«Ω μάνα μου, εφταπάρθενη
βαθιά αγκαλιά
που ως ουρανός ανοίγει!
Ανοίγει, ανοίγει –
μα από πού μπορεί η καρδιά να φύγει;
Πάντα θα ‘ρτω να χαϊδευτώ
στα γόνατά σου απ’ τ’ αχνό
της ευλογίας το χέρι,
να πω τον λόγο τον παλιό:
“Μάνα, φωτιά με βύζαξες
κ’ είναι η καρδιά μου αστέρι;”»
~
(Α. Σικελιανός, Λυρικός βίος, τ. Α’, Ίκαρος)
βαθιά αγκαλιά
που ως ουρανός ανοίγει!
Ανοίγει, ανοίγει –
μα από πού μπορεί η καρδιά να φύγει;
Πάντα θα ‘ρτω να χαϊδευτώ
στα γόνατά σου απ’ τ’ αχνό
της ευλογίας το χέρι,
να πω τον λόγο τον παλιό:
“Μάνα, φωτιά με βύζαξες
κ’ είναι η καρδιά μου αστέρι;”»
~
(Α. Σικελιανός, Λυρικός βίος, τ. Α’, Ίκαρος)
Ο Άγγελος Σικελιανός (Λευκάδα, 1884 – Αθήνα, 1951) ήταν ένας από τους
μείζονες Έλληνες παραδοσιακούς ποιητές. Ο Σεφέρης τον αποκάλεσε «Άρχοντα
της λαλιάς μας». Ο Παλαμάς τον θεωρούσε περισσότερο φιλόσοφο παρά
ποιητή. Το έργο του διακρίνεται από έντονο λυρισμό και ιδιαίτερο
γλωσσικό πλούτο. Τα ενδιαφέροντά του ήταν καθαρά λογοτεχνικά και από
νωρίς μελέτησε Όμηρο, Πίνδαρο, Ορφικούς και Πυθαγόρειους, λυρικούς
ποιητές, προσωκρατικούς φιλοσόφους, Πλάτωνα, Αισχύλο αλλά και την Αγία
Γραφή και ξένους λογοτέχνες όπως τον Ντ' Αννούντσιο. Το 1902, δημοσίευσε
τα πρώτα του ποιήματα στα λογοτεχνικά περιοδικά Διόνυσος και
Παναθήναια. Υπήρξε 5 φορές υποψήφιος για το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Ο
Άγγελος Σικελιανός υπέφερε από χρόνια ημιπληγία. Πέθανε στην Αθήνα στις
19 Ιουνίου 1951 έπειτα από πολυήμερη νοσηλεία εξαιτίας λήψης φαρμάκου
που του προκάλεσε σημαντικές διαταραχές και τάφηκε στο Α΄ Νεκροταφείο
Αθηνών. [Βιογραφία]