«Το άρμα ξεκινάει, το σέρνουν/ πνεύματα χερουβικά,
λάμπει η Παναγιά στην Κόλαση./ ” Έλεος, Λιόκαλη Κυρά!”
Ω οι δαρμοί των κολασμένων/ μες στην αβυσσόθρεφτη φωτιά…
Κι έξαφνα γρικιέτ’ ένα παράπονο/ και περήφανα ξεσπά:
“Ειμ’ εγώ που λάτρεψα τον ήλιο, / γι’ αυτό μ’ άρπαξε και η Νύχτα;
Πες μου Λιόκαλη Κυρά!/ Της ζωής το φως που βύζαξα
μου ’γινε αγκαλιά της Κόλασης/ και φιλί του Σατανά;”».
~
(Κωστής Παλαμάς, Η ασάλευτη ζωή)
λάμπει η Παναγιά στην Κόλαση./ ” Έλεος, Λιόκαλη Κυρά!”
Ω οι δαρμοί των κολασμένων/ μες στην αβυσσόθρεφτη φωτιά…
Κι έξαφνα γρικιέτ’ ένα παράπονο/ και περήφανα ξεσπά:
“Ειμ’ εγώ που λάτρεψα τον ήλιο, / γι’ αυτό μ’ άρπαξε και η Νύχτα;
Πες μου Λιόκαλη Κυρά!/ Της ζωής το φως που βύζαξα
μου ’γινε αγκαλιά της Κόλασης/ και φιλί του Σατανά;”».
~
(Κωστής Παλαμάς, Η ασάλευτη ζωή)
Ο Κωστής Παλαμάς (Πάτρα, 1859 - Αθήνα, 27 1943) ήταν ποιητής,
πεζογράφος, θεατρικός συγγραφέας, ιστορικός και κριτικός της
λογοτεχνίας. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές, με
σημαντική συνεισφορά στην εξέλιξη και ανανέωση της νεοελληνικής
ποίησης. Αποτέλεσε κεντρική μορφή της λογοτεχνικής γενιάς του 1880,
πρωτοπόρος, μαζί με τον Νίκο Καμπά και τον Γεώργιο Δροσίνη, της
αποκαλούμενης Νέας Αθηναϊκής (ή Παλαμικής) σχολής. Η κηδεία του έμεινε
ιστορική, καθώς μπροστά σε έκπληκτους Γερμανούς κατακτητές, χιλιάδες
κόσμου τον συνόδευσαν στην τελευταία του κατοικία, στο Α΄ νεκροταφείο
Αθηνών, ψάλλοντας τον εθνικό ύμνο. Η οικία του Παλαμά στην Πάτρα σώζεται
ως σήμερα στην οδό Κορίνθου 241. [Βιογραφία]