Ραψωδία τ
Οδυσσέως και Πηνελόπης ομιλία. Τα νίπτρα.
Μα στο παλάτι ο θεϊκός απόμεινε Οδυσσέας,
με τη θεά αναδεύοντας το φόνο τώ μνηστήρων,
κι αυτά του γιού του μίλησε τα φτερωμένα λόγια·
5 κι όταν εκείνοι θέλοντας να ξέρουν, σε ρωτάνε,
εσύ με λόγια μαλακά γλυκαποκοίμιζέ τους,
και λέγε τους: —Απ' τον καπνό τα πήρα τι δεν είναι
σαν που ο Δυσσέας τ' άφησε μισεύοντας στην Τροία,
μόνε η αχνίλα της φωτιάς τα θόλωσε από τότες.
10 Μα κι άλλο μεγαλύτερο βάζει στο νου μου ο Δίας,
μην τύχη και σε μάλωμα σάς ρίξη το μεθύσι,
και χτυπηθήτε, κι ατιμιά στην προξενειά σας φέρτε,
γιατί μονάχο του τραβάει το σίδερο τον άντρα.»
Τον άκουσε ο Τηλέμαχος τον ακριβό γονιό του,
15 και τη βυζάστρα Ευρύκλεια φωνάζει, και της κρένει·
«Μές στο παλάτι κράτα μου τις κοπελιές, ώ μάνα,
ώσπου του κύρη τ' άρματα στο θάλαμο να θέσω,
τα ώρια, που τα τρώει πολλή στο σπίτι μας καπνίλα,
από τα τότες που έφυγε, κι ήμουν εγώ παιδάκι.
20 Θά τα φυλάξω τώρα εκεί που άχνη φωτιάς δε φτάνει.»
Και τότες η πανάκριβη του κρένει παραμάνα·
«Μακάρι, ώ γιέ μου, ν' άρχιζες με πονεσιά και γνώση
το σπίτι αυτό να νοιάζεσαι και να φυλάης αλήθεια.
Μα πες μου ως τόσο, ποιά το φως τώρα θα ρθή να φέρη,
25 που δεν αφήνεις νά 'βγουνε τις δούλες να σου φέγγουν;»
Κι ο γνωστικός Τηλέμαχος απάντησέ της κι είπε·
«Τούτος ο ξένος, γιατί αργός δεν το σχωρνώ να μείνη
όποιος μου αγγίζει το ψωμί, κι ας ήρθε κι απ' τα ξένα.»
Αυτά είπε, κι έμεινε άφτερος στα χείλη της ο λόγος
30 και του καλόχτιστου έκλεισε του παλατιού τις θύρες.
Τότε ο Δυσσέας ξεκίνησε με το λεβέντη γιό του,
και μέσα κράνη φέρανε, κι αφαλωτές ασπίδες,
και σουβλερά κοντάρια. Ομπρός η Αθηνά η Παλλάδα
χρυσό λυχνάρι κράταγε, που έχυνε φως πανώριο.
35 Κι αμέσως ο Τηλέμαχος φωνάζει του γονιού του·
«Θάμα 'ναι αυτό, πατέρα μου, που βλέπω εδώ ομπροστά μου·
τριγύρω οι τοίχοι του σπιτιού, τα μεσοδόκια τα ώρια,
και τα ελατένια τα δοκιά κι οι αψηλωμένοι οι στύλοι,
όλα αναλάμπουν και χτυπούν στα μάτια μου σα φλόγες,
40 Κάποιος Θεός κατέβηκε δώ μέσα απ' τα ουράνια.»
Και γύρισε ο πολύβουλος Δυσσέας και του κρένει·
«Σώπα, το νου σου βάσταξε, και μη ρωτάς του κάκου·
τέτοια η συνήθεια των θεών που κατοικούν τα ουράνια.
Μόνε άμε εσύ ν' ανεπαυτής, κι εγώ εδώ πέρα μνήσκω,
45 τις δούλες και τη μάνα σου να κάμω να μιλήσουν.
Τί καθετίς με κλάματα θα με ρωτήξη εκείνη.»
Αυτά είπε, κι ο Τηλέμαχος απ' τα παλάτια βγήκε,
και με τη λάμψη τώ φανών περνάει στο θάλαμο του,
που αυτού κοιμότανε, γλυκός σαν του κατέβαινε ύπνος·
50 πλάγιασ' εκεί, και πρόσμενε της χαραυγής την ώρα.
Μα στο παλάτι ο θεϊκός απόμεινε Οδυσσέας,
με τη θεά γυρεύοντας το φόνο τώ μνηστήρων.
Τότες από το θάλαμο κι η Πηνελόπη φάνη,
παρόμοια με την Άρτεμη και τη χρυσή Αφροδίτη.
55 Φέρανε πλάγι της φωτιάς και θέσαν το θρονί της,
που τορνευτό με φίλντισι κι ασήμι τό 'χε φτιάξει
ο μάστορης ο Ικμάλιος, μαζί μ' ακουμποπόδι
συνταιριαστό, και με προβιά μεγάλη σκεπασμένο·
σ' εκείνο απάνω η φρόνιμη καθόταν Πηνελόπη.
60 Απ' τα παλάτια πρόβαλαν και δούλες ασπροχέρες,
που σήκωσαν τα φαγητά και τα λαμπρά τραπέζια,
και τα ποτήρια που έπιναν οι αγέρωχοι μνηστήρες.
Κι έρριξαν χάμου τις φωτιές απ' τους φανούς, και βάλαν
άλλα περίσσια απάνω τους ξύλα για φως και ζέστα.
65 Τότες αρχίζει η Μελανθώ ξανά με το Δυσσέα·
«Ακόμα θα μας τυραννής, ώ ξένε, εδώ τη νύχτα,
στο σπίτι τριγυρίζοντας, κοπέλες να ματιάζης;
Σου σώνουν, κακορίζικε, τα πόφαγες, και φεύγα,
Ή τάχα θες με τις δουλειές να πεταχτής στο δρόμο;»
70 Και λέει αγριοκοιτώντας την ο μέγας Οδυσσέας·
«Γιατί με τόσο, αθεόφοβη, με κατατρέχεις άχτι;
Τάχα πού 'μαι έτσι δα λερός και φτωχικά ντυμένος,
και βγαίνω και ψωμοζητώ στης πείνας την ανάγκη;
Τέτοιοι 'ναι κείνοι που στη γης γυρίζουν και ζητάνε.
75 Κι εγώ είχα σπίτια μιά φορά στον κόσμο, κι ήμουν πλούσιος,
κι ευτυχισμένος, κι έδινα σ' εκείνους που γυρνούσαν,
και γύρευαν, όποιοι ήτανε, κι απ' ό,τι είχαν ανάγκη·
και δούλους είχα αρίθμητους κι άλλα καλά περίσσια,
που έχουν αυτοί που καλοζούν και που τους λένε αρχόντους.
80 Μα ο Δίας άλλα θέλησε, και μου τα ρήμαξ' όλα·
Κι εσύ, ώ γυναίκα, κοίταξε μη χάσης τη λαμπράδα
που σε στολίζει ανάμεσα σε τόσες άλλες δούλες,
μαζί σου αν τύχη κι άξαφνα χολιάση η δέσποινά σου,
ή αν έρθη, σαν που ελπίζουνε, στο Θιάκι ο Οδυσσέας.
85 Κι αν πάλε εκείνος χάθηκε και γυρισμό δεν έχει,
να, ο γιόκας του ο Τηλέμαχος, μεγάλος με τη χάρη
του Απόλλωνα· δε δύνεται να πράξη εδώ γυναίκα
κακό, χωρίς να ξέρη αυτός, τι πια παιδί δεν είναι.»
Κι η Πηνελόπη η γνωστικιά τον άκουσε, κι αμέσως
90 την παρακόρη μάλωσε, και φώναξέ της κι είπε·
«Αδιάντροπη κι αθεόφοβη, τη βλέπω σου την κάκια,
που απάνω στο κεφάλι σου θα πέση αυτή κατόπι.
Σα να μη γνώριζες μαθές, μιάς κι άκουγές με τότες
πως μέσα, στο παλάτι μου ποθούσα να ρωτήξω
95 τον ξένο για τον άντρα μου, γιατί βαρειά 'χω λύπη.»
Κατόπι της κελάρισσας της Ευρυνόμης κρένει·
«Φέρε, Ευρυνόμη, εδώ θρονί με την προβιά αποπάνω,
ο ξένος να καθίση εκεί, να λέη και να μ' ακούγη
σαν του μιλώ, τι λαχταρώ να τον καλοξετάσω.»
100 Είπε, κι εκείνη πρόθυμα φέρνει σιμά και στήνει
σκαμνί καλοπελέκητο, με την προβειά αποπάνω.
Κάθισ' εκεί ο πολύπαθος κι ο θείος Οδυσσέας,
κι η Πηνελόπη η φρόνιμη μ' αυτά τα λόγια αρχίζει·
«Ξένε, εγώ πρώτα πρώτα αυτό να σε ρωτήξω θέλω·
105 ποιός είσαι εσύ, και πούθενε; ποιά η χώρα σου, οι γονιοί σου;»
Και γύρισε ο πολύβουλος Δυσσέας και της είπε·
«Γυναίκα, εσένα δεν μπορεί μήτε στης γης την άκρη
ψεγάδι να σου βρη θνητός. Ως τα ουράνια εσένα
πηγαίνει η φήμη σου· ο καλός παρόμοια βασιλέας
110 φημίζεται σαν κυβερνάη λαό πολύ κι αντρείο,
με δίκιο και θεοφοβιά. Η γης του βγάζει στάρι,
τα δέντρα φέρνουνε καρπούς, τα πρόβατα πληθαίνουν,
χαρίζει ψάρια η θάλασσα, κι όλος ο κόσμος έχει
και πλούτια και καλοτυχιά με την καλοδηγιά του.
115 Τώρα κι εμένα ρώταγε στο σπίτι σου ό,τι άλλο,
όμως πατρίδα και γενιά να πω μη μου γυρεύης,
παλιές μην έρθουν θύμησες και με γεμίσουν πόνους,
γιατ' είμαι πολυστέναχτος. Και μες σε ξένο σπίτι
δεν πρέπει να μοιρολογώ και στεναγμούς να βγάζω,
120 τι φρόνιμο τ' ανέπαυο παράπονο δεν είναι,
μην κάποια δούλα σου, ή κι εσύ, χολώστε και θαρρέψτε
πως το μεθύσι μ' έπιασε, και πλημμυρώ στα δάκρυα.»
Κι η Πηνελόπη η φρόνιμη του απάντησε και του είπε·
«Ώ ξένε, όλες τις χάρες μου, την ομορφιά, το σώμα,
125 οι αθάνατοι μου αφάνισαν αφότου στην Τρωάδα
με τους Αχαιούς ξεκίνησε ο άντρας μου ο Δυσσέας.
Άν τη ζωή μου ερχότανε να διαφεντέψη εκείνος,
κι η δόξα μου θα πλήθαινε, κι όλα καλά θα βγαίναν·
τώρα έχω πίκρες· τι πολλά δεινά μου φέρνει η μοίρα.
130 [ Γιατί όσοι γύρω στα νησιά πρωτοστατούν αρχόντοι,
Δουλίχι, Σάμη, Ζάκυνθο με τα δασά τα δέντρα,
κι όσοι σ' αυτό το λιόλουστο νησί μας λημεριάζουν,
θέλω δε θέλω με ζητούν, κι όλο χαλνάν το βιός μου. ]
Γιά δαύτο, μήτε ξένο έγώ, και μήτε ικέτη ακούγω,
135 μήτε κανένα κήρυκα, του κόσμου δουλευτάρη,
μόνε μου τρώει τα σπλάχνα μου του Οδυσσέα ο πόθος.
Αυτοί για γάμο βιάζουνται, κι εγώ τους πλέχνω δόλους.
Και πρώτα θεός με βοήθησε να σοφιστώ να στήσω
θεόμακρο στον πύργο μου πανί, και να το φάνω,
140 ψιλόκλωστο κι αμέτρητο. Και λέω τους: —Παλληκάρια,
μνηστήρες μου, τώρα ο λαμπρός που απέθανε Οδυσσέας.
μη βιάζετε το γάμο μου, για ν' αποσώσω πρώτα
το πανικό, να μη χαθούν τα νήματα του κάκου,
που τό 'χω για το σάβανο του ήρωα του Λαέρτη,
145 σαν έρθη ο κορμοτεντωτής ο χάρος και τον πάρη,
μπάς και καμιά των Αχαιών κερά με ψεγαδιάση,
σαν κοίτεται ασαβάνωτος, πού 'ταν και τόσο πλούσιος.
Αυτά είπα, κι οι λεβέντικες τα δέχτηκαν ψυχές τους.
Λοιπόν, τις μέρες έφαινα το θεόμακρο πανί μου,
150 τη νύχτα όμως το ξέφαινα σαν έφερναν τα φώτα.
Τρείς χρόνους τους κρυφόπαιζα, κι έτσι τους έπειθα όλους·
μα οι εποχές σαν έφεραν τον τέταρτο το χρόνο,
και τα φεγγάρια χάνονταν, και πλήθαιναν οι μέρες,
οι δούλες, σκύλες άπονες, με πρόδωσαν, κι εκείνοι
155 ήρθαν και μ' έπιασαν εδώ, και μου βαριομιλήσαν,
Και τότες πια με το στανιό το τέλειωσα απ' ανάγκη.
Μήτ' από γάμο γλυτωμό δε βλέπω τώρα, μήτε
άλλον πια τρόπο· στην παντρειά με σπρώχνουν οι γονιοί μου
κι ο γιός μου, βλέποντας το βιός που τρων αυτοί, σκυλιάζει,
160 τι τώρα που άντρας έγινε και νιώθει, θα φροντίζη
το σπίτι του σαν άνθρωπος που τον τιμάει ο Δίας.
Ως τόσο λέγε μου κι εσύ τη φύτρα, τη γενιά σου·
δε θά 'σαι απ' του παραμυθιού το δρύ και το λιθάρι.»
Και γύρισε ο πολύβουλος Δυσσέας και της είπε·
165 «Γυναίκα πολυσέβαστη του θεϊκού Οδυσσέα,
ως πότε εσύ θένα ζητάς να μάθης τη γενιά μου;
Μα θα στην πω, και πιότερος ας γίνεται ο καημός μου·
αυτή 'ναι η τύχη του θνητού που λείπει απ' την πατρίδα
τόσον καιρό, όσο βρίσκουμαι κι εγώ ξενιτεμένος,
170 και τυραννιέται σε πολλές γυρνώντας πολιτείες.
Όμως και πάλε θα σ' το πω το που ρωτάς να μάθης.
Είναι μιά γης κατάμεσα του μελανού πελάγου,
η Κρήτη, η ώρια κι η παχειά κι η τριγυρολουσμένη.
Κατοίκους έχει αρίθμητους, και χώρες ενενήντα.
175 Κάθε λαός κι η γλώσσα του. Ζούν Αχαιοί στον τόπο,
ζούνε νησιώτες Κρητικοί, παλληκαριάς ξεφτέρια,
και Κύδωνες, και Δωρικοί, και Πελασγοί λεβέντες.
Κι είν' η Κνωσό, χώρα τρανή, που ο Μίνωας του μεγάλου
του Δία σύντροφος εννιά, κι εννιά κυβέρναε χρόνους,
180 του Δευκαλίωνα ο γονιός, του αντρόψυχου γονιού μου,
που εξόν εμένα, γέννησε το ρήγα Ιδομενέα.
Στό Ίλιο αυτός ακλούθησε τους δυό του Ατρέα γόνους
με τα καράβια του. Αίθωνας εμένα τ' όνομά μου,
κι εγώ ο νεώτερος, αυτός καλύτερος και πρώτος.
185 Εκεί είδα το Δυσσέα εγώ, και ξενοφίλεψά τον,
τι του ανέμου η μάνητα τον πέταξε στην Κρήτη,
στην Τροία καθώς αρμένιζε, λοξά από το Μαλέα,
κι ήρθε στην Αμνισό, κοντά στης Ειλειθυίας το σπήλιο,
μέσα στα κακολίμανα, και σώθη απ' τα δρολάπια,
190 Στή χώρα ευτύς ανέβηκε για τον Ιδομενέα,
που σεβαστό τον έλεγε κι αγαπητό του φίλο.
Ήταν ως τόσο δέκα αυγές, κάν ένδεκα, που εκείνος
για το Ίλιο με τ' ανάφρυδα καράβια είχε κινήσει.
Τον πήρα εγώ στον πύργο μου και καλοδέχτηκά τον,
195 κι απ' τα πολλά που βρίσκονταν τον φίλεψα γενναία·
κι έδωκα αλεύρια απ' το κοινό, κρασί φλογάτο, βόδια,
για τις θυσίες εκείνου και των συντρόφων όλων,
που τόνε συνοδεύανε, να τα χαρή η ψυχή τους.
Δώδεκα μέρες οι Αχαιοί προσμένουν τότε οι θείοι·
200 κακός τους έκλεισε Βοριάς, κι ουδέ στη γης να μείνουν
δεν άφηνε· κάποιος θεός τους έστελνε οργισμένος.
Στις δεκατρείς κατάπεσε, και τότες ξεκινήσαν.»
Ήξερε ψέματα πολλά να λέη μ' αλήθειες όμοια·
τ' άκουγ' εκείνη, κι έκλαιγε ωσπού έλυωνε η θωριά της.
205 Κι όπως απάνω στα ψηλά βουνά το χιόνι λυώνει,
που ο Ζέφυρος το στοίβαξε και τό 'λυωσε ο Σιρόκος,
κι όσο αυτό λυώνει, οι ποταμοί φουσκώνουν κι όλο τρέχουν,
έτσι στα δάκρυα λυώνανε τα ωραία μάγουλά της,
σαν έκλαιγε τον άντρα της που πλάγι της καθόταν.
210 Κι αυτός, όσο κι αν ένιωθε του θρήνου της τον πόνο
κράταε τα μάτια ασάλευτα σαν κέρατο ή ατσάλι,
τα δάκρυα καθώς έκρυβε στα βλέφαρα με τέχνη.
Κι εκείνη σάνε χόρτασε τα δάκρυα και το κλάμα,
πάλε του ξαναμίλησε κι απάντησέ του κι είπε·
215 «Θαρρώ πως, ξένε, τώρα εγώ θα δοκιμάσω εσένα,
να δώ αν αλήθεια φίλεψες στ' αρχοντικό σου μέσα
τον άντρα μου και τους καλούς συντρόφους του όπως είπες.
Σαν τι λογής φορέματα φορούσε στο κορμί του
και ποιά σα νά 'ταν η όψη τους, κι αυτού και τώ συντρόφων;»
220 Και γύρισε ο πολύβουλος Δυσσέας, και της είπε·
«Γυναίκα, δύσκολο να πω, τόσον καιρό πια τώρα·
είκοσι χρόνοι 'ναι που αυτός τον τόπο μου έχει αφήσει·
όμως θα παραστήσω τον καθώς ανιστορώ τον.
Διπλή φλοκάτα μαλλωτή και πορφυρένια φόρειε
225 ο θείος Δυσσέας και με χρυσή κόπτσα που είχε θηλύκι
διπλότρυπο, κι από μπροστά λαμπρής δουλειάς στολίδι·
σκύλος ζαρκάδι παρδαλό στα μπροστινά του κράτα,
και κοίτα το που σπάραζε· κι αυτό θαμάζαν όλοι,
πως, όντας από μάλαμα, κοιτάει και πνίγει ο σκύλος
230 το ζώ, που με πόδια του σπαράζει να ξεφύγη.
Θυμάμαι και σφανταχτερό χιτώνα στο κορμί του,
που σαν τη φλούδα γυάλιζε που έχει ξερό κρομμύδι·
τόσο ήτανε ψιλόφτιαστος και λιόλαμπρος συνάμα,
235 Πολλές σαν τόνε βλέπανε γυναίκες το ν θαμάζαν.
Κι άλλο ένα λόγο θα σου πω, κι ας μείνη μες στο νου σου·
δεν ξέρω εκείνα τα σκουτιά αν τα φόρειε από το σπίτι,
ή αν σύντροφος του τά 'δωκε σαν έμπαινε στο πλοίο,
ή κάποιος φίλος τι πολλούς τους είχε ο Οδυσσέας.
240 Μές στους λαούς των Αχαιών λίγοι ήτανε παρόμοιοι.
Κι εγώ σπαθί χαλκόφτιαστο, και πορφυρή χλαμύδα,
διπλή κι ωραία του έδωκα, κι ολόμακρο χιτώνα,
και με τιμή τον έστειλα στο γλήγορο καράβι.
Μαζί του ήταν και κήρυκας τρανότερός του λίγο
245 στα χρόνια, που κι εκείνονε θα σου στορήσω τώρα·
καμπούρης, μελαψός, σγουρός, κι είχε όνομα Ευρυβάτης·
κι απ' όλους τους συντρόφους του τιμούσε ο Οδυσσέας
ξέχωρα αυτόν, τι ταίριαζαν οι γνώμες τώ δυονών τους.»
Είπε, και πιότερη όρεξη της φέρανε για κλάμα
250 εκείνα τα ολοφάνερα του Οδυσσέα σημάδια.
Και σάνε καλοχόρτασε τα δάκρυα και το κλάμα,
τότες του ξαναμίλησε κι απάντησέ του κι είπε·
«Και πρώτα σε συμπόνεσα, μα από τα τώρα, ώ ξένε,
μες στο παλάτι αγαπητός και σεβαστός θα μου είσαι.
255 Εγώ τα ρούχα τού 'δωκα που τώρα μου ιστορούσες·
τα δίπλωσα και τά 'βγαλα απ' το θάλαμο, κι απάνω
θηλυκωτήρι λαμπερό του κάρφωσα στολίδι.
Μα αυτός δε μου γυρίζει πια να τον δεχτώ στο σπίτι·
μοίρα κακή τον έστειλε στο βαθουλό καράβι,
260 το μαύρο Ίλιο για να δη, τ' αναθεματισμένο.»
Και γύρισε ο πολύβουλος Δυσσέας και της είπε·
«Γυναίκα πολυσέβαστη του τέκνου του Λαέρτη,
την ομορφιά σου μη χαλνάς, μη λυώνης την καρδιά σου,
θρηνώντας για τον άντρα σου. Κι όχι κακό πως τό 'χω,
265 τ' είναι πολλές που χάσανε και κλαίν το σύγκοιτό τους,
που το φιλί του χάρηκαν, και τέκνα του γεννήσαν,
κι ας ήταν άλλος, κι όχι αυτός, που λεν σα θεός φαινόταν.
Μα πάψε πια τα κλάματα, το τι θα πω ν' ακούσης·
τι θα μιλήσω αληθινά, και δε θα σου το κρύψω,
270 πως άκουσα το γυρισμό του θεϊκού Οδυσσέα,
που ζη κοντά στων Θεσπρωτών τη γης την καρποφόρα,
και φέρνει θησαυρό πολύ που σύναξε απ' τον τόπο.
Όμως τους φίλους έχασε συντρόφους με το πλοίο
μέσα στ' αχνό το πέλαγος, από της Θρινακίας
275 σαν ξεκινούσε το νησί· τι Ήλιος μαζί και Δίας
χολώσανε, σαν έμαθαν πως όλοι του οι συντρόφοι
του Ήλιου τα βόδια σκότωσαν. Χαθήκαν τότες όλοι
στης αγριεμένης θάλασσας τα κύματα· μα εκείνον,
πάς στην καρίνα που έμεινε, τον πέταξε το κύμα
όξω στη γης τώ Φαιάκωνε, των θεογεννημένων,
280 που σαν θεό τον τίμησαν, και δώρα του χαρίσαν,
και να τον στείλουν ήθελαν απείραγο στο Θιάκι.
Κι ο Οδυσσέας από καιρό θά 'ταν εδώ φτασμένος,
μα πιο συφέρο θάρρεψε και σ' άλλες να γυρίση
χώρες πολλές, και θησαυρό μεγάλο να μαζέψη·
285 τόσες γνωρίζει πονηριές και τρόπους να κερδίζη,
κι άλλος θνητός δε δύνεται να παραβγή μαζί του.
Αυτά μου τά 'πε ο Φείδωνας των Θεσπρωτών ο ρήγας
και μες στο σπίτι στάζοντας μου ορκίστη πως το πλοίο
ήταν ριγμένο κι έτοιμοι στεκόνταν οι συντρόφοι
290 στη γης να τόνε φέρουνε της ποθητής πατρίδας.
Εμένα όμως πρωτόστειλε, γιατ' έτυχε καράβι
θεσπρωτικό να ξεκινάη στο καρπερό Δουλίχι.
Και μού 'δειξε όσους θησαυρούς είχε ο Δυσσέας συνάξει,
που σώναν και τη δέκατη να θρέψουνε γενιά του·
295 τόσα του μένανε καλά στου βασιλέα τα σπίτια.
Και στη Δωδώνη μού 'λεγε πως είχε αυτός περάσει,
απ' τ' αψηλόκορφο το δρύ το θέλημα του Δία
ν' ακούση, πως θα ξαναρθή στο πλούσιο το νησί του,
κρυφά μαθές ή φανερά, τόσον καιρό που λείπει.
300 Και να, λοιπόν, που είναι καλά, και θά 'ρθη όπου κι αν είναι, 300
και δεν αργεί τους φίλους του να δη και την πατρίδα.
Όρκο μεγάλο τώρα εδώ σου κάνω κι άκουσέ τον.
Ο Δίας νά 'ναι μάρτυρας, των θεών ο πρωτοστάτης,
κι ετούτη η στιά του θεόλαμπρου Οδυσσέα, που ήρθα τώρα,
305 πως όλ' αυτά θα τελεστούν καθώς εγώ τα λέγω.
Μέσα στο χρόνο αυτόν εδώ θα φτάση ο Οδυσσέας,
τούτος ο μήνας άμα βγή, κι άμα πατήση ο άλλος.»
Κι η Πηνελόπη η φρόνιμη του απάντησε και του είπε·
«Μακάρι, ώ ξένε, ο λόγος σου τέλος να βρη· και τότες
310 θένα 'χης την αγάπη μου, και τόσα πλούσια δώρα,
που θα σε μακαρίζουνε όσοι θνητοί σε βλέπουν.
Μα άλλα η ψυχή μου προμηνά, κι αυτά, θαρρώ, θα βγούνε.
Μήτ' ο Δυσσέας δεν έρχεται και μήτ' εσύ δε θά 'βρης
προβόδωμα· δεν έχει πια το σπίτι νοικοκύρη,
315 σαν το Δυσσέα που στάθηκε στους τιμημένους ξένους,
πάντα καλός να προβοδά και να καλωσορίζη.
Νίψτε τον τώρα, κοπελιές, και στρώστε του κλινάρι
με μαλακά παπλώματα και χράμια και φλοκάτες,
που ως τη χρυσόθρονην Αυγή να χαίρετ' από ζέστα.
320 Και λούστε τον κι αλείψτε τον, άμα γλυκοχαράξη,
να πάη με τον Τηλέμαχο στο γέμα να καθίση
μες στο παλάτι. Θά το βρούν πικρό οι κακοί μνηστήρες,
που να κακοκαρδίζουνε τον ξένο πάντα θέλουν,
μα αυτοί πια δε θα δύνουνται να κάμουν τα δικά τους,
όσο αν θυμώνουνε. Και πως, ώ ξένε, εσύ θα μάθης,
325 εγώ αν τις άλλες ξεπερνώ στα φρένα και στη γνώση,
στα δείπνα μας αν κάθεσαι λερός, κακοντυμένος,
μες στο παλάτι; των θνητών οι μέρες είναι λίγες·
όποιος μας φαίνεται άσπλαχνος κι έχει άσπλαχνη τη γνώμη,
όλοι οι ανθρώποι και σα ζη τον καταριούνται ετούτον,
330 και σαν πεθάνη, τον γελούν και τον καταφρονούνε.
Πάλε, όποιος φαίνεται γλυκός, κι έχει γλυκειά τη γνώμη,
η δόξα του ως τα πέρατα σκορπιέται από τους ξένους,
κι όλος ο κόσμος εκεινού καλό όνομα του δίνει.»
335 Και γύρισε ο πολύβουλος Δυσσέας και της είπε·
«Γυναίκα πολυσέβαστη του τέκνου του Λαέρτη,
σιχάθηκα τις μαλακές φλοκάτες και τα χράμια,
όταν της Κρήτης τα βουνά τα χιονισμένα αφήκα,
και βγήκα με μακρόκουπο καράβι στα πελάγη.
340 Κάλλιο ας πλαγιάσω σαν και πριν, που ολόνυχτα αγρυπνούσα· 340
πόσες νυχτιές δεν πέρασα στο φτωχικό κλινάρι,
τη χρυσοθρόνιαστην Αυγή προσμένοντας να φέξη.
Κι ουδέ το ποδοπλύσιμο δεν το ζητάει η καρδιά μου,
ουδέ καμιά το πόδι μου γυναίκα δε θ' αγγίξη,
345 απ' όσες μες τους πύργους σου βρίσκουντ' εδώ δουλεύτρες,
εξόν κάποια γερόντισσα καλή και τιμημένη,
ά βρίσκεται, που νά 'παθεν όσα κι εγώ η καρδιά της.
Εκείνη θα την άφηνα τα πόδια μου ν' αγγίξη.»
Κι η Πηνελόπη η φρόνιμη του λέει· «Ώ φίλε ξένε,
350 τι ξένος απ' τα μακρινά σ' αυτό εδώ το παλάτι
τόσο σοφός κι αγαπητός άλλος ποτές δεν ήρθε,
με τόση γλύκα εσύ τα λες και τ' αρμηνεύεις όλα.
Τώρα έχω εγώ γερόντισσα με νου γεμάτο γνώση,
αυτή που γλυκανάθρεψε το δύστυχο μου ρήγα,
355 κι από της μάνας την κοιλιά τα χέρια της τον πήραν.
Εκείνη, αν κι είναι αλλοίμονη, τα πόδια θα σου πλύνη.
Σήκου καλή μου Ευρύκλεια, του αφέντη σου να νίψης
το συνομίληκο. Πού πια κι εκείνος τώρα θά 'ναι
με τούτον και στα χέρια του παρόμοιος και στα πόδια.
360 Γιατ' οι ανθρώποι γλήγορα γεράζουνε στα πάθια.»
Σκέπασε τότες η γριά την όψη με τα χέρια,
και δάκρυα χύνοντας θερμά παραπονέθη κι είπε·
«Ωχού, παιδάκι μου, εγώ πια απελπίστηκα για σένα·
περίσσια ο Δίας σ' οργίστηκε μ' όλη τη θεοφοβιά σου.
365 Γιατί άλλος του βροντόχαρου του Δία θνητός κανένας
δεν έκαψε παχιά μεριά μηδ' εκατόβοδα ώρια,
παρ' όσα εσύ του πρόσφερνες, με προσευκές ζητώντας
αναπαμένα γερατειά, και του παιδιού σου χρόνια.
Και τώρα εσένα μοναχά το γυρισμό σου αρνήθη.
370 Έτσι μ' εκείνον θά 'παιζαν στην ξενιτειά οι γυναίκες,
σαν έμπαινε στα λαμπερά παλάτια των αρχόντων,
σαν που με σένα εδώ γελούν οι σκύλες τώρα εδαύτες.
Μη θέλοντας εσύ κακές ν' ακούς βρισιές, αρνιέσαι
το πλύσιμο, κι εμένανε προστάζει, την πιστή της,
375 η Πηνελόπη η φρόνιμη του Ικάριου η θυγατέρα.
Τά πόδια θα σου πλύνω εγώ για κείνη και για σένα,
τι ξάφνω μες τα στήθια μου πολλοί καημοί ξυπνήσαν.
Και τώρα πρόσεξέ μου αυτό που να σου πω εγώ θέλω.
Ξένοι πολλοί πλανήθηκαν κι ήρθαν εδώ, μα ακόμα
380 κανένα δεν αντάμωσα να μοιάζη του Οδυσσέα,
όσο στο σώμα, στη φωνή, στα πόδια εσύ του μοιάζεις.»
Τότε γυρνά ο πολύβουλος Δυσσέας και της κρένει·
«Αυτό, ώ γριά, μας είπανε κι όσοι τους δυό μας είδαν,
πως ένας με τον άλλονε πολύ 'χαμε μοιασίδι,
385 καθώς δα τό 'νιωσες κι εσύ, και φανερά μου τό 'πες.»
Είπε, και πήρε ολόλαμπρο τότ' η γριά λεβέτι,
καλό για ποδοπλύσιμο, κι έβαλε πολύ κρύο
νερό, κατόπι και ζεστό. Και κάθισε ο Δυσσέας
λίγο παράμερα της στιάς, γερτός προς το σκοτάδι,
390 τι τού 'ρθε φόβος άξαφνα μην τύχη και γνωρίση
το λάβωμα του ψάχνοντας, και όλα τα φανερώση.
Σιμώνει τότες η γριά το ρήγα της να πλύνη,
και πλένοντάς τον ένιωσε το λάβωμα που κάπρος
με τ' άσπρο δόντι μιά φορά στο πόδι τού 'χε ανοίξει,
395 σαν ήρθε νέος στον Παρνασσό, της μάνας του τον κύρη,
το δοξασμένο Αυτόλυκο να δη με τα παιδιά του,
πού 'τανε πρώτος των θνητών σε πονηριές και σ' όρκους,
του θεού του Ερμή χαρίσματα τι είχε πολλά απ' εκείνον
καλά γιδιών κι αρνιών μεριά ο θεός Ερμής, και πάντα
με αγάπη τον συνόδευε και προθυμιά μεγάλη.
Στό καρπερό ο Αυτόλυκος σαν πέρασε το Θιάκι,
400 και βρήκε με νιογέννητο την κόρη του αγοράκι,
η Ευρύκλεια του τ' απόθεσε στα γόνατα, κατόπι
από το δείπνο, κι άξαφνα του φώναξε και τού 'πε·
«Αυτόλυκε, βρές τ' όνομα που τώρα εσύ θα βάλης
στης θυγατέρας σου το γιό τον πολυαγαπημένο.»
405 Κι ο Αυτόλυκος απάντησε· «Γαμπρέ και θυγατέρα,
να, τ' όνομα θα σάς πω να βάλτε του αγοριού σας.
Περίσσιους δυσαρέστησα εγώ που εδώ σάς ήρθα,
γυναίκες κι άντρες, πάς σ' αυτή τη γης την τροφοδότρα·
γι' αυτό Δυσσέας να λεχτή τ' αγόρι· και σαν έρθη
410 μεγάλος στης μητέρας του το δοξαστό παλάτι,
στον Παρνασσό, που βρίσκεται το βιός μου, θα του δώσω
μερίδιο, και χαρούμενο θα τον ξεπροβοδώσω.»
Αυτά ο Δυσσέας τα λαμπρά τα δώρα ήρθε να πάρη,
και τα παιδιά του Αυτόλυκου, κι ο Αυτόλυκος ατός του,
415 με αγάπη τον χερόσφιξαν και του γλυκομιλήσαν.
Κι η Αμφιθέα η μάμμη του στην αγκαλιά τον πήρε,
φιλώντας του την κεφαλή και τα όμορφά του μάτια.
Και τους λεβέντηδές του γιούς τραπέζι να τοιμάσουν
παράγγειλε ο Αυτόλυκος, κι εκείνοι τον ακούσαν,
420 κι αμέσως πήραν φέρανε πέντε χρονώνε βόδι·
το γδάραν, το συγύρισαν, το κόψανε κομμάτια,
με τέχνη το λιανίσανε, σε σούβλες το περάσαν,
κι αφού τ' ομορφοψήσανε, χωρίσαν τις μερίδες.
Ολημερίς τρωγόπιναν ωσπού κατέβη ο ήλιος,
425 και δε στερήθη κανενός καρδιά σωστό μερίδιο.
Κι ο ήλιος σα βασίλεψε και πήρε το σκοτάδι,
πλαγιάσανε να κοιμηθούν και να χαρούν τον ύπνο.
Έφεξ' η ροδοδάχτυλη της νύχτας κόρη Αυγούλα,
και τα παιδιά του Αυτόλυκου με τα σκυλια κινήσαν
430 για το κυνήγι, κι ο λαμπρός μαζί τους Οδυσσέας.
Περνώντας του αψηλόκορφου του Παρνασσού τα δάσια,
γλήγορα φτάσαν σε λακκιές ανεμοσαρωμένες.
Κι ο ήλιος ότι πρόβαλε και τις στεριές χτυπούσε,
απ' του βαθιού του Ωκεανού το σιγανό το ρέμα,
435 στο δάσο μπήκαν οι οδηγοί, τ' αχνάρια ομπρός οι σκύλοι
να βρούνε τρέχανε, κι οι γιοι του Αυτόλυκου ακλουθούσαν
με το Δυσσέα το θεϊκό, που πιο σιμά στους σκύλους
τραβούσε ομπρός σαλεύοντας μακροΐσκιωτο κοντάρι.
Μέσα σε λόγγο σύδενδρο μέγα καπρι κοιτόταν.
440 Μήτ' άνεμοι εκεί σύνυγροι δεν αγριοφυσούσαν,
μήτε του ήλιου οι φωτερές αχτίδες δε χτυπούσαν,
μήτε βροχή δεν πέρναγε, τόσο πυκνός ο λόγγος,
και φύλλα αρίθμητα στη γης τριγύρω σκορπισμένα.
Κι ακούγοντας ποδοβολή σκυλιών κι αντρών ο κάπρος,
445 που ερχόντουσαν απάνω του, πετιέται από το λόγγο,
κι αντίκρυ τους ορθότριχος, με μάτια φλόγες, στάθη.
Πρώτα ο Δυσσέας του χύθηκε, και το μακρύ κοντάρι
η χέρα του ανασήκωσε, το ζώ για να βαρέση.
Όμως ο κάπρος πρόλαβε, κι απάνω από το γόνα
450 κρέας πολύ του ξέσκισε περνώντας, κι απ' το πλάγι
το δόντι μπήγοντας, χωρίς το κόκκαλο ν' αγγίξη.
Πάνω στον ώμο το δεξί βαρά ο Δυσσέας τον κάπρο,
και βγήκε η μύτη η σουβλερή του κονταριού απ' αντίκρυ·
και πέφτοντας με μουγγρητό ξεψύχησε τ' αγρίμι.
455 Τότες οι γιοί του Αυτόλυκου νοιαστήκαν το Δυσσέα,
το θείο κι αψεγάδιαστο, του δέσανε με τέχνη
το λάβωμα, σταμάτησαν με γήτεμα το μαύρο
το αίμα, και τον φέρανε στο γονικό παλάτι.
Και τέλος πια ο Αυτόλυκος με τα παιδιά του αντάμα,
460 αφού καλά τον έγιαναν, και δώρα του πορέψαν,
χαρούμενοι τον έστειλαν χαρούμενο στο Θιάκι.
Ο κύρης του αναγάλλιασε κι η σεβαστή του μάνα
που γύρισε, και ρώταγαν να μάθουνε πως τού 'ρθε
το λάβωμα· και τότε αυτός δηγήθηκέ τους όλα,
465 πως στο κυνήγι ασπρόδοντο καπρί τον είχε σκίσει
στον Παρνασσό, με τα παιδιά του Αυτόλυκου σαν πήγε.
Αυτό το λάβωμα άγγιξε και γνώρισε η γριούλα,
κι αφήκε ευτύς το πόδι του να πέση, και το πόδι
μες στο λεβέτι γλίστρησε, και βρόντηξε ο χαλκός του,
470 κι από την άλλην έγειρε, και τα νερά χυθήκαν.
Χαρά συνάμα και καημός το νου της συνεπήρε,
τα μάτια της δακρύσανε, και κόπηκε η φωνή της.
Και το πηγούνι πιάνοντας του Οδυσσέα, του είπε·
«Είσαι ο Δυσσέας, παιδάκι μου, και δε σ' είχα γνωρίσει,
475 παρά καλά σαν έψαξα του αφέντη μου το σώμα.»
Είπε, και γύρισε ματιά κατά την Πηνελόπη,
να φανερώση θέλοντας πως μέσα 'ναι ο καλός της.
Μα αυτή να δη δε δύνονταν αντίκρυ και να νιώση,
τι η Αθηνά της γύριζεν αλλού το λογισμό της.
480 Τότε ο Δυσσέας απ' το λαιμό με το δεξί την πιάνει,
και πλάγι του τραβώντας την με τ' άλλο, αυτά της λέει·
«Νά μ' αφανίσης και καλά ζητάς εσύ, μανούλα;
Τάχα σ' αυτό σου το βυζί δε μ' έθρεψες; και τώρα
τόσα σαν έπαθα, γυρνώ στα είκοσι τα χρόνια
485 στον τόπο μου. Αφού μ' ένιωσες με κάποιου θεού βοήθεια,
σώπα, μην τύχη κι ακουστή κι απ' άλλον εδώ μέσα.
Γιατί άκουσε τι θα σου πω, κι ό,τι εγώ πω τελειέται·
αν ο θεός τους ξέλαμπρους μνηστήρες μου δαμάση,
κι εσένα δε θα λυπηθώ, βυζάστρα μου κι αν είσαι,
490 την ώρα που τις άλλες μου τις δούλες θα σκοτώνω.»
Κι η Ευρύκλεια τότε η γνωστικιά του απάντησε και του είπε·
«Τί λόγο από τ' αχείλι σου ξεστόμισες, παιδί μου;
Ξέρεις πως είναι ασάλευτη κι αλύγιστη η ψυχή μου,
και θά 'ναι σαν το σίδερο και το στεριό λιθάρι,
495 Κι άλλο έν' ακόμα θα σου πω, και βάλ' το μες στο νου σου·
αν ο θεός τους ξέλαμπρους μνηστήρες σου δαμάση,
κάθε γυναίκα του σπιτιού θα σου την ιστορήσω,
ποιές άτιμα σου φέρνουνται και ποιές δεν έχουν κρίμα.»
Και τότες ο πολύβουλος Δυσσέας απολογήθη·
500 «Τί θα μου πής, μανούλα, εσύ γι' αυτές; δεν είναι ανάγκη· 500
μονάχος μου την καθεμιά θα νιώσω και θα μάθω.
Μον' σώπαινε, και στους θεούς ν' αφήσης τη φροντίδα.»
Κι απ' τα παλάτια διάβηκε η γριά για να του φέρη
νερό για ποδοπλύσιμο, που χύθηκε όλο τ' άλλο.
505 Κι αφού καλά τον έπλυνε και του άλειψε το λάδι,
προς τη φωτιά τότε έσυρε ο Δυσσέας το κάθισμά του,
και με κουρέλια σκέπασε το λαβωμένο πόδι.
Κι αρχίνησεν η γνωστικιά να κρένη Πηνελόπη·
«Ξένε, κάτι άλλο θέλω εγώ να σε ρωτήξω ακόμα,
510 τι φτάνει τώρα της γλυκειάς ανάπαψης η ώρα,
για κείνους που ύπνο χαίρουνται, πολύ καημό κι αν έχουν.
Μα εμένα λύπη αμέτρητη μου έχει δοσμένη η μοίρα.
Όσο 'ναι μέρα την περνώ, με σπαραγμούς και κλάψες,
στο σπίτι μέσα τα έργα μου κοιτώντας και τις δούλες·
515 μα η νύχτα μιάς και κατεβή, κι όλους τους πάρη ο ύπνος,
μες στο κλινάρι κοίτουμαι, και την πικρή καρδιά μου
έννοιες την πνίγουνε σκληρές, που να θρηνώ με κάνουν.
Κι όπως η Αηδόνα η λυγερή και κόρη του Παντάρου,
γλυκολαλεί, της άνοιξης άμα ο καιρός γυρίση,
520 στώ δέντρων καθώς κάθεται τα πυκνωμένα φύλλα
και με συχνά γυρίσματα μύριους σκοπούς αλλάζει.
τον Ίτυλο, το τέκνο της, θρηνώντας, που τον είχε
σκοτώσει ανήξερα, το γιό του βασιλέα του Ζήθου,
κι εμένα ο νους μου μιά απ' εδώ και μιά απ' εκεί γυρίζει,
525 ή να σταθώ με το παιδί, και να φυλάω δωπέρα,
το έχει μου, τις δούλες μου, και τ' αψηλά παλάτια,
με σεβασμό στο ταίρι μου και στη φωνή του κόσμου,
ή τον καλύτερο Αχαιό μνηστήρα ν' ακλουθήσω,
που στο παλάτι βρίσκεται, και δίνει πλέρια δώρα.
530 Κι όσο ήτανε μικρό παιδί δε δέχονταν ο γιός μου
άντρα να πάρω και να βγώ απ' του Δυσσέα τους πύργους·
μα τώρα που έγινε κι αυτός μεγάλο παλληκάρι,
λυπάται το πολύ το βιός που οι Αχαιοί του τρώνε,
και τους θεούς παρακαλεί να φύγω απ' τα παλάτια.
535 Μ' άκουσε τώρα τ' όνειρο που είδα, και ξήγησέ το.
Είκοσι χήνες θρέφω εδώ με το βρεχτό σιτάρι,
που χαίρουμαι να τις θωρώ και να τις καμαρώνω.
Μέγας αϊτός απ' το βουνό κατέβη αγκιστρομύτης,
και τα λαιμά τους έσπασε· νεκρές στρωθήκαν όλες
540 μες στα παλάτια κι ο αϊτός ανέβη στους αιθέρες.
Κι εγώ θρηνούσα κι έσκουζα μες στ' όνειρό μου τότες,
και γύρω οι ωριοπλέξουδες Αχαιΐδες συναχτήκαν,
απ' τις φωνές μου, που ο αϊτός μου σκότωσε τις χήνες.
Κι εκείνος ήρθε κάθισε στο ξώστεγο αποπάνω·
545 κι ανθρώπινα λαλώντας μου με μπόδιζε να κλαίγω·
«Θάρρος, του κοσμοξάκουστου του Ικάριου ώ θυγατέρα·
αλήθεια 'ναι, κι όχι όνειρο, και ξάστερο θα σού 'βγη.
Οι χήνες τους μνηστήρες σου σημαίνουν, κι εγώ που ήμουν
ως τώρα αϊτός, ο αντρας σου τώρα είμαι και γυρίζω,
550 να δώσω τέλος φοβερό σε κάθε σου μνηστήρα.»
Είπε, κι εμένα μ' άφησε του ύπνου η γλύκα τότες,
και κοίταξα, κι αγνάντεψα τις χήνες στην αυλή μου,
που έτρωγαν στάρι σαν προτού στη γούρνα τους τριγύρω.»
Και γύρισε ο πολύβουλος Δυσσέας κι απάντησέ της·
555 «Αλλιώτικα αυτό τ' όνειρο, γυναίκα, δεν ξηγιέται,
γιατί ο Δυσσέας ο ίδιος πως θα το τελέση σου είπε,
και φαίνεται ολοκάθαρο το τέλος των μνηστήρων·
μήτ' ένας απ' τη μαύρη του δε θα γλυτώση μοίρα.»
Κι η Πηνελόπη η φρόνιμη γυρίζει και του κρένει·
560 «Έχουμε, ώ ξένε, ονείρατα ζαβά, με κούφια λόγια,
κι απ' όσα ονειρευόμαστε, σωστά δε βγαίνουν όλα.
Δυό θύρες τ' άλαφροΐσκιωτα τα όνειρα έχουν πάντα·
με κέρατο φτιαστή τη μιά, με φιλντισί την άλλη·
Όσα όνειρ' από το φιλντισί το πριονιστό διαβαίνουν,
565 χαμένα είναι κι ανώφελα, και τους θνητούς γελάνε·
πάλε όσα απ' τα καλόξεστα τα κέρατα περάσουν,
αληθινά του βγαίνουνε του ανθρώπου που τα βλέπει.
Μα εμένα το έρμο μου όνειρο δεν πρόβαλε αποκείθε·
πόση χαρά θα τό 'χαμε, κι εγώ και το παιδί μου.
570 Κι άλλο εγώ κάτι θα σου πω, και κράτα το στο νου σου·
ζυγώνει η τρισκατάρατη η Αυγή που θα με πάρη
απ' του Οδυσσέα το σπιτικό· θα βγάλω τώρα αγώνα
τ' αξίνια που έστηνε σειρά μες στα παλάτια εκείνος,
σαν καραβιού στραβόξυλα, δώδεκ' αξίνια και όλα
575 με μιά σαϊτιά που έρριχνε μακρόθε τα περνούσε,
τέτοιον αγώνα τώρα εγώ θα βάλω τώ μνηστήρων·
κι εκείνον που ευκολώτερα τεντώση το δοξάρι,
κι αξίνια δώδεκα με μιά σαΐτα του περάση,
θ' ακολουθήσω, αφήνοντας τον πύργο αυτόνε, που ήρθα
580 νιόπαντρη εγώ, και βρήκα τον ώριο και βιός γεμάτο,
που πάντα θα θυμάμαι τον και μέσα στ' όνειρό μου.»
Και γύρισε ο πολύβουλος Δυσσέας και της είπε·
«Γυναίκα σεβαστή του γιού του Λαέρτη, του Οδυσσέα,
τέτοιον αγώνα μην αργής στους πύργους σου να βάλης·
585 γιατί θά 'ναι ο πολύβουλος Δυσσέας εδώ φτασμένος,
πριν το δοξάρι πιάνοντας αυτοί τ' ωριοφτιασμένο,
τεντώσουνε την κόρδα του, και ρίξουν μες στ' αξίνια».
Κι η Πηνελόπη η φρόνιμη του απάντησε και του είπε·
«Άν ήθελες, ώ ξένε, εδώ για μένα να καθίσης·
590 ύπνος δε θα χυνότανε, πάς στα ματόφυλλα μου.
Όμως δε γίνεται οι θνητοί παντοτινά να μνήσκουν
ακοίμητοι· γιατ' οι θεοί καιρό τους έχουν βάλει
για κάθε πράμα ξέχωρα στη γης την τροφοδότρα.
Και τώρα εγώ στ' ανώγι μου θ' ανέβω να πλαγιάσω,
595 σε κλίνη πολυστέναχτη και πολυδακρυσμένη,
απ' τον καιρό που μίσεψε απ' το Θιάκι ο Οδυσσέας,
το μαύρο Ίλιο για να δη, τ' αναθεματισμένο.
Εκεί πηγαίνω εγώ· κι εσύ, στο σπίτι αυτό κοιμήσου,
κι ή χάμου στρώνεις, ή τους λες κρεβάτι να σου βάλουν».
600 Αυτά είπε και στα θεόλαμπρα τ' ανώγια της ανέβη,
όχι μονάχη· οι βάγιες της μαζί κι αυτές πηγαίναν.
Κι απάνω σαν ανέβηκε στ' ανώγια με τις βάγιες,
τον ακριβό της έκλαιγε Δυσσέα ωσότου ύπνο
η Αθηνά της στάλαξε γλυκό στα βλέφαρά της.
Ραψωδία υ
Τα πρό της μνηστηροφονίας.
Κι ο Οδυσσέας ο θεϊκός στο πρόσπιτο πλαγιάζει,
σε αδούλευτο βοδόπετσο, με απάνω του στρωμένες
προβιές περίσσιες των αρνιών που σφάζαν οι μνηστήρες.
Σκέπασμα τότες τού 'ριξε φλοκάτα η Ευρυνόμη.
5 Εκεί αγρυπνούσε, κι όλεθρο κρυφομελέτα ο νους του
για τους μνηστήρες. Σύγκαιρα του παλατιού οι κοπέλες,
όσες αγκαλιαζόντουσαν μ' εκείνους, βγαίναν τώρα,
κι η μιά της άλλης με χαρές και γέλια συντυχαίναν.
Όμως εκείνου λύσσαζε στα σωθικά η καρδιά του,
10 κι όλο το γύρναε μες στο νου και μέσα στην ψυχή του,
να ορμήση, και με θάνατο την καθεμιά να σβήση,
ή στο στερνό τους φίλημα ν' αφήση τους μνηστήρες·
κι ολοένα βόγγαε μέσαθε κι αλύχταε η καρδιά του.
Κι όπως η σκύλα, τα μικρά σα νοιάζεται κουτάβια,
15 ξένο ά ματιάση, του αλυχτάει κι αμάχη του γυρεύει,
έτσι αλυχτούσε μέσα του, κακά τηρώντας έργα.
Και την καρδιά του μάλωνε τα στήθια του χτυπώντας·
«Βάστα, καρδιά· χειρότερα δεινά βαστούσες τότες
που μού 'τρωγε ο αδάμαστος ο Κύκλωπας γενναίους
20 συντρόφους, κι εσύ θάρρευες, ωσότου από το σπήλιο
που ο Χάρος σε φοβέριζε, σ' έφερ' η γνώση μου όξω.»
Αυτά τα λόγια με θυμό λαλούσε στην καρδιά του,
κι άκουε εκείνη μέσαθε με υπομονή περίσσια.
Ως τόσο αυτός από τη μιά γυρνούσε κι απ' την άλλη.
25 Και καθώς άνθρωπος κοιλιά γεμάτη πάχος κι αίμα,
στριφογυρίζει στη φωτιά που ανάβει και δε βλέπει
την ώρα να γοργοψηθή, παρόμοια κι αυτός γύρνα
μιά εδώ μιά εκεί, και σπούδαζε τον τρόπο να βαρέση
πολλούς οχτρούς αδιάντροπους, αυτός μονάχος όντας.
30 Και τότες απ' τον ουρανό κατέβηκε η Παλλάδα
ομπρός του, κι έμοιαζε θνητής γυναίκας το κορμί της·
και στάθηκε απεπάνω του, και του είπε αυτά τα λόγια·
«Πάλε αγρυπνάς, που πιο άμοιρος δε βρέθη στη γης άλλος ;
Νά δα, το σπίτι σου, και να, το ταίρι σου εκεί μέσα,
35 και το παιδί σου, που όμοιο του ποιός δεν ποθεί πατέρας ;»
Και γύρισε ο πολύβουλος Δυσσέας και της είπε·
«Όλα σωστά κι αληθινά, θεά μου, όσα μου είπες·
μα εμένα τούτο μέσα μου μεταγυρνάει ο νους μου,
το πως τους παραδιάντροπους αυτούς ν' αγγίξω μόνος,
40 που αυτοί 'ναι πάντα μαζωχτοί μες στα παλάτια εδαύτα.
Κι έν' άλλο μεγαλύτερο στα φρένα μου αναδεύω,
το Δία αν έχοντας βοηθό κι εσένανε τους σβήσω,
που θένα βρώ καταφυγή ; Στοχάσου το κι ετούτο».
Και τότες του αποκρίθηκε η θεά η γαλανομάτα·
45 «Καημένε, και στον πιο μικρό φίλο πιστεύουν όλοι,
πού 'ναι θνητός, και που πολλά να σοφιστή δεν έχει.
Μα εγώ 'μαι αθάνατη θεά, που όλο σε διαφεντεύω
σε κάθε αγώνα σου. Και να, τι εγώ σου φανερώνω·
πενήντα να μας έζωναν θνητών ανθρώπων λόχοι,
50 το τέλος μας γυρεύοντας με πόλεμο να φέρουν,
ως κι εκεινώνε θά 'παιρνες εσύ τ' αρνιά και βόδια.
Άμε, κοιμήσου· είναι κακό να ολονυχτάς του κάκου
και ν' αγρυπνάς· τα πάθια σου να πάψουν δεν αργούνε.»
Αυτά είπε, κι ύπνο τού 'χυσε πάς στα ματόφυλλά του,
55 και τότες ξανανέβηκε στον Όλυμπο η Παλλάδα.
Κι ο ύπνος εκείνον έπιανε και τού 'παιρνε τις ένννιες·
μα η πολυστοχαζούμενη γυναίκα του ξυπνούσε,
και κάθιζε στο μαλακό κλινάρι και θρηνούσε.
Κι αφού η καρδιά της χόρτασε τα δάκρυα και το κλάμα,
60 πρώτα στην Άρτεμη η λαμπρή γυναίκα προσευκιέται·
«Χαριτωμένη μου Άρτεμη, κόρη του Δία, μακάρι
να μ' έτρωγε η σαΐτα σου χτυπώντας μου τα στήθη,
για ας μ' άρπαζε ολοάξαφνα κι ας μ' έφερνε ανεμούρα
στ' αχνά περάσματα, απ' εκεί στο ρέμα να με ρίξη
που καταπίσω τρέχοντας ο Ωκεανός προβάλλει.
65 Και σαν που άνεμοι πήρανε τις κόρες του Παντάρου,
που τις αφήκαν οι θεοί πεντάρφανες, πανέρμες,
κι η Αφροδίτη πήρε τις και γλυκανάθρεψέ τις
με το κρασί, με το τυρί, με το γλυκό το μέλι,
70 κι η Ήρα γνώση κι ομορφιά τις χάρισε περίσσια,
η Άρτεμη τ' ανάστημα, κι η Αθηνά την τέχνη
τις έμαθε να φτιάνουνε κάθε δουλειά πιδέξια,
κι η Αφροδίτη στις κορφές ως ν' ανεβή του Ολύμπου,
το Δία το βροντόχαρο για να παρακαλέση,—
75 γιατί όλα τα κατέχει αυτός, και κάθε ανθρώπου ξέρει
τη μοίρα και την αμοιριά,—να δώση στις κοπέλες
του γάμου τις λαμπρές χαρές, τρέξαν οι Άρπυιες τότες,
κι αρπάξανε τις κοπελιές, στις μαύρες Ερινύες
τις φέραν και τις δώσανε, για να τις έχουν σκλάβες·
80 έτσι ας μ' αφάνιζαν οι θεοί οι αθάνατοι κι εμένα,
κι ας με βαρούσε η Άρτεμη, που το Δυσσέα στο νου μου
θωρώντας, στου Άδη τα φριχτά να κατεβώ λημέρια,
και μήτε ανθρώπου ταπεινού ψυχή να μη γλυκάνω.
Όμως κι εκείνο υποφερτό· με κλάματα ολημέρα
να λυώνης κι όμως το βραδύ να σε σκεπάζη ο ύπνος,
85 που πέφτει στα ματόφυλλα, και μονομιάς τα πάντα,
και τα καλά και τα κακά στη λησμοσύνη ρίχτει·
μα εμένα ως και ονείρατα κακά μου στέλνει η μοίρα.
Και πάλε ετούτη τη νυχτιά κάποιος στο πλάγι μου ήταν,
που τού 'μοιαζε σαν που ήτανε με το στρατό σαν κίνα,
90 και χαίρομουν, τι αληθινό, κι όχι όνειρο το θάρρουν.»
Αυτά είπε, κι η χρυσόθρονη φάνη στη γης Αυγούλα.
Αγρίκησε το θρήνο της ο θεϊκός Δυσσέας,
και συλλογιόταν κι έλεγε στο νου του πως εκείνη
τον ένιωσε, και πως σιμά στην κεφαλή του στάθη.
95 Και τη φλοκάτα αρπάζοντας και τις προβιές, που μέσα
κοιμότανε, τ' απίθωσε πάς σε θρονί του πύργου·
και στην αυλή το βοδινό σαν έθεσε τομάρι,
στο Δία προσευκήθηκε με χέρια σηκωμένα·
«Πατέρα Δία, αν στέργετε στον τόπο μου να φτάσω
από στεριές και θάλασσες, κατόπι τόσα πάθια,
100 απ' όσους μέσα εκεί ξυπνούν, φωνή ας σηκώση κάποιος,
κι άλλο σημάδι ας μου φανή απ' έξωθε του Δία.»
Αυτά είπε, και συνάκουσε την προσευκή του ο Δίας,
κι από τα νέφια τ' αψηλά του λαμπερού του Ολύμπου,
βρόντηξ' ευτύς, και χάρηκε ο μέγας Οδυσσέας.
105 Κι από το σπίτι σήκωσε φωνή γυναίκα αλέστρα,
που εκεί σιμά βρισκόντουσαν του αφέντη της οι μύλοι,
και δώδεκα δουλεύανε γυναίκες, να τοιμάζουν
κριθάλευρα, σιτάλευρα, μεδούλι των ανθρώπων.
Οι άλλες σαν απάλεσαν, κοιμήθηκαν εκείνη
110 όντας αδύναμη, άλεθε το μύλο της ακόμα,
μα ξάφνου στέκει και φωνή σηκώνει για σημάδι·
«Δία Πατέρα, των θεών κι ανθρώπων βασιλέα,
τρανή βροντή απ' τον ουρανό τον κάτασπρο μας στέλνεις,
με δίχως σύννεφο· θεϊκό σημάδι σου μας δείχνεις.
115 Ο λόγος που θα πω η φτωχή, βοήθα να μού 'βγη τώρα·
ας είναι πια η στερνή φορά που κάθουνται οι μνηστήρες
εδώ, και με πασίχαρο γλεντίζουν φαγοπότι·
αυτοί, που με την κούραση τα γόνατα μου κόψαν,
σαν άλεθα τ' αλεύρι τους, ας φάνε το στερνό τους.»
120 Και χάρηκε το μάντεμα και τη βροντή του Δία
ο Οδυσσέας, και τό ειδε πως θα γδικηθή τους φταίστες.
Κι οι άλλες δούλες στα λαμπρά του Οδυσσέα παλάτια
μαζεύτηκαν, και στη γωνιά πήγαν φωτιά ν' ανάψουν.
Σηκώθη κι ο Τηλέμαχος, ο ισόθεος ο λεβέντης,
125 και ντύθηκε· το κοφτερό σπαθί στον ώμο ζώνει,
τα ωραία δένει σάνταλα στα πόδια τα λαμπρά του,
παίρνει κοντάρι δυνατό με μύτη ακονισμένη·
και στο κατώφλι στάθηκε και στην Ευρύκλεια κρένει·
«Κυρούλα, πως τιμήσατε τον ξένο αυτό στο σπίτι ;
130 ή δίχως στρώμα και φαΐ και δίχως έννοια μνήσκει ;
Τί τέτοια 'ναι η μανούλα μου, μ' όλη τη γνώση πόχει·
του πιο χειρότερου θνητού κάθε τιμή του κάνει,
και τον καλύτερο άνθρωπο με καταφρόνια διώχνει.»
Κι η φρόνιμη η Ευρύκλεια του απολογήθη κι είπε·
135 «Παιδάκι μου, το φταίξιμο στον άφταιγο μη δίνης·
κρασί καθόταν κι έπινε όσο ήθελε, μα πείνα
δεν είχε πια να φάη θροφή· της τό 'πε που ρωτούσε.
Και για ύπνο και για πλάγιασμα σαν ήρθε η ώρα, εκείνη
τις δούλες τότες πρόσταξε κλινάρι να του στρώσουν,
140 μα αυτός, σαν κάποιος έρημος και κακοπαθιασμένος,
δε δέχονταν σε στρώματα και χράμια να πλαγιάση,
μόνε σε βοδοτόμαρο και σε προβιές αρνιώνε
μέσα στο πρόσπιτο· κι εμείς του ρίξαμε φλοκάτα.»
Αυτά είπε, κι ο Τηλέμαχος κρατώντας το κοντάρι,
145 ξεκίνησε με δυό γοργά μαζί σκυλιά, και πήγε
στων ομορφόποδων Αχαιών τη συντυχιά να κάτση.
Κι η Ευρύκλεια, του Ώπα γέννημα, του γιού του Πεισινόρη,
τις παρακόρες φώναξε, η γριά η τιμημένη·
«Σαλέψτε εσείς, το πάτωμα σκουπίστε και ραντίστε,
150 και στα καλόφτιαστα θρονιά ρίξτε χαλιά πορφύρα·
κι εσείς οι άλλες, τα πολλά τραπέζια σφουγγαρίστε,
κροντήρια καθαρίζετε και δίκουπα ποτήρια·
στη βρύση τρέξτε οι άλλες σας νερό να κουβαλήστε·
γιατ' οι μνηστήρες δεν αργούν στο μέγαρο να φτάσουν,
155 γλήγορα σμίγουν, και γιορτή θένα 'χουνε μεγάλη.»
Είπε, κι εκείνες πρόθυμα τα λόγια της ακούσαν.
Είκοσι κόρες πήγανε στ' αχνού νερού τη βρύση,
κι οι άλλες μέσα δούλευαν με τα πιδέξια χέρια.
160 Ήρθαν κατόπι, μπήκανε και των Αχαιών οι δούλοι,
κι έσκιζαν ξύλα τεχνικά. Και φτάνουν απ' τη βρύση
κι οι παρακόρες. Έφτασε κι ο Εύμαιος στον πύργο
με τρία, τα καλύτερα θρεφτάρια απ' το κοπάδι.
Τ' αφήκε αυτά στους όμορφους αυλόγυρους να βόσκουν,
165 κι εκείνος γλυκομίλησε στον Οδυσσέα κι είπε·
«Σε καλοβλέπουν άραγες, καλέ μου ξένε, τώρα,
ή ακόμα σε καταφρονούν στα μέγαρα, σαν πρώτα ;»
Και γύρισε ο πολύβουλος Δυσσέας και του κρένει·
«Στους θεούς να την πλερώσουνε την αδικιά τους, φίλε,
170 αυτοί, που σ' άλλου σπιτικό παράνομα ασεβούνε
με τα έργα αυτά τους, κι η ντροπή πούθε αρχινάει δεν ξέρουν.»
Αυτά λαλούσαν κι έλεγαν εκείνοι ανάμεσό τους.
Ως τόσο κι ο χοιροβοσκός Μελάνθιος ήρθε τότες
με δυό βοσκούς, και φέρνανε τα διαλεχτά τους γίδια,
175 που σ' όλες τις γιδοκοπές για τους μνηστήρες τα είχε.
Κάτω από τη βουητερή την αίθουσα τα δένει,
και του Οδυσσέα πειραχτικά λαλώντας συντυχαίνει·
«Ακόμα εδώ θα κάθεσαι και θα μας βασανίζης,
ώ ξένε, διακονεύοντας, και δε θα μας αφήσης ;
180 Θαρρώ, δε χωριζόμαστε πια τώρα, δίχως πρώτα
να φας και μερικές γροθιές, τ' είσαι κακός ζητιάνος.
Έχουνε κι άλλα οι Αχαιοί για σένανε τραπέζια.»
Δέ μίλησε ο πολύβουλος Δυσσέας, μόν' σωπώντας
την κεφαλή του κούνησε, κι είχε κακό στο νου του.
185 Και τρίτος ο πρωτοβοσκός Φιλοίτιος τότες ήρθε,
στέρφα δαμάλα φέρνοντας και γίδια στους μνηστήρες.
Απ' τη στεριά τα φέρανε περάτες, που κι ανθρώπους
ποκείθε πάντα προβοδούν σαν έρθουν και ζητήσουν.
Στη βουητερή την αίθουσα σαν τά 'δεσε αποκάτω,
190 πήγε κι αυτός και στάθηκε στον Εύμαιο μπρος, και ρώτα·
«Χοιροβοσκέ, ποιός είν' αυτός ο ξένος που μας ήρθε
μες στο παλάτι; Κι από ποιούς παινιέται πως γεννήθη ;
ποιά 'ναι η γενιά του, κι από ποιά ξεκίνησε πατρίδα;
ο δύσμοιρος· και φαίνεται σα βασιλέας στην όψη.
195 Όμως κακό τους φέρνουνε οι θεοί τους πλανεμένους,
μιάς και τους κλώσουν συφορά, κι ας είναι βασιλιάδες.»
Είπε, και τόνε ζύγωσε, και τού 'σφιξε το χέρι,
και φώναξέ του, κι είπε του με λόγια φτερωμένα·
«Γειά σου, πατέρα ξένε μου, καλές να σού 'ρθουν μέρες
200 καν ύστερα. Τώρα σε τρων περίσσια πάθια ακόμα.
Από το Δία πιο σκληρός άλλος θεός δεν είναι.
Για άντρες που εκείνος γέννησε, σπλαχνιά καμιά δε νιώθει,
μόνε σε φοβερά δεινά και βάσανα τους ρίχτει.
Ίδρωσα εγώ θωρώντας σε, τα μάτια μου δακρύσαν,
205 με του Δυσσέα τη θύμηση, γιατί θαρρώ κι εκείνος
με τέτοια κουρελόπανα μέσα στον κόσμο τρέχει,
αν είναι ακόμα ζωντανός, και του ήλιου φως ά βλέπη.
Κι αν πέθανε, και βρίσκεται στον Άδη, αλλοίμονό μου,
που τον παράξιο μου έχασα τον Οδυσσέα, που μ' είχε
210 πρώτο στα βόδια από μωρό στη γης των Κεφαλλήνων.
Γενήκαν τώρα αρίθμητα, κι άλλος βοσκός δε στάθη
δαμάλες πλατυκούταλες περσότερες να δείξη.
Τώρα σε ξένες προσταγές θροφή τις παραθέτω
ανθρώπων που του σπιτικού δε σέβουνται τ' αγόρι,
215 μηδέ τρομάζουν των θεών την τιμωρία, μόν' θέλουν
να μοιραστούνε τα καλά του πλανημένου ρήγα.
Ως τόσο, μέσα μου συχνά το μεταγέρνει ο νους μου,
κακό αν δεν είναι, ενόσω ο γιός υπάρχει, αλλού να φύγω,
κοντά σε ξένους μένοντας μαζί με τις δαμάλες·
220 μα ακόμα πιο χειρότερο να κάθουμαι, και ξένων
θνητών φυλάγοντας εδώ σφαχτά να τυραννιέμαι.
Από καιρό θα πρόσφευγα σ' άλλου μεγάλου ρήγα
παλάτι, τ' είναι αβάσταχτα τα τωρινά δεινά μου.
Μα ακόμα συλλογιέμαι τον το δύστυχο, ίσως κι έρθη
225 ξάφνω από κάπου, και μεμιάς σκορπίση τους μνηστήρες.»
Τότε ο Δυσσέας ο τρίξυπνος του απολογήθη κι είπε·
«Βοσκέ, που μήτε ασύστατος μήτε κακός δε μοιάζεις,
βλέπω κι εγώ τα φρένα σου πως τα φωτίζει η γνώση,
κι όρκο σου κάνω φοβερό, σ' εκείνο που σου κρένω·
230 ο Δίας νά 'ναι μάρτυρας, το ξενικό τραπέζι,
κι ετούτη η στιά του θεόλαμπρου Δυσσέα που με δέχτη,
ακόμα εδώ θένα 'σαι εσύ, και θα γυρίση εκείνος·
και με τα μάτια σου θα δης, αν θέλης, τους μνηστήρες,
που τώρα εδώ σάς τυραννούν, να πέφτουν σκοτωμένοι.»
235 Και τότε του απαντάει και λέει ο πρώτος των βουκκόλων·
«Μακάρι αυτά του Κρόνου ο γιός να τα τελούσε, ώ ξένε,
και θά 'βλεπες τι δύναμη τα χέρια εδαύτα κρύβουν.»
Παρόμοια σ' όλους τους θεούς κι ο Εύμαιος παρακάλειε,
να φέρουνε στο σπίτι του το γνωστικό Οδυσσέα.
240 Αυτά λαλούσαν κι έλεγαν εκείνοι ανάμεσό τους·
ως τόσο του Τηλέμαχου τοιμάζαν οι μνηστήρες
το τέλος και τη μοίρα του. Όμως ζερβά τους φάνη
αψηλοπέταχτος αϊτός κρατώντας περιστέρα.
Και τότ' ο Αμφίομος αυτά ξαγόρεψέ τους κι είπε·
245 «Δέ θα μας έβγη τυχερός αυτός, καλοί μου φίλοι,
ο φόνος του Τηλέμαχου. Το δείπνο ως τόσο ας δούμε».
Αυτά 'λεγε ο Αμφίνομος, κι αρέσανε στους άλλους.
Και μπαίνοντας στα μέγαρα του θεϊκού Οδυσσέα,
απάνω σ' έδρες και θρονιά τις χλαίνες απιθώσαν,
250 κι έσφαξαν πρόβατα τρανά, καλοθρεμμένα γίδια,
θρεφτάρια χοίρους και παχύ δαμάλι απ' το κοπάδι.
Κι αφού τα σπλάχνα ψήσανε τα μοίρασαν, και τότες
ανακατέψανε κρασί μες σ' όλα τα κροντήρια.
Ο χοιροτρόφος έδινε παντούθε τα ποτήρια,
ψωμί τους έφερνε ο καλός πρωτοβοσκός Φιλοίτιος
255 με τα ποτήρια τα όμορφα, κι ο Μελανθέας κερνούσε.
Κι αυτοί άπλωναν τα χέρια τους στα καλοφάγια ομπρός τους.
Με πονηριά ο Τηλέμαχος τον Οδυσσέα καθίζει
στο στέριο μέγαρο, σιμά στο λίθινο κατώφλι,
και τού 'βαλε κοινό σκαμνί και φτωχικό τραπέζι·
260 σπλάχνα του δίνει μερτικό, και με χρυσό ποτήρι
κερνώντας τον, του μίλησε, κι αυτά τα λόγια του είπε·
«Κάθου εσύ τώρα εδώ, κρασί να πίνης με τους άλλους,
κι απ' τώ μνηστήρων τις βρισιές και τους δαρμούς ατός μου
θα σε φυλάξω, τι κοινό δεν είν' αυτό το σπίτι,
265 μόν' είναι του Οδυσσέα, κι αυτός για μένα τό 'χει χτήμα.
Κι εσείς, κρατιέστε από βρισιές και χτυπημούς, μνηστήρες,
σε ξαφνικά μην έρθουμε μαλώματα κι αμάχες.»
Αυτά είπε, και δαγκάνοντας τ' αχείλι οι άντρες όλοι,
θαμάζαν του Τηλέμαχου τα ξέθαρρα τα λόγια.
270 Κι ο Αντίνος, του Ευπείθη ο γιός χόλωσε τότες κι είπε·
«Άν κι ο Τηλέμαχος πικρά μας είπε λόγια, ω φίλοι,
ας τα δεχτούμε· μας μιλάει με σοβαρή φοβέρα.
Ο Δίας δεν τό 'θελε· ειδεμή, στα μέγαρά του μέσα
θα τον σωπαίναμε, κι αυτός ας ζήταε να στριγγλίζη.»
275 Αυτά ο Αντίνος έλεγε, μα αδιαφορούσε εκείνος.
Και των θεών την ιερή κατοβοδιά απ' τη χώρα
κήρυκες φέρναν στο ισκιερό του Απόλλωνα το δάσος
που πλήθη μακρομάλληδων Αχαιώνε συναχτήκαν.
Και σάνε ψήσαν κι έβγαλαν τ' απόξωθε κοψίδια,
280 τα μοίρασαν, κι αρχίσανε τ' αρχοντικό τραπέζι.
Και του Δυσσέα βάλανε μερίδα οι δούλοι τότες
όση κι εκείνοι πέρνανε, καθώς παράγγειλέ τους
ο πολυαγαπημένος γιός του θεϊκού Οδυσσέα.
Μα η Αθηνά δεν άφηνε τους θεότολμους μνηστήρες
285 να παύουν την κακολογιά, για να πηγαίνη ο πόνος
βαθύτερα μες στην καρδιά του θεϊκού Οδυσσέα.
Κι ανάμεσό τους βρίσκουνταν αδικογνώστης άντρας,
που τ' όνομά του Χτήσιππος, και κατοικιά του η Σάμη·
στα πλούτια του τ' αρίθμητα πιστεύοντας, ζητούσε
290 του Οδυσσέα τη σύγκλινη, του ξενοπλανημένου.
Εκείνος στους αγέρωχους μνηστήρες τότες είπε·
«Ακούστε με το τι θα πω, ω θεότολμοι μνηστήρες·
καλή μερίδα δόθηκε, σαν πού 'πρεπε, του ξένου·
σωστό δεν ήτανε μαθές το δίκιο να στερούνται
295 οι ξένοι του Τηλέμαχου που εδώ να ερθούν τυχαίνει.
Μα ας τον φιλέψω πια κι εγώ, και πάλε αυτός το δώρο
το δίνει της λουτράρισσας, ή καμιάς άλλης δούλας,
απ' όσες μέσα βρίσκουνται στου Οδυσσέα τους πύργους.»
Είπε, και πόδι βοδινό τραβάει απ' το πανέρι,
300 και το πετάει απάνω του. Μα ξέφυγε ο Δυσσέας
γυρνώντας το κεφάλι του, και μέσα του με πίκρα
γελώντας, και το κόκκαλο στο στέριον τοίχο πέφτει.
Τότες μ' οργή ο Τηλέμαχος του Χτήσιππου φωνάζει·
«Καλά σου βγήκε, ω Χτήσιππε, κι ας το χαρή η ψυχή σου.
305 Τον ξένο δεν τον βάρεσες, τι ο ίδιος του φυλάχτη·
αλλιώς, τα στήθια σου άνοιγα με κοφτερό κοντάρι.
Τότε ο πατέρας σου ταφή θα τοίμαζε αντίς γάμο
δώ μέσα· και γι' αυτό ασκημιές κανένας μες στο σπίτι
ας μη μου κάνη· τώρα πια νιώθω, και ξέρω ποιό 'ναι
310 καλό στον κόσμο, ποιό κακό, τι πια μωρό δεν είμαι.
Καθόμαστε και βλέπουμε να σφάζουνται τ' αρνιά μας,
και το κρασί να πίνεται, και το ψωμί να φεύγη·
τι δύσκολό 'ναι τους πολλούς να τους μποδίζη ο ένας.
Όμως καιρός πια το άδικο κι η όχτρητα να πάψη.
315 Κι αν να με θανατώσετε με το σπαθί ποθήτε,
καλύτερα εγώ τό 'θελα, κι ας μ' έπαιρνεν ο Χάρος,
παρά να βλέπω αδιάκοπα τέτοια έργα ντροπιασμένα,
τους ξένους μας να βρίζουνε, μα και τις παρακόρες
αδιάντροπα να σέρνουνε μες στα λαμπρά παλάτια.»
320 Αυτά είπε, κι όλοι σώπασαν κι αμίλητοι απομείναν
και τότες του Δαμάστορα ο Αγέλαος τους είπε·
«Λόγος σωστός σαν ειπωθή, δεν πρέπει εμείς, ω φίλοι,
ενάντια να πηγαίνουμε με λόγια θυμωμένα.
Τον ξένο μην πειράζετε, μήτε κανέναν άλλον
325 από τους δούλους πού 'ναι εδώ στου θεϊκού Οδυσσέα.
Ποθούσα του Τηλέμαχου και της καλής του μάνας
να πω ένα λόγο φιλικό, να τον δεχτούνε ά στέργουν.
Ελπίδα όση σάς έμνησκε στα βάθια της ψυχής σας,
νά 'ρθη ο Δυσσέας ο τρίξυπνος στο σπιτικό του πάλε,
330 με δίκιο τον προσμένατε, και τους μνηστήρες όλους
στον πύργο τους κρατούσατε, που ήταν και πιο συφέρο,
ανίσως γύριζε άξαφνα στο σπίτι του ο Δυσσέας.
Μα τώρα πια ολοφάvεpo πως δε θα μας γυρίση.
Άμε λοιπό στη μάνα σου, συβούλεψέ την τώρα,
335 να πάρη τον καλύτερο, και πιότερα όποιον δίνει,
κι εσύ για να τα χαίρεσαι τα πατρικά σου πλούτια,
κι εκείνη του άλλου της του αντρός το σπίτι να κοιτάζη.»
Κι ο γνωστικός Τηλέμαχος γύρισε τότες κι είπε·
«Ναι μα το Δία, Αγέλαε, και μα τα πάθια εκείνου
340 που από το Θιάκι μακριά πλανιέται για και χάθη,
ν' αργοπορήσω δε ζητώ το γάμο της μητέρας,
παρά όλο την παρακινώ να πάρη αυτόν που θέλει,
και δίνω δώρα αρίθμητα. Όμως να τήνε βγάλω
χωρίς να θέλη ντρέπουμαι, κι ο θεός να μην το δώση.»
345 Είπ' ο Τηλέμαχος· κι η θεά μες στους μνηστήρες γέλια
άσβηστα σήκωσε, κι ο νους του καθενός σκοτίστη.
Και τώρα αυτοί με απόξενα γελούσανε σαγόνια,
και κρέατα αιματόβρεχτα μασούσανε και τρώγαν·
δάκρυα τα μάτια τους πολλά γεμίζαν, κι η ψυχή τους
350 προμάντεμα μοιρολογιού τους έφερνε μεγάλου.
Και τότες ο θεόμορφος Θεοκλύμενος τους είπε·
«Άχ, τι μεγάλο, ω δύστυχοι, κακό μαθές σάς βρίσκει.
Νύχτα σάς ζώνει κεφαλή και πρόσωπο και γόνα·
άναψ' ο θρήνος, βρέχουνται τα μάγουλα με δάκρυα,
κι οι τοίχοι μ' αίμα βρέχουνται και τα ώρια μεσοδόκια·
355 γέμισαν πρόθυρα κι αυλές με ίσκιους νεκρών που τρέχουν
μέσα στα σκότη, στο Έρεβος· και χάθηκε στα ουράνια·
ο ήλιος και γύρω απλώθηκε στον κόσμο μαύρη αντάρα.»
Αυτά είπε, κι όλοι γέλασαν εκείνοι απ' την καρδιά τους
Κι αρχίζει του Πολύβου ο γιός ο Ευρύμαχος, και κρένει·
360 «Χαμένα τά 'χει ο νιόφερτος ο ξένος που μας ήρθε.
Μα γλήγορα απ' τα μέγαρα στείλτε τον έξω, ω νέοι,
στην αγορά να κατεβή, τι εδώ τη νύχτα βλέπει.»
Κι ο θεόμορφος Θεοκλύμενος του απολογήθη κι είπε·
«Ευρύμαχε, οδηγούς εσύ δε θέλω να μου φέρης·
365 έχω και μάτια εγώ, κι αυτιά, κι έχω τα δυό μου πόδια,
και γνώση είναι στα στήθια μου γερή κι ωριμασμένη.
Μ' αυτά θα πάω, γιατί κακό να σάς ζυγώνη νιώθω,
που ούτ' ένας δε θα δυνηθή μνηστήρας να ξεφύγη,
απ' όσους μες στα μέγαρα του θεϊκού Οδυσσέα
370 τους άντρες βρίζουν, και φριχτές σοφίζουνται ανομίες.»
Είπε, κι απ' τα καλόφτιαστα παλάτια βγήκε εκείνος,
και τράβηξε στου Πείραιου, που καλοδέχτηκέ τον.
Κι ένας τον άλλον όλοι τους κοιτώντας οι μνηστήρες,
κεντούσαν τον Τηλέμαχο, τους ξένους περγελώντας.
375 Κι αυτά κάποιος αγέρωχος γύρισε κι είπε νέος·
«Τηλέμαχε, άλλος σαν κι εσέ κακόξενος δεν είναι.
Κοίταξ' αυτόν τον βρώμικο τον κοσμογυριστή σου,
που όλο πεινάει κι όλο διψάει, και μήτ' από έργα ξέρει,
μήτ' από μάχες έμαθε· βάρος της γης αλήθεια.
380 Άλλος σηκώθη πάλε εδώ το μάντη να σου κάμη.
Μα εμέν' ακούγοντας, πολύ περσότερο κερδίζεις·
μες σε καλό ας τους ρίξουμε πολύσκαρμο καράβι,
στη Σικελία για να σταλθούν, καλή τιμή να πιάσης.»
Αυτά οι μνηστήρες λέγανε, μα αδιαφορούσ' εκείνος,
385 και τον πατέρα του άφωνος τηρούσε, καρτερώντας
πότε θα πέση η χέρα του στους άτιμους μνηστήρες.
Κι η Πηνελόπη η φρόνιμη, του Ικάριου η θυγατέρα
αντίκρυ τους σαν έστησε το λαμπερό θρονί της,
ό,τι ο καθένας έλεγε στα μέγαρα αγρικούσε,
390 με γέλια καθώς τοίμαζαν το γέμα τους εκείνοι,
το πλούσιο, το χαρούμενο, με τα πολλά σφαχτά του.
Μα άλλο τραπέζι πιο άχαρο δε γίνη, σαν το δείπνο
που έμελλε γλήγορα η θεά κι ο μέγας Οδυσσέας
να τους απλώση· γιατί αυτοί πρωτόκαμαν το κρίμα.
Ραψωδία φ
Τόξου θέσις.
Τότες στο νου της έβαλε η θεά η γαλανομάτα
της Πηνελόπης, της καλής του Ικάριου θυγατέρας,
τόξο και σίδερα σταχτιά να βάλη στους μνηστήρες
αγώνα και σφαγής αρχή μες στου Οδυσσέα τους πύργους.
5 Τη σκάλα του θαλάμου της την αψηλή κατέβη,
πήρε ώριο γυριστό κλειδί στο μαλακό της χέρι,
χαλκένιο και με φιλντισί χερούλι ταιριασμένο.
Ως στο στερνό το θάλαμο πηγαίνει με τις βάγιες,
που κοίτουνταν οι θησαυροί του βασιλέα κρυμμένοι,
10 χαλκός, χρυσάφι, σίδερο περίτεχνα εργασμένο.
Είχε και πισοτέντωτο δοξάρι και φαρέτρα,
που μέσα της ήταν πολλές στεναχτερές σαγίτες.
Από τη Λακεδαίμονα τά 'χε ο Δυσσέας φερμένα,
του ομοιόθεου του Ίφιτου, γόνου του Ευρύτου δώρα.
15 Στου Ορσίλοχου ανταμώθηκαν του αντρείου στη Μεσσήνη,
σαν πήγε ο Οδυσσέας εκεί για χρέος που όλ' η χώρα
του χρώσταγε· τι πρόβατα τρακόσα από το Θιάκι
με τους βοσκούς αρπάξανε και φύγαν Μεσσηνίτες
με πλεούμενα πολύσκαρμα· και μακρινό ταξίδι
20 πήγε ο Δυσσέας ζητώντας τα, μικρός πολύ κι αν ήταν
τι ο κύρης του τον έστειλε και του Θιακιού οι γερόντοι.
Και πάλε ο Ίφιτος εκεί φοράδες δώδεκα ήρθε
να βρη χαμένες, που γερά βυζάνανε μουλάρια·
αυτές δα που του γίνανε χάρος και μαύρη μοίρα,
25 κατόπι, στον αντρειόψυχο του Δία το γιό σαν ήρθε,
τον Ηρακλή, το γνωριστή κάθε έργου φημισμένου,
που ο άνομος στο σπίτι του τον έσφαξε, αν και ξένο,
και μήτε θεό δε ντράπηκε, και μήτε το τραπέζι
που τότες του παράθεσε· μόνε κι εκείνον σφάζει,
30 και τις βαριόνυχες κρατάει φοράδες στο παλάτι.
Αυτές ζητώντας ο Ίφιτος, τον Οδυσσέα ανταμώνει,
και το δοξάρι τού 'δωσε, που ο Εύρυτος ο μέγας
κρατούσε μιά φορά, μα πριν πεθάνη τό 'χε αφήσει
του γιού του στα παλάτια του. Και τότε ο Οδυσσέας
35 τού 'δωκε κοφτερό σπαθί και δυνατό κοντάρι,
αρχή φιλίας γκαρδιακής· μα οι δυό δε γνωριστήκαν
και σε τραπέζι, γιατί ο γιός του Διός είχε σκοτώσει
τον Ίφιτο το θεόμοιαστο, που τού 'δωκε το τόξο.
Στον πόλεμο σαν έβγαινε με πλοίο ο Οδυσσέας,
40 τ' άφηνε σπίτι, θύμημα του αγαπητού του φίλου,
και μόνο στην πατρίδα του κρατούσε εκείνο τ' όπλο.
Σαν έφτασε στο θάλαμο η τρισεύγενη γυναίκα,
και στο κατώφλι ανέβηκε το δρένιο, που τεχνίτης
τό 'χε σκαλίσει ξυλουργός, και το ίσιωσε με στάφνη,
45 και παραστάτες έστησε, κι έβαλε ωραίες θύρες,
αμέσως τότες το λουρί ξελύνει απ' την κρικέλα,
χώνει ίσια μέσα το κλειδί, τους σύρτες βρίσκει αντίκρυ,
τους σπρώχνει, και καθώς βογγάει μες στο λιβάδι ταύρος
που βόσκει, όμοια βόγγησαν κι οι θύρες οι πανώριες,
50 με του κλειδιού το βάρεμα, κι ανοίξανε ομπροστά της.
Ανέβηκε στο πάτωμα με τα πολλά τ' αρμάρια,
και μέσα με τις φορεσές τις μοσκομυρισμένες·
κι απλώνοντας το χέρι της, ξεκρέμασε το τόξο
με το θηκάρι, που λαμπρό παντούθε φεγγοβόλα.
55 Καθίζει, και περίλυπη στα γόνατα το παίρνει,
βγάζει το τόξο, κι αρχινάει το κλάμα βλέποντάς το.
Και σάνε καλοχόρτασε τα δάκρυα και το θρήνο,
ξεκίνησε στο μέγαρο προς τους λαμπρούς μνηστήρες,
κι ήρθε το πισοτέντωτο κρατώντας το δοξάρι,
60 και τη φαρέτρα με πολλές στεναχτερές σαγίττες.
Φέρναν κι οι παρακόρες της κασέλα γεμισμένη
με σίδερο και με χαλκό, τα σύνεργα του αφέντη.
Κι η ζουλεμένη αρχόντισσα σαν πήγε στους μνηστήρες,
σιμά στο στύλο στάθηκε της δουλεμένης στέγης,
65 σηκώνοντας στην όψη της το λιόλαμπρο φακιόλι,
[ με τις παραστεκάμενες δεξιά κι αριστερά της ].
και στους μνηστήρες μίλησε κι αυτά τους είπε τότες·
«Ακούστε με, ω θεότολμοι μνηστήρες, που σ' ετούτον
τον πύργο πέσατε όλοι σας, να πίνετε, να τρώτε,
70 όσον καιρό ο αφέντης μου στην ξενιτειά γυρίζει,
και πρόφαση καλύτερη δε δύνεστε να βρήτε,
μόν' πως εμένα νά 'χετε γυναίκα λαχταράτε.
Μα ελάτε, παλληκάρια μου, και να, βραβείο ομπρός σας.
Το μέγα τόξο θέτω σας του θεϊκού Οδυσσέα,
75 κι εκείνον που ευκολώτερα στα χέρια το τεντώση,
κι αξίνια δώδεκα με μιά σαΐτα του περάση,
θ' ακολουθήσω αφήνοντας τον πύργο αυτόνε, που ήρθα
νιόπαντρη εγώ, και βρήκα τον ώριο και βιός γεμάτο,
που πάντα θα θυμάμαι τον και μέσα στ' όνειρό μου.»
80 Αυτά σαν είπε, πρόσταξε τον άξιο χοιροτρόφο
το τόξο και τα σίδερα να θέση στους μνηστήρες.
Δάκρυσε ο Εύμαιος, τά 'πιασε, και χάμου αράδιασέ τα.
Θρηνούσε κι ο βοδοβοσκός, αλλού καθώς το τόξο
τ' αφέντη του είδε. Φώναξε ο Αντίνος τότες κι είπε·
85 «Κλούβιοι χωριάτες, που έχετε στο σήμερα μονάχα
το νου σας· μωρέ δύστυχοι, τι κάθεστε και κλαίτε,
και τη γυναίκα αγγίζετε κατάβαθα στα σπλάχνα,
που αυτή και μόνη της πονεί για το χαμό του αντρός της.
Ήσυχα τρώτε αυτού, ειδεμή βγήτε όξω για να κλάψτε,
90 το τόξο αυτό για φοβερόν αφήνοντας αγώνα.
Τί δύσκολα θα τεντωθή, θαρρώ, τ' ωριόξεστο όπλο·
κι απ' όσους είναι εδώ, κανείς δε μοιάζει του Οδυσσέα
στην αντρειοσύνη, σαν που εγώ τον είδα τότε εκείνον
και το θυμάμαι ξάστερα, μωρό παιδί κι αν ήμουν.»
95 Αυτά είπεν· όμως τό 'λπιζεν εκείνος να τεντώση
την κόρδα, και απ' τα σίδερα τη σαΐτα να περάση·
αυτός, που πρώτος έμελλε να φάη σαϊτιά απ' το χέρι
του Οδυσσέα του υπέρλαμπρου, που μες στα μέγαρά του
100 καθόταν και τον έβριζε, και κένταε και τους άλλους.
Και τότες ο αντρειόψυχος Τηλέμαχος τους είπε·
«Αλλοί, και πως ο Δίας, ο γιός του Κρόνου, με τρελλαίνει!
Μου λέει η μάνα η ακριβή με την πολλή της γνώση,
το σπίτι πως θ' αφήση αυτό να πάγη μ' άλλον άντρα,
105 κι εγώ γελώ, κι η ασύστατη το χαίρεται ψυχή μου.
Μα ελάτε, παλληκάρια μου, και να, βραβείο ομπρός σας,
γυναίκα, που στων Αχαιών τη γης δε βρίσκετ' άλλη,
ούτε στην Πύλο την ιερή, και στ' Άργος, στη Μυκήνη,
ούτε στη μελανή στεριά, μα ούτε και μες στο Θιάκι.
110 Μα εσείς τα ξέρετε· έπαινο της μάνας δε θα κάνω.
Ομπρός, καιρό μη χάνετε με πρόφασες πια τώρα,
του δοξαριού το τέντωμα μη φεύγετε, κι ας δούμε.
Και λέγω να δοκίμαζα κι ατός μου το δοξάρι·
κι αν το τεντώσω και σαϊτιά περάσω από τ' αξίνια,
115 δε θα πονώ πια, τι η καλή μητέρα μου άλλον άντρα
δε θά 'παιρνε να φύγη, αφού θά 'μνησκα εγώ κατόπι
άξιος τα όπλα τα λαμπρά του κύρη να σηκώνω.»
Κι ορθός πετάχτηκε, έβγαλε την πορφυρένια χλαίνα
από τους ώμους, και μαζί το κοφτερό σπαθί του.
120 Χαντάκι σκάβει ολόμακρο, και τα πελέκια αράδα
στήνει με στάφνη ισιώνοντας, το χώμα στρώνει γύρω·
κι όλοι θαμάζαν βλέποντας την τόση τάξη του έργου,
αν και ποτές πρωτύτερα δεν τό 'χε δη και μάθει.
Και στο κατώφλι στέκοντας δοκίμαζε το τόξο,
125 Και τρεις φορές το τράνταξε με βία να το τεντώση,
και τρεις τού 'λειψε η δύναμη, κι ας τό 'λπιζε την κόρδα
πως θα τεντώση, με σαϊτιά τ' αξίνια να περάση.
Στην τέταρτη τραβώντας το μ' ορμή το τέντωνε, όμως
όχι ο Οδυσσέας τού 'γνεψε και του έκοψε τη φόρα.
130 Και τότες ο αντρειόψυχος Τηλέμαχος τους είπε·
«Αλλοίς μου, ή πάντα αδύναμος θένα 'μαι εγώ και χαύνος,
ή νιός είμαι και δύναμη στα χέρια μου δε νιώθω,
μπρος σ' άντρα να διαφεντευτώ που θα με βρίση πρώτος.
Μα ελάτε, εσείς στη δύναμη που με περνάτε, αρχίστε
135 τη δοκιμή του δοξαριού, να τελεστή ο αγώνας.»
Είπε, και χάμου απίθωσε το τόξο, γέρνοντάς το
στο κολλητό κι ωριόξεστο σανίδωμα της θύρας,
και τη σαγίτα ακούμπησε στην όμορφη κρικέλα,
και πήγε πάλε στο θρονί που αρχίτερα καθόταν.
140 Κι ο Αντίνος του Ευπείθη ο γιός γύρισε τότες κι είπε·
«Πρός τα δεξά σηκώνεστε με την αράδα, ω φίλοι,
κι απ' όθε ο κεραστής κερνάει, κείθε κι εσείς αρχίστε.»
Είπ' ο Αντίνος, κι άρεσεν ο λόγος και στους άλλους.
Πρώτος ο γόνος του Οίνοπα σηκώθηκε, ο Λειώδης,
145 που από μαντείες γνώριζε, και στο λαμπρό κροντήρι
σιμά καθότανε, βαθιά· και μόνε αυτός μισούσε
τις ανομίες, και μ' οργή θωρούσε τους μνηστήρες·
και πρώτος τότες έπιασε το τόξο και το βέλος.
Πάς στο κατώφλι στέκοντας δοκίμαζε το τόξο,
150 μα δεν το τέντωσε, παρά τραβώντας αποκάμαν
τ' αγύμναστα και μαλακά χέρια του, και τους είπε·
«Δεν το τεντώνω, φίλοι, εγώ, τώρ' άλλος ας το πάρη.
Πολλών λεβέντηδων αυτό το τόξο θένα πάρη
και την αντρεία και τη ζωή· τι πιο καλό νομίζω
155 το θάνατο, παρά ζωή και να τα χάσουμε όσα
ολοχρονίς καθόμαστε δωπέρα καρτερώντας.
Κάποιος στο νου του λαχταρεί κι ελπίζει για να πάρη
του Οδυσσέα τη σύγκοιτη, την Πηνελόπη, τώρα·
σαν κάνη όμως τη δοκιμή του τόξου και γνωρίση,
160 τότε άλλη λαμπροστόλιστην Αχαιοπούλα ας πάρη
με δώρα του· κι αυτή ας δεχτή τον άντρα που θα δώση
τα πιότερα, και της φανή της μοίρας ο σταλμένος.»
Είπε, και τότε απόθεσε το τόξο, γέρνοντάς το
στο κολλητό κι ωριόξεστο σανίδωμα της θύρας,
165 και τη σαγίτα ακούμπησε στην όμορφη κρικέλα,
και πήγε πάλε στο θρονί που αρχίτερα καθόταν.
Κι ο Αντίνος τον αντίσκοψε και λάλησε του κι είπε·
«Τί λόγο από τα χείλη σου ξεστόμισες, ω Λειώδη,
βαρύ, φριχτό, που ακούγοντας θυμός πολύς με πιάνει;
170 Πολλών λεβέντηδων ψυχή θα πάρη αυτό ,το τόξο,
μας λες, αν άξιος δε φανής εσύ να το τεντώσης.
Εσένα η κερά μάνα σου θαρρώ δε γέννησέ σε
δοξάρια για να μας τραβάς και βέλη να τινάζης.
Όμως μνηστήρες δοξαστοί θα το τεντώσουν άλλοι.»
175 Είπε, και το γιδοβοσκό το Μελανθέα προστάζει·
«Άναψε τώρα εσύ φωτιά στον πύργο, ω Μελανθέα,
θέσε μεγάλο εκεί θρονί, στρώσε προβιά κατόπι
φέρ' από μέσα ένα χοντρό κεφάλι πάχος, κι έτσι
καλά σαν το ζεστάνουμε, κι αλείφοντάς το οι νέοι,
180 τ' όπλο να δοκιμάζουμε, να τελεστή ο αγώνας.»
Είπε, κι ευτύς ακούραστη φωτιά άναψε ο Μελάνθης,
έθεσε μέγα εκεί θρονί, προβιά 'στρωσε, κατόπι
έφερε μέσαθε χοντρό κεφάλι πάχος, κι έτσι
οι νέοι σαν το ζεστάνανε, το τόξο δοκιμάζαν·
185 του κάκου, τι στη δύναμη πολύ κατώτεροι ήταν.
Ο Αντίνος κι ο θεόμοιαστος Ευρύμαχος ως τόσο
μνήσκανε ακόμα, οι αρχηγοί και τώ μνηστήρων πρώτοι.
Τότες το μέγαρο άφησαν και βγήκαν, ο βουκόλος
μαζί με το χοιροβοσκό του θεϊκού Οδυσσέα.
190 Κατόπι τους κι ο θεϊκός ήρθ' Οδυσσέας έξω,
κι άμα παρόξω απ' τις αυλές κι από τις θύρες βγήκαν,
με λόγια γλυκομίλητα λαλώντας είπ' εκείνος·
«Βουκόλε και χοιροβοσκέ, να πω σας κάποιο λόγο,
ή να το κρύψω; Ο πόθος μου με σπρώχνει να λαλήσω.
195 Με ποιά θα βοηθούσατε τον Οδυσσέα γνώμη,
αν κάπουθε άξαφνα έρχονταν από θεό σταλμένος;
με τους μνηστήρες θά 'σαστε, για του Οδυσσέα φίλοι;
Πήτε μου εκείνο που η καρδιά σάς λέγει κι η ψυχή σας.»
Και τότες του απαντάει και λέει ο πρώτος των βουκόλων
200 «Δία πατέρα, τούτο μου τον πόθο τέλεσέ μου·
ας έλθη εκείνος, κι ο θεός ας έφερνέ τον πίσω,
και θά 'βλεπες τι δύναμη τα χέρια εδαύτα κρύβουν.»
Παρόμοια σ' όλους τους θεούς κι ο Εύμαιος παρακάλειε,
στον πύργο του ο πολύμυαλος να ξαναρθή Οδυσσέας.
205 Κι αυτός σαν είδε πως κι οι δυό καλή 'χανε τη γνώμη,
πάλε τους ξαναμίλησε με φτερωμένα λόγια·
«Νά με λοιπόν στον πύργο μου· πολλά σαν είδα πάθια,
τώρα στα χρόνια τα είκοσι γυρίζω στην πατρίδα.
Ξέρω πως απ' τους δούλους μου στους δυό σας μόνο βρίσκω
210 συμπόνεση· δεν άκουσα κανέναν απ' τους άλλους
να κάνη ευκή να ξαναρθώ στο σπίτι μου απ' τα ξένα.
Κι εσάς γι' αυτό που θα γενή θα πω την πάσα αλήθεια.
Ο θεός αν τους περήφανους μνηστήρες μου δαμάση,
στους δυό σας τότες σύγκλινη και χτήματα θα δώσω,
215 και θένα στήσω κατοικιά σιμά στα μέγαρά μου,
και του Τηλέμαχου αδερφοί και φίλοι πάντα θά 'στε.
Μα κι άλλο τώρα ξάστερο σημάδι θα σάς δείξω,
να με καλογνωρίσετε, και να πιστέψη ο νους σας·
το λάβωμα που ο ασπρόδοντος ο κάπρος μου είχε ανοίξει.
220 με τα παιδιά του Αυτόλυκου στον Παρνασσό σαν πήγα.»
Κι απ' το μεγάλο λάβωμα σηκώνει τα κουρέλια.
Κι αυτοί, σαν καλοκοίταξαν και καθετίς σα νιώσαν,
με κλάματα αγκαλιάσανε το θεϊκό Οδυσσέα,
και του θερμοφιλούσανε την κεφαλή, τους ώμους·
225 τα χέρια και την κεφαλή τους φίλαε κι ο Οδυσσέας.
Κι ο Ήλιος θα βασίλευε, κι ακόμα αυτοί θα κλαίγαν,
μα εκείνος τους σταμάτησε, και λάλησέ τους κι είπε·
«Οι κλάψες τώρα ας πάψουνε, μην τύχη και κανένας
έρθη και νιώση, κι ύστερα το μαρτυρήση μέσα.
230 Μπαίνετε τώρα, όχι μαζί, πρώτος εγώ, και χώρια
κατόπι εσείς· κι ακούστε ποιό θα πάρουμε σημάδι.
Όλοι άμ' αρχίσουν οι λαμπροί μνηστήρες και φωνάζουν,
να μη δοθή σ' εμένανε το τόξο κι η φαρέτρα,
τότε, Εύμαιε λαμπρέ μου εσύ, πάρε και φέρ' το τόξο
235 στα χέρια μου, και πρόσταξε τις κοπελιές συνάμα
τις στέριες να σφαλήξουνε των παλατιώνε θύρες.
Κι αν κάποια ακούση βογγητά και χτύπους απ' τους άντρες,
εκεί που θά 'μαστε κλειστοί, να μην προβάλουν όξω,
παρά κοιτώντας καθεμιά το έργο της να συχάζη.
240 Κι εσένα παραγγέλνω σου, θεϊκέ Φιλοίτιε, αμέσως,
να βάλης στην αυλόθυρα κλειδί μαζί και κόμπο.»
Είπε, και στα καλόχτιστα παλάτια μπήκε μέσα,
και ξαναπήγε στο θρονί πού 'χε καθίσει πρώτα·
κι ακολουθήσαν του τρανού του Οδυσσέα οι δούλοι.
245 Και κράταε ο Ευρύμαχος στα χέρια το δοξάρι,
ζεσταίνοντάς το στης φωτιάς τη λάμψη αποπαντούθε·
μα να τεντώση τη χορδή δεν μπόρειε, κι η μεγάλη
καρδιά του βαριοστέναζε, και φώναξέ τους κι είπε·
«Πόσο βαθύς ο πόνος μου για μένα και τους άλλους.
250 Μα για το γάμο, αν και πονώ, δε θλίβουμαι και τόσο.
Αχαιοπούλες βρίσκουνται πολλές και στ' ώριο Θιάκι,
και σ' άλλες χώρες· θλίβουμαι που τόσο πιο μικροί του
θένα φαινόμαστε όλοι εμείς στο τέντωμα του τόξου,
255 και που οι κατοπινές γενιές θ' ακούνε την ντροπή μας.»
Κι ο Αντίνος, του Ευπείθη ο γιός γύρισε τότες κι είπε·
«Αυτό ποτές δε θα γενή, ω Ευρύμαχε, το ξέρεις.
Σήμερα ο τόπος το θεό τον τοξευτή γιορτάζει·
ποιός να τεντώνη τόξα εδώ; τα τόξα ας μείνουν τώρα·
260 να στέκουν ας αφήσουμε και τα πελέκια αυτούθε·
τι δε θα ρθή, θαρρώ, κανείς στους πύργους του Οδυσσέα
να τα σηκώση. Ο κεραστής τώρ' απαρχές ας δώση
με τα ποτήρια, ας στάξουμε κι ας θέσουμε τα τόξα.
Και πήτε του γιδοβοσκού Μελάνθιου, καθώς φέξη,
265 τα γίδια τα πιο διαλεχτά να φέρη απ' τις κοπές του,
που τα μεριά σαν κάψουμε, στο δοξαράτο Φοίβο,
τ' όπλο να δοκιμάσουμε, να τελεστή ο αγώνας.»
Είπ' ο Αντίνος, κι άρεσαν τα λόγια του στους άλλους.
270 Τότες νερό τους έχυσαν οι κήρυκες στα χέρια,
κι οι νέοι αφού στεφάνωσαν με το πιοτό κροντήρια,
κάμανε μ' όλους απαρχή στα πλέρια τα ποτήρια.
Και σάνε στάξαν κι ήπιανε όσο ήθελε η καρδιά τους,
με πονηριά ο πολύβουλος τους είπε ο Οδυσσέας·
275 «Ακούτε με, της δοξαστής βασίλισσας μνηστήρες,
τα όσα μέσα λέει ο νους να σάς τα φανερώσω.
Ξέχωρα τον Ευρύμαχο και το λαμπρόν Αντίνο
παρακαλώ, που είπε κι αυτά τα στοχασμένα λόγια,
τα τόξα στων αθανάτων την έννοια να τ' αφήστε,
280 και νίκη ο Φοίβος το ταχύ θα δώση σ' όποιον θέλει.
Όμως εμένα δώστε μου τ' ωριόξεστο δοξάρι,
τα χέρια και τη δύναμη να δοκιμάσω ομπρός σας,
να δω ά βαστούν τα λυγερά τα μέλη μου σαν πρώτα,
ή τ' αφανίσαν οι πολλοί παραδαρμοί κι οι κόποι.»
285 Αυτά είπε, και βαρύς θυμός τους πήρε τότες όλους,
τι μην τεντώση τρόμαξαν τ' ωριόξεστο δοξάρι.
Κι ο Αντίνος τον αντίσκοψε, και φώναξέ τον κι είπε.
«Ώ ξένε κακορίζικε, που τα μυαλά σου λείπουν,
με τους αγέρωχους εμάς δε σώνει που καθίζεις,
290 και τρωγοπίνεις ήσυχα, και βούκα δε σου λείπει,
μόνε τους λόγους μας ακούς κι όλη τη συντυχιά μας,
που ξένος άλλος και φτωχός δε μας ακούει κανένας;
Σε θόλωσε το γλυκουλό κρασί που τους ζαλίζει
τους όσους παραπίνουνε. Αυτό 'ναι που τα φρένα
295 του δοξαστού Ευρυτίωνα, του Κένταυρου, είχε σβήσει,
μέσα στου μεγαλόψυχου Πειρίθοου τους πύργους,
σαν ήρθε εκεί στο κάλεσμα τώ Λαπιθών. Ο νους του
με το πιοτό τυφλώθηκε, και στου Πειρίθοου τότες
έργα φριχτά η μανία του τον έκαμε να πράξη.
Κι έπιασ' οργή τους ήρωες, τρέξαν τον σύραν έξω,
300 μύτη κι αυτιά σαν τού 'κοψαν με το σκληρό μαχαίρι.
Κι αυτός, με τυφλωμένο νου γυρνούσε φορτωμένος
πάνω στην έρμη του ψυχή τη μαύρη συμφορά του.
Κένταυροι τότες και θνητοί τον πόλεμο αρχινήσαν,
και πρώτος βρήκε αυτός κακό με το βαρύ πιοτό του.
305 Τέτοιο προβλέπω σου κακό κι εσένα, αν το δοξάρι
τεντώσης· τι στον τόπο μας δε θένα βρης προστάτη,
παρά μεμιάς σε στέλνουμε με μελανό καράβι
στο βασιλέα τον Έχετο, του κόσμου κακοπράχτη
που εκεί δεν έχεις γλυτωμό· παρά ήσυχα αυτού κάθου,
310 και πίνε, και μην πιάνεσαι με τους νεώτερούς σου.»
Κι η Πηνελόπη, η γνωστικιά γύρισε τότες κι είπε·
«Αντίνε, μήτε φρόνιμο δεν είναι, μήτε δίκιο,
οι ξένοι του Τηλέμαχου ποτές τους να στερούνται,
όσοι τους τύχη κι έρχουνται μες στο παλάτι ικέτες.
Τάχα θαρρείς, αν τέντωνε το τόξο εκείνο ο ξένος,
315 έχοντας θάρρος περισσό στα δυνατά του χέρια,
θα μ' έπαιρνε στο σπίτι του να μ' έχη σύγκλινη του;
Μα τέτοια ελπίδα μήτ' αυτός δε θρέφει στην ψυχή του,
Αυτό κανένας σας εδώ στο φαγοπότι απάνω
να μην το τρέμη· αταίριαστο θά 'τανε τούτο αλήθεια.»
320 Και του Πολύβου ο Ευρύμαχος απάντησε της κι είπε·
«Ώ Πηνελόπη φρόνιμη, του Ικάριου θυγατέρα,
δε λέμε πως θα πάρη σε, και μήτε πως ταιριάζει,
τη γλώσσα όμως φοβόμαστε κι αντρών και γυναικώνε,
μην κάποιος Αχαιός ποτές φωνάξη τιποτένιος,
325 «Ανάξιοι τη γυρεύουνε του άξιου τη γυναίκα
που δεν μπορούν τ' ωριόξεστο δοξάρι να τεντώσουν·
μα από την ξενιτειά φτωχός μας ήρθε πλανεμένος,
το τέντωσε, και πέρασε σαΐτα στα πελέκια.»
Αυτά θα πουν, και ντρόπιασμα θένα 'ταν τέτοια λόγια.»
330 Κι η Πηνελόπη η φρόνιμη γύρισε τότες κι είπε·
«Ευρύμαχε, δε γίνεται σε χώρα νά 'χουν δόξα
όσοι ατιμάζουνε και τρων μεγάλου ανθρώπου σπίτι.
Λοιπόν πως μου μιλάτε εσείς για τέτοιο ντρόπιασμά σας;
Αυτός ο ξένος, πού 'ν' τρανό και στέριο το κορμί του,
335 παινιέται πως από καλό γονιό 'ναι γεννημένος·
Αμέτε τώρα δώστε του τ' ωριόξεστο δοξάρι,
να δούμε· κι ό,τι λέγω εγώ θένα 'βγη τελεσμένο.
Αν το τεντώση, και σ' αυτόν τη δόξα δώση ο Φοίβος,
θα τόνε ντύσω με λαμπρό χιτώνα και χλαμύδα,
340 κοντάρι θά 'χη σουβλερό, σκυλιών κι ανθρώπων διώχτη,
και δίστομο σπαθί· λαμπρά σαντάλια θα του βάλω,
να τόνε στείλω όπου η καρδιά κι ο νους του αποθυμήση.»
Κι ο φρόνιμος Τηλέμαχος απάντησέ της κι είπε·
«Μητέρα μου, άλλος Αχαιός πιο δυνατός δεν είναι
345 από τα μένα, ν' αρνηθώ ή να δώσω όποιου θελήσω·
μήδ' όσοι στο πολύπετρο το Θιάκι εδώ αρχοντεύουν,
μήδ' όσοι στα νησιά σιμά στην αλογοβοσκούσα
την Ήλιδα, δεν δύναται κανείς να με μποδίση
για πάντα αν θέλω νά 'δινα στον ξένο το δοξάρι.
350 Μα έμπα, και κοίτα σπίτι σου και το νοικοκεριό σου,
την αληκάτη, τ' αργαλειό, και πρόσταζε τις δούλες
να σου δουλεύουν, κι άφηνε στους άντρες το δοξάρι,
μάλιστα εμένα, πού 'μαι δα και του σπιτιού ο αφέντης.»
Θάμασ' αυτή, και γύρισε στο σπίτι, γιατί μπήκαν
355 ως την καρδιά της του παιδιού τα γνωστικά τα λόγια.
Κι απάνω σαν ανέβηκε στ' ανώγια με τις βάγιες,
τον ακριβό της έκλαιγεν, ωσότου γλυκόν ύπνο
στα βλέφαρά της στάλαξε η θεά η γαλανομάτα.
Ως τόσο πήγε κι έφερεν ο Εύμαιος το δοξάρι,
360 κι όλ' οι μνηστήρες σήκωσαν αχό μες στα παλάτια.
Κι ένας απ' τους περήφανους τους νέους του φωνάζει·
«Πού, κακορίζικε βοσκέ, μας φέρνεις το δοξάρι,
χαμένε; τα γοργά σκυλιά που θρέφεις δε θ' αργήσουν
εκεί, σιμά στους χοίρους σου μονάχο να σε φάνε,
365 αν μας βοηθήση ο Απόλλωνας κι οι άλλοι θεοί του Ολύμπου.»
Είπαν, κι εκείνος έθεσε το τόξο πάλε χάμου,
απ' τον αχό που σήκωσαν στον πύργο τρομαγμένος.
Μα φώναξε ο Τηλέμαχος αντίκρυ με φοβέρες·
«Κυρούλη, φέρ' το τόξο εδώ, πολλούς ν' ακούς δεν πρέπει·
370 να μη σε διώξω στους αγρούς με τα λιθάρια ξάφνω,
τι αν και νεώτερός σου εγώ σε ξεπερνώ στα χέρια.
Και νά 'μουν τόσο ανώτερος στη δύναμη απ' ετούτους,
που μες σ' αυτά τα μέγαρα βρίσκουντ' εδώ μνηστήρες,
με μαύρον τρόπο θά 'κανα το σπίτι μου ν' αφήσουν,
375 αυτοί που τώρα κάθουνται και συφορές μου πλέχνουν.»
Αυτά είπε κι όλοι τους γλυκά γελάσαν οι μνηστήρες,
κι αγνάντια του Τηλέμαχου κατάπεσε η οργή τους.
Και πέρασ' ο χοιροβοσκός κρατώντας το δοξάρι,
και στο Δυσσέα ζυγώνοντας, του το βαλε στο χέρι,
380 και την Ευρύκλεια φώναξε την παραμάνα κι είπε·
«Προστάζει σε ο Τηλέμαχος ο φρόνιμος, Ευρύκλεια,
τις στέριες να σφαλήξετε των παλατιώνε θύρες,
κι αν κάποια ακούση βογγητά και χτύπους απ' τους άντρες
εδώ που θά 'μαστε κλειστοί, να μην προβάλουν όξω,
385 παρά κοιτώντας καθεμιά το έργο της να συχάζη.»
Τής είπε, κι έμεινε άφτερος στα χείλη της ο λόγος·
και τα κανάτια σφάληξε του παλατιού παντούθε
Και πήδηξε ο Φιλοίτιος σιγά στο σπίτι απέξω,
και της καλόφραχτης αυλής πήγε έκλεισε τη θύρα.
390 Κάτω απ' την αίθουσα σκοινί βρισκόταν καραβήσο
βυβλένιο, κι έδεσε μ' αυτό τη θύρα, και ξανάρθε,
και στο θρονί καθίζοντας που αρχίτερα καθόταν,
τον Οδυσσέα κοίταζε που κράταε το δοξάρι,
και γύριζε το από παντού, και καλοξέταζέ το,
395 να δη σαράκι αν έφαγε τα κέρατα σα γύρνα
στα ξένα. Κι ένας τότε αυτά του πλαγινού του κρένει·
«Αυτός και γνώστης φαίνεται στα τόξα και τεχνίτης·
ή κι έχει μες στο σπίτι του παρόμοια και φυλάει,
ή και να φτιάξη έχει σκοπό· τόσο πιδέξια βλέπω
400 και το γυρνάει στα χέρια του ο πονηρός ζητιάνος.»
Κι άλλος απ' τους περήφανους έλεγε πάλε νέους·,
«Μακάρι αυτός τόσο καλό να δη και ν' απολάψη,
όσο μπορέση ετούτο εδώ το τόξο να τεντώση.»
Αυτά οι μνηστήρες έλεγαν. Ως τόσο ο Οδυσσέας
405 τ' όπλο σαν πήρε το τρανό κι από παντούθε το είδε,
σαν έμπειρος τραγουδιστής στη φόρμιγγα τεχνίτης,
που εύκολα κόρδα με γερό στριφτάρι σου τεντώνει,
στις δυό άκρες δένοντας του αρνιού τ' άντερο το στριμμένο,
έτσι ο Δυσσέας εύκολα τέντωσε το δοξάρι,
410 και με το χέρι το δεξί δοκίμασε την κόρδα·
κι εκείνη γλυκολάλησε, λες κι ήταν χελιδόνι.
Τότ' οι μνηστήρες τρόμαξαν, κι όψην αλλάξαν όλοι·
κι ο Δίας βρόντηξε βαριά για φανερό σημάδι·
και χάρηκε ο πολύπαθος και θεϊκός Δυσσέας,
415 που ο γόνος του πολύβουλου Κρόνου έστειλε σημάδι.
Και πλάϊ απ' το τραπέζι εκεί πήρε γοργή σαγίτα,
έτοιμη· οι άλλες έμνησκαν μες στη βαθειά φαρέτρα,
αυτές που έμελλαν γλήγορα οι μνηστήρες να τις νιώσουν.
Στού δοξαριού το δέσιμο ακουμπώντας τη σαγίτα
420 και στο θρονί του καθιστός, κόκκα τραβάει και κόρδα,
κι ομπρός του σημαδεύοντας ρίχνει· και τα πελέκια
το βέλος το χαλκόδετο περνάει μες απ' τις τρύπες,
αράδα απ' το στειλιάρι τους το πρώτο, κι όξω βγαίνει.
Κι αυτός λέει του Τηλέμαχου· «Δε σε ντροπιάζει αλήθεια
425 ο ξένος σου, ω Τηλέμαχε, σ' αυτά σου τα παλάτια.
Μήτε σημάδι αστόχησα, μήτ' άργησα με κόπο
το τόξο να τεντώσω εγώ· βαστάει η δύναμή μου,
κι άδικα τόση μού 'δειξαν τούτοι όλοι καταφρόνια.
Τώρα καιρός οι Αχαιοί το δείπνο να τοιμάσουν,
όσο 'ναι φως· αργότερα κι άλλο θένα 'χουν γλέντι
430 με το χορό, με φόρμιγγα, πού 'ναι του δείπνου δώρα.»
Και με τα φρύδια του έγνεψε· κι ο ακριβογιός του θείου
Δυσσέα τότες ζώστηκε το κοφτερό σπαθί του,
και το κοντάρι σφίγγοντας στο χέρι, στο πλευρό του
στάθηκε δίπλα στο θρονί, και στ' άρματα άστραφτε όλος.
Ραψωδία χ
Μνηστηροφονία. (πηγή)
Ραψωδία ψ
Οδυσσέως υπό Πηνελόπης αναγνωρισμός.
Α2. Κείμενο H αναγνώριση του Oδυσσέα από την Πηνελόπη και ο «Mικρὸς Ἀπόλογος»
«[...] / Έλα λοιπόν μαζί μου, κι εγώ στοιχηματίζω
90 την ίδια τη ζωή μου, αν σ’ απατώ· αφάνισέ με τότε
με θάνατο φριχτό κι αλύπητο.»
Πήρε ξανά τον λόγο η Πηνελόπη, λογική και φρόνιμη:
«Καλή μου, αιώνιοι οι θεοί, και δύσκολο πολύ να ξεδιαλύνεις
τα κρυφά νοήματά τους, όσο σοφή κι αν έγινες στο πέρασμα του χρόνου.
95 Παρ’ όλα ταύτα, ας πάμε ν’ ανταμώσουμε τον γιο μου, να δουν τα μάτια μου
τους σκοτωμένους, αλλά και ποιος τους σκότωσε.»
Μ’ αυτά τα λόγια πήρε να κατεβαίνει από το ανώγι,
μέσα της αμφιβάλλοντας αν έπρεπε, κρατώντας
την απόσταση, τον άντρα της να δοκιμάσει με ερωτήματα
100 ή να βρεθεί στο πλάι του, να πιάσει
το κεφάλι και τα χέρια του, να τα γεμίσει με φιλήματα.
Ανταλλαγή λόγων Τηλέμαχου–Πηνελόπης–Οδυσσέα
Στο μεταξύ προχώρησε πατώντας το πέτρινο κατώφλι,
ύστερα κάθισε στον Οδυσσέα αντίκρυ, στον άλλον τοίχο
απέναντι, στο αντιφέγγισμα από τη φλόγα της φωτιάς.
105 Εκείνος σε ψηλή κολόνα ακουμπισμένος, με το κεφάλι του
σκυφτό, περίμενε αν η ομόκλινη γυναίκα του κάτι θα πει,
τώρα που τον αντίκριζαν τα μάτια της.
Άφωνη όμως έμεινε η Πηνελόπη για πολύ,
λες κι είχε παραλύσει· μόνο τα μάτια της, τη μια κοιτούσαν
110 καταπρόσωπο, την άλλη δεν τον αναγνώριζαν,
με τ’ άθλια ρούχα που φορούσε.
Τότε ο Τηλέμαχος, επιτιμώντας, μίλησε άσχημα στη μάνα του:
«Μάνα, κακή μου μάνα, πόσο ανελέητη καρδιά κρύβεις στα στήθη!
Πώς το αντέχεις και μακριά του μένεις; πώς δεν σιμώνεις τον πατέρα μου,
115 δεν κάθεσαι στο πλάι του, δεν του μιλάς, δεν τον ρωτάς;
Στον κόσμο δεν υπάρχει γυναίκα άλλη με τόσο αλύγιστη ψυχή· [...].
120 Αλλ' η δική σου η καρδιά είναι από πέτρα πιο σκληρή.»
Του αντιμίλησε με τη δική της λογική η Πηνελόπη:
«Γιε μου, μέσα μου νιώθω θάμβος και κατάπληξη,
και δεν μπορώ μήτε μια λέξη να προφέρω, κάτι να τον ρωτήσω
ή να τον δω κατάματα. Αν όμως πράγματι ο Οδυσσέας
125 είναι αυτός που γύρισε στο σπίτι,
μπορούμε μεταξύ μας, και καλύτερα, να γνωριστούμε·
127-8 κρυφά σημάδια έχουμε, που τα γνωρίζουμε οι δυο μας μόνο – / άλλος κανείς.»
Ακούγοντας τα λόγια της εκείνος χαμογέλασε, βασανισμένος
130 ο Οδυσσέας και θείος. Ύστερα γύρισε προς τον Τηλέμαχο,
κι όπως του μίλησε, τα λόγια του πετούσαν σαν πουλιά:
«Τηλέμαχε, άσε τη μάνα σου μέσα σε τούτο το παλάτι
να με δοκιμάσει – θα καταλάβει γρήγορα, και τότε πιο καλά.
Τώρα με βλέπει βρόμικο, με τ’ άθλια ρούχα που φορώ,
135 γι’ αυτό και με περιφρονεί, αρνείται να δεχτεί ποιος είμαι. [...]»
[Ο Οδυσσέας συζήτησε έπειτα με τον γιο του το πρόβλημα της αντεκδίκησης και έδωσε εντολή να σκηνοθετήσουν ατμόσφαιρα γιορτής στο παλάτι με τραγούδι και χορό.]
176 Στο μεταξύ τον μεγαλόψυχο Οδυσσέα, μέσα στο σπίτι του,
η Ευρυνόμη επήρε να τον λούζει, τον άλειψε με λάδι, του φόρεσε
χλαμύδα ωραία και χιτώνα, κι η Αθηνά τον περιέβαλε
με εξαίσια ομορφιά, από την κεφαλή ως τα πόδια· [...]
[Πήρε ύστερα θέση αντίκρυ στη γυναίκα του ο Οδυσσέας και της μίλησε:]
189 «Παράξενη πολύ! Από τις άλλες τις ωραίες γυναίκες μόνο σ’ εσένα
190 έβαλαν καρδιά ανελέητη οι Ολύμπιοι.
Άλλη καμιά γυναίκα δεν θα μπορούσε να το αντέξει,
να στέκει τόσην ώρα από τον άντρα της μακριά, όταν,
μετά από τόσα βάσανα και πάθη, γυρίζει πάλι στην πατρική του γη
κι έχουν περάσει είκοσι χρόνια ολόκληρα.
195 Αλλά, καλή γερόντισσα, έλα και στρώσε μου τώρα την κλίνη,
μόνος μου να πλαγιάσω – αυτή μέσα στα στήθη της
κρύβει καρδιά από σίδερο.»
Του αντιμίλησε με λογική και φρόνηση η Πηνελόπη:
«Παράξενος κι εσύ! Μήτε ψηλώνει ο νους μου μήτε περιφρονώ κανένα,
200 αλλά και δεν θαμπώνομαι – ξέρω καλά πώς ήσουν, όταν το αποφάσισες
να φύγεις από την Ιθάκη μ’ εκείνο το μακρόκουπο καράβι.
Έλα, τώρα, Ευρύκλεια, φέρε και στρώσε του τη στέρεη κλίνη
έξω από την καλοχτισμένη κάμαρή μας, που μόνος του την έφτιαξε·
τραβήξτε το γερό κρεβάτι εκεί και βάλτε πάνω του στρωσίδια,
205 προβιές, φλοκάτες, σεντόνια πεντακάθαρα που λάμπουν.»
Μ’ αυτά τα λόγια θέλησε τον άντρα της να δοκιμάσει· ο Οδυσσέας όμως,
γεμάτος αγανάκτηση, στράφηκε στην πιστή γυναίκα του μιλώντας:
«Γυναίκα, άσχημο λόγο πρόφερες, που την ψυχή δαγκώνει.
Ποιος μετακίνησε την κλίνη; Το βλέπω δύσκολο
210 και για τον έμπειρο τεχνίτη ακόμη. Μόνο θεός, αν ήθελε,
θα το μπορούσε κατεβαίνοντας να της αλλάξει θέση· θνητός που ζει,
κι αν είναι στην ακμή της νιότης του, εύκολα δεν μπορεί να τη σαλέψει.
Γιατί σ’ αυτή την τορνευτή μας κλίνη κάποιο σημάδι υπάρχει
απαραγνώριστο – το ’καμα εγώ, άλλος κανείς.
215 Φύτρωνε μέσα στου σπιτιού μας τον περίβολο κορμός μακρόφυλλης ελιάς,
με θαλερό το φούντωμά της, κι αυτός χοντρός σαν μια κολόνα.
Γύρω του εγώ την κάμαρη έχτισα και την ανέβασα
με πέτρες πανωτές στο τελικό της ύψος· μετά τη στέγασα
καλά από πάνω, και την ασφάλισα με κολλητά πορτόφυλλα,
220 να αρμόζουν μεταξύ τους.
Τότε πια κούρεψα κλαδιά και φούντες της μακρόφυλλης ελιάς,
κλάδεψα με επιδέξια τέχνη τον κορμό απ’ τη ρίζα του,
με το σκεπάρνι τον πελέκησα, τον στάθμισα
για να ισώσει, τον δούλεψα να γίνει κλινοπόδαρο, κι άνοιξα
225 πάνω του τρύπες με το τρυπάνι. Αρχίζοντας μετά τον πλάνισα
και πάνω άπλωσα του κρεβατιού την τάβλα 1 τελειώνοντας,
μ’ ασήμι, μάλαμα και φίλντισι την κλίνη στόλισα [...].
229 Αυτό είναι το σημάδι που σου φανερώνω. Μόνο που δεν γνωρίζω,
230 φοβερή γυναίκα, αν παραμένει ριζωμένη η κλίνη μας ή μήπως
άλλος αλλού την έστησε, κόβοντας σύρριζα το λιόδεντρο.»
Έτσι της μίλησε, κι ευθύς της λύθηκαν γόνατα και καρδιά,
αναγνωρίζοντας απαραγνώριστα σημάδια, του Οδυσσέα απόδειξη.
Βούρκωσε τότε, χύθηκε στο μέρος του, τα δυο της χέρια
235 πέρασε στον λαιμό του, φίλησε το κεφάλι του, κι ύστερα μίλησε:
«Μη μου θυμώνεις, Οδυσσέα, έχεις εσύ ασυναγώνιστο μυαλό
και κατανόηση για τους ανθρώπους. Πρέπει οι θεοί
στη συμφορά να μας παρέσυραν, που μας εφθόνησαν και δεν μας άφησαν
αχώριστοι να μείνουμε, μαζί τη νιότη μας να τη χαρούμε
240 και να γεράσουμε μαζί.
Τώρα ωστόσο μην παρεξηγείς το φέρσιμό μου
και μην αγανακτείς, που την αγάπη μου δεν έδειξα νωρίτερα.
Γιατί, βαθιά, η ψυχή μου ποτέ δεν έπαψε να τρέμει,
μήπως μ’ εξαπατήσει κάποιος με τα λόγια του,
245 περαστικός – είναι πολλοί που σκέφτονται το πονηρό συμφέρον τους. [...]
253 Μα τώρα που φανέρωσες σημάδια απαραγνώριστα της κλίνης μας [...].
258 Τώρα λοιπόν με πείθεις, όσο κι αν έδειξε αμετάπειστη η καρδιά μου.»
Μιλώντας, σήκωσε σ’ εκείνον ίμερο ασυγκράτητο για θρήνο,
260 κι αυτός θρηνούσε, κρατώντας μ’ αγάπη στην αγκάλη την ακριβή γυναίκα του.
Πόση αγαλλίαση, βλέποντας γη μπροστά τους, νιώθουν οι ναυαγοί
που ο Ποσειδώνας σύντριψε, καταμεσής στο πέλαγος,
263-4 το ανθεκτικό καράβι τους, χτυπώντας το / μ’ άγριο άνεμο και κύμα φοβερό [...],
267 τέλος, αφήνοντας πίσω τους το κακό, με αγαλλίαση πατούν
στη στέρεη γη· τόση αγαλλίαση πλημμύρισε κι εκείνην, που τώρα
έβλεπαν τα μάτια της το ταίρι της. 2 Και πια δεν έλεγε να λύσει
270 απ’ τον λαιμό του τα λευκά της χέρια.
[Ο Οδυσσέας αναφέρεται στην εντολή του μάντη Τειρεσία για τη νέα του αποδημία, ενώ ετοιμάζεται η συζυγική κλίνη.]
Ο Οδυσσέας και η Πηνελόπη αναφέρονται στα παθήματά τους
335 Οι δυο τους πρώτα χόρτασαν αγκάλη και φιλί,
και τώρα χαίρονταν με λόγια που ιστορούσαν μεταξύ τους.
Εκείνη, θεία γυναίκα, τα πόσα στο παλάτι τράβηξε,
338-9 έχοντας μπρος στα μάτια της το μισητό σινάφι / των μνηστήρων· [...].
342 Αλλά κι ο θείος Οδυσσέας μιλούσε, για πίκρες που έδωσε
σ’ άλλους ανθρώπους και πόσα πάθη ο ίδιος βάσταξε [...].
347 Άρχισε με τους Κίκονες και πώς τους δάμασε, μετά
πώς βρέθηκε στα εύφορα χωράφια των Λωτοφάγων, όσα του κόστισε
ο Κύκλωπας, ότι τον εκδικήθηκε για τους γενναίους συντρόφους
350 που αλύπητα τους έφαγε, πώς άραξε και στο νησί
του Αιόλου κι εκείνος φιλικά τον δέχτηκε, καλά τον ξεπροβόδισε,
αλλά δεν ήτανε της μοίρας του να φτάσει ακόμη
στη γλυκιά πατρίδα – τον βρήκε και τον άρπαξε άγρια θύελλα,
που τον παρέσυρε ξανά στην ανοιχτή ψαρίσια θάλασσα·
355 μετά πώς έφτασε στους Λαιστρυγόνες, σ’ αυτούς που αφάνισαν
όλα του τα καράβια και τους γενναίους συντρόφους –
μόνος ο Οδυσσέας γλίτωσε στο μελανό καράβι του·
της είπε και τον πολυμήχανο δόλο της Κίρκης, το πώς κατέβηκε
μ’ ένα γερό σκαρί στ’ αραχνιασμένα δώματα του Άδη, χρησμό να πάρει
360 απ’ του Θηβαίου Τειρεσία την ψυχή, και πώς εκεί είδαν τα μάτια του
όλους τους συμπολεμιστές της Τροίας, κι ακόμη
τη μάνα που τον γέννησε κι από μωρό τον έκανε άντρα·
πώς άκουσε και των οξύφωνων Σειρήνων το τραγούδι, κι ύστερα πέρασε
τις Πέτρες τις Πλαγκτές, φτάνοντας και στις φοβερές Σκύλλα και Χάρυβδη,
365 όπου κανείς ποτέ δεν γλίτωσε· μετά πώς οι εταίροι
έσφαξαν του Ήλιου τα γελάδια, και τότε
ο Δίας, που ψηλά βροντά, σύντριψε με το φλογερό του αστροπελέκι
το γρήγορο καράβι, και τότε πια όλοι οι λαμπροί του σύντροφοι
βούλιαξαν στον χαμό – ο ίδιος μόνο ξέφυγε χη μοίρα του θανάτου·
370 πώς έτσι βρέθηκε στης Ωγυγίας το νησί, στης νύμφης Καλυψώς,
που τον κατακρατούσε, θέλοντας να τον έχει ταίρι της,
σε θολωτές σπηλιές, τον έτρεφε κι έδινε την υπόσχεση
πως θα τον κάνει αθάνατο κι αγέραστο για πάντα,
374-5 όμως δεν μπόρεσε ποτέ να πείσει και ν’ αλλάξει / της ψυχής το φρόνημα·
τέλος πώς έφτασε στους Φαίακες, μετά από πάθη αμέτρητα,
που εγκάρδια σαν θεό τον τίμησαν, κι αυτοί τον έστειλαν
μ’ ένα καράβι τους στην πατρική του γη, αφού πρώτα τον γέμισαν
με δώρα - χαλκό, μαλάματα και ρούχα. 3
380 Ήταν αυτή η τελευταία του λέξη, καθώς ύπνος γλυκύς,
λυσιμελής 4 τον έπιασε, κι έλυσε τις φροντίδες της ψυχής του. Πηγή
Ραψωδία ω
Σπονδαί. (Πηγή)
ΣΗΜΕΙΩΜΑ
Εδώ, με το τέλος της ραψωδίας φ, σταματά το χειρόγραφο του Αργύρη Εφταλιώτη. Ο Λέσβιος αυτός από την κωμόπολη Μόλυβο λογοτέχνης, ένας από τους κορυφαίους στα νεοελληνικά γράμματα, που είχε όνομα κοσμικό Κλεάνθης Κ. Μιχαηλίδης, και τα διηγήματα του τα τυπωμένα σε χωριστούς τόμους, όπως οι «Νησιώτικες Ιστορίες» (1894), οι «Φυλλάδες του Γεροδήμου» (1897), η «Μαζώχτρα» με το δράμα «Βουρκόλακας» (1900), τα ποιήματα «Παλιοί Σκοποί» (1901), και μαζί μ' αυτά η «Ιστορία της Ρωμιοσύνης» (1901) και άλλα του άρθρα και δοκίμια κριτικά και ιστορικά, μένουνε διαμάντια του ωραίου δημοτικού λόγου,—σημειώνει ο ίδιος στο χειρόγραφο του μετά τον τελευταίο στίχο: «Τέ-λειωσε τις 9 του Φλεβάρη 1923—Στην Αντίπολη». Εκεί, στ' ακρογιάλι της Με-
σογειακής Γαλλίας, ύστερ' από λίγους μήνες, «τον πήρε ο κορμοτεντωτής ο Χά- ρος», και δεν τον άφησε ν' αποτελειώση την ποιητική απόδοση του ομηρικού έπους στη νέα μας γλώσσα. Είτανε τότε 74 χρόνων, και είχε αρχίσει να μεταφράζη την «Οδύσσεια» στις 10 του Μάη του 1914. Μετά το θάνατο του, το χειρόγραφο του έργου (6 τετράδια) παραδόθηκε από τους κληρονόμους του και μένει φυλαγμένο στη Βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων. Από μια σημείωση του Εφταλιώτη στο β' τετράδιο τους:—«Τα καλλίτερα: β' μέρος του Α, όλο το Β, δεύτερο με- ρος του Δ, πρώτο του Ε, πρώτο του Ζ, όλο το Η, όλο το Ι, όλο το Κ»—-φαί- νεται πως είχε σκοπό ο μεταφραστής, πριν τυπώση το έργο του, να το ξανα- θεωρήση, αφού μάλιστα μια περίπου δεκαετία χωρίζει το Α από το Φ· και θάδινε τότε την τελειωτική συνάρτηση τόσο στην έκφραση όσο και στην ονοματολογία προσώπων και πραγμάτων, ακόμα και στους ορθογραφικούς τύπους ή και στα στι-χουργικά γυρίσματα κατά τα πρότυπα του ομηρικού κειμένου. [ . . . ]
(Σημείωμα του εκδότη: ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ ΤΗΣ "ΕΣΤΙΑΣ" Ι. Δ. ΚΟΛΛΑΡΟΥ & ΣΙΑΣ Α.Ε.)
Ομήρου Οδύσσεια, «Ραψωδίες α-φ» Πηγή
Ραψωδία χ
Μνηστηροφονία. (πηγή)
-22- | αὐτὰρ ὁ γυμνώθη ῥακέων πολύμητις Ὀδυσσεύς, ἆλτο δ᾿ ἐπὶ μέγαν οὐδόν, ἔχων βιὸν ἠδὲ φαρέτρην ἰῶν ἐμπλείην, ταχέας δ᾿ ἐκχεύατ᾿ ὀϊστοὺς αὐτοῦ πρόσθε ποδῶν, μετὰ δὲ μνηστῆρσιν ἔειπεν: | Τότε ο Οδυσσέας ο πολυμήχανος γυμνώθη απ᾿ τα κουρέλια και στο κατώφλι απάνω πήδηξε, κρατώντας το δοξάρι και το γεμάτο σαϊτολόγο του, και τις γοργές σαγίτες αυτοί, μπροστά στα πόδια του, άδειασε, και στους μνηστήρες είπε: |
5 | «οὗτος μὲν δὴ ἄεθλος ἀάατος ἐκτετέλεσται: νῦν αὖτε σκοπὸν ἄλλον, ὃν οὔ πώ τις βάλεν ἀνήρ, εἴσομαι, αἴ κε τύχωμι, πόρῃ δέ μοι εὖχος Ἀπόλλων.» ἦ καὶ ἐπ᾿ Ἀντινόῳ ἰθύνετο πικρὸν ὀϊστόν. ἦ τοι ὁ καλὸν ἄλεισον ἀναιρήσεσθαι ἔμελλε, | «Πια τέλος πήρε αυτό το αλύπητο δοκίμι μας, και τώρα διαλέγω άλλο σημάδι, που άνθρωπος κανείς δε βρήκε ακόμα, να ιδώ αν πετύχω κι αν ο Απόλλωνας μου δώσει αυτή τη δόξα.» Έτσι σα μίλησε, σημάδεψε και στον Αντίνοο ρίχνει πικρή σαγίτα. Εκείνος άπλωνε μια κούπα να σηκώσει, |
10 | χρύσεον ἄμφωτον, καὶ δὴ μετὰ χερσὶν ἐνώμα, ὄφρα πίοι οἴνοιο: φόνος δέ οἱ οὐκ ἐνὶ θυμῷ μέμβλετο: τίς κ᾿ οἴοιτο μετ᾿ ἀνδράσι δαιτυμόνεσσι μοῦνον ἐνὶ πλεόνεσσι, καὶ εἰ μάλα καρτερὸς εἴη, οἷ τεύξειν θάνατόν τε κακὸν καὶ κῆρα μέλαιναν; | μαλαματένια, δίχερη, όμορφη᾿ την έπαιζε στα χέρια κιόλας, κρασί να πιεί, το θάνατο χωρίς να βάζει ο νους του᾿ ήτανε τόσοι δα οι συντράπεζοι — και ποιος το φανταζόταν πως ένας σε πολλούς ανάμεσα, με όσην αντρεία κι αν είχε, άσκημο θάνατο θα του 'δινε κι ασβρλωμένη μοίρα! |
15 | τὸν δ᾿ Ὀδυσεὺς κατὰ λαιμὸν ἐπισχόμενος βάλεν ἰῷ, ἀντικρὺ δ᾿ ἁπαλοῖο δι᾿ αὐχένος ἤλυθ᾿ ἀκωκή. ἐκλίνθη δ᾿ ἑτέρωσε, δέπας δέ οἱ ἔκπεσε χειρὸς βλημένου, αὐτίκα δ᾿ αὐλὸς ἀνὰ ῥῖνας παχὺς ἦλθεν αἵματος ἀνδρομέοιο: θοῶς δ᾿ ἀπὸ εἷο τράπεζαν | Μα ως σημαδεύοντας τον πέτυχε πα στο λαιμό ο Οδυσσέας, απαντικρύ ο χαλκός επρόβαλε στον τρυφερό του σβέρκο᾿ και χτυπημένος πίσω ανάγειρε και του 'φυγε απ᾿ το χέρι η κούπα, και κρουνός ξεχύθηκε μεμιάς απ᾿ τα ρουθούνια το αίμα το ανθρώπινο, και πέταξε μακριά του το τραπέζι |
20 | ὦσε ποδὶ πλήξας, ἀπὸ δ᾿ εἴδατα χεῦεν ἔραζε: σῖτός τε κρέα τ᾿ ὀπτὰ φορύνετο. τοὶ δ᾿ ὁμάδησαν μνηστῆρες κατὰ δώμαθ᾿, ὅπως ἴδον ἄνδρα πεσόντα, ἐκ δὲ θρόνων ἀνόρουσαν ὀρινθέντες κατὰ δῶμα, πάντοσε παπταίνοντες ἐϋδμήτους ποτὶ τοίχους: | κλωτσώντας το, και χάμω σκόρπισαν τα κρέατα τα ψημένα και τα ψωμιά, και στο αίμα βάφτηκαν. Κι ασκώσαν οι μνηστήρες βουή τρανή, σαν είδαν άνθρωπος να πέφτει σκοτωμένος᾿ κι απ᾿ τα θρονιά σκιαγμένοι επήδηξαν και τρέχαν δώθε κείθε, κατά τους τοίχους τους καλόχτιστους κοιτάζοντας ολούθε' |
25 | οὐδέ πη ἀσπὶς ἔην οὐδ᾿ ἄλκιμον ἔγχος ἑλέσθαι. νείκειον δ᾿ Ὀδυσῆα χολωτοῖσιν ἐπέεσσι: «ξεῖνε, κακῶς ἀνδρῶν τοξάζεαι: οὐκέτ᾿ ἀέθλων ἄλλων ἀντιάσεις: νῦν τοι σῶς αἰπὺς ὄλεθρος. καὶ γὰρ δὴ νῦν φῶτα κατέκτανες ὃς μέγ᾿ ἄριστος | μα ουδέ σκουτάρι βρίσκαν γύρα τους ουδέ βαρύ κοντάρι. Και πήραν όλοι με πικρόλογα τον Οδυσσέα να βρίζουν: «Σε άνθρωπο πάνω, ξένε, δόξεψες, κι είναι βαρύ᾿ δοκίμι πια άλλο δε βλέπεις᾿ άωρα αξέφευγο καρτερά το χαμό σου! τι έχεις σκοτώσει απ᾿ τ᾿ αρχοντόπουλα που ζουνε στην Ιθάκη |
30 | κούρων εἰν Ἰθάκῃ: τῷ σ᾿ ἐνθάδε γῦπες ἔδονται.» ἴσκεν ἕκαστος ἀνήρ, ἐπεὶ ἦ φάσαν οὐκ ἐθέλοντα ἄνδρα κατακτεῖναι: τὸ δὲ νήπιοι οὐκ ἐνόησαν, ὡς δή σφιν καὶ πᾶσιν ὀλέθρου πείρατ᾿ ἐφῆπτο. τοὺς δ᾿ ἄρ᾿ ὑπόδρα ἰδὼν προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς: | το πιο τρανό, κι οι αγιούπες σίγουρα δω πέρα θα σε φανέ!» Με τέτοια λόγια τον απόπαιρναν, θαρρώντας άθελα του τον νιο πως σκότωσεν — οι ανέμυαλοι δεν το 'χαν νιώσει ακόμα πως όλους τώρα θα τους έπιαναν του χαλασμού τα δίχτυα! Κι είπε ο Οδυσσέας ο πολυμήχανος ταυροκοιτάζοντάς τους: |
35 | «ὦ κύνες, οὔ μ᾿ ἔτ᾿ ἐφάσκεθ᾿ ὑπότροπον οἴκαδ᾿ ἱκέσθαι δήμου ἄπο Τρώων, ὅτι μοι κατεκείρετε οἶκον, δμῳῇσιν δὲ γυναιξὶ παρευνάζεσθε βιαίως, αὐτοῦ τε ζώοντος ὑπεμνάασθε γυναῖκα, οὔτε θεοὺς δείσαντες, οἳ οὐρανὸν εὐρὺν ἔχουσιν, | «Σκυλιά, που ελέγατε στο σπίτι μου πως δε γυρίζω πίσω πια από την Τροία, γι᾿ αυτό μου τρώγατε το βιος στο αρχοντικό μου, και στανικώς με τις γυναίκες μου πλαγιάζατε τις σκλάβες, κι ακόμα ζώντας μου το ταίρι μου γυρεύατε σε γάμο, και μήτε τους θεούς φοβόσαστε που ζουν στα ουράνια πλάτη, |
40 | οὔτε τιν᾿ ἀνθρώπων νέμεσιν κατόπισθεν ἔσεσθαι: νῦν ὑμῖν καὶ πᾶσιν ὀλέθρου πείρατ᾿ ἐφῆπται.» ὣς φάτο, τοὺς δ᾿ ἄρα πάντας ὑπὸ χλωρὸν δέος εἷλεν: πάπτηνεν δὲ ἕκαστος ὅπη φύγοι αἰπὺν ὄλεθρον. Εὐρύμαχος δέ μιν οἶος ἀμειβόμενος προσέειπεν: | μηδέ κι ανθρώπου οργή, πως θα 'ρχουνταν να γδικιωθεί μια μέρα! Μα τώρα πια πιαστήκατε όλοι σας στου χαλασμού τα δίχτυα!» Αυτά είπε, κι εκείνους ολόχλωμη τους έπιασε τρομάρα, κι ο καθανείς τρογύρα εκοίταζε, του Χάρου να ξεφύγει. Μόνος απ᾿ όλους τότε ο Ευρύμαχος του απηλογήθη κι είπε: |
45 | «εἰ μὲν δὴ Ὀδυσεὺς Ἰθακήσιος εἰλήλουθας, ταῦτα μὲν αἴσιμα εἶπας, ὅσα ῥέζεσκον Ἀχαιοί, πολλὰ μὲν ἐν μεγάροισιν ἀτάσθαλα, πολλὰ δ᾿ ἐπ᾿ ἀγροῦ. ἀλλ᾿ ὁ μὲν ἤδη κεῖται ὃς αἴτιος ἔπλετο πάντων, Ἀντίνοος: οὗτος γὰρ ἐπίηλεν τάδε ἔργα, | «Αν είσαι εσύ ο Οδυσσέας και διάγειρες, ο ρήγας της Ιθάκης, σωστά μας τα 'πες, τόσα που 'καναν οι Αργίτες κάθε μέρα, ένα σωρό αδικίες στα ξώμερα κι ένα σωρό εδώ μέσα. Μα ο πρώτος φταίχτης σ᾿ όλα κοίτεται τώρα νεκρός, το βλέπεις, ο Αντίνοος᾿ όσα μας μαρτύρησες είναι δουλειές δικές του' |
50 | οὔ τι γάμου τόσσον κεχρημένος οὐδὲ χατίζων, ἀλλ᾿ ἄλλα φρονέων, τά οἱ οὐκ ἐτέλεσσε Κρονίων, ὄφρ᾿ Ἰθάκης κατὰ δῆμον ἐϋκτιμένης βασιλεύοι αὐτός, ἀτὰρ σὸν παῖδα κατακτείνειε λοχήσας. νῦν δ᾿ ὁ μὲν ἐν μοίρῃ πέφαται, σὺ δὲ φείδεο λαῶν | κι όχι μαθές γιατί τον έσπρωχνε του γάμου ανάγκη ή πόθος, μον᾿ άλλα μες στο νου του εδούλευε, που ο γιος του Κρόνου ωστόσο δεν του τα τέλεψε: σκοτώνοντας το γιο σου με καρτέρι να γίνει ατός του της καλόχτιστης Ιθάκης ο ρηγάρχης. Αυτός σκοτώθηκε, ως του ταίριαζε, μα εσύ λυπήσου τώρα |
55 | σῶν: ἀτὰρ ἄμμες ὄπισθεν ἀρεσσάμενοι κατὰ δῆμον, ὅσσα τοι ἐκπέποται καὶ ἐδήδοται ἐν μεγάροισι, τιμὴν ἀμφὶς ἄγοντες ἐεικοσάβοιον ἕκαστος, χαλκόν τε χρυσόν τ᾿ ἀποδώσομεν, εἰς ὅ κε σὸν κῆρ ἰανθῇ: πρὶν δ᾿ οὔ τι νεμεσσητὸν κεχολῶσθαι.” | δικούς σου ανθρώπους! Κι όσα φάγαμε κι ήπιαμε εδώ στο σπίτι θα στα πλερώσουμε συνάζοντας απ᾿ το λαό᾿ θα πάρεις κι απανωτίμι απ᾿ τον καθένα μας, είκοσι βόδια ακέρια ν᾿ αξίζει, και χαλκό και μάλαμα, που πια να μαλακώσει μέσα η καρδιά σου᾿ ως τότε χόλιαζε, και μ᾿ όλο σου το δίκιο!» |
60 | τὸν δ᾿ ἄρ᾿ ὑπόδρα ἰδὼν προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς: «Εὐρύμαχ᾿, οὐδ᾿ εἴ μοι πατρώϊα πάντ᾿ ἀποδοῖτε, ὅσσα τε νῦν ὔμμ᾿ ἐστὶ καὶ εἴ ποθεν ἄλλ᾿ ἐπιθεῖτε, οὐδέ κεν ὣς ἔτι χεῖρας ἐμὰς λήξαιμι φόνοιο πρὶν πᾶσαν μνηστῆρας ὑπερβασίην ἀποτῖσαι. | Κι είπε ο Οδυσσέας ο πολυμήχανος ταυροκοιτάζοντάς τον: «Κι αν όλα σας ακόμα, Ευρύμαχε, τα πατρικά μου δώστε, όσο βιος έχετε, και βάλετε κι άλλα από πάνω αλλούθε, μηδ᾿ έτσι εγώ ποτέ τα χέρια μου θα μάκραινα απ᾿ το φόνο, πριχού οι μνηστήρες μου πλερώσετε τις ανομίες σας όλες. |
65 | νῦν ὑμῖν παράκειται ἐναντίον ἠὲ μάχεσθαι ἢ φεύγειν, ὅς κεν θάνατον καὶ κῆρας ἀλύξῃ: ἀλλά τιν᾿ οὐ φεύξεσθαι ὀί̈ομαι αἰπὺν ὄλεθρον.» ὣς φάτο, τῶν δ᾿ αὐτοῦ λύτο γούνατα καὶ φίλον ἦτορ. τοῖσιν δ᾿ Εὐρύμαχος προσεφώνεε δεύτερον αὖτις: | Διαλεχτέ τώρα: θέτε αντίκρα μου να χτυπηθείτε; θέτε στα πόδια να το βάλτε; — κι όποιος σας γλιτώσει από το χάρο! Μα το χαμό, θαρρώ, κανένας σας τον άγριο δεν ξεφεύγει!» Αυτά είπε, κι εκείνων τα γόνατα λύθηκαν κι η καρδιά τους᾿ κι αναμεσό τους πήρε ο Ευρύμαχος ξανά και τους μιλούσε: |
70 | «ὦ φίλοι, οὐ γὰρ σχήσει ἀνὴρ ὅδε χεῖρας ἀάπτους, ἀλλ᾿ ἐπεὶ ἔλλαβε τόξον ἐύ̈ξοον ἠδὲ φαρέτρην, οὐδοῦ ἄπο ξεστοῦ τοξάσσεται, εἰς ὅ κε πάντας ἄμμε κατακτείνῃ: ἀλλὰ μνησώμεθα χάρμης. φάσγανά τε σπάσσασθε καὶ ἀντίσχεσθε τραπέζας | «Φίλοι, τα χέρια του τ᾿ ανίκητα δε θα κρατήσει τούτος᾿ τ᾿ ώριο δοξάρι μια και φούχτωσε και το σαγιτολόγο, στο μαγλινό κατώφλι στέκοντας θα μας δοξεύει, ως όλους νεκρούς μας ρίξει. Μα να δείξουμε και μεις την αντριγιά μας! Σύρτε σπαθιά, και στις σαγίτες του τις γοργοθανατούσες |
75 | ἰῶν ὠκυμόρων: ἐπὶ δ᾿ αὐτῷ πάντες ἔχωμεν ἀθρόοι, εἴ κέ μιν οὐδοῦ ἀπώσομεν ἠδὲ θυράων, ἔλθωμεν δ᾿ ἀνὰ ἄστυ, βοὴ δ᾿ ὤκιστα γένοιτο: τῷ κε τάχ᾿ οὗτος ἀνὴρ νῦν ὕστατα τοξάσσαιτο.» ὣς ἄρα φωνήσας εἰρύσσατο φάσγανον ὀξὺ | βάλτε προπύργι τα τραπέζια σας, κι όλοι μαζί ας χυθούμε, απ᾿ το κατώφλι να τον σπρώξουμε να φύγει, κι απ᾿ την πόρτα. Κι αν τότε τρέχοντας ασκώναμε συντάραχο στην πόλη, θα 'ταν στερνή φορά που δόξεψε το δίχως άλλο ετούτος!» Τα λόγια αυτά σαν είπε ο Ευρύμαχος, το χάλκινο σπαθί του |
80 | χάλκεον, ἀμφοτέρωθεν ἀκαχμένον, ἆλτο δ᾿ ἐπ᾿ αὐτῷ σμερδαλέα ἰάχων: ὁ δ᾿ ἁμαρτῆ δῖος Ὀδυσσεὺς ἰὸν ἀποπροίει, βάλε δὲ στῆθος παρὰ μαζόν, ἐν δέ οἱ ἥπατι πῆξε θοὸν βέλος: ἐκ δ᾿ ἄρα χειρὸς φάσγανον ἧκε χαμᾶζε, περιρρηδὴς δὲ τραπέζῃ | το δίκοπο ξεθηκαρώνοντας απάνω του χιμίζει με άγριες φωνές. Μα κι ο αρχοντόγεννος ίδια στιγμή Οδυσσέας σαγίτα ρίχνοντας κατάστηθα, πλάι στο βυζί, τον βρήκε᾿ κι ως μες στο σκώτι εχώθη η γρήγορη σαγίτα, από το χέρι του φεύγει το σπαθί, και τρίκλισε και πέφτει, στο τραπέζι |
85 | κάππεσεν ἰδνωθείς, ἀπὸ δ᾿ εἴδατα χεῦεν ἔραζε καὶ δέπας ἀμφικύπελλον: ὁ δὲ χθόνα τύπτε μετώπῳ θυμῷ ἀνιάζων, ποσὶ δὲ θρόνον ἀμφοτέροισι λακτίζων ἐτίνασσε: κατ᾿ ὀφθαλμῶν δ᾿ ἔχυτ᾿ ἀχλύς. Ἀμφίνομος δ᾿ Ὀδυσῆος ἐείσατο κυδαλίμοιο | αναδιπλώνοντας, και σκόρπισαν τα φαγητά στο χώμα και το διπλόγουβο ποτήρι του κι αυτός ψυχομαχώντας πάνω στη γη το μέτωπο έκρουγε, και με τα δυο του πόδια κλωτσούσε το θρονί, και χύθηκε στα μάτια του σκοτάδι. Ευτύς ο Αμφίνομος ανάσυρε το κοφτερό σπαθί του |
90 | ἀντίος ἀί̈ξας, εἴρυτο δὲ φάσγανον ὀξύ, εἴ πώς οἱ εἴξειε θυράων. ἀλλ᾿ ἄρα μιν φθῆ Τηλέμαχος κατόπισθε βαλὼν χαλκήρεϊ δουρὶ ὤμων μεσσηγύς, διὰ δὲ στήθεσφιν ἔλασσεν: δούπησεν δὲ πεσών, χθόνα δ᾿ ἤλασε παντὶ μετώπῳ. | κι απαντικρύ πηδώντας χύθηκε στον ξακουστό Οδυσσέα, την πόρτα μπας κι αφήσει λεύτερη᾿ μα πρόφτασε από πίσω και με το χάλκινο ο Τηλέμαχος τον κάρφωσε κοντάρι μεσοπλατίς, κι αυτό του διάβηκε το στήθος πέρα ως πέρα. Πέφτει με βρόντο, καταπρόσωπα στη γη χτυπώντας πάνω. |
95 | Τηλέμαχος δ᾿ ἀπόρουσε, λιπὼν δολιχόσκιον ἔγχος αὐτοῦ ἐν Ἀμφινόμῳ: περὶ γὰρ δίε μή τις Ἀχαιῶν ἔγχος ἀνελκόμενον δολιχόσκιον ἢ ἐλάσειε φασγάνῳ ἀί̈ξας ἠὲ προπρηνέα τύψας. βῆ δὲ θέειν, μάλα δ᾿ ὦκα φίλον πατέρ᾿ εἰσαφίκανεν, | Μα το μακρόισκιωτο ο Τηλέμαχος δεν έβγαλε κοντάρι απ᾿ τον Αμφίνομο, μον᾿ έφυγε, τι εσκιάχτη μήπως κάποιος, καθώς σκυμμένος το μακρόισκιωτο θ᾿ ανάσερνε κοντάρι, τον έκρουε με σπαθί για το 'μπήγε χιμώντας στο κορμί του. Κι ως το 'βαλε στα πόδια, βρέθηκε μεμιάς κοντά στον κύρη, |
100 | ἀγχοῦ δ᾿ ἱστάμενος ἔπεα πτερόεντα προσηύδα: «ὦ πάτερ, ἤδη τοι σάκος οἴσω καὶ δύο δοῦρε καὶ κυνέην πάγχαλκον, ἐπὶ κροτάφοις ἀραρυῖαν αὐτός τ᾿ ἀμφιβαλεῦμαι ἰών, δώσω δὲ συβώτῃ καὶ τῷ βουκόλῳ ἄλλα: τετευχῆσθαι γὰρ ἄμεινον.» | και στάθη πλάι του κι ανεμάρπαστα κινούσε λόγια ομπρός του: Σκουτάρι θα σου φέρω, κύρη μου, και δυο κοντάρια τώρα, κι ολόχαλκο, στα δυο μελίγγια σου που να ταιριάζει κράνος᾿ κι ατός μου θα φορέσω τ᾿ άρματα, και στο χοιροβοσκό μας θα δώσω, κι άλλα στο βουκόλο μας᾿ καλά ν᾿ αρματωθούμε!» |
105 | τὸν δ᾿ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς: «οἶσε θέων, ἧός μοι ἀμύνεσθαι πάρ᾿ ὀϊστοί, μή μ᾿ ἀποκινήσωσι θυράων μοῦνον ἐόντα.» ὣς φάτο, Τηλέμαχος δὲ φίλῳ ἐπεπείθετο πατρί, βῆ δ᾿ ἴμεναι θάλαμόνδ᾿, ὅθι οἱ κλυτὰ τεύχεα κεῖτο. | Γυρνώντας τότε ο πολυμήχανος του μίλησε Οδυσσέας: «Τρεχάτος φέρτα, όσο μου βρίσκουνται σαγίτες, να κρατήσω᾿ από την πόρτα μη με διώξουνε, σαν απομείνω μόνος.» Είπε, και σύγκλινε ο Τηλέμαχος στου κύρη του το λόγο᾿ τρέχει στην κάμαρα, κει που 'κρυβε τις ξακουστές του αρμάτες, |
110 | ἔνθεν τέσσαρα μὲν σάκε᾿ ἔξελε, δούρατα δ᾿ ὀκτὼ καὶ πίσυρας κυνέας χαλκήρεας ἱπποδασείας: βῆ δὲ φέρων, μάλα δ᾿ ὦκα φίλον πατέρ᾿ εἰσαφίκανεν, αὐτὸς δὲ πρώτιστα περὶ χροὶ̈ δύσετο χαλκόν: ὣς δ᾿ αὔτως τὼ δμῶε δυέσθην τεύχεα καλά, | και σήκωσε σκουτάρια τέσσερα, κι οχτώ κοντάρια πήρε, κι ακόμα τέσσερα αλογόφουντα, χαλκοντυμένα κράνη, και κουβαλώντας τα στον κύρη του σε μια στιγμή ξανάρθε᾿ κι ατός του πρώτος πρώτος φόρεσε τη χάλκινη του αρμάτα᾿ μαζί κι οι δυο τους δούλοι τ᾿ άρματα ζώστηκαν τα πανώρια, |
115 | ἔσταν δ᾿ ἀμφ᾿ Ὀδυσῆα δαί̈φρονα ποικιλομήτην. αὐτὰρ ὅ γ᾿, ὄφρα μὲν αὐτῷ ἀμύνεσθαι ἔσαν ἰοί. τόφρα μνηστήρων ἕνα γ᾿ αἰεὶ ᾧ ἐνὶ οἴκῳ βάλλε τιτυσκόμενος: τοὶ δ᾿ ἀγχιστῖνοι ἔπιπτον. αὐτὰρ ἐπεὶ λίπον ἰοὶ ὀϊστεύοντα ἄνακτα, | και δίπλα στον πανούργο στάθηκαν, αντρόκαρδο Οδυσσέα. Κι αυτός, σαγίτες όσο του 'μεναν, κρατιόταν και χτυπουσε όλο κι από 'ναν απ᾿ τους νιούτσικους στο αρχοντικό του μέσα, σημάδι βάνοντας τον, κι έπεφταν απανωτοί οι μνηστήρες. Μα σαν τις ξόδεψε όλες ρίχνοντας ο ρήγας τις σαγίτες, |
120 | τόξον μὲν πρὸς σταθμὸν ἐϋσταθέος μεγάροιο ἔκλιν᾿ ἑστάμεναι, πρὸς ἐνώπια παμφανόωντα, αὐτὸς δ᾿ ἀμφ᾿ ὤμοισι σάκος θέτο τετραθέλυμνον, κρατὶ δ᾿ ἐπ᾿ ἰφθίμῳ κυνέην εὔτυκτον ἔθηκεν, ἵππουριν, δεινὸν δὲ λόφος καθύπερθεν ἔνευεν: | στης πόρτας, που 'βγαζε απ᾿ την κάμαρα, τον παραστάτη απάνω το τόξο του έγειρε, στο λιόφωτο να στέκει τοίχο αντίκρυ᾿ και πέρασε το τετραβόδινο στους ώμους του σκουτάρι, στο δυνατό κεφάλι φόρεσε το αλογουρίσιο κράνος, το στέριο, κι από πάνω ανέμιζεν όλο φοβέρα η φούντα' |
125 | εἵλετο δ᾿ ἄλκιμα δοῦρε δύω κεκορυθμένα χαλκῷ. ὀρσοθύρη δέ τις ἔσκεν ἐϋδμήτῳ ἐνὶ τοίχῳ, ἀκρότατον δὲ παρ᾿ οὐδὸν ἐϋσταθέος μεγάροιο ἦν ὁδὸς ἐς λαύρην, σανίδες δ᾿ ἔχον εὖ ἀραρυῖαι. τὴν δ᾿ Ὀδυσεὺς φράζεσθαι ἀνώγει δῖον ὑφορβὸν | μετά και τα γερά, χαλκόμυτα χεράκωσε κοντάρια. Ήταν στον τοίχο τον καλόχτιστο ψηλά ένα παραπόρτι, που τα σφιχτά του σανιδόφυλλα σε μακρυνάρι άνοιγαν, στου κατωφλιού το ψήλος σύρριζα του στέριου του αντρωνίτη. Τότε ο Οδυσσέας τον Εύμαιο πρόσταξε το παραπόρτι τουτο |
130 | ἑσταότ᾿ ἄγχ᾿ αὐτῆς: μία δ᾿ οἴη γίγνετ᾿ ἐφορμή. τοῖς δ᾿ Ἀγέλεως μετέειπεν, ἔπος πάντεσσι πιφαύσκων: «ὦ φίλοι, οὐκ ἂν δή τις ἀν᾿ ὀρσοθύρην ἀναβαίη καὶ εἴποι λαοῖσι, βοὴ δ᾿ ὤκιστα γένοιτο; τῷ κε τάχ᾿ οὗτος ἀνὴρ νῦν ὕστατα τοξάσσαιτο.» | στο νου του να 'χει, δίπλα ως έστεκε, τι μια μπασιά είχε μόνο. Ωστόσο ο Αγέλαος πήρε κι έλεγε, ν᾿ ακούσουν όλοι γύρα: «Φίλοι, κανείς μας αν ανέβαινε στο παραπόρτι, να 'βγει να κράξει το λαό, ν᾿ ασκώναμε συντάραχο μεγάλο, θα 'ταν στερνή φορά που δόξεψε το δίχως άλλο ετούτος!» |
135 | τὸν δ᾿ αὖτε προσέειπε Μελάνθιος, αἰπόλος αἰγῶν: «οὔ πως ἔστ᾿, Ἀγέλαε διοτρεφές: ἄγχι γὰρ αἰνῶς αὐλῆς καλὰ θύρετρα καὶ ἀργαλέον στόμα λαύρης: καί χ᾿ εἷς πάντας ἐρύκοι ἀνήρ, ὅς τ᾿ ἄλκιμος εἴη. ἀλλ᾿ ἄγεθ᾿, ὑμῖν τεύχε᾿ ἐνείκω θωρηχθῆναι | Τότε ο Μελάνθιος του αποκρίθηκεν, ο γιδολάτης, κι είπε: «Αγέλαε, μην το λες, δε γίνεται᾿ πολύ σιμά είναι οι πόρτες που ανοίγουν στην αυλή, κι αβόλετο να βγει απ᾿ το μακρυνάρι κανείς μας᾿ κι ένας μόνο αδείλιαστος θα μας αντίσκοφτε όλους. Σταθείτε, από τη μέσα κάμαρα να κουβαλήσω αρμάτες, |
140 | ἐκ θαλάμου: ἔνδον γάρ, ὀί̈ομαι, οὐδέ πη ἄλλῃ τεύχεα κατθέσθην Ὀδυσεὺς καὶ φαίδιμος υἱός.» ὣς εἰπὼν ἀνέβαινε Μελάνθιος, αἰπόλος αἰγῶν, εἰς θαλάμους Ὀδυσῆος ἀνὰ ῥῶγας μεγάροιο. ἔνθεν δώδεκα μὲν σάκε᾿ ἔξελε, τόσσα δὲ δοῦρα | να τις ζωστείτε᾿ εκεί φαντάζουμαι — που αλλού; — πως ο Οδυσσέας κι ο γιος του ο παινεμένος τ᾿ άρματα μας κρύψαν του πολέμου.» Σαν είπε αυτά ο γιδάρης, κίνησε κι᾿ απ᾿ του αντρωνίτη ανέβη τ᾿ ανοίγματα γοργά, στις κάμαρες να τρέξει του Οδυσσέα. Σκουτάρια πήρε εκείθε δώδεκα και δώδεκα κοντάρια, |
145 | καὶ τόσσας κυνέας χαλκήρεας ἱπποδασείας: βῆ δ᾿ ἴμεναι, μάλα δ᾿ ὦκα φέρων μνηστῆρσιν ἔδωκεν. καὶ τότ᾿ Ὀδυσσῆος λύτο γούνατα καὶ φίλον ἦτορ, ὡς περιβαλλομένους ἴδε τεύχεα χερσί τε δοῦρα μακρὰ τινάσσοντας: μέγα δ᾿ αὐτῷ φαίνετο ἔργον. | κι ακόμα δώδεκα αλογόφουντα, χαλκοδεμένα κράνη, και στους μνηστήρες τα κουβάλησε γοργά γυρνώντας πίσω. Και τότε του Οδυσσέα τα γόνατα λύθηκαν κι η καρδιά του, να τους θωρεί ν᾿ αρματοζώνουνται, και τα μακριά κοντάρια να σείουν στα χέρια᾿ τώρα το 'νιωθε, βαριά πως θα παλέψει. |
150 | αἶψα δὲ Τηλέμαχον ἔπεα πτερόεντα προσηύδα: «Τηλέμαχ᾿, ἦ μάλα δή τις ἐνὶ μεγάροισι γυναικῶν νῶϊν ἐποτρύνει πόλεμον κακὸν ἠὲ Μελανθεύς.» τὸν δ᾿ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα: «ὦ πάτερ, αὐτὸς ἐγὼ τόδε γ᾿ ἤμβροτον--οὐδέ τις ἄλλος | Στο γιο του εστράφη κι ανεμάρπαστα κινούσε λόγια τότε: «Κάποια απ᾿ τις σκλάβες λέω, Τηλέμαχε, του αρχοντικού μας τώρα βαρύ μας ξεσηκώνει πόλεμο, μπορεί κι ο Μελανθέας.» Και τότε ο γνωστικός Τηλέμαχος του απηλογήθη κι είπε: «Κύρη, δικό μου είναι το φταίξιμο, δε φταίει κανένας άλλος, |
155 | αἴτιος--ὃς θαλάμοιο θύρην πυκινῶς ἀραρυῖαν κάλλιπον ἀγκλίνας: τῶν δὲ σκοπὸς ἦεν ἀμείνων. ἀλλ᾿ ἴθι, δῖ᾿ Εὔμαιε, θύρην ἐπίθες θαλάμοιο καὶ φράσαι ἤ τις ἄρ᾿ ἐστὶ γυναικῶν ἣ τάδε ῥέζει, ἢ υἱὸς Δολίοιο, Μελανθεύς, τόν περ ὀί̈ω.” | που αφήκα ορθάνοιχτη της κάμαρας τη σφιχταρμοδεμένη πόρτα πριν λίγο, και το πρόσεξαν αυτοί καλύτερα μας. Τρέξε, Εύμαιε, τώρα, αρχοντογέννητε, την πόρτα να σφαλίσεις, και ιδές αν είναι, κάποια δούλα μας σε τούτα εδώ μπλεγμένη, για ο Μελανθέας — αυτός φαντάζουμαι πως θα 'ναι, ο γιος του Δόλιου.» |
160 | ς οἱ μὲν τοιαῦτα πρὸς ἀλλήλους ἀγόρευον, βῆ δ᾿ αὖτις θάλαμόνδε Μελάνθιος, αἰπόλος αἰγῶν, οἴσων τεύχεα καλά. νόησε δὲ δῖος ὑφορβός, αἶψα δ᾿ Ὀδυσσῆα προσεφώνεεν ἐγγὺς ἐόντα: «διογενὲς Λαερτιάδη, πολυμήχαν᾿ Ὀδυσσεῦ, | Έτσι μιλούσαν συναλλήλως τους αυτοί, κι ο Μελανθέας ξανά, ο γιδοβοσκός, στην κάμαρα να πάει κινούσε γι᾿ άλλες ώριες αρμάτες, κι ο αρχοντόγεννος χοιροβοσκός τον είδε, και του Οδυσσέα με βιάση μίλησε, που δίπλα του στεκόταν: «Γιε του Λαέρτη αρχοντογέννητε, πολύτεχνε Οδυσσέα, |
165 | ὣκεῖνος δ᾿ αὖτ᾿ ἀί̈δηλος ἀνήρ, ὃν ὀϊόμεθ᾿ αὐτοί, ἔρχεται ἐς θάλαμον: σὺ δέ μοι νημερτὲς ἐνίσπες, ἤ μιν ἀποκτείνω, αἴ κε κρείσσων γε γένωμαι, ἦε σοὶ ἐνθάδ᾿ ἄγω, ἵν᾿ ὑπερβασίας ἀποτίσῃ πολλάς, ὅσσας οὗτος ἐμήσατο σῷ ἐνὶ οἴκῳ.» | ο άνθρωπος να 'τον ο κατάρατος, που βάζαμε στο νου μας, τραβάει να πάει στη μέσα κάμαρα. Μα πες μου αλήθεια τώρα, αν τον νικήσω αντιπαλεύοντας, να τον σκοτώσω θέλεις, για να στον φέρω εδώ, τις άμετρες μπροστά σου να πλερώσει τις ανομίες, που στο παλάτι σου σοφίστηκε να κάνει;» |
170 | τὸν δ᾿ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς: «ἦ τοι ἐγὼ καὶ Τηλέμαχος μνηστῆρας ἀγαυοὺς σχήσομεν ἔντοσθεν μεγάρων, μάλα περ μεμαῶτας. σφῶϊ δ᾿ ἀποστρέψαντε πόδας καὶ χεῖρας ὕπερθεν ἐς θάλαμον βαλέειν, σανίδας δ᾿ ἐκδῆσαι ὄπισθε, | Τότε ο Οδυσσέας ο πολυκάτεχος του απηλογήθη κι είπε: «Αλήθεια, εγώ με τον Τηλέμαχο τους αντρειανούς μνηστήρες στο αρχονταρίκι θα κρατήσουμε, με όση κι αν έχουν λύσσα. Και σεις οι δυο και χέρια στρίφτε του και πόδια, και σανίδα πίσω του δέστε, και στην κάμαρα πετάτε τον δεμένο, |
175 | σειρὴν δὲ πλεκτὴν ἐξ αὐτοῦ πειρήναντε κίον᾿ ἀν᾿ ὑψηλὴν ἐρύσαι πελάσαι τε δοκοῖσιν, ὥς κεν δηθὰ ζωὸς ἐὼν χαλέπ᾿ ἄλγεα πάσχῃ:» ὣς ἔφαθ᾿, οἱ δ᾿ ἄρα τοῦ μάλα μὲν κλύον ἠδ᾿ ἐπίθοντο, βὰν δ᾿ ἴμεν ἐς θάλαμον, λαθέτην δέ μιν ἔνδον ἐόντα. | και με τριχιά πλεμένη ζώστε τον, κι από την άλλην άκρη στην αψηλή κολόνα συρτέ τον, να φτάσει ως τα δοκάρια, που ζωντανός πολληώρα μέτωρος φριχτά να τυραννιέται.» Είπε, κι αυτοί γρικώντας σύγκλιναν στο λόγο του, κι ως ήρθαν, μέσα στην κάμαρα τον πέτυχαν, όμως ανένιωστά του' |
175 | σειρὴν δὲ πλεκτὴν ἐξ αὐτοῦ πειρήναντε κίον᾿ ἀν᾿ ὑψηλὴν ἐρύσαι πελάσαι τε δοκοῖσιν, ὥς κεν δηθὰ ζωὸς ἐὼν χαλέπ᾿ ἄλγεα πάσχῃ:» ὣς ἔφαθ᾿, οἱ δ᾿ ἄρα τοῦ μάλα μὲν κλύον ἠδ᾿ ἐπίθοντο, βὰν δ᾿ ἴμεν ἐς θάλαμον, λαθέτην δέ μιν ἔνδον ἐόντα. | Κι ως σκάλιζεν εκείνος γι᾿ άρματα στης κάμαρας το βάθος, στον παραστάτη τούτοι στάθηκαν δεξόζερβα καρτέρι᾿ και μόλις ο Μελάνθιος κίνησε και το κατώφλι εδιάβη, με το 'να κουβαλώντας χέρι του καλοφτιαγμένο κράνος, στο άλλο φαρδύ σκουτάρι, γέρικο κι όλο σκουριές, κρατώντας, |
180 | ἦ τοι ὁ μὲν θαλάμοιο μυχὸν κάτα τεύχε᾿ ἐρεύνα, τὼ δ᾿ ἔσταν ἑκάτερθε παρὰ σταθμοῖσι μένοντε. εὖθ᾿ ὑπὲρ οὐδὸν ἔβαινε Μελάνθιος, αἰπόλος αἰγῶν, τῇ ἑτέρῃ μὲν χειρὶ φέρων καλὴν τρυφάλειαν, τῇ δ᾿ ἑτέρῃ σάκος εὐρὺ γέρον, πεπαλαγμένον ἄζῃ, | Κι ως σκάλιζεν εκείνος γι᾿ άρματα στης κάμαρας το βάθος, στον παραστάτη τούτοι στάθηκαν δεξόζερβα καρτέρι᾿ και μόλις ο Μελάνθιος κίνησε και το κατώφλι εδιάβη, με το 'να κουβαλώντας χέρι του καλοφτιαγμένο κράνος, στο άλλο φαρδύ σκουτάρι, γέρικο κι όλο σκουριές, κρατώντας, |
185 | Λαέρτεω ἥρωος, ὃ κουρίζων φορέεσκε: δὴ τότε γ᾿ ἤδη κεῖτο, ῥαφαὶ δὲ λέλυντο ἱμάντων: τὼ δ᾿ ἄρ᾿ ἐπαί̈ξανθ᾿ ἑλέτην ἔρυσάν τέ μιν εἴσω κουρίξ, ἐν δαπέδῳ δὲ χαμαὶ βάλον ἀχνύμενον κῆρ, σὺν δὲ πόδας χεῖράς τε δέον θυμαλγέϊ δεσμῷ | που το φορούσεν ο αντροδύναμος στα νιάτα του Λαέρτης, μα τώρα πεταμένο κοίτουνταν, με τις ραφές λυμένες — χιμίξαν πάνω του, τον άρπαξαν κι απ᾿ τα μαλλιά τον σύραν μέσα ξανά, στη γη τον έριξαν τον πολυπικραμένο, και με άγριο δέσιμο τον έδεσαν, τα χέρια και τα πόδια |
190 | εὖ μάλ᾿ ἀποστρέψαντε διαμπερές, ὡς ἐκέλευσεν υἱὸς Λαέρταο, πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς: σειρὴν δὲ πλεκτὴν ἐξ αὐτοῦ πειρήναντε κίον᾿ ἀν᾿ ὑψηλὴν ἔρυσαν πέλασάν τε δοκοῖσι. τὸν δ᾿ ἐπικερτομέων προσέφης, Εὔμαιε συβῶτα: | σφιχτά σφιχτά ξωπίσω στρίβοντας, ως ήταν του Οδυσσέα, του αρχοντικού, του πολυβάσανου γιου του Λαέρτη, η διάτα, και με πλεχτή τριχιά τον έζωσαν, κι από την άλλην άκρη ως τα δοκάρια τον ανάσυραν στην αψηλή κολόνα. Φώναξες τότε αναγελώντας τον, χοιροβοσκέ, και του 'πες: |
195 | «νῦν μὲν δὴ μάλα πάγχυ, Μελάνθιε, νύκτα φυλάξεις, εὐνῇ ἔνι μαλακῇ καταλέγμενος, ὥς σε ἔοικεν: οὐδέ σέ γ᾿ ἠριγένεια παρ᾿ Ὠκεανοῖο ῥοάων λήσει ἐπερχομένη χρυσόθρονος, ἡνίκ᾿ ἀγινεῖς αἶγας μνηστήρεσσι δόμον κάτα δαῖτα πένεσθαι.» | «Μια χαρά λέω τη νύχτα ολάκερη, Μελάνθιε, θα περάσεις σε κλίνη μαλακιά πλαγιάζοντας, καθώς και σου ταιριάζει! Κι η πουρνογέννητη, χρυσόθρονη σα φτάσει Αυγή απ᾿ το ρέμα του Ωκεανού, θα σε 'βρει ξάγρυπνο, την ώρα που τις γίδες πηγαίνεις στους μνηστήρες, να 'χουνε να τρων στο αρχοντικό μας.» |
200 | ὣς ὁ μὲν αὖθι λέλειπτο, ταθεὶς ὀλοῷ ἐνὶ δεσμῷ: τὼ δ᾿ ἐς τεύχεα δύντε, θύρην ἐπιθέντε φαεινήν, βήτην εἰς Ὀδυσῆα δαί̈φρονα, ποικιλομήτην. ἔνθα μένος πνείοντες ἐφέστασαν, οἱ μὲν ἐπ᾿ οὐδοῦ τέσσαρες, οἱ δ᾿ ἔντοσθε δόμων πολέες τε καὶ ἐσθλοί. | Έτσι τον αφήκαν, ανέσπλαχνα δεμένο, κρεμασμένο, Κι αυτοί αρματώθηκαν, και κλείνοντας τη στραφταλούσα πόρτα κίνησαν κι ήρθαν στο δολόπλοκο, τον αντρειανό Οδυσσέα. Εκεί φωτιά γεμάτοι εστέκουνταν αντίκρυ — στο κατώφλι οι τέσσερείς τους, και στην κάμαρα πολλοί κι αρχοντεμένοι. |
205 | τοῖσι δ᾿ ἐπ᾿ ἀγχίμολον θυγάτηρ Διὸς ἦλθεν Ἀθήνη, Μέντορι εἰδομένη ἠμὲν δέμας ἠδὲ καὶ αὐδήν. τὴν δ᾿ Ὀδυσεὺς γήθησεν ἰδὼν καὶ μῦθον ἔειπε: «Μέντορ, ἄμυνον ἀρήν, μνῆσαι δ᾿ ἑτάροιο φίλοιο, ὅς σ᾿ ἀγαθὰ ῥέζεσκον: ὁμηλικίην δέ μοί ἐσσι.» | Κι ήρθε η Αθηνά κοντά τους τρέχοντας, του γιου του Κρόνου η κόρη, το διώμα παίρνοντας του Μέντορα, κορμί μαζί και λάλο. Κι ως ο Οδυσσέας την είδε, χάρηκε κι αυτά μιλώντας είπε: «Βόηθα μας, Μέντορα, στον κίντυνο! Τον ακριβό σου ακράνη, το συνομήλικο, που σου 'καμα πολλά καλά, θυμήσου!» |
210 | ὣς φάτ᾿, ὀϊόμενος λαοσσόον ἔμμεν Ἀθήνην. μνηστῆρες δ᾿ ἑτέρωθεν ὁμόκλεον ἐν μεγάροισι: πρῶτος τήν γ᾿ ἐνένιπε Δαμαστορίδης Ἀγέλαος: «Μέντορ, μή σ᾿ ἐπέεσσι παραιπεπίθῃσιν Ὀδυσσεὺς μνηστήρεσσι μάχεσθαι, ἀμυνέμεναι δέ οἱ αὐτῷ. | Αυτά είπε, κι ας ψυχανεμίζουνταν την Αθηνά Παλλάδα. Μα κι οι μνηστήρες της εφώναζαν στο αρχονταρίκι μέσα᾿ κι ο Αγέλαος πρώτος τη φοβέρισεν, ο γιος του Δαμαστόρου: «Τη γνώμη μη σου αλλάξουν, Μέντορα, τα λόγια του Οδυσσέα, ν᾿ ανοίξεις στους μνηστήρες πόλεμο και να τον διαφεντέψεις! |
215 | ὧδε γὰρ ἡμέτερόν γε νόον τελέεσθαι ὀί̈ω: ὁππότε κεν τούτους κτέωμεν, πατέρ᾿ ἠδὲ καὶ υἱόν, ἐν δὲ σὺ τοῖσιν ἔπειτα πεφήσεαι, οἷα μενοινᾷς ἔρδειν ἐν μεγάροις: σῷ δ᾿ αὐτοῦ κράατι τίσεις. αὐτὰρ ἐπὴν ὑμέων γε βίας ἀφελώμεθα χαλκῷ, | Άκου τι λέμε πως θα κάνουμε, κι έτσι θαρρώ θα γένει: Μόλις αυτούς εδώ σκοτώσουμε, το γιο και τον πατέρα, θα χαλαστείς και συ, που σκέφτεσαι να κάνεις εδώ μέσα τέτοιες δουλειές᾿ με το κεφάλι σου θα τα πλερώσεις όλα. Και μόλις με χαλκό τη δύναμη σας κόψουμε, το βιος σου, |
220 | κτήμαθ᾿ ὁπόσσα τοί ἐστι, τά τ᾿ ἔνδοθι καὶ τὰ θύρηφι, τοῖσιν Ὀδυσσῆος μεταμίξομεν: οὐδέ τοι υἷας ζώειν ἐν μεγάροισιν ἐάσομεν, οὐδέ θύγατρας οὐδ᾿ ἄλοχον κεδνὴν Ἰθάκης κατὰ ἄστυ πολεύειν.» ὣς φάτ᾿, Ἀθηναίη δὲ χολώσατο κηρόθι μᾶλλον, | ό,τι στα ξώμερα σου βρίσκεται κι ό,τι στο σπίτι μέσα, με του Οδυσσέα θα σου το σμίξουμε᾿ και μες στο αρχοντικό σου να ζουν οι γιοί σου δε θ᾿ αφήσουμε, κι ουδέ κι οι θυγατέρες να τριγυρνάν με τη γυναίκα σου στους δρόμους της Ιθάκης.» Είπε, και της Παλλάδας σύγκλυσε πιο ακόμα οργή τα φρένα, |
225 | νείκεσσεν δ᾿ Ὀδυσῆα χολωτοῖσιν ἐπέεσσιν: «οὐκέτι σοί γ᾿, Ὀδυσεῦ, μένος ἔμπεδον οὐδέ τις ἀλκή οἵη ὅτ᾿ ἀμφ᾿ Ἑλένῃ λευκωλένῳ εὐπατερείῃ, εἰνάετες Τρώεσσιν ἐμάρναο νωλεμὲς αἰεί, πολλοὺς δ᾿ ἄνδρας ἔπεφνες ἐν αἰνῇ δηϊοτῆτι, | και λόγια αγκιδωμένα πέταξε στον Οδυσσέα γυρνώντας: «Δεν έχεις πια, Οδυσσέα, τη δύναμη μηδέ και το κουράγιο, σαν τότε που τους Τρώες αδιάκοπα χρόνους εννιά πολέμας για την Ελένη την αρχόντισσα, τη χιονοβραχιονάτη, κι άντρες στην άγρια μάχη εσκότωνες πολλούς, κι ήταν δικιά σου βουλή, |
230 | σῇ δ᾿ ἥλω βουλῇ Πριάμου πόλις εὐρυάγυια. πῶς δὴ νῦν, ὅτε σόν τε δόμον καὶ κτήμαθ᾿ ἱκάνεις, ἄντα μνηστήρων ὀλοφύρεαι ἄλκιμος εἶναι; ἀλλ᾿ ἄγε δεῦρο, πέπον, παρ᾿ ἔμ᾿ ἵστασο καὶ ἴδε ἔργον, ὄφρ᾿ εἰδῇς οἷός τοι ἐν ἀνδράσι δυσμενέεσσιν | το κάστρο το πλατύδρομο που επάρθη του Πριάμου. Τώρα στο σπίτι σου, στα πλούτη σου φτασμένος τι θρηνιέσαι μπρος στους μνηστήρες; Δεν μπιστεύεσαι στην αντριγιά σου τάχα; Έλα, καλέ, και στάσου δίπλα μου και θώρειε τι θα κάμω, για να κατέχεις πως ο Μέντορας, του Αλκίμου ο γιος, τις χάρες |
235 | Μέντωρ Ἀλκιμίδης εὐεργεσίας ἀποτίνειν.» ἦ ῥα, καὶ οὔ πω πάγχυ δίδου ἑτεραλκέα νίκην, ἀλλ᾿ ἔτ᾿ ἄρα σθένεός τε καὶ ἀλκῆς πειρήτιζεν ἠμὲν Ὀδυσσῆος ἠδ᾿ υἱοῦ κυδαλίμοιο. αὐτὴ δ᾿ αἰθαλόεντος ἀνὰ μεγάροιο μέλαθρον | που του 'χουν κάμει στους αντίμαχους μπροστά τις ξεπλερώνει!» Αυτά είπε, κι όμως δεν του χάριζε τη νίκη ακέρια ακόμα, τι γύρευε ξανά τη δύναμη και την αντρεία η Παλλάδα και του Οδυσσέα και του περίλαμπρου να δοκιμάσει γιου του. Γι αυτό με χελιδόνα μοιάζοντας στο μαυροκαπνισμένο |
240 | ἕζετ᾿ ἀναί̈ξασα, χελιδόνι εἰκέλη ἄντην. μνηστῆρας δ᾿ ὤτρυνε Δαμαστορίδης Ἀγέλαος, Εὐρύνομός τε καὶ Ἀμφιμέδων Δημοπτόλεμός τε, Πείσανδρός τε Πολυκτορίδης Πόλυβός τε δαί̈φρων: οἱ γὰρ μνηστήρων ἀρετῇ ἔσαν ἔξοχ᾿ ἄριστοι, | Δοκάρι της στέγης πετάχτηκε και κάθισε κει πάνω. Και τους μνηστήρες όμως γκάρδιωναν ο γιος του Δαμαστόρου κι ο Ευρύνομος κι ο Δημοπτόλεμος κι ο Πείσαντρος, το τέκνο του Πολυχτόρου, κι ο Αμφιμέδοντας κι ο Πόλυβος ο γαύρος᾿ τι αυτοί στην αντριγιά ξεχώριζαν απ᾿ τους μνηστήρες όλους, |
245 | ὅσσοι ἔτ᾿ ἔζωον περί τε ψυχέων ἐμάχοντο: τοὺς δ᾿ ἤδη ἐδάμασσε βιὸς καὶ ταρφέες ἰοί. τοῖς δ᾿ Ἀγέλεως μετέειπεν, ἔπος πάντεσσι πιφαύσκων: «ὦ φίλοι, ἤδη σχήσει ἀνὴρ ὅδε χεῖρας ἀάπτους: καὶ δή οἱ Μέντωρ μὲν ἔβη κενὰ εὔγματα εἰπών, | όσοι 'ταν ζωντανοί και πάλευαν για τη ζωή τους τώρα. Οι άλλοι νεκροί απ᾿ το τόξο εκοίτουνταν και τις πολλές σαγίτες. Και τότε ο Αγέλαος πήρε κι έλεγε, ν᾿ ακούσουν όλοι γύρα: «Φίλοι, τα χέρια του τ᾿ ανίκητα γοργά θα παραλύσουν του 'φυγε ο Μέντορας᾿ παινέματα μονάχα κούφια του 'πε, |
250 | οἱ δ᾿ οἶοι λείπονται ἐπὶ πρώτῃσι θύρῃσι. τῷ νῦν μὴ ἅμα πάντες ἐφίετε δούρατα μακρά, ἀλλ᾿ ἄγεθ᾿ οἱ ἓξ πρῶτον ἀκοντίσατ᾿, αἴ κέ ποθι Ζεὺς δώῃ Ὀδυσσῆα βλῆσθαι καὶ κῦδος ἀρέσθαι. τῶν δ᾿ ἄλλων οὐ κῆδος, ἐπὴν οὗτός γε πέσῃσιν.» | κι αυτοί ξανά απόμειναν έρημοι στης πόρτας το κατώφλι. Ωστόσο τα μακριά κοντάρια σας μη ρίχνετε όλοι αντάμα' σεις οι έξι τώρα κονταρέψετε, μονάχα ο Δίας να δώσει τον Οδυσσέα νεκρό να ρίξετε, να σας δοξάσει ο κόσμος' για τους επίλοιπους μη γνοιάζεστε, να πέσει τούτος μόνο!» |
255 | ὣς ἔφαθ᾿, οἱ δ᾿ ἄρα πάντες ἀκόντισαν ὡς ἐκέλευεν, ἱέμενοι: τὰ δὲ πάντα ἐτώσια θῆκεν Ἀθήνη, τῶν ἄλλος μὲν σταθμὸν ἐϋσταθέος μεγάροιο βεβλήκει, ἄλλος δὲ θύρην πυκινῶς ἀραρυῖαν: ἄλλου δ᾿ ἐν τοίχῳ μελίη πέσε χαλκοβάρεια. | Αυτά είπε, κι όλοι τους κοντάρεψαν, καθώς τους είχε ορίσει, με λύσσα, μα η Παλλάδα βίγλιζε και ξεστράτισαν όλα' τον παραστάτη κάποιος πέτυχε του στέριου του αντρωνίτη, κι άλλος τους βρήκε το πορτόφυλλο το σφιχταρμοδεμένο, κι άλλου το φράξο το χαλκόβαρο καρφώθηκε στον τοίχο. |
260 | αὐτὰρ ἐπεὶ δὴ δούρατ᾿ ἀλεύαντο μνηστήρων, τοῖς δ᾿ ἄρα μύθων ἦρχε πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς: «ὦ φίλοι, ἤδη μέν κεν ἐγὼν εἴποιμι καὶ ἄμμι μνηστήρων ἐς ὅμιλον ἀκοντίσαι, οἳ μεμάασιν ἡμέας ἐξεναρίξαι ἐπὶ προτέροισι κακοῖσιν.» | Κι ως έτσι απ᾿ των μνηστήρων γλίτωσαν τις κονταριές εκείνοι, γυρνώντας ο θεϊκός, πολύπαθος τους μίλησε Οδυσσέας: «Φίλοι, η σειρά μας ήρθε! Θα 'λεγα στο πλήθος των μνηστήρων τώρα κι εμείς να κονταρέψουμε, που να μας θανατώσουν αραθυμούν, σαν να μην έφταναν οι τόσες αδικίες τους.» |
265 | ὣς ἔφαθ᾿, οἱ δ᾿ ἄρα πάντες ἀκόντισαν ὀξέα δοῦρα ἄντα τιτυσκόμενοι: Δημοπτόλεμον μὲν Ὀδυσσεύς, Εὐρυάδην δ᾿ ἄρα Τηλέμαχος, Ἔλατον δὲ συβώτης, Πείσανδρον δ᾿ ἄρ᾿ ἔπεφνε βοῶν ἐπιβουκόλος ἀνήρ. οἱ μὲν ἔπειθ᾿ ἅμα πάντες ὀδὰξ ἕλον ἄσπετον οὖδας, | Αυτά είπε, κι όλοι, σημαδεύοντας, τους ρίξαν τα κοντάρια' νεκρός σωριάστη ο Δημοπτόλεμος απ᾿ του Οδυσσέα το χέρι, κι ο γιος του τον Ευρυάδη σκότωσε, τον Πείσαντρο ο βουκόλος Φιλοίτιος, κι ο Έλατος χτυπήθηκεν απ᾿ του Εύμαιου το κοντάρι. Κι ως όλοι αυτοί τη γης την άμετρη δάγκωσαν κι οι μνηστήρες |
270 | μνηστῆρες δ᾿ ἀνεχώρησαν μεγάροιο μυχόνδε: τοὶ δ᾿ ἄρ᾿ ἐπήϊξαν, νεκύων δ᾿ ἐξ ἔγχε᾿ ἕλοντο. αὖτις δὲ μνηστῆρες ἀκόντισαν ὀξέα δοῦρα ἱέμενοι: τὰ δὲ πολλὰ ἐτώσια θῆκεν Ἀθήνη. τῶν ἄλλος μὲν σταθμὸν ἐϋσταθέος μεγάροιο | πισωποδίζοντας εστάθηκαν στο βάθος του αντρωνίτη, οι άλλοι, χιμώντας, τα κοντάρια τους απ᾿ τούς νεκρούς τράβηξαν. Ξανά οι μνηστήρες ρίξαν πάνω τους με σουβλερά κοντάρια, τα πιότερα όμως τα ξεστράτισε της Αθηνάς το χέρι' τον παραστάτη κάποιος πέτυχε του στέριου του αντρωνίτη, |
275 | βεβλήκειν, ἄλλος δὲ θύρην πυκινῶς ἀραρυῖαν: ἄλλου δ᾿ ἐν τοίχῳ μελίη πέσε χαλκοβάρεια. Ἀμφιμέδων δ᾿ ἄρα Τηλέμαχον βάλε χεῖρ᾿ ἐπὶ καρπῷ λίγδην, ἄκρον δὲ ῥινὸν δηλήσατο χαλκός. Κτήσιππος δ᾿ Εὔμαιον ὑπὲρ σάκος ἔγχεϊ μακρῷ | κι άλλος τους βρήκε το πορτόφυλλο το σφιχταρμοδεμένο, κι άλλου το φράξο το χαλκόβαρο καρφώθηκε στον τοίχο' μα απ᾿ το κοντάρι του Αμφιμέδοντα στο χεραρμό χτυπήθη ξυστά ο Τηλέμαχος, και ξώσαρκα του γδάρθηκε το δέρμα. Κι ο νώμος του Εύμαιου με του Χτήσιππου χαράχτη το κοντάρι, |
280 | ὦμον ἐπέγραψεν: τὸ δ᾿ ὑπέρπτατο, πῖπτε δ᾿ ἔραζε. τοὶ δ᾿ αὖτ᾿ ἀμφ᾿ Ὀδυσῆα δαί̈φρονα ποικιλομήτην, μνηστήρων ἐς ὅμιλον ἀκόντισαν ὀξέα δοῦρα. ἔνθ᾿ αὖτ᾿ Εὐρυδάμαντα βάλε πτολίπορθος Ὀδυσσεύς, Ἀμφιμέδοντα δὲ Τηλέμαχος, Πόλυβον δὲ συβώτης: | που διάβη πάνω απ᾿ το σκουτάρι του, πριν πέσει απά στο χώμα. Κι εκείνοι, γύρω απ᾿ τον πολύβουλο, τον αντρειανό Οδυσσέα, στο πλήθος των μνηστήρων έριξαν ο καστροπολεμάρχος βρήκε Οδυσσέας τον Ευρυδάμαντα, κι ο θείος χοιροβοσκός του βρήκε τον Πόλυβο᾿ ο Τηλέμαχος ο γιος του πάλε βρήκε |
285 | Κτήσιππον δ᾿ ἄρ᾿ ἔπειτα βοῶν ἐπιβουκόλος ἀνὴρ βεβλήκει πρὸς στῆθος, ἐπευχόμενος δὲ προσηύδα: «ὦ Πολυθερσεί̈δη φιλοκέρτομε, μή ποτε πάμπαν εἴκων ἀφραδίῃς μέγα εἰπεῖν, ἀλλὰ θεοῖσιν μῦθον ἐπιτρέψαι, ἐπεὶ ἦ πολὺ φέρτεροί εἰσι. | τον Αμφιμέδοντα, και πέτυχε το Χτήσιππο ο βουκόλος κατάστηθα, και, καμαρώνοντας αυτά τα λόγια του 'πε: «Υγιέ του Πολυθέρση, πια άλλοτε μη βγάλεις, αναμπαίχτη, μεγάλο λόγο μες στην τρέλα σου, μον᾿ στους θεούς μπιστεύου το κάθε τι, γιατί ειν᾿ οι αθάνατοι πολύ τρανότεροι μας. |
290 | ἦ τοῦτό τοι ἀντὶ ποδὸς ξεινήϊον, ὅν ποτ᾿ ἔδωκας ἀντιθέῳ Ὀδυσῆϊ δόμον κάτ᾿ ἀλητεύοντι.» ῥα βοῶν ἑλίκων ἐπιβουκόλος: αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς οὖτα Δαμαστορίδην αὐτοσχεδὸν ἔγχεϊ μακρῷ. Τηλέμαχος δ᾿ Εὐηνορίδην Λειώκριτον οὖτα | Δώρο είναι αυτό για το που χάρισες στον Οδυσσέα βοδίσιο ποδάρι, ως τριγυρνούσε ζήτουλας στο αρχοντικό του μέσα!» Είπε ο βουκόλος των στριφτόκερων βοδιών μετά ο Οδυσσέας σιμάθε τον Αγέλαο πέτυχε με το μακρύ κοντάρι' κι ο Λειώκριτος, ο γιος του Ευήνορα, χτυπήθη στο λαγγόνι |
295 | δουρὶ μέσον κενεῶνα, διαπρὸ δὲ χαλκὸν ἔλασσεν: ἤριπε δὲ πρηνής, χθόνα δ᾿ ἤλασε παντὶ μετώπῳ. δὴ τότ᾿ Ἀθηναίη φθισίμβροτον αἰγίδ᾿ ἀνέσχεν ὑψόθεν ἐξ ὀροφῆς: τῶν δὲ φρένες ἐπτοίηθεν. οἱ δ᾿ ἐφέβοντο κατὰ μέγαρον βόες ὣς ἀγελαῖαι: | απ᾿ τον Τηλέμαχο, και χώθηκε βαθιά ο χαλκός στα σπλάχνα, κι ως πίστομα σωριάστη, βρόντηξε το πρόσωπο στο χώμα. Τότε η Αθηνά το ανθρωποφόνο της ψηλά σκουτάρι ασκώνει απ᾿ τη στέγη, κι αυτών εσάλεψαν τα φρένα᾿ και σκόρπισαν στο αρχονταρίκι μέσα τρέχοντας σαν κοπαδιού γελάδες, |
300 | τὰς μέν τ᾿ αἰόλος οἶστρος ἐφορμηθεὶς ἐδόνησεν ὥρῃ ἐν εἰαρινῇ, ὅτε τ᾿ ἤματα μακρὰ πέλονται. οἱ δ᾿ ὥς τ᾿ αἰγυπιοὶ γαμψώνυχες ἀγκυλοχεῖλαι, ἐξ ὀρέων ἐλθόντες ἐπ᾿ ὀρνίθεσσι θόρωσι: ταὶ μέν τ᾿ ἐν πεδίῳ νέφεα πτώσσουσαι ἵενται, | που τις ξιπάζει η μύγα, ακούραστα πετώντας γύρωθέ τους, καιρό της άνοιξης, σαν άρχισαν οι μέρες να μακραίνουν. Κι οι άλλοι, ως αγιούπες γαντζομύτηδες και νυχοποδαράτοι, που σε πουλιά χιμούν, ξεκόβοντας απ᾿ τα βουνά, κι εκείνα τρέχουν να φύγουν απ᾿ τα σύγνεφα, να κατέβουν στον κάμπο' |
305 | οἱ δέ τε τὰς ὀλέκουσιν ἐπάλμενοι, οὐδέ τις ἀλκὴ γίγνεται οὐδὲ φυγή: χαίρουσι δέ τ᾿ ἀνέρες ἄγρῃ: ὣς ἄρα τοὶ μνηστῆρας ἐπεσσύμενοι κατὰ δῶμα τύπτον ἐπιστροφάδην: τῶν δὲ στόνος ὤρνυτ᾿ ἀεικὴς κράτων τυπτομένων, δάπεδον δ᾿ ἅπαν αἵματι θῦε. | μα απ᾿ τους αγιούπες δε γλιτώνουνε, τι δεν μπορούν να φύγουν μηδέ ν᾿ αντιφερθούν, και χαίρουνται μ᾿ έτοιο κυνήγι οι άνθρωποι όμοια κι αυτοί με ορμή δεξόζερβα χτυπουσαν τους μνηστήρες στο αρχονταρίκι᾿ κι ως τους άνοιγαν χτυπώντας τα κεφάλια, βαρύς γρικιόταν βόγγος κι άχνιζε το πάτωμα απ᾿ το γαίμα. |
310 | λειώδης δ᾿ Ὀδυσῆος ἐπεσσύμενος λάβε γούνων, καί μιν λισσόμενος ἔπεα πτερόεντα προσηύδα: «γουνοῦμαί σ᾿, Ὀδυσεῦ: σὺ δέ μ᾿ αἴδεο καί μ᾿ ἐλέησον: οὐ γάρ πώ τινά φημι γυναικῶν ἐν μεγάροισιν εἰπεῖν οὐδέ τι ῥέξαι ἀτάσθαλον: ἀλλὰ καὶ ἄλλους | Ο Λειώδης τότε εχύθη κι έπιασε τα γόνα του Οδυσσέα και λόγια του 'λεγε ανεμάρπαστα με χίλια παρακάλια: «Σπλαχνίσου με, Οδυσσέα, σεβάσου με, στα γόνατα σου πέφτω! Εγώ ποτέ μες στο παλάτι σου δεν πείραξα γυναίκα με πράξη για με λόγο αταίριαστο, και τους μνηστήρες, όσοι |
315 | παύεσκον μνηστῆρας, ὅτις τοιαῦτά γε ῥέζοι. ἀλλά μοι οὐ πείθοντο κακῶν ἄπο χεῖρας ἔχεσθαι: τῷ καὶ ἀτασθαλίῃσιν ἀεικέα πότμον ἐπέσπον. αὐτὰρ ἐγὼ μετὰ τοῖσι θυοσκόος οὐδὲν ἐοργὼς κείσομαι, ὡς οὐκ ἔστι χάρις μετόπισθ᾿ εὐεργέων:» | τέτοιες δουλειές έκαμαν άνομες, ζητούσα ν᾿ αντισκόψω. Μα αυτοί δε μ᾿ άκουαν, από τ᾿ άδικο να τραβηχτούν, για τούτο άσκημα τέλη τώρα απόλαψαν απ᾿ τ᾿ άνομα τους έργα. Μα εγώ ήμουν μάντης στα θυμιάματα, και τώρα αθώος θα πέσω, τι αλήθεια το καλό που κάνουμε καμιά δε βρίσκει χάρη!» |
320 | τὸν δ᾿ ἄρ᾿ ὑπόδρα ἰδὼν προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς: «εἰ μὲν δὴ μετὰ τοῖσι θυοσκόος εὔχεαι εἶναι, πολλάκι που μέλλεις ἀρήμεναι ἐν μεγάροισι τηλοῦ ἐμοὶ νόστοιο τέλος γλυκεροῖο γενέσθαι, σοὶ δ᾿ ἄλοχόν τε φίλην σπέσθαι καὶ τέκνα τεκέσθαι: | Ταυροκοιτώντας ο πολύβουλος του μίλησε Οδυσσέας: Αν στα θυμιάματα τους πέτεσαι πως σ᾿ είχαν μάντη αλήθεια, πόσες φορές μες στα παλάτι μου θα ευκήθης δίχως άλλο να μη χαρώ ποτέ την όμορφη του γυρισμού μου μέρα, κι έτσι να πάρεις τη γυναίκα μου, παιδιά να σου γεννήσει. |
325 | τῷ οὐκ ἂν θάνατόν γε δυσηλεγέα προφύγοισθα.» ὣς ἄρα φωνήσας ξίφος εἵλετο χειρὶ παχείῃ κείμενον, ὅ ῥ᾿ Ἀγέλαος ἀποπροέηκε χαμᾶζε κτεινόμενος: τῷ τόν γε κατ᾿ αὐχένα μέσσον ἔλασσε. φθεγγομένου δ᾿ ἄρα τοῦ γε κάρη κονίῃσιν ἐμίχθη. | Πως θες λοιπόν τον πικροθάνατο να τον γλιτώσεις τώρα;» Αυτά είπε, κι από κάτω σήκωσε με το βαρύ του χέρι του Αγέλαου το σπαθί, που ως έπεφτε νεκρός εκείνος, του᾿ χε φύγει απ᾿ το χέρι, και τον χτύπησε καταμεσίς στο σβέρκο, κι όπως μιλούσε ακόμα, κύλησε στη σκόνη η κεφαλή του. |
330 | Τερπιάδης δ᾿ ἔτ᾿ ἀοιδὸς ἀλύσκανε κῆρα μέλαιναν, Φήμιος, ὅς ῥ᾿ ἤειδε μετὰ μνηστῆρσιν ἀνάγκῃ. ἔστη δ᾿ ἐν χείρεσσίν ἔχων φόρμιγγα λίγειαν ἄγχι παρ᾿ ὀρσοθύρην: δίχα δὲ φρεσὶ μερμήριζεν, ἢ ἐκδὺς μεγάροιο Διὸς μεγάλου ποτὶ βωμὸν | Μα ο γιός του Τέρπιου τότε γλίτωσε του Χάρου, ο τραγουδάρης ο Φήμιος, στους μνηστήρες που 'ψαλλε συχνά, μα αθέλητα του. Ορθός, κρατώντας την ψιλόφωνη κιθάρα του στα χέρια στο παραπόρτι εβρέθη᾿ δίγνωμη βουλή τον κυβερνούσε: να βγει να κάτσει ικέτης στο βωμό του Δία του τρισμεγάλου, |
335 | ἑρκείου ἵζοιτο τετυγμένον, ἔνθ᾿ ἄρα πολλὰ Λαέρτης Ὀδυσεύς τε βοῶν ἐπὶ μηρί᾿ ἔκηαν, ἦ γούνων λίσσοιτο προσαί̈ξας Ὀδυσῆα. ὧδε δέ οἱ φρονέοντι δοάσσατο κέρδιον εἶναι, γούνων ἅψασθαι Λαερτιάδεω Ὀδυσῆος. | που τον αυλόγυρο προστάτευε, κι απάνω εκεί ο Λαέρτης συχνά κι ο γιος του πλήθος έκαιγαν βοδιών μεριά; για κάλλιο να τρέξει γρήγορα τα γόνατα να πιάσει του Οδυσσέα; Κι αυτό του εικάστη, ως διαλογίζουνταν, το πιο καλό πως είναι, να τρέξει, του Οδυσσέα τα γόνατα του αρχοντικού να πιάσει. |
340 | ἦ τοι ὁ φόρμιγγα γλαφυρὴν κατέθηκε χαμᾶζε μεσσηγὺς κρητῆρος ἰδὲ θρόνου ἀργυροήλου, αὐτὸς δ᾿ αὖτ᾿ Ὀδυσῆα προσαί̈ξας λάβε γούνων, καί μιν λισσόμενος ἔπεα πτερόεντα προσηύδα: «γουνοῦμαί σ᾿, Ὀδυσεῦ: σὺ δέ μ᾿ αἴδεο καί μ᾿ ἐλέησον: | Τη βαθουλή κιθάρα απίθωσε λοιπόν στο χώμα κάτω, αναμεσής στο ασημοκάρφωτο θρονί και στο κροντήρι, κι εκείνος χύθηκε στα γόνατα να πέσει του Οδυσσέα, και λόγια του 'λεγε ανεμάρπαστα με χίλια παρακάλια: «Σπλαχνίσου με, Οδυσσέα, σεβάσου με, στα γόνατα σου πέφτω! |
345 | αὐτῷ τοι μετόπισθ᾿ ἄχος ἔσσεται, εἴ κεν ἀοιδὸν πέφνῃς, ὅς τε θεοῖσι καὶ ἀνθρώποισιν ἀείδω. αὐτοδίδακτος δ᾿ εἰμί, θεὸς δέ μοι ἐν φρεσὶν οἴμας παντοίας ἐνέφυσεν: ἔοικα δέ τοι παραείδειν ὥς τε θεῷ: τῷ με λιλαίεο δειροτομῆσαι. | Καημό και συ θα το 'χεις έπειτα, τον τραγουδάρη αν ίσως σκοτώσεις, που θνητούς κι αθάνατους με το τραγούδι ευφραίνω. Μόνος μου τα 'μαθα᾿ μου φύσηξε λογής λογής τραγούδια κάποιος Θεός στα φρένα᾿ μου 'ρχεται να τραγουδήσω ομπρός σου, σαν να 'σουνα θεός᾿ μη μελετάς λοιπόν το χαλασμό μου! |
350 | καί κεν Τηλέμαχος τάδε γ᾿ εἴποι, σὸς φίλος υἱός, ὡς ἐγὼ οὔ τι ἑκὼν ἐς σὸν δόμον οὐδὲ χατίζων πωλεύμην μνηστῆρσιν ἀεισόμενος μετὰ δαῖτας, ἀλλὰ πολὺ πλέονες καὶ κρείσσονες ἦγον ἀνάγκῃ.» ὣς φάτο, τοῦ δ᾿ ἤκουσ᾿ ἱερὴ ἲς Τηλεμάχοιο, | Γι᾿ αυτά θα μπόρειε κι ο Τηλέμαχος να σου μιλήσει, ο γιος σου, πως άθελα μου, δίχως διάφορο δικό μου, τους μνηστήρες έσμιγα εδώ, κι ως ήταν πιότεροι κι η δύναμη τους πλήθια, μεβιάς με φέρναν, στις ξεφάντωσες τραγούδια να τους ψάλω.» Έτσι μιλούσε, κι ο Τηλέμαχος τον άκουσε ο αντρειωμένος, |
355 | αἶψα δ᾿ ἑὸν πατέρα προσεφώνεεν ἐγγὺς ἐόντα: «ἴσχεο μηδέ τι τοῦτον ἀναίτιον οὔταε χαλκῷ: καὶ κήρυκα Μέδοντα σαώσομεν, ὅς τέ μευ αἰεὶ οἴκῳ ἐν ἡμετέρῳ κηδέσκετο παιδὸς ἐόντος, εἰ δὴ μή μιν ἔπεφνε Φιλοίτιος ἠὲ συβώτης, | και του Οδυσσέα με βιάση μίλησε, που δίπλα του στεκόταν: «Μην τον χτυπάς με το κοντάρι σου, κι είναι άφταιγος! Κρατήσου! Μα και το Μέδοντα να σώσουμε τον κράχτη, τι με γνοιάστη από παιδί με αγάπη πάντα του στο αρχοντικό μας μέσα' ξον ο Φιλοίτιος αν τον σκότωσε, για κι ο Εύμαιος, για κι ατός σου, |
360 | ἠὲ σοὶ ἀντεβόλησεν ὀρινομένῳ κατὰ δῶμα.» ὣς φάτο, τοῦ δ᾿ ἤκουσε Μέδων πεπνυμένα εἰδώς: πεπτηὼς γὰρ ἔκειτο ὑπὸ θρόνον, ἀμφὶ δὲ δέρμα ἕστο βοὸς νεόδαρτον, ἀλύσκων κῆρα μέλαιναν. αἶψα δ᾿ ἀπὸ θρόνου ὦρτο, θοῶς δ᾿ ἀπέδυνε βοείην | αν βρέθηκε μπροστά σου, ως χίμιζες στο αρχονταρίκι μέσα.» Είπε, κι ο Μέδοντας τον άκουσεν ο μυαλωμένος, τι είχε ζαρώσει κάτω από 'να κάθισμα και κοίτουνταν χωμένος σε νιόγδαρτο αγελαδοτόμαρο, του Χάρου να γλιτώσει. Μεμιάς ξεπρόβαλε απ᾿ το κάθισμα κι εγδύθη το τομάρι, |
365 | Τηλέμαχον δ᾿ ἄρ᾿ ἔπειτα προσαί̈ξας λάβε γούνων, καί μιν λισσόμενος ἔπεα πτερόεντα προσηύδα: «ὦ φίλ᾿, ἐγὼ μὲν ὅδ᾿ εἰμί, σὺ δ᾿ ἴσχεο εἰπὲ δὲ πατρὶ μή με περισθενέων δηλήσεται ὀξέϊ χαλκῷ, ἀνδρῶν μνηστήρων κεχολωμένος, οἵ οἱ ἔκειρον | κι έτρεξε αμέσως στου Τηλέμαχου τα γόνατα να πέσει, και λόγια του 'λεγε ανεμάρπαστα με χίλια παρακάλια: «Εδώ είμαι! Την ορμή σου κράτησε, καλέ, και του κυρού σου μίλησε, μη μου δώσει θάνατο στην πλήθια δύναμη του με κοφτερό χαλκό, μανιάζοντας που ρήμαξαν το βιος του |
370 | κτήματ᾿ ἐνὶ μεγάροις, σὲ δὲ νήπιοι οὐδὲν ἔτιον.» τὸν δ᾿ ἐπιμειδήσας προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς: «θάρσει, ἐπεὶ δή σ᾿ οὗτος ἐρύσσατο καὶ ἐσάωσεν, ὄφρα γνῷς κατὰ θυμόν, ἀτὰρ εἴπῃσθα καὶ ἄλλῳ, ὡς κακοεργίης εὐεργεσίη μέγ᾿ ἀμείνων. | στο σπίτι εδώ οι μνηστήρες οι άμυαλοι, και σένα σε αψηφούσαν.» Αχνογελώντας ο πολύβουλος του μίλησε Οδυσσέας: «Τούτος σου στάθηκε και γλίτωσες᾿ κάνε λοιπόν κουράγιο, για να κατέχεις πια στα φρένα σου, να 'χεις να λες και σ᾿ όλλους, παρά κακό πόσο καλύτερο να κάνεις καλοσύνες. |
375 | ἀλλ᾿ ἐξελθόντες μεγάρων ἕζεσθε θύραζε ἐκ φόνου εἰς αὐλήν, σύ τε καὶ πολύφημος ἀοιδός, ὄφρ᾿ ἂν ἐγὼ κατὰ δῶμα πονήσομαι ὅττεό με χρή.» ὣς φάτο, τὼ δ᾿ ἔξω βήτην μεγάροιο κιόντε, ἑζέσθην δ᾿ ἄρα τώ γε Διὸς μεγάλου ποτὶ βωμόν, | Μα τώρα στην αυλή να κάτσετε, κι εσύ κι ο φουμισμένος τραγουδιστής, μακριά απ᾿ τα γαίματα κι από το αρχονταρίκι, ως να τελέψω μες στο σπίτι μου το που 'ναι χρεία να γένει.» Είπε, κι αυτοί κινώντας γρήγορα το αρχονταρίκι αφήκαν και στου τρανού του Δία καθίσανε πλάι το βωμό, κι ολούθε |
380 | πάντοσε παπταίνοντε, φόνον ποτιδεγμένω αἰεί. πάπτηνεν δ᾿ Ὀδυσεὺς καθ᾿ ἑὸν δόμον, εἴ τις ἔτ᾿ ἀνδρῶν ζωὸς ὑποκλοπέοιτο, ἀλύσκων κῆρα μέλαιναν. τοὺς δὲ ἴδεν μάλα πάντας ἐν αἵματι καὶ κονίῃσι πεπτεῶτας πολλούς, ὥστ᾿ ἰχθύας, οὕς θ᾿ ἁλιῆες | τα μάτια γύριζαν, προσμένοντας κάθε στιγμή το Χάρο. Μα κι ο Οδυσσέας τα μάτια εγύριζε στο αρχονταρίκι ολούθε, κανένας ζωντανός μην κρύβουνταν, του Χάρου να γλιτώσει. Κι όλους ως πέρα μες στα γαίματα τους είδε και στις σκόνες πεσμένους πλήθος, ψάρια θα 'λεγες που τα 'συραν ψαράδες |
385 | κοῖλον ἐς αἰγιαλὸν πολιῆς ἔκτοσθε θαλάσσης δικτύῳ ἐξέρυσαν πολυωπῷ: οἱ δέ τε πάντες κύμαθ᾿ ἁλὸς ποθέοντες ἐπὶ ψαμάθοισι κέχυνται: τῶν μέν τ᾿ Ἠέλιος φαέθων ἐξείλετο θυμόν: ὣς τότ᾿ ἄρα μνηστῆρες ἐπ᾿ ἀλλήλοισι κέχυντο. | στο βαθουλό γιαλό απ᾿ τη θάλασσα την αφροκυματούσα μέσα στα δίχτυα τα χιλιότρυπα, και τα 'ριξαν στον άμμο' κι αυτά, απλωμένα εκεί, του πελάγου το κύμα λαχταρούνε, ως τη στιγμή που ο γήλιος λάμποντας το θάνατο τους δώσει. Παρόμοια κι οι μνηστήρες κοίτουνταν ο ένας απά στον άλλο. |
390 | δὴ τότε Τηλέμαχον προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς: «Τηλέμαχ᾿, εἰ δ᾿ ἄγε μοι κάλεσον τροφὸν Εὐρύκλειαν, ὄφρα ἔπος εἴπωμι τό μοι καταθύμιόν ἐστιν.» ὣς φάτο, Τηλέμαχος δὲ φίλῳ ἐπεπείθετο πατρί, κινήσας δὲ θύρην προσέφη τροφὸν Εὐρύκλειαν: | Κι είπε ο Οδυσσέας ο πολυκάτεχος μιλώντας στον υγιό του: «Τη βάγια την Ευρύκλεια κράξε μου, Τηλέμαχε, εδώ πέρα' κάτι έχω να της πω, που μέσα μου πολύ το συλλογιέμαι.» Είπε, και σύγκλινε ο Τηλέμαχος στου κύρη του το λόγο, κι αυτά στη βάγια Ευρύκλεια φώναξε, χτυπώντας της την πόρτα: |
395 | «δεῦρο δὴ ὄρσο, γρηὺ̈ παλαιγενές, ἥ τε γυναικῶν δμῳάων σκοπός ἐσσι κατὰ μέγαρ᾿ ἡμετεράων: ἔρχεο: κικλήσκει σε πατὴρ ἐμός, ὄφρα τι εἴπῃ.» ὣς ἄρ᾿ ἐφώνησεν, τῇ δ᾿ ἄπτερος ἔπλετο μῦθος, ὤϊξεν δὲ θύρας μεγάρων εὖ ναιεταόντων, | «Σήκω, πολύχρονη γερόντισσα, που πιστατείς τις σκλάβες γυναίκες μέσα στο παλάτι μας, καιρός πια να 'ρθεις μέσα' σε φώναξε μαθές ο κύρης μου, να σου μιλήσει κάτι.» Είπε ο Τηλέμαχος, κι ο λόγος του δεν πήγε κατ᾿ ανέμου' βγηκεν η βάγια απ᾿ του καλόφτιαστου την πόρτα γυναικίτη |
400 | βῆ δ᾿ ἴμεν: αὐτὰρ Τηλέμαχος πρόσθ᾿ ἡγεμόνευεν. εὗρεν ἔπειτ᾿ Ὀδυσῆα μετὰ κταμένοισι νέκυσσιν, αἵματι καὶ λύθρῳ πεπαλαγμένον ὥστε λέοντα, ὅς ῥά τε βεβρωκὼς βοὸς ἔρχεται ἀγραύλοιο: πᾶν δ᾿ ἄρα οἱ στῆθός τε παρήϊά τ᾿ ἀμφοτέρωθεν | και τράβηξε, με τον Τηλέμαχο μπροστά, στο αρχονταρίκι. Τον Οδυσσέα κει πέρα αντίκρισε στους σκοτωμένους μέσα στο λύθρο και στο γαίμα ολάκερο λουσμένο — σαν το λιόντα, που κοπαδιού γελάδα ως σπάραξε, κινάει να φύγει, κι είναι το στήθος του όλο και τα μάγουλα ζερβά δεξιά στο γαίμα |
405 | αἱματόεντα πέλει, δεινὸς δ᾿ εἰς ὦπα ἰδέσθαι: ὣς Ὀδυσεὺς πεπάλακτο πόδας καὶ χεῖρας ὕπερθεν. ἡ δ᾿ ὡς οὖν νέκυάς τε καὶ ἄσπετον εἴσιδεν αἷμα, ἴθυσέν ῥ᾿ ὀλολύξαι, ἐπεὶ μέγα εἴσιδεν ἔργον: ἀλλ᾿ Ὀδυσεὺς κατέρυκε καὶ ἔσχεθεν ἱεμένην περ, | λουσμένα, κι όποιος τον αντίκρισε, τον παραλύει η τρομάρα. Όμοια κι εκείνος αίμα στάλαζε, χέρια ψηλά και πόδια. Κι αυτή, τους σκοτωμένους βλέποντας και ποταμό το γαίμα, τρανό θωρώντας έργο, κίνησε στριγγιά φωνή να σύρει από χαρά, μα αυτός την κράτησε, τη φόρα κόβοντας της, |
410 | καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδα: «ἐν θυμῷ, γρηῦ, χαῖρε καὶ ἴσχεο μηδ᾿ ὀλόλυζε: οὐχ ὁσίη κταμένοισιν ἐπ᾿ ἀνδράσιν εὐχετάασθαι. τούσδε δὲ μοῖρ᾿ ἐδάμασσε θεῶν καὶ σχέτλια ἔργα: οὔ τινα γὰρ τίεσκον ἐπιχθονίων ἀνθρώπων, | και κράζοντας την ανεμάρπαστα κινούσε λόγια ομπρός της: «Χάρου από μέσα σου, γερόντισσα, και βάστα, μη φωνάζεις' δε θέλει ο θεός χαρά να δείχνουμε μπροστά σε σκοτωμένους! Τούτους η μοίρα των αθάνατων και τ᾿ άνομά τους έργα τους δάμασαν, τι δε λογάριαζαν στον κόσμο απ᾿ τους ανθρώπους |
415 | οὐ κακὸν οὐδὲ μὲν ἐσθλόν, ὅτις σφέας εἰσαφίκοιτο: τῷ καὶ ἀτασθαλίῃσιν ἀεικέα πότμον ἐπέσπον. ἀλλ᾿ ἄγε μοι σὺ γυναῖκας ἐνὶ μεγάροις κατάλεξον, αἵ τέ μ᾿ ἀτιμάζουσι καὶ αἳ νηλείτιδές εἰσιν.» τὸν δ᾿ αὖτε προσέειπε φίλη τροφὸς Εὐρύκλεια: | τρανό, αχαμνό — κανένα, αν λάχαινε να τους συντύχει κάποιος, κι άσκημα τέλη τώρα απόλαψαν από τις αδικίες τους. Μον᾿ έλα τώρα εσύ, μαρτύρα μου για του σπιτιού τις δούλες. ποιές απόμειναν ακριμάτιστες και ποιες με ξεψηφούσαν.» Κι η βάγια Ευρύκλεια τότε μίλησε κι απηλογήθη κι είπε: |
420 | «τοιγὰρ ἐγώ τοι, τέκνον, ἀληθείην καταλέξω. πεντήκοντά τοί εἰσιν ἐνὶ μεγάροισι γυναῖκες δμῳαί, τὰς μέν τ᾿ ἔργα διδάξαμεν ἐργάζεσθαι, εἴριά τε ξαίνειν καὶ δουλοσύνην ἀνέχεσθαι: τάων δώδεκα πᾶσαι ἀναιδείης ἐπέβησαν, | «Για τούτα, γιε μου, που με ρώτησες θα πω την πάσα αλήθεια: Έχεις πενήντα στο παλάτι σου γυναίκες όλες όλες σκλάβες᾿ αυτές δουλειές τις μάθαμε σιγά σιγά να κάνουν, να ξαίνουν το μαλλί κι υπόμονα να στρέγουν τη σκλαβιά τους. Μα οι δώδεκα από τούτες, πέφτοντας σε αδιαντροπιά μεγάλη, |
425 | οὔτ᾿ ἐμὲ τίουσαι οὔτ᾿ αὐτὴν Πηνελόπειαν. Τηλέμαχος δὲ νέον μὲν ἀέξετο, οὐδέ ἑ μήτηρ σημαίνειν εἴασκεν ἐπὶ δμῳῇσι γυναιξίν. ἀλλ᾿ ἄγ᾿ ἐγὼν ἀναβᾶσ᾿ ὑπερώϊα σιγαλόεντα εἴπω σῇ ἀλόχῳ, τῇ τις θεὸς ὕπνον ἐπῶρσε.» | μήτε και μένα πια λογάριαζαν μηδέ και την κυρά τους την Πηνελόπη. Κι ο Τηλέμαχος πριν λίγο εγίνηκε άντρας, και δεν τον άφηνε η μητέρα του τις σκλάβες ν᾿ αφεντεύει. Τώρα στο ανώι γοργά το λιόφωτο, στο ταίρι σου θ᾿ ανέβω, να της τα πω, τι ένας αθάνατος την έχει σ᾿ ύπνο ρίξει.» |
430 | τὴν δ᾿ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς «μή πω τήνδ᾿ ἐπέγειρε: σὺ δ᾿ ἐνθάδε εἰπὲ γυναιξὶν ἐλθέμεν, αἵ περ πρόσθεν ἀεικέα μηχανόωντο.» «ὣς ἄρ᾿ ἔφη, γρηὺ̈ς δὲ διὲκ μεγάροιο βεβήκει ἀγγελέουσα γυναιξὶ καὶ ὀτρυνέουσα νέεσθαι. | Τότε ο Οδυσσέας ο πολυμήχανος γυρνώντας αποκρίθη: «Μην τη ξυπνάς ακόμα᾿ πήγαινε να πεις στις σκλάβες πρώτα εδώ να᾿ ρθουν — αυτές που αταίριαστες δουλειές πιο πριν σκάρωναν.» Αυτά της είπε, κι η γερόντισσα το αρχονταρίκι αφήκε, στις σκλάβες για να πάει το μήνυμα και να τις σπρώξει να᾿ ρθουν. |
435 | αὐτὰρ ὁ Τηλέμαχον καὶ βουκόλον ἠδὲ συβώτην εἰς ἓ καλεσσάμενος ἔπεα πτερόεντα προσηύδα: «ἄρχετε νῦν νέκυας φορέειν καὶ ἄνωχθε γυναῖκας: αὐτὰρ ἔπειτα θρόνους περικαλλέας ἠδὲ τραπέζας ὕδατι καὶ σπόγγοισι πολυτρήτοισι καθαίρειν. | Κι έκραξε εκείνος τον Τηλέμαχο, το θείο χοιροβοσκό του και το βουκόλο, κι ανεμάρπαστα κινούσε λόγια ομπρός τους: «Νεκρούς να κουβαλάτε αρχίσετε, κι οι δούλες να συντράμουν οι ίδιες μετά τα παγκαλόμορφα θρονιά και τα τραπέζια με το νερό και τα χιλιότρυπα σφουγγάρια να παστρέψουν. |
440 | αὐτὰρ ἐπὴν δὴ πάντα δόμον κατακοσμήσησθε, δμῳὰς ἐξαγαγόντες ἐϋσταθέος μεγάροιο, μεσσηγύς τε θόλου καὶ ἀμύμονος ἕρκεος αὐλῆς, θεινέμεναι ξίφεσιν τανυήκεσιν, εἰς ὅ κε πασέων ψυχὰς ἐξαφέλησθε καὶ ἐκλελάθωντ᾿ Ἀφροδίτης, | Κι ως θα 'χετε όλη πια την κάμαρα τρογύρα συμμαζέψει, τις δούλες έξω απ᾿ το καλόχτιστο να βγάλτε αρχονταρίκι, και στην αυλή, στο θόλο ανάμεσα και στον πανώριο φράχτη τα κοφτερά σπαθιά ανασέρνοντας χτυπάτε τις και σ᾿ όλες να δώστε θάνατο, τον έρωτα για πάντα να ξεχάσουν, |
445 | τὴν ἄρ᾿ ὑπὸ μνηστῆρσιν ἔχον μίσγοντό τε λάθρη.» «ὣς ἔφαθ᾿, αἱ δὲ γυναῖκες ἀολλέες ἦλθον ἅπασαι, αἴν᾿ ὀλοφυρόμεναι, θαλερὸν κατὰ δάκρυ χέουσαι. πρῶτα μὲν οὖν νέκυας φόρεον κατατεθνηῶτας, κὰδ δ᾿ ἄρ᾿ ὑπ᾿ αἰθούσῃ τίθεσαν εὐερκέος αὐλῆς, | που εχαίρουνταν ως τώρα σμίγοντας κρυφά με τους μνηστήρες.» Έτσι όρισε, κι οι δούλες έφτασαν όλες μαζί και μπήκαν πικρά θρηνολογώντας, κι έτρεχε το δάκρυ τους ποτάμι. Των σκοτωμένων πρώτα σήκωναν και βγάζαν τα κουφάρια, και στης αυλής της καλοτείχιστης το σκεπαστό από κάτω |
450 | ἀλλήλοισιν ἐρείδουσαι: σήμαινε δ᾿ Ὀδυσσεὺς αὐτὸς ἐπισπέρχων: ταὶ δ᾿ ἐκφόρεον καὶ ἀνάγκῃ. αὐτὰρ ἔπειτα θρόνους περικαλλέας ἠδὲ τραπέζας ὕδατι καὶ σπόγγοισι πολυτρήτοισι κάθαιρον. αὐτὰρ Τηλέμαχος καὶ βουκόλος ἠδὲ συβώτῃς | τον έναν πλάι στον άλλο απίθωναν και κάτω απ᾿ του Οδυσσέα την προσταγή, να κάνουν γρήγορα, τους βγάζαν στανικώς τους. Πήραν μετά τα παγκαλόμορφα θρονιά και τα τραπέζια και με νερό και με χιλιότρυπα τα πάστρευαν σφουγγάρια. Μετά ο βουκόλος κι ο Τηλέμαχος κι ο θείος χοιροβοσκός τους |
455 | λίστροισιν δάπεδον πύκα ποιητοῖο δόμοιο ξῦον: ταὶ δ᾿ ἐφόρεον δμῳαί, τίθεσαν δὲ θύραζε. αὐτὰρ ἐπειδὴ πᾶν μέγαρον διεκοσμήσαντο, δμῳὰς δ᾿ ἐξαγαγόντες ἐϋσταθέος μεγάροιο, μεσσηγύς τε θόλου καὶ ἀμύμονος ἕρκεος αὐλῆς, | με ξύστρες έτριβαν το πάτωμα στο στέριο αρχονταρίκι. κι οι δούλες μάζευαν τα ξύσματα και τα πετούσαν όξω. Κι ως είχαν όλη πια την κάμαρα τρογύρα συμμαζέψει, τις δούλες σύραν όξω απ᾿ τ᾿ όμορφο, το στέριο αρχονταρίκι, και στην αυλή, στο θόλο ανάμεσα και στον πανώριο φράχτη, |
460 | εἴλεον ἐν στείνει, ὅθεν οὔ πως ἦεν ἀλύξαι. τοῖσι δὲ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἦρχ᾿ ἀγορεύειν: «μὴ μὲν δὴ καθαρῷ θανάτῳ ἀπὸ θυμὸν ἑλοίμην τάων, αἳ δὴ ἐμῇ κεφαλῇ κατ᾿ ὀνείδεα χεῦαν μητέρι θ᾿ ἡμετέρῃ παρά τε μνηστῆρσιν ἴαυον.» | μες στο στενάδι εκεί τις μάντρωσαν, να μην μπορούν να φύγουν. Και τότε ο γνωστικός Τηλέμαχος το λόγο επήρε κι είπε: «Όχι, σ᾿ αυτές δε θέλω θάνατο να δώσω τιμημένο— που στο κεφάλι της μητέρας μου κι εμένα καταφρόνια σκορπούσαν και ντροπή, και πλάγιαζαν μαζί με τους μνηστήρες!» |
465 | ὣς ἄρ᾿ ἔφη, καὶ πεῖσμα νεὸς κυανοπρῴροιο κίονος ἐξάψας μεγάλης περίβαλλε θόλοιο, ὑψόσ᾿ ἐπεντανύσας, μή τις ποσὶν οὖδας ἵκοιτο. ὡς δ᾿ ὅτ᾿ ἂν ἢ κίχλαι τανυσίπτεροι ἠὲ πέλειαι ἕρκει ἐνιπλήξωσι, τό θ᾿ ἑστήκῃ ἐνὶ θάμνῳ, | Είπε, και γαλαζόπλωρου άρμενου χοντρό σκοινί στεριώνει από τρανή κολόνα, κι έζωσε μ᾿ αυτό το θόλο γύρα, ψηλά τανιώντας το, τα πόδια τους στο χώμα να μη φτάνουν. Πως όταν τσίχλες απλοφτέρουγες για περιστέρες θέλουν να φτάσουν στη φωλιά τους κι άξαφνα φριχτή κούρνια τις δέχτη, |
470 | αὖλιν ἐσιέμεναι, στυγερὸς δ᾿ ὑπεδέξατο κοῖτος, ὣς αἵ γ᾿ ἑξείης κεφαλὰς ἔχον, ἀμφὶ δὲ πάσαις δειρῇσι βρόχοι ἦσαν, ὅπως οἴκτιστα θάνοιεν. ἤσπαιρον δὲ πόδεσσι μίνυνθά περ οὔ τι μάλα δήν. ἐκ δὲ Μελάνθιον ἦγον ἀνὰ πρόθυρόν τε καὶ αὐλήν: | τι πιάστηκαν στα βρόχια, που έτυχαν στημένα μες στα θάμνα — όμοια κι οι δούλες τα κεφάλια τους γραμμή κρατούσαν, κι όλες θελιά είχαν στο λαιμό, από θάνατο να παν συφοριασμένο, και σπάραζαν με τα ποδάρια τους — για λίγην ώρα μόνο. Μετά και το Μελάνθιο τράβηξαν στην πόρτα του αντρωνίτη |
475 | τοῦ δ᾿ ἀπὸ μὲν ῥῖνάς τε καὶ οὔατα νηλέϊ χαλκῷ τάμνον, μήδεά τ᾿ ἐξέρυσαν, κυσὶν ὠμὰ δάσασθαι, χεῖράς τ᾿ ἠδὲ πόδας κόπτον κεκοτηότι θυμῷ. οἱ μὲν ἔπειτ᾿ ἀπονιψάμενοι χεῖράς τε πόδας τε εἰς Ὀδυσῆα δόμονδε κίον, τετέλεστο δὲ ἔργον: | μπροστά, μες στην αυλή, και με άσπλαχνο χαλκό του κόψαν μύτη κι αφτιά, κι όλο θυμό του τσάκισαν τα χέρια και τα πόδια, και τ᾿ αχαμνά του ξεριζώνοντας στους σκύλους τα πέταξαν, για να τα φαν ωμά᾿ κι ως τέλεψαν, χέρια και πόδια έπλυναν και στο παλάτι πίσω διάγειραν, τον Οδυσσέα να σμίξουν. |
480 | αὐτὰρ ὅ γε προσέειπε φίλην τροφὸν Εὐρύκλειαν: «οἶσε θέειον, γρηύ̈, κακῶν ἄκος, οἶσε δέ μοι πῦρ, ὄφρα θεειώσω μέγαρον: σὺ δὲ Πηνελόπειαν ἐλθεῖν ἐνθάδ᾿ ἄνωχθι σὺν ἀμφιπόλοισι γυναιξί: πάσας δ᾿ ὄτρυνον δμῳὰς κατὰ δῶμα νέεσθαι.» | Κι εκείνος στην Ευρύκλεια μίλησε, την μπιστεμένη βάγια: «Φέρε μου θειάφι εδώ, γερόντισσα, που το κακό ξορκίζει, και φέρε και φωτιά, την κάμαρα τρογύρα να θειαφίσω. Καί συ την Πηνελόπη φώναξε να 'ρθεϊ, μαζί κι οι βάγιες, κι όλες τις δούλες στο παλάτι μου ξεσήκωσε τις να 'ρθουν.» |
485 | τὸν δ᾿ αὖτε προσέειπε φίλη τροφὸς Εὐρύκλεια: «ναὶ δὴ ταῦτά γε, τέκνον ἐμόν, κατὰ μοῖραν ἔειπες. ἀλλ᾿ ἄγε τοι χλαῖνάν τε χιτῶνά τε εἵματ᾿ ἐνείκω, μηδ᾿ οὕτω ῥάκεσιν πεπυκασμένος εὐρέας ὤμους ἕσταθ᾿ ἐνὶ μεγάροισι: νεμεσσητὸν δέ κεν εἴη.» | Κι η βάγια Ευρύκλεια τότε μίλησε κι απηλογήθη κι είπε: «Παιδί μου, τούτα που μολόγησες σωστά και δίκια είν᾿ όλα, μα να σου φέρω πρώτα πρόσμενε χλαμύδα και χιτώνα' έτσι, μες στο ίδιο το παλάτι σου μη στέκεις, με κουρέλια τους φαρδιούς ώμους σου σκεπάζοντας᾿ ντροπή μεγάλη θα 'ταν!» |
490 | τὴν δ᾿ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς: «πῦρ νῦν μοι πρώτιστον ἐνὶ μεγάροισι γενέσθω.» ὣς ἔφατ᾿, οὐδ᾿ ἀπίθησε φίλη τροφὸς Εὐρύκλεια, ἤνεικεν δ᾿ ἄρα πῦρ καὶ θήϊον: αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς εὖ διεθείωσεν μέγαρον καὶ δῶμα καὶ αὐλήν. | Τότε ο Οδυσσέας ο πολυμήχανος απηλογήθη κι είπε: «Φωτιά πιο πρώτα να μου ανάψουνε στον αντρωνίτη θέλω!» Είπε, κι η βάγια Ευρύκλεια σύγκλινε στου αφέντη της το λόγο' φωτιά και θειάφι αμέσως έφερε, και θειάφιζε ο Οδυσσέας, το αρχονταρίκι πρώτα κι έπειτα κι αυλή και τ᾿ άλλο σπίτι. |
495 | γρηὺ̈ς δ᾿ αὖτ᾿ ἀπέβη διὰ δώματα κάλ᾿ Ὀδυσῆος ἀγγελέουσα γυναιξὶ καὶ ὀτρυνέουσα νέεσθαι: αἱ δ᾿ ἴσαν ἐκ μεγάροιο δάος μετὰ χερσὶν ἔχουσαι. αἱ μὲν ἄρ᾿ ἀμφεχέοντο καὶ ἠσπάζοντ᾿ Ὀδυσῆα, καὶ κύνεον ἀγαπαξόμεναι κεφαλήν τε καὶ ὤμους | Κι εδιάβη η Ευρύκλεια μέσα απ᾿ τ όμορφο παλάτι του Οδυσσέα, στις σκλάβες για να πάει το μήνυμα και να τις σπρώξει να 'ρθουν. Κι αυτές, ως βγήκαν απ᾿ την κάμαρα με τα δαδιά στα χέρια, στον Οδυσσέα τρογύρα εχύθηκαν καλωσορίζοντας τον᾿ κι όπως φιλούσαν το κεφάλι του με αγάπη και τους ώμους, |
500 | χεῖράς τ᾿ αἰνύμεναι: τὸν δὲ γλυκὺς ἵμερος ᾕρει κλαυθμοῦ καὶ στοναχῆς, γίγνωσκε δ᾿ ἄρα φρεσὶ πάσας. | τα χέρια σφίγγοντας του, ολόγλυκος τον πήρε εκείνον πόθος για κλάματα και βόγγους, τι όλες τους τις γναφιζε η καρδιά του. |
Ραψωδία ψ
Οδυσσέως υπό Πηνελόπης αναγνωρισμός.
Α.1 Περιληπτική αναδιήγηση της ραψωδίας ψ:
Ὀδυσσέως ὑπὸ Πηνελόπης ἀναγνωρισμὸς
Παραπατώντας από τη χαρά της, η Ευρύκλεια ανέβηκε στην κάμαρη της Πηνελόπης και ανήγγειλε στη βασίλισσα ότι ο Οδυσσέας γύρισε και σκότωσε τους μνηστήρες, αλλά δεν έγινε πιστευτή. Η Πηνελόπη θεώρησε έργο των θεών την τιμωρία των αλαζονικών μνηστήρων, όταν όμως η παραμάνα αναφέρθηκε στην ουλή που είχε στο γόνατο ο Οδυσσέας, αποφάσισε να κατεβεί, αλλά για να δει τι συμβαίνει.
Κάθισε λοιπόν άφωνη και ερευνητική απέναντι στον άντρα της. Ο Τηλέμαχος τη χαρακτήρισε σκληρόκαρδη για τη στάση της, ο Οδυσσέας όμως τη δικαιολόγησε, συζήτησε έπειτα με τον γιο του το θέμα των πιθανών αντεκδικήσεων από τους συγγενείς των μνηστήρων και αποφάσισε να στηθεί χορός και τραγούδι στον χώρο του παλατιού, ώστε να δοθεί η εντύπωση στους περαστικούς ότι γίνεται γάμος και να μη διαρρεύσει στην πόλη η είδηση του φονικού, πριν εκείνοι καταφύγουν στο κτήμα του Λαέρτη, όπου θα οργανώσουν την άμυνά τους.
Στο μεταξύ ο Οδυσσέας λούστηκε, ομορφοντύθηκε και ξαναπήρε θέση απέναντι στη γυναίκα του. Παραπονέθηκε τώρα για τη στάση της και ζήτησε να του στρώσουν να κοιμηθεί μόνος του. Άρπαξε τότε την ευκαιρία η Πηνελόπη και ζήτησε να μετακινηθεί το κρεβάτι έξω από τη συζυγική κάμαρη. Ο λόγος της αυτός εξόργισε τον Οδυσσέα που, πέφτοντας στην παγίδα της, αποκάλυψε το μυστικό του ριζωμένου στη γη κρεβατιού τους, που μόνο αυτοί ήξεραν. Το αδιάψευστο αυτό σημάδι σιγούρεψε την Πηνελόπη και ξέσπασαν και οι δυο σε θρήνο χαράς, τον οποίο διέκοψε ο Οδυσσέας, για να αναφερθεί στη νέα αποδημία που του όρισε ο μάντης Τειρεσίας.
Ετοιμάστηκε στο μεταξύ η συζυγική κλίνη, ο χορός και το τραγούδι σταμάτησαν, και εκείνοι, αφού χάρηκαν την αγάπη τους, διηγήθηκαν τα βάσανά τους, ώσπου τους πήρε ο ύπνος.
Την αυγή της επόμενης (41ης και τελευταίας) μέρας της Οδύσσειας, ο Οδυσσέας με τον Τηλέμαχο και τους δύο έμπιστους βοσκούς, τον Εύμαιο και τον Φιλοίτιο, οπλισμένοι όλοι τους και καλυμμένοι με ομίχλη από την Αθηνά, ξεκίνησαν για το κτήμα του Λαέρτη, μακριά από «τον τόπο του εγκλήματος»
Α2. Κείμενο H αναγνώριση του Oδυσσέα από την Πηνελόπη και ο «Mικρὸς Ἀπόλογος»
«[...] / Έλα λοιπόν μαζί μου, κι εγώ στοιχηματίζω
90 την ίδια τη ζωή μου, αν σ’ απατώ· αφάνισέ με τότε
με θάνατο φριχτό κι αλύπητο.»
Πήρε ξανά τον λόγο η Πηνελόπη, λογική και φρόνιμη:
«Καλή μου, αιώνιοι οι θεοί, και δύσκολο πολύ να ξεδιαλύνεις
τα κρυφά νοήματά τους, όσο σοφή κι αν έγινες στο πέρασμα του χρόνου.
95 Παρ’ όλα ταύτα, ας πάμε ν’ ανταμώσουμε τον γιο μου, να δουν τα μάτια μου
τους σκοτωμένους, αλλά και ποιος τους σκότωσε.»
Μ’ αυτά τα λόγια πήρε να κατεβαίνει από το ανώγι,
μέσα της αμφιβάλλοντας αν έπρεπε, κρατώντας
την απόσταση, τον άντρα της να δοκιμάσει με ερωτήματα
100 ή να βρεθεί στο πλάι του, να πιάσει
το κεφάλι και τα χέρια του, να τα γεμίσει με φιλήματα.
Ανταλλαγή λόγων Τηλέμαχου–Πηνελόπης–Οδυσσέα
Στο μεταξύ προχώρησε πατώντας το πέτρινο κατώφλι,
ύστερα κάθισε στον Οδυσσέα αντίκρυ, στον άλλον τοίχο
απέναντι, στο αντιφέγγισμα από τη φλόγα της φωτιάς.
105 Εκείνος σε ψηλή κολόνα ακουμπισμένος, με το κεφάλι του
σκυφτό, περίμενε αν η ομόκλινη γυναίκα του κάτι θα πει,
τώρα που τον αντίκριζαν τα μάτια της.
Άφωνη όμως έμεινε η Πηνελόπη για πολύ,
λες κι είχε παραλύσει· μόνο τα μάτια της, τη μια κοιτούσαν
110 καταπρόσωπο, την άλλη δεν τον αναγνώριζαν,
με τ’ άθλια ρούχα που φορούσε.
Τότε ο Τηλέμαχος, επιτιμώντας, μίλησε άσχημα στη μάνα του:
«Μάνα, κακή μου μάνα, πόσο ανελέητη καρδιά κρύβεις στα στήθη!
Πώς το αντέχεις και μακριά του μένεις; πώς δεν σιμώνεις τον πατέρα μου,
115 δεν κάθεσαι στο πλάι του, δεν του μιλάς, δεν τον ρωτάς;
Στον κόσμο δεν υπάρχει γυναίκα άλλη με τόσο αλύγιστη ψυχή· [...].
120 Αλλ' η δική σου η καρδιά είναι από πέτρα πιο σκληρή.»
Του αντιμίλησε με τη δική της λογική η Πηνελόπη:
«Γιε μου, μέσα μου νιώθω θάμβος και κατάπληξη,
και δεν μπορώ μήτε μια λέξη να προφέρω, κάτι να τον ρωτήσω
ή να τον δω κατάματα. Αν όμως πράγματι ο Οδυσσέας
125 είναι αυτός που γύρισε στο σπίτι,
μπορούμε μεταξύ μας, και καλύτερα, να γνωριστούμε·
127-8 κρυφά σημάδια έχουμε, που τα γνωρίζουμε οι δυο μας μόνο – / άλλος κανείς.»
Ακούγοντας τα λόγια της εκείνος χαμογέλασε, βασανισμένος
130 ο Οδυσσέας και θείος. Ύστερα γύρισε προς τον Τηλέμαχο,
κι όπως του μίλησε, τα λόγια του πετούσαν σαν πουλιά:
«Τηλέμαχε, άσε τη μάνα σου μέσα σε τούτο το παλάτι
να με δοκιμάσει – θα καταλάβει γρήγορα, και τότε πιο καλά.
Τώρα με βλέπει βρόμικο, με τ’ άθλια ρούχα που φορώ,
135 γι’ αυτό και με περιφρονεί, αρνείται να δεχτεί ποιος είμαι. [...]»
[Ο Οδυσσέας συζήτησε έπειτα με τον γιο του το πρόβλημα της αντεκδίκησης και έδωσε εντολή να σκηνοθετήσουν ατμόσφαιρα γιορτής στο παλάτι με τραγούδι και χορό.]
176 Στο μεταξύ τον μεγαλόψυχο Οδυσσέα, μέσα στο σπίτι του,
η Ευρυνόμη επήρε να τον λούζει, τον άλειψε με λάδι, του φόρεσε
χλαμύδα ωραία και χιτώνα, κι η Αθηνά τον περιέβαλε
με εξαίσια ομορφιά, από την κεφαλή ως τα πόδια· [...]
[Πήρε ύστερα θέση αντίκρυ στη γυναίκα του ο Οδυσσέας και της μίλησε:]
189 «Παράξενη πολύ! Από τις άλλες τις ωραίες γυναίκες μόνο σ’ εσένα
190 έβαλαν καρδιά ανελέητη οι Ολύμπιοι.
Άλλη καμιά γυναίκα δεν θα μπορούσε να το αντέξει,
να στέκει τόσην ώρα από τον άντρα της μακριά, όταν,
μετά από τόσα βάσανα και πάθη, γυρίζει πάλι στην πατρική του γη
κι έχουν περάσει είκοσι χρόνια ολόκληρα.
195 Αλλά, καλή γερόντισσα, έλα και στρώσε μου τώρα την κλίνη,
μόνος μου να πλαγιάσω – αυτή μέσα στα στήθη της
κρύβει καρδιά από σίδερο.»
Του αντιμίλησε με λογική και φρόνηση η Πηνελόπη:
«Παράξενος κι εσύ! Μήτε ψηλώνει ο νους μου μήτε περιφρονώ κανένα,
200 αλλά και δεν θαμπώνομαι – ξέρω καλά πώς ήσουν, όταν το αποφάσισες
να φύγεις από την Ιθάκη μ’ εκείνο το μακρόκουπο καράβι.
Έλα, τώρα, Ευρύκλεια, φέρε και στρώσε του τη στέρεη κλίνη
έξω από την καλοχτισμένη κάμαρή μας, που μόνος του την έφτιαξε·
τραβήξτε το γερό κρεβάτι εκεί και βάλτε πάνω του στρωσίδια,
205 προβιές, φλοκάτες, σεντόνια πεντακάθαρα που λάμπουν.»
Μ’ αυτά τα λόγια θέλησε τον άντρα της να δοκιμάσει· ο Οδυσσέας όμως,
γεμάτος αγανάκτηση, στράφηκε στην πιστή γυναίκα του μιλώντας:
«Γυναίκα, άσχημο λόγο πρόφερες, που την ψυχή δαγκώνει.
Ποιος μετακίνησε την κλίνη; Το βλέπω δύσκολο
210 και για τον έμπειρο τεχνίτη ακόμη. Μόνο θεός, αν ήθελε,
θα το μπορούσε κατεβαίνοντας να της αλλάξει θέση· θνητός που ζει,
κι αν είναι στην ακμή της νιότης του, εύκολα δεν μπορεί να τη σαλέψει.
Γιατί σ’ αυτή την τορνευτή μας κλίνη κάποιο σημάδι υπάρχει
απαραγνώριστο – το ’καμα εγώ, άλλος κανείς.
215 Φύτρωνε μέσα στου σπιτιού μας τον περίβολο κορμός μακρόφυλλης ελιάς,
με θαλερό το φούντωμά της, κι αυτός χοντρός σαν μια κολόνα.
Γύρω του εγώ την κάμαρη έχτισα και την ανέβασα
με πέτρες πανωτές στο τελικό της ύψος· μετά τη στέγασα
καλά από πάνω, και την ασφάλισα με κολλητά πορτόφυλλα,
220 να αρμόζουν μεταξύ τους.
Τότε πια κούρεψα κλαδιά και φούντες της μακρόφυλλης ελιάς,
κλάδεψα με επιδέξια τέχνη τον κορμό απ’ τη ρίζα του,
με το σκεπάρνι τον πελέκησα, τον στάθμισα
για να ισώσει, τον δούλεψα να γίνει κλινοπόδαρο, κι άνοιξα
225 πάνω του τρύπες με το τρυπάνι. Αρχίζοντας μετά τον πλάνισα
και πάνω άπλωσα του κρεβατιού την τάβλα 1 τελειώνοντας,
μ’ ασήμι, μάλαμα και φίλντισι την κλίνη στόλισα [...].
229 Αυτό είναι το σημάδι που σου φανερώνω. Μόνο που δεν γνωρίζω,
230 φοβερή γυναίκα, αν παραμένει ριζωμένη η κλίνη μας ή μήπως
άλλος αλλού την έστησε, κόβοντας σύρριζα το λιόδεντρο.»
Έτσι της μίλησε, κι ευθύς της λύθηκαν γόνατα και καρδιά,
αναγνωρίζοντας απαραγνώριστα σημάδια, του Οδυσσέα απόδειξη.
Βούρκωσε τότε, χύθηκε στο μέρος του, τα δυο της χέρια
235 πέρασε στον λαιμό του, φίλησε το κεφάλι του, κι ύστερα μίλησε:
«Μη μου θυμώνεις, Οδυσσέα, έχεις εσύ ασυναγώνιστο μυαλό
και κατανόηση για τους ανθρώπους. Πρέπει οι θεοί
στη συμφορά να μας παρέσυραν, που μας εφθόνησαν και δεν μας άφησαν
αχώριστοι να μείνουμε, μαζί τη νιότη μας να τη χαρούμε
240 και να γεράσουμε μαζί.
Τώρα ωστόσο μην παρεξηγείς το φέρσιμό μου
και μην αγανακτείς, που την αγάπη μου δεν έδειξα νωρίτερα.
Γιατί, βαθιά, η ψυχή μου ποτέ δεν έπαψε να τρέμει,
μήπως μ’ εξαπατήσει κάποιος με τα λόγια του,
245 περαστικός – είναι πολλοί που σκέφτονται το πονηρό συμφέρον τους. [...]
253 Μα τώρα που φανέρωσες σημάδια απαραγνώριστα της κλίνης μας [...].
258 Τώρα λοιπόν με πείθεις, όσο κι αν έδειξε αμετάπειστη η καρδιά μου.»
Μιλώντας, σήκωσε σ’ εκείνον ίμερο ασυγκράτητο για θρήνο,
260 κι αυτός θρηνούσε, κρατώντας μ’ αγάπη στην αγκάλη την ακριβή γυναίκα του.
Πόση αγαλλίαση, βλέποντας γη μπροστά τους, νιώθουν οι ναυαγοί
που ο Ποσειδώνας σύντριψε, καταμεσής στο πέλαγος,
263-4 το ανθεκτικό καράβι τους, χτυπώντας το / μ’ άγριο άνεμο και κύμα φοβερό [...],
267 τέλος, αφήνοντας πίσω τους το κακό, με αγαλλίαση πατούν
στη στέρεη γη· τόση αγαλλίαση πλημμύρισε κι εκείνην, που τώρα
έβλεπαν τα μάτια της το ταίρι της. 2 Και πια δεν έλεγε να λύσει
270 απ’ τον λαιμό του τα λευκά της χέρια.
[Ο Οδυσσέας αναφέρεται στην εντολή του μάντη Τειρεσία για τη νέα του αποδημία, ενώ ετοιμάζεται η συζυγική κλίνη.]
Ο Οδυσσέας και η Πηνελόπη αναφέρονται στα παθήματά τους
335 Οι δυο τους πρώτα χόρτασαν αγκάλη και φιλί,
και τώρα χαίρονταν με λόγια που ιστορούσαν μεταξύ τους.
Εκείνη, θεία γυναίκα, τα πόσα στο παλάτι τράβηξε,
338-9 έχοντας μπρος στα μάτια της το μισητό σινάφι / των μνηστήρων· [...].
342 Αλλά κι ο θείος Οδυσσέας μιλούσε, για πίκρες που έδωσε
σ’ άλλους ανθρώπους και πόσα πάθη ο ίδιος βάσταξε [...].
347 Άρχισε με τους Κίκονες και πώς τους δάμασε, μετά
πώς βρέθηκε στα εύφορα χωράφια των Λωτοφάγων, όσα του κόστισε
ο Κύκλωπας, ότι τον εκδικήθηκε για τους γενναίους συντρόφους
350 που αλύπητα τους έφαγε, πώς άραξε και στο νησί
του Αιόλου κι εκείνος φιλικά τον δέχτηκε, καλά τον ξεπροβόδισε,
αλλά δεν ήτανε της μοίρας του να φτάσει ακόμη
στη γλυκιά πατρίδα – τον βρήκε και τον άρπαξε άγρια θύελλα,
που τον παρέσυρε ξανά στην ανοιχτή ψαρίσια θάλασσα·
355 μετά πώς έφτασε στους Λαιστρυγόνες, σ’ αυτούς που αφάνισαν
όλα του τα καράβια και τους γενναίους συντρόφους –
μόνος ο Οδυσσέας γλίτωσε στο μελανό καράβι του·
της είπε και τον πολυμήχανο δόλο της Κίρκης, το πώς κατέβηκε
μ’ ένα γερό σκαρί στ’ αραχνιασμένα δώματα του Άδη, χρησμό να πάρει
360 απ’ του Θηβαίου Τειρεσία την ψυχή, και πώς εκεί είδαν τα μάτια του
όλους τους συμπολεμιστές της Τροίας, κι ακόμη
τη μάνα που τον γέννησε κι από μωρό τον έκανε άντρα·
πώς άκουσε και των οξύφωνων Σειρήνων το τραγούδι, κι ύστερα πέρασε
τις Πέτρες τις Πλαγκτές, φτάνοντας και στις φοβερές Σκύλλα και Χάρυβδη,
365 όπου κανείς ποτέ δεν γλίτωσε· μετά πώς οι εταίροι
έσφαξαν του Ήλιου τα γελάδια, και τότε
ο Δίας, που ψηλά βροντά, σύντριψε με το φλογερό του αστροπελέκι
το γρήγορο καράβι, και τότε πια όλοι οι λαμπροί του σύντροφοι
βούλιαξαν στον χαμό – ο ίδιος μόνο ξέφυγε χη μοίρα του θανάτου·
370 πώς έτσι βρέθηκε στης Ωγυγίας το νησί, στης νύμφης Καλυψώς,
που τον κατακρατούσε, θέλοντας να τον έχει ταίρι της,
σε θολωτές σπηλιές, τον έτρεφε κι έδινε την υπόσχεση
πως θα τον κάνει αθάνατο κι αγέραστο για πάντα,
374-5 όμως δεν μπόρεσε ποτέ να πείσει και ν’ αλλάξει / της ψυχής το φρόνημα·
τέλος πώς έφτασε στους Φαίακες, μετά από πάθη αμέτρητα,
που εγκάρδια σαν θεό τον τίμησαν, κι αυτοί τον έστειλαν
μ’ ένα καράβι τους στην πατρική του γη, αφού πρώτα τον γέμισαν
με δώρα - χαλκό, μαλάματα και ρούχα. 3
380 Ήταν αυτή η τελευταία του λέξη, καθώς ύπνος γλυκύς,
λυσιμελής 4 τον έπιασε, κι έλυσε τις φροντίδες της ψυχής του. Πηγή
Ραψωδία ω
Σπονδαί. (Πηγή)
ἑξείης ἕζοντο κατὰ κλισμούς τε θρόνους τε:
ἔνθ᾿ οἱ μὲν δείπνῳ ἐπεχείρεον, ἀγχίμολον δὲ
ἦλθ᾿ ὁ γέρων Δολίος, σὺν δ᾿ υἱεῖς τοῖο γέροντος,
ἐξ ἔργων μογέοντες, ἐπεὶ προμολοῦσα κάλεσσεν
μήτηρ γρηῦς Σικελή, ἥ σφεας τρέφε καί ῥα γέροντα
αράδα σε θρονιά καθόντουσαν και σε σκαμνιά να φάνε.
Μα εκεί στα φαγητά που λέγανε ν᾿ απλώσουν, ο Δόλιος
ο γέροντας κι οι γιοι του γέροντα ζύγωσαν, κουρασμένοι
απ᾿ της δουλειάς το μόχτο᾿ η μάνα τους προβέλνοντας τους είχε
καλέσει, η βάγια η Σικελιώτισσα, πού τους γνοιαζόταν πάντα,
390
ἐνδυκέως κομέεσκεν, ἐπεὶ κατὰ γῆρας ἔμαρψεν.
οἱ δ᾿ ὡς οὖν Ὀδυσῆα ἴδον φράσσαντό τε θυμῷ,
ἔσταν ἐνὶ μεγάροισι τεθηπότες: αὐτὰρ Ὀδυσσεὺς
μειλιχίοις ἐπέεσσι καθαπτόμενος προσέειπεν:
«ὦ γέρον, ἵζ᾿ ἐπὶ δεῖπνον, ἀπεκλελάθεσθε δὲ θάμβευς:
μα πιότερο το γέρο κύρη τους, τι είχε πολύ βαρύνει.
Τούτοι σαν είδαν και κατάλαβαν τον Οδυσσέα μπροστά τους,
τα χάσαν και στη μέση εστάθηκαν της κάμαρας, μα εκείνος
με λόγια μαλακά τους μίλησε, να τους ψευτομαλώσει:
« Γέροντα, κάτσε τρώγε, κι όλοι σας τη σαστισμάρα αφήστε'
395
δηρὸν γὰρ σίτῳ ἐπιχειρήσειν μεμαῶτες
μίμνομεν ἐν μεγάροις, ὑμέας ποτιδέγμενοι αἰεί.»
ὣς ἄρ ἔφη, Δολίος δ᾿ ἰθὺς κίε χεῖρε πετάσσας
ἀμφοτέρας, Ὀδυσεῦς δὲ λαβὼν κύσε χεῖρ᾿ ἐπὶ καρπῷ,
καί μιν φωνήσας ἔπεα πτερόεντα προσηύδα:
ώρα πολλή ψωμί να βάλουμε στο στόμα λαχταρούμε,
κι όμως δεν τρώμε περιμένοντας κάθε στιγμή να 'ρθείτε.»
Αυτά είπε, κι ο Δόλιος, απλώνοντας τα χέρια, πήρε δρόμο
γραμμή στον Οδυσσέα, κι αρπώντας του τα χέρια τον φιλούσε,
και κράζοντας τον ανεμάρπαστα μιλούσε λόγια κι είπε:
400
«ὦ φίλ᾿, ἐπεὶ νόστησας ἐελδομένοισι μάλ᾿ ἡμῖν
οὐδ᾿ ἔτ᾿ ὀϊομένοισι, θεοὶ δέ σ᾿ ἀνήγαγον αὐτοί,
οὖλέ τε καὶ μάλα χαῖρε, θεοὶ δέ τοι ὄλβια δοῖεν.
καί μοι τοῦτ᾿ ἀγόρευσον ἐτήτυμον, ὄφρ᾿ ἐὺ̈ εἰδῶ,
ἢ ἤδη σάφα οἶδε περίφρων Πηνελόπεια
«Φίλε ακριβέ, σε αποζητούσαμε —χωρίς καμιάν ελπίδα!
Μα αφού διαγέρνεις κι ειν᾿ οι αθάνατοι που σ᾿ έχουν φέρει πίσω,
γεια και χαρά, κι απ᾿ τους αθάνατους καλό να βλέπεις μόνο!
Σε τούτο τώρα δωσ᾿ μου απόκριση σωστή, καλά να ξέρω:
η Πηνελόπη τάχα το 'μαθε πως έχεις πια διαγείρει,
405
νοστήσαντά σε δεῦρ᾿, ἦ ἄγγελον ὀτρύνωμεν.»
τὸν δ᾿ ἀπαμειβόμενος προσέφη πολύμητις Ὀδυσσεύς
«ὦ γέρον, ἤδη οἶδε: τί σε χρὴ ταῦτα πένεσθαι;»
ὣς φάθ᾿, ὁ δ᾿ αὖτις ἄρ᾿ ἕζετ᾿ ἐϋξέστου ἐπὶ δίφρου.
ὣς δ᾿ αὔτως παῖδες Δολίου κλυτὸν ἀμφ᾿ Ὀδυσῆα
η μυαλωμένη, για να στείλουμε κανένα αποκρισάρη;»
Γυρνώντας τότε ο πολυμήχανος του μίλησε Οδυσσέας:
«Το ξέρει, γέροντα᾿ να γνοιάζεσαι καμιά δεν είναι ανάγκη!»
Είπε, κι εκείνος ξανακάθισε στο μαγλινό σκαμνί του.
Όμοια κι οι γιοι του τριγυρίζοντας τον ξακουστό Οδυσσέα
410
δεικανόωντ᾿ ἐπέεσσι καὶ ἐν χείρεσσι φύοντο,
ἑξείης δ᾿ ἕζοντο παραὶ Δολίον, πατέρα σφόν.
ὣς οἱ μὲν περὶ δεῖπνον ἐνὶ μεγάροισι πένοντο:
Ὄσσα δ᾿ ἄρ᾿ ἄγγελος ὦκα κατὰ πτόλιν ᾤχετο πάντη,
μνηστήρων στυγερὸν θάνατον καὶ κῆρ᾿ ἐνέπουσα.
του λέγαν τα καλωσορίσματα και του 'σφιγγαν τα χέρια'
πλάι στο Δόλιο μετά, τον κύρη τους, με τη σειρά κάθισαν.
Έτσι στρώθηκαν τούτοι κι έτρωγαν στην κατοικία᾿ μα η Φήμη
το κάστρο βιαστικά γυρόφερνε και διαλαλούσε σ᾿ όλους
τον άγριο των μνηστήρων θάνατο, τη μοίρα που τους βρήκε.
415
οἱ δ᾿ ἄρ᾿ ὁμῶς ἀί̈οντες ἐφοίτων ἄλλοθεν ἄλλος
μυχμῷ τε στοναχῇ τε δόμων προπάροιθ᾿ Ὀδυσῆος,
ἐκ δὲ νέκυς οἴκων φόρεον καὶ θάπτον ἕκαστοι,
τοὺς δ᾿ ἐξ ἀλλάων πολίων οἶκόνδε ἕκαστον
πέμπον ἄγειν ἁλιεῦσι θοῇς ἐπὶ νηυσὶ τιθέντες:
Κι εκείνοι, ως τ᾿ άκουσαν, συνάζουνταν, καθένας απ᾿ ολλούθε,
μπρος στου Οδυσσέα το αρχοντοπάλατο με γόσματα και θρήνους'
και τους νεκρούς έβγαζαν κι έθαβαν καθένας τον δικό το'
κι όσους απ᾿ άλλους τόπους ήξεραν τους δίναν σε ψαράδες,
για να τους παν γοργά με τ᾿ άρμενα στο σπίτι του καθέναν
420
αὐτοὶ δ᾿ εἰς ἀγορὴν κίον ἀθρόοι, ἀχνύμενοι κῆρ.
αὐτὰρ ἐπεί ῥ᾿ ἤγερθεν ὁμηγερέες τ᾿ ἐγένοντο,
τοῖσιν δ᾿ Εὐπείθης ἀνά θ᾿ ἵστατο καὶ μετέειπε:
παιδὸς γάρ οἱ ἄλαστον ἐνὶ φρεσὶ πένθος ἔκειτο,
Ἀντινόου, τὸν πρῶτον ἐνήρατο δῖος Ὀδυσσεύς:
μετά στην αγορά μαζώνανταν με πικραμένα σπλάχνα.
Μόλις εκεί μονοσυνάχτηκαν κι όλοι μαζί βρέθηκαν,
πεταχτή ορθός ο Ευπείθης κι άρχισε να λέγει αναμεσά τους'
του γιου του ο θάνατος αβάσταχτος του πλάκωνε τα στήθη,
του Αντίνοου, που ο Οδυσσέας ολόπρωτο τον είχε κονταρέψει.
425
τοῦ ὅ γε δάκρυ χέων ἀγορήσατο καὶ μετέειπεν:
«ὦ φίλοι, ἦ μέγα ἔργον ἀνὴρ ὅδ᾿ ἐμήσατ᾿ Ἀχαιούς:
τοὺς μὲν σὺν νήεσσιν ἄγων πολέας τε καὶ ἐσθλοὺς
ὤλεσε μὲν νῆας γλαφυράς, ἀπὸ δ᾿ ὤλεσε λαούς:
τοὺς δ᾿ ἐλθὼν ἔκτεινε Κεφαλλήνων ὄχ᾿ ἀρίστους,
Για τούτον τώρα δάκρυα χύνοντας μιλούσε αναμεσά τους:
«Ο άντρας αυτός για μας μελέτησε δουλειές μεγάλες, φίλοι!
Άλλους μαθές, πολλούς κι αντρόκαρδους, με τα καράβια επήρε,
και τα βαθιά καράβια αφάνισε, κι αφάνισε κι εκείνους'
κι άλλους, ως ήρθε τώρα, σκότωσε, τους πιο αντρειανούς Αργίτες.
430
ἀλλ᾿ ἄγετε, πρὶν τοῦτον ἢ ἐς Πύλον ὦκα ἱκέσθαι
ἢ καὶ ἐς Ἤλιδα δῖαν, ὅθι κρατέουσιν Ἐπειοί,
ἴομεν: ἦ καὶ ἔπειτα κατηφέες ἐσσόμεθ᾿ αἰεί:
λώβη γὰρ τάδε γ᾿ ἐστὶ καὶ ἐσσομένοισι πυθέσθαι,
εἰ δὴ μὴ παίδων τε κασιγνήτων τε φονῆας
Μα ελάτε, πριν εκείνος γρήγορα στους Επειούς ξεφύγει,
που κυβερνούν τη θεία την Ήλιδα, για και στην Πύλο,
πάμε να του ριχτούμε᾿ αλλιώς μας έπνιξε για πάντα η καταφρόνια.
Θα 'ταν μαθές ντροπή οι μελλούμενες γενιές και να τ᾿ ακούσουν,
απ᾿ τους φονιάδες πως δεν πήραμε των γιων, των αδερφιών μας
435
τισόμεθ᾿. οὐκ ἂν ἐμοί γε μετὰ φρεσὶν ἡδὺ γένοιτο
ζωέμεν, ἀλλὰ τάχιστα θανὼν φθιμένοισι μετείην.
ἀλλ᾿ ἴομεν, μὴ φθέωσι περαιωθέντες ἐκεῖνοι.»
ὣς φάτο δάκρυ χέων, οἶκτος δ᾿ ἕλε πάντας Ἀχαιούς.
ἀγχίμολον δέ σφ᾿ ἦλθε Μέδων καὶ θεῖος ἀοιδὸς
το γαίμα πίσω. Δε θα το 'θελα να ζω στον κόσμο᾿ κάλλιο
νεκρός κι εγώ μιαν ώρα αρχύτερα με τους νεκρούς τους άλλους!
Πάμε, μην τύχει και προφταίνοντας διαβούν εκείνοι αντίκρυ!»
Αυτά είπε, κι όλοι τον συμπόνεσαν οι Αργίτες, που θρηνούσε.
Κοντά τους ήρθε τότε ο Μέδοντας απ᾿ του Οδυσσέα το σπίτι
440
ἐκ μεγάρων Ὀδυσῆος, ἐπεί σφεας ὕπνος ἀνῆκεν,
ἔσταν δ᾿ ἐν μέσσοισι: τάφος δ᾿ ἕλεν ἄνδρα ἕκαστον.
τοῖσι δὲ καὶ μετέειπε Μέδων πεπνυμένα εἰδώς:
«κέκλυτε δὴ νῦν μευ, Ἰθακήσιοι: οὐ γὰρ Ὀδυσσεὺς
ἀθανάτων ἀέκητι θεῶν τάδ᾿ ἐμήσατο ἔργα:
κι ο θείος τραγουδιστής, και στάθηκαν στη μέση απ᾿ τους Αργίτες,
πριν λίγο ξυπνημένοι, κι όλοι τους σάστισαν που τους είδαν.
Το λόγο πήρε τότε ο Μέδοντας, που 'χε περίσσια γνώση:
«Θιακοί, για ακουστέ μου! Δε θα 'βαζε μπροστά ποτέ ο Οδυσσέας
τέτοιες δουλειές, χωρίς οι αθάνατοι θεοί να το θελήσουν.
445
αὐτὸς ἐγὼν εἶδον θεὸν ἄμβροτον, ὅς ῥ᾿ Ὀδυσῆϊ
ἐγγύθεν ἑστήκει καὶ Μέντορι πάντα ἐῴκει.
ἀθάνατος δὲ θεὸς τοτὲ μὲν προπάροιθ᾿ Ὀδυσῆος
φαίνετο θαρσύνων, τοτὲ δὲ μνηστῆρας ὀρίνων
θῦνε κατὰ μέγαρον: τοὶ δ᾿ ἀγχιστῖνοι ἔπιπτον.»
Κάποιο αναιώνιο ατός μου αντίκρισα θεό να στέκει δίπλα
στον Οδυσσέα, και με το Μέντορα στο κάθε τι να μοιάζει.
Μια πρόβελνε ο θεός ο αθάνατος μπροστά απ᾿ τον Οδυσσέα
γκαρδιώνοντάς τον, μια ξεχύνουνταν στο αρχονταρίκι μέσα
και τους μνηστήρες αναστάτωνε, κι αυτοί σωρός έπεφταν.»
450
ὣς φάτο, τοὺς δ᾿ ἄρα πάντας ὑπὸ χλωρὸν δέος ᾕρει.
τοῖσι δὲ καὶ μετέειπε γέρων ἥρως Ἁλιθέρσης
Μαστορίδης: ὁ γὰρ οἶος ὅρα πρόσσω καὶ ὀπίσσω:
ὅ σφιν ἐϋφρονέων ἀγορήσατο καὶ μετέειπε:
«κέκλυτε δὴ νῦν μευ, Ἰθακήσιοι, ὅττι κεν εἴπω:
Αυτά είπε, κι εκείνους ολόχλωμη τους έπιασε τρομάρα.
Πήρε ο Αλιθέρσης τότε ο γέροντας το λόγο, του Μαστόρου
ο γιος, ο μόνος που μελλούμενα και περασμένα εθώρα,
κι έτσι τους μίλησε καλόγνωμος κι αναμεσά τους είπε:
«Θιακοί, το λόγο τώρα ακούστε μου κι ό,τι σας πω γρικάτε'
455
ὑμετέρῃ κακότητι, φίλοι, τάδε ἔργα γένοντο:
οὐ γὰρ ἐμοὶ πείθεσθ᾿, οὐ Μέντορι ποιμένι λαῶν,
ὑμετέρους παῖδας καταπαυέμεν ἀφροσυνάων,
οἳ μέγα ἔργον ἔρεξαν ἀτασθαλίῃσι κακῇσι,
κτήματα κείροντες καὶ ἀτιμάζοντες ἄκοιτιν
από δικιά σας δειλία, φίλοι μου, γίνηκαν όλα τούτα,
που ουδέ σε μένα ουδέ στου Μέντορα του βασιλιά τα λόγια
βάζατε αφτί, να σταματήσετε τις αμυαλιές των γιων σας,
που φοβερές δουλειές εσκάρωσαν με τις παρανομίες τους,
το βιος ρημάζοντας, ντροπιάζοντας το ταίρι ενού αντρειωμένου,
460
ἀνδρὸς ἀριστῆος: τὸν δ᾿ οὐκέτι φάντο νέεσθαι.
καὶ νῦν ὧδε γένοιτο. πίθεσθέ μοι ὡς ἀγορεύω:
μὴ ἴομεν, μή πού τις ἐπίσπαστον κακὸν εὕρῃ.»
ὣς ἔφαθ᾿, οἱ δ᾿ ἄρ᾿ ἀνήϊξαν μεγάλῳ ἀλαλητῷ
ἡμίσεων πλείους: τοὶ δ᾿ ἀθρόοι αὐτόθι μίμνον:
πρώτου στον πόλεμο, τι ελόγιαζαν πως πίσω δέ γυρίζει.
Μην του ριχτούμε τώρα, ακουστέ μου, κι ό,τι σας λέω να γένει,
αλλιώς μην πάει κανείς γυρεύοντας κι άλλο κακό να πάθει.»
Είπε, κι εκείνοι ξεπετάχτηκαν με αλαλητό μεγάλο,
πιο πάνω απ᾿ τους μισούς, μα απόμειναν οι επίλοιποι εκεί πέρα,
465
οὐ γὰρ σφιν ἅδε μῦθος ἐνὶ φρεσίν, ἀλλ᾿ Εὐπείθει
πείθοντ': αἶψα δ᾿ ἔπειτ᾿ ἐπὶ τεύχεα ἐσσεύοντο.
αὐτὰρ ἐπεί ῥ᾿ ἕσσαντο περὶ χροὶ̈ νώροπα χαλκόν,
ἀθρόοι ἠγερέθοντο πρὸ ἄστεος εὐρυχόροιο.
τοῖσιν δ᾿ Εὐπείθης ἡγήσατο νηπιέῃσι:
τι ο λόγος τούτος δεν τους άρεσε, μόνο του Ευπείθη άκουγαν.
Τρέξαν λοιπόν με βιάση, τ᾿ άρματα να βάλουν του πολέμου'
κι ως το χαλκό ζώστηκαν, που άστραφτε τρογύρα στα κορμιά τους,
μπροστά απ᾿ το κάστρο το πλατύχωρο μαζί βρέθηκαν όλοι,
κι ο Ευπείθης αρχηγός τους έμπαινε στην τόση ανεμυαλιά του
470
φῆ δ᾿ ὅ γε τίσεσθαι παιδὸς φόνον, οὐδ᾿ ἄρ᾿ ἔμελλεν
ἂψ ἀπονοστήσειν, ἀλλ᾿ αὐτοῦ πότμον ἐφέψειν.
αὐτὰρ Ἀθηναίη Ζῆνα Κρονίωνα προσηύδα:
«ὦ πάτερ ἡμέτερε, Κρονίδη, ὕπατε κρειόντων,
εἰπέ μοι εἰρομένῃ, τί νύ τοι νόος ἔνδοθι κεύθει;
του σκοτωμένου γιου του λόγιαζε να πάρει το αίμα πίσω,
μα να διαγείρει δεν του μέλλουνταν, τι εκεί τον βρήκε ο Χάρος.
Τότε η Αθηνά γυρνώντας μίλησε στο Δία, το γιό του Κρόνου:
«Υγιέ του Κρόνου και πατέρα μας, μες στους θεούς ο πρώτος,
στο ρώτημα μου δώσε απόκριση᾿ τι κρύβει ο νους σου τάχα;
475
ἢ προτέρω πόλεμόν τε κακὸν καὶ φύλοπιν αἰνὴν
τεύξεις, ἦ φιλότητα μετ᾿ ἀμφοτέροισι τίθησθα;»
τὴν δ᾿ ἀπαμειβόμενος προσέφη νεφεληγερέτα Ζεύς:
«τέκνον ἐμόν, τί με ταῦτα διείρεαι ἠδὲ μεταλλᾷς;
οὐ γὰρ δὴ τοῦτον μὲν ἐβούλευσας νόον αὐτή,
Ξανά κακό θ᾿ ανοίξεις πόλεμο και μανιασμένο απάλε,
για αγάπη και φιλιά αποφάσισες να γένει αναμεσά τους;»
Και τότε ο Δίας της αποκρίθηκεν ο νεφελοστοφάχτης:
«Γι᾿ αυτά ποιος λόγος που με ρώτησες, παιδί μου; τι γυρεύεις;
Δικιά σου αλήθεια τούτη η απόφαση δεν ήταν, ο Οδυσσέας
480
ὡς ἦ τοι κείνους Ὀδυσεὺς ἀποτίσεται ἐλθών;
ἔρξον ὅπως ἐθέλεις: ἐρέω τέ τοι ὡς ἐπέοικεν.
ἐπεὶ δὴ μνηστῆρας ἐτίσατο δῖος Ὀδυσσεύς,
ὅρκια πιστὰ ταμόντες ὁ μὲν βασιλευέτω αἰεί,
ἡμεῖς δ᾿ αὖ παίδων τε κασιγνήτων τε φόνοιο
να πάρει απ᾿ τους μνηστήρες φτάνοντας το γδικιωμό του πίσω;
Κάμε όπως θέλει᾿ όμως άκουσε και μένα, τι ταιριάζει:
Μια κι ο Οδυσσέας ο θείος εγδίκηση πια πήρε απ᾿ τους μνηστήρες,
φιλίας ας κάνουν όρκους, ρήγας τους να μείνει εκείνος πάντα'
και για τ᾿ αδέρφια που σκοτώθηκαν και για τους γιους να πούμε
485
ἔκλησιν θέωμεν: τοὶ δ᾿ ἀλλήλους φιλεόντων
ὡς τὸ πάρος, πλοῦτος δὲ καὶ εἰρήνη ἅλις ἔστω.»
ὣς εἰπὼν ὤτρυνε πάρος μεμαυῖαν Ἀθήνην,
βῆ δὲ κατ᾿ Οὐλύμποιο καρήνων ἀί̈ξασα.
οἱ δ᾿ ἐπεὶ οὖν σίτοιο μελίφρονος ἐξ ἔρον ἕντο,
να πέσει λησμονιά, κι ως άλλοτε να βασιλέψει αγάπη,
κι όλοι και πλούτη πια να χαίρουνται κι ειρήνη αναμεσά τους.»
Αυτά είπε, κι η Αθηνά, που το 'θελε κι από τα πριν, πεταχτή
και τις κορφές του Ολύμπου αφήνοντας με βιάση εχύθη κάτω.
Ωστόσο του γλυκού θαράπευαν φαγιού τον πόθο εκείνοι'
490
τοῖς δ᾿ ἄρα μύθων ἦρχε πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς:
«ἐξελθών τις ἴδοι μὴ δὴ σχεδὸν ὦσι κιόντες.»
ὣς ἔφατ': ἐκ δ᾿ υἱὸς Δολίου κίεν, ὡς ἐκέλευεν:
στῆ δ᾿ ἄρ᾿ ἐπ᾿ οὐδὸν ἰών, τοὺς δὲ σχεδὸν ἔσιδε πάντας:
αἶψα δ᾿ Ὀδυσσῆα ἔπεα πτερόεντα προσηύδα:
τελειώνοντας ο θείος, πολύπαθος τους μίλησε Οδυσσέας:
«Κάποιος να βγει να ιδεί μην έρχουντοα κι εδώ κοντά βρίσκονται.»
Σάν είπε αυτά, ένας γιος σηκώθηκε του Δόλιου κι όξω βγήκε,
μα ως στάθη στο κατώφλι τρέχοντας, τους είδε που σίμωναν,
και λόγια μίλησε ανεμάρπαστα στον Οδυσσέα με βιάση:
495
«οἵδε δὴ ἐγγὺς ἔασ': ἀλλ᾿ ὁπλιζώμεθα θᾶσσον.»
ὣς ἔφαθ᾿, οἱ δ᾿ ὤρνυντο καὶ ἐν τεύχεσσι δύοντο,
τέσσαρες ἀμφ᾿ Ὀδυσῆ᾿, ἓξ δ᾿ υἱεῖς οἱ Δολίοιο:
ἐν δ᾿ ἄρα Λαέρτης Δολίος τ᾿ ἐς τεύχε᾿ ἔδυνον,
καὶ πολιοί περ ἐόντες, ἀναγκαῖοι πολεμισταί.
«Να τοι, σίμωσαν! Δίχως άργητα κι εμείς ν᾿ αρματωθούμε!»
Είπε, κι εκείνοι ευτύς πετάχτηκαν και τ᾿ άρματα ζώστηκαν,
έξι του Δόλιου οι γιοι, και τέσσερεις στον Οδυσσέα τρογύρα.
Ακόμα κι ο Λαέρτης έβλεπες με το Δολίο, κι ας είχαν
ψαρά μαλλιά, ν᾿ αρματοζώνουνται, στρατιώτες της ανάγκης.
500
αὐτὰρ ἐπεί ῥ᾿ ἕσσαντο περὶ χροὶ̈ νώροπα χαλκόν,
ὤϊξάν ῥα θύρας, ἐκ δ᾿ ἤϊον, ἄρχε δ᾿ Ὀδυσσεύς.
τοῖσι δ᾿ ἐπ᾿ ἀγχίμολον θυγάτηρ Διὸς ἦλθεν Ἀθήνη
Μέντορι εἰδομένη ἠμὲν δέμας ἠδὲ καὶ αὐδήν.
τὴν μὲν ἰδὼν γήθησε πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς:
Κι αφού τα λιόφωτα χαλκάρματα ζώστηκαν στο κορμί τους,
τις πόρτες άνοιξαν, κι ως έβγαιναν, μπροστά ο Οδυσσέας τραβούσε.
Κι ήρθε η Αθηνά κοντά τους τρέχοντας, του γιου του Κρόνου η κόρη,
το διώμα παίρνοντας του Μέντορα, κορμί μαζί και λάλο.
Κι ως την αντίκρισε ο πολύπαθος, θείος Οδυσσέας, εχάρη,
505
αἶψα δὲ Τηλέμαχον προσεφώνεεν ὃν φίλον υἱόν:
«Τηλέμαχ᾿, ἤδη μὲν τόδε γ᾿ εἴσεαι αὐτὸς ἐπελθών,
ἀνδρῶν μαρναμένων ἵνα τε κρίνονται ἄριστοι,
μή τι καταισχύνειν πατέρων γένος, οἳ τὸ πάρος περ
ἀλκῇ τ᾿ ἠνορέῃ τε κεκάσμεθα πᾶσαν ἐπ᾿ αἶαν.»
κι είπε με βιάση στον Τηλέμαχο, τον ακριβό το γιο του:
«Δουλειά δική σου πια, Τηλέμαχε, την ώρα που θα μπαίνεις
εκεί που στήνουν οι άντρες πόλεμο κι οι πρώτοι ξεχωρίζουν,
να μην ντροπιάσεις τους προγόνους σου, τι από καιρούς η αντρεία μας
έχει ακουστεί και το κουράγιο μας στην οικουμένη πάσα.»
510
τὸν δ᾿ αὖ Τηλέμαχος πεπνυμένος ἀντίον ηὔδα:
«ὄψεαι, αἴ κ᾿ ἐθέλῃσθα, πάτερ φίλε, τῷδ᾿ ἐπὶ θυμῷ
οὔ τι καταισχύνοντα τεὸν γένος, ὡς ἀγορεύεις.»
ὣς φάτο, Λαέρτης δ᾿ ἐχάρη καὶ μῦθον ἔειπε:
«τίς νύ μοι ἡμέρη ἥδε, θεοὶ φίλοι; ἦ μάλα χαίρω:
Κι ο μυαλωμένος ο Τηλέμαχος γυρνώντας του αποκρίθη:
«Αν θέλεις, θα με δεις, πατέρα μου, με τόση ορμή που νιώθω,
να μην ντροπιάζω εγώ στον πόλεμο την εδικολογιά σου!»
Αυτά είπε, κι ο Λαέρτης φώναξε μες στη χαρά του κι είπε:
«Τι μέρα αυτή για μένα, αθάνατοι! Χαρά μεγάλη ετούτη,
515
υἱός θ᾿ υἱωνός τ᾿ ἀρετῆς πέρι δῆριν ἔχουσιν.»
τὸν δὲ παρισταμένη προσέφη γλαυκῶπις Ἀθήνη:
«ὦ Ἀρκεισιάδη, πάντων πολὺ φίλταθ᾿ ἑταίρων,
εὐξάμενος κούρῃ γλαυκώπιδι καὶ Διὶ πατρί,
αἶψα μαλ᾿ ἀμπεπαλὼν προί̈ει δολιχόσκιον ἔγχος.»
γιος κι εγγονός να συνερίζουνται στην παλικαροσύνη!»
Τότε η Άθηνά, η θεά η γλαυκόματη, σιμώνοντας τον είπε:
«Του Αρκείσιου γιε, που απ᾿ τους συντρόφους μου πιο αγάπη σου 'χω πάντα,
στην Κόρη ευκήσου τη γλαυκόματη και στον πατέρα Δία,
και ρίξε ευτύς το μακρογίσκιωτο κοντάρι σου με φόρα.»
520
ὣς φάτο, καί ῥ᾿ ἔμπνευσε μένος μέγα Παλλὰς Ἀθήνη
εὐξάμενος δ᾿ ἄρ᾿ ἔπειτα Διὸς κούρῃ μεγάλοιο,
αἶψα μάλ᾿ ἀμπεπαλὼν προί̈ει δολιχόσκιον ἔγχος,
καὶ βάλεν Εὐπείθεα κόρυθος διὰ χαλκοπαρῄου.
ἡ δ᾿ οὐκ ἔγχος ἔρυτο, διαπρὸ δὲ εἴσατο χαλκός,
Είπε η Παλλάδα, και του φύσηξε στα στήθη ορμή μεγάλη'
κι αυτός, πριν ρίξει το μακρόισκιωτο κοντάρι του με φόρα,
απ᾿ όλους πρώτη ανακαλέστηκε του τρανού Δία την κόρη,
και πέτυχε στο χαλκό μάγουλο του Ευπείθη κράνος πάνω'
κι αυτό δεν άντεξε, μον᾿ διάβηκε μέσα ο χαλκός, κι εκείνος
525
δούπησεν δὲ πεσών, ἀράβησε δὲ τεύχε᾿ ἐπ᾿ αὐτῷ.
ἐν δ᾿ ἔπεσον προμάχοις Ὀδυσεὺς καὶ φαίδιμος υἱός,
τύπτον δὲ ξίφεσίν τε καὶ ἔγχεσιν ἀμφιγύοισι.
καί νύ κε δὴ πάντας ὄλεσαν καὶ ἔθηκαν ἀνόστους,
εἰ μὴ Ἀθηναίη, κούρη Διὸς αἰγιόχοιο,
βαρύς σωριαστή, κι από πάνω του βρόντηξαν τ᾿ άρματά του.
Τότε ο Οδυσσέας κι ο γιος του ο ασύγκριτος χιμίξαν μες στους πρώτους
με τα σπαθιά και με τα δίμυτα χτυπώντας τους κοντάρια.
Θα τους σκότωναν όλους, ένας τους να μη διαγείρει πίσω,
αν η Αθηνά, του βροντοσκούταρου του γιου του Κρόνου η κόρη,
530
ἤϋσεν φωνῇ, κατὰ ἔσχεθε λαὸν ἅπαντα.
«ἴσχεσθε πτολέμου, Ἰθακήσιοι, ἀργαλέοιο,
ὥς κεν ἀναιμωτί γε διακρινθῆτε τάχιστα.»
ὣς φάτ᾿ Ἀθηναίη, τοὺς δὲ χλωρὸν δέος εἷλεν:
τῶν δ᾿ ἄρα δεισάντων ἐκ χειρῶν ἔπτατο τεύχεα,
φωνή δεν έσερνε, τη φόρα τους οι δυο στρατοί να κόψουν:
«Θιακοί, σταθείτε! Πια τον πόλεμο τον άγριο παρατάτε,
μιαν ώρα αρχύτερα αναψάτωτα να χωριστείτε ως φίλοι!»
Είπε η Αθηνά, κι αυτούς ολόχλωμη τους έπιασε τρομάρα,
κι απ᾿ τον τρανό τους φόβο τ᾿ άρματα τους φεύγαν άπ᾿ τα χέρια,
535
πάντα δ᾿ ἐπὶ χθονὶ πῖπτε, θεᾶς ὄπα φωνησάσης:
πρὸς δὲ πόλιν τρωπῶντο λιλαιόμενοι βιότοιο.
σμερδαλέον δ᾿ ἐβόησε πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς,
οἴμησεν δὲ ἀλεὶς ὥς τ᾿ αἰετὸς ὑψιπετήεις.
καὶ τότε δὴ Κρονίδης ἀφίει ψολόεντα κεραυνόν,
και στης θεϊκιάς λαλιάς το αντίφωνο στο χώμα πέφταν όλα'
κι ατοί τους για το κάστρο το 'βαζαν στα πόδια, να γλιτώσουν.
Μα ως πάνω τους ο πολυβάσανος, θείος Οδυσσέας χιμούσε
χουγιάζοντας, σαν αιθερόλαμνος αϊιτος που πήρε φόρα,
ίδια στιγμή αχνιστό αστροπέλεκο του Κρόνου ο γιος άφηκε,
540
κὰδ δ᾿ ἔπεσε πρόσθε γλαυκώπιδος ὀβριμοπάτρης.
δὴ τότ᾿ Ὀδυσσῆα προσέφη γλαυκῶπις Ἀθήνη:
«διογενὲς Λαερτιάδη, πολυμήχαν᾿ Ὀδυσσεῦ,
ἴσχεο, παῦε δὲ νεῖκος ὁμοιί̈ου πολέμοιο,
μή πως τοι Κρονίδης κεχολώσεται εὐρύοπα Ζεύς.»
κι ομπρός στη Γλαυκομάτα χτύπησε την τρανοκυρουδάτη.
Κι είπε η Αθηνά, η θεά η γλαυκόματη, στον Οδυσσέα γυρνώντας:
«Γιε του Λαέρτη αρχοντογέννητε, πολύτεχνε Οδυσσέα,
κρατήσου, σκόλασε τον πόλεμο και το φριχτό το απάλε,
ο Δίας μην οργιστεί, ο βροντόλαλος του Κρόνου υγιός, μαζί σου!»
Είπε η Αθηνά, κι αυτός την άκουσε και χάρηκε η καρδιά του'
κι όρκους αγάπης έβαλε έπειτα να κάνουν η Παλλάδα
τις δυο μεριές, του βροντοσκούταρου του γιου του Κρόνου η κόρη,
το Μέντορα στο λάλο μοιάζοντας και στου κορμιού το διώμα.
545ὣς φάτ᾿ Ἀθηναίη, ὁ δ᾿ ἐπείθετο, χαῖρε δὲ θυμῷ.
ὅρκια δ᾿ αὖ κατόπισθε μετ᾿ ἀμφοτέροισιν ἔθηκεν
Παλλὰς Ἀθηναίη, κούρη Διὸς αἰγιόχοιο,
Μέντορι εἰδομένη ἠμὲν δέμας ἠδὲ καὶ αὐδήν.