Χτες την αυγή φουντάραμε
στο νέο πετρονήσι μας.
Ο «Αλφειός» («Μεταγωγόν ο Αλφειός»),
εσύρθηκε νωθρά στ’ ακροθαλάσσι…
Άνοιξε τις μασέλες του. Και ξέρασε –
μιαν αμπαριά καινούργιους Ιωνάδες.
Βαρύ ήταν το ταξίδι μας. Ενάντιο.
Κι’ η θάλασσα ένα πέλαγο χολή.
Το πλοίο οκνό, κι’ ολονυχτίς μας εσεργιάνιζε
στα βορινά σοκάκια του Αιγαίου.
– Μεταλλικό κιβούρι –
που έψαχνε για το νεκροταφείο μας.
Είμαστ’ ένα φορτίο αγύριστα μυαλά,
παραδομένα με το μέτρο.
Ένα φορτίο αντίγνωμοι,
φερέοικοι Ροβινσώνες του Αιγαίου.
Που ζαλωθήκαμε στην πλάτη την τιμή μας,
και πάμε στης θυσίας το Μαραθώνιο.
…Πίσω στο βράχο του Μακρονησιού
ακόμη κυματίζει,
η διψασμένη ανάσα μας.
Και στο γιαλό απ’ την πέτρινην εξέδρα της
μ’ ένα γυμνό κλαρί,
μας ξεπροβόδισε ξεσκούφωτη η Ιστορία.
Είχαμε κάτι μάτια θεονήστικα για πράσινο.
Κάτι χείλια ραγισμένα για νερό.
Και κάτι χέρια κόκκαλα…
Και χτες πρωί, με την αυγή
φουντάραμε στον Κ ό σ μ ο μ α ς,
σε νέο καταστρωμένο ανθρωποστάσι.
Νησί μικρό χαμένο στα νερά
(«κλωβός επικινδύνων»).
Μα ο Κόσμος ήταν πάλι χωροφύλακες…
Αμπαρωμένα σπίτια και τουφέκια.
Σπίτια τεφρά. Και βράχοι κυματόδαρτοι.
Βράχοι ξανά. Όλο βράχοι. Και βοριάδες.
(Η Μακρόνησο μας πήρε το κατόπι…)
Μα σαν επήραμε σιγά τη ρεματιά,
πατώντας στο εμβατήριο που μας έψελναν
οι ραψωδοί της ζέστης – τα τζιτζίκια.
Σαν πήραμε το ρέμα για το πλάτωμα.
Εκεί που βούιζε το πάνινο χωριό μας.
Εκεί που πρασινίζαν και μας πρόσμεναν
κάτι γριούλες μυγδαλιές
λίγου νερού ζητιάνες.
Σαν πήραμε το ρέμα-ρέμα για το πλάτωμα…
Μια λυγαριά καταμεσίς στη ρεματιά,
(προσκυνητάρι της πανώριας Άνοιξης)
Αγκάλιασε τη μέση μας σαν αδερφή.
Και μας θυμιάτισε με τη μοσκοβολιά της…
Κι’ εκεί… Αυτή η ψυχή…
Αυτή η ψυχή που ελύγισε τα σίδερα.
Αυτή η ψυχή η ορθή, αυτή η ψυχή μας,
(μπροστά στο τέμπλο της πανώριας Άνοιξης).
Ανάσανε βαθιά. Βαθιά πολύ.
Ανάσανε για όλες τις ανάσες.
Και π ρ ο σ κ ύ ν η σ ε.
Ήταν η πρώτη φορά…
στο νέο πετρονήσι μας.
Ο «Αλφειός» («Μεταγωγόν ο Αλφειός»),
εσύρθηκε νωθρά στ’ ακροθαλάσσι…
Άνοιξε τις μασέλες του. Και ξέρασε –
μιαν αμπαριά καινούργιους Ιωνάδες.
Βαρύ ήταν το ταξίδι μας. Ενάντιο.
Κι’ η θάλασσα ένα πέλαγο χολή.
Το πλοίο οκνό, κι’ ολονυχτίς μας εσεργιάνιζε
στα βορινά σοκάκια του Αιγαίου.
– Μεταλλικό κιβούρι –
που έψαχνε για το νεκροταφείο μας.
Είμαστ’ ένα φορτίο αγύριστα μυαλά,
παραδομένα με το μέτρο.
Ένα φορτίο αντίγνωμοι,
φερέοικοι Ροβινσώνες του Αιγαίου.
Που ζαλωθήκαμε στην πλάτη την τιμή μας,
και πάμε στης θυσίας το Μαραθώνιο.
…Πίσω στο βράχο του Μακρονησιού
ακόμη κυματίζει,
η διψασμένη ανάσα μας.
Και στο γιαλό απ’ την πέτρινην εξέδρα της
μ’ ένα γυμνό κλαρί,
μας ξεπροβόδισε ξεσκούφωτη η Ιστορία.
Είχαμε κάτι μάτια θεονήστικα για πράσινο.
Κάτι χείλια ραγισμένα για νερό.
Και κάτι χέρια κόκκαλα…
Και χτες πρωί, με την αυγή
φουντάραμε στον Κ ό σ μ ο μ α ς,
σε νέο καταστρωμένο ανθρωποστάσι.
Νησί μικρό χαμένο στα νερά
(«κλωβός επικινδύνων»).
Μα ο Κόσμος ήταν πάλι χωροφύλακες…
Αμπαρωμένα σπίτια και τουφέκια.
Σπίτια τεφρά. Και βράχοι κυματόδαρτοι.
Βράχοι ξανά. Όλο βράχοι. Και βοριάδες.
(Η Μακρόνησο μας πήρε το κατόπι…)
Μα σαν επήραμε σιγά τη ρεματιά,
πατώντας στο εμβατήριο που μας έψελναν
οι ραψωδοί της ζέστης – τα τζιτζίκια.
Σαν πήραμε το ρέμα για το πλάτωμα.
Εκεί που βούιζε το πάνινο χωριό μας.
Εκεί που πρασινίζαν και μας πρόσμεναν
κάτι γριούλες μυγδαλιές
λίγου νερού ζητιάνες.
Σαν πήραμε το ρέμα-ρέμα για το πλάτωμα…
Μια λυγαριά καταμεσίς στη ρεματιά,
(προσκυνητάρι της πανώριας Άνοιξης)
Αγκάλιασε τη μέση μας σαν αδερφή.
Και μας θυμιάτισε με τη μοσκοβολιά της…
Κι’ εκεί… Αυτή η ψυχή…
Αυτή η ψυχή που ελύγισε τα σίδερα.
Αυτή η ψυχή η ορθή, αυτή η ψυχή μας,
(μπροστά στο τέμπλο της πανώριας Άνοιξης).
Ανάσανε βαθιά. Βαθιά πολύ.
Ανάσανε για όλες τις ανάσες.
Και π ρ ο σ κ ύ ν η σ ε.
Ήταν η πρώτη φορά…
Ο Μενέλαος Λουντέμης, πραγματικό ονοματεπώνυμο Δημήτριος Βαλασιάδης,
(Αγία Κυριακή της Γιάλοβας Αιγιαλού στη Μικρά Ασία, 1912 - Αθήνα, 1977)
ήταν Έλληνας συγγραφέας και ποιητής. Πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση
και εντάχθηκε στο ΕΑΜ, όπου διετέλεσε και γραμματέας της οργάνωσης
διανοουμένων. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου εξορίστηκε στη Μακρόνησο και
τον Άη Στράτη και το 1958 πέρασε από δίκη για το βιβλίο του
"Βουρκωμένες μέρες". Από το 1958 ως τη μεταπολίτευση του 1974 έζησε
αυτοεξόριστος στη Ρουμανία, ενώ κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του
Παπαδόπουλου του είχε αφαιρεθεί η ελληνική ιθαγένεια. Το λογοτεχνικό του
ψευδώνυμο το εμπνεύστηκε απ' τον ποταμό Λουδία της μετέπειτα πατρίδας
του. Πρωτοεμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα σε πολύ νεαρή ηλικία,
δημοσιεύοντας ποιητικές συλλογές στην «Αγροτική Ιδέα» της Έδεσσας το
1927 και το 1928, τις οποίες υπέγραφε με το πραγματικό του όνομα
(Δημήτριος Βαλασιάδης). Γύρω στο 1930 δημοσιεύει ποιήματα και διηγήματα
του στο περιοδικό «Νέα Εστία». Η πρώτη φορά που χρησιμοποίησε το
ψευδώνυμο του ήταν το 1934 στο διήγημα «Μια νύχτα με πολλά φώτα κάτω από
μια πόλη με πολλά αστέρια». Τιμήθηκε με το Κρατικό βραβείο Πεζογραφίας
το 1938 για τη συλλογή διηγημάτων του. Τα πλοία δεν άραξαν και με τη
Χρυσή Δάφνη Πανευρώπης στο Παρίσι το1951. Επίσης τιμήθηκε και με το
βραβείο «Μενέλαου Λουντέμη» που το καθιέρωσε προς τιμήν του η Ελληνική
Εταιρία Λογοτεχνών και απονέμεται κάθε χρόνο στο καλύτερο πεζογράφημα
του προηγούμενου έτους. Το σύνολο του έργου του καλύπτει όλα σχεδόν τα
είδη του γραπτού λόγου (πεζογραφία, ποίηση, δοκίμιο, θέατρο, παιδική
λογοτεχνία, μετάφραση κ.α.). Ο Μενέλαος Λουντέμης ανήκει στους έλληνες
λογοτέχνες του μεσοπολέμου που στράφηκαν προς τον κοινωνικό ρεαλισμό. Η
ιδιοτυπία του έργου του έγκειται στον "ερασιτεχνικό" τρόπο γραφής, τον
οποίο υπηρέτησε εν πλήρει συνειδήσει, καθώς ο ίδιος υποστήριζε πως δεν
τον ενδιαφέρει η Τέχνη αλλά η καταγραφή της πραγματικότητας και η
κατάδειξη της κοινωνικής ανισότητας. Ο Μενέλαος Λουντέμης άφησε πίσω του
πνευματική κληρονομιά περίπου σαράντα πέντε βιβλίων, που τον καθιστούν
έναν από τους πολυγραφότερους Έλληνες συγγραφείς. [βιογραφία]