Ο πατέρας μου είχε ένα γυάλινο μάτι.
Τις Κυριακές που καθότανε σπίτι έβγαζε από την τσέπη του
κι άλλα μάτια, τα γυάλιζε με την άκρη του μανικιού του και φώ-
ναζε τη μητέρα μου να διαλέξει. Η μητέρα μου γελούσε.
Τα πρωινά ο πατέρας μου ήταν ευχαριστημένος. ‘Επαιζε το μάτι
στη φούχτα του πριν το φορέση και έλεγε πως είναι ένα καλό μάτι.
‘Ομως εγώ δεν ήθελα να τον πιστέψω.
Ερριχνα ένα σκούρο σάλι στους ώμους μου τάχα πως κρυώ-
νω κι ήταν για να παραμονέψω. Στο τέλος τον είδα μια μέρα να
κλαίει. Δεν είχε καμιά διαφορά από ένα αληθινό μάτι.
Αυτό το ποίημα
δεν είναι για να το διαβάσουν
όσοι δεν μ’ αγαπούνε
ακόμη
κι από κείνους
που δεν θα με ξέρουν
αν δεν πιστεύουνε πως υπήρξα
σαν
και κείνους.
Ύστερα από την ιστορία με τον πατέρα μου, υποψιαζόμουνα και όσους
είχαν αληθινά μάτια.
Τις Κυριακές που καθότανε σπίτι έβγαζε από την τσέπη του
κι άλλα μάτια, τα γυάλιζε με την άκρη του μανικιού του και φώ-
ναζε τη μητέρα μου να διαλέξει. Η μητέρα μου γελούσε.
Τα πρωινά ο πατέρας μου ήταν ευχαριστημένος. ‘Επαιζε το μάτι
στη φούχτα του πριν το φορέση και έλεγε πως είναι ένα καλό μάτι.
‘Ομως εγώ δεν ήθελα να τον πιστέψω.
Ερριχνα ένα σκούρο σάλι στους ώμους μου τάχα πως κρυώ-
νω κι ήταν για να παραμονέψω. Στο τέλος τον είδα μια μέρα να
κλαίει. Δεν είχε καμιά διαφορά από ένα αληθινό μάτι.
Αυτό το ποίημα
δεν είναι για να το διαβάσουν
όσοι δεν μ’ αγαπούνε
ακόμη
κι από κείνους
που δεν θα με ξέρουν
αν δεν πιστεύουνε πως υπήρξα
σαν
και κείνους.
Ύστερα από την ιστορία με τον πατέρα μου, υποψιαζόμουνα και όσους
είχαν αληθινά μάτια.
Η Ελένη Βακαλό (Κωνσταντινούπολη, 1921 - Αθήνα, 2001) ήταν ποιήτρια,
κριτικός εικαστικών, και ιστορικός τέχνης. Το 1944 παντρεύτηκε τον
ζωγράφο-σκηνογράφο Γιώργο Βακαλό. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και
πήρε το δίπλωμά της στην αρχαιολογίας από τη Φιλοσοφική Σχολή.
Παρακολούθησε μαθήματα στη Σορβόννη με ειδίκευση στην ιστορία της
τέχνης. Εργάστηκε ως κριτικός τέχνης στην εφημερίδα "Τα Νέα", το
διάστημα 1952-1974 (με διακοπή δύο χρόνων στην περίοδο της δικτατορίας)
καθώς και στο περιοδικό "Ζυγός" (1955-1967). Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της
"Σχολής Βακαλό" την περίοδο 1957-58. Έως το 1990 δίδασκε ιστορία της
τέχνης και στοιχεία οπτικής αντίληψης στην ίδια Σχολή, παραμένοντας
μέλος της διεύθυνσης έως το τέλος της ζωής της. Διετέλεσε, επίσης, μέλος
του Δ.Σ. της Εθνικής Πινακοθήκης μετά το 1994. Συνεργάστηκε με άρθρα
και δοκίμιά της με πολλά περιοδικά. Στον χώρο της λογοτεχνίας
εμφανίστηκε το 1944, με ποιήματά της στο περιοδικό "Νέα Γράμματα". Μέχρι
το 1997 εξέδωσε συνολικά δεκατέσσερα βιβλία ποίησης και δύο
συγκεντρωτικές εκδόσεις (1981, 1995). Ως ποιήτρια, η Ελένη Βακαλό
ανήκει, σύμφωνα με τους κριτικούς, στην πρώτη μεταπολεμική γενιά
μεταϋπερρεαλιστών ποιητών, μαζί με τους ομοτέχνους της Μίλτο Σαχτούρη,
Νάνο Βαλαωρίτη, Μαντώ Αραβαντινού, Τάκη Σινόπουλο, Έκτορα Kακναβάτο,
Τάκη Bαρβιτσιώτη, Αριστοτέλη Nικολαΐδη και Ν. Δ. Kαρούζο. Το ποιητικό
της έργο χωρισμένο σε τέσσερις περιόδους, από το 1944 έως το 1997,
αποτελεί ουσιαστικά ένα κειμενικό συνεχές, αρθρωμένο μέσα από τις
επιμέρους συνθέσεις του. Το 1991 τιμήθηκε με το Α΄ Κρατικό Βραβείο
Ποίησης για τη συλλογή "Γεγονότα και ιστορίες της κυρα-Ροδαλίνας".
Τιμήθηκε, επίσης, με το βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών το 1997 ενώ το 1998
της απονεμήθηκε ο τίτλος της επιτίμου διδάκτορος του τμήματος
Ιστορίας-Αρχαιολογίας του ΑΠΘ. Το 2000 της απονεμήθηκε ο τίτλος της
επιτίμου διδάκτορος του Πανεπιστημίου του Derby. [Βιογραφία]