Σιδερένιο κορμί ο γέρος ο Τραμουντάνας και κοκαλιασμένη ψυχή. Ξενιτεμένος κι αυτός από μικρός. Τι τον έβγαλε από τον τόπο του, δεν ήταν και δύσκολο να τ’ απομαντέψεις. Τι τον έριξε όμως σε χώρες θεοσκότεινες και ψυχρές, χώρες στ’ αλήθεια ξένες, που ψυχή να σε συμπονέσει δεν βρίσκεται, μα και να λουβιάσεις, εξόν ίσως καμιά δροσόλευκη παραμάνα στο
νοσοκομείο, σε τόπους που κι αγάπη να βρεις, έρχεται κι αυτή και σου φαρμακεύει άλλες αγάπες, που για να μην πεθάνεις της πείνας δουλεύεις όσην ώρα δεν κείτεσαι στο κρεβάτι αποσταμένος, που να μείνεις μισήν ώρα καθάριος αδύνατο πράμα, αφού κι ο αέρας που ανεσαίνεις είναι μισός καπνίλα, που ως και τα πλεμόνια του ανθρώπου μαυρίζουνε μια για
πάντα — τι τον έκαμε τον Τραμουντάνα κι έσυρε στα νιάτα του εκεί απάνω, που τον αντάμωσα χρόνους και χρόνους κατόπι ξένοιαστο, πέτρα μονάχη, λησμονησιάρη, δίχως μήτε φυλαχτήρι από μάνα ή αδερφή, δίχως άλλο της πατρίδας σημάδι παρά το μαυριδερό του το πρόσωπο—τι τον πέταξε σε τέτοια πολύκοσμη ερημιά, ήταν κι είναι ακόμα μυστήριο, που για να το ξεδιαλύνω του κάκου ρώτηξα πολλούς σαν και λόγου του. Δίχως πόρεψη, δίχως μέσα, δίχως άλλο σκοπό παρά να ’ρθουν και ν’ αποδείξουν ως πού πηγαίνει η ρωμαίικη η τρέλα, το έρμο και το τυφλό το «Έχει ο Θεός», σάματις τρελάθηκε κι ο Θεός μαζί τους.
Είναι, λέει, το «επιχειρηματικό» της Ρωμαίικης της φυλής και τους σκουντάει, τους ρίχνει όξω κι όξω, ως τον άγιο Φραγκίσκο τους φέρνει, ως την Πολυνησία τους ξεβράζει, σε κάθε ακρογιάλι σαν ψόφιες ακρίδες τους στρώνει, άλλους λουκούμια να πουλούν, άλλους φορτιά να σηκώνουν, άλλους άλλα βάσανα να τραβάνε, και τέλος να ρουφιούνται από το παντοδύναμο τ’ αγγλοσαξονικό το θεριό και να χάνουνται.
Ένας λοιπόν απ’ αυτούς τους ηρώους ήταν κι ο Τραμουντάνας. Τύχαινε συχνά πυκνά να τον ανταμώνω στα ξενικά του λημέρια. Σπίτι του να πάγω ποτές δεν ταίριασε, είναι αλήθεια. Άκουγα όμως πως με την Ιρλανδέζα του τη γυναίκα δεν κακοπερνούσε, γιατί, έτυχε η κερά ν’ αγαπάει το πιοτό, και το γλέντιζε πάντα μ’ άλλες γειτόνισσες που τ’ αγαπούσαν κι αυτές. Ο φίλος πάλι του άρεζαν τα χαρτιά! Πήγαινε λοιπόν κάθε βράδυ σ’ ενός πατριώτη, που δουλειά του ήτανε να βυζάνει τους δικούς του με μια βρόμικη τράπουλα, μάλιστα τους νιοφερμένους. Κι έτσι ο Τραμουντάνας ζωή σπιτικιά δεν πολύβλεπε, και δεν κακοπερνούσε με τη γριά του. Δούλευε ωστόσο ολημερίς. Δουλειά και δουλειά! Πότε δέματα ξεφόρτωνε, πότε γλυκά και πωρικά πουλούσε. Ναύτης στα νιάτα του, τον αψηφούσε το βοριά σα στεκότανε με τις ώρες στους τέσσερεις δρόμους μπροστά στο φορτωμένο τραπέζι του, προσκαλώντας τον κάθε διαβάτη ν’ αγοράσει τα μπαγιάτικά του λουκούμια..
Τον κοίταζα κάποτες από μακριά και συλλογιούμουνα, σαν τι λογής αγόρι να φαίνουνταν τη μέρα που μίσευε από το φτωχικό του τόπο με την ευκή της μαύρης του μάνας!
— Τι σ’ έκαμε και ξέπεσες ως εδώ, τόνε ρώτηξα μια φορά.
— Τι σ’ έκαμε κι ήρθες του λόγου σου! Να! Τύχη γύρευα κι ήρθα.
— Και πότε λες να ξαναγυρίσεις να τους δεις τους δικούς σου;
— Τους δικούς μου; (και δώσ’ του γέλια!) Οι δικοί μου τώρα όλοι στον άλλον κόσμο. Ήμουν πέντε χρόνια ξενιτεμένος σα συχωρέθηκε η μάνα μου· πατέρα δε γνώρισα. Τ’ αδέρφια μου σκορπιστήκανε δω και κει, και πια δεν τ’ ακουσα. Τι να πάω να κάμω εκεί τώρα! Εμένα οι δικοί μου είναι τώρα εδώ. Εδώ έζησα, εδώ θα πεθάνω.
— Μα δε λαχτάρας μαθέ και συ τον ήλιον εκείνον καμιά φορά, δε θυμάσαι τον τόπο σου, τις ομορφιές του;
— Άκου με, αφεντικό· αυτά όλα είναι καλά, μα παράς δε βγαίνει· εδώ πέρα και ν’ αρρωστήσω, έχει νοσοκομείο.
— Όχι, όχι, να μην πεθάνεις εδώ· στην πατρίδα σου να πας, ν’ αναπαυτείς κοντά στους δικούς σου.
— Κι αμέ τη γριά μου; τι να την κάμω;
— Μαζί και κείνη.
Κι άρχιζε πάλε τα γέλια ο Τραμουντάνας, και τρίβοντας τα ροζωμένα του χέρια να τα ζεστάνει, προσκαλούσε τους διαβάτες ν’ αγοράσουνε πωρικά.
Έρχεται μια μέρα ένας κλητήρας με γραμματάκι και με προσκαλεί στο νοσοκομείο. Μπαίνω σ’ αμάξι και πηγαίνω. Μου λέει ο επιστάτης πως είναι μέσα ένας γέρος πατριώτης μου πολύ άρρωστος, και στο βύθο του απάνω παραλαλεί στη γλώσσα του. Μένει, λέει, κι η γυναίκα του πλάγι του, μα αυτή στουπί μεθυσμένη φαντάζεται πως ο γέρος της αφήνει παραγγελιές, και μάλιστα θαρρεί πως μιλεί και για κάτι χρήματα που τα ’χει, λέει, ο γέρος κρυμμένα. Με φωνάξανε λοιπό να παρασταθώ και ν’ ακούσω τη διαθήκη του γέρου.
Ανεβαίνω, μπαίνω στην κάμαρα· ο Τραμουντάνας ψυχομαχούσε παραλαλώντας, κι η γριά του μαλλοσερνότανε.
— Τι λέει, τι λέει; ξεφωνίζει άξαφνα η γριά.
Παίρνω κομμάτι χαρτί και μολυβοκόντυλο, τους λέγω να συχάσουν, κι αρχίζω και σημειώνω·
«… Μωρέ Γιάννη, πάμε να βρούμε φωλιές; ξεπετάκια κοτσύφια να πιάσουμε, στο κλουβί να τα βάλουμε; Τ’ άκουσες πώς κελαηδούνε στου Μπάρμπα Λεφτέρη; Εκεί, εκεί απάνω κατά τις σκάλες, μέσα στα κατάπηχτα τα κλωνιά. Τι; δεν μπορείς να σκαλώσεις μια τέτοια ελίτσα; και τι θα πεις α σου σκαρφαλώσω εγώ αυτό τον πλάτανο; Μια και δυο, και στην κορφή του με βρίσκεις... Αργήσαμε, καημένε, και θα λέει η μάνα, τι πάθαμε. Στάσου, βάλ’ το μες στο καλάθι, σκέπασ’ το καλά μην πετάξει… Ίσια σπίτι τώρα, ειδεμή την πάθαμε, θα πάει σκολειό να ρωτάει τι γενήκαμε … κι ο καινούριος ο δάσκαλος δε χωρατεύει. Εγώ το μαθαίνω και στο δρόμο το μάθημα. Φρρρ — κι απ’ όξω το ’μαθα… Για δες την τη μαριόλα στο παράθυρο πάλι! Αχ, θα με πεθάνει αυτή. Της το ’ταξε, μικρούλα μου, η μάνα μου της μάνας σου σα γεννήθηκες, μα και να μη σου το ’ταζε, πάλι θα σ’ έπαιρνα. Αγάπη μου, πότε θα ξενιτευτώ να κάμω σερμαγιά και να γυρίσω με τα χρυσά νυφικά σου; Φεύγεις εσύ τώρα! Έννοια σου, και θα σε πιάσω πάλι στο περιβόλι σαν ποτίζεις και θα σε λιώσω στο τσίμπημα!
» Τηγανίτες! Χρόνια και χρόνια να φάω το πρωί τηγανίτες! ακόμα δεν έφεξε κι αυτές αχνίζουν κιόλας στο τραπεζάκι. Πού ’ν’ τος ο Γιάννης; Αμ’ η Φροσύνη; Την ακαμάτα! κοιμάται ακόμα· πάμε να την ξυπνήσουμε. Πού ’ν' το σφουγγάρι; Θα τρομάξει, λες; Ναι, βλέπεις, φαρφουρί ήταν και θα ραγίσει! Την κατεργάρα! κοίταξε γόβες, λέει, που μου κέντησε! Θα πεις, έχουμε κι αυτηνής τα προικιά να συλλογιστούμε. Αχ, εσύ αγάπη μου! εσύ φως μου! Πέντε χρόνια είπαμε, βάλε κι άλλα πέντε για την αδερφή! Πέντε και πέντε, δέκα. Είμαι τώρα δεκαπέντε· και δέκα, είκοσι πέντε. Θα ’σαι και συ τότες είκοσι δυο. Μια χαρά. Να σου τώρα και μια τσιμπιά! Πού να το πιάσεις τέτοιο σαχίνι! Θα το πω της Φροσύνης να της την πατήσει την τσιμπιά.
»Στον τρύγο, στον τρύγο! Πάει ο ώμος μου, σήκωνε σήκωνε κόφες! Δόξα να ’χει ο Θεός που ’φαγα πάλι σταφύλι! Όχι σαν κι αυτά που πουλώ! Να, μωρέ παλιοεγγλέζοι, σταφύλι, να φάτε και να καταλάβετε γλύκα! Δες τες, δες τες! Κι οι δυο τους οι σουσουράδες πώς πατούνε σταφύλια στη γούρνα! Και δώσ’ του η μάνα ν’ ανακατεύει αλευριά! Σα να το ξέρει η καημένη πως δε θα μ’ έχει του χρόνου… Ταξίδι, ταξίδι… Για δες μαντιλάκια, κάλτσες, ως και βελόνια και κλωστή μου ’βαλε. Να κι ένα κυδώνι, θεοκίτρινο! Ανασταίνεσαι να το μυρίζεις μονάχα. Να κι οι γόβες! Όχι, όχι, να μην τα δω τώρα. Να τα βλέπω ύστερα και να τις θυμάμαι.
» Αχ, νύχτα που την πέρασα! μήτε στιγμή δεν έκλεισα μάτι, μα θαρρώ και μήτε άλλος κανένας. Για δες, ως και φαΐ μου ’τοιμάσανε για το δρόμο. Και τι να της πω της γριάς! Να τηνα! τ’ άρχισε κιόλας το κλάμα! Ας κάνω πως χαίρουμαι τώρα εγώ, να την παρηγορήσω. Έννοια σου, μάνα, και σε πέντε χρόνια θα μ’ έχεις. Θα παντρέψουμε τη Φροσύνη, άλλα πέντε χρόνια ξενιτιά, και τότες πια με στεφανώνεις και μένα… Μ’ έπνιξαν, μ’ έπνιξαν τα φιλιά της. Έχε γεια, μανούλα μου, έχετε γεια όλοι σας, Φροσύνη, Γιάννη, αγάπη μου, έχετε γεια… — Αχ, μωρέ, πικρός που είναι αυτός ο αναθεματισμένος ο χωρισμός! Ένα πράμα κομπώνει εδώ στο λαιμό μου, εδώ, εδώ…»
Και δεν μπόρεσε άλλα να πει.
νοσοκομείο, σε τόπους που κι αγάπη να βρεις, έρχεται κι αυτή και σου φαρμακεύει άλλες αγάπες, που για να μην πεθάνεις της πείνας δουλεύεις όσην ώρα δεν κείτεσαι στο κρεβάτι αποσταμένος, που να μείνεις μισήν ώρα καθάριος αδύνατο πράμα, αφού κι ο αέρας που ανεσαίνεις είναι μισός καπνίλα, που ως και τα πλεμόνια του ανθρώπου μαυρίζουνε μια για
πάντα — τι τον έκαμε τον Τραμουντάνα κι έσυρε στα νιάτα του εκεί απάνω, που τον αντάμωσα χρόνους και χρόνους κατόπι ξένοιαστο, πέτρα μονάχη, λησμονησιάρη, δίχως μήτε φυλαχτήρι από μάνα ή αδερφή, δίχως άλλο της πατρίδας σημάδι παρά το μαυριδερό του το πρόσωπο—τι τον πέταξε σε τέτοια πολύκοσμη ερημιά, ήταν κι είναι ακόμα μυστήριο, που για να το ξεδιαλύνω του κάκου ρώτηξα πολλούς σαν και λόγου του. Δίχως πόρεψη, δίχως μέσα, δίχως άλλο σκοπό παρά να ’ρθουν και ν’ αποδείξουν ως πού πηγαίνει η ρωμαίικη η τρέλα, το έρμο και το τυφλό το «Έχει ο Θεός», σάματις τρελάθηκε κι ο Θεός μαζί τους.
Είναι, λέει, το «επιχειρηματικό» της Ρωμαίικης της φυλής και τους σκουντάει, τους ρίχνει όξω κι όξω, ως τον άγιο Φραγκίσκο τους φέρνει, ως την Πολυνησία τους ξεβράζει, σε κάθε ακρογιάλι σαν ψόφιες ακρίδες τους στρώνει, άλλους λουκούμια να πουλούν, άλλους φορτιά να σηκώνουν, άλλους άλλα βάσανα να τραβάνε, και τέλος να ρουφιούνται από το παντοδύναμο τ’ αγγλοσαξονικό το θεριό και να χάνουνται.
Ένας λοιπόν απ’ αυτούς τους ηρώους ήταν κι ο Τραμουντάνας. Τύχαινε συχνά πυκνά να τον ανταμώνω στα ξενικά του λημέρια. Σπίτι του να πάγω ποτές δεν ταίριασε, είναι αλήθεια. Άκουγα όμως πως με την Ιρλανδέζα του τη γυναίκα δεν κακοπερνούσε, γιατί, έτυχε η κερά ν’ αγαπάει το πιοτό, και το γλέντιζε πάντα μ’ άλλες γειτόνισσες που τ’ αγαπούσαν κι αυτές. Ο φίλος πάλι του άρεζαν τα χαρτιά! Πήγαινε λοιπόν κάθε βράδυ σ’ ενός πατριώτη, που δουλειά του ήτανε να βυζάνει τους δικούς του με μια βρόμικη τράπουλα, μάλιστα τους νιοφερμένους. Κι έτσι ο Τραμουντάνας ζωή σπιτικιά δεν πολύβλεπε, και δεν κακοπερνούσε με τη γριά του. Δούλευε ωστόσο ολημερίς. Δουλειά και δουλειά! Πότε δέματα ξεφόρτωνε, πότε γλυκά και πωρικά πουλούσε. Ναύτης στα νιάτα του, τον αψηφούσε το βοριά σα στεκότανε με τις ώρες στους τέσσερεις δρόμους μπροστά στο φορτωμένο τραπέζι του, προσκαλώντας τον κάθε διαβάτη ν’ αγοράσει τα μπαγιάτικά του λουκούμια..
Τον κοίταζα κάποτες από μακριά και συλλογιούμουνα, σαν τι λογής αγόρι να φαίνουνταν τη μέρα που μίσευε από το φτωχικό του τόπο με την ευκή της μαύρης του μάνας!
— Τι σ’ έκαμε και ξέπεσες ως εδώ, τόνε ρώτηξα μια φορά.
— Τι σ’ έκαμε κι ήρθες του λόγου σου! Να! Τύχη γύρευα κι ήρθα.
— Και πότε λες να ξαναγυρίσεις να τους δεις τους δικούς σου;
— Τους δικούς μου; (και δώσ’ του γέλια!) Οι δικοί μου τώρα όλοι στον άλλον κόσμο. Ήμουν πέντε χρόνια ξενιτεμένος σα συχωρέθηκε η μάνα μου· πατέρα δε γνώρισα. Τ’ αδέρφια μου σκορπιστήκανε δω και κει, και πια δεν τ’ ακουσα. Τι να πάω να κάμω εκεί τώρα! Εμένα οι δικοί μου είναι τώρα εδώ. Εδώ έζησα, εδώ θα πεθάνω.
— Μα δε λαχτάρας μαθέ και συ τον ήλιον εκείνον καμιά φορά, δε θυμάσαι τον τόπο σου, τις ομορφιές του;
— Άκου με, αφεντικό· αυτά όλα είναι καλά, μα παράς δε βγαίνει· εδώ πέρα και ν’ αρρωστήσω, έχει νοσοκομείο.
— Όχι, όχι, να μην πεθάνεις εδώ· στην πατρίδα σου να πας, ν’ αναπαυτείς κοντά στους δικούς σου.
— Κι αμέ τη γριά μου; τι να την κάμω;
— Μαζί και κείνη.
Κι άρχιζε πάλε τα γέλια ο Τραμουντάνας, και τρίβοντας τα ροζωμένα του χέρια να τα ζεστάνει, προσκαλούσε τους διαβάτες ν’ αγοράσουνε πωρικά.
Έρχεται μια μέρα ένας κλητήρας με γραμματάκι και με προσκαλεί στο νοσοκομείο. Μπαίνω σ’ αμάξι και πηγαίνω. Μου λέει ο επιστάτης πως είναι μέσα ένας γέρος πατριώτης μου πολύ άρρωστος, και στο βύθο του απάνω παραλαλεί στη γλώσσα του. Μένει, λέει, κι η γυναίκα του πλάγι του, μα αυτή στουπί μεθυσμένη φαντάζεται πως ο γέρος της αφήνει παραγγελιές, και μάλιστα θαρρεί πως μιλεί και για κάτι χρήματα που τα ’χει, λέει, ο γέρος κρυμμένα. Με φωνάξανε λοιπό να παρασταθώ και ν’ ακούσω τη διαθήκη του γέρου.
Ανεβαίνω, μπαίνω στην κάμαρα· ο Τραμουντάνας ψυχομαχούσε παραλαλώντας, κι η γριά του μαλλοσερνότανε.
— Τι λέει, τι λέει; ξεφωνίζει άξαφνα η γριά.
Παίρνω κομμάτι χαρτί και μολυβοκόντυλο, τους λέγω να συχάσουν, κι αρχίζω και σημειώνω·
«… Μωρέ Γιάννη, πάμε να βρούμε φωλιές; ξεπετάκια κοτσύφια να πιάσουμε, στο κλουβί να τα βάλουμε; Τ’ άκουσες πώς κελαηδούνε στου Μπάρμπα Λεφτέρη; Εκεί, εκεί απάνω κατά τις σκάλες, μέσα στα κατάπηχτα τα κλωνιά. Τι; δεν μπορείς να σκαλώσεις μια τέτοια ελίτσα; και τι θα πεις α σου σκαρφαλώσω εγώ αυτό τον πλάτανο; Μια και δυο, και στην κορφή του με βρίσκεις... Αργήσαμε, καημένε, και θα λέει η μάνα, τι πάθαμε. Στάσου, βάλ’ το μες στο καλάθι, σκέπασ’ το καλά μην πετάξει… Ίσια σπίτι τώρα, ειδεμή την πάθαμε, θα πάει σκολειό να ρωτάει τι γενήκαμε … κι ο καινούριος ο δάσκαλος δε χωρατεύει. Εγώ το μαθαίνω και στο δρόμο το μάθημα. Φρρρ — κι απ’ όξω το ’μαθα… Για δες την τη μαριόλα στο παράθυρο πάλι! Αχ, θα με πεθάνει αυτή. Της το ’ταξε, μικρούλα μου, η μάνα μου της μάνας σου σα γεννήθηκες, μα και να μη σου το ’ταζε, πάλι θα σ’ έπαιρνα. Αγάπη μου, πότε θα ξενιτευτώ να κάμω σερμαγιά και να γυρίσω με τα χρυσά νυφικά σου; Φεύγεις εσύ τώρα! Έννοια σου, και θα σε πιάσω πάλι στο περιβόλι σαν ποτίζεις και θα σε λιώσω στο τσίμπημα!
» Τηγανίτες! Χρόνια και χρόνια να φάω το πρωί τηγανίτες! ακόμα δεν έφεξε κι αυτές αχνίζουν κιόλας στο τραπεζάκι. Πού ’ν’ τος ο Γιάννης; Αμ’ η Φροσύνη; Την ακαμάτα! κοιμάται ακόμα· πάμε να την ξυπνήσουμε. Πού ’ν' το σφουγγάρι; Θα τρομάξει, λες; Ναι, βλέπεις, φαρφουρί ήταν και θα ραγίσει! Την κατεργάρα! κοίταξε γόβες, λέει, που μου κέντησε! Θα πεις, έχουμε κι αυτηνής τα προικιά να συλλογιστούμε. Αχ, εσύ αγάπη μου! εσύ φως μου! Πέντε χρόνια είπαμε, βάλε κι άλλα πέντε για την αδερφή! Πέντε και πέντε, δέκα. Είμαι τώρα δεκαπέντε· και δέκα, είκοσι πέντε. Θα ’σαι και συ τότες είκοσι δυο. Μια χαρά. Να σου τώρα και μια τσιμπιά! Πού να το πιάσεις τέτοιο σαχίνι! Θα το πω της Φροσύνης να της την πατήσει την τσιμπιά.
»Στον τρύγο, στον τρύγο! Πάει ο ώμος μου, σήκωνε σήκωνε κόφες! Δόξα να ’χει ο Θεός που ’φαγα πάλι σταφύλι! Όχι σαν κι αυτά που πουλώ! Να, μωρέ παλιοεγγλέζοι, σταφύλι, να φάτε και να καταλάβετε γλύκα! Δες τες, δες τες! Κι οι δυο τους οι σουσουράδες πώς πατούνε σταφύλια στη γούρνα! Και δώσ’ του η μάνα ν’ ανακατεύει αλευριά! Σα να το ξέρει η καημένη πως δε θα μ’ έχει του χρόνου… Ταξίδι, ταξίδι… Για δες μαντιλάκια, κάλτσες, ως και βελόνια και κλωστή μου ’βαλε. Να κι ένα κυδώνι, θεοκίτρινο! Ανασταίνεσαι να το μυρίζεις μονάχα. Να κι οι γόβες! Όχι, όχι, να μην τα δω τώρα. Να τα βλέπω ύστερα και να τις θυμάμαι.
» Αχ, νύχτα που την πέρασα! μήτε στιγμή δεν έκλεισα μάτι, μα θαρρώ και μήτε άλλος κανένας. Για δες, ως και φαΐ μου ’τοιμάσανε για το δρόμο. Και τι να της πω της γριάς! Να τηνα! τ’ άρχισε κιόλας το κλάμα! Ας κάνω πως χαίρουμαι τώρα εγώ, να την παρηγορήσω. Έννοια σου, μάνα, και σε πέντε χρόνια θα μ’ έχεις. Θα παντρέψουμε τη Φροσύνη, άλλα πέντε χρόνια ξενιτιά, και τότες πια με στεφανώνεις και μένα… Μ’ έπνιξαν, μ’ έπνιξαν τα φιλιά της. Έχε γεια, μανούλα μου, έχετε γεια όλοι σας, Φροσύνη, Γιάννη, αγάπη μου, έχετε γεια… — Αχ, μωρέ, πικρός που είναι αυτός ο αναθεματισμένος ο χωρισμός! Ένα πράμα κομπώνει εδώ στο λαιμό μου, εδώ, εδώ…»
Και δεν μπόρεσε άλλα να πει.
~
Από τη συλλογή:
Η ΜΑΖΩΧΤΡΑ ΚΙ ΑΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ,
έκδοσης 1900
Η ΜΑΖΩΧΤΡΑ ΚΙ ΑΛΛΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ,
έκδοσης 1900
Το Αργύρης Εφταλιώτης ( Μήθυμνα Λέσβου, 1849 – Αντίμπ (Antibes) νότια
Γαλλία 1923) είναι το φιλολογικό ψευδώνυμο του λογοτέχνη Κλεάνθη
Μιχαηλίδη. Η πρώτη εμφάνιση του Εφταλιώτη στα γράμματα σημειώνεται με τη
συμμετοχή του στον «Φιλαδέλφειο Διαγωνισμό» του 1889, όπου η ποιητική
συλλογή του «Τραγούδια του ξενητεμένου» βραβεύθηκε και απέσπασε τον
έπαινο της κριτικής επιτροπής, αφού το πρώτο βραβείο το κέρδισε ο Κωστής
Παλαμάς με το ποίημα «Ύμνος εις την Αθηνάν».
Το ψευδώνυμο του ποιητή είναι απόρροια της νοσταλγίας του: Προέρχεται
από την Εφταλού', παραθαλάσσια τοποθεσία και σήμερα οικισμό στις
βορειότερες ακτές της Λέσβου (το όνομα προέρχεται από το «Ευθαλού» = ευ +
θάλλω, δηλαδή «πρασινίζω καλά»). Μάλιστα, στην Ευθαλού αγόρασε
αργότερα, επηρεασμένος, ένα κτήμα για να ηρεμεί ο Ηλίας Βενέζης. [Βιογραφία]