Στο ρόδινο μακάριο φως, να ‘με, ανεβαίνω της αυγής,
με σηκωμένα χέρια.
Η θεία γαλήνη με καλεί του πέλαου, έτσι για να βγω
προς τα γαλάζια αιθέρια.
Μα ω οι άξαφνες πνοές της γης, που μες τα στήθια μου χυμούν
κι ακέρια με κλονίζουν!
Ω Δία, το πέλαγο ειν’ βαρύ και τα λυτά μου τα μαλλιά
σαν πέτρες με βυθίζουν!
Αύρες, τρεχάτε, ω Κυμοθόη, ω Γλαύκη, ελάτε, πιάστε μου
τα χέρια απ’ τη μασκάλη.
Δεν πρόσμενα, έτσι μονομιάς παραδομένη να βρεθώ
μες στου Ήλιου την αγκάλη.
με σηκωμένα χέρια.
Η θεία γαλήνη με καλεί του πέλαου, έτσι για να βγω
προς τα γαλάζια αιθέρια.
Μα ω οι άξαφνες πνοές της γης, που μες τα στήθια μου χυμούν
κι ακέρια με κλονίζουν!
Ω Δία, το πέλαγο ειν’ βαρύ και τα λυτά μου τα μαλλιά
σαν πέτρες με βυθίζουν!
Αύρες, τρεχάτε, ω Κυμοθόη, ω Γλαύκη, ελάτε, πιάστε μου
τα χέρια απ’ τη μασκάλη.
Δεν πρόσμενα, έτσι μονομιάς παραδομένη να βρεθώ
μες στου Ήλιου την αγκάλη.
(1915)
πηγή
πηγή
Ο Άγγελος Σικελιανός (Λευκάδα, 1884 – Αθήνα, 1951) ήταν ένας από τους μείζονες Έλληνες παραδοσιακούς ποιητές. Ο Σεφέρης τον αποκάλεσε «Άρχοντα της λαλιάς μας». Ο Παλαμάς τον θεωρούσε περισσότερο φιλόσοφο παρά ποιητή. Το έργο του διακρίνεται από έντονο λυρισμό και ιδιαίτερο γλωσσικό πλούτο. Τα ενδιαφέροντά του ήταν καθαρά λογοτεχνικά και από νωρίς μελέτησε Όμηρο, Πίνδαρο, Ορφικούς και Πυθαγόρειους, λυρικούς ποιητές, προσωκρατικούς φιλοσόφους, Πλάτωνα, Αισχύλο αλλά και την Αγία Γραφή και ξένους λογοτέχνες όπως τον Ντ' Αννούντσιο. Το 1902, δημοσίευσε τα πρώτα του ποιήματα στα λογοτεχνικά περιοδικά Διόνυσος και Παναθήναια. Υπήρξε 5 φορές υποψήφιος για το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Ο Άγγελος Σικελιανός υπέφερε από χρόνια ημιπληγία. Πέθανε στην Αθήνα στις 19 Ιουνίου 1951 έπειτα από πολυήμερη νοσηλεία εξαιτίας λήψης φαρμάκου που του προκάλεσε σημαντικές διαταραχές και τάφηκε στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών. [Βιογραφία]