Τίποτε δὲν ἄλλαξε ἀπ᾿ τὸ σπίτι σου
κι ἀπ᾿ τὸ δρόμο κι ἀπ᾿ τὴ γειτονιά.
Μόνον ἡ παλιὰ βρυσούλα στέρεψε
στὴν ἀντικρινή σου τὴ γωνιά.
Τίποτε δὲν ἄλλαξε ἀπ᾿ τὸ σπίτι σου.
Βιαστικὸς διαβάτης τὸ θωρῶ
καί, ξεχνώντας πόσα χρόνια πέρασαν,
σὰ καὶ τότε πάλι λαχταρῶ...
κι ἀπ᾿ τὸ δρόμο κι ἀπ᾿ τὴ γειτονιά.
Μόνον ἡ παλιὰ βρυσούλα στέρεψε
στὴν ἀντικρινή σου τὴ γωνιά.
Τίποτε δὲν ἄλλαξε ἀπ᾿ τὸ σπίτι σου.
Βιαστικὸς διαβάτης τὸ θωρῶ
καί, ξεχνώντας πόσα χρόνια πέρασαν,
σὰ καὶ τότε πάλι λαχταρῶ...
Λαχταρῶ ν᾿ ἀνοίξεις τὸ παράθυρο
καὶ στὸ διάβα μου ἄξαφνα νὰ βγεῖς,
γελαστῆ παιδούλα καστανόξανθη,
χάραμα ἀπριλιάτικης αὐγῆς.
Σφαλιστὸ ἀπομένει τὸ παράθυρο
κι ἂν τ᾿ ἀνοίξεις, μι᾿ ἄλλη θὰ φανεῖ.
Μόνο στὸ παράθυρο τῆς θύμησης
βγαίνεις ἴδια καὶ παντοτινή.
Ο Γεώργιος Δροσίνης (Αθήνα, 1859 - Αθήνα 1951) ήταν ποιητής, πεζογράφος
και δημοσιογράφος. Ήταν ένας από τους πρωτοπόρους της Νέας Αθηναϊκής
Σχολής στην ποίηση και της ηθογραφίας στην πεζογραφία. Η πρώτη ποιητική
του συλλογή Ιστοί Αράχνης σηματοδότησε την εμφάνιση της Νέας Αθηναϊκής
Σχολής ενώ το διήγημά του Χρυσούλα κέρδισε το πρώτο βραβείο στον πρώτο
διαγωνισμό διηγήματος του περιοδικού «Η Εστία» το 1883. [Βιογραφία]