Μολιέρος (Molière)

«Ο κατά φαντασίαν ασθενής» (1673)

Μολιέρος (Molière)

«Ο Ταρτούφος» (1664)

Μολιέρος (Molière)

«Ο αρχοντοχωριάτης» (1670)

Ουίλλιαμ Σαίξπηρ

«Όνειρο Θερινής Νυκτός»

Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα

«Ματωμένος Γάμος»

Αντουάν Ντε Σαιντ- Εξυπερύ

«Ο μικρός πρίγκηπας»

Αντόν Τσέχωφ

«Ένας αριθμός»

Ντάριο Φο

«Ο τυχαίος θάνατος ενός Αναρχικού»

Ευγένιος Ιονέσκο

«Ρινόκερος»

Μπέρτολτ Μπρεχτ

«Αν οι καρχαρίες ήταν άνθρωποι»

722 Ποιητές - 8.171 Ποιήματα

Επιλογή της εβδομάδας..

Οδυσσέας Ελύτης, «Το Μονόγραμμα»

Θά πενθώ πάντα -- μ’ακούς; -- γιά σένα, μόνος, στόν Παράδεισο Ι Θά γυρίσει αλλού τίς χαρακιές  Τής παλάμης, η Μοίρα, σάν κλειδούχο...

Ελίζαμπεθ Μπίσοπ (Elizabeth Bishop), «Το Άγριο Ελάφι»

(Για την Grace Bulmer Bowers)
Από τις μικρές σε έκταση επαρχίες
του ψαριού, του ψωμιού και του τσαγιού,
εστίες των μεγάλων παλιρροιών
εκεί όπου ο κόλπος εγκαταλείπει τη θάλασσα
δύο φορές τη μέρα κι ακολουθεί
τις μακρινές διαδρομές της ρέγκας,

εκεί όπου αν το ποτάμι
εισχωρεί ή αποτραβιέται
σ’ ένα πρόχωρα από υγρή καφετιά λάσπη,
εξαρτάται από το αν ανταμώνει
τα νερά του κόλπου να έρχονται
ή να έχουν απομακρυνθεί.

εκεί όπου το νερό έρχεται κι αφήνει κόκκινη λάσπη,
μερικές φορές ο ήλιος δύει
αντικρίζοντας μια κατακόκκινη θάλασσα
κι άλλες φορές γεμίζει με φλέβες των επιφανειών
το μενεξελί, εύφορη λάσπη
σε φλεγόμενα ποταμάκια.

πάνω σε κόκκινους δρόμους στρωμένους χαλίκια,
πιο κάτω σειρές από ζαχαρώδεις σφενδάμους,
πιο πέρα αγροικίες επενδυμένες με σανίδες
το ίδιο κι οι λιτά χτισμένες εκκλησιές,
με φθαρμένο το χρώμα και με γραμμώσεις σαν όστρακα μυδιών,
πιο πέρα δύο δίδυμες ασημένιες σημύδες,

μέσα στο προχωρημένο απόγευμα
ένα λεωφορείο ταξιδεύει δυτικά,
το παρμπρίζ εκπέμπει ρόδινες ακτίνες φωτός,
ρόδινες ακτίνες ξεπηδούν κι από το μέταλλο
και βάφουν με το χρώμα τους εκείνη τη λακκούβα στο πλευρό
από γαλάζιο φθαρμένο σμάλτο.

κατεβαίνει τις κοιλάδες, ανεβαίνει τα υψώματα
και περιμένει με υπομονή, όση ώρα
ένας μοναχικός ταξιδιώτης
αγκαλιάζει και φιλά
τους επτά συγγενείς του,
ενώ το κόλλεϋ τους παρατηρεί προσεκτικά.

Αντίο στις φτελιές,
αντίο στη φάρμα, αντίο στο σκυλί.
Το λεωφορείο ξεκινά. Το φως
πυκνώνει. η ομίχλη
καθώς μετατοπίζεται, αλμυρή κι αραιή
έρχεται και μας κυκλώνει.

Παγωμένοι στρογγυλοί κρύσταλλοι
σχηματίζονται, γλιστρούν και κάθονται
στα λεπτοκαμωμένα φτερά των πουλερικών,
στα γκρίζα αστραφτερά λάχανα,
πάνω στα εκατόφυλλα ρόδα
και στα λούπινα, ως μαντατοφόροι της ομίχλης..

τα μοσχομπίζελα δεμένα σφιχτά
στον υγρό λευκό σπάγκο
πάνω στους ασβεστωμένους φράχτες.
οι αγριομέλισσες γλιστρούν
μέσα στα πορφυρά χελιδονόχορτα,
και το βράδυ ξεκινάει.

Μια στάση στο Bass River.
Έπειτα Economies –
Κάτω, Μεσαίο, Άνω.
στη συνέχεια Five Islands, Five Houses,
εκεί μια γυναίκα τινάζει το τραπεζομάντιλο
μετά το δείπνο.

Ένα απαλό τρεμόσβησμα της μηχανής. Πάει έφυγε.
Τα έλη του Tantramar
κι η μυρωδιά του αρμυρού χόρτου.
Μια σιδερένια γέφυρα τρέμει
κάποια σανίδα έχει χαλαρώσει και τραντάζεται
αλλά δεν υποχωρεί.

Αριστερά ένα κόκκινο φως
διασχίζει το σκοτάδι:
ο φάρος που οδηγεί τα πλοία στο λιμάνι.
Δύο λαστιχένιες μπότες δείχνουν
φωτεινές, εντυπωσιακές.
Ακούγεται ένα γαύγισμα σκυλιού.

Μια γυναίκα ανεβαίνει
με δύο σακκούλες ψώνια
ζωηρή, με φακίδες, μεγάλη στην ηλικία.
«Υπέροχο βράδυ. Μάλιστα, κύριε,
Πηγαίνω στη Βοστώνη, στο τέρμα»
Μας κοιτάζει με φιλικό βλέμμα.

Φεγγαρόφωτο, καθώς εισχωρούμε
στα δάση του New Brunswick
τα πυκνά, με τα ποικίλα δέντρα και την τάση ν’ αποσχίζονται.
φεγγαρόφωτο κι ομίχλη
πιάστηκαν μέσα στα δάση, όπως το μαλλί των προβάτων
στους θάμνους κάποιου λιβαδιού.

Οι επιβάτες ξαπλώνουν αναπαυτικά στο κάθισμά τους.
Ροχαλητά. Κάποιοι μακρόσυρτοι αναστεναγμοί
Ένα ονειρικό ξεστράτισμα
αρχίζει μέσα στη νύχτα,
μια ελαφριά ακουστική,
σε ρυθμό αργό, παραίσθηση.

Μέσα από τα τριξίματα και τους θορύβους,
μια παλιά συζήτηση
– δε μας αφορά
αλλά ευδιάκριτη, κάπου
στα πίσω καθίσματα του λεωφορείου:
Οι φωνές των παππούδων

δίχως σταματημό
μιλούν, στον Άλλο Κόσμο:
Ονόματα αναφέρονται,
γεγονότα τελικά ξεκαθαρίζουν.
τι είπε εκείνος, τι είπε εκείνη,
ποιος πήρε σύνταξη.

θάνατοι, θάνατοι κι αρρώστιες.
η χρονιά που αυτός ξαναπαντρεύτηκε.
η χρονιά που (κάτι) συνέβη.
Εκείνη πέθανε στη γέννα.
Ο γιος ήταν αυτός που χάθηκε
όταν βυθίστηκε η γολέτα.

Εκείνος το’ ριξε στο πιοτό. Ναι
Εκείνη πήρε το δρόμο τον κακό.
Όταν ο Amos άρχισε να προσεύχεται
ακόμη και μέσα στο μαγαζί,
η οικογένεια στο τέλος αναγκάστηκε
να τον βάλει σε κάποιο ίδρυμα.

«Ναι … αυτή η παράξενη
κατάφαση. «Ναι …»
Μια κοφτή, τραβηγμένη ανάσα.
μισο – στεναγμός, μισο – αποδοχή,
που σημαίνει «Η ζωή είναι κάπως έτσι.
Το γνωρίζουμε αυτό (κάπως έτσι είναι, επίσης, κι ο θάνατος)».

Κουβεντιάζοντας μ’ αυτόν τον τρόπο
στο παλιό πουπουλένιο στρώμα
ήρεμα, χωρίς διακοπή
το αμυδρό φως της λάμπας στο διάδρομο,
κάτω στην κουζίνα, το σκυλί
τυλίχτηκε στο σάλι της.

Ελάτε, όλα είναι εντάξει, τώρα
ακόμη και για ν’ αποκοιμηθούμε,
όπως ακριβώς όλες εκείνες τις νύχτες.
– Ξαφνικά ο οδηγός του λεωφορείου
φρενάρει μ’ ένα απότομο τράνταγμα,
σβήνει τα φώτα του.

Ένα άγριο ελάφι έχει ξεπροβάλει
από το αδιαπέραστο δάσος
στέκεται εκεί, δεσπόζει, καλύτερα
στη μέση του δρόμου.
Πλησιάζει. Οσφραίνεται το
ζεστό κάλυμμα της μηχανής.

Πανύψηλο σαν πύργος, δίχως το κλαδωτό κέρατο,
έχει το μεγαλείο εκκλησιάς,
τη ζεστασιά του σπιτικού
(ή την ασφάλεια των σπιτιών).
Η φωνή ενός άντρα μας καθησυχάζει.
«Τελείως ακίνδυνο …»

Μερικοί επιβάτες
ψιθυρίζουν κατάπληκτοι,
λόγια που δείχνουν ανοησία και αφέλεια.
«Χωρίς αμφιβολία είναι σπουδαία πλάσματα».
«Είναι τρομερά ανεπιτήδευτο».
«Κοιτάξτε ! Είναι θηλυκό !».

Χωρίς διόλου να βιάζεται,
παρατηρεί προσεκτικά το λεωφορείο,
έξοχο πλάσμα, πέραν του κόσμου τούτου.
Γιατί, γιατί νιώθουμε
(όλοι τη νιώθουμε) αυτή τη γλυκιά
αίσθηση χαράς;

«Παράξενες υπάρξεις»,
σχολιάζει ο ήρεμος οδηγός μας,
προφέροντας μακρόσυρτα το «ρ».
«Κοιτάξτε το, το βλέπετε και μόνοι σας».
Έπειτα βάζει ταχύτητα.
Για περισσότερο από ένα λεπτό,

αν γείρετε το κεφάλι προς τα πίσω,
μπορείτε να δείτε το άγριο ελάφι
στη φεγγαρόλουστη άσφαλτο.
κι ύστερα, τίποτα. μόνο μια ελαφριά
μυρωδιά άγριου ελαφιού, μια βαριά
μυρωδιά βενζίνης.
~
Μετάφραση : Βικτωρία Καπλάνη

Αντώνης Σαμαράκης (1919-2003)

«Το άγγελμα της ημέρας»

Μην πεις ποτέ σου: «Είναι αργά!» κι αν χαμηλά έχεις πέσει. κι αν λύπη τώρα σε τρυγά κι έχεις βαθιά πονέσει.

Κι αν όλα μοιάζουν σκοτεινά κι έρημος έχεις μείνει. μην πεις ποτέ σου: «Είναι αργά!» -τ' ακούς;- ό,τι  κι αν γίνει

Ο Μικρός Πρίγκιπας: «Αντίο», είπε η αλεπού. «Να το μυστικό μου. Είναι πολύ απλό: Μόνο με την καρδιά βλέπεις αληθινά. Την ουσία δεν τη βλέπουν τα μάτια»

𝓜πάμπης 𝓚υριακίδης