Επέζησα μες απ’ τους άσβηστους καημούς
Και έπαψα ν’ αγαπώ τα όνειρά μου,
Πότε χαιρόμουν και γελούσα ξέχασα
Μονάχα έμειναν τα βάσανά μου.
Κατ’ απ’ τις θύελλες της μοίρας της σκληρής,
Μαράθηκε το ανθισμένο μου στεφάνι,
Ζω απομονωμένος, θλιβερός,
Και καρτερώ: θα ‘ρθει ο λυτρωμός;
Και έπαψα ν’ αγαπώ τα όνειρά μου,
Πότε χαιρόμουν και γελούσα ξέχασα
Μονάχα έμειναν τα βάσανά μου.
Κατ’ απ’ τις θύελλες της μοίρας της σκληρής,
Μαράθηκε το ανθισμένο μου στεφάνι,
Ζω απομονωμένος, θλιβερός,
Και καρτερώ: θα ‘ρθει ο λυτρωμός;
Έτσι από το ψύχος χτυπημένο,
Όταν η χειμωνιάτικη η θύελλα οργιάζει,
Σ’ ένα λιανό, μικρό κλαδί,
Μοναχικό το φύλλο τρεμουλιάζει.