Εκείνο το ενταφιασμένο πρωινό που μοίραζε υποσχέσεις
Οι ευκίνητες μέρες που τυλίγαν το μέτωπό μας
Οι αλύγιστες ορειβασίες στον ήλιο
Ποιός να θυμάται
Η πρόσκαιρη οδύνη των μαθημάτων είχε τελειώσει
Ακριβώς στο ξεκίνημα επάνω
Η στιλπνή πανοπλία μας άστραφτε
Οι δάσκαλοι μας προβόδισαν στο κατώφλι
Ἤματί κεν τριτάτῳ Φθίην ἐρίβωλον ἳκοιο μας είπαν
Διάβηκε τόσος καιρός
Που η τρίτη μέρα λησμόνησε ώς και την ανάμνησή της
Πέρα στο λιμάνι τα βαπόρια καπνίζαν
Ένας άνθρωπος μας κοίταξε με κατανόηση
Και μουρμούρισε κάτι σε μια ξένη γλώσσα
Έμοιαζε πολύ με τους άμοιρους Πολωνούς εμιγκρέδες
Αλήθεια είχε αρχίσει κι ο πόλεμος
Ραγδαία γεγονότα φωνάζαν τα έκτακτα παραρτήματα
Γύρω μας πλήθος οι συνωμοσίες
Ο ουρανός σκυθρωπός
Κατόπι μάς λεηλάτησαν χαμένα τα πάντα
Τότε γνωρίσαμε τη θλίψη της πέτρας
Τα βράδια υψώναμε αντένες ευαίσθητες
Όμως τα κύματα προσπερνούσαν αδιάφορα
Συχνά δεν είχαμε ρούχα να ντύσουμε τα επίσημα όνειρα
Κάμποσοι φύγαν για Θεσσαλίες μ’ έναν τρόπο δικό τους
Θεέ μου φυτέψαμε τόση πολλή θύμηση
Μας κυβερνάει αναπόφευκτα μια χαλύβδινη νοσταλγία
Ο ύπουλος χρόνος υπονομεύει τον άνεμο
Που ξύνει τα λέπια της αποσύνθεσης από τις αλέες
Κι όμως μας τυραννάει ακόμα ένα καλοκαίρι που δεν εννοεί να πεθάνει
Οι φράχτες της καρπερής τούτης χώρας είναι ψηλοί
Κι αδιαπέραστοι
Απλώνουμε χέρια στη νύχτα
Βοήθεια
~
Κλείτος Κύρου. 1949. Αναζήτηση· Αναμνήσεις μιας αμφίβολης εποχής.
Οι ευκίνητες μέρες που τυλίγαν το μέτωπό μας
Οι αλύγιστες ορειβασίες στον ήλιο
Ποιός να θυμάται
Η πρόσκαιρη οδύνη των μαθημάτων είχε τελειώσει
Ακριβώς στο ξεκίνημα επάνω
Η στιλπνή πανοπλία μας άστραφτε
Οι δάσκαλοι μας προβόδισαν στο κατώφλι
Ἤματί κεν τριτάτῳ Φθίην ἐρίβωλον ἳκοιο μας είπαν
Διάβηκε τόσος καιρός
Που η τρίτη μέρα λησμόνησε ώς και την ανάμνησή της
Πέρα στο λιμάνι τα βαπόρια καπνίζαν
Ένας άνθρωπος μας κοίταξε με κατανόηση
Και μουρμούρισε κάτι σε μια ξένη γλώσσα
Έμοιαζε πολύ με τους άμοιρους Πολωνούς εμιγκρέδες
Αλήθεια είχε αρχίσει κι ο πόλεμος
Ραγδαία γεγονότα φωνάζαν τα έκτακτα παραρτήματα
Γύρω μας πλήθος οι συνωμοσίες
Ο ουρανός σκυθρωπός
Κατόπι μάς λεηλάτησαν χαμένα τα πάντα
Τότε γνωρίσαμε τη θλίψη της πέτρας
Τα βράδια υψώναμε αντένες ευαίσθητες
Όμως τα κύματα προσπερνούσαν αδιάφορα
Συχνά δεν είχαμε ρούχα να ντύσουμε τα επίσημα όνειρα
Κάμποσοι φύγαν για Θεσσαλίες μ’ έναν τρόπο δικό τους
Θεέ μου φυτέψαμε τόση πολλή θύμηση
Μας κυβερνάει αναπόφευκτα μια χαλύβδινη νοσταλγία
Ο ύπουλος χρόνος υπονομεύει τον άνεμο
Που ξύνει τα λέπια της αποσύνθεσης από τις αλέες
Κι όμως μας τυραννάει ακόμα ένα καλοκαίρι που δεν εννοεί να πεθάνει
Οι φράχτες της καρπερής τούτης χώρας είναι ψηλοί
Κι αδιαπέραστοι
Απλώνουμε χέρια στη νύχτα
Βοήθεια
~
Κλείτος Κύρου. 1949. Αναζήτηση· Αναμνήσεις μιας αμφίβολης εποχής.
Και στον συγκεντρωτικό τόμο: Κλείτος Κύρου. 1997. Εν όλω. Συγκομιδή (1943–1997). Αθήνα: Άγρα.
Ο Κλείτος-Δημήτριος Κύρου (Θεσσαλονίκη, 1921 - Θεσσαλονίκη, 2006) ήταν
Έλληνας ποιητής της πρώτης Μεταπολεμικής γενιάς. Εργάστηκε στον
τραπεζικό τομέα από το 1951 ως το 1983. Διετέλεσε γενικός γραμματέας του
Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος από το 1974 ως το 1976. Συνεργάστηκε
με πολλά λογοτεχνικά περιοδικά, ενώ ποιήματά του έχουν μεταφραστεί σε
διάφορες γλώσσες. Ασχολήθηκε με την κριτική κινηματογράφου. Το 1988 του
απονεμήθηκε το Β΄ Κρατικό βραβείο ποίησης, που δεν το δέχτηκε. Βιβλία:
"Αναζήτηση" 1949, "Σε πρώτο πρόσωπο" 1957, "Κραυγές της νύχτας" 1960,
"Κλειδάριθμοι" 1963, "Απολογία" 1966, "Απολογία Β΄" (έκδ. συμπληρωμένη)
1976, "Οι κατασκευές (1949-1979)" 1980, "Τα πουλιά και η αφύπνιση" 1987,
"Περίοδος χάριτος" 1992, "Ο πρωθύστερος λόγος" 1995. Ασχολήθηκε επίσης
με τη μετάφραση ξένης ποίησης (ιδιαίτερα των Έλιοτ, Πάουντ, Μακλής,
Ώντεν, Κητς, Απολλιναίρ, Σαντράρ, Λόρκα, Νερούντα) και θεάτρου (Φορντ,
Μάρλοου, Λόρκα, Σέλλεϋ). Έχει τιμηθεί με το βραβείο της Ελληνικής
Εταιρείας Μεταφραστών για το έργο του Μάρλοου "Δόκτορ Φάουστους" (1991)
και το κρατικό βραβείο μετάφρασης για το έργο "Οι Τσέντσι του Σέλλεϋ"
(1994) και τα δύο στις εκδόσεις Άγρα. Τον Νοέμβριο του 2001 κυκλοφόρησε
επίσης από τις εκδόσεις Άγρα το αυτοβιογραφικό βιβλίο του
"Οπισθοδρομήσεις: αναδρομή ζωής".