Πιερρότοι εσύ κι’ εγώ κι άλλοι κοντά του,
κι’ αυτός τόσο σωστός μ’ άσπρη ζακέττα,
παίζαμε με τη φόρμα του, ρίχναμε κάτου
τ’ ομοίωμά του – χρώμα σε παλέττα.
Φτιάναμ’ εμείς τη στάση του μαζί του,
ήταν τυχαία και το σύμβολό μας˙
στο πέταγμα, στην τοποθέτησή του,
είχε τον ξένο μορφασμό και το δικό μας.
Ήταν ειρωνικός, μα και θλιμμένος,
στο παλκοσένικο ένας μώμος τραγικός,
ήταν ολοφυρόμενος, απεγνωσμένος,
σαν εμπροστά σε θαύμα, εκστατικός.
Ανάμπαιζε με τη δική του κάθε πόζα,
ενώ την είχε πάρει από τεχνίτη,
και στα κυττάγματά του τα σκαμπρόζα,
εμάντευες το δύσκολο και ψηλομύτη.
Ήταν αυτός, ολόκληρος κι’ ωραίος,
ανθρώπινος πολύ στη μπατιστένια
στολή του, στα κουμπιά του, φευγαλέος,
βραχνάς απ΄ τους βαθύτερους στην έννοια.
Κι’ έξαφνα, καθώς έγερνε, ήταν όλος
μια σκεπτική κι’ επιγνωσμένη εικόνα,
διανοητικός κι’ όμως μαριόλος,
δίπλωνε χαριέστατα το γόνα.
Σα νάταν ανεμπόδιστος στην πλάση,
χωρίς την ψεύτικην ευγένεια και τη γνώση,
ελεύθερος να κλάψει ή να γελάσει,
δίχως ν’ ακούσει σχόλια ή ν’ αρθρώσει.
Είχε του θετικού την παρουσία,
το ρεμβασμό ενός όντος νοητικού,
ευπρέπεια πολλή, ετοιμολογία,
κι ύφος κρυψίνου σ’ έμπασμα ιερού.
Άλλοτε είχε αυθάδεια μεγάλη
κι’ έπαιρνε η φάτσα του έκφραση πικρή,
περιφρονούσε τις κυρίες όπου οι άλλοι
θαυμάζανε, και του φαινόντουσαν μικροί!
Είχε χολή σε υπόσταση πανένια,
πλαστογραφούσε υπόκριση ρητή,
κι’ εσυγχυζότανε σα νιόκοπη γαρντένια
με τεχνητή καμέλια στο κουτί.
Είχε πρωθύστερη η μορφή του σημασία,
κι’ όμως μας απατούσε όλους μαζί,
κι’ ενώ ήταν άνθρωπος σωστός, ουσία
γυρεύαμε και θέλαμε να ζει…
~
από το βιβλίο “Η ΧΑΜΗΛΗ ΦΩΝΗ – Τα λυρικά μιας περασμένης εποχής στους παλιούς ρυθμούς”, μια προσωπική ανθολογία του ποιητή Μανόλη Αναγνωστάκη
(εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1990).
πηγή
(εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1990).
πηγή
Ο Ρώμος Φιλύρας (Κιάτο Κορινθίας, 1888 – Αθήνα, 1942) ήταν ποιητής και
δημοσιογράφος. Το πραγματικό του όνομα ήταν Ιωάννης (Γιάγκος) Β.
Οικονομόπουλος. Στην ποίησή του διαφαίνεται η πρόθεσή του να
χρησιμοποιήσει νέες λυρικές φόρμες αλλά και φραστικούς νεωτερισμούς, ενώ
δεν λείπουν η μουσικότητα και ο ρομαντισμός. Συχνά στα ποιήματά του
υπάρχει η αίσθηση της πικρίας και της απογοήτευσης, των ματαιωμένων
προσδοκιών, που απορρέει από την προσποιητή ευθυμία των πρόσκαιρων
απολαύσεων, η οποία γίνεται αντιληπτή ως σπατάλη και στέρηση εσωτερική. Η
δυσαρμονική αυτή αίσθηση εκφράζεται, όχι με τον υψωμένο τόνο των
ποιητών που είχαν επηρεαστεί από τον Παλαμά, αλλά με λεξιλόγιο
καθημερινό, το οποίο ενίοτε αποκλίνει από την καθιερωμένη ποιητική
γλώσσα. Πέρασε πολλές περιπέτειες και μεταπτώσεις σ' όλο τον υγιή του βίο.
Το 1920, συνεπεία αφροδίσιου νοσήματος, άρχισε να εμφανίζει προβλήματα
στην ψυχική του υγεία. Το 1927 κλείστηκε στο Ψυχιατρείο, όπου παρέμεινε
μέχρι τον θάνατό του. Δε σταμάτησε να γράφει, άλλοτε καλά και στρωτά κι
άλλοτε παντελώς αλλοπρόσαλλα ποιήματα, τα οποία έγραφε σε χαρτί του
ψυχιατρείου και τα χάριζε αφειδώς στους επισκέπτες. Πέθανε στις 9
Σεπτεμβρίου 1942 στο Δρομοκαΐτειο Θεραπευτήριο. [Βιογραφία]