ο γέρος ο Λαέρτης,

10 από βουνόπετρες συρτές, μ' αγριαπιδιές φραγμένο.
Κι απόξω ορθόστησε πολλά παλούκια πυκνωμένα
γύρω τριγύρω από ιδρυά καλά πελεκημένα·
και χοιρομάντρες δώδεκα μες στην αυλή είχε χτίσει
κοντά κοντά, κι η καθεμιά κλειούσε πενήντα μάνες

15 γουρούνες χαμοπλαγιαστές· τ' ασερνικά μαντρίζαν
έξω, πολύ πιο λιγοστά· τι οι θεϊκοί οι μνηστήρες
τα τρώγαν, κι ο χοιροβοσκός τους έφερνε ολοένα
κι από 'να, το καλύτερο και πιο παχύ θρεφτάρι·

20 τρακόσα εξήντα αρσενικά του μνήσκανε μονάχα.
Τέσσερεις σκύλοι σα θεριά ξενύχτιζαν κοντά τους,
που ο πρώτος τώ χοιροβοσκών τους είχε αναθρεμμένους.
Καινούργια εκείνος ταίριαζε στα πόδια του τσαρούχια,
βόδινο κόβοντας πετσί καλοχρωματισμένο·

25 γυρίζαν οι άλλοι εδώ κι εκεί με τα χοιροκοπάδια,
οι τρεις· τον τέταρτο ο βοσκός στη χώρα είχε σταλμένο,
θρεφτάρι στους απόκοτους μνηστήρες για να φέρη,
για να το σφάξουνε, να φαν και κρέας να χορτάσουν.
       Και ξάφνω τα μαντρόσκυλα σαν είδαν το Δυσσέα,
30 του χύθηκαν γαυγίζοντας· τότες με γνώση χάμου
κάθισε αυτός, μα τού 'πεσεν η ράβδα από το χέρι,
κι εκεί θα κακοπάθαινε, στη στάνη του αποδίπλα,
μα χούμιξε γοργόποδος ξοπίσω ο χοιροτρόφος
στην ξώπορτα, και το πετσί του ξέφυγε απ' το χέρι.
35 Και τα σκυλιά του εδώ κι εκεί σα σκόρπισε με πέτρες
και με φοβέρες, γύρισε κι αυτά είπε στον αφέντη·
     «Ακόμα λίγο, κι άξαφνα σε ξέσκιζαν οι σκύλοι,
κι απ' αφορμή σου, γέρο μου, πολύ θα ντροπιαζόμουν.
Μα κι άλλα οι θεοί παθήματα και στεναγμούς μου δώκαν,

40 τι κάθουμαι και κλαίγω εδώ θεόμοιαστον αφέντη·
κοιτάζω τα θρεφτάρια αυτά για να τα τρώνε οι ξένοι,
κι εκείνος δίχως πόρεψη πλανιέται μερονύχτα
σε χώρες μέσα αλλόγλωσσων ανθρώπων και λημέρια,
ά ζη δα ακόμα κι αν θωρή του γήλιου τη λαμπράδα.

45 Μα έλα, γέρο, τώρα εσύ, κι ας πάμε στην καλύβα,
κι από ψωμί κι από κρασί η καρδιά σου σα χορτάση,
λες αποπούθε φάνηκες, και ποιά τα βάσανα σου.»
     Είπε ο καλός χοιροβοσκός, και μέσα τόνε πήρε,
και τού ' στρωσε δασιά κλαδιά μ' αγριογιδιού αποπάνω

50 προβιά τριχάτη και τρανή, που στρώμα του την είχε.
Κι αυτός μ' εδαύτα χάρηκε, και φώναξέ τον κι είπε·
     «Ο Δίας κι οι αθάνατοι θεοί ας σου δίνουν, ξένε,
για το καλό σου δέξιμο, τα που ζητάει η καρδιά σου. »

55      Κι εσύ, Εύμαιε χοιροβοσκέ, του απολογήθης κι είπες·
« Μα κι από σένα πιο μικρός να ερχότανε, δε θά 'ταν,
ώ ξένε μου, πρεπούμενο να μην τιμήσω ξένο·
τ' είναι του Δία όλ' οι φτωχοί κι οι ξένοι· κι αρεστό 'ναι
το λίγο που εμείς δίνουμε· νόμος αυτός τώ δούλων,
60 που τον καινούργιο αφέντη τους τόνε, φοβούνται πάντα.
Τί τού 'κοψαν οι αθάνατοι το γυρισμό του εκείνου,
που θα μ' αγάπαε γκαρδιακά και θά 'δινέ μου πλούτια,
σπίτι και χτήμα και μαζί γυναίκα ζηλεμένη,
κι όσα ο αφέντης ο καλός χαρίζει σε άνθρωπό του,

65 που καλοδούλεψε, κι ο θεός τα έργατά του αξαίνει,
καθώς εμένα τα έργατα που κάνω αυτά μου αξαίνει.
Ά γέραζε κι ο αφέντης μου δω πέρα, τι χαρά μου.
Μα χάθηκε, που ας χάνουνταν η φύτρα της Ελένης
αλάκερη, που αντρών ψυχές πλήθος γι' αυτή χαθήκαν·

70 γιατί για του Αγαμέμνονα τη χάρη κι αυτός πήγε
στο Ίλιο τ' αλογάρικο, τους Τρώες να πολεμήση. »
     Είπε, και στο χιτώνα του σφιχτόδεσε τη ζώνη,
και προς τις μάντρες κίνησε, που ήταν κλεισμένοι χοίροι.
Δυό πήρε και τους έσφαξε, κι απέ καψάλισε τους,

75 τους λιάνισε και πέρασε τα κρέατα στις σούβλες,
και σαν καλοψηθήκανε τα φέρνει του Οδυσσέα,
ολόζεστα με τα σουβλιά, και μ' άσπρο αλεύρι απάνω.
Σμίγει και το μελόγλυκο κρασί μες στο καρδάρι,
καθίζει αγνάντια, τον καλεί, κι αυτά του συντυχαίνει·

80      « Τρώγε από δούλου χοιρινό κρεάσι τώρα, ώ ξένε·
τα παχουλά θρεφτάρια μας τα χαίρουνται οι μνηστήρες,
που μέσα τους είναι άσπλαχνη κι αθεόφοβη η ψυχή τους.
Μα τ' άνομα οι μακαριστοί θεοί δεν τ' αγαπάνε,
παρά τα δίκια και καλά τιμούν καμώματά μας.

85 Κι αν κακοπράχτες κι άτιμοι πατήσουνε γης ξένη,
και λάφυρα ν' αρπάξουνε τους βοηθήση ο Δίας,
το πλοίο φορτώνουν, και γοργά στον τόπο τους γυρνούνε,
τι την ψυχή τους τυραννεί θεϊκής οργής τρομάρα.
Μα ετούτοι από θεού φωνή θ' ακούσαν και θα μάθαν

90 το μαύρο τέλος του επειδής δεν προξενεύουν δίκια,
μήτε γυρνούν στα σπίτια τους, μόν' κάθουνται και τρώνε,
τα πλούτια μας μ' αδιαντροπιά χωρίς να τα λυπούνται.
Τί κάθε μέρα και νυχτιά που μας χαρίζει ο Δίας,
ένα σφαχτό δε σφάζουνε, και μήτε δυό μονάχα·

95 ατέλειωτα και το κρασί τραβούν και το ρουφάνε,
γιατ' είχε βιός αρίφνητο, κι όσο κανένας άλλος
δεν είχε στη μαυροστεριά μηδέ στο Θιάκι μέσα.
Είκοσι αρχόντοι μαζωχτοί δεν έχουν τόσα πλούτια·
να σ' τα μετρήσω. Δώδεκα κοπές βοδιώνε κείθε·

100 κι είναι άλλες τόσες πρόβατα, κι ακόμα τόσες χοίροι·
γίδια κοπάδια δώδεκα, απλωτά, που οι πιστικοί του
τα βόσκουν και τα νοιάζουνται, και ξένοι και δικοί του.
Κι εδώ, στην άκρη του νησιού, γιδιών κοπάδια βόσκουν
έντεκα, και καλόβουλοι τα σαλαγάνε ανθρώποι.

105 Καθεμερνά καθένας τους θα φέρη στους μνηστήρες
από τα γίδια τα παχιά το πιο καλό που βρίσκει.
Εγώ φυλάω και νοιάζουμαι τους χοίρους εδώ ετούτους,
και πάντα τον καλύτερο διαλέγω και τους στέλνω. »
       Είπε· κι εκείνος αρπαχτά τρωγόπινε σωπώντας,

110 και μέσα του κρυφόπλεχνε κακό για τους μνηστήρες.
Και σάνε καλοδείπνησε και φράνθηκε η καρδιά του,
ο άλλος το ποτήρι του που για πιοτό κρατούσε,
κρασί γεμάτο τού 'δωσε, κι αυτός το καλοδέχτη,
και φώναξέ του κι είπε του με λόγια φτερωμένα·

115      « Φίλε, και ποιός σ' αγόρασε με βιός δικό του εσένα,
μεγάλος και βαθιόπλουτος, καθώς τον παρασταίνεις,
και λες για του Αγαμέμνονα τη χάρη θά 'χη πέσει ;
Πές μου, μην τόνε γνώρισα ποιός ήταν· γιατί ο Δίας
κι οι άλλοι θεοί θα ξέρουν αν τον είδα κι εδώ φέρνω

120 μαντάτα του· τι γύρισα μέρη πολλά στον κόσμο.»      
     Κι ο πρώτος τώ χοιροβοσκών απάντησε και του πε,
« Μήδ' η γυναίκα μήτε ο γιός, ώ γέρο, δεν ακούγει
τον ταξιδιώτη που έρχεται και λέει μαντάτα φέρνει·
πολλοί πλανιούνται κι έρχουνται για λίγη πόρεψή τους,

125 μα τους γελούν με ψέματα και κρύβουν την αλήθεια.
Αν τύχη κοσμογυριστής και φτάση εδώ στο Θιάκι,
έρχεται, λόγια πλανερά στη δέσποινα μου κρένει,
κι αυτή τον καλοδέχεται, κι όλα ζητάει να μάθη,
χύνοντας δάκρυα περισσά, σαν πού 'ναι το συνήθειο

130 κάθε γυναίκας που άντρα της στα ξένα έχει χαμένο.
Έτσι κι εσύ θα σκάρωνες, ώ γέρο, παραμύθια,
σ' όποιον χλαμύδα σού 'δινε να βάλης και χιτώνα.
Ως τόσο εκειού θα τού 'γδαραν τα κόκκαλά του οι σκύλοι
και τα όρνια τα γοργόφτερα, και τέλειωσε η ζωή του·

135 ή ψάρια τόνε φάγανε στη θάλασσα, και τώρα
τα κόκκαλά του στη στεριά κοίτουνται μες στους άμμους.
Χάθηκ' εκείνος, και σ' εμάς τους φίλους μα σ' εμένα
ακόμα πιότερο άφησε της στέρησης τον πόνο·
τι τέτοιο αφέντη πάγκαλο δε θά 'βρω όπου κι αν πάω,

140 μήτε στης μάνας μου ξανά και στου κυρού ά γυρίσω
το σπίτι που γεννήθηκα, και μ' έθρεψαν εκείνοι.
Μήτε για κείνους τόσο εγώ δε θά 'κλαιγα, κι ας θέλω
να τους χαρούν τα μάτια μου στην ποθητή πατρίδα·
μα του Οδυσσέα που χάθηκε με συνεπαίρνει ο πόθος.

145 Πού τ' όνομά του ντρέπουμαι να πω, κι ας λείπη, ώ ξένε,
τι μ' αγαπούσε ολόψυχα και με πονούσε εκείνος·
φίλο αδερφό τον κράζω εγώ, κι ας βρίσκεται μακριά μου.»
     Τότες του λάλησε ο τρανός, πολύπαθος Δυσσέας·
«Φίλε, που αρνιέσαι ολότελα να πης πως θα ξανάρθη

150 εκείνος πάλε, κι άπιστος ολοένα μένει ο νους σου,
εγώ του βρόντου δε μιλώ, παρά σου λέω με όρκο,
πως ο Δυσσέας έρχεται· κι όσο για συχαρίκια,
ευτύς που στα παλάτια του ο αφέντης σου πατήση,
με ώρια χλαμύδα και καλό χιτώνα θα με ντύσης·

155 πριν όμως δεν τα δέχουμαι, πολλή κι αν τά 'χω ανάγκη·
τι όσο εγώ σιχαίνουμαι τις μαύρες πόρτες του Άδη,
τόσο κι εκείνον που ψευτιές σοφίζεται από φτώχεια.
Ο Δίας νά 'ναι μάρτυρας, το ξενικό τραπέζι,
κι ετούτη η στιά του θεόλαμπρου Οδυσσέα που με δέχτη,

160 πως όλ' αυτά θα τελεστούν καθώς εγώ τα λέγω.
Μέσα στο χρόνο αυτόν εδώ θα φτάση ο Οδυσσέας.
Τούτος ο μήνας άμα βγη, κι άμα πατήση ο άλλος,
θα ρθή πάλε στο σπίτι του, και θα παιδέψη εκείνους
που βρίζουν τη γυναίκα του και το χρυσό του γιόκα. »

165      Κι εσύ, Εύμαιε χοιροβοσκέ, του απολογήθης, κι είπες·
«Μήτε σου δίνω εγώ ποτές τα συχαρίκια, ώ γέρο,
και μήτε ο Οδυσσέας θα ρθή στο σπίτι του· μόν' πίνε
ήσυχα εσύ, και πίνοντας άλλη κουβέντα ας βρούμε,
κι αυτά μη μου θυμίζης τα, γιατί πονεί η καρδιά μου

170 σα μου θυμίζουν άξαφνα το δοξαστό μου αφέντη.
Και τώρα ας τον αφήσουμε τον όρκο, αν και μακάρι
νά 'ρθη ο Δυσσέας, καθώς κι εγώ ποθώ κι η Πηνελόπη,
κι ο θεόμοιαστος Τηλέμαχος κι ο γέρος ο Λαέρτης.
       Ως τόσο τον Τηλέμαχο, το τέκνο του Οδυσσέα,

175 τον πικροκλαίω, που οι θεοί τον θρέψαν σα βλαστάρι,
κι είπα, δε θά 'βγη πιο αχαμνός απ' το λαμπρό γονιό του,
τον ξακουστό στην ομορφιά και στο κορμί, μα τώρα
κάποιος θνητός ή αθάνατος του θάμπωσε τα φρένα·,
στην ώρια Πύλο τράβηξε ν' ακούση του γονιού του

180 μαντάτα. Κι οι καμαρωτοί μνηστήρες τού 'χουν στήσει
καρτέρι πάς στο γυρισμό, για να χαθή το γένος
και τ' όνομα του ισόθεου του Αρκείσιου απ' το Θιάκι.
Μα ας τον αφήσουμε, ή πιαστή απ' αυτούς, ή και γλυτώση,
σα βάλη ο Δίας το χέρι του και τόνε διαφεντέψη.

185 Μόνε έλα, γέρο, κι όλα σου δηγήσου μου τα πάθια·
πες μου κι ετούτο ξάστερα· ποιός είσαι, κι αποπούθε;
ποιοί 'ν' οι γονιοί σου, ο τόπος σου; με τι καράβι φάνης ;
οι ναύτες πως σε φέρανε στο Θιάκι ; ποιοί παινιένται
πως είναι ; τι θαρρώ πεζός εδώ δε μας ορίζεις.»      

190  Τότε ο Δυσσέας ο τρίξυπνος του απολογήθη κι είπε·
«Όλα σωστά κι αληθινά θα σου τα πω εγώ τούτα.
Και νά 'χαμε για κάμποσον καιρό μες στην καλύβα
φαΐ και γλυκερό κρασί, και καλοκαθισμένοι

195 να τρώγαμε, να πίναμε, κι οι άλλοι να δουλεύαν,
θα σου μιλούσα αλάκερο το χρόνο δίχως κόπο,
και πάλε δε θα τέλειωνα τα πάθια της ψυχής μου,
όσα από θέλημα θεών σωρός μου μαζωχτήκαν.
Απ' την απλόχωρη βαστάει η φύτρα μου την Κρήτη,

200 και πλούσιου ανθρώπου είμαι παιδί· κι άλλους πολλούς στο σπίτι
γέννησε γιούς κι ανάθρεψε με τη στεφανωτή του,
μα εμένα εκεί με γέννησε σκλάβα αγαπητικιά του.
Όμως σαν τ' άλλα του παιδιά κι εμένα με τιμούσε,
ο Κάστορας του Ύλακα· θρέμμα του εγώ παινιέμαι,

205 που τόνε λάτρευε σα θεό στην Κρήτη ο κόσμος όλος,
τι πλούτια και καλοτυχιά και ξακουστά είχε τέκνα.
Μα του θανάτου οι δαίμονες στον Άδη σαν τον πήγαν,
τα παλληκάρια του το βιός μοιράστηκαν με κλήρους,
κι εμένα λίγο μερτικό μου αφήκαν, κι ένα σπίτι.      

210 Κόρη γονιών μυριόπλουτων πήρα γυναίκα τότες,
από δική μου λεβεντιά, γιατί άναντρος δεν ήμουν
μήτε ανωφέλευτος εγώ· τώρα μου λείψαν όλα.
Μα κι απ' την καλαμιά θαρρώ που βλέπεις, θα με νιώσης,

215 τι ήμουν πριχού με ζώσουνε τα βάσανα κι οι πόνοι.
Θάρρος και τόλμη η Αθηνά κι ο Άρης μου χαρίσαν,
που ασκέρια ομπρός μου σπάζανε· σαν έπαιρνα μαζί μου
παλληκαράδες διαλεχτούς, και στήναμε καρτέρι,
μεγάλο πλέχνοντας κακό του οχτρού, η αντρειωμένη

220 ψυχή μου τότες θάνατο δε λόγιαζε ομπροστά της,
μόν' πρώτος πρώτος χούμιζα, κι όποιος οχτρός δε μπόρειε
να με ξεφύγη, τού 'παιρνα τη ζωή με το κοντάρι.
Τέτοιος εγώ στον πόλεμο· δε μ' άρεζαν χωράφια
και σπιτικά, που συνηθούν λαμπρά παιδιά να θρέφουν,
μόνε όλο πλοία με τα κουπιά λαχτάραγε η καρδιά μου,

225 πολέμους, και καλόξεστα κοντάρια και σαγίτες,
κακά, που φόβο σε αλλονούς κι ανατριχίλα δίνουν.
Μα πάλε, τα όσα μού 'βαζε ο θεός στο νου αγαπούσα·
τι άλλα ο ένας κυνηγάει, κι άλλα ζητάει ο άλλος.
Και πριν ακόμα οι Αχαιοί πατήσουνε στην Τροία,

230 εννιά φορές εγώ αρχηγός με τα καράβια βγήκα
σε ξένους τόπους, και πολλά μάζευα τότες πλούτια.
Διάλεγα μέρος, και πολλά μου πέφταν και στον κλήρο.
Μεγάλωσε κι αρχόντηνε μεμιάς το σπιτικό μου,
κι όλοι την Κρήτη μ' έβλεπαν με σεβασμό και φόβο.

235 Μα σα στοχάστη ο βροντηχτής ο Δίας το ταξίδι
το τρομερό, που αρίθμητους αφάνισε λεβέντες,
εμένα και τον ξακουστό Ιδομενέα προστάξαν
να πάμε οι δυό μας αρχηγοί στο Ίλιο με τα πλοία.
Δεν ήταν τρόπος ν' αρνηθώ· βαρύς του λαού ο λόγος.

240 Χρόνους εννιά χτυπιούμασταν Αχαιοί με Τρωαδίτες,
στους δέκα χρόνους, πήραμε τη χώρα του Πριάμου·
όμως στο γυρισμό θεός μας σκόρπισε τα πλοία,
κι εμένα ο Δίας συφορές του δόλιου μελετούσε·
τι μόλις μήνα χάρηκα παιδιά, γυναίκα, πλούτια,

245 και πόθος μού 'ρθε στην καρδιά καράβια ν' αρματώσω,
και με συντρόφους διαλεχτούς στην Αίγυπτο να σύρω.
Εννιά καράβια αρμάτωσα, και τρέξαν μέσα κόσμος,
Έξι μερόνυχτα οι καλοί συντρόφοι τρωγοπίναν,

250 και τότε εγώ τους έδινα παχιά σφαχτά ολοένα,
να θυσιάζουνε στους θεούς, να γεύουνται κι ατοί τους.
Έβδομη μέρα, απ' την πλατειά την Κρήτη ξεκινώντας
με δυνατό καλό Βοριά αρμενίζαμε στα πρύμα,
που ρέμα λες μας έσερνε· μήτ' ένα απ' τα καράβια

255 δεν έπαθε, μόν' άβλαβοι καθόμασταν, κι εκείνα
τα πήγαινε ίσια ο άνεμος μαζί με τους ποδότες,
Σε μέρες πέντε φτάσαμε στου ποταμού του Αιγύπτου
το καλό ρέμα· και άραξα τα δίπλωρα καράβια.
Πρόσταξα τότες τους καλούς συντρόφους μου να μείνουν

260 αυτού, πλάϊ στα καράβια τους, για να τα διαφεντεύουν,
κι έστειλα βίγλες να τηρούν απ' τις κορφές τριγύρω·
μα εκείνοι ξεπαρθήκανε κι όπου ήθελαν τραβήξαν·
των Αιγυπτίων κουρσέψανε τα ολόμορφα χωράφια,
και παίρναν γυναικόπαιδα, χαλνούσανε τους άντρες.

265 Κι ήρθε ως τη χώρα το βουητό, κι ακούν αυτοί και τρέχουν
σαν έφεξε· και γέμισε πεζούρα και καβάλα
όλος ο κάμπος, κι άστραφτε ο χαλκός· κι ο βροντοχάρης
ο Δίας στους συντρόφους μου ρίχνει κακή φευγάλα,
κι ένας δεν κόταε να σταθή κι οχτρό του ν' αντικρύση,

270 γιατί παντούθε αφανισμός κακός τους είχε ζώσει.
Τότες πολλούς μου σκότωσαν τα κοφτερά σπαθιά τους,
κι άλλους τους πιάσαν ζωντανούς και στη σκλαβιά τους ρίξαν.
Ως τόσο αυτό το στοχασμό μου φέρνει ο Δίας στο νου μου,
αν και μακάρι ο θάνατος να μ' εύρισκε εκεί πέρα,

275 τι κι άλλα με προσμένανε παθήματα κατόπι.
Βγάζω και θέτω καταγής το κράνος, την ασπίδα,
και το κοντάρι, κι αντικρύ στου βασιλέα τ' αμάξι
πηγαίνοντας, προσπέφτω του, φιλώ τα γόνατά του·
κι εκείνος με σπλαχνίστηκε, με κάθισε στ' αμάξι,

280 και μέσα στα παλάτια του με πήρε δακρυσμένο.
Πολλοί με τα κοντάρια τους χυνόντανε αφρισμένοι,
για να με κόψουνε, μα αυτός αλάργα τους κρατούσε·
φοβότανε τη μάνητα του Δία του ξενοσώστη,
που τα έργα τα παράνομα τά 'χει σε μέγα μίσος.

285 Έμεινα εκεί χρόνους εφτά, και τότε από τους ντόπιους
μάζεψα πλούτια αρίφνητα, γιατί όλοι τους μου δίναν.
Σαν έγιναν τα χρόνια οχτώ, τότε ήρθε κάποιος άντρας
απ' τη Φοινίκη, μάστορης στο ψέμα και στο δόλο,
κι αχόρταγος, που πάμπολλους είχε αδικήσει ανθρώπους.

290 Εκείνος με κατάπεισε να πάμε στη Φοινίκη,
που βρίσκονταν τα σπίτια του και τ' άλλα χτήματά του,
Έμεινα χρόνο αλάκερο μαζί του στη Φοινίκη.
Μα οι μήνες σάνε διάβηκαν κι οι μέρες σαν τελειώσαν,
κι ο χρόνος σάνε γύρισε κι οι εποχές ξανάρθαν,

295 με πελαγόδρομο σκαρί με παίρνει στη Λιβύα,
με απάτη, τάχα το φορτιό μαζί του για να φέρω,
μα με σκοπό, σαν πάω εκεί να μ' ακριβοπουλήση.
Τον ένιωσα, μα ανέβηκα στο πλοίο του απ' ανάγκη.
Με δυνατό καλό βοριά τραβούσε του πελάγου

300 πέρ' απ' την Κρήτη· χαλασμό τους μελετούσε ο Δίας.
Την Κρήτη σαν αφήσαμε, κι άλλη στεριά τριγύρω
δε φαίνονταν, παρά ουρανός και θάλασσα παντούθε,
σύννεφο μαύρο απάνω μας του Κρόνου ο γιός απλώνει,
που θεοσκότεινα έγιναν τα πέλαγα αποκάτου.

305 Τότες ο Δίας βρόντηξε, και με τ' αστροπελέκι
χτυπάει το πλοίο, κι ολόβολο τ' αναποδογυρίζει
γεμάτο θειάφι· πέφτουνε στη θάλασσα οι συντρόφοι,
γύρω στο μαυροκάραβο γυρνώντας σαν κουρούνες
και χέρι θεού τους έκοβε του γυρισμού τη γλύκα.

310 Μα εμένα του πολύπαθου τετράψηλο κατάρτι
μου βάζει απ' το μαυρόπλωρο καράβι ο γιός του Κρόνου
στα χέρια, από τη συφορά για να γλυτώσω εκείνη.
Τ' αγκάλιασα, και μ' έπαιρναν οι λυσσασμένοι ανέμοι.
Μέρες εννιά πλανιόμουνα, τη δέκατη τη νύχτα

315 μεγάλο κύμα μ' έρριξε στων Θεσπρωτών τη χώρα.
Εκεί με δέχτη ο Φείδωνας ο ρήγας, δίχως λύτρα
τι ο γιός του, που με πρόφτασε απ' το κρύο κι απ' τον κόπο
κατακομμένο μ' έφερε στο πατρικό παλάτι,
κι ο ρήγας τότες μ' έντυσε χλαμύδα και χιτώνα.      

320 Για το Δυσσέα έμαθα εκεί, τι μού 'λεγε κι ο ίδιος
πως τόνε δέχτη φιλικά, στον τόπο του σα γύρνα·
και μού 'δειξε όσους θησαυρούς είχε ο Δυσσέας συνάξει,
χαλκό, χρυσάφι, σίδερο με τέχνη δουλεμένο,

325 που σώναν και τη δέκατη να θρέψουνε γενιά του·
τόσα του μένανε καλά στου βασιλέα τα σπίτια.
Και στη Δωδώνη μού 'λεγε πως είχε αυτός περάσει,
απ' τ' αψηλόκορφο το ιδρύ το θέλημα του Δία
ν' ακούση πως θα ξαναρθή στο πλούσιο το νησί του,

330 κρυφά μαθές ή φανερά, τόσον καιρό που λείπει.
Και μες στο σπίτι στάζοντας μου ορκίστη πως το πλοίο
ήταν ριγμένο, κι έτοιμοι στεκόνταν οι συντρόφοι,
στη γης να τόνε φέρουνε της ποθητής πατρίδας.
Εμένα όμως πρωτόστειλε, γιατ' έτυχε καράβι

335 Θεσπρωτικό να ξεκινάη στο καρπερό Δουλίχι.
Στο βασιλέα τον Άκαστο τους είπε να με φέρουν,
μα αυτοί κακά βουλεύτηκαν, για να τραβήξω κι άλλα
παθήματα και συφορές· κι απ' τη στεριά σα βγήκε
πολύ ανοιχτά το πλεούμενο, σοφίστηκαν να βρούνε

340 τον τρόπο να με ρίξουνε μες στης σκλαβιάς τα πάθια.
Μού βγάλαν τη χλαμύδα μου, μου βγάλαν το χιτώνα,
κι άλλο παλιό με ντύσανε κουρέλι και χιτώνα,
αυτά εδώ τα παλιόρουχα που βλέπεις κι έχω τώρα·
και προς το βράδυ φτάσανε στο ξάστερο το Θιάκι.

345 Σφιχτά μες στο καλόθρονο σα μ' έδεσαν καράβι,
και με σκοινί πολύστρεφτο, πηδήξανε με βιάση
στη γης, και καλοκάθισαν να φάνε στ' ακρογιάλι.
Ως τόσο γλήγορα οι θεοί μου ξέλυσαν τον κόμπο,
κι εγώ με το παλιόρουχο σκεπάζοντας την όψη,

350 απ' το καλοπελέκητο κατέβηκα τιμόνι,
πάνω στη θάλασσα έρριξα το στήθος, και τα χέρια
απλώνοντας κολυμπητά βγαίνω στη γης, και τρέχω
κι ανάμερα τους κρύβουμαι στα φυλλωτά τα δάσια.
Του κάκου γύριζαν αυτοί και δυνατά φωνάζαν.

355 μα δεν το κρίνανε καλό παρέκει να ζητήσουν,
και γύρισαν και μπήκανε στο βαθουλό καράβι·
κι έτσ' οι θεοί με κρύψανε καλά και δίχως κόπο,
και στην αυλή με φέρανε φρόνιμου ανθρώπου. Βλέπεις,
ακόμα είναι της μοίρας μου στον κόσμο αυτόν να ζήσω.»

360      Κι εσύ, Εύμαιε χοιροβοσκέ, του απολογήθης κι είπες·
«Άμοιρε ξένε, περισσά με λύπησες δηγώντας
ένα ένα τα όσα τράβηξες και τα όσα πήγες κι ήρθες.
Μα δε λαλείς, θαρρώ, σωστά, και μήτε θα με πείσης
με τα όσα μου δηγήθηκες εσύ για το Δυσσέα.

365 Γιατί μαθές να κάθεσαι και ψέματα να κρένης;
Και μοναχός μου ξέρω εγώ το αν θα γυρίση εκείνος·
ξέρω πως όλ' οι αθάνατοι τον έχουνε μισήσει,
και να χαθή δε στέρξανε στους Τρωαδίτες μέσα,
για από τον πόλεμο ύστερα σ' αγαπητές αγκάλες.

370 Και τότες οι Παναχαιοί θα τού 'στηναν μνημούρι,
κι όνομα θά 'βγαζε λαμπρό ν' αφήση του παιδιού του.      
Μα τώρα οι Άρπυιες άδοξα τον πήραν, κι εγώ μένω
στη μάντρα μου ολομόναχος· μήτε στη χώρα κάτου
δεν πάω, εξόν η φρόνιμη σαν τύχη Πηνελόπη
να με φωνάξη, μήνυμα από κάπου σαν της έρθη.

375 Καθίζουν τότες κι όλοι τους ψιλορωτούν τον ξένο,
κι αυτοί που κλαίνε και πονούν για το χαμό του ρήγα,
κι αυτοί που χαίρουν, και το βιός απλέρωτα του τρώνε·
μα εγώ κανένα δε ρωτώ πια απ' τον καιρό που κάποιος
με γέλασε Αιτωλός φονιάς, που σε χωριά και χώρες      

380 πλανέθηκε, κι ήρθ' ως εδώ, κι εγώ τον καλοδέχτην.
Και πως τον είδε μού 'λεγε στου Ιδομενέα στην Κρήτη,
τα πλοία του σα διόρθωνε τ' ανεμοτσακισμένα,
και πως με τους ισόθεους συντρόφους του θα φτάση

385 το θέρο ή το χινόπωρο με πλούτια φορτωμένος.
Κι εσύ, που θεός σε φέρνει εδώ, πολύπαθέ μου γέρο,
να μου κερδίσης μη ζητάς με δόλους την καρδιά μου·
μ' αυτά δε θα σε σεβαστώ, και δε θα σ' αγαπήσω,
παρ' από φόβο του Διός κι από ψυχοπονιά μου. »

390      Τότε ο Δυσσέας μίλησε ο πολύβουλος και του είπε·
«Άπιστη αλήθεια την καρδιά μέσα στα στήθια σου έχεις·
του κάκου πάν οι όρκοι μου, και δε σε καταπείθω.
Μα συμφωνία ας κάμουμε, και μάρτυρες ας είναι
οι αθάνατοι αποπάνωθε, που κατοικούν τα ουράνια·

395 σ' ετούτο αν ο αφέντης σου στο σπίτι του γυρίση,
εσύ μου δίνεις φόρεμα χλαμύδα και χιτώνα,
και στο Δουλίχι στέλνεις με, που το ποθεί η καρδιά μου·
μα αν ο αφέντης δε φανή καθώς εγώ σου κρένω,
τους δούλους βάλε απ' τον γκρεμνό να πάνε να με ρίξουν,

400 που άλλος φτωχός να μην κοτάη να σε ξαναγελάση.»      
     Κι ο πάγκαλος χοιροβοσκός του απολογήθη κι είπε·
«Μεγάλη δόξα και τιμή στον κόσμο θά 'χα, ώ ξένε,
και τώρα και κατοπινά, στο σπίτι μου μιάς κι ήρθες,
και σού 'δωκα να φας να πιης, κατόπι αν σε χαλνούσα,

405 και δίχως πόνο σού 'παιρνα την ποθητή ζωή σου.
Με τι καρδιά θα πρόσφερνα τότες ευκή του Δία ;
Μα ώρα για δείπνο· ας έρχουνταν αμέσως οι συντρόφοι,
τραπέζι να μας στρώσουνε λαμπρό μες στο καλύβι.»
       Αυτά καθώς μιλούσανε τα λόγια μεταξύ τους,

410 ζυγώνουν οι χοιροβοσκοί και φέρνουνε τους χοίρους.
Τούς κλείσανε να κοιμηθούν εκεί που συνηθούσαν,
κι αυτοί, στις μάντρες μπαίνοντας, βγάζαν αχό μεγάλο.
Κι ο πάγκαλος χοιροβοσκός φωνάζει στους συντρόφους·
       « Φέρτε μου το καλύτερο καπρί για να το σφάξω

415 του ξένου εδώ, μα και για μας καλό, που μερονύχτα
πολλά τραβάμε όλο γι' αυτά τ' ασπρόδοντα καπριά μας,
κι άλλοι μας τρων τον κόπο μας χωρίς να μας πλερώνουν. »
     Αυτά τους είπε, κι έσκισε τα ξύλα μ' αξινάρι,
κι αυτοί του φέρανε παχύ καπρί πέντε χρονώνε,

420 εκεί παράδιπλα της στιάς· τους θεούς δεν αστοχούσε
ο γέρος ο χοιροβοσκός, τί 'χε στα φρένα γνώση.
Έκοψε τρίχες απαρχή απ' του χοίρου το κεφάλι,
και στη φωτιά τις έρριξε· και των θεών ευκόταν
να φέρουνε στο σπίτι του το γνωστικό Οδυσσέα.

425 Κατόπι σήκωσε δαυλό που δεν τον είχε σκίσει,
και βάρεσε και σκότωσε το ζώ· κι οι άλλοι τότες
το σφάξαν, το καψάλισαν, το κόψανε κομμάτια,
και στοίβαξε αυτός τα ωμά που τά 'κοβε απ' ολούθε,
μέσα στην σκέπη την παχειά, και τά 'καμε απαρχή του·

430 και σαν τ' αλεύρωσε καλά, πάς στη γωνιά τα βάζει.
Και τ' άλλα τα λιανίσανε, τα πέρασαν στις σούβλες,
τα ψήσανε με προσοχή, τα ξεσουβλίσαν όλα,
και στους ταβλάδες τά 'ριξαν· και στάθη τότε ο γέρος,
που ένιωθε πάντα το σωστό, να το καλομοιράση.

435 Σε μέρη εφτά τα χώρισε· στις Νύφες θεές το πρώτο
και στον Ερμή, της Μαίας το γιό, μαζί μ' ευκές προσφέρνει,
και τ' άλλα στον καθένα τους· και του Οδυσσέα χωρίζει
το ψαρονέφρι αλάκερο του χοίρου για τιμή του·
και το είδε αυτός και χάρηκε, κι ονόμασέ τον κι είπε·

440      «Όσο σ' αγάπησα, Εύμαιε, κι ο Δίας να σ' αγαπήση,
που εμένα τον ασήμαντο τιμάς με τέτοια δώρα. »
     Κι εσύ, Εύμαιε χοιροβοσκέ, του απολογήθης κι είπες·
«Τρώγε, καλέ μου ξένε, εσύ και τα καλά μας χαίρου·
το ένα ο θεός χαρίζει μας, και τ' άλλο μας τ' αρνιέται

445 όπως στο νου του βουληθή, τι δύνεται τα πάντα.»
     Αυτά είπε, κι έκαψε απαρχές στους θεούς τους παναιώνιους,
κι έσταξε, κι έβαλε καυκί λαμπρό κρασί γεμάτο
μες στου Οδυσσέα του κουρσευτή τα χέρια· τότε δίπλα
στο μερτικό του κάθισε· και μοίραζε ο Μεσαύλης

450 ψωμί, που ο Εύμαιος δούλο του τον είχε αγορασμένο
ατός του από τους Ταφινούς, σαν έλειπε ο αφέντης,
δίχως να ξέρη η αφέντισσα κι ο γέρος ο Λαέρτης·
κι απλώσαν χέρια στα έτοιμα φαγιά πού 'χαν ομπρός τους.
Κι από φαΐ κι από πιοτό σα φράνθηκε η καρδιά τους,

455 πήρ' ο Μεσαύλης το ψωμί, κι εκείνοι χορτασμένοι
από ψωμί και κρέατα κινήσαν να πλαγιάσουν.
     Νύχτα ήρθε χασοφέγγαρη κι αγριωπή, που ο Δίας
έβρεχε, κι άνεμος υγρός ολονυχτίς φυσούσε.
Τότες του γέρου μίλησε ο Δυσσέας, να δοκιμάση

460 αν ο ίδιος τη χλαμύδα του θα βγάλη να του δώση,
ή σε άλλο σύντροφο θα πη, αφού τόση του είχε αγάπη·
     «Άκουσε τώρα, ώ Εύμαιε, κι όλοι οι συντρόφοι γύρω
κάτι έταξα, και θα το πω· τι το τρελλό μ' ανάβει
κρασί που και τους γνωστικούς κινάει να τραγουδάνε,

465 με γέλια να γλεντίζουνε, και στους χορούς να βγαίνουν,
μα και να λεν όσα ήτανε καλό να μη λεχτούνε.
Τώρα κι εγώ, που αρχίνησα να λέω, δε θα το κρύψω.
Μακάρι νιότη νά 'χα εγώ, και τέτοια γερωσύνη,
σαν που είχα σάνε στήσαμε καρτέρι ομπρός στην Τροία.

470 Ο γιός του Ατρέα ο Μενέλαος κι ο μέγας Οδυσσέας
ήτανε τότες αρχηγοί, κι εμένα βάλαν τρίτο.
Στη χώρα φτάνοντας σιμά και στ' αψηλό το κάστρο,
εκεί τριγύρω στα πηχτά χαμόδεντρα, στου βάλτου
τις καλαμιές πλαγιάσαμε κρυμμένοι στ' άρματα μας·

475 και νύχτα πλάκωσε κακή, Βοριάς πολύς φυσούσε,
που όλα παγώναν, και ψυχρό σαν πάχνη έπεφτε χιόνι,
και το κρουστάλλι ολόγυρα κολνούσε στις ασπίδες.
Όλοι είχαν και φορούσανε χλαμύδες και χιτώνες,
κι αναπαυόνταν ήσυχα κάτω από τις ασπίδες·

480 εγώ όμως τη χλαμύδα μου σε σύντροφο είχ' αφήσει
αστόχαστα· δεν τό 'λεγα ποτές να ξεπαγιάσω·
μόνο τη ζώνη τη λαμπρή και την ασπίδα πήρα.
Στην τρίτη βίγλα της νυχτός, τότες που τ' άστρα γέρνουν,
με τον αγκώνα σάλεψα τον Οδυσσέα σιμά μου,

485 κι αυτός μεμιάς μ' αγρίκησε· και φώναξά τον κι είπα·
« Γιε του Λαέρτη Διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα,
πάω να πεθάνω· κάποιος θεός με γέλασε να μείνω
με το χιτώνα μοναχά, και γλυτωμό δε βλέπω. »

490 Έτσ' είπα, και στα φρένα του να, τι στοχάστη εκείνος,
μεγάλος καθώς ήτανε στο νου και στους πολέμους·
σιγομιλώντας έσκυψε και μού 'πε· « Σώπα τώρα,
μην τύχη κι άλλος Αχαιός κανένας σ' αγρικήση.»
Κατόπι στον αγκώνα του την κεφαλή ακουμπώντας,

495 μίλησε· «Ακούστε, φίλοι μου, κι όνειρο μού 'ρθε θείο
στον ύπνο· βγήκαμε πολύ μακριά από τα καράβια,
κι ας πάη του Αγαμέμνονα κάποιος να πή, του αφέντη,
απ' τα καράβια πιο πολλούς να στείλη εδώ να 'ρθούνε.»
Είπε, κι ο Θόας του Αντραίμονα ο γιός πηδάει αμέσως

500 και την πορφυροχρώματη χλαμύδα του πετώντας
τρέχει στα πλοία· τυλίχτηκα τότες εγώ το ρούχο
χαρούμενος, και πλάγιασα· και φάνηκε η Αυγούλα
λάμποντας η χρυσόθρονη. Και νά 'χα τώρα εκείνα
τα νιάτα και τη δύναμη, θα μού 'δινε χλαμύδα

505 κάποιος μες στώ χοιροβοσκών τις μάντρες, απ' αγάπη
και σεβασμό προς άνθρωπο καλό και παινεμένο·
μα τώρα μ' αψηφούν, γιατί με βλέπουν με κουρέλια. »
     Κι εσύ, Εύμαιε χοιροβοσκέ, του απολογήθης κι είπες·
« Καλά μας τη δηγήθηκες την ιστορία σου, γέρο,
δεν είπες τίποτε άτοπο, μηδέ που θα σε βλάψη·

510 δε θα σου λείψη μήτ' αυτό, μηδ' ό,τι άλλο ταιριάζει
σε ικέτη που έπαθε πολλά, και που έρχεται ομπροστά μας·
όμως σα φέξη πάλε αυγή, θα βάλης τα παλιά σου.
Γιατ' αλλαξές δεν έχουμε χλαμύδες και χιτώνες
εδώ πολλές, παρ' από μιά καθένας μας την έχει.

515 Όμως σαν έρθη ο ακριβογιός του αφέντη του Οδυσσέα,
τότε θένα σου δώση αυτός χλαμύδα και χιτώνα,
κι όπου η καρδιά σου λαχταρεί θα σε ξεπροβοδήση.»
     Σαν είπε αυτά σηκώθηκε και του έφτιασε το στρώμα
σιμά στη στιά, όπου έβαλε γιδιώνε και προβάτων

520 προβιές, κι απάνω του έρριξε, σαν πλάγιασε ο Δυσσέας,
τρανή χλαμύδα και χοντρή, που κι άλλη είχε δική του,
να τη φορή σαν πλάκωνε πολύ βαρύς χειμώνας.
     Έτσι ο Δυσσέας κοιμήθηκε, κοιμήθηκαν και τ' άλλα
τα παλληκάρια πλάγι του· μα ως τόσο ο χοιροτρόφος

525 δεν έστεργε να κοιμηθή μακριάθε από τους χοίρους,
μόνε αρματώθηκε να βγη· και χάρηκε ο Δυσσέας
που για το βιός του νοιάζουνταν σαν έλειπε ο αφέντης.
Πρώτα στους ώμους τους πλατιούς κρεμάζει το σπαθί του,
βάζει χλαμύδα χοντρουλή, προφύλαμα του ανέμου,

530 κι έρριξ' απάνω του προβιά παχειάς μεγάλης γίδας,
πήρε κοντάρι σουβλερό, να διώχνη σκύλους κι άντρες,
και πήγε πλάγιασε κοντά στ' ασπρόδοντα θρεφτάρια,
κάτου από πέτρα θολωτή και στου Βοριά το απάγγιο.

Ραψωδία ο 
Τηλεμάχου προς Εύμαιον άφιξις.

Κι η Αθηνά στη διάπλατη τη Λακεδαίμονα ήρθε,
στον άξιο γιό του αντρόψυχου Οδυσσέα να θυμίση
το γυρισμό του να νοιαστή, και νά 'ρθη στην πατρίδα.
Τον, βρήκε με του Νέστορα το γιό τον παινεμένο

5 στο πρόσπιτο του δοξαστού Μενέλαου πλαγιασμένο·
βαθιά γλυκοκοιμότανε του Νέστορα το τέκνο,
όχι όμως κι ο Τηλέμαχος, που ακοίμητο τον κράτα
η συλλογή του κύρη του στη θεία τη νύχτα μέσα.
Σιμά του στάθη κι είπε του η θεά η γαλανομάτα·

10      « Τηλέμαχε, δεν πρέπει πια στα ξένα να πλανιέσαι,
στο σπίτι βιός αφήνοντας κι αγέρωχους ανθρώπους,
μην τύχη αυτοί και μοιραστούν και καταλύσουν όλους
τους θησαυρούς σου, και σου βγη χαμένο το ταξίδι.
Τρέχα πες στον τρανόφωνο Μενέλαο να σε στείλη

15 στο σπίτι, ακόμα για να βρης την ακριβή σου μάνα,
που τώρα την παρακινούν κι ο κύρης και τ' αδέρφια
να πάρη τον Ευρύμαχο, που τους μνηστήρες όλους
και στ' αντιπροίκια πέρασε και στα περίσσια δώρα.
Μην τύχη κι άθελά σου αυτή πάρη το βιός και φύγη.

20 Τί της γυναίκας την ψυχή την ξέρεις δα πως είναι·
θέλει ν' αξαίνη τα καλά του αντρός που θα την πάρη,
μα τα προτερινά παιδιά και τον αγαπημένο
το σύγκοιτο που πέθανε, δε θέλει να τους ξέρη.
Πήγαινε τώρα, το έχει σου να μπιστευτής στα χέρια

25 της παρακόρης που θα δης πιο τίμια από τις άλλες,
ωσότου νύφη δοξαστή οι θεοί σου φανερώσουν.
Κι άλλο ένα λόγο θα σου πω, κι εσύ στο νου σου βάλ' τον·
κρυφό καρτέρι σού 'στησαν οι πρώτοι απ' τους μνηστήρες,
μες στο στενό που ανάμεσο Θιάκι και Σάμη πέφτει,

30 για να σου πάρουν τη ζωή στον τόπο σου πριν φτάσης.
Δεν το φοβάμαι αυτό· θαρρώ πως κάμποσους μνηστήρες
θα φάη η γης, που σήμερα το βιός σου καταλούνε.
Ως τόσο βάστα απ' τα νησιά μακριά τ' ωριό καράβι,
κι όλο τη νύχτα αρμένιζε· και πρύμο θα σου στείλη

35 αγέρα όποιος αθάνατος σε διαφεντεύει πάντα.
Στο πρώτο πρώτο του Θιακιού τ' ακρόγιαλο που φτάσης
στείλε με τους συντρόφους σου μαζί το πλοίο στη χώρα,
και πρώτα απ' όλα εσύ να πάς να βρής το χοιροτρόφο,
που νοιάζεται τους χοίρους σου, και σε πονεί η καρδιά του.

40 Εκεί τη νύχτα πέρασε, και στείλ' τονε στη χώρα
την είδηση της γνωστικιάς να φέρη Πηνελόπης,
πως γλύτωσες, κι είσ' άβλαβος, κι έφτασες απ' την Πύλο.»
       Είπε, και τράβηξε ψηλά στον Όλυμπο ν' ανέβη.
Κι αυτός το γιό του Νέστορα σκουντώντας με το πόδι,

45 απ' το θεόγλυκο ύπνο του τον ξύπνησε, και του είπε·
       « Πεισίστρατε του Νέστορα, σήκου, στ' αμάξι ζέψε
τ' άλογα τα μονόνυχα, να πάρουμε το δρόμο. »
       Και τότε ο γιός του Νέστορα του αντίσκοψε και του είπε·
       « Δε γίνεται, Τηλέμαχε, να βγούμε μες στη νύχτα,

50 βιάση πολλή κι αν έχουμε· θα φέξη όπου και νά 'ναι.
Περίμενε ώσπου ο δοξαστός Μενέλαος του Ατρέα
φορτώση πάς στ' αμάξι σου τα δώρα που σου δίνει,
και με γλυκούς χαιρετισμούς σου πή το κατευόδιο·
τι απ' όσους τον φιλοξενούν θυμάται ο ξένος πάντα

55 εκείνον που με ξέχωρη τον καλοδέχτη αγάπη. »
       Αυτά είπε, κι η χρυσόθρονη φάνηκε ευτύς η Αυγούλα.
Κι έρχεται ο μεγαλόφωνος Μενέλαος σιμά τους,
άμα σηκώθη απ' το πλευρό της ώριας σύγκοιτής του.
Και σαν τον είδε ο ακριβογιός του θεϊκού Οδυσσέα,

60 ντύνεται αμέσως βιαστικά το λαμπερό χιτώνα,
στους αντρειωμένους ώμους του ρίχνει βαρειά φλοκάτα,
και βγαίνει και προστέκεται· κι αυτά του συντυχαίνει
το παλληκάρι ο ακριβογιός του θεϊκού Οδυσσέα·
       « Γιέ του Ατρέα διόθρεφτε, Μενέλαε βασιλέα,

65 είναι ώρα να με στείλης πια στην ποθητή πατρίδα,
γιατ' η καρδιά μου λαχταρεί να ξαναρθώ στο σπίτι.»
       Και τότε ο μεγαλόφωνος Μενέλαος του κρένει·
«Να σε κρατήσω εδώ πολύ, Τηλέμαχε, δε θέλω,
το γυρισμό σου αφού ποθείς· όποιος περίσσια δείχνει.

70 στον ξένο αγάπη για όχτρητα, τον κατακρίνω ετούτον·
σ' όλα το μέτριο πιο καλό· κακό να λες του ξένου
να φύγη, ά δεν το θέλη αυτός· κακό, και να κρατάς τον
στη βιάση του. Σα βρίσκεται σιμά σου, φίλευέ τον·
αν πάλε θέλη μισεμό, καλοπροβόδιζέ τον.

75 Μείνε όμως πρώτα να με δης στ' αμάξι ν' απιθώνω
τα ώρια σου δώρα, και να πω τώ γυναικώνε μέσα
με τα πολλά βρισκούμενα τραπέζι να μας στρώσουν.
Δόξα περίλαμπρη για μας, και για τα σένα κέρδος,
που πάτε δρόμο μακρινό, να φάτε και να πιήτε.

80 Και στην Ελλάδα αν θες να βγης, και σ' όλο το Άργος μέσα, 80
έρχουμαι αντάμα σου κι εγώ· το αμάξι θα σου ζέψω,
και θα σε πάρω σε πολλές ανθρώπων πολιτείες·
κανένας τότες μ' αδειανά δε θα μας στείλη χέρια,
παρά σ' εμάς ή τρίποδα καλόχαλκο, ή λεβέτι,

85 ή δυό μουλάρια, ή και χρυσό ποτήρι θα χαρίση.»
       Κι ο γνωστικός Τηλέμαχος γυρίζει και του κρένει·
«Του Ατρέα γόνε διόθρεφτε, Μενέλαε βασιλέα,
θέλω να πάω στον τόπο μου, τι δεν αφήκα πίσω
σαν έφευγα κανένανε να μου φυλάη το βιός μου·

90 μην τύχη ο ίδιος μου χαθώ τον κύρη μου ζητώντας,
ή χάσω πολυτίμητο στολίδι απ' τα παλάτια.»
       Σαν άκουσε ο τρανόφωνος Μενέλαος ετούτο,
παράγγειλε στη σύγκοιτη και στις γυναίκες μέσα
με τα πολλά βρισκούμενα τραπέζι να τοιμάσουν.

95 Μόλις σηκώθηκε, έφτασε κοντά κι ο Ετεωνέας,
που δεν καθόταν μακριά· και τού 'πε ο γιός του Ατρέα
ν' ανάψη αμέσως τις φωτιές, τα κρέατα να ψήση,
κι άκουσ' αυτός την προσταγή. Κι ο ίδιος πήγε τότε
στο θάλαμο ο Μενέλαος το μοσκομυρισμένο,

100 με την Ελένη αντάμα του και με το Μεγαπένθη.
Κι εκεί που φυλαγόντουσαν οι θησαυροί σα φτάσαν,
πήρε στο χέρι ο βασιλιάς διπλόκουπο ποτήρι,
κι είπε του γιού του εν' αργυρό κροντήρι να σηκώση·
κι η Ελένη στα σεντούκια της ζυγώνει, που είχε μέσα

105 ωριόπλουμα φορέματα, δουλειά δική της όλα.
Έν' από κείνα σήκωσε και πήρε η ώρια Ελένη,
απ' όλα το πλατύτερο και πιο όμορφο στο ξόμπλι,
που σαν αστέρι ήταν λαμπρό, και κάτω απ' όλα τό 'χε.
Και στον Τηλέμαχο ήρθανε περνώντας τα παλάτια,

110 κι ο ξανθομάλλης βασιλιάς του μίλησε και του είπε·      
       « Το γυρισμό που λαχταράς, Τηλέμαχε, ας σου δώση
ο Δίας ο πολύβροντος, ο σύγκοιτος της Ήρας.
Κι απ' όσα δώρα σπίτι μου φυλάω θησαυρισμένα,
σου δίνω τ' ομορφότερο, το πιο βαριότιμό μου.

115 Σου δίνω ψιλοδούλευτο κροντήρι, όλο ασήμι,
κι απάνωθε τα χείλη του με μάλαμα σμιγμένα·
δουλειά του Ηφαίστου· ο Φαίδιμος ο ήρωας τό 'χει δώσει,
ο ρήγας τώ Σιδωνιτών, τότες που εδώ γυρνώντας
στ' αρχοντικό του κόνεψα· δικό σου θέλω νά 'ναι.»

120      Είπε και το διπλόκουπο του πρόσφερε ποτήρι
του Ατρέα ο γιός ο ήρωας· και τότε ο αντρειωμένος
ο Μεγαπένθης έφερε κι απίθωσε ομπροστά του
τ' αστραφτερό κροντήρι του τ' ασημοδουλεμένο·
Κατόπι η κρινομάγουλη στάθη ομπροστά του Ελένη
σηκώνοντας το φόρεμα, κι ονόμασέ τον κι είπε·
       «Τούτο κι εγώ, παιδάκι μου, το δώρο σου χαρίζω,

125 απ' την Ελένη θύμημα για τη χρυσή την ώρα
του γάμου σου, να το φορή η καλή σου, κι ως τα τότες,
ας το φυλάη η αγαπητή μανούλα σου στο σπίτι.
Τώρα με γειά και με χαρά να τ' αξιωθής να φτάσης
στ' αρχοντικό παλάτι σου, στην ποθητή πατρίδα.»

130      Είπε, και του το πρόσφερε, κι αυτός το καλοδέχτη.
Παίρνοντας τότες ο ήρωας Πεισίστρατος, τα δώρα,
τα θάμασε και τά 'βαλε μες στ' αμαξιού την κόφα.
Κι ο ξανθουλός Μενέλαος τους έφερε στον πύργο,
κι εκείνοι αράδα στα θρονιά καθίσαν και στις έδρες.

135 Και μπρίκι για το νίψιμο τους φέρνει τότε η βάγια,
ώριο χρυσό, και χύνει τους στην αργυρή λεγένη
για να πλυθούν, και στρώνει τους το γυαλιστό τραπέζι.
Σεμνή κελάρισσα έφερε ψωμί και παραθέτει,
κι από τα καλοφάγια της τους έβαλε περίσσια.

140 Κι ο Ετεωνέας έκοβε και μοίραζε το κρέας,
καθώς κρασί τους κέρνα ο γιός του δοξασμένου ρήγα.
Κι αυτοί άπλωναν τα χέρια τους στα φαγητά ομπροστά τους.
Κι από φαΐ κι από πιοτό σα φράνθηκε η καρδιά τους,
πάνε ο Τηλέμαχος κι ο γιός του Νέστορα και ζεύουν,

145 και μες στ' αμάξι μπαίνουνε τ' ομορφοπλουμισμένο,
και βγαίνουν απ' τα πρόθυρα κι απ' τον πολύβοο πύργο.
Τότες τους ήρθε ο ξανθουλός Μενέλαος του Ατρέα,
χρυσό ποτήρι με κρασί θεόγλυκο κρατώντας
στο δεξί χέρι, στάξιμο να κάμουν πριν κινήσουν.

150 Και στάθηκε ομπρός στ' άλογα, και χαιρετώντας είπε·      
       «Γειά σας, παιδιά, και πήτε του του Νέστορα του ρήγα
παρόμοια ευκή· σαν αγαθός μου στάθηκε πατέρας
όσον καιρό μαχόμασταν οι Αχαιοί στην Τροία.»
       Κι ο γνωστικός Τηλέμαχος του απολογήθη κι είπε·

155 «Σα φτάσουμε, ώ διόθρεφτε, θα του τα πούμε εκείνου
όλα καθώς εσύ τα λες· μακάρι και στο Θιάκι
έτσι να φτάσω, και να βρώ τον Οδυσσέα στο σπίτι,
και πόση αγάπη μού 'δειξες να πω, και πως γυρίζω
μαζί μου φέρνοντας λαμπρά και πάμπολλα σου δώρα.»

160      Κι αυτά σαν είπε, πέταξε πουλί προς τα δεξά του,
αϊτός, κι είχε στα νύχια του λευκή πελώρια χήνα,
ήμερη, μέσ' απ' την αυλή· και τρέχανε κατόπι
γυναίκες κι άντρες κράζοντας· και το πουλί κοντά τους
ήρθε και χούμηξε δεξά στ 'άλογα ομπρός πετώντας·

165 κι είδαν αυτοί και χάρηκαν κι αναγαλλιάσαν όλοι.
Και τότες ο Πεισίστρατος του Νέστορα αυτά είπε·
       « Στοχάσου τώρα, διόθρεφτε Μενέλαε, βασιλέα,
αν το σημάδι αυτό ο θεός το δείχνη εμάς ή εσένα.»
       Είπε, κι ο πολεμόχαρος Μενέλαος συλλογιόταν

170 να βρη το νόημα και σωστά να του το ξεδιαλύνη.
Μα η λαμπροφόρα πρόλαβε η Ελένη και τους είπε·
       «Ακούτε, εγώ σας το ξηγώ καθώς στο νου μου μέσα
οι αθάνατοι το βάζουνε, και λέω πως έτσι θά 'βγη.
Σαν πού 'ρθε ο αϊτός απ' το βουνό, που έχει γενιά και φύτρα,

175 κι απ' την αυλή της άρπαξε τη φυλαγμένη χήνα,
έτσι ο Δυσσέας στο σπίτι του, σαν πλανηθή και πάθη,
θενά 'ρθη και θα γδικιωθή· μπορεί και νά 'ρθε κιόλας,
και να σκαρώνη φοβερά δεινά για τους μνηστήρες. »
       Κι ο γνωστικός Τηλέμαχος απολογήθη κι είπε·

180 «Να δώση ο Δίας ο βροντηχτής, ο σύγκοιτος της Ήρας,
κι από κει πέρα τότ' εγώ σα θεά θα σε δοξάζω. »
       Και τ' άλογα μαστίγωσε, και κείνα πήραν δρόμο,
κι από τη χώρα διάβηκαν και χύθηκαν στον κάμπο·
Πάς στα λαιμά τους ο ζυγός ολημερίς κουνούσε,

185 μα ο ήλιος σα βασίλεψε κι απόσκιωσαν οι δρόμοι,
στις Φήρες σταματήσανε, στους πύργους του Διοκλέα,
που ήτανε γιός του Ορσίλοχου, και τ' Αλφειού ήταν 'γγόνι.
Εκεί ξενύχτισαν, κι αυτός φιλόξενα τους δέχτη.
       Έφεξ' η ροδοδάχτυλη της νύχτας κόρη Αυγούλα,

190 ζέψανε κι ανεβήκανε στο πλουμισμένο αμάξι,
και βγήκαν απ' τα πρόθυρα κι απ' τον πολύβοο πύργο·
δίνει βιτσιά στ' αλόγατα, κι αυτά γοργοπετάξαν.
Γλήγορα φτάνουν στ' αψηλά της Πύλος κατατόπια,
και τότε είπε ο Τηλέμαχος στου Νέστορα το τέκνο·

195      « Καλέ μου, τάχα θά 'στεργες ό,τι σου πω να κάνης ;
Παινιόμαστε πως άπειρη μας έφερε φιλία
η αγάπη των πατέρων μας, κι ομήλικους μας δένει·
μα πιο βαθιά ενωθήκαμε με το ταξίδι ετούτο.
Μην προσπεράσης, διόθρεφτε, το πλοίο, μόν' άφησέ με

200 εδώ, μην τύχη σπίτι του και με κρατήση ο γέρος
να με φιλέψη, όσο πολύ κι ά βιάζουμαι να φτάσω.»
       Είπε, κι ο γιός του Νέστορα στοχάστη μες στο νου του
πως κάλλιο στου Τηλέμαχου το θέλημα να στέρξη.
Και να, τι συλλογίστηκε πως είναι πιο συφέρο·

205 κατά το πλοίο στο γιαλό τ' αλόγατα γυρίζει,
κι όλα τα δώρα τα λαμπρά στην πρύμνη μέσα αδειάζει,
που τού 'δωσε ο Μενέλαος, φόρεμα και χρυσάφι·
και τότες τον παρακινεί με λόγια φτερωμένα·
       « Τρέξε κι ανέβα τώρα εσύ, πες νά 'ρθουν κι οι συντρόφοι,

210 πριν φτάσω εγώ στον πύργο μας, και πριν τ' ακούση ο γέρος. 210
Γιατί καλά κατέχω το στα φρένα και στο νου μου,
πως όντας δυνατόγνωμος, δε θα σ' αφήση, θά 'ρθη
να σε φωνάξη, κι άπραγος θαρρώ δε θα γυρίση,
τι την ψυχή του ακράτητος θυμός θά 'χη πιασμένη. »

215      Και τα λαμπρότριχα άλογα χτυπάει με το μαστίγι,
κατά την Πύλο, και γοργά στ' αρχοντικό τους φτάνει.
Συνάμα κι ο Τηλέμαχος προστάζει τους συντρόφους·
       « Γιά συγυρίστε τ' άρμενα, παιδιά, στο μαύρο πλοίο,
κι ας ανεβαίνουμε κι εμείς ν' αρχίζουμε το δρόμο. »

220      Είπε, κι εκείνοι πρόθυμα την προσταγή του ακούσαν,
και μπήκαν και καθίσανε στου καραβιού τους πάγκους.
Αυτά νοιαζόταν, κι έκανε σιμά στην πρύμνη στάξες
και προσευκές στην Αθηνά· κι ήρθε σιμά του ξένος
μάντης που σκότωσε άνθρωπο, και να ξεφύγη ζήτα·

225 απ' τον Μελάμποδα έρχονταν η φύτρα κι η γενιά του,
που μιά φορά ζούσε κι αυτός στην αρνοθρέφτρα Πύλο,
κι είχε εκεί πλούτια αρίφνητα κι αρχοντικά παλάτια·
κατόπι ξενιτεύτηκε κι αφήκε το Νηλέα,
το ρήγα τον τρανόψυχο, του κόσμου το καμάρι,

230 που χρόνο κράταε αλάκερο το βιός του με τη βία,
όταν εκείνος κλειότανε στους πύργους του Φυλάκου,
δεμένος με τις άλυσες, και βάσανα τραβώντας
για του Νηλέα την κορασιά, κι απ' την βαρειά την τρέλλα
που η Ερινύα η φοβερή θεά τού 'ριξε απάνω.

235 Ως τόσο τότες γλύτωσε, και μπόρεσε να φέρη
τα βόδια τα μουγγρόφωνα στην Πύλο απ' τη Φυλάκη,
γδικιώνοντας την άνομη πράξη του θείου Νηλέα,
κι έτσι έφερε την κορασιά στ' αδέρφι του στεφάνι.
Κατόπι ξενιτεύτηκε στ' αλογοβόσκητο Άργος,

240 γιατ' ήτανε γραφτό του εκεί να ζήση και να γίνη
ρήγας περίσσιων Αργιτών. Και πήρ' εκεί γυναίκα,
κι έστησε σπίτι αρχοντικό, και γέννησε δυό τέκνα,
δυό δυνατούς λεβέντηδες, το Μάντιο κι Αντιφάτη.
Και τον τρανόψυχο Οϊκλή γέννησε ο Αντιφάτης,

245 κι ο Οϊκλής τον Αμφιάραο, της λεβεντιάς τον πύργο,
που τού 'χε αγάπη περισσή κι ο αιγιδοφόρος Δίας,
κι ο Φοίβος· μα δεν έφτασε στώ γερατειών τη θύρα,
παρά στη Θήβα χάθηκε απ' τα δώρα της γυναίκας.
  Δυό γιούς αυτός, Αμφίλοχο κι Αλκμαίωνα, είχε κάμει.
Ο Μάντιος πάλι γέννησε Κλείτο και Πολυφείδη·

250 τον Κλείτο στους αθάνατους η Αυγή η χρυσοθρονούσα
τον πήρε για τα κάλλη του· τον Πολυφείδη ο Φοίβος
Απόλλωνας τον όρισε του κόσμου πρώτο μάντη
σαν πέθαν' ο Αμφιάραος· μα στην Υπερησία,
σα μάλωσε με το γονιό, να κατοικήση πήγε,

255 και σ' όλους τους θνητούς της γης προφήτευε αποκείθε.
       Εκείνου ο γιός, Θεοκλύμενο τον έλεγαν, τότε ήρθε
και στάθη στον Τηλέμαχο κοντά, στην ώρα απάνω
που προσευκόταν κι έσταζε σιμά στο μαύρο πλοίο,
και φώναξέ τον, κι είπε του με λόγια φτερωμένα·

260      «Ώ φίλε, αφού σε βρήκα εδώ στην ώρα της θυσίας,
παρακαλώ σε, για το θεό, γι' αυτά που θυσιάζεις,
μα και για εσένα, και γι' αυτούς που εδώ σε συντροφεύουν,
λέγε μου αυτό που σε ρωτώ, και τίποτα μην κρύβης·
ποιός είσαι ; ποιά 'ναι η φύτρα σου, κι η χώρα κι οι γονιοί σου ;»

265      Κι ο γνωστικός Τηλέμαχος γυρίζει και του κρένει·
«Με αλήθεια εγώ θα σου τα πω τα που ρωτάς, ώ ξένε·
το Θιάκι εμένα ο τόπος μου, Οδυσσέας ο γονιός μου,
σα ζούσε κι ήταν· τώρ' αυτόν κακό τον βρήκε τέλος.
Γι' αυτό δα πήρα συντροφιά, και βγήκα με καράβι,

270 να μάθω για τον κύρη μου, τον πολυπλανεμένο. »      
       Κι ο θεόμορφος Θεοκλύμενος απάντησέ του κι είπε·
«Κι εγώ απ' τον τόπο μου έφυγα, τι σκότωσα πατριώτη,
που ήταν πολλά κι αρίθμητα τ' αδέρφια κι οι γενιές του,
στ' Άργος τ' αλογοβόσκητο, των Αχαιών οι πρώτοι.

275 Μιάς κι απ' εκείνους μπόρεσα το χάρο να γλυτώσω
φεύγω μακριά, κι είναι γραφτό στον κόσμο να πλανιέμαι.
Προσπέφτω σου, και πάρε με στο πλοίο, γιατί κιόλα
θαρρώ με κυνηγούν αυτοί για να με θανατώσουν. »
       Κι ο γνωστικός Τηλέμαχος απολογήθη κι είπε·

280 «Απ' το καλόφτιαστό μου εγώ καράβι δε σε διώχνω·
ανέβα, κι ό,τι βρίσκεται στο πλοίο θα σε φιλέψω. »
       Είπε, κι από το χέρι του το χάλκινο κοντάρι
πήρε, και δίπλα τό 'θεσε μες στο γερτό καράβι·
απάνω στο πλεούμενο κι ο ίδιος του ανεβαίνει,

285 και παίρνει το Θεοκλύμενο στην πρύμνη και σιμά του.
Ως τόσο τα πρυμόσκοινα ξελύσαν οι συντρόφοι,
και πρόσταξε ο Τηλέμαχος καλώντας τους να πιάσουν
να βάλουν τ' άρμενα· κι αυτοί με βιάση τον ακούσαν.
Σηκώσανε και στήσανε το ελάτινο κατάρτι

290 στο μεσοδόκι το σκαφτό, το δέσανε με ξάρτια,
και με καλόστριφτα λουριά τ' άσπρα πανιά τραβήξαν.
Τότες η δέσποινα Αθηνά πρύμο άνεμο τους στέλνει,
που απ' τον αιθέρα χύνονταν, γοργά για ν' αρμενίση
πάς στις αρμυροθάλασσες το πλοίο. Και πέρασαν

295 απόξω απ' τους Κρουνούς κι απ' την καλόνερη Χαλκίδα.
       Κι ο γήλιος σα βασίλευε, κι απόσκιωναν οι δρόμοι,
με του Διός τον άνεμο για τις Φεές τραβούσε,
και για τη θεία την Ήλιδα, που Επειώτες την ορίζουν·
και στα βραχόσπαρτα νησιά πλώρη έβαλε αποκείθε,

300 αν θα γλυτώση ή θα χαθή στο νου του μελετώντας.      
       Ως τόσο στην καλύβα εκεί δειπνούσε ο Οδυσσέας
με το χοιροβοσκό· σιμά δειπνούσανε κι οι άλλοι.
Κι από φαΐ κι από πιοτό σα φράνθηκε η καρδιά τους,
ρωτάει ο Δυσσέας τον καλό βοσκό, να δοκιμάση

305 αν τον πονάη ειλικρινά κι αν θα του πή να μείνη
εκεί στη στάνη, ή θα του πή στη χώρα να κινήση·
       «Άκουσε τώρα, ώ γέροντα, κι οι άλλοι εσείς συντρόφοι,
στη χώρα θέλω το ταχύ να πάω να διακονεύω,
να μη σας γίνω βαρετός κι εσέ και στους συντρόφους.

310 Τη συμβουλή σου δώσε μου, και βάλε μου κανέναν
να μ' οδηγήση εκεί· κι εγώ μονάχος θα γυρίζω
ίσως και κάποιος φέρη μου κανάτα και καρβέλι.
Και στα παλάτια θά 'φτανα του θείου του Οδυσσέα,
της Πηνελόπης της καλής να δώσω τα μαντάτα·

315 εκεί και τους αγέρωχους θενά 'σμιγα μνηστήρες,
και δείπνο από τ' αμέτρητα θα μού 'διναν καλά τους,
τι θα στεκόμουν πρόθυμος σ' ό,τι δουλειά γυρεύαν,
Άκουσ' εδώ και πρόσεξε το τι σου συντυχαίνω·
με του μαντάτορα του Ερμή τη συνεργειά, που σε όλων

320 αυτός τα έργα των θνητών χάρη και δόξα δίνει,
κανένας να μου παραβγή στη μαστοριά δεν είναι,
να καλοανάβω τις φωτιές, ξερά να σκίζω ξύλα,
να καλοψήνω, να κερνώ, τα κρέατα να μοιράζω,
κι όσ' άλλα στους αφεντικούς οι δούλοι πάντα φτιάνουν.»

325      Κι εσύ, Εύμαιε χοιροβοσκέ, βαριά πονώντας του είπες·
«Αλλοί, πως τέτοιος στοχασμός ήρθε στο νου σου, ώ ξένε ;
Τέλος κακό να σού 'ρθη εκεί γυρεύεις χωρίς άλλο,
και μες στη συντροφιά ζητάς να πέσης τώ μνηστήρων,
που τ' άχτι τους κι η αδιαντροπιά στα ουράνια φτάνει απάνω.

330 Κι οι δούλοι που τους νοιάζουνται δε μοιάζουνε μ' εσένα,
παρά είναι νέοι μ' αρχοντικά φορέματα ντυμένοι,
με μυρωμένα τα μαλλιά με πρόσωπα πανώρια·
κι απάνω σε καλόφτιαστα τραπέζια ολοτριγύρω,
ψωμιά και κρέατα όσα θες, και το κρασί περίσσιο.

335 Μείνε μαζί μας, κανενός εδώ, μα μήτ' εμένα
μήτ' αλλονού συντρόφου μου δε θένα δώσης βάρος.
Και σα γυρίση ο ακριβογιός του αφέντη του Οδυσσέα,
τότε θα σου φορέση αυτός χλαμύδα και χιτώνα,
κι όπου η καρδιά σου λαχταρεί θα σε ξεπροβοδήση.»

340      Κι απολογήθηκε ο λαμπρός, πολύπαθος Δυσσέας·
«Άμποτε όσο σ' αγάπησα να σ' αγαπάη κι ο Δίας,
που απ' τη βαρειά του ζήτουλα κακομοιριά με σώζεις.
Έρμος στα ξένα σα γυρνάς, χειρότερο δεν είναι·
μόνε για μιά παλιοκοιλιά τόσα τραβούν οι ανθρώποι,

345 σαν τους πλακώνη η ρήμαξη κι η συφορά κι ο πόνος.
Και τώρα που κρατάς με εσύ να μείνω ως νά 'ρθη εκείνος,
έλα και πες για του θεϊκού του Οδυσσέα τη μάνα,
και το γονιό, που αφήκε τον στώ γερατειών τις θύρες,
αν είναι ακόμα ζωντανοί, το φως του ήλιου ά βλέπουν,

350 ή απέθαναν και βρίσκουνται στου Άδη τα κατατόπια.»      
       Κι ο πρώτος τώ χοιροβοσκών απολογήθη κι είπε·
«Με αλήθεια και για δαύτα εγώ θα σου μιλήσω, ώ ξένε.
Ο Λαέρτης ζη, μα ανέπαυα παρακαλεί τον Δία
να τόνε σβήση ο θάνατος στην κατοικιά του μέσα.

355 Μοιρολογάει και δέρνεται για το χαμένο γιό του,
και την καλή του σύγκοιτη, και κλαίει το θάνατό της,
που τού 'φερε τα γερατειά πριχού να ρθή ο καιρός του.
Ο πόνος τήνε μάρανε του αγαπητού παιδιού της,
κι απέθανε· που θάνατος παρόμοιος να μην πάρη

360 κανένα μας συγκάτοικο και καλοπράχτη φίλο.
Εκείνη όσο βρισκότανε, βαρύ καημό κι αν είχε,
πάντ' αγαπούσα να ρωτώ γι' αυτή και να μαθαίνω,
γιατί μ' ανάθρεψε μαζί με την καλή Χτιμένη,
τη ζουλεμένη κόρη της, το πιο στερνό παιδί της·

365 μαζί μ' αυτή αναθράφηκα, και με τιμούσαν όχι
πολύ λιγώτερο εκεινής. Κι η ώρα μας σαν ήρθε,
και γλυκανθούσε απάνω μας χαριτωμένη νιότη,
στη Σάμη τήνε στείλανε και μύρια δώρα πήραν.
  Κι εμένα σα με στόλισε με χλαίνα και χιτώνα,
και μού 'δωκε ποδήματα στα πόδια να φορέσω,

370 μ' έστειλ' εδώ στην εξοχή, και πάντα μ' αγαπούσε.
Εκείνα τώρα λείπουνε· μα αυτό μου το έργο μνήσκω
ακόμα, κι οι μακαριστοί θεοί μου το βλογάνε·
έφαγα κι ήπια απ' όλ' αυτά, και μοίρασα και σε άλλους.
Μα λόγο ή έργο της κυράς γλυκό πια δεν ακούμε,

375 αφότου εκεί στο σπίτι της η συφορά κατέβη
με τους απόκοτους αυτούς. Κι οι δούλοι έχουν ανάγκη
να της μιλάνε της κυράς, να τη ρωτάνε για όλα,
να τρώνε και να πίνουνε, να παίρνουνε και κάτι
μαζί τους όξω, απ' τα καλά που λαχταρεί η ψυχή τους. »

380      Τότε ο Δυσσέας ο τρίξυπνος του απολογήθη κι είπε·
«Αλλοίμονο, πόσο μικρός, καλέ χοιροβοσκέ μου,
από πατρίδα και γονιούς στα ξένα πήρες δρόμο.
Μα πες μας τώρα ξάστερα και ξήγησέ μου ετούτο·
τάχα πλατύδρομη θνητών ρημώθη πολιτεία,

385 που μέσα κατοικούτανε κι η μάνα σου κι ο κύρης,
ή μοναχό σε βρήκανε με πρόβατα και βόδια
δύστροποι ανθρώποι, κι άξαφνα σε ρίξαν στο καράβι,
και σ' έφεραν σε πούλησαν σ' αυτού του αντρός τα σπίτια;»
       Κι ο πρώτος των χοιροβοσκών απάντησέ του κι είπε·

390 «Ξένε, σα με ρωτάς κι αυτά, και θέλεις να τα μάθης,
σώπα, άκουγε, και γλέντιζε, και πίνε το κρασί σου
καθούμενος· απέραντες οι νύχτες τώρα· κι έχεις
καιρό και για να κοιμηθής, καιρό και για ν' ακούγης
και να γλεντάς· να κοιμηθής δεν είναι ανάγκη ακόμα

395 κι ο πολύς ύπνος βαρετός. Όποιου τραβάει η καρδιά του,
ας έβγη κι ας πλαγιάση αυτός· και σα χαράξη η μέρα,
ας φάη, και του αφεντικού τους χοίρους ας βοσκήση.
Εμείς μες στην καλύβα μας εδώ φαγοποτώντας
γλεντούμε τα μεγάλα μας ανιστορώντας πάθια

400 ο ένας του άλλου· γλέντι του του καταντούν οι πόνοι
του ανθρώπου που έπαθε πολλά, και που πολυπλανήθη.
Και τώρα τούτο θα σου πω που με ρωτάς να μάθης.
       Νησί 'ναι, αν τό 'χης ακουστά, Συρία τ' όνομά του,
από την Ορτυγία, ψηλά, πού 'ναι οι τροπές του ήλιου·

405 κόσμο δεν έχει και πολύ, μα καρπερό και πλούσιο
σε πρόβατα και σε βοσκές, σε αμπέλια και σιτάρι.
Η πείνα εκεί δεν έρχεται, μήτ' άλλη μαύρη αρρώστια
δεν πέφτει τους κακόμοιρους ανθρώπους να θερίζη·
παρά στην πολιτεία τους οι ανθρώποι σα γεράσουν,

410 ο Φοίβος ο αργυρότοξος κι η Άρτεμη με σαΐτες
ανέπονες πηγαίνουνε και τους γλυκοκοιμίζουν.
Δυό πολιτείες είν' εκεί, και τά 'χουν μοιρασμένα·
ένα γνωρίζουν βασιλιά, τον κύρη μου κι οι δυό τους,
άντρα θεόμοιαστο πολύ, το Χτήσιο του Ορμένου.

415      Κι ήρθανε τότες Φοίνικες θαλασσοξακουσμένοι,
αρπάχτες, και μ' αρίθμητα στολίδια στο καράβι.
Είχε ο γονιός μου Φοίνισσα στο σπίτι του γυναίκα,
ώρια και μεγαλόκορμη, σ' έργα λαμπρά τεχνίτρα·
αυτή τήνε ξελόγιασαν οι Φοίνικες οι πλάνοι,

420 και καθώς έπλενε σιμά στο μελανό καράβι,
κάποιος την πρωταγκάλιασε και το φιλί της πήρε,
που τη γυναίκα ξεπλανάει όσο καλή κι αν είναι.
Και τήνε ρώταγε ύστερα ποιά νά 'ταν κι αποπούθε·
κι εκείνη αμέσως τού 'δειξε τον πύργο του γονιού μου·

425 «Απ' την πολύχαλκη έρχουμαι Σιδώνα, κι είμαι κόρη
του Αρύβαντα, που ο πύργος του βιός ήτανε γεμάτος·
μα εμένα κλέφτες Ταφινοί με βρήκαν και μ' αρπάξαν
ερχάμενη απ' την εξοχή, και πέρα εκεί με φέραν,
στου ανθρώπου αυτού τ' αρχοντικό, κι αγόρασέ με εκείνος.»
       Κι ο άντρας που της έδωσε κρυφό φιλί της κρένει·      

430 «Δεν έρχεσαι στον τόπο σου μαζί μας τώρα πίσω,
να ξαναδής το σπίτι σου, τον κύρη, τη μανούλα ;
τι ζουν ακόμα, και με βιός πολύ τους λογαριάζουν. »
       Κι εκείνη τότες μίλησε κι απάντησε του κι είπε·

435 « Κι αυτό θα γίνη ά δέχεστε να μ' ορκιστήτε, ώ ναύτες,
πως άβλαβη στον τόπο μου πίσω θενά με πάτε. »
       Αυτά είπε, κι όλοι ορκίστηκαν καθώς ζητούσε εκείνη.
Κι οι ναύτες σαν αμώσανε και τέλειωσαν τον όρκο,
πάλε τους ξαναμίλησε και τους ξανάειπε εκείνη·

440      « Σωπάτε τώρα· και κανείς απ' όλους τους συντρόφους
ας μη μιλάη σα μ' απαντάη στο δρόμο ή και στη βρύση,
μην πάη κανένας και τα πή του γέρου στο παλάτι,
και νιώση, και σε φοβερά μέσα δεσμά με ρίξη,
φέρη ξολοθρεμό κι εσάς· μόνε στο νου φυλάτε

445 το μυστικό, και γλήγορα ψουνίστε την πραμάτεια·
και σα γεμίση βιός πολύ το μελανό καράβι,
στον πύργο ας μού 'ρθη μήνυμα, κι εγώ σας φέρνω τότες
κι από χρυσάφι όσο μπορεί στα χέρια μου να πέση.
Μα κι άλλο θα σας πλέρωνα με την καρδιά μου ναύλο.

450 Εγώ 'χω του αρχοντόπουλου την έννοια στο παλάτι·
ξυπνό παιδάκι, που όπου βγω κι αυτό μαζί μου τρέχει
ά σας το φέρω, αρίθμητα θένα σας δώση κέρδη,
όπου το πάτε, ανάμεσα σε αλλόγλωσσους ανθρώπους. »
       Σαν είπε αυτά, ξεκίνησε προς τα λαμπρά παλάτια.

455 Όλο το χρόνο μείνανε στα μέρη μας εκείνοι,
με βιός πολύ γεμίζοντας το βαθουλό καράβι.
Μα σαν το καλοφόρτωσαν κι ήταν καιρός να σύρουν,
στείλανε τότες μήνυσαν της όμορφης γυναίκας.
Κι ήρθε άνθρωπος πολύξερος στον πύργο του γονιού μου,

460 που είχε αλυσίδα μάλαμα πλεκτή με κεχριμπάρι,
κι η μάνα η πολυσέβαστη κι οι παρακόρες όλες
την έψαχναν την κοίταζαν ζητώντας ν' αγοράσουν.
Τής κρυφογνέφει τότε αυτός και φεύγει στο καράβι,
Από το χέρι παίρνει με κι όξω με βγάζει εκείνη,

465 και βρίσκει μες στο πρόσπιτο ποτήρια και τραπέζια,
τι εκεί σαν καλοφάγανε του γέρου καλεσμένοι,
κινήσανε στη συντυχιά του δήμου να καθίσουν.
  Παίρνει και κρύβει γλήγορα στον κόρφο τρία ποτήρια,

470 και βγαίνει· αστόχαστα κι εγώ κατόπι ακολουθούσα.
Κι ο ήλιος σα βασίλευε κι απόσκιωναν οι δρόμοι,
τρεχάτοι κατεβήκαμε στον όμορφο λιμιώνα,
που το γοργό περίμενε καράβι τώ Φοινίκων.
Μάς πήρανε και μπήκανε και τράβηξαν πελάγου,

475 και πρύμο έστελν' άνεμο του Κρόνου ο γιός ο Δίας.
Εξάμερο αρμενίζαμε νύχτα και μέρα το ίδιο,
μα όταν ο Δίας έφερε την έβδομη τη μέρα,
μιά σαϊτιά της Άρτεμης βαραίνει τη γυναίκα,
κι αυτή βροντώντας έπεσε στου καραβιού τ' αμπάρι,

480 καθώς μέσα στη θάλασσα βουτάει το βουτηστάρι.
Τη ρίξανε ξεφάντωμα στις φώκες και στα ψάρια,
και μοναχός μου απόμεινα με την καρδιά θλιμμένη.
  Στο Θιάκι εδώ τους έφεραν οι θάλασσες κι οι ανέμοι,
και με τα πλούτια που όριζε μ' αγόρασε ο Λαέρτης.
Έτσι τα μάτια μου τη γης αυτή πρωτογνωρίσαν.»

485      Και τότε ο διογέννητος του απάντησε Οδυσσέας·
«Πολύ βαθιά την άγγιξες, ώ φίλε, την καρδιά μου,
ένα προς ένα λέγοντας τα πάθια της ψυχής σου.
Όμως μαζί με το κακό σού 'δωκ' εσένα ο Δίας
και το καλό· πολλά 'παθες, μα να, που βρήκες άντρα

490 καλό, που πρόθυμα να τρως σου δίνει και να πίνης,
και καλοζής· μα εγώ πολλές μες στα πλανέματά μου
χώρες ανθρώπων πέρασα, και τώρα εδώ ξεπέφτω. »
       Τέτοια μιλούσαν κι έλεγαν εκείνοι ανάμεσο τους,
κι ύστερα πλάγιασαν· πολύ δε μείναν πλαγιασμένοι,

495 τι γλήγορα γλυκόφεξε η χρυσόθρονη η Αυγούλα.
Ως τόσο του Τηλέμαχου στ' ακρόγιαλο οι συντρόφοι
γοργά ξελύναν τα σκοινιά και βγάζαν το κατάρτι,
και στ' άραγμα σα φέρανε με τα κουπιά το πλοίο,
φουντάρανε την άγκουρα, και δέσαν τις πρυμάτσες.
  Κατόπι βγήκαν κι ίδιοι τους στης θάλασσας την άκρη,

500 φαΐ τοιμάσαν κι έσμιξαν το φλογερό κρασί τους.
Κι από φαΐ κι από πιοτό σα φράνθηκε η καρδιά τους,
ο γνωστικός Τηλέμαχος μ' αυτά τα λόγια αρχίζει·
       « Τώρα στη χώρα φέρτε εσείς το μαύρο μας καράβι,
κι εγώ προς τα χωράφια μου και τους βοσκούς πηγαίνω,

505 και σαν τα δω τα κτήματα, στη χώρα θα κατέβω
το βράδυ· στο ξημέρωμα για πλερωμή θα στρώσω
τραπέζι με γλυκό κρασί, με κρέατα περίσσια. »
       Και τότες ο θεόμοιαστος Θεοκλύμενος του κρένει·
«Και που να πάω, ώ γιέ μου, εγώ ; σε τίνος νά 'ρθω σπίτι

510 απ' όσους άντρες κυβερνούν το πετρωτό το Θιάκι;
Ή λες να πάω στη μάνα σου και στο παλάτι σου ίσια ; »
Κι ο γνωστικός Τηλέμαχος απολογήθη κι είπε·
« Σ' άλλους καιρούς στον πύργο μας θα σε καλούσα νά 'ρθης·
δεν αψηφούν τον ξένο εκεί· μα για κακό σου θά 'ναι,

515 τι εγώ θα λείπω, και να δής τη μάνα δε θα μπόρειες·
στον πύργο εκείνη τους γαμπρούς συχνά δεν αντικρύζει,
μόνε στ' ανώγι κάθεται και το πανί της φαίνει.
Σε κάποιον άλλον θα σου πω να πάς, κι ετούτος είναι
ο Ευρύμαχος, ο ωραίος γιός του φρόνιμου Πολύβου,

520 που σα θεό τόνε θωρούν όλοι στο Θιάκι μέσα·
πρώτος τους είναι, και ζητάει με περισσή λαχτάρα
να πάρη και τη μάνα μου και του γονιού τις δόξες.
Μα αυτά μονάχα ο κάτοικος του Ολύμπου, ο Δίας, τα ξέρει,
αν θα τους φέρη την κακή τη μέρα πριν το γάμο. »

525      Τέτοια καθώς του μίλησε, πετάει πουλί δεξά του,
του Απόλλωνα μαντάτορας γοργόφτερος πετρίτης·
είχε αγριοπερίστερο στα νύχια και μαδούσε,
κι ανάμεσα Τηλέμαχου και καραβιού σκορπούσε
φτερά. Κι ο Θεοκλύμενος τον πήρε από τους άλλους

530 μακριά, το χέρι τού 'σφιξε, και μίλησε του κι είπε·      
       «Από θεό 'ναι το πουλί, Τηλέμαχε, που φάνη
δεξά σου· το είδα, κι ένιωσα πως μαντικό πουλί 'ναι.
Βασιλικώτερη γενιά δεν έχει απ' τη δική σας
το Θιάκι, και μεγάλοι εσείς θα ζήτε εδώ για πάντα.»

535      Κι ο γνωστικός Τηλέμαχος απολογήθη κι είπε·
«Μακάρι αυτός ο λόγος σου να βγη, καλέ μου ξένε·
αγάπες και χαρίσματα πολλά θα σού 'χα τότες,
που όλοι εδώ θα σ' έβλεπαν και θα σε μακαρίζαν. »
       Και στον πιστό του σύντροφο τον Πείραιο τότες είπε·

540 « Γιέ του Κλυτίου, που απ' τα παιδιά που μ' έφεραν στην Πύλο,
εσύ πολύ πιο πρόθυμα τα λόγια μου αγρικούσες,
και τώρα τούτον πάρε μου στο σπίτι σου τον ξένο,
και φίλευε και τίμα τον ολόψυχα ώσπου νά 'ρθω.»
       Κι ο ξακουστός κονταριστής ο Πείραιος του απαντούσε·

545 «Κι αν έμνησκες πολύν καιρό, Τηλέμαχε, εδώ πέρα,
καλά τον ξένο θα δεχτώ, και θά 'χη το ό,τι ορίζει.»
       Και στο καράβι ανέβηκε, και φώναξε τους άλλους
να λύσουν τα πρυμόσκοινα και ν' ανεβούν κι εκείνοι.
Και μπήκαν και καθίσανε στου καραβιού στους πάγκους.

550 Και φόρεσε ο Τηλέμαχος τα σάνταλα τα ωραία,
και πήρε από το κάσαρο βασταγερό κοντάρι
με μύτη χάλκινη· κι αυτοί ξελύσαν τις πρυμάτσες·
κινήσαν και τραβούσανε κατά τη χώρα τότες,
καθώς τους είπε ο ακριβογιός του θεϊκού Οδυσσέα.

555 Κι αυτός γοργά περπάτηξε ώσπου ήρθε στην αυλή του,
που ήτανε χοίροι αρίθμητοι δικοί του, και σιμά τους
ξενύχταε ο χοιροβοσκός που αγάπαε τους αφέντες.


Ραψωδία π 
Τηλεμάχου αναγνωρισμός Οδυσσέως.

Και στο καλύβι ο πάγκαλος βοσκός με το Δυσσέα,
ανάψαν την αυγή φωτιά και το φαΐ τοιμάζαν,
και στείλαν όξω τους πιστούς μαζί με τα κοπάδια.
Κι οι σκύλοι στον Τηλέμαχο που ερχόταν, την ουρά τους

5 σαλεύαν και δε γαύγιζαν· τους νιώθει ο Οδυσσέας,
ακούει το ποδοβολητό, και λέει ευτύς του γέρου·
       «Κάποιος εδώ θα σού 'ρχεται, καλέ μου, σύντροφός σου,
ή κι άλλος γνώριμος, αφού δεν αλυχτούνε οι σκύλοι,

10 μόν' όλο σειούνε την ουρά· και πόδια ανθρώπου ακούγω.»
       Tό λόγο δεν απόσωσε, κι ο ακριβογιός του φάνη,
και στάθηκε στα ξώθυρα· ξαφνίζεται ο γερούλης,
αναπηδάει, και τού 'πεσαν από τα χέρια οι κούπες,
που το φλογάτο μέσα τους καλόσμιγε κρασί του·
κι έτρεξε, βρέθηκε ομπροστά στον ακριβό του αφέντη,

15 του φίλησε την κεφαλή, τα δυό λαμπρά του μάτια,
τα δυό του χέρια, κι έχυσε δάκρυο μαργαριτάρι.
Και σαν που τρυφερόκαρδος γονιός παιδί αγκαλιάζει,
σαν έρχετ' απ' τα μακρινά, που έλειπε χρόνους δέκα,
κι ήταν στερνό και μοναχό, και τού 'καιγε τα σπλάχνα,

20 έτσι ο καλός χοιροβοσκός το θεόμοιαστό του αφέντη
στην αγκαλιά του σφίγγοντας, γλυκά τόνε φιλούσε,
το χάρο σα να ξέφυγε, και τού 'λεγε θρηνώντας·
       «Τηλέμαχε, γλυκό μου φως, ήρθες, κι εγώ δε θάρριουν
πως θα σε δω, σαν κίνησες στην Πύλο με καράβι.

25 Έμπα, παιδάκι μου ακριβό, να σε χαρή η ψυχή μου,
θωρώντας σε απ' τα μακρινά κοντά μας νιοφερμένο·
τι στην ξοχή δεν έρχεσαι συχνά και στους βοσκούς σου,
μόνε στη χώρα κάθεσαι, κι αυτό ποθεί η καρδιά σου,
να βλέπης πάντα τους κακούς μνηστήρες μαζεμένους.»

30      Κι ο γνωστικός Τηλέμαχος απάντησε του κι είπε·
«Μετά χαράς, κυρούλη μου, για σένα ήρθα δω πέρα,
να δω σε με τα μάτια μου, το τι θα πής ν' ακούσω,
στον πύργο ά μνήσκη η μάνα μου, ή κάποιος αν την πήρε
απ' τους ηρώους, κι έμεινε του Οδυσσέα η κλίνη

35 έρμη από στρώματα μαθές και καταραχνιασμένη.»
       Κι ο πρώτος τώ χοιροβοσκών του λάλησε και του είπε·
«Κάθετ' ακόμα η μάνα σου μ' απομονή περίσσια
μες στ' αψηλά παλάτια σου, που μαύρα μερονύχτια
έρχουνται πάντα και περνούν, κι αυτή όλο χύνει δάκρυα.»

40      Και πήρε από το χέρι του το χάλκινο κοντάρι·
και μπήκε αυτός και πέρασε το πέτρινο κατώφλι.
Τότ' ο Δυσσέας σηκώνεται, το κάθισμά του δίνει,
μα εκείνος δεν τον άφηνε, και του είπε· «Κάθου, ώ ξένε,
μέσα στο σπίτι μας εμείς θα βρούμε κι άλλον τόπο,

45 κι εδώ 'ναι κείνος που μπορεί να μας τον προμηθέψη.»
       Είπε· και ξαναγύρισε και κάθισε ο Δυσσέας.
Και στρώνει ο Εύμαιος κλωνιά, ρίχτει προβιά αποπάνω,
κι εκεί ο αγαπημένος γιός του Οδυσσέα καθίζει.
Τότες πινάκια κρέατα ψητά τους παραθέτει

50 ο Εύμαιος ο χοιροβοσκός, που αποβραδίς του μείναν.
Και βιαστικά σα σώριασε ψωμί μες στα πανέρια,
και γλυκουλό καλόσμιξε κρασί μες στο καρδάρι,
πήγε κι αγνάντια κάθισε του θεϊκού Οδυσσέα.
Τα χέρια τότες άπλωναν στα φαγητά ομπροστά τους.

55 Κι από φαΐ κι από πιοτό σα φράνθηκε η καρδιά τους,
του άξιου μίλησε βοσκού ο Τηλέμαχος, και του είπε·
       «Κυρούλη, πούθενε έρχεται δωπέρα αυτός ο ξένος;
οι ναύτες πως τον φέρανε στο Θιάκι; ποιοί παινιένται
πως είναι ; τι θαρρώ πεζός εδώ δε μας ορίζει.»

60      Κι εσύ, Εύμαιε χοιροβοσκέ, του απολογήθης κι είπες·
«Την πάσα αλήθεια, τέκνο μου, θ' ακούσης από μένα·
απ' την πλατύχωρη κρατάει η φύτρα του την Κρήτη,
και λέει πως σε πολλές θνητών πλανήθηκε αυτός χώρες
γυρνώντας· έτσι η μοίρα του το θέλησε· και τώρα
65 από καράβι Θεσπρωτών πάλε έφυγε, και φάνη
μες στο καλύβι μου· κι εγώ τον παραδίνω εσένα.
Πράξε όπως βούλεσαι και θες· ικέτη σου τον έχεις.»
       Κι ο γνωστικός Τηλέμαχος του απολογήθη κι είπε·
«Αλλοίς, και τι καρδιόπονο μου φέρνει αυτός σου ο λόγος·

70 και πως να τον αποδεχτώ τον ξένο εγώ στο σπίτι,
που νέος όντας δύναμη στο χέρι μου δε νιώθω,
μπρος σ' άντρα να διαφεντευτώ που θα με βρίση πρώτος·
της μάνας πάλε, μέσα της ο νους της αναδεύει,
τάχα την κλίνη να ντραπή του αντρός της και τον κόσμο,

75 κι έτσι μαζί μου μνήσκοντας να κυβερνάη το σπίτι,
για απ' τους μνηστήρες Αχαιούς ν' ακολουθήση εκείνον,
που της φανή ο καλύτερος, και φέρη πλέρια δώρα.
Όμως τον ξένο τώρα αυτόν, στο σπίτι σου μιάς κι ήρθε,
θα τόνε ντύσω με λαμπρό χιτώνα και χλαμύδα,

80 σπαθί μου θά 'χη δίκοπο, και σάνταλα στα πόδια,
θα τόνε στείλω όπου η καρδιά κι ο νους του αποθυμήση.
Κάλλιο εσύ κράτα τον αν θες εδώ, και φίλεψέ τον,
κι εγώ σου στέλνω τα σκουτιά και τις προμήθειες όλες,
να μη σάς γίνεται ζημιά κι εσένα και των άλλων.

85 Δεν τον αφήνω εγώ να ρθη κειπέρα στους μνηστήρες,
πόχουνε τόση αποκοτιά κι αδιαντροπιά και κάκια·
μην τον πειράξουν, κι ύστερα καημό πολύ θα τό 'χω.
Στον άντρα που χτυπάει πολλούς, μα ας είν' κι αντρειωμένος,
δύσκολη η νίκη, τι πολύ πιο δυνατοί 'ναι εκείνοι.»

90      Τότες του λάλησε ο τρανός, πολύπαθος Δυσσέας·
«Φίλε, που τώρα γίνεται κι εγώ να σου μιλήσω,
πόσο η καρδιά μου σκίζεται, ν' ακούγω τα όσα λέτε,
πως ανομιές σοφίζουνται στους πύργους σου οι μνηστήρες,
μ' όλο που τέτοιος φαίνεσαι λεβέντης. Πες μου τώρα,

95 να τυραννιέσαι τάχα θες, ή σού 'χει ο λαός σου μίσος
μέσα στο δήμο, τη φωνή κάποιου θεού ακλουθώντας ;
Ή τάχα φταιν τ' αδέρφια σου, που αυτοί σα σηκωθούνε,
και μάχη ά γίνη φοβερή, μας φέρνουν πάντα θάρρος.
Ωχού, και νιός αν ήμουνα με την καρδιά μου εδαύτη,

100 ή του λαμπρού Οδυσσέα γιός, ή κι ίδιος ο Οδυσσέας
[από τα ξένα φτάνοντας, κι ελπίδα μένει ακόμα],
θά 'θελα οχτρός να μού 'κοβε την κεφαλή μου εμένα,
ά δεν τους έφερνα κακό μεγάλο εκείνους όλους,
μες στα παλάτια μπαίνοντας του γόνου του Λαέρτη.

105 Κι αν με τα πλήθια τους αυτοί το μοναχόν εμένα
με δάμαζαν, ας έπεφτα κάλλιο νεκρός στον πύργο,
παρά να βλέπω αδιάκοπα τέτοια έργα ντροπιασμένα,
τους ξένους να τους βρίζουνε, μα και τις παρακόρες
αδιάντροπα να σέρνουνε μες στα λαμπρά παλάτια,

110 κρασί περίσσιο να τραβούν και τις θροφές να τρώνε,
κι όλα του κάκου, ανώφελα, για έργο που δε θα γίνη.»
       Κι ο γνωστικός Τηλέμαχος του απολογήθη κι είπε·
«Γι' αυτά όλα εγώ ξάστερα θα σου μιλήσω, ώ ξένε·
μήτ' ο λαός για μένανε δεν έχει μίσος κι έχτρα,

115 και μήτ' αδέρφια δε μου φταιν, που αυτοί σα σηκωθούνε,
και μάχη ά γίνη φοβερή, μας φέρνουν πάντα θάρρος.
Νά, πως ο Δίας μας έκαμε μονόκληρο το γένος·
μοναχογιό τον γέννησε ο Αρκείσιος το Λαέρτη·
τον Οδυσσέα μοναχογιό τον είχε κι ο Λαέρτης·

120 και πάλε ο Οδυσσέας εμέ μοναχοπαίδι με είχε,
και στο παλάτι μ' άφησε, και δε με καλοχάρη.
  Και τώρα οχτροί κακόβουλοι μας γέμισαν το σπίτι·
γιατί όσοι γύρω στα νησιά πρωτοστατούν αρχόντοι,
Δουλίχι, Σάμη, Ζάκυθο με τα δασά τα δέντρα,
κι όσοι στο βραχορίζωτο το Θιάκι εδώ αρχοντεύουν,

125 όλοι ζητούν την μάνα μου και μου χαλνούν το βιός μου.
Κι εκείνη μήτε αρνιέται τους γάμο φριχτό, και μήτε
τέλος να δώση δύνεται· κι ολοένα αυτοί το σπίτι
μου καταλούνε· γλήγορα κι εμένα θα με φάνε.
Στα χέρια ως τόσο των θεών ας μείνουν όλα ετούτα·

130 τρέξε, κυρούλη, τώρα εσύ, και πες της Πηνελόπης
της φρόνιμης, πως έφτασα γερός από την Πύλο.
Εγώ θα μείνω εδώ, κι εσύ το μήνυμα σα δώσης
μόνο σ' αυτή, γύρισε εδώ· όμως Αχαιός κανένας
να μην το μάθη, τι πολλοί γυρεύουν το κακό μου.»

135      Κι εσύ, Εύμαιε χοιροβοσκέ, του απολογήθης κι είπες·
«Ξέρω και νιώθω· τό 'χα εγώ στο νου μου ό,τι προστάζεις.
Μα πες μου πάλε ξάστερα και ξήγα μου κι ετούτο·
να πάω μαθές μαντάτορας αν πρέπη και του Λαέρτη
του δόλιου, που τον έτρωγε του γιού του ως τώρα ο πόνος,

140 κι ως τόσο κοίταε χτήματα, τρωγόπινε στο σπίτι
με παραγιούς κάθε φορά που τό 'θελε η καρδιά του·
μα τώρα που ως την Πύλο εσύ με το καράβι βγήκες,
δεν τρώγει μήτε πίνει πια, μήτε κοιτάζει χτήμα,
μόν' κάθεται και δέρνεται και βαριαναστενάζει,

145 και λυώνουν όλο οι σάρκες του στα κόκκαλά του γύρω.»
       Κι ο γνωστικός Τηλέμαχος του απολογήθη κι είπε·
«Κι όμως θα τον αφήσουμε, κι ας θλίβεται η ψυχή μας·
αν ήταν όλα στων θνητών το χέρι, πρώτα πρώτα
για το γονιό θα ορίζαμε του γυρισμού τη μέρα.

150 Μα κάλλιο γύρνα εδώ σαν πής το μήνυμα της μάνας,
και μην πλανιέσαι σε ξοχές για να τον ανταμώσης·
πες μοναχά της μάνας μου να στείλη παρακόρη
κρυφά στο γέρο γλήγορα, το μήνυμα να δώση.»
       Σηκώθη τότε ο Εύμαιος, τα σάνταλά του πήρε,

155 στα πόδια τα καλόδεσε, και κίνησε στη χώρα.
Τής Αθηνάς δεν ξέφυγεν ο πηγαιμός του ως τόσο,
μόνε κατέβη η θέαινα, πήρε μορφή γυναίκας
ώριας και μεγαλόκορμης, σ' έργα λαμπρά τεχνίτρας,
έξω απ' τη θύρα στάθηκε, και φάνη του Οδυσσέα.

160 Δεν ένιωσε ο Τηλέμαχος μήτε είδε την Παλλάδα,
τι θεός δε φανερώνεται καθάρια στον καθένα·
μα ο Δυσσέας την ξάνοιξε και τα σκυλιά την είδαν,
και δίχως γαύγισμα έφυγαν βογγώντας μες στα βάθια
της στάνης. Τού 'γνεψε η θεά, κι ένιωσ' αυτός και βγήκε

165 δίπλα στον τοίχο της αυλής, και στάθηκε ομπροστά της·
κι η Αθηνά κοιτώντας τον του μίλησε και του είπε·
       «Διογέννητε του Λαέρτη γιέ, πολύτεχνε Οδυσσέα,
όλα πια τώρα ξήγα τα του γιού σου, μην τα κρύβης·
κι άμα τοιμάσετε μαζί το φόνο τώ μνηστήρων,

170 στη χώρα την περίλαμπρη να πάτε· δε θ' αργήσω
κι εγώ να ερθώ, που λαχταρώ ν' αγωνιστώ κοντά σας».
       Είπε, και με χρυσό ραβδί τον άγγιξε η Παλλάδα
και φόρεμα σαν τού 'βαλε καθάριο και χιτώνα,
του λάμπρυνε όλο το κορμί με τον ανθό της νιότης.

175 Μελαχρινός ξανάγινε με πιο γεμάτην όψη,
και με τα γένια ολόμαυρα τριγύρω στο πηγούνι.
Αυτά σαν τού 'καμε η θεά, τον άφησε· κι εκείνος
μες στην καλύβα γύρισε· κι ο γιός του σαστισμένος,
γύρναε τα μάτια κατ' αλλού, θεός μην τύχη κι ήταν.

180 Και φώναξέ τον, κι είπε του με λόγια φτερωμένα·
       «Αλλιώτικος μου φάνηκες, ώ ξένε, από τα πρώτα·
άλλα φορείς κι η όψη σου κι αυτή αλλαγμένη τώρα.
Ένας θένα 'σαι απ' τους θεούς που κατοικούν τα ουράνια.
Ελέησέ μας, σου τάζουμε καλόδεχτες θυσίες,

185 και δώρα χρυσοδούλευτα· προσπέφτω σου, λυπήσου».
       Τότες του απάντησε ο τρανός, πολύπαθος Δυσσέας·
«Θεός δεν είμ' εγώ· γιατί με θεούς με παρομοιάζεις;
παρά είμ' εγώ πατέρας σου, που εσύ γι' αυτόν πονώντας
τόσα τραβάς από κακούς και δύστροπους ανθρώπους.»

190      Μ' αυτά τα λόγια φίλησε το γιό του, και τα δάκρυα
του τρέξαν απ' τα μάγουλα, που ως τότες τα κρατούσε.
Δεν ήθελε ο Τηλέμαχος να το πιστέψη ακόμα
πως ήταν ο πατέρας του, κι αυτά του απολογήθη·
       «Δεν είσ' εσύ ο πατέρας μου ο Οδυσσέας, μόν' είσαι

195 κάποιος θεός και με πλανάς, για να τραβήξω κι άλλα·
τι δε θα μπόρειε αυτά θνητός να πλάση μοναχός του,
δίχως να ερθή κάποιος θεός σιμά, κι όπως του αρέσει,
τον κάμη γέρο έτσι εύκολα, κι άξαφνα πάλε νέο.
Τί ως τώρα γέρος ήσουνα και φτωχικά ντυμένος,

200 και τώρα μοιάζεις τους θεούς που κατοικούν τα ουράνια.»
       Τότε ο Δυσσέας ο τρίξυπνος απάντησέ του κι είπε·
«Κι αν τάχα ξαναφάνηκε, Τηλέμαχε, ο γονιός σου,
δε σου ταιριάζει ν' απορής και να θαμάζης τόσο·
άλλος πια εδώ κατόπι μου δεν έρχεται Οδυσσέας·

205 εγώ 'μαι αυτός, κι αφού πολύ πλανήθηκα στα ξένα,
τώρα στα χρόνια τα είκοσι γυρίζω στην πατρίδα.
Είναι κι αυτό της Αθηνάς της νικηφόρας έργο,
που όπως θελήση δύνεται να κάνη με να μοιάζω,
πότε φτωχός και ταπεινός, και πότε πάλε νέος,

210 με το κορμί μου αρχοντικά φορέματα ντυμένο.
Κι είν' εύκολο για τους θεούς που κατοικούν τα ουράνια,
ή να δοξάσουν άνθρωπο θνητό, ή να ταπεινώσουν.»
       Είπε, και κάθισε· κι ο γιός στην αγκαλιά του πήρε
το δοξαστό πατέρα του με θρήνους και με δάκρυα.

215 Τότες κι οι δυό ξεβούρκωσαν, και δυνατά στριγγλίζαν,
κι απ' όρνια ξεφωνίζοντας πιο αψά κι από σπαράχτες
αγιούπες ή θαλασσαϊτούς, που πήραν τα μικρά τους,
ακόμα πρί φτερώσουνε, της εξοχής οι αργάτες·
τόσο πικρά απ' τα βλέφαρα τα δάκρυα τους χυνόνταν.

220 Κι ο γήλιος θα βασίλευε, κι ακόμα αυτοί θα κλαίγαν,
αν άξαφνα ο Τηλέμαχος τον Οδυσσέα δε ρώτα·
       «Με τι καράβι φάνηκες ως τόσο εδώ, πατέρα;
κι οι ναύτες που σε φέρανε ποιοί λέγανε πως ήταν ;
Γιατί πεζός εσύ θαρρώ δεν ήρθες ως το Θιάκι.»

225      Κι απολογήθη του ο τρανός, πολύπαθος Δυσσέας·
«Όλη απ' εμένα, τέκνο μου, θ' ακούσης την αλήθεια.
Με φέραν εδώ Φαίακες θαλασσοξακουσμένοι,
που κάθε ξένον προβοδούν που φτάση στο νησί τους·
με το γοργό καράβι τους, καθώς γλυκοκοιμόμουν,

230 ήρθαν στο Θιάκι, μ' έβγαλαν, και με λαμπρά μ' αφήκαν
δώρα, χρυσά και χάλκινα, και με φαντά περίσσια·
όλα κρυμμένα σε σπηλιά με θεϊκιά βοήθεια.
Τώρα ήρθα εδώ, της Αθηνάς τα λόγια ακολουθώντας,
μαζί να κανονίσουμε το φόνο των οχτρώ μας.

235 Και τους μνηστήρας έλα εσύ, κι ένα προς ένα πες μου,
να μάθω πόσοι είν' όλοι τους, και ποιός είν' ο καθένας·
και μέσα στον αλάθευτο θα μελετήσω νου μου,
αν εμείς σώνουμε μαζί μ' εκείνους να πιαστούμε
δίχως βοηθούς και μοναχοί, για κι άλλους θα χρειαστούμε.»

240      Κι ο γνωστικός Τηλέμαχος του απάντησε και του είπε·
«Πατέρα, πάντα τ' άκουγα το δοξαστό όνομά σου,
πόσο στο χέρι μαχητής, στο νου μεγάλος ήσουν·
όμως αυτός ο λόγος σου τα φρένα μου σαστίζει·
πως δυό νομάτοι θα πιαστούν με τόσους αντρειωμένους ;

245 Κι αυτοί δεν είναι μήτε μιά μήτε και δυό δεκάδες,
μόνε πολύ περσότεροι· θα μάθης τώρα πόσοι.
Από Δουλίχι πρόβαλαν πενήντα δυό μνηστήρες,
νέοι ένας κι ένας, και μ' αυτούς δούλοι έξ ακολουθάνε·
έχουμ' εικοσιτέσσερεις λεβέντες από Σάμη.

250 Από τη Ζάκυθο είκοσι παιδιά Αχαιών μας ήρθαν,
κι από το Θιάκι δώδεκα μετρούμε παλληκάρια.
Είναι μ' αυτούς κι ο Μέδοντας, ο κήρυκας και θείος
τραγουδιστής, με δυό μαζί παράξιους μοιραστάδες.
Σ' όλους αυτούς αν πέσουμε σα βρίσκουνται εκεί μέσα,

255 φοβάμαι, μη μας βγή πικρή και μαύρη η γδίκιωσή μας.
Μόνε στοχάσου ά δύνεσαι να βρης στο νου σου μέσα
διαφεντευτή που πρόθυμα βοήθεια θα μας φέρη.»
       Κι απάντησε ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας·
«Άκου τι λέω, και πρόσεξε, και σκέψου αν η βοήθεια

260 της Αθηνάς και του θεϊκού πατέρα της μας σώνει,
ή κι άλλονε διαφεντευτή πρέπει να ψάξω νά 'βρω.»
       Κι ο γνωστικός Τηλέμαχος απολογήθη κι είπε·
«Μεγάλοι αλήθεια είναι κι οι δυό βοηθοί που μου ονομάζεις
τι θρονιασμένοι στ' αψηλά τα σύννεφα κι οι δυό τους,

265 θεούς μαζί κι αθάνατους στον κόσμο εξουσιάζουν.»
       Κι απάντησε ο πολύπαθος, ο θείος Οδυσσέας·
«Δε θέν' αργήσουν να βρεθούν κι οι δυό στη μαύρη αμάχη,
άμα του Άρη η μάνητα κι εμάς και τους μνηστήρες

270 μας συνεπάρη. Ως τόσο εσύ, καθώς γλυκοχαράξη,
τρέξε, και τους περήφανους ζύγωσ' εκεί μνηστήρες·
κατόπι εμένανε ο βοσκός στη χώρα θα με φέρη,
με κακορίζικου μορφή και γέρου διακονιάρη.
Κι ανίσως μου κακοφερθούν εκείνοι στο παλάτι,

275 κράτα τον πόνο μέσα σου τα πάθια μου θωρώντας·
μα κι ά με ποδοσέρνουνε στη θύρα, και σαγίτες
μου ρίχτουν, στέκου ατάραγος εσύ κι απόμενέ τα·
και μόνε λέγε τους γλυκά την τρέλλα τους να πάψουν·
αγκαλά αυτοί δε θα σ' ακούν, τι η ώρα τους αγγίζει.

280 [ Κι άλλο ένα πράμα θα σου πω, κι έχε το εσύ στο νου σου·
η Αθηνά η πολύβουλη σα με φωτίση, τότες
θα γνέψω με την κεφαλή, και τότ' εσύ θα νιώσης,
κι όσα άρματα μας βρίσκουνται στον πύργο θα μαζέψης,

285 και μες στα βάθια του αψηλού θαλάμου θα τα θέσης·
κι όταν εκείνοι, θέλοντας να ξέρουν, σε ρωτάνε,
εσύ με λόγια μαλακά γλυκαποκοίμιζέ τους,
και λέγε τους· «Απ' τον καπνό τα πήρα, τι δεν είναι
σαν που ο Οδυσσέας τ' άφησε μισεύοντας στην Τροία,

290 μόνε η αχνίλα της φωτιάς τα θόλωσε από τότες.
Μα κι άλλο μεγαλύτερο βάζει στο νου μου ο Δίας·
μην τύχη και σε μάλωμα σάς ρίξη το μεθύσι,
και χτυπηθήτε, κι ατιμιά στην προξενιά σας φέρτε·
γιατί μονάχο του τραβάει το σίδερο τον άντρα.»

295 Όμως ν' αφήσης έτοιμους δυό λάζους, δυό κοντάρια,
κι ασπίδες δυό, που βιαστικά ν' αδράξουμε στα χέρια,
κι ο Δίας με την Αθηνά θα τους μαγέψουν τότες. ]
  Μα κι άλλο τώρα θα σου πω κι εσύ έχε το στο νου σου·

300 παιδί μου αλήθεια αν είσαι εσύ, κι από δικό μας αίμα,
κανένας να μη μάθη εκεί πως ήρθε ο Οδυσσέας.
Λαέρτης και χοιροβοσκός μην τύχη και τ' ακούσουν·
μήτε κανένας του σπιτιού, και μήτε η Πηνελόπη,
παρά μονάχοι εμείς οι δυό να μάθουμε τις γνώμες

305 τώ γυναικών, και δοκιμή να κάνουμε στους άντρες,
ποιός απ' τους δούλους μας τιμάει, κι ακόμα μας φοβάται,
και ποιός ξεχνά μας κι αψηφάει λεβέντη σαν κι εσένα.»
       Και τότες ο μυριόχαρος του απολογήθη γιός του·
«Πατέρα, αργότερα θαρρώ θα νιώσης την ψυχή μου,

310 και πως δεν έχω θένα βρης τα λογικά μου κούφια·
μα αυτό που τώρα μελετάς δεν τό 'χω για καλό μας.
Στοχάσου το· πολύν καιρό θα χάσης αν καθέναν
να δοκιμάσης ξέχωρα στα χτήματα γυρίζης·
κι αυτοί στο μεταξύ θα τρων το βιός μες στα παλάτια,

315 αναπαμένοι, αδιάντροποι, και δίχως να λυπούνται.
Καλό 'ναι αλήθεια να κοιτάς να μάθης τις γυναίκες,
ποιές άτιμα σου φέρνουνται και ποιές δεν έχουν κρίμα·
μα να γυρνούμε τις αυλές να δοκιμάζουμε άντρες,
αυτό δεν τό 'θελα· στερνά να γίνουν κάλλιο ετούτα,

320 σημάδι αν έχης φανερό του αιγιδοφόρου Δία.»
       Τέτοια αυτοί τότες λέγανε μονάχοι ανάμεσό τους·
ως τόσο το καλόφτιαστο καράβι ήρθε στο Θιάκι,
που τον Τηλέμαχο έφερε και τους συντρόφους όλους
από την Πύλο. Μπήκανε στο τρίσβαθο λιμάνι,

325 τραβήξαν έξω στη στεριά το μελανό καράβι,
και τ' άρματά τους σήκωσαν καμαρωτοί λεβέντες,
και στου Κλυτίου φέρανε τα δώρα τα πανώρια.
Κατόπι στείλαν κήρυκα στους πύργους του Οδυσσέα,
το μήνυμα της φρόνιμης να φέρη Πηνελόπης,

330 πως πήγε ο γιός της στην ξοχή, μα εκείνος είχε στείλει
στη χώρα το καράβι του, να μην της έρθη φόβος
της δοξαστής βασίλισσας και χύση θερμά δάκρυα.
Κι ο κήρυκας με το βοσκό στον πύργο αντάμα φτάνουν,
να φέρουν το ίδιο μήνυμα κι οι δυό της Πηνελόπης.

335 Και στο λαμπρό σαν μπήκανε του Οδυσσέα παλάτι,
ο κήρυκας ανάμεσα στις παρακόρες είπε·
«Ήρθε ο μονάκριβός σου γιός, βασίλισσα, απ' την Πύλο.»
Ζυγώνει κι ο χοιροβοσκός και λέει της Πηνελόπης
όλα όσα του παράγγειλε τ' αγαπητό παιδί της.

340 Κι όλα καθώς τα πρόσταξε σαν είπε ένα προς ένα,
του πύργου αφήνει τις αυλές και ξεκινάει στη στάνη.
       Και τους μνηστήρες έπιασε βαρειά καρδιά και λύπη·
και βγήκαν δίπλα απ' της αυλής τον τοίχο το μεγάλο,
και πήγανε, κι ολόμπροστα καθίσανε της θύρας.

345      Και τότες του Πολύβου ο γιός ο Ευρύμαχος τους είπε·
«Έργο τρανό ο Τηλέμαχος κατόρθωσε με τόλμη,
τέτοιο ταξίδι,— κι είπαμε πως δε θα το τελέση·
τώρα καράβι διαλεχτό με λαμνοκόπους άξιους
ας ρίξουμε, που ολόταχα το μήνυμα να φέρουν

350 στους φίλους, να γυρίσουνε γοργά στο Θιάκι πίσω.»
       Το λόγο δεν απόσωνε, κι ο Αμφίνομος γυρνώντας
τα μάτια του προς το βαθιό λιμιώνα, είδε το πλοίο
καθώς μαζώναν τα πανιά, και πιάναν τα κουπιά τους.
Και απ' την καρδιά του γέλασε, και φώναξε στους άλλους·

355      «Τί θέλουμε το μήνυμα πια τώρα, αυτοί 'ναι μέσα.
Ή κάποιος θεός τους φώτισε, ή κι είδαν το καράβι
που πέρναε, και δεν πρόφταξαν να πάν και να το πιάσουν.»
       Είπε, κι αυτοί σηκώθηκαν, και στ' ακρογιάλι πήγαν·
και στη στερεά τραβήξανε το μελανό καράβι,

360 και τ' άρματά τους σήκωσαν καμαρωτοί λεβέντες.
Κι όλοι μαζί στην αγορά κινήσαν, μηδ' αφήναν
άλλον ή νέο ή γέροντα μαζί τους να καθίση.
Και τότες του Ευπείθη ο γιός ο Αντίνος, σ' αυτούς είπε·
       «Ωχού, πως απ' τον όλεθρο οι θεοί τόνε γλυτώσαν;

365 Στα βράχια τ' ανεμόδαρτα σκοποί καθόνταν πάντα,
κι απανωτά ξαλλάζανε· και σα βουτούσε ο ήλιος,
δεν ξενυχτούσαμε στη γης, παρά με το καράβι
γυρνούσαμε ως το χάραμα, φυλάγοντας καρτέρι
θάνατο στον Τηλέμαχο, να πάμε πιάνοντάς τον.

370 Κι ως τόσο θεός το θέλησε, και γύρισε στο Θιάκι.
Μα εμείς εδώ ας κοιτάξουμε το τέλος του το μαύρο,
μη μας ξεφύγη· τι θαρρώ πως όσο ζη δε βγαίνει
πέρα η δουλειά μας, τι και νου και γνώση εκείνος έχει,
κι εμάς αγάπη ο λαός σαν πρώτα δε μας έχει.

375 Μόνε βιαστήτε, πριν αυτός σε συντυχιά καλέση
τους Αχαιούς· γιατί άπραγος, θαρρώ, δε θένα μείνη,
παρά με οργή θα σηκωθή και σ' όλους θα κηρύξη
πως σκοτωμό του πλέχναμε, μα πρόφταξε και σώθη.
Κι άνομα τέτοια ακούγοντας εκείνοι δε θα στέρξουν,

380 κι ίσως μας φέρουνε κακό, κι απ' την πατρίδα ακόμα
μας διώξουν, και μας κάμουνε να φύγουμε στα ξένα.
Μόνε μακριά στην εξοχή, παρέκει από τη χώρα
ας τον βαρέσουμε άξαφνα, για και στο δρόμο απάνω·
κατόπι μοιραζόμαστε το βιός και τα καλά του,

385 και τα παλάτια αφήνουμε της μάνας του, να τά 'χη
όποιος την πάρη ταίρι του. Μα ανίσως κι εσείς πάλι
δε δέχεστε, και θέτε αυτός να ζη και τα καλά του
τα πατρικά να χαίρεται, δω πέρα ας μη ζητούμε
να μαζευόμαστε, και βιός πολύ να καταλούμε·

390 μόν' προξενειά απ' το σπίτι του καθένας μας ας κάνη
με δώρα του, κι αυτή ας δεχτή τον άντρα που θα δώση
τα πιότερα και της φανή της μοίρας ο σταλμένος.»
       Αυτά ειπε, κι όλοι σώπασαν κι αμίλητοι απομείναν.
Μα απάνω εκεί ο Αμφίνομος ξαγόρεψέ τους κι είπε,

395 ο γιόκας ο μυριόχαρος του ρήγα Νίσου, γόνου
του Αρήτου, που ήρθεν αρχηγός και κάλλιος τώ μνηστήρων
απ' το Δουλίχι το χλωρό, το σιταροσπαρμένο,
και που τα λόγια του άρεσαν της ώριας Πηνελόπης,
γιατ' είχε πάντα στην καρδιά περίσσια καλωσύνη.
Αυτός λοιπόν καλόγνωμα ξαγόρεψέ τους κι είπε·

400      «Ώ φίλοι, τον Τηλέμαχο ποτές δε θα χαλνούσα·
κακό, βασιλική γενιά με φονικό να σβήσης·
τη γνώμη κάλλιο ας μάθουμε των αθανάτων πρώτα.
Αν είναι με το θέλημα του Δία του βροντορίχτη,
κι ίδιος εγώ τόνε χαλνώ, κι όλους τους άλλους σπρώχνω·

405 Μα αν το μποδίζουνε οι θεοί, να πάψετε σάς λέγω.»
       Είπε, και σ' όλους άρεσαν του Αμφίνομου τα λόγια.
Κι αμέσως σηκωθήκανε και στου Οδυσσέα πήγαν
τον πύργο, και καθίσανε πάς στα λαμπρά θρονιά του.
       Τότες στο νου της φρόνιμης της Πηνελόπης ήρθε

410 ομπρός στους παραδιάντροπους να κατεβή μνηστήρες,
γιατί έμαθε πως γύρευαν το τέλος του παιδιού της,
τι ο κήρυκας ο Μέδοντας που τ' άκουσε της τό 'πε.
Και με τις βάγιες συντροφιά μες στα παλάτια μπήκε.
Κι η ζουλεμένη αρχόντισσα σαν πήγε στους μνηστήρες,

415 σιμά στο στύλο στάθηκε της δουλεμένης στέγης,
σηκώνοντας στην όψη της το λιόλαμπρο φακιόλι,
και τον Αντίνο μάλωσε και μίλησέ του κι είπε·
       «Αντίνο, αδιάντροπε, κακέ, που μες στο Θιάκι σ' έχουν
για πρώτο απ' τους ομήλικους στη γνώση και στα λόγια·

420 μα τέτοιος δεν ήσουν εσύ. Ζουρλέ, πως πάς και πλέχνεις
του γιού μου μαύρο θάνατο, και μήτε και σε μέλει
για τους ικέτες πόχουνε το Δία για μάρτυρά τους;
Μεγάλο κρίμα είναι κακό να πλέχνη ο ένας του άλλου.
Ξεχνάς πως ο πατέρας σου μας ήρθε εδώ ικέτης,

425 σαν έφευγε από το λαό που χόλιασε μαζί του,
γιατ' είχε πάρει συντροφιά ληστές από την Τάφο,
και χάλασε τους Θεσπρωτούς πού 'ταν δικοί μας φίλοι.
Και να του πάρουν τη γλυκειά ζωή γυρεύαν τότες,
κι όλο τ' αρίθμητό του βιός ν' αρπάξουν και να φάνε·

430 μα όσο αυτοί κι ά μάνιαζαν, τους μπόδισ' ο Δυσσέας.
Και τώρα, χωρίς δίκιο εσύ του καταλείς το σπίτι,
γυρεύεις τη γυναίκα του, σκοτώνεις το παιδί του,
κι εμένα με λυπείς πικρά. Μα εγώ σου λέω να πάψης,
να πής και τώ συντρόφω σου να πάψουνε κι εκείνοι.»
       Κι ο Ευρύμαχος της απαντάει, ο γόνος του Πολύβου·

435 «Ώ Πηνελόπη γνωστικιά, του Ικάριου θυγατέρα,
θάρρος, κι ας μην τα νοιάζεται καθόλου εδαύτα ο νους σου.
Δεν ήρθε ακόμα εδώ στη γης και μήτε θά 'ρθη εκείνος
που χέρι στον Τηλέμαχο το γιό σου θένα βάλη,
όσο εγώ ζω, και βλέπουνε τα μάτια μου στον κόσμο.

440 Γιατί ένα λόγο θα σου πω, κι ο λόγος μου θα γίνη·
θα τρέξη στο κοντάρι μου ευτύς το μαύρο του αίμα,
τι ο πολεμόχαρος συχνά κι εμένανε Οδυσσέας
στα γόνατά του μ' έπαιρνε, και μού 'βαζε στα χέρια
κρέας ψημένο και κρασί στα χείλη πορφυρένιο.

445 Γι' αυτό και του Τηλέμαχου περίσσια τού 'χω αγάπη,
κι απ' τους μνηστήρες θάνατο να μη φοβάται εκείνος·
μα αν είναι νά 'ρθη απ' τους θεούς, πως να σωθή δεν έχει.»
       Με τέτοια τήνε θάρρευε, μα φόνο μελετούσε.
Κι εκείνη μες στ' ανώγια της τα θεόλαμπρα ανεβαίνει,

450 και κλαίει τον Οδυσσέα της, ώσπου η γαλανομάτα
θεά κατέβασε γλυκό στα βλέφαρά της ύπνο.
       Και το βραδύ ο καλός βοσκός στον Οδυσσέα ξανάρθε,
που με το γιό του τοίμαζε το δείπνο, και θρεφτάρι
κάναν θυσία χρονιάρικο. Κι η Αθηνά κατέβη

455 τότε, και με ραβδί το γιό βαρώντας του Λαέρτη,
τον Οδυσσέα, τον έκαμε γέρο ξανά σαν πρώτα.
Και με φτωχά τον έντυσε φορέματα, μην τύχη
και τόνε δη ο χοιροβοσκός και τόνε νιώση ομπρός του,
και δεν το κρύψη, μόν' το πή της ώριας Πηνελόπης.

460      Και πρώτος ο Τηλέμαχος του μίλησε και τού 'πε·
«Ήρθες, καλέ μας· τι άκουσες στη χώρα να δηγούνται ;
Απ' το καρτέρι γύρισαν οι θεότρανοι μνηστήρες,
ή ακόμα εκεί με καρτερούν στο Θιάκι να γυρίσω ;»
       Κι εσύ, Εύμαιε χοιροβοσκέ, του απολογήθης κι είπες·

465 «Δεν ήθελα να τα ρωτώ και να τα μάθω ετούτα,
στη χώρα μέσα τρέχοντας· βιαζόμουνα να δώσω
το μήνυμά μου ολόταχα, και πίσω να ξανάρθω.
Και κήρυκας μαντάτορας γοργός, απ' τους συντρόφους
έφτασε αντάμα, κι έδωσε της μάνας λόγο πρώτος.

470 Ξέρω κι έν' άλλο να σάς πω που με τα μάτια μου είδα·
πάνω απ' τη χώρα, στο βουνό του Ερμή σαν είχα φτάσει,
καράβι αγνάντεψα γοργό να μπαίνη στο λιμάνι,
γεμάτο με άντρες, κι ήτανε με ασπίδες φορτωμένο,
και με κοντάρια δίστομα. Και φάνηκε σαν νά 'ταν

475 μνηστήρες όλοι τους αυτοί, μα άλλο να πω δεν ξέρω.»
       Αυτά είπε, κι ο Τηλέμαχος χαμογελώντας ρίχτει
ματιά προς τον πατέρα του, κρυφά απ' το χοιροτρόφο.
       Και τις δουλειές σαν τέλειωσαν και τοίμασαν το δείπνο,
καθίσανε κι απόλαψαν του τραπεζιού τα δώρα.

480 Κι από φαΐ κι από πιοτό σα φράνθηκε η καρδιά τους,
την κλίνη θυμηθήκανε, και χάρηκαν τον ύπνο.

Ραψωδία ρ 
Τηλεμάχου επάνοδος προς Ιθάκην.

Έφεξ' η ροδοδάχτυλη της νύχτας κόρη Αυγούλα,
κι ο πολυαγαπημένος γιός του θεϊκού Οδυσσέα
τα θεόμορφά του σάνταλα στα πόδια του αποδένει,
και στην παλάμη παίρνοντας το δυνατό κοντάρι

5 στη χώρα για να κατεβή, λέει του χοιροβοσκού του·
       «Στή χώρα πάω, κυρούλη μου, για να με δη η μανούλα,
τι δε θα πάψη να θρηνή και να μοιρολογιέται
ά δε με δη τον ίδιο μου· και, να τι σου προστάζω·

10 τον ξένο αυτό τον άμοιρο φέρ' τον να διακονεύη
στη χώρα· κι όποιος θέλει εκεί καρβέλι και κανάτα
του δίνει· εγώ δε δύνεμαι, μέσα στα πάθια εδαύτα
που έχει η ψυχή μου, πόρεψη του καθενός να δίνω.
Κι ο ξένος πάλε αν πειραχτή χειρότερο θα τού 'βγη.

15 Αλήθειες ξάστερες εγώ πάντα να λέω μ' αρέσει.»
       Τότε ο Δυσσέας ο τρίξυπνος απάντησέ του κι είπε·
«Φίλε μου, εδώ δεν ήθελα κι εγώ να με κρατήσουν.
Κάλλιο στη χώρα η διακονιά, παρά μες στα χωράφια·
πάντα θα δώση εκεί μικρή βοήθεια όποιος θελήση.

20 Δεν είναι πια τα χρόνια μου στις μάντρες για να μνήσκω,
και προσταγές του αφέντη μου σε καθετίς ν' ακούγω.
Μόν' άμε εσύ, κι ο άνθρωπος που πρόσταξες με φέρνει,
σα ζεσταθώ με τη φωτιά, και σφίξη το λιοπύρι.
Κουρέλια 'ναι τα ρούχα μου, και της αυγής η πάχνη

25 θα με παγώση· κι είπατε πως είναι αλάργα η χώρα.»
       Και τράβηξε ο Τηλέμαχος ολόγοργ' απ' τη στάνη,
για τους μνηστήρες χαλασμό στο νου του μελετώντας.
Και κάτου στο λαμπρόχτιστο σαν έφτασε παλάτι,
στο μακρύ στύλο ακούμπησε το σουβλερό κοντάρι,

30 και μπήκε, το κατώφλι του το πέτρινο περνώντας.
       Τον είδε πρώτη και καλή η Ευρύκλεια η παραμάνα,
καθώς απίθωνε προβιές πάς στα θρονιά του πύργου,
και δακρυσμένη ζύγωσε· ολόγυρά του κι οι άλλες
οι δούλες μαζωχτήκανε του αδάμαστου Οδυσσέα,

35 και τον γλυκοφιλούσανε στην κεφαλή, στους ώμους.
       Κι η φρόνιμη απ' το θάλαμο προβάλλει η Πηνελόπη,
σαν Άρτεμη πανόμορφη, και σα χρυσή Αφροδίτη·
με δάκρυα το μονάκριβο παιδί της αγκαλιάζει,
φιλώντας το κεφάλι του και τα λαμπρά του μάτια,

40 και με κλαψιάρικη φωνή του μίλησε και του είπε·
       «Τηλέμαχε, γλυκό μου φως, ήρθες, κι εγώ δε θάρρουν
πως θα σε δω σαν πρύμισες κρυφά μου κι άθελά μου
στην Πύλο, του πατέρα σου μαντάτα για ν' ακούσης.
Ως τόσο τώρα όσ' άκουσες κι όσα είδες, έλα πες μου.»

45      Κι ο γνωστικός Τηλέμαχος απάντησέ της κι είπε
«Μήφέρνης πόνου βούρκωμα μες στη καρδιά μου, ώ μάνα,
τώρα που μόλις ξέφυγα κακό και μαύρο τέλος·
μόνε σα λούσης το κορμί, και καθαρά το ντύσης,
ανέβαινε στ' ανώγι σου με τις καλές σου βάγιες,

50 και σ' όλους εκατοβοδιές τους αθανάτους τάξε,
ίσως κι ο Δίας γδίκιωση για χάρη μας τελέση.
Εγώ θα πάω στην αγορά, τον ξένο να καλέσω,
που ήρθε απ' την Πύλο αντάμα μου, για εδώ σαν ξεκινούσα,
και που με τους ομοιόθεους τον έστειλα συντρόφους

55 στον Πείραιο, παραγγέλνοντας περίσσια να του δείξη
τιμή μέσα στο σπίτι του κι αγάπη ώσπου να φτάσω.»
       Αυτά είπε· κι έμεινε άφτερος στα χείλη της ο λόγος·
και το κορμί σαν έλουσε και ντύθηκα καθάρια,
πήγε, έταξε εκατοβοδιές στους αθανάτους όλους,

60 ίσως κι ο Δίας γδίκιωση για χάρη της τελέση.
       Βγήκε ύστερα ο Τηλέμαχος κρατώντας το κοντάρι,
και δυό γοργόποδα σκυλιά κατόπι ακολουθούσαν.
Με χάρη τότε η Αθηνά θεϊκή τον περεχούσε,
κι όλος ο κόσμος θάμαζε θωρώντας του τα κάλλη.

65 Τριγύρω του οι θεότολμοι μαζεύτηκαν μνηστήρες,
με όμορφα λόγια, και κακούς σκοπούς στο λογισμό τους.
Όμως αυτός απόφυγε το πλήθος τους, και πήγε
κάθισ' εκεί που ο Μέντορας, ο Άντιφος κι ο Αλιθέρσης·
παλιοί του φίλοι πατρικοί καθόντουσαν κι εκείνοι

70 τόνε ρωτούσαν καθετίς. Κι ο Πείραιος, ο μεγάλος
κι ο ξακουστός κονταριστής, τον ξένο φέρνοντάς του,
από τη χώρα πέρασε, στην αγορά κατέβη,
και ζύγωσε. Δε στάθηκε ο Τηλέμαχος μακριά τους,
μόνε τον ξένο σίμωσε. Κι ο Πείραιος τότες πρώτος

75 του μίλησε· «Τηλέμαχε, στείλε μου ευτύς γυναίκες
τα δώρα που ο Μενέλαος σού 'δωσε για να πάρουν.»
       Κι ο γνωστικός Τηλέμαχος απάντησέ του κι είπε·
«Ώ Πείραιε, δε γνωρίζουμε πως όλ' αυτά θα βγούνε.
Αν οι μνηστήρες μυστικά στον πύργο με σκοτώσουν,

80 κι όλα κατόπι μοιραστούν τα πατρικά μου πλούτια,
κάλλιο έχε τα τα δώρα εσύ, παρ' απ' αυτούς κανένας·
αν πάλε εγώ ξολοθρεμό και θάνατο τους δώσω,
τότες τα φέρνεις χαίροντας, και χαίροντας τα παίρνω.»
       Είπε, και τον πολύπαθο ξένο έφερε στο σπίτι.

85 Και μέσα στο λαμπρόχτιστο σαν έφτασαν παλάτι,
απάνω σ' έδρες και θρονιά τις χλαίνες αποθέσαν,
και μες σε γούρνες σκαλιστές καθίσαν και λουστήκαν.
Κι οι δούλες σαν τους έλουσαν κι αλείψαν τους με λάδι,
και τους φορέσανε κρουστές χλαμύδες και χιτώνες,

90 απ' τα λουτρά τους βγήκανε και στα θρανιά καθίσαν.
Και μπρίκι για το νίψιμο τους φέρνει τότε η βάγια,
ώριο, χρυσό, και χύνει τους στην αργυρή λεγένη
για να πλυθούν, και στρώνει τους γυαλιστερό τραπέζι.
Σεμνή κελάρισσα έφερε ψωμί και παραθέτει,

95 κι από τα καλοφάγια της τους έβαλε περίσσια.
Κι αντίκρυ η μάνα του, σιμά στου παλατιού το στύλο,
αναγερμένη σε θρονί ψιλόκλωθε με ρόκα.
Κι αυτοί άπλωναν τα χέρια τους στα καλοφάγια ομπρός τους.
Κι από πιοτό κι από φαΐ σα φράνθηκε η καρδιά τους,

100 η Πηνελόπη η γνωστικιά το λόγο πρώτη αρχίζει·
       «Τηλέμαχε, στ' ανώγι εγώ θ' ανέβω να πλαγιάσω
στην κλίνη που με στεναγμούς και δάκρυα τη ραντίζω,
αφότου στο Ίλιο κίνησε ο Δυσσέας με τους Ατρείδες·
κι όμως εσύ δε θες να 'ρθής και να μου πής καθάρια,

105 μέσα στον πύργο πρί να μπουν οι θεότολμοι μνηστήρες,
για του γονιού σου αν έμαθες το γυρισμό στα ξένα.»
       Κι ο γνωστικός Τηλέμαχος απάντησέ της κι είπε·
«Το καθετίς, μητέρα μου, θα δηγηθώ με αλήθεια,
Στην Πύλο και στο Νέστορα σα φτάσαμε το ρήγα,

110 μες στ' αψηλά παλάτια του με δέχτηκε με αγάπη
και πόνο, σαν που δέχεται γονιός ακριβοπαίδι,
σαν έρχετ' από ξενιτειές, που εκεί πλανιόταν χρόνια·
όμοια με δέχτηκε κι αυτός κι οι ξακουσμένοι γιοί του,
κι έλεγε πως από άνθρωπο δεν άκουσε στον κόσμο

115 ά ζούσε για αν απέθανε ο αντρόψυχος Δυσσέας.
Όμως στον πόλεμόχαρο Μενέλαο του Ατρέα
με αλόγατα και με άρματα λαμπρά προβόδωσέ με,
κι εκεί είδα την Αργίτισσα Ελένη, που για κείνη
κι οι Αργίτες έπαθαν πολλά δεινά, κι οι Τρωαδίτες,

120 κατά το θέλημα των θεών. Και τότες ο Μενέλαος
με ρώτησε ο βροντόφωνος ποιά ανάγκη με είχε φέρει
στην ώρια Λακεδαίμονα· και τού 'πα την αλήθεια.
Κι αυτός απολογήθηκε, κι αυτά τα λόγια μου είπε·
«Ωχού, σε τι παλληκαρά κλινάρι να πλαγιάσουν

125 τους ήρθεν όρεξη αυτονούς τους άναντρους, αλήθεια.
Καθώς μες σ' άγριου λιονταριού ρουμάνι η αλαφίνα,
κοιμίζει βυζαστάρικα νιογέννητα λαφούλια,
και παίρνει τις βουνοπλαγιές και τα χλωρά λαγκάδια,
και βόσκει, μα άξαφνα γυρνάει μες στη μονιά του εκείνος,

130 και φέρνει τέλος φοβερό σε μάνα και λαφούλια,
έτσι κι ο Οδυσσέας φριχτά θα τους τελειώση εκείνους.
Κι, ώ Δία Θεέ μου, κι Αθηνά, κι Απόλλωνα, αν εκείνος
τους πέση σαν που φάνηκε στην όμορφη τη Λέσβο,
που πρόβαλε και πάλεψε με το Φιλομηλείδη,

135 και μονομιάς τον έρριξε, κι οι Αχαιοί χαρήκαν,
αν τέτοιος ο Οδυσσέας ερθή και πέση στους μνηστήρες,
γλήγορο θά 'ν' το τέλος τους, κι ο γάμος τους φαρμάκι,
Κι αυτά που τώρα με ρωτάς και που παρακαλείς με,
δε θα τα πω τριγυριστά και δε θα σε γελάσω,

140 παρά όσα μού 'πε ο άλαθος της θάλασσας ο γέρος,
ένα προς ένα θά 'χης τα και λόγο δε θα κρύψω.
Τον είδε, μού 'πε, σε νησί δάκρυα πολλά να χύνη,
στης θέαινας της Καλυψώς, που δίχως θέλησή του
κρατάει τον, και δε δύνεται να δη γλυκειά πατρίδα·

145 τι μήτε πλοία με τα κουπιά, μήτε συντρόφους έχει,
που να τον πάρουν απ' εκεί στης θάλασσας τα πλάτια.»
       Αυτά 'πε ο πολεμόχαρος Μενέλαος του Ατρέα.
Και τότες πίσω γύρισα, και πρύμο μου χαρίσαν
οι αθάνατοι, και μ' έφερναν στην ποθητή πατρίδα.»

150      Αυτά είπε, και της τάραξε στα στήθια την καρδιά της.
Και τότες ο θεόμοιαστος Θεοκλύμενος τους είπε·
       «Γυναίκα πολυσέβαστη του δοξαστού Οδυσσέα,
δεν τα γνωρίζει αυτός σωστά, και κάλλιο εμένανε άκου,
που σου μαντεύω αλάθευτα, και τίποτις δεν κρύβω.

155 Ο Δίας νά 'ναι μάρτυρας, το ξενικό τραπέζι,
κι ετούτη η στιά του θεόλαμπρου Οδυσσέα που με δέχτη,
εδώ 'ναι στην πατρίδα του ο Δυσσέας, κι ή γυρίζει
ή κάθεται, και τις κακές αυτές δουλειές μαθαίνει,
και σ' όλους φοβερά δεινά σκαρώνει τους μνηστήρες·

160 είδα πουλί προφητικό στο πλοίο σαν καθόμουν,
και τότες του Τηλέμαχου τα λάλησα και τα είπα.»
       Κι η Πηνελόπη η γνωστικιά μ' αυτά του απολογιέται·
«Μακάρι, ώ ξένε, ο λόγος σου να βγή καθώς τον είπες·
μαζί με την αγάπη μου θα σού 'δινα και δώρα

165 τόσο πολλά, π' όσοι έβλεπαν θένα σε μακαρίζαν.»
       Τέτοια λαλούσαν κι έλεγαν εκείνοι ανάμεσό τους·
και στου Οδυσσέα κατάμπροστα οι μνηστήρες τα παλάτια
δισκοβολώντας γλέντιζαν και ρίχνοντας κοντάρια
σε γης στρωτή, που αδιάντροπα εκεί πάντα μαζευόνταν.

170 Μα προς το γιόμα, που έφταναν ολούθε απ' τα χωράφια
τα πρόβατα κι οι πιστικοί τα φέρνανε σαν πάντα,
τους είπε τότε ο Μέδοντας, ο κήρυκας που απ' όλους
τους άρεσε να κάθεται μαζί τους στο τραπέζι·
       «Τώρα, παιδιά, που φράνθηκε με τον αγώνα ο νους σας

175 να τοιμαστήτε για φαγί μες στο παλάτι ελάτε,
τ' είναι καλό στην ώρα του να γίνη το τραπέζι.»
       Είπε, κι αυτοί τον άκουσαν, και σηκωθήκαν, πήγαν.
Και μέσα στα λαμπρόχτιστα σαν μπήκανε παλάτια,
απάνω σ' έδρες και θρονιά τις χλαίνες απιθώσαν,

180 κι έσφαξαν πρόβατα τρανά, καλοθρεμμένα γίδια,
θρεφτάρια χοίρους, και παχύ δαμάλι για να φάνε.
Ως τόσο από την εξοχή στη χώρα ο Οδυσσέας
με τον καλόκαρδο Εύμαιο να σύρη τοιμαζόταν.
Κι ο πρώτος τώ χοιροβοσκών μίλησε τότε κι είπε·

185      «Ξένε, που τώρα λαχταράς στη χώρα να κατέβης,
καθώς ο αφέντης πρόσταξε, κι εγώ 'θελα να μείνης
εδώ στη στάνη φύλακας· μα σέβας τού 'χω μέγα
και φόβο, μήπως ύστερα μανιάση· και του αφέντη
φοβάμαι τα μαλώματα. Μα ας πάμε τώρα, η μέρα

190 πάει να μεσιάση κι η δροσιά θά 'ναι κακή το βράδυ.»
       Τότε ο Δυσσέας ο τρίξυπνος απάντησέ του κι είπε·
«Ξέρω, και νιώθω· τό 'χα εγώ στο νου μου αυτό που μού 'πες.
Μα ας πάμε, κι εσύ δείχνε μου το δρόμο πέρα ως πέρα,
και δώσ' μου, αν έχης πουθενά, κουτσόραβδο κομμένο,

195 για ν' ακουμπώ, τι δύσκολος είναι μου λέτε, ο δρόμος.»
       Είπε, και κρέμασε παλιό τορβά κουρελιασμένο
στον ώμο με χοντρό σκοινί, και τού 'δωκε συνάμα
ραβδί ο καλός χοιροβοσκός, καθώς το πεθυμούσε.
Ξεκίνησαν, μα οι πιστικοί με τα σκυλιά στη στάνη

200 μείναν και φύλαγαν κι αυτός οδήγαε τον αφέντη,
που σα ζητιάνος φαίνονταν ελεεινός και γέρος,
και στο ραβδί του ακούμπαγε παλιόρουχα ντυμένος.
       Πήραν το πετρωτό στρατί και ζύγωσαν τη χώρα,
και σάνε φτάσανε σιμά στην κρουσταλλένια βρύση,

205 που ο κόσμος έπαιρνε νερό, κι ο Νήριτος την είχε,
κι ο Ίθακος κι ο Πολύχτορας, χτισμένη, κι ήταν λεύκες
δάσος εκεί νερόθρεφτες που ολούθε την κυκλώναν,
και κατρακύλα κρυό νερό ψηλάθε από το βράχο,
κι ήταν βωμός απάνωθε χτισμένος, που θυσιάζαν

210 στις Νύφες όσοι διάβαιναν· κει πέρα ο Μελανθέας
τους βλέπει του Δολίου ο γιός, με δυό βοσκούς κατόπι,
που φέρναν τα πιο διαλεχτά των κοπαδιώνε γίδια
για τώ μνηστήρων το φαγί· κι άμα τους είδε εκείνος
πειραχτικά τους μίλησε και με μεγάλη κάκια,

215 και το Δυσσέα πληγώνανε τ' αδιάντροπά του λόγια·
     «Ένας αχρείος τον άλλονε μα την αλήθεια σέρνει
κι έτσι παντοτινά ο θεός όμοιο στον όμοιον φέρνει.
Πού τάχα, ω βρώμικε βοσκέ, τον πάς αυτόν τον χάφτη
τον παλιοζήτουλα, μωρέ, των τραπεζιών τη λώβα;

220 Σε πόσες πόρτες θα σταθή τη ράχη του να τρίβη,
όχι λεβέτια και σπαθιά, παρά βουκιές ζητώντας.
Δώσ' τον εμένα, φύλακα της στάνης να τον έχω,
να μου σαρώνη το μαντρί, χλωρόκλαδα να φέρνη
στα γίδια, και να πίνη ορό, παχιά μεριά να κάνη.

225 Τώρα όμως που κακόμαθε, δε θέ' δουλειά να πιάση
μόνε του αρέσει σε χωριά να σέρνεται και χώρες,
να θρέφη με τη διακονιά τη λαίμαργη κοιλιά του.
Μα έχω δυό λόγια να σου πω, κι ό,τι σου λέω θα γίνη·

230 αν τύχη κι έρθη στου θεϊκού του Οδυσσέα τους πύργους.
τριγύρω στην κεφάλα του πολλά σκαμνιά ριγμένα
από τα χέρια των αντρών θα σπάσουν τα πλευρά του.»
       Και καθώς πέρναε, τού 'δωσε κλωτσιά ο χαζός στο γόφο·
μα εκείνος δεν ξεστράτισε, παρά έμεινε στο δρόμο·

235 Τότες στο νου του μέσα ο γιός ανάδευε του Λαέρτη,
να ορμήση, και με μιά ραβδιά να τόνε ξεπαστρέψη,
ή αρπάζοντάς τον απ' τ' αυτιά, να του βροντήξη χάμου
την κούτρα· μα το απόμεινε, και βάσταξε η καρδιά του.
Κι αγριομιλώντας ο βοσκός στον άλλον αντικρύ του,
έβγαλ' ευκή αψηλόφωνη με χέρια σηκωμένα·

240      «Νύφες της βρύσης, και του Διός ω κόρες, αν ποτές του
μεριά ο Δυσσέας σάς έκαψε σε πάχος τυλιγμένα
γιδιών κι αρνιώνε, τούτη μου τελέστε τη λαχτάρα·
ας έρθη εκείνος πια, και θεός ας τόνε φέρη κάποιος.
Αυτός θα σου τα σκόρπιζε στ' αλήθεια τα καμάρια

245 που τώρ' αγέρωχα κρατάς στη χώρα τριγυρνώντας,
ενώ αφανίζουνε κακοί βοσκοί τα πρόβατά σου.»
       Κι ο Μελανθέας απάντησε και τού 'πε· «Ωχού, τι κρένει,
ο σκύλος ο παμπόνηρος, που εγώ θα τον περάσω
μακριά απ' το Θιάκι κάποτες με μελανό καράβι

250 κέρδος να βγάλω περισσό. Όμως μακάρι τώρα
του Φοίβoυ του αργυρότοξου οι σαΐτες να σκοτώσουν
στον πύργο τον Τηλέμαχο, για κονταριές μνηστήρων,
σαν που ο γονιός του χάθηκε στα μακρινά και ξένα.»
       Αυτά είπε, και τους άφησε σιγά να περπατάνε,

255 μα εκείνος γλήγορα έφτασε στου ρήγα τα παλάτια,
και μπήκε ευτύς και κάθισε μαζί με τους μνηστήρες,
αντίκρυ στον Ευρύμαχο, που τον παραγαπούσε.
Τού βάλαν απ' τα κρέατα το μερτικό του οι δούλοι,
κι η σεβαστή κελάρισσα ψωμί παράθεσέ του

260 να φάη· κι ήρθαν ο πάγκαλος βοσκός με το Δυσσέα,
και στάθηκαν κοντά· ως αυτούς της βαθουλής ερχόταν
της φόρμιγγας το παίξιμο, τι τότες αρχινούσε
κι ο Φήμιος το τραγούδι του. Και τού 'σφιξε ο Δυσσέας
το χέρι του χοιροβοσκού, και μίλησέ του κι είπε·
       «Εύμαιε αυτά 'ναι τα λαμπρά παλάτια του Οδυσσέα·

265 κι ανάμεσα σε πάμπολλα μπορείς να τα ξανοίξης.
Απ' τό 'να στο άλλο μέσα πάς, κι έχουν αυλή κλεισμένη
με τείχισμα στεφανωτό και στεριωμένες πόρτες
δικάνατες και ποιός μπορεί να τα καταφρονέση;
Βλέπω και μέσα περισσοί πίνουν και τρώνε ανθρώποι·

270 καπνού προβάλλει μυρουδιά, κι ακούγουνται της λύρας
οι κόρδες που οι αθάνατοι για τα τραπέζια ορίσαν.»
       Κι εσύ, Εύμαιε χοιροβοσκέ, του απολογήθης κι είπες·
«Κι αυτό μεμιάς το απείκασες, σαν που όλα εσύ τα νιώθεις.
Μα τώρα πως θα κάμουμε καιρός να στοχαστούμε.

275 Για πρώτος στα παλάτια εσύ τα ωριοχτισμένα μπαίνεις,
και στους μνηστήρες προχωρείς, και πίσω εγώ προσμένω,
για αν θέλης κοντοστάσου εσύ, κι ομπρός εγώ πηγαίνω.
Μα μην αργής να μη σε δουν απόξω, κι ή σε διώξουν,
ή σε βαρέσουν άξαφνα· στοχάσου αυτό που σού 'πα.»

280      Κι απάντησε ο πολύπαθος κι ο μέγας Οδυσσέας·
«Ξέρω, και νιώθω· τό 'χω εγώ στο νου μου αυτό που μού 'πες.
Μόν' εσύ τράβηξε ομπροστά, κι εγώ θα μείνω πίσω·
σε χτυπησιές και σε ριξιές ανήξερος δεν είμαι·
βαστάει η καρδιά μου, τι πολλά μού 'ρθαν εμένα πάθια

285 σε αμάχες και σε κύματα· κι αυτό μ' εκείνα ας έρθη.
Όμως τη λύσσα της κοιλιάς δε δύνεσαι να κρύψης,
που η έρμη αρίθμητα δεινά στον κόσμο πάντα φέρνει.
Για κείνην αρματώνουνται καλόζυγα καράβια,
που σκίζουνε τα πέλαγα και τους οχτρούς χτυπάνε.»

290      Αυτά καθώς λαλούσανε κι ανάμεσό τους λέγαν,
σκυλί που κοίτουνταν, τ' αυτιά και το κεφάλι ορθώνει,
ο Άργος, που ο αντρόψυχος Δυσσέας τον είχε θρέψει,
όμως δεν τόνε χάρηκε, γιατ' είχε φύγει εκείνος
στη Τροία τότες την ιερή· σ' άλλους καιρούς οι νέοι

295 τον παίρνανε, να κυνηγούν λαγούς, ζαρκάδια, γίδια.
Τώρα, π' ο αφέντης έλειπε, τον άφηναν πεσμένο
στην σωριασμένη την κοπριά βοδιών και μουλαριώνε,
που ομπρός στη θύρα απλώνονταν, κι οι παραγιοί αποκείθε
την σήκωναν και κόπριζαν τους κήπους του Οδυσσέα.

300 Απάνω αυτού κοιτότανε τσιμπουριασμένος ο Άργος.
Και τώρα, άμα μυρίστηκε σιμά τον Οδυσσέα,
γοργοσαλεύει την ουρά, τ' αυτιά του κατεβάζει,
μα πιο κοντά του αφέντη του δεν μπόρειε να ζυγώση.
Γύρισ' αυτός την όψη του και σφούγγισ' ένα δάκρυο

305 κρυφό με τρόπο, κι ύστερα τον πιστικό ρωτούσε·
       «Μεγάλο θάμα, στην κοπριά να μνήσκη τέτοιος σκύλος·
όμορφος σκύλος, μα άραγες νά 'ναι και γοργοπόδης
κοντά στην τόση του ομορφιά, για νά 'ναι δα από κείνους
που στα τραπέζια στολισμό τους έχουν οι αφεντάδες;»

310      Κι εσύ, Εύμαιε χοιροβοσκέ, του απολογήθης κι είπες·
«Είν' εκεινού που απέθανε στα ξένα αυτός ο σκύλος.
Αν ήταν έτσι στο κορμί, και στα έργα του σαν τότες
που ο Οδυσσέας τον άφησε κινώντας για την Τροία,
τότες θα κοίτας δύναμη και γληγοράδα, αλήθεια.

315 Αγρίμι δεν του ξέφευγε μες στα βαθιά του λόγγου,
κάθε κυνήγι, που έβγαζε στ' αχνάρια μαθημένος.
Μα παθιασμένος τώρ' αυτός, ο αφέντης του στα ξένα
χαμένος, και δε νοιάζονται γι' αυτόν εδώ οι γυναίκες.
Κι οι δούλοι, σα δε βρίσκεται ποπάνω τους αφέντης,

320 δουλειά να κάμουνε σωστή δε θέλουνε πια τότες·
τι παίρνει τη μισή αρετή του ανθρώπου ο βροντορίχτης
ο Δίας, άμα της σκλαβιάς η μαύρη τού 'ρθη μέρα.»
       Αυτά σαν είπε, στα λαμπρά παλάτια μέσα μπήκε,
και πήγε τους καμαρωτούς μνηστήρες ν' ανταμώση.

325 Όμως τον Άργο θάνατος μαύρος κι αχνός τον πήρε,
σαν είδε τον αφέντη του, στα είκοσι χρόνια απάνω.
       Κι ο θεόμοιαστος Τηλέμαχος πρώτος απ' όλους είδε
μες στα παλάτια το βοσκό να μπαίνη και του γνέφει
να πάη σιμά του· γύρω του τηράει αυτός, και παίρνει

330 σκαμνί που τό 'χε ο μοιραστής που μοίραζε το κρέας
στους ήρωες που τρωγόπιναν μες στα λαμπρά παλάτια.
Αγνάντια στου Τηλέμαχου ζυγώνει το τραπέζι,
κι εκεί καθίζει· ο κήρυκας του παραθέτει τότες
μερίδα ομπρός του, και ψωμί του δίνει απ' το πανέρι.

335  Ευτύς κατόπι του έφτασε στους πύργους κι ο Οδυσσέας,
όμοιος με κακορίζικο και γέρο ψωμοζήτη,
ακουμπισμένος σε ραβδί, και κουρελοντυμένος.
Και καθώς μπήκε, κάθισε στο φράξινο κατώφλι,

340 σε παραστάτη γέρνοντας απ' ώριο κυπαρίσσι,
που τό 'χε σιάξει τεχνικά με στάφνη ο μάστορής του.
Προσκάλεσε ο Τηλέμαχος τον πιστικό σιμά του,
και παίρνοντας αλάκερο ,ψωμί από το πανέρι,
και κρέας όσο οι φούχτες του μαζί χωρούσαν, του είπε·

345      «Πάρ' τα, του ξένου δώσ' τα αυτά, και πες του δίνοντάς τα,
κι απ' τους μνηστήρες ολονούς να πάη και να γυρέψη.
Σαν έχη ανάγκη ο άνθρωπος, να ντρέπεται δεν πρέπει.»
       Αυτά ειπε, κι ο χοιροβοσκός σαν τ' άκουσε, πηγαίνει
σιμά του, και του προσμιλεί με φτερωμένα λόγια·

350 «Ξένε, ο Τηλέμαχος αυτά σου δίνει, και μηνά σου
κι απ' τους μνηστήρες ολονούς να πάς και να γυρέψης,
τι λέει πως είναι αταίριαστη η ντροπή σε διακονιάρη.»
       Και τότε ο πολυστόχαστος Δυσσέας απάντησέ του·
«Ο Δίας του Τηλέμαχου καλοτυχιά να δίνη,

355 κι όλ' ας του γίνουνε καθώς αποθυμεί η καρδιά του.»
Αυτά ειπε, και τα δέχτηκε στις φούχτες του και χάμου
στα πόδια του τ' ακούμπησε στο φτωχικό σακί του.
Κι όσο ο καλός τραγουδιστής τραγούδαε στα παλάτια,
έτρωγε αυτός· σαν έπαψε να τραγουδάη εκείνος,

360 κι απόφαγε ο Δυσσέας, βοή σηκώσαν οι μνηστήρες·
και στάθη ομπρός του η Αθηνά και τον παρακινούσε
γύρω να πάη μαζεύοντας καρβέλια απ' τους μνηστήρες,
ποιός είναι δίκιος και καλός, ποιός άδικος, να μάθη·
μα κι έτσι η θεά δεν έμελλε κανένα να γλυτώση.

365 Άρχισ' αυτός από δεξά και καθενός ζητούσε
το χέρι απλώνοντας, παλιός σα νά 'τανε ζητιάνος.
Κι αυτοί πονώντας τού 'διναν, όμως πολύ απορούσαν,
κι ένας τον άλλον ρώταγε ποιός ήταν κι αποπούθε.
Και τότες ο γιδοβοσκός ο Μελανθέας τους είπε·

370      «Ακούστε με, της δοξαστής βασίλισσας μνηστήρες,
γι' αυτόν τον ξένο· εγώ και πριν τον είχα δη, και βέβαια
ο Εύμαιος θα τον έφερνε σ' αυτόν τον πύργο τότες.
Ποιός όμως είν' αυτός και ποιά η γενιά του, δεν κατέχω.»
       Κι ο Αντίνος το χοιροβοσκό μάλωσε τότες κι είπε·

375 «Τί μας τον έφερες, κι εσύ χοιροβοσκέ, στη χώρα;
Λες τάχα δε μας έφταναν τόσοι άλλοι γυρολόγοι
παλιοζητιάνοι βαρετοί, των τραπεζιώνε λώβες;
Ή λίγοι εδώ μαζώχτηκαν και τρων το βιός του αφέντη,
και πήγες και προσκάλεσες κι ετούτον εδώ τώρα;»

380      Κι εσύ, Εύμαιε χοιροβοσκέ, του απολογήθης κι είπες·
«Σωστά, ω Αντίνε, δε λαλείς, όσο ευγενής κι αν είσαι.
Και ποιός ποτές του γύρεψε να προσκαλέση ξένον
αλλούθε, εξόν αν ήτανε χρειαζούμενος τεχνίτης,
κανένας μάντης, ή γιατρός, ή ξυλουργός, ή θείος

385 τραγουδιστής, που με γλυκά τραγούδια μας γλεντίζει;
αυτοί δα, που ως τα πέρατα γυρεύουνται του κόσμου·
όμως κανένας δεν καλεί καταλυτή ζητιάνο.
Μα εσύ 'σουν ο πιο δύστροπος απ' όλους τους μνηστήρες
για όλους κι εμένα χωριστά τους δούλους του Οδυσσέα.

390 Ως τόσο εγώ δε σε ψηφώ· σώνει να ζη στους πύργους
η Πηνελόπη η φρόνιμη κι ο θεόμοιαστος ο γιός της.»
       Κι ο γνωστικός Τηλέμαχος γυρίζει και του κρένει·
«Σώπα, με δαύτονε πολλά μιλήματα μην έχης·
πάντα με λόγια συνηθάει πικρά να μας χολώνη,

395 μα και τους άλλους προσκαλεί παρόμοια να μας λένε.»
       Είπε, κι εκείνου μίλησε με λόγια φτερωμένα·
«Πολύ όμορφα, και σα γονιός, ω Αντίνε, μας κοιτάζεις,
που απ' το παλάτι ζήτησες ευτύς να φύγη ο ξένος
με προσταγή τόσο βαρειά· ο θεός να μην το δώση.

400 Μοίραζε, δε λυπάμαι εγώ· πρώτος εγώ το θέλω.
Μη νοιάζεσαι τη μάνα μου μήτ' άλλον απ' τους δούλους,
που βρίσκουνται μες στου θεϊκού Δυσσέα τα παλάτια.
Μα τέτοιους στοχασμούς εσύ στα φρένα σου δεν έχεις,
τι προτιμάς να καλοτρώς, παρ' αλλονού να δίνης.»

405      Κι ο Αντίνος τότες γύρισε κι αυτά του απολογήθη·
«Τηλέμαχε περήφανε κι ακράτητε, τι μού 'πες;
Αν όλοι τόση πόρεψη του δίναν οι μνηστήρες,
σωστούς τρεις μήνες θά 'κανε στο σπίτι να ζυγώση.»
       Κι απ' το τραπέζι κάτωθε σκαμνί τραβάει και δείχνει,

410 που τα λαμπρά του ακούμπαγε τα πόδια σα δειπνούσε.
       Ως τόσο οι άλλοι τού 'διναν, και με ψωμί και κρέας
το σάκο του γεμίσανε· και κάνοντας να σύρη
προς το κατώφλι, να γευτή των Αχαιών τα δώρα,
σιμά του Αντίνου στάθηκε, και μίλησέ του κι είπε·

415 «Δώσε μου, φίλε· ο πιο αχαμνός εδώ θαρρώ δεν είσαι,
μόν' πρώτος απ' τους Αχαιούς, τι βασιλιάς μου μοιάζεις.
Γι' αυτό και πιότερο ψωμί να δώσης εσύ πρέπει,
και τότες ως τα πέρατα της γης θα σε δοξάζω.
Κι εγώ είχα σπίτια μιά φορά στον κόσμο, κι ήμουν πλούσιος

420 κι ευτυχισμένος, κι έδινα σ' εκείνους που γυρνούσαν
και γύρευαν, όποιοι ήτανε, κι απ' ό,τι είχαν ανάγκη·
και δούλους είχα αρίθμητους, κι άλλα καλά περίσσια,
που έχουν αυτοί που καλοζούν και που τους λένε αρχόντους.
Μα ο Δίας άλλα θέλησε και μου τα ρήμαξε όλα,

425 με πολυπλάνητους ληστές σα μ' έβγαλε και πήγα
στον Αίγυπτο το μακρινό, να χάσω εκεί τα πάντα.
Στον ποταμό σαν άραξα τα δίπλωρα καράβια,
πρόσταξ' αμέσως τους καλούς συντρόφους μου να μείνουν
αυτού, πλάϊ στα καράβια τους, για να τα διαφεντεύουν,

430 κι έστειλα βίγλες να τηρούν απ' τις κορφές τριγύρω·
μα εκείνοι ξεπαρθήκανε κι όπου ήθελαν τραβήξαν·
των Αιγυπτίων κουρσέψανε τα ολόμορφα χωράφια,
και παίρναν γυναικόπαιδα, χαλνούσανε τους άντρες.
Κι ήρθε ως τη χώρα το βουητό, κι ακούν αυτοί και τρέχουν

435 σαν έφεξε· και γέμισε πεζούρα και καβάλλα
όλος ο κάμπος, κι άστραφτε ο χαλκός· κι ο βροντοχάρης
ο Δίας στους συντρόφους μου ρίχνει κακή φευγάλα,
κι ένας δεν κόταε να σταθή κι οχτρό του ν' αντικρύση,
γιατί παντούθε αφανισμός κακός τους είχε ζώσει.

440 Τότες πολλούς μου σκότωσαν τα κοφτερά σπαθιά τους,
κι άλλους τους πιάσαν ζωντανούς και στη σκλαβιά τους ρίξαν.
Μένα σε φίλο μ' έδωκαν, που έτυχε εκεί, στου Ιάσου
το γιό το Δμήτορα, τρανό της Κύπρος βασιλέα.
Από κει πέρα τώρα εδώ βασανισμένος ήρθα.»

445      Κι ο Αντίνος τότες φώναξε· «Μα ποιός θεός μας φέρνει
αυτό το μέγα βάσανο, των τραπεζών τη λώβα;
Μακριά από το τραπέζι μου, στη μέση που είσαι, στάσου,
σε πιο πικρή να μη βρεθής άλλη Αίγυπτο και Κύπρο,
αδιάντροπος κι απόκοτος σαν πού 'σαι διακονιάρης.

450 Με την αράδα σ' όλους πάς, και ξένοιαστα όλοι δίνουν,
τι κρατημό δεν έχουνε και λύπη, μόνε ρίχτουν
από τα ξένα, αφού πολλά καθένας έχει ομπρός του.»
       Τότε ο Δυσσέας ο τρίξυπνος τραβήχτηκε και τού 'πε·
«Κρίμας που σαν τα κάλλη σου κι η γνώση σου δεν είναι·

455 μήτ' άλας απ' το σπίτι σου δε θά 'δινες ποτές σου,
αφού σε ξένο κάθεσαι τραπέζι, και να δώσης
βουκιά ψωμί δε βάσταξες, που τά 'χεις τόσα ομπρός σου.»
       Είπε, κι ο Αντίνος πιο βαριά τότες χολώνει ακόμα,
κι αγριοκοιτώντας τον, μ' αυτά του μίλησε τα λόγια·

460      «Τώρα δεν έχει πια, γερός απ' το παλάτι ετούτο
πίσω θαρρώ πως δε γυρνάς, αφού μας βρίζεις κιόλας.»
       Είπε, κι αρπώντας το σκαμνί, του το πετάει στην άκρη
του ώμου του δεξού· μα αυτός, ασάλευτος σα βράχος,
δε λύγισε απ' το χτύπημα του Αντίνου, μόν' σωπώντας

465 την κεφαλή του κούνησε, τ' είχε κακό στο νου του.
Και στο κατώφλι γύρισε, και κάθισε, και χάμου
τ' ολόγεμό του βάζοντας σακί, στους άλλους είπε·
       «Ακούτε με, της δοξαστής βασίλισσας μνηστήρες,
όσα εγώ μέσα μου αγρικώ θα σάς τα φανερώσω.

470 Κανέναν πόνο ο άνθρωπος δεν ξέρει, μήτε λύπη
σα χτυπηθή παλεύοντας να σώση το δικό του,
ας είναι βόδια ή άσπρα αρνιά· μα εμένανε ο Αντίνος
με βάρεσε για την κοιλιά τη σιχαμένη κι έρμη,
και που μ' αρίθμητα δεινά τον κόσμο βασανίζει.

475 Όμως κι οι ζήτουλοι θεούς αν έχουν κι Ερινύες,
πριν έρθη ο γάμος, θάνατος θα σβήση τον Αντίνο.»
       Κι ο Αντίνος του αποκρίθηκε· «Κάθου και σώπα, ω ξένε,
και τρώγε αυτού, ή φύγε αλλού, τι αλλιώς απ' τα παλάτια
οι νέοι μ' αυτά τα λόγια σου τραβώντας σου τα πόδια

480 ή και τα χέρια, αλάκερο θένα σε γδάρουν όξω.»
       Αυτά είπε, κι όλους άξαφνα θυμός πολύς τους πήρε·
κι από τους ξιππασμένους νιούς ένας αυτά λαλούσε·
       «Κακά έκαμες το ζήτουλα, ω Αντίνε, να βαρέσης,
κακόμοιρε, που κάποιος θεός μπορεί επουράνιος νά 'ναι.

485 Τί μοιάζοντας οι θεοί συχνά μ' αλλομερίτες ξένους
μορφές αλλάζουν, και γυρνούν στις χώρες των ανθρώπων,
να ιδούν ποιοί φέρνονται άνομα και ποιοί έχουν δίκιους νόμους.»
       Αυτά οι μνηστήρες λέγανε, μα εκείνος τ' αψηφούσε.
Πικράθηκε ο Τηλέμαχος το βάρεμα τηρώντας,

490 μα δάκρυο από το μάτι του δε χύθη, μόν' σωπώντας
την κεφαλή του κούνησε, τ' είχε κακό στο νου του.
Κι η Πηνελόπη η φρόνιμη σαν έμαθε του Αντίνου
το κάμωμα, είπε στις καλές αγνάντια παρακόρες·
«Κι αυτόν ο χρυσοδόξαρος έτσι ας χτυπήση ο Φοίβος.»

495      Και τότες η κελάρισσα της κάνει η Ευρυνόμη·
«Αν πιάσουν οι κατάρες μας, απ' αυτονούς κανένας
να ζήση ως τη χρυσόθρονη δε σώνει την Αυγούλα.»
       Κι η Πηνελόπη η φρόνιμη γυρίζει και της κρένει·
«Όλ' είναι οχτροί μας, μάνα μου, τι το κακό μας θένε·

500 μα αυτός ακόμα πιότερο το μαύρο χάρο μοιάζει.
Ξένος βαριόμοιρος γυρνάει στον πύργο, κι απ' τους άντρες
ψωμοζητάει, γιατί πολλή τον αναγκάζει φτώχεια·
κάθε άλλος τού 'δωσε θροφή και πόρεψη περίσσια,
κι αυτός σκαμνί του πέταξε πάς στο δεξί τον ώμο.»

505      Αυτά στις παρακόρες της στο θάλαμο καθόταν
η Πηνελόπη κι έλεγε· κι έτρωγε ο θείος Δυσσέας.
Τότες εκείνη φώναξε τον Εύμαιο, και του είπε·
       «Άμε, ω καλέ κυρούλη μου, προσκάλεσε τον ξένο,
να τον καλωσορίσω εγώ, και να τόνε ρωτήξω

510 μήπως του καρτερόψυχου Δυσσέα μαντάτα ξέρη
ή μην τον είδε σαν πολύ ταξιδεμένος μοιάζει.»
       Κι ο άξιος χοιροβοσκός της αποκρίθη κι είπε·
«Ας σώπαιναν οι Αχαιοί, βασίλισσα, ν' ακούσης
τα όσα συντυχαίνει αυτός, και να χαρή η καρδιά σου.

515 Τρία σωστά μερόνυχτα τον είχα στην καλύβα,
τι εκεί μου πρωτοφάνηκε σαν ξέφυγε απ' το πλοίο,
όμως δεν πρόφταξε όλα του να δηγηθή τα πάθια.
Καθώς καλός τραγουδιστής, που θεοί τόνε διδάξαν,
βγαίνει και τραγουδάει γλυκά τραγούδια στους ανθρώπους,

520 κι όλοι κοιτώντας τον ακούν μ' αχόρταγη λαχτάρα,
όμοια κι αυτός με μάγευε σιμά μου καθισμένος.
Και μού 'πε φίλος πατρικός πως είναι του Οδυσσέα,
και πως στην Κρήτη κατοικεί, του Μίνωα την πατρίδα.
Από τα κείθε τώρα εδώ τον πέταξαν τα πάθια,

525 και λέει και για το θεϊκό πως άκουσε Οδυσσέα,
εδώ σιμά, προς την παχειά των Θεσπρωτώνε χώρα,
πως ζη, και φέρνει θησαυρούς στους πύργους του περίσσους.»
       Κι η Πηνελόπη η φρόνιμη σ' εκείνον αποκρίθη·
«Πήγαινε, κάλεσ' τον εδώ, για να τα πή μπροστά μου,

530 κι εκείνοι ας παίζουν, ή ομπροστά στις θύρες καθισμένοι,
ή μες στους πύργους αυτουδά, μιάς κι είναι αναπαμένοι,
που μνήσκουνε στα σπίτια τους ακέρια τα καλά τους,
σιτάρι και γλυκό κρασί, και μόνε οι δούλοι τρώνε.
Όμως εκείνοι ολοκαιρίς σ' αυτό το σπίτι ζούνε,

535 και βόδια σφάζοντας κι αρνιά και τα παχιά μας γίδια,
κάθουνται τρώνε, και μαζί κρασί φλογάτο πίνουν,
του κάκου, και τα σπαταλούν· τι δεν είναι κανένας
σαν το Δυσσέα, απ' την πληγή το σπίτι να γλυτώση.
Μιάς νά 'ρθη στην αγαπητή πατρίδα του ο Δυσσέας,

540 και με το γιό του γδικιωμό θα βρη της ανομιάς τους.»
       Αυτά είπε, κι ο Τηλέμαχος φτερνίστηκε με κρότο,
κι όλος ο πύργος βούηξε· γελάει η Πηνελόπη,
και κρένει του χοιροβοσκού με λόγια φτερωμένα·
       «Πήγαινε, κάλεσε, Εύμαιε, τον ξένο εδώ μπροστά μου.

545 Δε βλέπεις πως φτερνίστηκε μ' αυτά τα λόγια ο γιός μου;
Θά πή πως βέβαιος θάνατος θα βρη κάθε μνηστήρα·
μήτ' ένας απ' τη μαύρη του δε θα γλυτώση μοίρα.
Κι ένα άλλο λόγο θα σου πω, κι εσύ να τον θυμάσαι·
ά δω πως όλα βγαίνουνε σωστά που μας δηγέται,

550 θα τόνε ντύσω με όμορφη χλαμύδα και χιτώνα.»
       Αυτά ο καλός χοιροβοσκός σαν άκουσε, πηγαίνει
σιμά στον ξένο, στέκεται, και του λαλεί· «Πατέρα,
η μάνα του Τηλέμαχου σε κράζει, η Πηνελόπη·
Όσο πολλά κι αν έπαθε, κι όσο αν πονή η καρδιά της,

555 να σε ρωτήξη λαχταρεί για τον καλό της άντρα.
Κι ά δη πως όλα βγαίνουνε σωστά που μας δηγέσαι,
χιτώνα και χλαμύδα αυτή να βάλης θα σου δώκη,
που έχεις ανάγκη· θα μπορής και να ζητάς παντούθε
ψωμί να βόσκης την κοιλιά, και θα σου δίνουν όλοι.»

560      Κι απολογιέται του ο τρανός, πολύπαθος Δυσσέας·
«Εύμαιε, σωστά μεμιάς εγώ θα τα δηγόμουν όλα
στην Πηνελόπη τη σεμνή του Ικάριου θυγατέρα,
τι γνώρισα τα πάθια του μαζί του σαν πλανιόμουν.
Όμως φοβάμαι των κακών μνηστήρων το κοπάδι,

565 που τ' άχτι τους κι η αδιαντροπιά στα ουράνια απάνω φτάνει.
Γιατί και τώρα που ένας τους, στον πύργο σα γυρνούσα,
με πόνεσε βαρώντας με, χωρίς κακό να πράξω,
βοηθός μήτ' ο Τηλέμαχος μήτ' άλλος δε μου στάθη.
Πες της λοιπόν της φρόνιμης κεράς να περιμείνη,

570 βιάση κι αν έχη περισσή, να γείρη πρώτα ο ήλιος,
και τότες για το γυρισμό του αντρός της ας ρωτήξη,
καθίζοντάς με εκεί στη στιά, τι είμαι κακοντυμένος,
καθώς γνωρίζεις κι ίδιος σου, πού 'ρθα σ' εσένα πρώτα.»
       Ξεκίνησε ο χοιροβοσκός σαν τού 'πε αυτά ο Δυσσέας·

575 κι άμ' απ' τη θύρα πέρασε, του κρένει η Πηνελόπη·
       «Δέ μου τον έφερες, βοσκέ; ,τι κρένει ο διακονιάρης;
ή κάποιος τόνε τρόμαξε; ή και ντροπή τον πήρε
μέσα στον πύργο; Είναι κακός ο ντροπαλός ζητιάνος.»
       Κι εσύ, Εύμαιε χοιροβοσκέ, της αποκρίθης κι είπες·

580 «Καλά στοχάζεται, ω κερά, κι έτσι θα κάναν άλλοι,
των έρμων την αποκοτιά μνηστήρω να ξεφύγουν·
και να προσμείνης σου μηνάει ώσπου να γείρη ο ήλιος.
Καλύτερο, ω βασίλισσα, θαρρώ 'ναι και για σένα,
μονάχη σου να του μιλάς, να τον ακούς μονάχη.»

585      Κι η Πηνελόπη η φρόνιμη γυρίζει και του κρένει·
«Ο ξένος δεν είν' άμυαλος· σωστά τα βλέπει ο νους του·
τι άλλους δεν έχει εδώ θνητούς ανθρώπους σαν ετούτους,
να συλλογιένται το κακό, και ν' αδικούν τον κόσμο.»
       Αυτά είπε· κι ο χοιροβοσκός προς των μνηστήρων πήγε

590 το πλήθος, άμα τέλειωσε με την κερά το λόγο.
Και του Τηλέμαχου λαλεί με φτερωμένα λόγια,
σιμώνοντας την κεφαλή, να μην ακούσουν άλλοι·
       «Εγώ πηγαίνω τώρα εκεί τους χοίρους να φυλάξω
και τ' άλλα, πού 'ναι το έχει σου, και το δικό μου το έχει·

595 κι εδώ εσύ τούτα φρόντιζε, και πρώτα τον εαυτό σου,
να μη μας πάθης τίποτα, τι έχουν πολλοί απ' ετούτους
κακό σκοπό για λόγου σου· που ο Δίας να τους λυώση
πρί να μας έρθη το κακό και πρί μας ξολοθρέψουν.»
       Κι ο γνωστικός Τηλέμαχος απάντησέ του κι είπε·
«Κυρούλη μου, έτσι θα γενή· ξεκίνα εσύ το γέρμα,

600 και γύρισε αύριο την αυγή με τα καλά σφαχτά σου·
τα εδώ θα τα φροντίσω εγώ κι οι αθάνατοι σιμά μου.»
       Και στο καλόφτιαστο θρονί κάθισε πάλε εκείνος·
κι από φαΐ κι από πιοτό σα χόρτασε η καρδιά του,
στη χοιρομάντρα γύρισε, κι αφήκε τα παλάτια,

605 γεμάτα κόσμο, που έτρωγαν και που χαροκοπούσαν
με το τραγούδι, με χορούς, τι κόντευε το βράδυ.

Ραψωδία σ 
Οδυσσέως και Ίρου πυγμή.

Κι ήρθε ένας ζήτουλας κοινός, που στου Θιακιού τη χώρα
γύρνα ζητώντας, ξακουστός για την αχορτασιά του·
έτρωγε κι έπινε άπαυα, μα δύναμη δεν είχε
μήτ' αντρειοσύνη, όσο τρανός στην όψη κι ά φαινόταν.

5 Η μάνα του τον έβγαλε σάνε γεννήθη Αρναίο,
μα όλοι οι νέοι τον φώναζαν Ίρο, τι τόνε στέλναν
κι έτρεχε σαν την Ίριδα μηνύματα να φέρη.
Απ' το παλάτι του ήρθ' αυτός τον Οδυσσέα να διώξη,
και τον κακόβριζε μ' αυτά τα φτερωμένα λόγια.

10      «Φεύγα απ' την πόρτα, γέρο μου, να μη σε ποδοσύρουν.
Δέ βλέπεις πως μου γνέφουνε αυτοί όλοι με το μάτι
να σε πετάξω; όμως εγώ ντροπής μου σα να τό 'χω.
Μα σύρε ά δεν αποθυμής στα χέρια να πιαστούμε.»
       Και λέει αγριοκοιτώντας τον ο τρίξυπνος Δυσσέας·

15 «Εγώ, μωρέ, ποτές κακό δε σού 'πραξα μήτε είπα,
μα μήτε και σου ζήλεψα που παίρνεις τόσα δώρα.
Κι οι δυό μας θα χωρέσουμε σ' εκείνο το κατώφλι·
αν κι άλλος ξένα μερικά ζητήση, τι ζουλεύεις;
Θαρρώ ζητεύεις δα κ' εσύ, κι οι θεοί θα μας πορέψουν.

20 Μη θες μαζί μου να πιαστής, μην τύχη και θυμώσω,
και μ' όλα μου τα γερατειά σου περιχύσω μ' αίμα
τα χείλη και τα στήθια σου· και θά 'μουν συχασμένος
την ταχινή, γιατί όρεξη δε θα σού 'ρχόταν πάλε
να ξαναμπής στ' αρχοντικό του γόνου του Λαέρτη.»

25      Κι ο Ίρος τότε ο ζήτουλας φωνάζει χολιασμένος·
«Ωχού, και πως μωρολογάει τρεχάτα ο ψωμοχάφτης,
σα χουχουλόγρια· θά 'θελα να τόνε πιάσω αλήθεια,
και με τα δυό βαρώντας του, τα δόντια απ' τα σαγόνια
σαν της γουρούνας να πετώ της σπαρτοκαταλύτρας.

30 Έλα, και ζώσου να μας δούν κι αυτοί όλοι στην παλαίστρα· 30
και πως στη μάχη αποκοτάς να βγής με νεώτερό σου;»
       Έτσι ομπροστά στις αψηλές τις θύρες λογοφέρναν,
απάνω στο πελεκητό στεκάμενοι κατώφλι.
Τούς άκουσε απομέσαθε ο αντρόψυχος Αντίνος,

35 κι απ' την καρδιά του γέλασε, και στους μνηστήρες είπε·
« Δέ μας συνέβηκε άλλοτες, αδέρφια, τέτοιο πράμα,
μες στα παλάτια αυτά ο θεός να στέλνη τέτοιο γλέντι.
Στα χέρια πάνε να πιαστούν ο ξένος με τον Ίρο·
μα ελάτε να τους σπρώξουμε να φαγωθούν οι δυό τους. »

40      Είπε, και τρέξαν όλοι τους γελώντας, και τριγύρω
στους φτωχοφορεμένους δυό ζητιάνους μαζωχτήκαν
και τότ' έτσι τους μίλησε του Ευπείθη ο γιός ο Αντίνος·
       «Ακούστε αυτό που θα σάς πω, λεβέντηδες μνηστήρες.
Εχουμ' εδώ γιδοκοιλιές πάς στη φωτιά βαλμένες,

45 που μ' αίμα τις γεμίσαμε και ξύγγι για το δείπνο·
όποιος νικήση από τους δυό, και βγή πιο παλληκάρι,
ας σηκωθή, κι απ' τις κοιλιές όποια του αρέση ας πάρη·
κι ύστερ' ας τρώη αυτός μ' εμάς για πάντα, και κανέναν
νά 'ρχεται μέσα να ζητάη δε θέν' αφήνουμε άλλον.»

50      Αυτά 'πε ο Αντίνος, κι άρεσαν τα λόγια του στους άλλους. 50
Τότε ο Δυσσέας ο τρίξυπνος με πονηριά τους κρένει·
       « Παιδιά, σε αγώνα δεν μπορεί να βγή με νεώτερό του
γέρος σα μένανε άνθρωπος και κακοπαθιασμένος·
κι όμως η άπιστη η κοιλιά να χτυπηθώ με βιάζει.

55 Ως τόσο εσείς αμώστε μου μ' όρκο φριχτό, και πήτε
πως άνομα κανένας σας δε θα βοηθήση ετούτον
βαρώντας με, αποκάτω του πιο εύκολα να πέσω.»
       Αυτά ειπε, κι όλοι ορκίστηκαν καθώς αυτός ζητούσε.
Και στους θεούς σαν άμωσαν, και πήρε ο όρκος τέλος,

60 ξαναρχινάει ο γνωστικός Τηλέμαχος το λόγο·
       «Άν θέλη η αντρειωμένη σου ψυχή να τον ξεκάνης,
ώ ξένε, ετούτον, άλλονα μη φοβηθής κανένα,
τι θα παλαίψη με πολλούς εσένα όποιος χτυπήση.
Ξένο μου σ' έχω, κι είναι δυό μαζί μας βασιλιάδες·

65 ο Αντίνος κι ο Ευρύμαχος, άντρες κι οι δυό με γνώση. »
       Αυτά 'λεγε ο Τηλέμαχος, και συμφωνούσαν όλοι·
κι ο Οδυσσέας τη γύμνια του με τα κουρέλια δένει,
και δείχνει τότες τα όμορφα και τα παχιά μεριά του,
και φάνηκαν τα διάπλατα τα στήθια του κι οι ώμοι,
και τα βραχιόνια τα γερά· ζυγώνει κι η Παλλάδα

70 σιμά και το βασιλικό κορμί του μεγαλώνει.
  Θαμάσανε κι απόμειναν τότε οι μνηστήρες όλοι,
και γύριζε ένας κι έλεγε τον πλαγινό κοιτώντας·
       « Και τι κακό που γύρεψε να πάθη ο καψο-Ίρος.
Γιά δες μερί που κρύβανε του γέρου τα κουρέλια. »

75      Αυτά είπαν, και ταράχτηκε μέσα η καρδιά του Ίρου,
Όμως αφού τον έζωσαν, τον φέραν τα κοπέλια
με το στανιό, τι σύγκορμος τρεμούλιαζε απ' το φόβο.
Κι ο Αντίνος τόνε μάλωσε κι ονόμασέ τον κι είπε·
       « Και να μην είχες γεννηθή βουβάλι φουσκωμένο,

80 που αυτόν εσύ τον άνθρωπο φοβάσαι και τρομάζεις,
το γέρο, κι ας τον έφαγαν τα βάσανα που τού 'ρθαν.
Μα εγώ ένα λόγο θα σου πω, κι αυτό που πω θα γίνη,
Ά σε καταπονέση αυτός, και βγή πιο παλληκάρι,
θένα σε στείλω στη στεριά με μελανό καράβι,

85 στο βασιλέα τον Έχετο, του κόσμου αδικοπράχτη,
μύτη κι αυτιά να κόψη σου μ' αλύπητο μαχαίρι,
και βγάζοντάς σου τα κρυφά τα ρίξη ωμά στους σκύλους. »
Είπε, κι εκείνον πιότερη τον έπιασε τρομάρα,
στη μέση σαν τον έφερναν. Τότες οι δυό τα χέρια

90 σηκώσανε, κι ανάδευε στο νου του ο Οδυσσέας,
να τον χτυπήση, που νεκρός στον τόπο εκεί να μείνη,
ή μ' ένα βάρεμα αλαφρό να τόνε στρώση χάμου.
Και συλλογιώντας έκρινε πιο φρόνιμο πως ήταν
να δώση βάρεμα αλαφρό, μην τόνε νιώσουν οι άλλοι.

95 Σηκώνουν χέρι, και χτυπάει στον δεξιόν ώμο ο Ίρος.
Στό ζνίχι κι ο Δυσσέας χτυπάει, κατά τ' αυτί αποκάτου,
και μέσα σπάει τα κόκαλα· και κόκκινο αίμα τρέχει
από το στόμα. Βόγγησε κι έπεσε χάμου ο Ίρος,
τα δόντια τρίζοντας καθώς τα χώματα κλωτσούσε.

100 Σηκώσανε τα χέρια τους οι ξέλαμπροι μνηστήρες,
κι από τα γέλια απέθαναν. Τον παίρνει από το πόδι,
και μέσ' από το πρόθυρο καταόξω σέρνοντάς τον,
ο Οδυσσέας τον έφερε στων παλατιών τις θύρες·
και γέρνοντάς τον στης αυλής τον τοίχο, κάθισέ τον,
ραβδί στο χέρι τού 'βαλε, και φώναξε τον κι είπε·

105      «Κάθου αυτού τώρα, τα σκυλιά να διώχνης και τους χοίρους,
και μη μου βγαίνης φύλακας των ξένων και ζητιάνων,
χαμένε, πιο χειρότερα για να μη σού 'ρθουν πάθια.»
       Αυτά είπε, και παλιόν τορβά γεμάτο τρύπες ρίχτει
στους ώμους του, με πρόστυχο σκοινί, για κρεμαστήρι,

110 και στο κατώφλι γύρισε και κάθισε. Κι οι άλλοι
με γέλια μπήκανε πολλά και τόνε προσμιλούσαν·
       «Ο Δίας κι οι αθάνατοι να σου χαρίζουν, ξένε,
ό,τι εσύ πιότερο ποθείς, κι ό,τι ζητάει η καρδιά σου,
που ετούτον τον αχόρταγο να τρέχη δεν αφήκες

115 στη χώρα μέσα· στη στεριά θένα σταλθή με πλοίο,
στο βασιλέα τον Έχετο, του κόσμου αδικοπράχτη ».
       Είπαν και χάρηκε ο λαμπρός Δυσσέας στα λόγια εκείνα.
Κι ο Αντίνος έβαλε τρανή μπρος του κοιλιά γεμάτη
αίμα και ξύγγι· δυό ψωμιά κι ο Αμφίνομος του φέρνει

120 απ' το πανέρι, με χρυσό τον χαιρετάει ποτήρι,
και λέει του· « Γειά σου, ώ ξένε μας πατέρα, και να σού 'ρθουν
καλά στερνά· γιατ' είν' πολλά τα βάσανά σου τώρα ».
       Και γύρισε ο πολύβουλος Δυσσέας κι απάντησέ του·

125      «Αμφίνομε, άνθρωπος εσύ μου φαίνεσαι με γνώση·
τέτοιο όνομα άκουγα λαμπρό πως είχε κι ο γονιός σου,
ο πλούσιος κι ο καλόκαρδος ο Δουλιχιώτης Νίσος·
εκείνου λέγεσαι παιδί, και σα λεβέντης μοιάζεις.
Και τώρα λόγο θα σου πω, που εσύ καλάκουσέ τον.

130 Απ' όσα ζούν και σέρνουνται πάνω στη γης, κανένα
απ' το θνητό πιο αδύναμο δε βρίσκεται άλλο πλάσμα.
Όσο βαστιέται κι οι θεοί καλοτυχιά του δίνουν,
θαρρεί πως δεν μπορεί κακό στον κόσμο πια να πάθη·
αν όμως οι μακαριστοί θεοί του φέρουν λύπες,

135 τότες κι αθέλητα μπορεί και τις βαστάει η καρδιά του.
Τί αλλάζει των θνητών ο νους κι αυτός κατά τη μέρα,
που τους χαρίζει των θεών κι ανθρώπων ο πατέρας.
Θά 'χα κι εγώ καλοτυχιές και πλούτια μες στον κόσμο,
μα μύριες έπραξα ανομιές με της αντρειάς την τόλμη,

140 κι από την πίστη την πολλή σε αδέρφια και πατέρα.
Λοιπόν ποτές του το άδικο να μη ζητάη κανένας,
μόν' ας τα χαίρεται ήσυχα όσα οι θεοί του δίνουν.
Και τώρα βλέπω τι ανομιές σοφίζουνται οι μνηστήρες,
που καταλούν τα χτήματα, και βρίζουν τη γυναίκα

145 εκείνου, που θαρρώ μακριά από φίλους και πατρίδα
δε βρίσκεται· και μάλιστα κοντά 'ναι· εσένα τότες
θεός ας φέρη σπίτι σου, να μην τον αντικρύσης
την ώρα που στην ποθητή πατρίδα του γυρίση·
τι στο παλάτι του άμα αυτός πατήση, δίχως αίμα

150 σου λέω πως δε θα χωριστούν εκείνος κι οι μνηστήρες ».
       Αυτά είπε, και σαν έσταξε κι ήπιε κρασί και φράνθη,
ξανάθεσε στου βασιλιά τα χέρια το ποτήρι.
Τότες αυτός βαριόκαρδος περπάταε μες στον πύργο,
σκυμμένο το κεφάλι του, γιατί κακό φοβόταν.

155 Μα κι έτσι δεν τον ξέφυγε το χάρο· τι η Παλλάδα
με τ' όπλο του Τηλέμαχου τον έκαμε να πέση·
και πήγε ξανακάθισε στο θρόνο που είχε αφήσει.
       Τότες της έβαλε στο νου η θεά η γαλανομάτα,
της φρόνιμης βασίλισσας και κόρης του Ικαρίου,

160 μπρος στους μνηστήρες να φανή, κι ελπίδα στην ψυχή τους 160
να φέρη μεγαλύτερη, και λατρευτή να γίνη
στο γιό της και στον άντρα της περσότερο από πρώτα.
Και λαφρογέλασε άκαρδα, και στην κελάρισσα είπε·
       « Θέλει, Ευρυνόμη, όσο άλλοτες δεν ήθελε η καρδιά μου,

165 μπρος στους μνηστήρες να φανώ, κι ας είν' και μισητοί μου,
και στο παιδάκι μου να πω δυό λόγια για καλό του,
να μην πολυξανοίγεται με τους κακούς μνηστήρες,
που πάντα του γλυκομιλούν, μα κρύβει μαύρα ο νους τους.»
       Και τότες η κελάρισσα της είπε η Ευρυνόμη·

170 « Καλά και συσταζούμενα τα λες αυτά, παιδί μου,
κι άμε του γιού σου να τα πής, κρυφά μην τα φυλάγης·
μα νίψου πρώτα, κι άλειψε την όψη σου με λάδι,
μην έρχεσαι με πρόσωπο θαμπό και δακρυσμένο,
τ' είναι κακό να φαίνεσαι πάντα γιομάτη πίκρα,

175 τώρα δα που άντρας γένηκε, στους θεούς καθώς το ευκόσουν,
μιά μέρα να τον αξιωθής με γένια φυτρωμένα.»
       Κι η Πηνελόπη η φρόνιμη γύρισε τότες κι είπε·
«Αν και πονής με, όμως αυτά μη μου τα λες, καλή μου,
εγώ μαθές να νίβουμαι, την όψη μου ν' αλείβω·

180 τι εμένα οι θεοί οι αθάνατοι τα κάλλη μου αφανίσαν,
αφότου εκείνος έφυγε με τα βαθιά καράβια.
Μόνε της Ιπποδάμειας πες και της Αυτονόης,
νά 'ρθουν να με παρασταθούν μες στο παλάτι οι δυό τους
τι ντρέπουμαι μονάχη μου να πάω στους άντρες μέσα.»

185      Είπε, και διάβηκε η γριά πομέσα απ' το παλάτι,
να πάη να δώση μήνυμα τώ γυναικώνε νά 'ρθουν.
       Τότε άλλο συλλογίστηκε η θεά η γαλανομάτα·
με ύπνο γλυκό περέχυσε του Ικάριου την κόρη,
και πλάγιασε, κοιμήθηκε, και λύθηκαν οι αρμοί της

190 καθώς κοιτότανε· κι η θεά με δώρα τη στολίζει
αθάνατα, που οι Αχαιοί θωρώντας, να θαμάζουν.
Και πρώτα αμάραντη ομορφιά στην όψη της απλώνει,
σαν της ωριοστεφάνωτης την ομορφιά Κυθέρειας,
στον ερωτιάρικο χορό σαν μπαίνη τώ Χαρίτων·

195 την έκαμε και πιο αψηλή, και πιο τρανή στην όψη,
κι απ' το κοφτό το φίλντισί πιο λαμπερή και πιο άσπρη.
Αυτά σαν έκαμε, έφυγε η θεά η γαλανομάτα·
κι απ' το παλάτι φτάσανε οι ασπροχερούσες βάγιες,
κι απ' τον κατάγλυκο ύπνο της την ξύπνησε η φωνή τους.

200 Την όψη με τα χέρια της έτριψε τότες, κι είπε·
       «Υπνος που μ' ηύρε μαλακός την κακοπαθιασμένη.
Μακάρι τέτοιο θάνατο να μού 'δινε η παρθένα
η Άρτεμη, που ολοζώς στα δάκρυα να μη λυώνω,
τις χάρες τις αρίθμητες ποθώντας του ακριβού μου

205 του αντρός, που απ' όλους ήτανε τους Αχαιούς ο πρώτος.»
       Αυτά σαν είπε, απ' τα λαμπρά κατέβηκε τ' ανώγια,
μόνη της όχι· αντάμα της δυό βάγιες κατεβήκαν.
Κι η ζουλεμένη αρχόντισσα σαν πήγε στους μνηστήρες,
σιμά στο στύλο στάθηκε της δουλεμένης στέγης,

210 σηκώνοντας στο πρόσωπο το λαμπερό φακιόλι,
με τις παραστεκάμενες από τις δυό πλευρές της.
Κι εκείνοι, γλυκοτρέμοντας απ' την πολλή λαχτάρα,
ευκόταν την αγάπη της μιά μέρα να χαρούνε.
Και τότες αυτή μίλησε του ακριβογιού της, κι είπε·

215      « Σού 'φυγε ο νους, Τηλέμαχε, και λογισμό δεν έχεις.
Παιδί σαν ήσουν, πιότερα σοφίζουνταν ο νους σου·
και τώρα που μεγάλωσες, και παλληκάρι γίνης,
κι όποιος τηράει την ομορφιά και την κορμοστασιά σου
θα πή πως είσαι αρχόντου γιός, όμως δεν έχεις τώρα

220 τα φρένα σου σαν άλλοτες, και λείπει ο λογισμός σου.
Δές, πως αυτό το κάμωμα μες στο παλάτι αφήκες
να γίνη· ξένος άξαφνα να κακοπάθη ομπρός σου.
Μα αν πάθαινε μαθές κι αυτός που κάθεται εκεί τώρα,
παρόμοιο μεταχείρισμα σκληρό μες στο παλάτι,

225 πόση ατιμιά, και τι ντροπή σ' όλον τον κόσμο θά 'χες. »
       Κι ο γνωστικός Τηλέμαχος γυρίζει και της κρένει·
« Δεν το παραξενεύουμαι, μανούλα, που χολώνεις·
μα όλα στο νου μου τά 'χω εγώ, κι όλα τα ξεδιαλύνω,
και το καλό και το κακό, τι πια μωρό δεν είμαι.

230 Όμως σωστά το καθετις δε δύνομαι να κρίνω,
τι άλλος εδώ κι άλλος εκεί τα φρένα μου σαστίζουν,
αυτοί εδώ οι κακόβουλοι, κι εγώ βοηθούς δεν έχω.
Ως τόσο σαν που θέλανε δεν τέλειωσε του ξένου
και του Ίρου η μάχη· πιο γερός και δυνατός ο ξένος.

235 Άχ, Δία πατέρα, κι Αθηνά, κι Απόλλωνα, ας μπορούσα
να δώ μες στα παλάτια μας ετούτους τους μνηστήρες
να γέρνουν τα κεφάλια τους πεσμένοι άλλοι εδώ μέσα,
άλλοι παρόξω στην αυλή, κορμιά παραλυμένα,
καθώς κι ο Ίρος κάθεται κεί στης αυλής τη θύρα,

240 και γέρνει το κεφάλι του σα νά 'ταν μεθυσμένος,
κι όρθιος στα πόδια να σταθή δε δύνεται, και μήτε
να σύρη πίσω σπίτι του, κορμί παραλυμένο.»
       Αυτά λαλούσαν κι έλεγαν εκείνοι ανάμεσο τους·
και μίλησε ο Ευρύμαχος της Πηνελόπης κι είπε·

245      «Ώ Πηνελόπη φρόνιμη, του Ικάριου θυγατέρα,
αν όλοι του Άργους οι Αχαιοί σε βλέπανε δωπέρα,
πιότεροι θα τρωγόπιναν μνηστήρες στα παλάτια
τ' απόταχο, γιατ' είσαι εσύ τώ γυναικών η πρώτη,
στο κάλλος και στ' ανάστημα, και στα σωστά σου φρένα. »

250      Κι η Πηνελόπη η φρόνιμη του απάντησε και του είπε·
« Ευρύμαχε, τις χάρες μου, τα κάλλη, το κορμί μου,
τ' αφάνισαν οι αθάνατοι, στην Τρωάδα σαν κινήσαν
οι Αργίτες, και μ' αυτούς μαζί κι ο άντρας μου ο Δυσσέας.
Εκείνος αν ερχότανε τη ζωή μου να φροντίζη,

255 πιο δοξασμένο και λαμπρό θένα' ταν τ' όνομά μου.
Τώρα έχω λύπες, τι πολλά δεινά μου φέρνει η μοίρα.
Άχ, τότες που απ' την ποθητή πατρίδα ξεκινούσε,
θυμάμαι πως απ' το δεξί μ' έπιασε χέρι, κι είπε·
« Γυναίκα, δε στοχάζουμαι πως οι φτερόποδοι όλοι

260 Αχαιοί θένα γυρίσουνε γεροί από την Τρωάδα·
τι λεν πως πολεμόχαροι κι οι Τρωαδίτες όντας,
κι από κοντάρι ξέρουνε, κι από δοξάρι νιώθουν
και σε γοργόποδα άλογα ανεβαίνουν, και τον όμοιο
αποφασίζουν μονομιάς αγώνα του πολέμου.

265 Έτσι, δεν ξέρω αν ο θεός θ' αφήση να γυρίσω,
ή εκεί στην Τροία αν θα χαθώ· κι εδώ σύ νοιάζου τα όλα,
τη μάνα και τον κύρη μου σαν τώρα φρόντιζέ τους,
ή και καλύτερα, όσο 'γώ βρίσκουμ' εκεί στα ξένα·
και του παιδιού μας άμα δης τα γένια να φυτρώνουν

270 τότε άφησε το σπίτι σου, πάρε όποιον θέλεις άντρα.»
Εκείνος τέτοια μού 'λεγε, κι όλα τελιούνται τώρα,
κι η νύχτα δε θ' αργήση πια του μαύρου γάμου εμένα,
της έρμης, που μου τό 'σβησε το ριζικό μου ο Δίας.
Μα κι άλλος πόνος φοβερός αγγίζει την καρδιά μου·

275 τέτοιες δεν είχαν άλλοτες συνήθειες οι μνηστήρες·
αρχοντοκόρη αν θέλανε να πάρουν ζουλεμένη,
κι ανάμεσό τους μάχονταν ποιός να την κάμη νύφη,
βόδια μαζί τους φέρνανε κι αρνιά καλοθρεμμένα,
για τους δικούς της κορασιάς, κι ώρια της δίναν δώρα,

280 μα ξένα πλούτια χάρισμα δεν τρώγανε ποτές τους.»
       Αυτά είπε, κι ο πολύπαθος χαιρότανε Οδυσσέας,
που πάσκιζε τα δώρα τους να πάρη, και με λόγια
γλυκά γλυκά τους μάγευε, μα ο νους της άλλα ζήτα.
       Κι ο Αντίνος του Ευπείθη ο γιός απάντησέ της κι είπε·

285 «Ώ Πηνελόπη φρόνιμη, του Ικάριου θυγατέρα,
όποιος εδώ απ' τους Αχαιούς θέλει να φέρνη δώρα,
δέχου τα· δεν είναι καλό χαρίσματα ν' αρνιέσαι·
μα εμείς, μήτε στα χτήματα, μήτε κι αλλού δεν πάμε,
πρί να διαλέξης άντρα σου των Αχαιών τον πρώτο. »

290      Αυτά 'πε ο Αντίνος, κι άρεσαν τα λόγια του στους άλλους, 
κι έστειλαν όλοι κήρυκα τα δώρα να τους φέρη.
Τού Αντίνου πέπλο φέρανε πανώριο και μεγάλο,
και πλουμιστό, με δώδεκα μαλαματένιες κόπτσες
που στα θηλύκια ταίριαζαν τα ομορφολυγισμένα.

295 Τού Ευρύμαχου περίτεχνη του φέραν αλυσίδα,
κεχριμπαρένια και χρυσή, που έφεγγε σαν τον ήλιο.
Οι δούλοι του Ευρυδάμαντα δυό σκουλαρίκια φέραν,
με τρία σα μούρα, ολόλαμπρα, πετράδια το καθένα.
Κι ο βασιλέας ο Πείσαντρος, ο γιός του Πολυχτόρου,

300 δώρο έστειλε πανόμορφο σφανταχτερό γιορντάνι.
Όμοια κι οι άλλοι οι Αχαιοί προσφέρνανε στολίδια.
       Κατόπι η θεία η δέσποινα στ' ανώγια της ανέβη,
κι οι βάγιες ακολούθησαν με τα πανώρια δώρα.
Εκείνοι πάλε με χορούς και με γλυκά τραγούδια

305 γλεντίζανε, προσμένοντας ωσπού να ρθή το βράδυ·
και καθώς γλέντιζαν τ' αχνό κατέβηκε το βράδυ,
Στήσανε τότες δυό φανούς να φέγγουνε, και βάλαν
ξύλα στεγνά κι ολόξερα και νιοσκισμένα γύρω,
που σμίγοντάς τα με δαδιά τα κράτααν αναμμένα

310 οι δούλες του αντρειόψυχου Δυσσέα με την αράδα.
Σ' αυτές τότε ο πολύβουλος κι ο θεϊκός Δυσσέας
μίλησε· «Δούλες του τρανού του Οδυσσέα, που λείπει
στα ξένα χρόνους και καιρούς, αμέτε εκεί που μνήσκει
η σεβαστή η βασίλισσα, και πιάστε εκεί τη ρόκα,

315 ή γνέθετε για γλέντι της, σιμά της καθισμένες,
και σ' όλους τούτους πού 'ναι εδώ μπορώ και φέγγω ατός μου,
Μα ακόμα κι αν προσμένουνε την ώρια Αυγούλα νά 'ρθη,
δε με τρομάζουνε· τι εγώ βαστώ σε κάθε κόπο.»

320      Είπε, κι εκείνες γέλασαν, κι είδαν η μιά την άλλη.
Μα η Μελανθώ τότε άσκημα του μίλησε η ομορφούλα,
που του Δολίου ήταν παιδί, μα καλανάθρεψέ την
η Πηνελόπη, και λαμπρά της χάριζε παιχνίδια·
όμως την Πηνελόπη αυτή δε συμπονούσε τώρα,

325 παρά με τον Ευρύμαχο κρυφές αγάπες είχε.
Αυτή του κακομίλησε με πείσμα του Οδυσσέα·
       « Καημένε ξένε, που θαρρώ ξεκουτιασμένος είσαι,
δεν πάς μες σε χαλκιάδικο να κοιμηθής, ή χάνι,
μόνε ήρθες και μωρολογάς εδώ με τόσο θάρρος,

330 [ σ' αυτούς τους άντρες ομπροστά χωρίς να νιώθης φόβο ;
Γιά το κρασί σε ζάλισε, για τέτοια πάντα θά 'ναι
τα φρένα σου, και κάθεσαι και μας λαλείς του βρόντου ].
Ή καμαρώνεις που έρριξες τον Ίρο το ζητιάνο ·,
Κοίτα μην άλλος άξαφνα καλυτερός του σού 'ρθη,

335 και με τ' αντρίκια χέρια του τα καύκαλα σου σπάση,
και βουτημένο στα αίματα σε διώξη απ' το παλάτι. »
       Και λέει αγριοκοιτώντας την ο ρήγας ο Οδυσσέας·
«Θά τρέξω, του Τηλέμαχου να τα μηνύσω, ώ σκύλα,
αυτά που λες, να ρθή μεμιάς κομμάτια να σε κόψη.»

340      Μ' αυτά τα λόγια δείλιασαν αμέσως οι γυναίκες·
τους κόπησαν τα ήπατα, και σκόρπισαν και φύγαν
περίτρομες, τι πίστευαν πως είπε την αλήθεια.
Στούς αναμμένους τους φανούς στάθηκε τότε εκείνος
να φέγγη, και στο πρόσωπο θωρούσε τον καθέναν,

345 μα άλλα στο νου του γύριζε, που ατέλεστα δε μείναν.
       Κι η Αθηνά δεν άφηνε τους θεότολμους μνηστήρες
να παύουν την κακογλωσσιά, για να κατέβη ο πόνος
ακόμα πιο βαθύτερα στου Οδυσσέα τα σπλάχνα.
Και πρώτος ο Ευρύμαχος, ο γόνος του Πολύβου,

350 τον Οδυσσέα πείραζε, για να γελούν οι φίλοι·
       «Ακούτε με, ώ της δοξαστής βασίλισσας μνηστήρες,
τα όσα μέσα μου αγρικώ να σάς τα φανερώσω.
Δεν ήρθε αυτός χωρίς βουλή θεού μες στο παλάτι
του Οδυσσέα· σαν τα δαδιά κι η κεφαλή του φέγγει,

355 τι απάνω της δεν έμεινε μικρή ή μεγάλη τρίχα.»
       Και του Οδυσσέα κουβέντιασε, του καστροπολεμίτη·
«Θά 'ρχόσουν τάχα αργάτης μου, ά σε ζητούσα, ώ ξένε,
σε κάποιαν άκρη χωραφιών, με πλερωμή, να φέρνης
λιθάρια για τους φράχτες μου, και δέντρα να φυτεύης;

360 Εκεί θροφή θα σού 'δινα, και με το παραπάνω,
και θά 'χες και φορέματα, και τα ποδήματά σου.
Μα τώρα που κακόμαθες, δουλειά δε θες να πιάσης
μόνε σ' αρέσει σε χωριά να σέρνεσαι και χώρες,
να θρέφης με τη διακονιά τη λαίμαργη, κοιλιά σου».

365      Και γύρισε ο πολύβουλος Δυσσέας κι απολογήθη·
«Ήθελ' αλήθεια στη δουλειά να παραβγούμε οι δυό μας
την άνοιξη, ώ Ευρύμαχε, που μεγαλώνει η μέρα,
πάς στο γρασίδι· να κρατώ καλόγερτο δρεπάνι,
παρόμοιο να κρατάς κι εσύ, και να δοκιμαστούμε,

370 ως το σκοτάδι νηστικοί, και νά 'χη εκεί χορτάρι.
Ή και δυό βόδια αν εβρισκα λαμπρά να κυβερνήσω,
μεγάλα και βασταγερά, γρασίδι χορτασμένα,
ομήλικα, συνταιριαστά, με δύναμη περίσσια,
που ο κάθε σβώλος της σποριάς να πέφτη ομπρός στ' αλέτρι,

375 θα μ' έβλεπες πως θ' άνοιγα τ' αυλάκι πέρα ως πέρα.
Κι αν από κάπου πόλεμο σήκωνε ο γιός του Κρόνου
σήμερα, κι είχα ασπίδα εγώ, και δυό μαζί κοντάρια,
κι ολόχαλκο περίκρανο στην κεφαλή αρμοσμένο,
μες στους προμάχους θά 'βλεπες εμένα πρώτο πρώτο,

380 και δε θα κατηγόρειες με ποτές για την κοιλιά μου.
Μα είσαι κακόβουλος εσύ, κι είναι σκληρή η καρδιά σου·
κι όμως μεγάλος και πολύς φαντάζεσαι πως είσαι,
αν και με λίγους σμίγεσαι, και τούτους όχι αντρείους.
Ανίσως στην πατρίδα του γυρίση ο Οδυσσέας,

385 οι θύρες οι τετράπλατες ομπρός σου θα στενέψουν,
θα φεύγης απ' τα πρόθυρα να τιναχτής στους δρόμους.»
       Αύτα είπε, και βαρύτερα ο Ευρύμαχος χολιάζει,
κι αγριοκοιτώντας τον λαλεί με φτερωμένα λόγια.
       « Κακά θα πάθης μα το ναί, παλιάνθρωπε, από μένα,

390 που ομπρός σ' αυτούς μωρολογάς χωρίς να νιώθης φόβο·
για το κρασί σε ζάλισε, για τέτοια πάντα θά 'ναι
τα φρένα σου, και κάθεσαι και μου λαλείς του βρόντου.
Ή καμαρώνεις που έρριξες τον Ίρο το ζητιάνο ; »
       Αυτά είπε, κι άδραξε σκαμνί· και τότες ο Οδυσσέας

395 φοβήθηκε και κάθισε στου Αμφίνομου το γόνα·
και χτύπησε ο Ευρύμαχος πάς στο δεξί το χέρι
τον κεραστή· και με βουητό κυλίστηκε ο προχύτης,
κι αυτός ανάμεσα έπεσε στα χώματα βογγώντας.
Κι οι άλλοι στα βαθιόσκιωτα παλάτια οχλαλοούσαν·

400 κι απ' αυτούς κάποιος έλεγε τηρώντας πλαγινό του·
       « Νά 'χε χαθή στην ερημιά πριν έρθη αυτός ο ξένος,
δε θένα σήκωνε μαθές τέτοια βουή εδωπέρα.
Και τώρα λογοφέρνουνε για ζήτουλους, και γλύκα
δεν έχουν τα τραπέζια μας, μόν' το κακό πρωτεύει. »

405      Και τότες ο Τηλέμαχος τους έλεγε ο λεβέντης·
« Κακότυχοι, φρενιάζετε, και δεν μπορεί πια ο νους σας
μηδέ πιοτό μηδέ φαΐ να κρύψη· θεός σάς σπρώχνει.
Τώρα που καλοφάγατε, στο σπίτι σας καθένας
αμέτε και συχάζετε· δε διώχνω εγώ κανέναν.»

410      Αυτά είπε, και δαγκάνοντας τα χείλη τους εκείνοι,
θαμάζαν τον Τηλέμαχο, πόσο ανοιχτά μιλούσε.
Και τότες ο Αμφίνομος ξαγόρεψέ τους κι είπε,
ο δοξαστός του Νίσου γιός και του Αρήτου αγγόνι·
       « Παιδιά, σα μας μιλούν σωστά, δεν πρέπει εμείς αγνάντια

415 λαλώντας να θυμώνουμε και να λογομαχούμε.
Τον ξένο μην τον βρίζετε, μήτε κανέναν άλλον
από τους δούλους του θεϊκού Δυσσέα στα παλάτια·
Μόν' ας αρχίση ο κεραστής, και στάξιμο σα γίνη,
πηγαίνουμε στα σπίτια μας να πέσουμε στον ύπνο·

420 τον ξένο τον αφήνουμε στον πύργο του Οδυσσέα·
ικέτη του ο Τηλέμαχος τον έχει, κι ας νοιαστή τον. »
       Είπε, και σ' όλους εύλογα τα λόγια του φανήκαν.
Κι ο ήρωας Μούλιος, κήρυκας, του Αμφίνομου κοπέλι,
μες στο κροντήρι το κρασί καλόσμιξε, και σε όλους

425 γύρω το μοίρασε. Κι αυτοί στους αθανάτους στάξαν,
κι ήπιαν μελόγλυκο κρασί. Και σάνε στάξαν όλοι,
κι ήπιαν κρασί όσο ήθελε η καρδιά τους, ξεκινήσαν
καθένας προς το σπίτι του, να πέσουνε στον ύπνο.

Αντώνης Σαμαράκης (1919-2003)

«Το άγγελμα της ημέρας»

Μην πεις ποτέ σου: «Είναι αργά!» κι αν χαμηλά έχεις πέσει. κι αν λύπη τώρα σε τρυγά κι έχεις βαθιά πονέσει.

Κι αν όλα μοιάζουν σκοτεινά κι έρημος έχεις μείνει. μην πεις ποτέ σου: «Είναι αργά!» -τ' ακούς;- ό,τι  κι αν γίνει

Ο Μικρός Πρίγκιπας: «Αντίο», είπε η αλεπού. «Να το μυστικό μου. Είναι πολύ απλό: Μόνο με την καρδιά βλέπεις αληθινά. Την ουσία δεν τη βλέπουν τα μάτια»

𝓜πάμπης 𝓚υριακίδης