Μες στο αίμα βαμμένο βλέπω τούτο το σάλι
όπου είχε σκεπάσει το ξανθό της κεφάλι
Και γεννά τόσες πίκρες στη ζωή μου τη μαύρη,
Που ποτές ησυχία και γαλήνη δε θα ‘βρει.
Όταν γλύκαινε ακόμα τη ζωή μου η ελπίδα,
Σαν τρελός αγαπούσα μια ξανθή Ελληνίδα,
Που μου είχε το νου μου η ματιά της πλανέψει
Και τους πόθους μου αρπάξει και τα νιάτα μου κλέψει.
Με παλιούς μου συντρόφους μια βραδιάν εγλεντούσα.
Και στο γλέντι να σβήσω τον καημό μου ζητούσα.
Όταν ένας Εβραίος πονηρά με κοιτάει,
Και μου λέει κρυφά — η Ρωμιά σ’ απατάει.
Του πετάω φλουριά, μου θολώνει το μάτι,
Καβαλάω ευθύς το γοργό μου το άτι,
Και στο σπίτι της τρέχω, στη μικρούλα φωλιά της,
Όπου είχα περάσει γλυκές νύχτες σιμά της.
Με τα μάτια θολά, με το νου φλογισμένο,
Σπω την πόρτα κι ευθύς μες στην κάμαρα μπαίνω.
Και στου λύχνου το φως που σιγά τρεμοσβούσε
Η ξανθή η Ελληνίδα έναν άλλον φιλούσε.
Τους αδράχνω τους δυο με τ’ αντρείο μου χέρι
Και το φίλημα κόβει τ’ αργυρό μου μαχαίρι.
Κι η ξανθή η Ελληνίδα με ντροπή χλωμιασμένη
Εκυλίστη στο πάτωμα κάτω σφαγμένη.
Μες στο αίμα βαμμένο πήρα τότε το σάλι,
Όπου είχε σκεπάσει το ξανθό της κεφάλι.
Κι από τότε καμιάς γυναικός δεν εμίλησα,
Ούτε όμορφα χείλη καμιανής δεν αφίλησα.
Έχει πίκρα γεμίσει την ψυχή μου τη μαύρη,
Που ποτές ησυχία και γαλήνη δε θα ‘βρει.
Όσο βλέπω βαμμένο μες στο αίμα το σάλι
Όπου είχε σκεπάσει το ξανθό της κεφάλι.
όπου είχε σκεπάσει το ξανθό της κεφάλι
Και γεννά τόσες πίκρες στη ζωή μου τη μαύρη,
Που ποτές ησυχία και γαλήνη δε θα ‘βρει.
Όταν γλύκαινε ακόμα τη ζωή μου η ελπίδα,
Σαν τρελός αγαπούσα μια ξανθή Ελληνίδα,
Που μου είχε το νου μου η ματιά της πλανέψει
Και τους πόθους μου αρπάξει και τα νιάτα μου κλέψει.
Με παλιούς μου συντρόφους μια βραδιάν εγλεντούσα.
Και στο γλέντι να σβήσω τον καημό μου ζητούσα.
Όταν ένας Εβραίος πονηρά με κοιτάει,
Και μου λέει κρυφά — η Ρωμιά σ’ απατάει.
Του πετάω φλουριά, μου θολώνει το μάτι,
Καβαλάω ευθύς το γοργό μου το άτι,
Και στο σπίτι της τρέχω, στη μικρούλα φωλιά της,
Όπου είχα περάσει γλυκές νύχτες σιμά της.
Με τα μάτια θολά, με το νου φλογισμένο,
Σπω την πόρτα κι ευθύς μες στην κάμαρα μπαίνω.
Και στου λύχνου το φως που σιγά τρεμοσβούσε
Η ξανθή η Ελληνίδα έναν άλλον φιλούσε.
Τους αδράχνω τους δυο με τ’ αντρείο μου χέρι
Και το φίλημα κόβει τ’ αργυρό μου μαχαίρι.
Κι η ξανθή η Ελληνίδα με ντροπή χλωμιασμένη
Εκυλίστη στο πάτωμα κάτω σφαγμένη.
Μες στο αίμα βαμμένο πήρα τότε το σάλι,
Όπου είχε σκεπάσει το ξανθό της κεφάλι.
Κι από τότε καμιάς γυναικός δεν εμίλησα,
Ούτε όμορφα χείλη καμιανής δεν αφίλησα.
Έχει πίκρα γεμίσει την ψυχή μου τη μαύρη,
Που ποτές ησυχία και γαλήνη δε θα ‘βρει.
Όσο βλέπω βαμμένο μες στο αίμα το σάλι
Όπου είχε σκεπάσει το ξανθό της κεφάλι.
~
δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ποιητική Τέχνη (1947-1949),
μετάφραση: Θεόδωρος Βελλιανίτης
μετάφραση: Θεόδωρος Βελλιανίτης