Μην αργείς. Τούτο μόνο σου λέω. Μην αργείς
Γιατί, σε λίγο, σαν θα χτυπάς την πόρτα μου,
θα νομίζω πως είναι τα γηρατειά,
πως είν' ο χειμώνας, πως είν' ο θάνατος.
Μην αργείς.
Στάσου κι αφουγκράσου κάτω απ' τα σπίτια,
κι απ' τους δρόμους που περνάς.
Απ' τα παράθυρα κρέμουνται τα χέρια μου
και σε καλούν.
Στάσου κι αφουγκράσου κάτω απ' τα σπίτια.
Σ' όλα κυλάει ο αέρας σου.
Ολα ξέρουν τ' ονομά σου.
Μην αργείς.
Να σε περιμένω είναι πιο γλυκό κι απ' το να'ρχεσαι.
Είναι σαν το σκάσιμο της μυγδαλιάς.
Σαν το πανί που πλέει στο λιμάνι.
Σαν κελάιδισμα, σαν γέλιο πρωινό.
Να σε περιμένω είναι σα να ξανάρχομαι στη γη.
Στο δρόμο μην αργείς. Είναι γιομάτοι Φαίακες,
είναι γιομάτοι πλάνεμα, οι δρόμοι.
Οι δρόμοι γλιστρούν, χυμούν αρπαχτικοί
και κλέβουν.
Μην αργείς.
Μην αργείς. Γιατί ώσπου να' ρθεις,
θα περπατήσω όλη την Υδρόγειο του πόνου μου.
Θα περπατήσω όλα τ' αγκάθια, κι όλους τος γκρεμούς.
Γιατί να περιμένω ,είναι σα να πεθαίνω.
Γι' αυτό. Μην αργείς.
Γιατί, σε λίγο, σαν θα χτυπάς την πόρτα μου,
θα νομίζω πως είναι τα γηρατειά,
πως είν' ο χειμώνας, πως είν' ο θάνατος.
Μην αργείς.
Στάσου κι αφουγκράσου κάτω απ' τα σπίτια,
κι απ' τους δρόμους που περνάς.
Απ' τα παράθυρα κρέμουνται τα χέρια μου
και σε καλούν.
Στάσου κι αφουγκράσου κάτω απ' τα σπίτια.
Σ' όλα κυλάει ο αέρας σου.
Ολα ξέρουν τ' ονομά σου.
Μην αργείς.
Να σε περιμένω είναι πιο γλυκό κι απ' το να'ρχεσαι.
Είναι σαν το σκάσιμο της μυγδαλιάς.
Σαν το πανί που πλέει στο λιμάνι.
Σαν κελάιδισμα, σαν γέλιο πρωινό.
Να σε περιμένω είναι σα να ξανάρχομαι στη γη.
Στο δρόμο μην αργείς. Είναι γιομάτοι Φαίακες,
είναι γιομάτοι πλάνεμα, οι δρόμοι.
Οι δρόμοι γλιστρούν, χυμούν αρπαχτικοί
και κλέβουν.
Μην αργείς.
Μην αργείς. Γιατί ώσπου να' ρθεις,
θα περπατήσω όλη την Υδρόγειο του πόνου μου.
Θα περπατήσω όλα τ' αγκάθια, κι όλους τος γκρεμούς.
Γιατί να περιμένω ,είναι σα να πεθαίνω.
Γι' αυτό. Μην αργείς.
~
Από τη συλλογή "Κραυγή στα πέρατα"
Από τη συλλογή "Κραυγή στα πέρατα"
Ο Μενέλαος Λουντέμης, πραγματικό ονοματεπώνυμο Δημήτριος Βαλασιάδης,
(Αγία Κυριακή της Γιάλοβας Αιγιαλού στη Μικρά Ασία, 1912 - Αθήνα, 1977)
ήταν Έλληνας συγγραφέας και ποιητής. Πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση
και εντάχθηκε στο ΕΑΜ, όπου διετέλεσε και γραμματέας της οργάνωσης
διανοουμένων. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου εξορίστηκε στη Μακρόνησο και
τον Άη Στράτη και το 1958 πέρασε από δίκη για το βιβλίο του
"Βουρκωμένες μέρες". Από το 1958 ως τη μεταπολίτευση του 1974 έζησε
αυτοεξόριστος στη Ρουμανία, ενώ κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του
Παπαδόπουλου του είχε αφαιρεθεί η ελληνική ιθαγένεια. Το λογοτεχνικό του
ψευδώνυμο το εμπνεύστηκε απ' τον ποταμό Λουδία της μετέπειτα πατρίδας
του. Πρωτοεμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα σε πολύ νεαρή ηλικία,
δημοσιεύοντας ποιητικές συλλογές στην «Αγροτική Ιδέα» της Έδεσσας το
1927 και το 1928, τις οποίες υπέγραφε με το πραγματικό του όνομα
(Δημήτριος Βαλασιάδης). Γύρω στο 1930 δημοσιεύει ποιήματα και διηγήματα
του στο περιοδικό «Νέα Εστία». Η πρώτη φορά που χρησιμοποίησε το
ψευδώνυμο του ήταν το 1934 στο διήγημα «Μια νύχτα με πολλά φώτα κάτω από
μια πόλη με πολλά αστέρια». Τιμήθηκε με το Κρατικό βραβείο Πεζογραφίας
το 1938 για τη συλλογή διηγημάτων του. Τα πλοία δεν άραξαν και με τη
Χρυσή Δάφνη Πανευρώπης στο Παρίσι το1951. Επίσης τιμήθηκε και με το
βραβείο «Μενέλαου Λουντέμη» που το καθιέρωσε προς τιμήν του η Ελληνική
Εταιρία Λογοτεχνών και απονέμεται κάθε χρόνο στο καλύτερο πεζογράφημα
του προηγούμενου έτους. Το σύνολο του έργου του καλύπτει όλα σχεδόν τα
είδη του γραπτού λόγου (πεζογραφία, ποίηση, δοκίμιο, θέατρο, παιδική
λογοτεχνία, μετάφραση κ.α.). Ο Μενέλαος Λουντέμης ανήκει στους έλληνες
λογοτέχνες του μεσοπολέμου που στράφηκαν προς τον κοινωνικό ρεαλισμό. Η
ιδιοτυπία του έργου του έγκειται στον "ερασιτεχνικό" τρόπο γραφής, τον
οποίο υπηρέτησε εν πλήρει συνειδήσει, καθώς ο ίδιος υποστήριζε πως δεν
τον ενδιαφέρει η Τέχνη αλλά η καταγραφή της πραγματικότητας και η
κατάδειξη της κοινωνικής ανισότητας. Ο Μενέλαος Λουντέμης άφησε πίσω του
πνευματική κληρονομιά περίπου σαράντα πέντε βιβλίων, που τον καθιστούν
έναν από τους πολυγραφότερους Έλληνες συγγραφείς. [βιογραφία]