Με επινόησες. Τέτοια στον κόσμο δεν υπάρχει,
Τέτοια στον κόσμο να υπάρξει δεν μπορεί.
Μήτε ο γιατρός γιατροπορεύει, μήτε ξεδιψάει ο ποιητής, -
Η σκιά του φαντάσματος μέρα και νύχτα σε ταράζει.
Συναντηθήκαμε σ’ απίστευτη χρονιά,
Όταν πια του κόσμου εξαντλούνταν οι δυνάμεις,
Όλα στο πένθος ήταν βυθισμένα και στη δυστυχία,
Κι ήταν τα μνήματα φρεσκοσκαμμένα.
Χωρίς φανάρια, σα πίσσα μαύρος ήταν του Νέβα ο τοίχος,
Πυκνή η νύχτα γύρω απ’ τα τείχη έπεφτε …
Τότε ήταν που σε κάλεσε η φωνή μου!
Τι έκανα, ούτε κι ίδια ήξερα.
Ήρθες κοντά μου, θαρρείς κι ένα αστέρι σ’ οδηγούσε,
Βαδίζοντας στο τραγικό φθινόπωρο,
Σ’ εκείνο το για πάντα εγκαταλελειμμένο σπίτι,
Απ’ όπου το σμάρι ερχόταν των καμένων στίχων.
Τέτοια στον κόσμο να υπάρξει δεν μπορεί.
Μήτε ο γιατρός γιατροπορεύει, μήτε ξεδιψάει ο ποιητής, -
Η σκιά του φαντάσματος μέρα και νύχτα σε ταράζει.
Συναντηθήκαμε σ’ απίστευτη χρονιά,
Όταν πια του κόσμου εξαντλούνταν οι δυνάμεις,
Όλα στο πένθος ήταν βυθισμένα και στη δυστυχία,
Κι ήταν τα μνήματα φρεσκοσκαμμένα.
Χωρίς φανάρια, σα πίσσα μαύρος ήταν του Νέβα ο τοίχος,
Πυκνή η νύχτα γύρω απ’ τα τείχη έπεφτε …
Τότε ήταν που σε κάλεσε η φωνή μου!
Τι έκανα, ούτε κι ίδια ήξερα.
Ήρθες κοντά μου, θαρρείς κι ένα αστέρι σ’ οδηγούσε,
Βαδίζοντας στο τραγικό φθινόπωρο,
Σ’ εκείνο το για πάντα εγκαταλελειμμένο σπίτι,
Απ’ όπου το σμάρι ερχόταν των καμένων στίχων.