Στη Βηθανίαν, ο Ιησούς, να ξαποστάσει τώρα,
που ο φίλος του ειν’ ο Λάζαρος κ’ οι δυό του οι αδερφές,
στο δώμα μέσα κάθεται το φτωχικό, την ώρα
που με τη δύση ανάβουνε οι άχνες βουνοκορφές …
Στον κήπο ρεύει μυγδαλιά, ροδακινιά κι ανθίζει,
σε γλύκας πέπλο λούζονται τα πάντα, νυφικό,
κ’ ήρθ’ η Μαρία, κι αμίλητη στα πόδια του καθίζει,
κ’ η Μάρθα ωστόσο γνοιάζεται με βιά τό σπιτικό.
Κι όπως τρυγόνι, από μακρά, στα φουντωμένα μέρη
τού κήπου αν φτάσει και πυκνό διαλέξει το κλαδί,
στου Θεού τοξότη ως να ‘στεκε το δάχτυλο, τ’ αγέρι
ξιπάζει ως σκώνει το λαμπρό λαιμό και κελαδεί—
κρυφαναβράει στο δειλινό γλυκιά η φωνή Του πάλι,
από τα δέντρα ανάμεσα σα να ‘βγαινε η μιλιά,
και της Μαρίας, καθώς μιλεί, της ραίνουν το κεφάλι
τα λόγια, στα ποδάρια του, σαν άνθη από μηλιά.
Της ευτυχίας, που νείρεται, δεν τη βαραίνει η έννοια,
βαθιά ως ξανοίγει, δίπλα της, η ανθούσα αναπνοή
να την τυλίγει στη θαμπήν αχώ τήν ασημένια,
σάμπως νερών που τρέχουνε, σά μελισσιώνε βοή . . .
Μαζί της ο ήλιος, δουλευτής, στον κάμπο καθώς σκύβει,
όλη τη χλόη φλογίζοντας με άχνη φεγγοβολή,
θεϊκό γιομίζει θησαυρό τ’ άχύρινο καλύβι,
τόν κήπο ντύνει ολόγυρα μ’ ατίμητη στολή.
Στέκουν τα πάντα στη λαμπρή στιγμή σα μαγεμένα
μες στην αχτίδα χάνεται σάν άστρο ο κορνιαχτός·
μεγάλα κι ολοφάνερα, τριγύρα της, στημένα
τά πλάσματα όλα, ως τα βλογά στό Λόγο του ο Χριστός.
Σκεπή το νέφι γίνεται· λαός το κοπάδι· στύλος
το δέντρο το παράμερο στο μακρινό στρατί·
σα σκαλιστός στο μάρμαρο, μπρος στο κατώφλι, ο σκύλος
που το κεφάλι ανάμεσα στα πόδια του κρατεί…
Ακούει, και μέσα ο μυστικός αντίλαλος σταλάζει
στά φρένα της αδιάκοπα το θάμπος του γοργά,
από το χιόνι πιότερο λευκό κι απ’ το χαλάζι,
κι ως στην ψυχή της τρίσβαθα ν’ απλώνεται νογά,
καθώς του κρίνου σαν σιγά ξετυλιχτούν τα θάμπη
κι ακέριος στην παράδεισον αφήνετ’ ανοιχτός,
απάνω του, κατάκορφα, διαμάντι η δρόσο λάμπει
και στ’ άγιο το πετράδι της δε στέκει κορνιαχτός.
“Ας τα ‘χει ή γης κι ο άνεμος, ας τα ‘χουν τα σκοτάδια”
— στο βυθισμό τόν άχραντο κρυφομιλει η ψυχή —
«τα ώρια στολίδια τα χρυσά, του γάμου τα πετράδια,
του Λόγου Του σα μ’ έλουσεν η ευφραντική βροχή.
»”Αγια ή ζωή· κι αν ένιωσα τριγύρα μου τά βρόχια,
τα ξόβεργα που ακοίμητος μας σταίνει ό πειρασμός,
στ’ άνθια περνά, στ’ άνθια κεντά, στ’ άνθια ανασαίνει ή φτώχεια,
άνθια ό βαθιός τοϋ κόρφου μου ξανοίγει δροσισμός!»
που ο φίλος του ειν’ ο Λάζαρος κ’ οι δυό του οι αδερφές,
στο δώμα μέσα κάθεται το φτωχικό, την ώρα
που με τη δύση ανάβουνε οι άχνες βουνοκορφές …
Στον κήπο ρεύει μυγδαλιά, ροδακινιά κι ανθίζει,
σε γλύκας πέπλο λούζονται τα πάντα, νυφικό,
κ’ ήρθ’ η Μαρία, κι αμίλητη στα πόδια του καθίζει,
κ’ η Μάρθα ωστόσο γνοιάζεται με βιά τό σπιτικό.
Κι όπως τρυγόνι, από μακρά, στα φουντωμένα μέρη
τού κήπου αν φτάσει και πυκνό διαλέξει το κλαδί,
στου Θεού τοξότη ως να ‘στεκε το δάχτυλο, τ’ αγέρι
ξιπάζει ως σκώνει το λαμπρό λαιμό και κελαδεί—
κρυφαναβράει στο δειλινό γλυκιά η φωνή Του πάλι,
από τα δέντρα ανάμεσα σα να ‘βγαινε η μιλιά,
και της Μαρίας, καθώς μιλεί, της ραίνουν το κεφάλι
τα λόγια, στα ποδάρια του, σαν άνθη από μηλιά.
Της ευτυχίας, που νείρεται, δεν τη βαραίνει η έννοια,
βαθιά ως ξανοίγει, δίπλα της, η ανθούσα αναπνοή
να την τυλίγει στη θαμπήν αχώ τήν ασημένια,
σάμπως νερών που τρέχουνε, σά μελισσιώνε βοή . . .
Μαζί της ο ήλιος, δουλευτής, στον κάμπο καθώς σκύβει,
όλη τη χλόη φλογίζοντας με άχνη φεγγοβολή,
θεϊκό γιομίζει θησαυρό τ’ άχύρινο καλύβι,
τόν κήπο ντύνει ολόγυρα μ’ ατίμητη στολή.
Στέκουν τα πάντα στη λαμπρή στιγμή σα μαγεμένα
μες στην αχτίδα χάνεται σάν άστρο ο κορνιαχτός·
μεγάλα κι ολοφάνερα, τριγύρα της, στημένα
τά πλάσματα όλα, ως τα βλογά στό Λόγο του ο Χριστός.
Σκεπή το νέφι γίνεται· λαός το κοπάδι· στύλος
το δέντρο το παράμερο στο μακρινό στρατί·
σα σκαλιστός στο μάρμαρο, μπρος στο κατώφλι, ο σκύλος
που το κεφάλι ανάμεσα στα πόδια του κρατεί…
Ακούει, και μέσα ο μυστικός αντίλαλος σταλάζει
στά φρένα της αδιάκοπα το θάμπος του γοργά,
από το χιόνι πιότερο λευκό κι απ’ το χαλάζι,
κι ως στην ψυχή της τρίσβαθα ν’ απλώνεται νογά,
καθώς του κρίνου σαν σιγά ξετυλιχτούν τα θάμπη
κι ακέριος στην παράδεισον αφήνετ’ ανοιχτός,
απάνω του, κατάκορφα, διαμάντι η δρόσο λάμπει
και στ’ άγιο το πετράδι της δε στέκει κορνιαχτός.
“Ας τα ‘χει ή γης κι ο άνεμος, ας τα ‘χουν τα σκοτάδια”
— στο βυθισμό τόν άχραντο κρυφομιλει η ψυχή —
«τα ώρια στολίδια τα χρυσά, του γάμου τα πετράδια,
του Λόγου Του σα μ’ έλουσεν η ευφραντική βροχή.
»”Αγια ή ζωή· κι αν ένιωσα τριγύρα μου τά βρόχια,
τα ξόβεργα που ακοίμητος μας σταίνει ό πειρασμός,
στ’ άνθια περνά, στ’ άνθια κεντά, στ’ άνθια ανασαίνει ή φτώχεια,
άνθια ό βαθιός τοϋ κόρφου μου ξανοίγει δροσισμός!»
~
Απο τη συλλογη “Πασχα των Ελληνων”
Ο Άγγελος Σικελιανός (Λευκάδα, 1884 – Αθήνα, 1951) ήταν ένας από τους
μείζονες Έλληνες παραδοσιακούς ποιητές. Ο Σεφέρης τον αποκάλεσε «Άρχοντα
της λαλιάς μας». Ο Παλαμάς τον θεωρούσε περισσότερο φιλόσοφο παρά
ποιητή. Το έργο του διακρίνεται από έντονο λυρισμό και ιδιαίτερο
γλωσσικό πλούτο. Τα ενδιαφέροντά του ήταν καθαρά λογοτεχνικά και από
νωρίς μελέτησε Όμηρο, Πίνδαρο, Ορφικούς και Πυθαγόρειους, λυρικούς
ποιητές, προσωκρατικούς φιλοσόφους, Πλάτωνα, Αισχύλο αλλά και την Αγία
Γραφή και ξένους λογοτέχνες όπως τον Ντ' Αννούντσιο. Το 1902, δημοσίευσε
τα πρώτα του ποιήματα στα λογοτεχνικά περιοδικά Διόνυσος και
Παναθήναια. Υπήρξε 5 φορές υποψήφιος για το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Ο
Άγγελος Σικελιανός υπέφερε από χρόνια ημιπληγία. Πέθανε στην Αθήνα στις
19 Ιουνίου 1951 έπειτα από πολυήμερη νοσηλεία εξαιτίας λήψης φαρμάκου
που του προκάλεσε σημαντικές διαταραχές και τάφηκε στο Α΄ Νεκροταφείο
Αθηνών. [Βιογραφία]