Το πόσο σε λατρεύω, το πόσο σ' αγαπώ,
των αδυνάτων είναι ποτέ να σου το ειπώ·
τι σ' αγαπώ με τρόπο καθόλου χωριστό,
που μέσα στην καρδιά μου ακέρια σε βαστώ.
την κάνει να χτυπάη, την κάνει και κινάει.
Καθώς εσύ να λείψης, δεν έχω πλιο καρδιά,
κι αν η καρδιά μού μένη, δεν έχω τα κλειδιά.
Εσύ είσαι της ζωής μου το τέλος κι η αρχή,
γιατί είσαι της καρδιάς μου το αίμα κι η ψυχή.
Και ζιω στον κόσμο μόνον εσένα ν' αγαπώ,
μον' πόσο! δεν είν' τρόπος ποτέ να το ειπώ.
Ο Γιάννης Βηλαράς (Κύθηρα, 1771 - Τσεπέλοβο Ζαγορίου Ιωαννίνων, 1823)
ήταν λυρικός και σατιρικός ποιητής και πεζογράφος, με σημαντική
συνεισφορά στο γλωσσικό ζήτημα. Ασκούσε το επάγγελμα του γιατρού. Ο
Γιάννης Βηλαράς ήταν από τους πρώτους ποιητές της νεοελληνικής ιστορίας
και θεμελίωσε τις βάσεις της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Υποστήριζε τον
δημοτικισμό αλλά και τον πατριωτισμό χωρίς συμβιβασμούς (αφού
χρησιμοποιούσε την δημοτική και όχι την κοινή ελληνική γλώσσα) και
επίσης εναντιωνόταν στην ιστορική ορθογραφία (τόνοι, πνεύματα και ομόηχα
φωνήεντα). Έγραφε στίχους με πολύ μεγάλη ευκολία και αγωνιζόταν για την
αναγέννηση του ελληνικού έθνους με όλες του τις δυνάμεις. Το πιο γνωστό
του έργο, Ρομεηκη γλοσα, το οποίο αφιέρωσε στον προσωπικό του φίλο
Αθανάσιο Ψαλίδα, τυπώθηκε στην Κέρκυρα το 1814, μέσα στο οποίο είναι
διατυπωμένες οι γλωσσικές και ορθογραφικές του πεποιθήσεις οι οποίες
ήταν πολύ ριζοσπαστικές όχι μόνο για την εποχή εκείνη αλλά και σήμερα
αφού κατάργησε την ιστορική ορθογραφία και πρότεινε την φωνητική
ορθογραφία, και τις οποίες εφάρμοσε σε μερικά ποιήματα αλλά και σε δυο
μεταφράσεις κλασικών έργων. Η γραμματική του αναπτυσσόταν σε χώρο δυο
σελίδων. Επίσης έγραφε διδακτικά κείμενα,επιστολές,γλωσσικά δοκίμια και
άλλες διατριβές ενώ μετέφρασε κείμενα στην δημοτική γλώσσα. [Βιογραφία]