Τότε ποὺ σ᾿ εἶδα νά ῾ρχεσαι μὲ τ᾿ ἄλλα χελιδόνια,
τότε καὶ μόλις ἔνιωσα γιὰ ποιὰ χαρὰ μιλοῦσαν
μέσα στὰ φύλλα τὰ πουλιὰ τὰ πνεύματα στὰ κλώνια
κι οἱ πεταλοῦδες ποὺ στὸ φῶς νιογέννητες ξυπνοῦσαν.
Τὸ μονοπάτι διάβαινες κι εἶχες μία λάμψη τόση,
μιὰ τέτοιαν ἄνθινη ὀμορφιὰ στὸ νοτισμένο χῶμα,
ποῦ δίχως ἄλλο ἡ Ἄνοιξη θὰ σ᾿ εἶχεν ἀνταμώσει
καὶ κάτω ἀπ᾿ τὶς ἀμυγδαλιές σὲ φίλησε στὸ στόμα.
τότε καὶ μόλις ἔνιωσα γιὰ ποιὰ χαρὰ μιλοῦσαν
μέσα στὰ φύλλα τὰ πουλιὰ τὰ πνεύματα στὰ κλώνια
κι οἱ πεταλοῦδες ποὺ στὸ φῶς νιογέννητες ξυπνοῦσαν.
Τὸ μονοπάτι διάβαινες κι εἶχες μία λάμψη τόση,
μιὰ τέτοιαν ἄνθινη ὀμορφιὰ στὸ νοτισμένο χῶμα,
ποῦ δίχως ἄλλο ἡ Ἄνοιξη θὰ σ᾿ εἶχεν ἀνταμώσει
καὶ κάτω ἀπ᾿ τὶς ἀμυγδαλιές σὲ φίλησε στὸ στόμα.
Ο Λάμπρος Πορφύρας, (Καρδάμυλα Χίου, 1879 - Πειραιάς, 1932), ψευδώνυμο
του Δημητρίου Συψώμου, ήταν λυρικός ποιητής. Πρώτη φορά εμφανίστηκε στα
γράμματα ενώ ήταν ακόμα μαθητής, με το ποίημα του Η θλίψη του μαρμάρου
που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Στάδιον το 1894 και από το 1895 συνδέθηκε
με τους φιλολογικούς κύκλους στην Αθήνα. Ο Πορφύρας ήταν άνθρωπος
μελαγχολικός και έζησε μοναχική ζωή μακριά από τους κοινωνικούς κύκλους
και από τον βιοποριστικό αγώνα αφού είχε καλή οικονομική κατάσταση. Ήταν
θαμώνας της απλής λαϊκής ταβέρνας, όπως της Φρεαττύδας του Πειραιά και
στους στίχους του τραγούδησε τον έρωτα, τη θάλασσα και την ελληνική
φύση, τα ταπεινά πράγματα και τα θλιμμένα ειδύλλια. Ακολούθησε μεν το
συμβολισμό διαμόρφωσε όμως ένα ιδιαίτερο προσωπικό ύφος. Η γλώσσα του
είναι απλή και η διάρθρωση των στίχων του δε, διακρίνεται από
πρωτοτυπία. Όμως την ποίησή του τη χαρακτηρίζει η γλυκύτητα της
έκφρασης, η μουσικότητα του τόνου και η αρμονία. Ποιήματα του
μελοποιήθηκαν από Έλληνες συνθέτες και μεταφράστηκαν σε ξένες γλώσσες. [Βιογραφία]