Πάντα να περιμένω στ' ακρογιάλι,
σαν άλλοτε, σα χθες, σήμερα -χρόνια!
μες απ' τη στάχτη να πετιέμαι πάλι,
φοίνικας, κρίνο στα τετράκρυα χιόνια.
Τον ίδιο εμένα να θωρώ σε εικόνα,
σ' ένα γιαλό, προσμονητή του αγνώστου,
που 'ρχεται τάχα σα σε νάρκη αρρώστου,
μα γλιστρά κάτω προς τον καλαμιώνα...
Καπνός να βγαίνει από ένα τζάκι πέρα,
να φτάνει η βάρκα χωρίς νέο πιλότο,
δίχως μαλλιά κυματιστά στον αέρα,
όνειρο αγάπης και στερνό και πρώτο.
Ο Ρώμος Φιλύρας (Κιάτο Κορινθίας, 1888 – Αθήνα, 1942) ήταν ποιητής και
δημοσιογράφος. Το πραγματικό του όνομα ήταν Ιωάννης (Γιάγκος) Β.
Οικονομόπουλος. Στην ποίησή του διαφαίνεται η πρόθεσή του να
χρησιμοποιήσει νέες λυρικές φόρμες αλλά και φραστικούς νεωτερισμούς, ενώ
δεν λείπουν η μουσικότητα και ο ρομαντισμός. Συχνά στα ποιήματά του
υπάρχει η αίσθηση της πικρίας και της απογοήτευσης, των ματαιωμένων
προσδοκιών, που απορρέει από την προσποιητή ευθυμία των πρόσκαιρων
απολαύσεων, η οποία γίνεται αντιληπτή ως σπατάλη και στέρηση εσωτερική. Η
δυσαρμονική αυτή αίσθηση εκφράζεται, όχι με τον υψωμένο τόνο των
ποιητών που είχαν επηρεαστεί από τον Παλαμά, αλλά με λεξιλόγιο
καθημερινό, το οποίο ενίοτε αποκλίνει από την καθιερωμένη ποιητική
γλώσσα. Πέρασε πολλές περιπέτειες και μεταπτώσεις σ' όλο τον υγιή του βίο.
Το 1920, συνεπεία αφροδίσιου νοσήματος, άρχισε να εμφανίζει προβλήματα
στην ψυχική του υγεία. Το 1927 κλείστηκε στο Ψυχιατρείο, όπου παρέμεινε
μέχρι τον θάνατό του. Δε σταμάτησε να γράφει, άλλοτε καλά και στρωτά κι
άλλοτε παντελώς αλλοπρόσαλλα ποιήματα, τα οποία έγραφε σε χαρτί του
ψυχιατρείου και τα χάριζε αφειδώς στους επισκέπτες. Πέθανε στις 9
Σεπτεμβρίου 1942 στο Δρομοκαΐτειο Θεραπευτήριο. [Βιογραφία]