Ένα λουλούδι πο ‘χει μαραθεί και ξεθυμάνει
βλέπω μες στο βιβλίο αφημένο.
Ένα παράξενο αίσθημα, θλιμμένο
ως μέσα νιώθω την ψυχή να πιάνει.
Πού ν’ άνθιζε; Και πότε; Ποια άνοιξη, πόσο μακρινή;
Και ν’ άνθισε πολύ; Το ‘κοψαν ποιοι;
Κανένα γνώριμο ή ξένο χέρι;
Κι εδώ το βάλανε γιατί; Ποιος ξέρει.
Συνάντηση θυμίζει τρυφερή
βλέπω μες στο βιβλίο αφημένο.
Ένα παράξενο αίσθημα, θλιμμένο
ως μέσα νιώθω την ψυχή να πιάνει.
Πού ν’ άνθιζε; Και πότε; Ποια άνοιξη, πόσο μακρινή;
Και ν’ άνθισε πολύ; Το ‘κοψαν ποιοι;
Κανένα γνώριμο ή ξένο χέρι;
Κι εδώ το βάλανε γιατί; Ποιος ξέρει.
Συνάντηση θυμίζει τρυφερή
ή τον μοιραίο χωρισμό;
Σε κάμπου σιγαλιά μοναχική
μια βόλτα ή σε δάσος σκιερό;
Να ζει τάχα εκείνος; Μην εκείνη;
Τώρα πού να ‘ναι; Με τις απορίες μένω.
Ή μήπως έχουνε κι οι δυο τους γίνει
σαν το λουλούδι τούτο ‘δω το ξεχασμένο.
~
Μετάφραση: Μήτσος Αλεξανδρόπουλος