Μήπως θα φάει το γεράκι μημελησμόνει;
Τι ζητάτε απ’ το τσακάλι, ν’ αλλάξει δέρμα;
Κι απ’ το λύκο; Μήπως να ξεριζώσει μονάχος τα δόντια του;
Τι δε σας πάει με τις πολιτικές δονήσεις και τους πάπες;
Και τι κοιτάτε έτσι χαζά στην ψευδολόγα οθόνη;
Λοιπόν ποιος ράβει του στρατηγού το παντελόνι, το αιμάτινο σιρίτι;
Ποιος μπρος στον τοκογλύφο ανοίγει το πουγκί του;
Ποιος κρεμάει περήφανα το τσίγκινο παράσημο
πάνω απ’ τον αφαλό που γουργουρίζει;
Ποιος παίρνει φιλοδώρημα, αργύρια, χρήμα για να λουφάξει;
Ποιος τους χειροκροτεί λοιπόν;
Τι ζητάτε απ’ το τσακάλι, ν’ αλλάξει δέρμα;
Κι απ’ το λύκο; Μήπως να ξεριζώσει μονάχος τα δόντια του;
Τι δε σας πάει με τις πολιτικές δονήσεις και τους πάπες;
Και τι κοιτάτε έτσι χαζά στην ψευδολόγα οθόνη;
Λοιπόν ποιος ράβει του στρατηγού το παντελόνι, το αιμάτινο σιρίτι;
Ποιος μπρος στον τοκογλύφο ανοίγει το πουγκί του;
Ποιος κρεμάει περήφανα το τσίγκινο παράσημο
πάνω απ’ τον αφαλό που γουργουρίζει;
Ποιος παίρνει φιλοδώρημα, αργύρια, χρήμα για να λουφάξει;
Ποιος τους χειροκροτεί λοιπόν;
Ποιος τους απονέμει τα παράσημα, ποιος χαίρεται το ψέμα;
Σταθείτε μπρος στον καθρέφτη:
Δειλοί, τρέμετε στην προσπάθεια της αλήθειας
Τη μάθηση απωθείτε, τη σκέψη εμπιστευόμενοι στους λύκους,
Της μύτης ο χαλκάς, το πιο ακριβό σας κόσμημα,
Καμία πλάνη αρκετά χαζή, καμιά κατηγορία αρκετά φτηνή,
Κανείς εκβιασμός δεν είναι αρκετά σκληρός για σας.
Πρόβατα εσείς, είναι, συγκρίνοντας με σας, αδέλφια σας οι κόρακες:
Βγάζει ο ένας το μάτι του αλλουνού.
Αδελφοσύνη επικρατεί ανάμεσα στους λύκους: πηγαίνουν σε κοπάδι.
Ας είναι δοξασμένοι οι ληστές: εσείς που προκαλείτε το βιασμό
ρίχνεστε στο τεμπέλικο κρεβάτι της υποταγής,
ακόμη κι όταν κλαψουρίζετε είσαστε ψεύτες. Θέλετε να ξεσκιστείτε.
Εσείς δεν πρόκειται ν’ αλλάξετε τον κόσμο.
~
(από το “Σύγχρονη γερμανική ποίηση, εκδ. Γαβριηλίδης”)
(από το “Σύγχρονη γερμανική ποίηση, εκδ. Γαβριηλίδης”)